Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

10 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 10η

Είμαστε ακόμα στο 3ο κεφάλαιο. Μετά το Α' μέρος (ο Μητροπολίτης) προχτές, και το Β' (ο αρραβώνας) χτες, περνάμε στο Γ' (ο Γάμος) σήμερα. Θα ακολουθήσει αύριο και το Δ' (Η αναχώρηση) για να κλείσει αυτό το 3ο κεφάλαιο που εκτυλίσσεται όλο μέσα στο έτος 1203 μ.Χ.
Υπενθυμίζω, πως θα δημοσιεύονται συνέχειες κάθε μέρα πλην ΠΣΚ γιατί δεν προλαβαίνω να κάνω την σχετική επιμέλεια. Το βιβλίο γράφτηκε το 2013 και τώρα γίνεται μια μορφοποίηση κι η φιλολογική του επιμέλεια, που θέλουν τον χρόνο τους.  
************************************************

από παραπομπές μόνο ότι (*) Σκριβάνος = Γραμματέας


Γ’ Ο ΓΑΜΟΣ


Ο Νικηφόρος πήγε στην Ακρόπολη με το κι έφτασε στα Προπύλαια. Είδε, στην είσοδο του φρουρίου να τον περιμένει ο Ακομινάτος. Μπορεί να ζούσε σαφώς πιο φτωχικά απ’ ό,τι στην Κωνσταντινούπολη όμως ένιωθε ευτυχισμένος εδώ. Η Αθήνα ήταν η δική του Γη της Επαγγελίας. Μαζί του ήταν κι ένας ακόμα μοναχός, ο Γεώργιος Βαρδάνης, σκριβάνος(*) και βοηθός του. Έμενα κι αυτός στα Προπύλαια και συμμεριζόταν τις απόψεις του Ακομινάτου για την εκκλησία και για την Αθήνα. Αγκαλιάστηκαν εγκάρδια κι ο Μιχαήλ δεν έκρυψε τη χαρά του. Το ίδιο κι ο Νικηφόρος.
«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω νεαρέ» είπε ο Ακομινάτος.
«Κι εγώ χαίρομαι πολύ που σας ξαναβρίσκω, Πάτερ. Ανυπομονούσα για τη στιγμή» απάντησε ο Νικηφόρος.
«Ετοίμασα έναν νέο χώρο για σένα, στο Ερέχθειο!» είπε ο Μιχαήλ. «Θα έχεις παρέα τις πιο ωραίες γυναίκες του κόσμου, τις Καρυάτιδες! … και τον Γεώργιο βέβαια …»
«Αναρωτιέμαι μήπως βεβηλώνουμε τον χώρο μένοντας εδώ» είπε ο Νικηφόρος.
«Κάθε άλλο» του είπε ο Βαρδάνης που έδειχνε να τον συμπαθεί. «Παλιά, εδώ έμεναν οι ιερείς της Αθηνάς. Ο Βράχος παραμένει ιερός και τώρα όπως ήταν και τότε.»
«Νομίζω, άλλη θρησκεία εκείνη κι άλλη η δική μας» είπε ο Νικηφόρος.
«Ίδια όμως η ανάγκη του ανθρώπου να ζητά άνωθεν βοήθεια» είπε ο Βαρδάνης.
Ίσως ήταν αρκετά αιρετικό να μιλάει έτσι ο βοηθός και υπομνηματογράφος ενός μητροπολίτη. Εδώ όμως είχαμε κάτι διαφορετικό. Ήταν γνωστή η αρχαιολατρία του Ακομινάτου. Θυμόταν μια παλιότερη συζήτησή τους.
«Τι όμορφος που είναι αυτός ο ναός» είπε πει για τον Παρθενώνα κάποια στιγμή στον Μιχαήλ. «Τίποτα παρόμοιο δεν έχω δει πουθενά!»
«Όλα όσα έκαναν οι πρόγονοί μας, Νικηφόρε, εδώ στην Ελλάδα, ήταν τέλεια κι όμορφα. Δεν θα ξεπεραστούν ποτέ!”
«Δεν έχουν την ίδια γνώμη με σένα οι κρατούντες στη Βασιλεύουσα. Εκεί έχουν την Ελλάδα γι αποπαίδι.»
