Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

20 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 20η

Αυτή την εβδομάδα θα διαβάσουμε το 6ο κεφάλαιο με τίτλο "Αθήνα, αρχές του 1204 μ.Χ."
Είμαστε με τον Νικηφόρο στην Αθήνα. Εκεί είναι η οικογένειά του και οι φίλοι του. Δεν είναι μόνος. Έχει όμως μαζί του και μια λαχτάρα. Ζει με αυτήν.

**********************************
παραπομπή (*)
Το ρωμαϊκό έτος ξεκινούσε την 1η Σεπτέμβρη του έτους 5.509 π.Χ. όταν (με του υπολογισμούς της ΣΤ’ οικουμενικής συνόδου) κτίστηκε ο κόσμος. Ήταν τα έτη που μετρούνταν έτσι “Έτη από κτίσεως κόσμου” ή ‘Ετη κόσμο” ή ”Anno Mundi”. Το έτος 1203 μ.Χ. ήταν επομένως το έτος 1.203+5.509-=6.712 anno mundi ή έτος από κτίσεως κόσμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο : ΑΘΗΝΑ
αρχές 1204 μ.Χ.


Α’ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΝΗ


Ήταν έτσι τα πράγματα που ο Νικηφόρος χώρισε με την Ζωή. Προσπάθησε να συμβιβαστεί με τη μοίρα του και να ζήσει σαν νιόπαντρος στην Αθήνα. Ενάμισι περίπου μήνα μετά που γύρισε σπίτι γεννήθηκε η κόρη του. Ο Ακομινάτος την βάφτισε Μαρία-Αθηνά. Της έδωσε το όνομα των δύο μεγάλων θεοτήτων που διαφέντευαν την Ακρόπολη. Η μια ήταν η Αθηνά, που είχε δώσει το όνομά της στην πόλη. Η άλλη ήταν η τωρινή κυρά του βράχου, η Παναγία. Την φώναζαν Μαριαθήνα συσκευάζοντας τα δυο σε ένα. Το παιδί έδωσε χαρά στο σπίτι των Καρτεράνων. Πριν τον χειμώνα, τελείωσε και το σπιτικό του Νικηφόρου. Του του έδωσε την ονομασία «Σερφιώτικο».
Το σπίτι ήταν μια ρωμαϊκή έπαυλη. Ήταν ευρύχωρο, με δωμάτια που είχαν παράθυρα προς νότο ή προς την εσωτερική αυλή. Μια σειρά από κίονες σε σχήμα Π ομόρφαινε την αυλή. Στο σπίτι δέσποζε το τρίκλινο, το δωμάτιο για τα συμπόσια και τα γλέντια κι όπου η οικογένεια υποδεχόταν τους ξένους. Ήταν ένα μεγάλος χώρος που είχε σοφάδες-κλίνες στις τρεις πλευρές του και τραπέζια στο μέσον. Σημαντικό μέρος του σπιτικού ήταν το αίθριο κι η εσωτερική αυλή με τις δωρικές κολώνες και την εστία στο κέντρο της.
Τα δωμάτια είχαν όλα μικρές εστίες και παράθυρα. Οι εστίες έδιναν ζέστη τον χειμώνα και τα παράθυρα έβαζαν δροσιά το καλοκαίρι. Οι τοίχοι είχαν τοιχογραφίες με θέματα αγροτικά και θαλασσινά και τα ταβάνια ήταν από ξύλο. Στην έπαυλη υπήρχαν κι άλλα βοηθητικά δωμάτια. Εστιατόριο, λουτρό, πλυντήριο, αποθήκες, δεξαμενή και υδραγωγείο είχαν προβλεφθεί. Το «Σερφιώτικο» ήταν ένα όμορφο μικρό ρωμαϊκό αρχοντικό με όλες τις ανέσεις της εποχής του. Προοριζόταν να στεγάσει μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Γύρω από το σπίτι υπήρχε περιβόλι με περιποιημένους κήπους με λαχανικά, αρωματικά φυτά και λουλούδια. Πιο εκεί ήταν οι κληματαριές. Μεγαλώνοντας σχημάτιζαν διαδρόμους κι έδιναν το σταφύλι και το κρασί της χρονιάς. Μετά ήταν οι ελιές, κάποια οπωροφόρα κι ο αγρός με τα σιτηρά. Ακόμα είχε χώρους για τα οικόσιτα ζώα, μερικά πρόβατα, γίδια, όρνιθες, κουνέλια και μοσχάρια. Σε ένα στάβλο, πιο εκεί, υπήρχαν άλογα διαφόρων τύπων, για τρέξιμο ή γα αντοχή. Υπήρχαν όνοι και ημίονοι. Ήταν ένα αγρόκτημα όπως ακριβώς το είχε φανταστεί ο πατέρας του που δυστυχώς δεν ζούσε για να το χαρεί.
