Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

25 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 25η

Περνάμε στο κεφάλαιο 8 με τίτλο "Η Άλωση". Φυσικά πρόκειται για την άλωση της Κωνσταντινούπολης που συνέβη την Τρίτη 13 Απριλίου του 1.204 μ.Χ.
Οι πραγματικοί ήρωες όπως τους γνωρίζουμε από τις ιστορικές καταγραφές και οι μυθιστορηματικοί ήρωες της δικής μας ιστορίας, ζουν στιγμές απίστευτες.
Στο Α' μέρος που δημοσιεύεται σήμερα, είμαστε ακόμα σε μέρες σχετικής νηνεμίας. Ο Νικηφόρος κι η Ζωή φτάνουν στην Πόλη μετά από έναν ονειρικό μήνα και φιλοξενούνται από τον Νικήτα Χωνιάτη όπου μιλούν με όλους τους πρωταγωνιστές της αληθινής ιστορίας.
************************************************
παραπομπή (*):
Ως «Αγαρηνούς» οι Ρωμιοί χαρακτήριζαν τους Άραβες και τους μουσουλμάνους αλλά και Τούρκους στη συνέχεια. Ήταν οι απόγονοι της Αγάρ, αλλιώς οι Ισμαηλίτες. Η Αγάρ ήταν μια από τις γυναίκες του Αβραάμ που ήταν ο γενάρχης των Εβραίων και των Αράβων. Τους ονόμαζαν και «Σαρακηνούς» ή Πέρσες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο : Η ΑΛΩΣΗ

1204 μ.Χ.

Α’ ΣΤΟΥ ΧΩΝΙΑΤΗ

Ό,τι έζησαν οι δυο ερωτευμένοι στην ψαράδικη καλύβα στον Ακρίτα ήταν εξωπραγματικό. Δεν συνηθιζόταν καθόλου στον αιώνα τους ή στους αιώνες που είχαν περάσει, ούτε σε όσους έρχονταν. Συμπύκνωσαν την ευτυχία και την απόλαυση μιας ολόκληρης ζωής, μέσα στο σύντομο διάστημα ενός μήνα. Ρούφηξαν την ευτυχία ως το μεδούλι. Σαν οδοιπόροι διψασμένοι για νερό, στάθηκαν μπρος σε ένα ποτάμι με γάργαρα, καθαρά και κρυστάλλινα νερά. Χόρτασαν τη δίψα τους, πίνοντας όλον τον ποταμό μονοκοπανιά!
Η απόλυτη ευτυχία κράτησε από τις αρχές του Μαρτίου που συναντήθηκαν μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα. Άφησαν με δυσκολία τον επίγειο παράδεισο της μοναχικής παραλίας έξω απ’ τον Ακρίτα. Με τα άλογά τους, ταξίδεψαν περίπου μια μέρα δρόμο κι έφτασαν στη Βασιλεύουσα. Ήρθαν έφιπποι μέχρι το Σκούταρι και πέρασαν με βάρκα, μαζί με τα άλογα, στο λιμάνι του Ιουλιανού.
«Να το “Δήλος”!» είπε ο Νικηφόρος κι έδειξε το πλοίο.
Στην πλώρη ήταν ο Στέφανος. Τους χαιρέτισε μόλις είδε ποιοι ήταν. Γνώριζε την Ζωή από το προηγούμενο ταξίδι τους στην Πόλη πριν από μερικούς μήνες.
«Ευτυχώς που ήρθατε. Εδώ τα πράγματα χειροτερεύουν μέρα με τη μέρα» είπε ο Στέφανος εμφανώς ανήσυχος
Ο Νικηφόρος ήξερε ότι το πλήρωμα ήταν στο πανδοχείο “Ωραία Ελένη” έτοιμο για να δεχτεί τις διαταγές του.
«Να είστε έτοιμοι. Ειδοποίησε και τον Ιγνάτιο» του είπε ο Νικηφόρος. «Μπορεί να χρειαστεί να ανοίξουμε τα πανιά μας και να σαλπάρουμε αιφνιδιαστικά.»
