Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

27 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 27η

Είμαστε στο το τρίτο μέρος του 8ου κεφαλαίο.
Το 8ο κεφάλαιο τιτλοφορείται "Η ΑΛΩΣΗ" και το Γ' μέρος του τιτλοφορείται "ΤΡΙΤΗ και ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ"
Τρίτη και Δεκατρείς (Απριλίου του 1204 μΧ) έπεσε η Πόλη στους Φράγκους. Μετά από αυτή την πτώση δεν συνήλθε ποτέ. Κι όταν ακόμη ανακτήθηκε, και στα διακόσια ακόμη χρόνια που έζησε, δεν στάθηκε ποτέ στο ύψος που βρισκόταν ως την πτώση της στους σταυροφόρους.
Το Ρωμαϊκό όνειρο της οικουμενικότητας ξεθωριάζει και χάνεται. Από εδώ και πέρα, στην ουσία, ξεκινάει ο νέος ελληνισμός, η ελληνική ρωμιοσύνη. Τα πρώτα σπέρματα εδώ φυτεύονται και θα ανθίσουν αργότερα.
Στο κεφάλαιο αυτό παρακολουθούμε την πτώση της Πόλης. Προδόθηκε και παραδόθηκε. Οι γενναίοι έφυγαν για να πολεμήσουν για την επανακατάκτησή της.
************************************************
παραπομπές: 
(*1)
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης και ο Αλέξιος Παλαιολόγος είχαν παντρευτεί την ίδια μέρα και ώρα σε διπλό γάμο τις δυο αδελφές, κόρες του τότε αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, ο Θεόδωρος την Άννα Αγγελίνα και ο Αλέξιος την Ειρήνη. Και οι δυο τους ήταν γυναικάδελφοι του αυτοκράτορα που διέφυγε, του Αλέξιου Ε’ Μούρτζουφλου που είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Αλέξιου Γ΄, την Ευδοκία
(*2)
Στο “σκυθικό” υπηρετούσαν κυρίως Κουμάνοι, εκχριστιανισμένοι Τούρκοι, Βούλγαροι και Σλάβοι, στο “λατινικό” ή “ιταλικό” δυτικοί Φράγκοι, Άγγλοι και Γερμανοί και στο “ρωμαϊκό” υπηρετούσαν οι Ρωμαίοι.

Γ’ ΤΡΙΤΗ ΚΑΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ

Την Παρασκευή στις 9 Απριλίου έγινε η πρώτη μεγάλη γενική επίθεση των σταυροφόρων κατά της Πόλης. Απ’ τα τείχη της στεριάς και του Κεράτιου όρμησαν λυσσασμένα, έχοντας στο νου τα λάφυρα αν νικούσαν. Όλες αυτές τις μέρες είχαν μπει στην πόλη κι είχαν δει ότι υπήρχε πλούτος αμύθητος. Παρά τα βέλη, τις πέτρες και το καυτό λάδι, οι προσκυνητές έριχναν σκαλωσιές για να ανεβούν στα τείχη. Χτυπούσαν με τα τόξα τους στις πολεμίστρες τους αμυνόμενους. Οι υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, κυρίως οι Βαράγγοι και οι Άγγλοι, απέκρουσαν την επίθεση. Το βόρειο τμήμα του τείχους κοντά στο ανάκτορο των Βλαχερνών κράτησε. Ο Νικηφόρος ανέβηκε πάνω στα τείχη. Λασκαραίοι, Παλαιολόγοι, Δούκες, Βρανάδες, Κομνηνοί κι όλες οι μεγάλες οικογένειες μάχονταν. Όσοι είχαν μείνει στην Βασιλεύουσα στέκονταν ατρόμητοι στις πολεμίστρες. Φώναζαν κι ενθάρρυναν τους Ρωμαίους για άμυνα μέχρις εσχάτων και καταδίωξη του εχθρού. Η νίκη έστεψε τα ρωμαϊκά όπλα όταν οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν το απόγευμα να υποχωρήσουν. Ήταν μια στιγμή μεγάλης ανακούφισης. Οι ιαχές θριάμβου ανέβασαν το ηθικό κι έδωσαν κουράγιο για τη συνέχεια.