Ήταν παράδοξο. Η μεγάλη αγάπη του Κωνσταντίνου Σερφιώτη, η θάλασσα, τον είχε πάρει στο βυθό της. Κι εκείνος όπως κι η μάνα του Νικηφόρου, η κυρά Αργυρώ, είχαν χαθεί σε ένα ναυάγιο. Ένα μπουρίνι ανέτρεψε την βάρκα τους ανάμεσα σε Σίφνο και Σέριφο και χάθηκαν. Στις Κυκλάδες, την θάλασσα που ο πατέρας του πίστευε ότι γνώριζε καλύτερα κι από το σπίτι του. Τα τόσο οικεία νερά, είχαν γίνει ο υγρός τάφος και των γονιών του. Ο Νικηφόρος επηρεάστηκε από το γεγονός, κι έτσι επεδίωκε να γίνει στεριανός. Ήταν θαλασσόλυκος από τα δεκαέξι του και πλοιοκτήτης στα εικοσιέξι, όμως είχε ορκιστεί να αφήσει την θάλασσα.
Αυτό που ο πατέρας του δεν είχε προλάβει να κάνει, θα το έκανε ο Νικηφόρος τρόπο ζωής. Από ναυτικός θα γινόταν αγρότης και έμπορος. Ήθελε να φτιάξει οικογένεια και να γίνει άξιος πολίτης για την κοινωνία. Ήθελε να είναι μαλακός και φιλικός με τους εργάτες. Ήταν δουλευτής κι εργατικός ο ίδιος, κι ακόμη ήταν δίκαιος και γενναιόδωρος.
Χρειαζόταν μια γυναίκα αγαπημένη, και την είχε βρει. Χρειαζόταν μια οικογένεια, κι είχε αρχίσει κιόλας να την κτίζει. Χρειαζόταν παιδεία. Ο πατέρας του τού την είχε προσφέρει όταν ήταν μικρός και τώρα συνέχιζε εκείνος να την βελτιώνει. Χρειαζόταν παρέες όπως οι Χωνιάτες κι οι άλλοι δάσκαλοι και φιλόσοφοι. Θα τους καλούσε στο κτήμα του όταν, με το καλό, θα απέδιδε καρπούς η δουλειά του.
«Θέλω το όνειρό σου, Νικηφόρε να γίνει και δικό μου» του είχε πει η Αγνή κάποια μέρα. «Θέλω να είμαι μια χρήσιμη γυναίκα στη ζωή σου. Να με αγαπάς για όσα θα σου προσφέρω κι όχι μονάχα γιατί μας ευλόγησε ένας παπάς.»
«Στη πρώτη δοκιμασία, πάντως, στην Μαριαθηνούλα μας, έπιασες άριστα!» της είπε.
«Θέλω να κάνουμε πολλά παιδιά.»
«Θα κάνουμε κορίτσι μου. Ποιος μας εμποδίζει;»
Ήταν όμορφη και καλή. Στα δεκαεννιά της χρόνια ήταν κιόλας μητέρα και σύζυγος και, σύντομα, θα γινόταν σεβαστή μικρή αρχόντισσα. Δεν ήταν συνηθισμένο για μια γυναίκα να τα έχει όλα αυτά από τόσο μικρή. Βέβαια ανήκε στη μεσαία τάξη και σαν κόρη μεγαλέμπορου είχε καλή τύχη. Οι γυναίκες των εργατών γης και των κατώτερων τάξεων δεν μπορούσαν να τρέφουν ελπίδες. Η συμπεριφορά των ανδρών απέναντί τους ήταν αυταρχική και, συχνά, η γυναίκα δεν λογαριαζόταν παρά σαν ζώο. Πολλές πατροπαράδοτες συμβουλές εξηγούσαν πόσο βρομερό όν ήταν η γυναίκα που μέσα της κατοικούσε ο σατανάς. Οι άντρες έπρεπε να φυλάγονται από τα κόλπα και τα “μαγικά” τους. Μια ρομαντική αγάπη, σαν αυτήν της Αγνής με τον Νικηφόρο, ήταν δυσεύρετη. Γι αυτό η νεαρή ένιωθε ευγνώμων που είχε μια τόσο καλή τύχη.
Μαζί του όλα πήγαιναν καλά. Το ξεκίνημά τους ήταν ελπιδοφόρο. Είχαν κάνει κιόλας την όμορφη Μαριαθήνα. Το καινούριο τους σπιτικό, το «Σερφιώτικο», είχε προϋποθέσεις να τους ζήσει καλά και να τους κάνει εύπορους. Η οικογένειά της ήταν ισχυρή και σε μια στραβοτιμονιά θα μπορούσε να τους στηρίξει. Ο Νικηφόρος, την λάτρεψε από την πρώτη στιγμή και την αγαπούσε πιο πολύ τώρα που είχαν παντρευτεί.