«Εντάξει ναύαρχε, θα ειδοποιηθούν όλοι. Πες μου, εσύ θέλεις τίποτε άλλο;»
«Θέλω να κατεβάσουμε από το πλοίο τα κιβώτια με τα βιβλία του Ακομινάτου. Να τα φορτώσουμε σε ένα κάρο και να τα παραδώσουμε εκεί που πρέπει.»
Φόρτωσαν τα κιβώτια με τα βιβλία και τα χειρόγραφα. Πήγαν κατ’ ευθείαν στην καινούρια κατοικία του κυρ-Νικήτα. Ο Ακομινάτος του είχε πει σε ποια περιοχή θα τον έβρισκαν. Ρώτησαν και κάποιους εκεί γύρω, και βρήκαν το σπίτι σχετικά εύκολα. Το παλιό όμορφο αρχοντικό είχε καεί στην πυρκαγιά του καλοκαιριού και τώρα ο Χωνιάτης έμενε σε ένα άλλο σπίτι. Ήταν πάλι αρχοντικό, ήταν πάλι μεγάλο αλλά δεν είχε ούτε τη διαρρύθμιση, ούτε τη θέα και το περιεχόμενο του πρώτου. Ο κήπος ήταν φτωχός και το σπίτι μικρότερο από εκείνο που είχε χαθεί. Στη στενή πόρτα υπήρχε φρουρός, αλλά, έδειξε ότι τον περίμεναν. Προφανώς ο Ακομινάτος τους είχε ειδοποιήσει ότι θα ερχόταν ο Νικηφόρος φέρνοντας δώρα εξ Αθηνών. Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο Νικήτας που όλες αυτές τις μέρες ήταν αναστατωμένος με τα γεγονότα. Ήταν αγανακτισμένος με την ανευθυνότητα των αρχόντων και φοβισμένος για τις εξελίξεις. Με το που τους είδε, αγκάλιασε τον Νικηφόρο και χαιρέτησε με υπόκλιση την Ζωή.
«Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω Νικηφόρε» του είπε.
Γύρισε προς την Ζωή και της χαμογέλασε.
«Σε χαιρετώ κυρία. Υποθέτω ότι σε έφερε ο Νικηφόρος από την Απάμεια. Η μητέρα σου;»
«Ήρθα μόνο εγώ, κυρ-Νικήτα, χωρίς την μητέρα μου. Έμεινε στη Νίκαια με την αρχόντισσα Άννα Αγγελίνα. Εμένα με έφερε ο Νικηφόρος από την Νικομήδεια.»
Πριν εξηγηθούν οι απορίες του Νικήτα, ο Νικηφόρος του έδειξε τα κιβώτια του Μιχαήλ.
«Μεγάλε Λογοθέτη» είπε ο Νικηφόρος, «σας έφερα ένα κιβώτιο με βιβλία και κώδικες. Μου τα έδωσε ο αδελφός σας στην Αθήνα.»
«Μου το είχε γράψει και τα περίμενα. Σε ευχαριστώ πολύ που τα έφερες.»
«Μου έδωσε κι ένα κιβώτιο με περγαμηνές και βιβλία για τον Δεσπότη Λάσκαρη.»
«Τι βιβλία είναι αυτά;»
«Δείχνουν ότι Ρωμιοί είμαστε Έλληνες. Ο Μιχαήλ λέει ότι σαν Έλληνες μπορούμε καλύτερα να αντισταθούμε στους δυτικούς και στους Αγαρηνούς(*). Ο αδελφός σας νομίζει ότι θα μπορέσουν να φανούν χρήσιμα στον Δεσπότη.»
Ο Νικήτας τον κοίταξε χαμογελώντας, όχι ειρωνικά, αλλά, με περιέργεια.