Το Σαββατοκύριακο επικράτησε νηνεμία. Ετοιμάστηκαν όλοι για τη νέα επίθεση που θα εκδηλωνόταν τη Δευτέρα. Οι Βενετοί έδεναν τα πλοία τους δυο-δυο και τα ανέβαζαν στο στενό σχετικά κομμάτι στεριάς του Κεράτιου, Έφτιαξαν έτσι πρόχειρους πολιορκητικούς πύργους για να εισβάλουν στην Πόλη. Στο σημείο αυτό ήξεραν ότι υπήρχε αδυναμία. Οι Φράγκοι κατέστρωναν σχέδια για μια σφοδρή επίθεση κατά των τειχών. Οι αμυνόμενοι επισκεύαζαν και ενίσχυαν τμήματα του τείχους όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη. Όλοι ετοιμάζονταν για την επόμενη σκληρή επίθεση της Δευτέρας.
Δυο βράδια ο Νικηφόρος κι η Ζωή κοιμήθηκαν αγκαλιά. Εξαντλήθηκαν στα φιλιά σαν να ήταν η τελευταία μέρα της ζωής τους. Αυτή τη φορά θα μπορούσε πραγματικά να είναι η τελευταία, καθώς κανείς δεν γνώριζε την κατάληξη της μάχης. Αν οι σταυροφόροι έμπαιναν, θα γινόταν σφαγή. Ο Νικήτας πέρασε τις δυο μέρες γράφοντας πυρετωδώς.
Την Δευτέρα έγινε η ακόμα πιο μεγάλη γενική επίθεση κατά της Πόλης. Οι γαλέρες των Βενετών, δεμένες δυο-δυο, έπεφταν πάνω στις πολεμίστρες με σκοπό να βρουν πάτημα. Οι επιτιθέμενοι προσπαθούσαν να κερδίσουν τους Πύργους που δέσποζαν στα τείχη. Ο ρωμαϊκός στρατός κρατούσε μακριά τους σταυροφόρους στα χερσαία τείχη και στην Πύλη των Βλαχερνών. Στην πλευρά του Κεράτιου, όμως, γινόταν μεγάλη σφαγή. Το απόγευμα οι Βενετοί κατάφεραν να εισχωρήσουν και να κερδίσουν δύο πύργους των τειχών. Δεν ήταν αυτό το τέλος της Πόλης βέβαια. Πριν ένα χρόνο, όταν είχαν επιτεθεί επί Αλεξίου Γ’, οι Βενετοί είχαν αποσπάσει όχι μόνο δύο αλλά εικοσιπέντε πύργους. Παρ’ όλα αυτά η άμυνα της Πόλης δεν έσπασε. Τότε μάλιστα δέχτηκαν αντεπίθεση. Οι Ρωμαίοι είχαν ορμήσει για να τους παγιδεύσουν και να τους εξοντώσουν. Με μεγάλη δυσκολία, βάζοντας πυρκαγιά στα σπίτια, κατάφεραν να σωθούν. Δεν ήταν, λοιπόν, μεγάλο κέρδος οι δυο πύργοι, ήταν όμως κάτι χειροπιαστό.
Η μέρα εκείνη πλησίαζε προς το τέλος της. Οι Βενετοί είχαν στρογγυλοκαθήσει στους δυο Πύργους κι από εκεί θα εξαπέλυσαν επίθεση. Την άλλη μέρα, θα έβαζαν στην Πόλη όσο πιο πολύ στρατό μπορούσαν. Έριξαν κι ένα μέρος του τείχους για να περάσουν βενετικά αλλά και φράγκικα στρατεύματα. Με το που θα ξημέρωνε η Τρίτη, θα εξαπέλυαν γενική επίθεση από καλύτερες θέσεις. Βέβαια όλα ήταν ανοιχτά. Η κατοχή των δυο πύργων μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για παγίδευσή τους και καταστροφή όπως πριν ένα χρόνο. Θα κινδύνευαν να δεχτούν και πάλι μιαν αντεπίθεση και να εκδιωχθούν ή να παγιδευτούν και να χάσουν τις ζωές τους. Όλοι γνώριζαν πόσο κρίσιμη θα ήταν η μάχη. Αύριο οι Ρωμαίοι κι οι σταυροφόροι θα ξεκαθάριζαν για τα καλά την σχέση τους.