Η Αγνή μακάριζε τον εαυτό της για όσα της είχε χαρίσει ο θεός. Δεν γύρευε τίποτε περισσότερο στη ζωή της από το να του είναι άξια σύζυγος και καλή μητέρα. Δεν θα απογοήτευε ποτέ τον αγαπημένο της.
Ο Νικηφόρος προσπάθησε να φτιάξει ξανά τη σχέση του με την Αγνή και να ξεχάσει την Ζωή. Συχνά έλεγε στον εαυτό του ότι ίσως να μην ήταν καν έρωτας αυτό που ένιωσε για την κόρη του Ζήσιμου. Ήταν κάτι ξαφνικό και φευγαλέο. Δούλευε σκληρά στο αγρόκτημα και κουραζόταν πολύ όλη μέρα για να σκέφτεται όσο γινόταν πιο λίγο. Τα βράδια έπεφτε ξερός στο κρεβάτι αγκαλιά με την γυναίκα του που την ένιωθε δίπλα του ευτυχισμένη. Προσπάθησε πολύ, αλλά, δεν κατάφερε να την βγάλει από το μυαλό του. Ο νους του ξαναγύρισε εκεί. Βασανιζόταν, αλλά, δεν μπορούσε να φυλακίζει για πολύ το μυαλό του, που κατάφερνε να ξεφεύγει από τις απαγορεύσεις. Παραιτήθηκε κι αφέθηκε στην αμαρτία της σκέψης χωρίς αντίσταση. Δεν την έβλεπε, ε, τουλάχιστον, ας την ονειρευόταν ελεύθερα και χωρίς τύψεις, σκέφτηκε
«Είσαι πολύ σκεπτικός αγάπη μου. Τι σου συμβαίνει; Υπάρχει κάτι που σε βασανίζει;» τον ρωτούσε αθώα η Αγνή.
«Όχι, δεν είναι τίποτε. Σκέφτομαι το σπίτι. Ίσως είναι καλό να ταξιδέψω κι άλλο… για το κτήμα … αυτά.»
«Μην σε νοιάζει. Μην βιάζεσαι να τα τελειώσουμε όλα σε μια μόνο χρονιά. Έχουμε όλο τον καιρό δικό μας. Το μόνο που έχει σημασία είναι η αγάπη» τον καθησύχαζε εκείνη.
«Ναι … η αγάπη» απαντούσε αμήχανα αυτός.
Ο Νικηφόρος απορούσε με τον εαυτό του, όσο σκεφτόταν πόσο γρήγορα την είχε προδώσει! Κι άλλοι παντρεύονταν και μετά ξενοκοίταζαν ή τις απατούσαν από την αρχή του γάμου τους. Κανείς, όμως δεν είχε πιαστεί στα δίχτυα ενός άλλου έρωτα, τόσο απροκάλυπτα, σβήνοντας μονοκοντυλιά τον πρώτο. Και μάλιστα, τόσο σύντομα, τόσο δυνατά και τόσο απόλυτα! Ήταν, λοιπόν, τόσο βαθιά διεφθαρμένος; Αν δεν ήταν οπαδός της λογικής και του μέτρου, ίσως να κατέφευγε σε παπάδες, μάγισσες ή ξόρκια. Αυτοί γιάτρευαν τις αρρώστιες της ψυχής που τον έσπρωχναν στην ανηθικότητα.
Πριν προλάβει καλά-καλά να γνωρίσει την Αγνή, την είχε κιόλας στο μυαλό του απατήσει. Ένοιωθε πως την αδικούσε, αλλά, ήταν αδύνατο να μην σκέφτεται εκείνη που είχε αφήσει στη Βιθυνία. Το καθαρό πρόσωπο, η ωραία φιγούρα, τα μεγάλα μαύρα μάτια και τα μαύρα κατσαρά μαλλιά της τον κυρίευαν. Ο τρόπος που του μιλούσε και που τον κοιτούσε τον γοήτευε. Η ευκολία της να χώνεται στην ψυχή και στο μυαλό του τον είχε κατακτήσει ολοκληρωτικά. Παρά τις τύψεις του, όμως, συνέχιζε το πολλαπλό αμάρτημα. Αδικούσε την Μαριαθηνούλα, πρόδιδε την Αγνή, εξαπατούσε τους Καρτεράνους. Σκεφτόταν τη Ζωή και της έγραφε γράμματα και ποιήματα. Τα μάζευε σε ένα κασελάκι και, όπως ήταν γεμάτο με παπύρους, έβρισκε τρόπο να της το στέλνει κρυφά. Το έστελνε στη Νίκαια ή στην Προύσα ή όπου αλλού βρισκόταν ο άρχοντας Θεόδωρος Λάσκαρης. Το σφραγισμένο κουτί ήταν για την αρχόντισσα Άννα Αγγελίνα Κομνηνή Καματηρή σύζυγο του Δεσπότη. Πάνω του είχε ένα «Ζ» που σήμαινε πως προοριζόταν για την Ζωή.