«Ίσως είναι καλύτερα έτσι» είχε πει τότε ο Ακομινάτος. «Καλύτερα, για να τα αφήσουν ήσυχα. Αρκετά κατέστρεψαν ως τώρα οι δικοί μας φανατικοί.»
«Αλήθεια, Πάτερ, η δική μας θρησκεία είναι θρησκεία αγάπης. Γιατί φέρθηκε τόσο άσχημα σε αυτόν τον τέλειο, όπως τον λες, κόσμο των αρχαίων;»
«Νομίζω από ζήλια» απάντησε ο Μητροπολίτης.
«Από ζήλια; Είναι δυνατόν;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Ναι. Από ζήλια κι άγνοια! Των ανθρώπων βέβαια, όχι του Θεού. Έβλεπαν κάτι σπουδαίο και, καταστρέφοντάς το, νόμιζαν ότι προστάτευαν την καινούρια πίστη. Ήταν άγνοια.»
«Δεν ταυτίζεται η εκκλησία, Νικηφόρε, με αυτόν τον φανατισμό» είχε παρέμβει τότε ο Βαρδάνης.
«Μήπως είχαν δίκιο;» είχε αναρωτηθεί ο Νικηφόρος. «Μήπως η ανωτερότητα των αρχαίων έδιωχνε τον κόσμο από την πίστη του Χριστού;»
«Όχι φίλε μου. Οι αρχαίοι θεοί είχαν εξαντλήσει όλη τους την ηθική δύναμη. Οι άνθρωποι έψαχναν κάτι καινούριο. Οι φανατικοί, όμως, δεν ήξεραν πως η καινούρια πίστη, ό,τι κέρδιζε, το κέρδιζε στις καρδιές των ανθρώπων”
Ο Παρθενώνας, σαν κτίσμα, ήταν σχεδόν απείραχτος από την εποχή που κατασκευάστηκε. Έλειπε βέβαια το άγαλμα το χρυσελεφάντινο της Αθηνάς και όλα τα μεγάλα αγάλματα των θεών. Έλειπαν τα χρώματα από τις μετόπες, αν και είχαν μείνει κάποια υπολείμματά τους στα μάρμαρα. Έλειπαν πολλά, ενώ, είχε προστεθεί ένας σταυρός που μετέτρεπε τον αρχαίο ναό σε ναό της χριστιανοσύνης. Όμως τα κτήρια ήταν εκεί, άθικτα, με τα λαμπρά μάρμαρά τους, τις δωρικές κολώνες τους και τα αετώματά τους να φωτίζουν την αττική γη.
Ο Νικηφόρος έβγαλε αυτόν χειμώνα, που ήταν μαλακός και γλυκός στην Αθήνα, στο Ερέχθειο,. Μιλούσε πολύ με τον Μιχαήλ ή τον Βαρδάνη. Πήγαινε στους Καρτεράνους, επέβλεπε επισταμένα το κτίσιμο της δικής του έπαυλης και έβλεπε την Αγνή. Έκαναν τον αρραβώνα τους πάνω στην Ακρόπολη, στην Παναγιά την Αθηνιώτισσα. Ο Ακομινάτος προσέφερε σε όλους ένα λιτό γεύμα με θέα το λεκανοπέδιο. Ο Νικηφόρος έκανε πολλές βόλτες μόνος του με την Αγνή. Της πήρε πολλά φιλιά κι αγκαλιές, τώρα που η σχέση τους ήταν επίσημη. Κι όταν έκαναν έρωτα, τότε αποφάσισε να την παντρευτεί.
Ο γάμος έγινε με επισημότητα στο Καρτέρι και τον τέλεσε, όπως ήταν φυσικό, ο Μιχαήλ. Ο Νικηφόρος φορούσε τη βενετσιάνικη στολή κι η Αγνή μια στολή αρχαίων κορασίδων. Της την είχαν ράψει επιδέξιες ράφτρες σε σχέδια του Μιχαήλ. Φορούσε κι ένα δάφνινο στεφάνι στο μέτωπο. Οι δυο τους ήταν ένα υπέροχο ζευγάρι την ημέρα που χόρεψαν τον χορό του Ησαΐα. Ο Νικηφόρος μετακόμισε απ’ το Ερέχθειο στο “Καρτέρι” όπου είχαν με την Αγνή το δικό τους διαμέρισμα. Στέγασαν εκεί τον έρωτά τους. Η Αγνή ήταν ευτυχισμένη, του δινόταν με λαγνεία κι αισθησιασμό κι έμεινε σύντομα έγκυος. Έτρεχαν όλα γρήγορα. Είχε έρθει λίγο πριν τα Χριστούγεννα κι είχαν, ήδη, παντρευτεί στα μέσα του Γενάρη. Στα τέλη Μαρτίου ήξεραν ότι είχαν κιόλας συνθέσει τον καρπό του έρωτά τους. Η Αγνή θα γεννούσε τον Σεπτέμβρη κι οι γιαγιάδες θα αποκτούσαν το πρώτο τους δισέγγονο.