Ήταν μια ισορροπία του τρόμου εκείνο το βράδυ της 12ης προς 13η Απριλίου του 1204. Οι σταυροφόροι είχαν μπει μέσα από το τείχος στο βόρειο τμήμα του. Δεν ήταν σίγουροι για τίποτε και περίμεναν την αυγή. Άναψαν μάλιστα μια νέα μεγάλη πυρκαγιά που άρχισε να επεκτείνεται στο εσωτερικό της Πόλης. Ήθελαν να προστατευτούν από μια ενδεχόμενη ξαφνική αντεπίθεση. Αυτή ήταν η τρίτη μεγάλη πυρκαγιά που κατάκαιγε την Βασιλεύουσα και την έβαζαν πάλι οι Λατίνοι. Η νύχτα έγινε μέρα. Όπως η φωτιά πέρσι είχε τρομάξει τον Αλέξιο Γ’ και τον έκανε να τραπεί σε φυγή, τώρα τρόμαξε τον άλλο Αλέξιο, τον Ε’. Σαν μια τραγική επανάληψη της ίδιας ιστορίας, τράπηκε σε φυγή κι ο Μούρτζουφλος. Δεν ήταν, απλά, τραγικό, ήταν εγκληματικό και παιδαριώδες, αλλά συνέβη.
Ο αυτοκράτορας είχε δει πως το κλίμα ήταν βαρύ γι αυτόν. Ακόμα κι οι Βαράγγοι δυσανασχετούσαν απαιτώντας την πληρωμή τους εδώ και τώρα προκειμένου να πολεμήσουν. Κατάλαβε πως δεν είχε καμιά ελπίδα αν έμενε μέσα στα τείχη της Βασιλεύουσας. Είτε νικούσε η αυτοκρατορία, είτε έχανε, αυτός θα την πλήρωνε όπως οι προκάτοχοί του. Ανάξιος και δειλός, όπως οι προκατοχοί του, τα μάζεψε κι έφυγε. Πήρε μαζί του τη γυναίκα του Ευδοκία και την πεθερά του Ευφροσύνη, που ήταν γυναίκα του Αλέξιου Γ΄. Έφυγε κρυφά αφήνοντας την Πόλη στο έλεος του εχθρού.
«Ο Βασιλιάς φεύγει και μαζί του φεύγουν και πολλοί άρχοντες» ήταν το νέο που έσκασε σαν κεραυνός.
Στο σπίτι του Νικήτα έμαθαν το μαντάτο.
«Φεύγει κι αυτός ο άτιμος;» είπε ο Θεόδωρος Λάσκαρης.
«Τι ανεύθυνος! Δεν έπρεπε να τον αφήσουμε στιγμή στον θρόνο!» φώναξε ο Παλαιολόγος.
Ο Θεόδωρος είχε έρθει στο σπίτι του Νικήτα για λίγη ξεκούραση. Τον είχαν αφήσει ήσυχο σ’ ένα δωμάτιο, όταν όμως έμαθαν το νέο αναγκάστηκαν να τον ξυπνήσουν. Μαζί του ήταν ο γυναικάδελφός του Αλέξιος Παλαιολόγος(*1) όπως και ο Καϊχοσρόης. Ο Τούρκος είχε μείνει εδώ, φιλοξενούμενος του Πατριάρχη Καματηρού, μαζί με τους Ρωμαίους άρχοντες. Όλοι είχαν περιέλθει τώρα σε κατάσταση απελπισίας.
«Πώς έφυγαν; Πώς δεν καταλάβαμε τίποτε;» φώναξε εκνευρισμένος ο Παλαιολόγος,
«Έφυγαν από τη θάλασσα, Έχουν σκοπό να πάνε προς τη Θράκη κι αυτοί, όπως ο Αλέξιος Γ’. Ο Μούρτζουφλος κάνει ακριβώς το ίδιο! Εγκαταλείπει την Πόλη στο έλεος του Θεού!» φώναζε ο Νικήτας.