«Και προς τί τα βιβλία; Δεν το ξέρει ο Λάσκαρης ότι οι Ρωμιοί είμαστε Έλληνες; Χρειάζεται κάποιος να του το πει; Και γιατί θα σταθούμε καλύτερα απέναντι στους εχθρούς μας; Καλύτερα να είμαστε οι ξεχασμένοι Έλληνες ή οι περήφανοι και κοσμοκράτορες Ρωμαίοι;»
«Ο Μιχαήλ, μεγάλε Λογοθέτη, λέει πως η αυτοκρατορία πρέπει να αναβαπτιστεί. Να ποτιστεί με το αρχαίο πνεύμα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Να βρει δικές της δυνάμεις. Να μη στηρίζεται μόνο σε μισθοφόρους και σε φοροσυλλέκτες που την έχουν κάνει μισητή στις επαρχίες της.»
Ο Νικήτας τον κοιτούσε με χαμόγελο που δεν έδειχνε επίκριση. Φαινόταν να επιδοκιμάζει τις απόψεις του αδελφού του αλλά επέμενε να ρωτά τον Νικηφόρο. Το έκανε όπως ο δάσκαλος εξετάζει τον μαθητή για να ελέγξει αν γνωρίζει καλά το μάθημά του.
«Είναι κώδικες του Ευστάθιου, του Τζέτζη, του Λέοντα και άλλων» είπε ο Νικηφόρος. Προσπαθούσε να τον πείσει για κάτι που δεν ήταν αναγκαίο. «Είναι κείμενα που μιλάνε για ό,τι ήταν απαγορευμένο ή ξεχασμένο για πολύ καιρό τώρα. Αυτά στέλνει ο αδελφός σας στον Λάσκαρη
«Ώστε, αυτά λέει ο αγαπητός και σεβαστός μεγάλος μου αδελφός; Αν και Μητροπολίτης, λέει τέτοια πράγματα; Καλά λέγανε, λοιπόν, ότι θα τον μαγέψει η Αθήνα. Θα γίνει στο τέλος ειδωλολάτρης;,»
«Είναι βαθύτατα πιστός ο Μητροπολίτης.»
«Εδώ μαθαίνουν κάποια πονήματα κι επιγραφές του για την Αθήνα και φρίττουν. Λένε πως προτιμά να ονομάζει τον ναό στην ακρόπολη ναό της Παρθένου Αθηνάς κι όχι της Παρθένου Μαρίας!»
Ο Χωνιάτης, ωστόσο, δεν έδειχνε να διαφωνεί.
«Σε τι θα μας χρησιμέψει αυτή η γνώση, Νικηφόρε;»
«Ο αδελφός σας, κυρ-Νικήτα, λέει ότι αυτή η γνώση θα εμπνεύσει τον λαό για να αγαπήσει τη Ρωμανία. Έτσι θα την υπερασπιστεί! Με τους μισθοφόρους δεν έχει η αυτοκρατορία αξιόπιστη άμυνα απέναντι στους βαρβάρους. Κοστίζουν ακριβά οι ξένοι. Για να πληρωθούν φορολογείται άγρια ο λαός κι έτσι αποξενώνεται από την Βασιλεύουσα.»
«Αυτά λέει ο σεβαστός μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ; Κι εσύ, τι λες; Ποια είναι η δική σου γνώμη;
«Συμφωνώ απόλυτα μαζί του!»
«Και η φορολογία; Θα μείνει ως έχει και θα πληρώνουν οι υπήκοοι του κράτους που θα λέγονται Γραικοί κι όχι Ρωμιοί όπως τώρα; Αυτή θα είναι η διαφορά; Οι τιμές των αγαθών που τις ορίζουν σήμερα οι Βενετοί θα αλλάξουν αν αλλάξουμε το όνομά μας; Οι Βούλγαροι μόλις το μάθουν θα φοβηθούν και θα φύγουν; Οι Τούρκοι που αψηφούν τους Ρωμιούς θα τρομάξουν μόλις μάθουν ότι λεγόμαστε Γραικοί; Πώς το φαντάζεστε, εσύ κι ο αδελφός μου Νικηφόρε, να μας χρησιμεύει, τελικά, αυτό το ένδοξο όνομα;»
«Δεν είναι μόνο το όνομα, είναι η στάση ζωής. Ο πατήρ Μιχαήλ λέει ότι πρέπει να αφήσουμε τον προορισμό που μας φόρτωσαν οι Ρωμαίοι. Να μην πασχίζουμε για το Βασίλειο του Θεού. Να δούμε την επιβίωσή μας στα όρια του ελληνόφωνου κόσμου. Χωρίς οικουμενικά σχέδια, να εκπαιδεύσουμε τον λαό και να στηρίξουμε το εμπόριο. Οι υπήκοοι της αυτοκρατορίας να προστατεύονται και να σέβονται τους νόμους.»