Ο Νικηφόρος επέβλεπε τις εργασίες στο αγρόκτημά του και μιλούσε πολύ με τον Μιχαήλ. Ο Μητροπολίτης ανησυχούσε για τις εξελίξεις στην αυτοκρατορία. Του έγραφε τα πάντα ο Νικήτας Χωνιάτης, ο μικρότερος αδελφός του. Ο Νικήτας ήταν λογοθέτης του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, λόγιος και σοφός για την εποχή του. Είχε πληροφορίες από πρώτο χέρι. Ο Αλέξιος Γ’, για να δείχνει λαμπρότερος της γενιάς του, που ήταν η γενιά των Αγγέλων, είχε αλλάξει όνομα. Αυτο-ονομαζόταν Άγγελος-Κομνηνός. Είχε τυφλώσει και φυλακίσει τον αδελφό του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιο Β’. Τώρα αντιμετώπιζε τις συνωμοσίες του ανιψιού του Αλέξιου.
Ο νεαρός είχε επισκεφτεί τον Πάπα και τον Φίλιππο της Σουηβίας παρακαλώντας να τον στηρίξουν. Στο τέλος πήγε στο Ζαντάρ για να ζητήσει την βοήθεια των σταυροφόρων. Ήθελε να ξαναβάλουν τον πατέρα του στον θρόνο. Είχε μαζί του και μια επιστολή του Φιλίππου που προέτρεπε τους στρατιώτες-προσκυνητές να τον βοηθήσουν. Με τον τυφλό πατέρα του στον θρόνο, αυτός θα γινόταν συναυτοκράτωρ. Ουσιαστικά θα ήταν αυτός πλέον Βασιλιάς της Ρωμανίας.
Μέχρι εδώ τα ήξερε ο Νικηφόρος, αλλά, ο Νικήτας τους είχε γράψει και την συνέχεια. Ο Αλέξιος Δ’, όπως αποκαλούσε τον εαυτό του ο ανιψιός, προεξοφλώντας την ενθρόνιση, είχε μοιράσει υποσχέσεις. Αν οι σταυροφόροι αποκαθιστούσαν τον πατέρα του και τον ίδιο θα τους έδινε 100.000 χρυσά. Επίσης, θα επέβαλε την υποταγή της ανατολικής εκκλησίας στον Πάπα. Τέλος, θα συμμετείχε με 10.000 στρατιώτες στην σταυροφορία για τους Άγιους Τόπους. Αν εκπλήρωνε αυτές τις υποσχέσεις, θα εξαντλούσε κάθε πόρο και ικμάδα του κράτους. Φυσικά, οι σταυροφόροι κι ο Δάνδολος μυρίστηκαν αίμα και έσπευσαν να το πιουν. Έστρεψαν την σταυροφορία προς την Πόλη με την Βενετία πρόθυμη να μεταφέρει τους σταυροφόρους εκεί.
«Θα περάσουν κι από εδώ. Ίσως τους ανοίξει η όρεξη για την Αθήνα» είπε με φόβο ο Μιχαήλ. «Νομίζω ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για άμυνα.»
«Δεν πάνε για τόσο λίγα, Μιχαήλ. Μην φοβάστε, θα την αγνοήσουν την Αθήνα!» τον καθησύχασε ο Νικηφόρος.