«Χάθηκαν όλα, ε;» ρώτησε η Ζωή πιάνοντας ανήσυχη το χέρι του Νικηφόρου
«Δεν μπορεί να γίνει τίποτε;» αναρωτήθηκε ο Αλέξιος Παλαιολόγος.
«Πρέπει να υποσχεθείτε αμέσως στους Βαράγγους ότι θα πληρωθούν. Αν δεν το κάνετε, δεν θα πολεμήσουν, θα σας φύγουν κι αυτοί» είπε ο Καϊχοσρόης.
«Χωρίς έναν αυτοκράτορα η Πόλη θα παραδοθεί» είπε ο Νικήτας. «Ποιος θα σαλπίσει την υπεράσπισή της; Ποιος θα σταματήσει Βενετούς και Φράγκους που θα μπαίνουν μέσα; Και, κυρίως, ποιος θα εγγυηθεί στους μισθοφόρους στρατιώτες μας ότι θα πληρωθούν κανονικά αν προστατέψουν την Πόλη; Γιατί θα διακινδυνεύσουν την ίδια τους τη ζωή; Για ποιον θα συνεχίσουν να πολεμούν; Θα παραδοθούν για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Αύριο θα γίνουν κι αυτοί σταυροφόροι!»
«Μπορούμε να ανακηρύξουμε νέο αυτοκράτορα και να συνεχίσουμε τον αγώνα» είπε ο Λάσκαρης. «Είναι πλέον χρέος μας να το κάνουμε.»
«Ποιον έχεις στο νου σου;» τον ρώτησε ο Παλαιολόγος.
«Τον αδελφό μου Κωνσταντίνο» είπε ο Θεόδωρος. «Θα συνηγορήσω εγώ υπέρ του!»
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε πολεμήσει γενναία κατά των Λατίνων. Πέρσι, στην πρώτη τους επίθεση, τους είχε καταδιώξει. Έσπρωξε τους Βουργουνδούς μακριά από τα τείχη κι είχε αιχμαλωτιστεί γιατί έμεινε έξω όταν οι Πύλες έκλεισαν. Ο γνωστός ενθουσιασμός του τον είχε οδηγήσει βαθιά μέσα στις γραμμές του εχθρού. Βρέθηκε μόνος απέναντι σε δεκάδες αντιπάλους και τον συνέλαβαν αν κι είχε παλέψει γενναία. Ελευθερώθηκε στη συνέχεια με καταβολή λύτρων κι ο λαός τον θεωρούσε ήρωα.
«Ποια κατάσταση επικρατεί έξω στην πόλη;» ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Ο λαός, ανάστατος, συγκεντρώνεται στην Αγία Σοφία.»
«Η αυτοκρατορική φρουρά, που βρίσκεται;»
«Και οι Βαράγγοι μαζεύονται εκεί, στην Αγία Σοφία.»
«Πάμε κι εμείς. Φωνάξτε όσους ευγενείς έχουν μείνει στην Πόλη.»
Επικράτησε αναταραχή κι όλοι ανέβαιναν στα άλογα και τις άμαξες για να κατευθυνθούν προς την Αγιασοφιά. Ο Καματηρός τράβηξε σε ένα ιδιαίτερο δωμάτιο τον Καϊχοσρόη και τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη. Βεβαιώθηκε πρώτα ότι κανείς δεν τους είχε δει ούτε μπορούσε να ακούσει τι θα τους έλεγε και, τότε, τους μίλησε.
«Ακούστε καλά εσείς οι δυο. Οι δυο ανάξιοι Αλέξιοι έφυγαν σαν τα ποντίκια κι ο άλλος σκοτώθηκε. Σε λίγο θα εκλεγεί ένας νέος αυτοκράτορας των Ρωμαίων στην Αγιασοφιά. Αυτός θα είσαι εσύ Κωνσταντίνε! Πρέπει όμως να ξέρεις κάτι. Ο νέος αυτοκράτορας, ο βασιλιάς της Ρώμης, θα έχει κάποια καθήκοντα. Δεν είναι τώρα ώρα να τα πούμε γιατί δεν έχουμε καθόλου χρόνο.»