«Και πού μας εμποδίζει το όνομα των Ρωμαίων για να τα κάνουμε όλα αυτά;»
«Δεν μας εμποδίζει άμεσα, απλά, δεν μας αφήνει να δούμε καθαρά. Ο αδελφός σας λέει πως για να δυναμώσει η αυτοκρατορία πρέπει να αφήσει τον οικουμενισμό. Πρέπει να πάψει να στέλνει τα παιδιά της στα μοναστήρια. Να μην έχει μόνη αποστολή της τον χριστιανισμό, αλλά, εξίσου και την φροντίδα όσων θέλουν να προκόψουν.»
«Να φέρει και τους αρχαίους θεούς;»
«Αυτό κανείς δεν το συζητά. Μπορεί μόνο να δείξει πόσο σπουδαίο ήταν το παρελθόν της. Να δώσει ένα αίσθημα περηφάνιας σε όσους νιώθουν τη συνέχεια, το ίδιο αίσθημα που νιώθουμε ο αδελφός σας κι εγώ. Νομίζω, όμως, ότι κάτι νιώθετε κι εσείς μεγάλε Λογοθέτη.»
«Αλήθεια, απορώ πως καταφέρνετε, εκείνος ιερωμένος κι εσύ ναυτικός, να τα μπλέκετε έτσι. Βάζετε σε ένα τσουκάλι πολιτική, οικονομία, θρησκεία και στρατό και να βγάζετε δικά σας συμπεράσματα. Μερικά είναι σοβαροφανή, κάποια είναι ακόμα και σωστά.»
«Μπορείτε να εμπλουτίσετε κι εσείς αυτό το κιβώτιο, με δικά σας γραπτά ή με βιβλία άλλων.»
«Δεν απορρίπτω τις ιδέες σας» είπε ο Νικήτας. «Αυτή τη στιγμή, όμως, προέχει η σωτηρία της Πόλης.»
Ο Νικηφόρος είχε παραδώσει το ένα κιβώτιο. Ο Νικήτας θα το αξιοποιούσε. Έπρεπε να παραδώσει και το δεύτερο.
«Ο Δεσπότης Θεόδωρος που είναι; Μπορώ να τον δω;»
«Είναι στις επάλξεις. Αυτός και τα αδέλφια του είναι γενναίοι Ρωμιοί!»
«Είναι, λοιπόν, τόσο άσχημα τα πράγματα;»
«Έχουμε ανάξια ηγεσία, Νικηφόρε, στα έχω ξαναπεί. Ο ένας Αλέξιος το έσκασε, ο άλλος πούλησε την Πόλη. Άντε να δούμε αν αυτός ο τρίτος στη σειρά Αλέξιος θα μείνει εδώ να μας υπερασπιστεί.»
«Ο Μιχαήλ πιστεύει ότι η Βασιλεύουσα δεν μπορεί να χαθεί! Έχει, λέει, έναν προορισμό να εκπληρώσει και επομένως θα σωθεί.»
«Δεν ξέρω ποιος ακριβώς είναι ο προορισμός της» είπε σκεπτικός ο Νικήτας Χωνιάτης. «Θα γίνει Βασίλειο του Χριστού όπως νόμιζαν οι παλιοί ή μεζές των στρατιωτών του Χριστού όπως ορέγονται οι νέοι; Πάντως οι προσκυνητές που πήγαιναν, δήθεν, στην Ιερουσαλήμ, έχουν ήδη διαμοιράσει τα ιμάτιά μας! Τον Μάρτιο υπέγραψαν μεταξύ τους την Partitio Romaniae. Με αυτή την συμφωνία τα μισά εδάφη της αυτοκρατορίας πάνε στην Βενετία και τα άλλα μισά στους Φράγκους. Η σπίθα της εισβολής μπορεί να ανάψει ανά πάσα στιγμή και πρέπει να γνωρίζουν από τώρα τι θα πάρει ο καθένας.»