Δεν τον ανησυχούσαν, όμως μόνο οι σταυροφόροι. Τα νέα από το Άργος έλεγαν πως ο νέος άρχοντας, Λέων Σγουρός, ήταν πολύ φιλόδοξος. Είχε μεγάλες βλέψεις κι απειλούσε την Αθήνα. Ο πατέρας Σγουρός, κι ο γιος του Λέων, είχαν φτιάξει δικό τους κράτος στο Μοριά. Παντού γινόταν το ίδιο. Στη Μικρά Ασία τοπικοί άρχοντες έφτιαχναν δικές τους ηγεμονίες. Το ίδιο κι οι Βούλγαροι κι οι Βλάχοι στη χώρα από τον Δούναβη ως την Πίνδο. Κι οι Σέρβοι τα ίδια στον βορά. Η αδυναμία του κέντρου άνοιγε την όρεξη τοπικών αρχόντων για δικά τους κράτη και λαφυραγώγηση των γειτονικών πόλεων. Οι νέοι αφέντες είχαν σχέδια για νέα χαράτσια. Ο Σγουρός καλόβλεπε την Αθήνα.
«Η αυτοκρατορία κλονίζεται κι αυτοί συνωμοτούν για την καρέκλα» είπε ο Μιχαήλ αγανακτισμένος. «Διαλύουν τους κρατικούς πόρους, δεν λογαριάζουν το αύριο!»
«Χωρίς ισχυρό αυτοκράτορα, με θέληση κι ικανότητες, δεν κρατιέται η Ρωμανία» είπε ο Νικηφόρος.
«Και που να βρεθεί τέτοιος; Μετά τους Κομνηνούς δεν υπάρχει φως στον ορίζοντα. Το γένος των Αγγέλων αποτελείται από ανίκανους.»
«Αν βρίσκαμε εμείς τον Ιερέα Ιωάννη, Πάτερ, δεν θα μας έσωζε όλους μαζί;» είπε σαρκαστικά ο Νικηφόρος.
«Να δεις που σε λίγο, όταν ο ορίζοντας μαυρίσει, θα τρέχουν οι δυνατοί πίσω από χίμαιρες. Εκεί θα ψάχνουν για να βρουν σωτηρία» συμφώνησε ο Μιχαήλ.
«Ο αδελφός σας ο Νικήτας ξέρει γι αυτό το Βασίλειο του Θεού και τον Ιερέα του;»
«Ο αδελφός μου είναι λογικός άνθρωπος κι όλα αυτά τα κοροϊδεύει. Το πιο πιθανό, όμως, είναι να μην τα γνωρίζει. Κι εγώ τα έμαθα γιατί θα γινόμουν Πατριάρχης και θα με έκαναν Δάσκαλο της Ερμητικής Συνωμοσίας.»
«Γνωρίζετε αν πήγε ποτέ κανείς για να βρει τον Ιερέα Ιωάννη και το Βασίλειό του;»
«Το έψαξε απεγνωσμένα ο Ανδρόνικος Κομνηνός. Ναι, αυτός ο ιδιοφυής, ο λαοπλάνος και χασάπης αυτοκράτορας! Γύρισε όλη την Ασία αλλά δεν βρήκε άκρη και γύρισε άπρακτος. Το έψαξε κι ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα, ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χάθηκε κάπου στη Μικρασία κι αυτός. Είπαν ότι πνίγηκε και τον πήρε το ποτάμι.»
«Είναι λοιπόν μια χίμαιρα ο Ιερέας και το Βασίλειο;»
«Μα, φυσικά. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;» είπε με απόλυτη βεβαιότητα ο Ακομινάτος.
Πολλοί και διάφοροι προβληματισμοί κυριαρχούσαν στις συζητήσεις τους. Ξαφνικά όμως ο Νικηφόρος βρέθηκε να πρέπει και πάλι να αποφασίσει μπροστά σε διλήμματα. Είχε να διαλέξει αν θα μπλέξει σε αυτόν τον αναβρασμό ή αν θα μείνει ήσυχος απ’ έξω. Από την μια ένα καινούργιο καθήκον κι από την άλλη η οικογένειά του και τα ειρηνικά έργα.
Ήταν τα τέλη του Μαΐου του 1203. Η Αγνή ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών. Τότε έφτασε η πρόσκληση από τους Βενετούς προς τον Νικηφόρο. Του ζητούσαν να ενωθεί μαζί τους στην Δ’ σταυροφορία που ήδη έπλεε προς την Κωνσταντινούπολη. Ο βενετικός στόλος βρισκόταν στην Εύβοια. Ήταν φορτωμένος με Φράγκους ιππότες, στρατιώτες, βοηθητικούς και άλογα. Μέχρι το τέλος Ιουνίου θα είχε μπει στον Βόσπορο. Χρειάζονταν πλοία για βοηθητικές δουλειές. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει με μια καλή αποζημίωση.