Τον άκουγαν κι οι δυο σιωπηλοί. Ο Καϊχοσρόης έδειχνε να καταλαβαίνει πολύ καλά τι συνέβαινε ενώ ο Κωνσταντίνος κοιτούσε γεμάτος απορίες. Ο Πατριάρχης γύρισε προς τον μέρος του, έβγαλε ένα τυλιγμένο πανί κάτω από τα άμφιά του και του το έδωσε. Του είπε να το κρύψει. Ήταν ένα λάβαρο πορφυρό με ένα χρυσοκεντημένο δικέφαλο αετό πάνω του.
«Αυτό θα είναι το δικό σου λάβαρο από εδώ και πέρα. Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω, παιδί μου, τι είναι το Θεϊκό Βασίλειο, που κυνηγούν οι Βασιλιάδες των Ρωμαίων. Εσύ, όμως, κι ο Καϊχοσρόης είστε πλέον οι δυο εκλεκτοί. Θα ψάξετε να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη για να γίνετε οι διάδοχοί του στο Βασίλειο του Θεού. Θα σου πω λεπτομέρειες και θα σε μυήσω, γιε μου Κωνσταντίνε, αργότερα. Τώρα, όμως, πρέπει να ξέρεις ότι ο Γιγιαθαντίν είναι φίλος σου και σύντροφός σου. Κι εσύ θα είσαι παντοτινός αδελφός του και σύμμαχος. Θα μάθεις τα υπόλοιπα αργότερα, εντάξει;»
«Εντάξει, αλλά …» έκανε αιφνιδιασμένος και εντελώς κατάπληκτος ο Κωνσταντίνος.
«Πάμε τώρα» είπε ο Καματηρός. «Όπως σου είπα, θα τα μάθεις όλα αργότερα!»
Έτρεξαν στην Αγιασοφιά. Ο ναός ήταν φωτισμένος με κεριά, δάδες και φωτιές που είχαν ανάψει για να κάνουν τη νύχτα μέρα. Σε λίγο θα έφεγγε κι οι Λατίνοι θα έβλεπαν ότι δεν υπήρχε καμιά αντίσταση. Ήταν μια συγκινητική στιγμή. Όσοι Ρωμιοί δεν το είχαν σκάσει είχαν έρθει εδώ να αποφασίσουν, όλοι μαζί, για το κοινό μέλλον τους. Ο Πατριάρχης Ιωάννης Καματηρός μίλησε πρώτος.
«Ο Αυτοκράτορας μας εγκατέλειψε» είπε. «Δεν υπάρχει αυτοκράτορας!»
Ένα βουητό και κάποιες φωνές «ανάξιος» ακούστηκαν από όλους. Σώπασαν πάλι.
«Έχουμε ανάγκη να εκλέξουμε νέο αυτοκράτορα για να υπερασπίσει την πόλη. Θα τον εκλέξουμε τώρα εδώ.»
Όλοι αναθάρρησαν κάπως. Μετά το σοκ, ευτυχώς που κάποιος είχε την ψυχραιμία να σκεφτεί.
«Είναι εδώ ο στρατός;» ρώτησε ο Καματηρός.
Ο αρχηγός των Βαράγγων έκρουσε την ασπίδα του.
«Είναι εδώ ο λαός;» ρώτησε τώρα ο Καματηρός.
«Θέλουμε νέο αυτοκράτορα» ακούστηκαν φωνές από το πλήθος.
«Είναι εδώ η σύγκλητος;» συνέχισε ο Πατριάρχης.
«Εδώ είμαστε, Πανιερώτατε» είπαν κάποιοι ευγενείς.
«Η εκκλησία είναι εδώ» είπε ο Πατριάρχης Καματηρός. «Ποιοι είναι υποψήφιοι;»
Βγήκε μπροστά ο Θεόδωρος Λάσκαρης.
«Ο αδελφός μου Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήρωας των Ρωμαίων κι ανιψιός του Αλέξιου Γ’» είπε με δυνατή φωνή. «Είναι από αυτοκρατορική γενιά.»