«Βέβαια. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» είπε η Ζωή.
«Λογαριασμοί που γίνονται στην πλάτη των Ρωμιών, κορίτσι μου. Θα τους πληρώσουμε εμείς, με τις ζωές και με τις περιουσίες μας ακόμα και με την αξιοπρέπειά μας. Αν δεν τους διώξουμε, αν δεν αντισταθούμε, θα χάσουμε ό,τι χτίστηκε για χιλιάδες χρόνια!»
«Μα δεν υπάρχει ούτε ένας σωστός άνθρωπος να σώσει αυτή την πόλη;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Νικηφόρος. «Τόσοι πολέμαρχοι και πολιτικοί γεννιούνται εδώ. Πού πήγαν τώρα που η Πόλη τους χρειάζεται;»
«Τα δυναστικά θέματα δεν ξεπερνιούνται τόσο εύκολα» εξήγησε ο Νικήτας. «Κάθε αυτοκράτορας, για να είναι νόμιμος πρέπει να έχει έγκριση από τον στρατό, τον ο λαός κι από την σύγκλητο. Στο τέλος πρέπει να τον ευλογήσει και η εκκλησία, δηλαδή ο Πατριάρχης. Δεν γίνεται ο πιο ικανός, αλλά, αυτός που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία.»
«Γιατί δεν εγκρίνουν όλοι αυτοί έναν ικανό;»
«Τούτη τη στιγμή μόνο ο Μούρτζουφλος συγκεντρώνει τα στοιχεία αυτά, κι έτσι με αυτόν πορευόμαστε. Μακάρι να ήταν αυτοκράτορας ο Δεσπότης Θεόδωρος ή ο αδελφός του Κωνσταντίνος. Δεν είναι άχρηστος κι ο Μούρτζουφλος, δείχνει ότι έχει τα κουράγια να πολεμήσει. Μέχρι τώρα έκανε κάποια καλά. Έδιωξε τους Λατίνους στον Γαλατά, κάνει προετοιμασίες για άμυνα, δείχνει πως να θέλει να παλέψει για την Πόλη. Δεν ξέρω όμως αν θα τα καταφέρει.»
«Σας είχα ξαναρωτήσει κυρ-Νικήτα. Γιατί δεν φεύγετε από εδώ; Έχετε και μια οικογένεια να προστατέψετε» του είπε ο Νικηφόρος.
«Κι εγώ σου απάντησα, φίλε μου. Θα μείνω μέχρι την τελευταία στιγμή. Αν έρθει το τέλος της Βασιλεύουσας, θέλω να το έχω δει. Δεν θα το σκάσω ό,τι κι αν μου κοστίσει αυτό.
«Πάντως εμείς θα φύγουμε από το λιμάνι του Ιουλιανού. Αν βρεθείτε σε ανάγκη, να μη διστάσετε να με ειδοποιήσετε και θα σας περιμένω όσο χρειαστεί.»
«Σ’ ευχαριστώ, Νικηφόρε, θα το έχω υπ’ όψη μου. Προς το παρόν όμως είναι σειρά μου να σε φιλοξενήσω. Έχω χώρους έστω κι αν αυτό το σπίτι δεν είναι σαν το αγαπημένο μου που κάηκε. Θα σου δώσω ένα δωμάτιο επάνω κι εσύ, Ζωή, θα έχεις ένα ξεχωριστό στον κάτω όροφο. Να πω να σας ετοιμάσουν.»
«Κυρ Νικήτα, εμείς με τη Ζωή θα κοιμηθούμε μαζί» του είπε ο Νικηφόρος.
Ο λόγος του έπεσε σαν κεραυνός. Ήταν παντρεμένος κι η Ζωή ελεύθερη. Πώς θα κοιμόντουσαν μαζί;

************************************************
Η συνέχεια αύριο