Ένιωθε ενοχές και τύψεις που δεν είχε μιλήσει γι αυτήν στον Μιχαήλ όπως σκόπευε να κάνει. Αν, κάποτε, ερχόταν μια επιστολή της στον Ακομινάτο με προορισμό εκείνον, τότε θα του το έλεγε. Ανυπομονούσε να έρθει ένα δικό της μήνυμα, ένα κουτί με κώδικες ή ένας κύλινδρος με μια μονάχα περγαμηνή. Ταυτόχρονα ευχόταν αυτό να μην συμβεί ποτέ για να μην βρεθεί στη δύσκολη θέση να εξηγεί στον Μιχαήλ τα ανεξήγητα. Στην ουσία δεν περίμενε απάντηση. Γι αυτόν ήταν εύκολο να στείλει ένα κουτί με περγαμηνές για την αρχόντισσα Λασκαρίνα. Ένα πλοίο που περνούσε από τον Πειραιά με προορισμό την Πόλη, ήταν αρκετό. Να φύγει, όμως, μια επιστολή από την Βιθυνία και να φτάσει στην Αθήνα, στα χέρια του, ήταν απίθανο. Αυτός ο περίεργος κι ανολοκλήρωτος έρωτας τους, λοιπόν, μονάχα μονομερώς μπορούσε να τροφοδοτείται. Τα δικά της σήματα δεν ήταν ανιχνεύσιμα.
Η Μαριαθήνα είχε γεννηθεί την πρώτη Σεπτεμβρίου του 1203. Με το Ρωμαϊκό ημερολόγιο, η μέρα αυτή συνέπιπτε με την πρωτοχρονιά. Τότε ακριβώς ξεκινούσε το έτος έξι χιλιάδες επτακόσια δώδεκα από κτίσεως κόσμου.
Ήταν ένας χρόνος που προοιώνιζε ελπίδες για την νέα οικογένεια των Σερφιώτηδων. Ήταν ο χειμώνας του 6712 anno mundi ή από κτίσεως κόσμου(*), ή αλλιώς του 1203 προς 1204 μ.Χ.. Τους βρήκε στο καινούριο τους σπίτι. Τον Δεκέμβριο διαπίστωσαν ότι η Αγνή ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Χάρηκαν όλοι κι ο Νικηφόρος έδειξε ενθουσιασμένος, αν κι η χαρά του συνοδευόταν από τύψεις και ενοχές. Όλον αυτό τον καιρό, με τα λόγια, τις πράξεις και τις κινήσεις του στήριζε την οικογένειά του. Έμοιαζε να στηρίζονται όλα σε στέρεες βάσεις, ωστόσο εκείνος ήξερε καλά ότι ήταν αβέβαια. Από την μια έχτιζε κι από τη ν άλλη γκρέμιζε. Οι πιο βαθιές του σκέψεις και τα αφανέρωτα συναισθήματά του πριόνιζαν τον καθημερινό του βίο. Ζούσε διχασμένος ανάμεσα σε αυτά που βίωνε στην αληθινή ζωή και σε αυτά που βίωνε στο μυαλό του. Βυθιζόταν σε έναν ονειρικό κόσμο που περιείχε μόνο αυτόν, τη Ζωή και τίποτε άλλο.
Δοκίμασε να εξομολογηθεί στον Μιχαήλ Ακομινάτο, τον φίλο του μητροπολίτη. Στο κάτω-κάτω ήταν ιερέας. Μπορούσε να τον ακούσει και να τον ανακουφίσει από την στενοχώρια. Προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε. Μια δυο φορές ανέβηκε στην Ακρόπολη, μίλησε μαζί του για τις εξελίξεις, μίλησε και για φιλοσοφία κι έφυγε. Μίλησε για την Αγνή, για την μικρή του κόρη και το καινούριο του σπιτικό, για την Ζωή όμως δεν είπε κουβέντα. Εξ άλλου τα νέα που μάθαιναν για την τύχη της αυτοκρατορίας ήταν κεραυνός εν αιθρία. Δεν μπορούσε να βάζει πριν από αυτά το δικό του πρόβλημα που φαινόταν πολύ μικρό μπροστά στις απρόβλεπτες εξελίξεις.


*********************************
αύριο η συνέχεια