«Δεν θέλω να πολεμήσω εναντίον της Ρωμανίας» είπε αρχικά ο Νικηφόρος.
«Δεν θα πολεμήσεις» του είπε ο Ακομινάτος. «Θα είσαι βοηθητικός μέχρι να φτάσουν εκεί. Μην ξεχνάς ότι έχουν μαζί τους έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα, εξίσου παράνομο με εκείνον που βρίσκεται στον θρόνο.»
«Εντάξει, θα πάω» είπε ο Νικηφόρος μετά από σκέψη.
Σκόπευε να σταματήσει την θάλασσα αλλά όχι τόσο απότομα. Αυτό το ταξίδι θα ήταν το τελευταίο του πριν γίνει στεριανός. Θα απέφερε αρκετά χρήματα ώστε να ολοκληρώσει το αγρόκτημά του. Δεν μπορούσε να κάνει ούτε εμπόριο σε θάλασσες που δεν θα ήταν ασφαλείς, Όσο οι στρατοί κι οι στόλοι θα βρίσκονταν στην Βασιλεύουσα, οι πειρατές θα είχαν την τιμητική τους. Η Αγνή δεν έφερε αντιρρήσεις κι ο Μιχαήλ τον ενεθάρρυνε.
«Να πας για να βρεις τον αδελφό μου τον Νικήτα» του είπε. «Πότε φεύγεις; Τι σου ζήτησαν;»
«Μου είπαν να είμαι ως το τέλος της εβδομάδας στον Εύριπο, είναι εκεί για εφοδιασμό.»
«Θα σου δώσω μια επιστολή για τον Νικήτα. Η θέση του λογοθέτη του αυτοκράτορα που κατέχει είναι σπουδαία. Του έχω μιλήσει για σένα. Θα σου δώσω κάποιες σημειώσεις του Νόννου Πανοπολίτη που βρήκα εδώ για να τις δώσεις στον Καματηρό. Ίσως να διευκολύνουν την αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη, μην δείξεις όμως ότι ξέρεις.»
«Γιατί τους βοηθάτε, πάτερ, αφού δεν τους πιστεύετε;»
«Ας κυνηγήσουνε τις χίμαιρές τους, φίλε μου. Για μένα όλο αυτό είναι ένα ανόητο παιχνίδι, αλλά, αν ο Καματηρός το θεωρεί χρήσιμο, θα τον βοηθήσω! Έχω όμως και κάτι ακόμα να σου φορτώσω …»
Ο Μιχαήλ του ζήτησε να μεταφέρει έναν γνωστό του έμπορο, τον Ζήσιμο, στην Κωνσταντινούπολη.
«Έχει μια πολύ επείγουσα δουλειά στην Πόλη κι έψαχνε τρόπο να πάει. Το “Δήλος” είναι μια καλή ευκαιρία. Είναι πολύ καλός μου φίλος. Αν μπορείς και δεν σου κάνει μεγάλο κόπο, πάρ’ τον μαζί σου.»
«Σύμφωνοι» είπε ο Νικηφόρος. «Ό,τι κι αν με θέλουν οι Βενετοί, θα μπορέσω να μεταφέρω ένα άτομο μαζί μου.»
«Δεν θα είναι μόνος του. Θα έχει μαζί του την γυναίκα του, την κόρη του και μερικά πράγματα, κυρίως κειμήλια. Τι λες, μπορείς να τους πάρεις και τους τρεις;»
«Πες τους να είναι αύριο χαράματα, στο “Δήλος”.»
Χαιρέτησε την νέα του οικογένεια και την αγαπημένη του Αγνή. Η γλυκιά του γυναίκα επικεντρωνόταν πια μόνο στην εγκυμοσύνη της. Είχε αφοσιωθεί στον καινούριο της ρόλο.
«Αν τελειώσω καλά με αυτή τη δουλειά, δεν πρόκειται να ξαναφύγω» της υποσχέθηκε.
«Θα σε περιμένω, αγαπημένε μου. Θα σε περιμένουμε κι οι δυο» του είπε δείχνοντας και χαϊδεύοντας την κοιλιά της.