Βγήκε μπροστά ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας, εξάδελφος του Αλέξιου Γ’ και του Ισαάκιου.
«Ο γιος μου Κωνσταντίνος Δούκας. Είναι κι αυτός από αυτοκρατορική γενιά» είπε.
«Υπάρχουν άλλοι;» ρώτησε ο Πατριάρχης.
Δεν ακούστηκε άλλη υποψηφιότητα κι ο Πατριάρχης κάλεσε τους συνηγόρους των υποψηφίων να μιλήσουν. Πρώτος ο Ιωάννης Δούκας έπλεξε το εγκώμιο του γιου του και τόνισε την καταγωγή του. Μετά ο Θεόδωρος πήρε τον λόγο. Θύμισε ότι ο αδελφός του καταδίωξε τους Βουργουνδούς Φράγκους κι είπε ότι η Ρωμανία χρειάζεται έναν ήρωα.
Οι δυο υποψήφιοι ήταν νέοι με βασιλικό αίμα κι είχαν στρατιωτικές ικανότητες. Η ζυγαριά δεν έκλινε προς το μέρος κανενός. Μόνο κριτήριο επιλογής ήταν, επομένως, η τύχη. Τότε ο Πατριάρχης τους φώναξε κοντά και πέταξε ένα νόμισμα στον αέρα. Δεν είδε κανείς το νόμισμα, όλοι, όμως, άκουσαν τον Καματηρό να λέει ότι κέρδισε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Δεν υπήρχε χρόνος για αμφιβολίες κι αμφισβητήσεις. Ο Πατριάρχης τον ευλόγησε αμέσως.
«Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης προτείνεται να ονομαστεί Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Θα είναι ο γενναίος και άξιος υπερασπιστής της Κωνσταντίνου Πόλης! Συμφωνούν η Σύγκλητος, ο Λαός και ο Στρατός;»
Ένα βουητό από “ναι” και “άξιος” ακούστηκε από το πλήθος. Οι Βαράγγοι έδειξαν ότι συμφωνούσε κι η φρουρά. Το ίδιο έκαναν και κάποιοι Ρωμαίοι πρωτοσπαθάριοι και δούκες. Οι ευγενείς κι οι άρχοντες που δεν είχαν φύγει και ήταν στην Αγία Σοφία, έδειξαν ότι συμφωνούν. Αντιπροσώπευαν εκείνη τη στιγμή τη Σύγκλητο. Υπήρχε πια συμφωνία λαού, στρατού, συγκλήτου κι Εκκλησίας. Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης αμέσως στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων. Δεν δέχτηκε να φορέσει τον πορφυρό χιτώνα. Δεν ήθελε εκείνη την ώρα τις τιμές και προτιμούσε να αναλάβει αμέσως δράση.
«Σήμερα, δεν ξέρουμε ποιος ζει και ποιος παθαίνει» είπε ο νέος βασιλιάς. «Ζητάω να ανακηρυχθεί συναυτοκράτορας ο αδελφός μου Θεόδωρος.»
«Ο Θεόδωρος, αδελφός του σεβαστού μας αυτοκράτορα, προτείνεται από τον βασιλέα μας να ανέβει στον θρόνο. Θα είναι συναυτοκράτορας» φώναξε ο Πατριάρχης Καματηρός. «Συμφωνούν ο λαός, ο στρατός και η Σύγκλητος;»
Ποιος είχε την όρεξη να πει όχι; Και ποιος νοιαζόταν, πραγματικά, ποιος θα ήταν βασιλέας ή συμβασιλέας εκείνη τη στιγμή; Ο Πατριάρχης δεν περίμενε ούτε καν το βουητό από τα «άξιος», ούτε τα νεύματα των Βαράγγων ή των ευγενών.
«Επομένως, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ανακηρύσσεται ως ο Πιστός εν Χριστώ Βασιλεύς. Είναι ο συναυτοκράτωρ των Ρωμαίων κι υπερασπιστής της αγίας Πόλης του Χριστού!»
Σε λίγο ξημέρωνε κι οι Σταυροφόροι θα έβλεπαν την άδεια από στρατό Πόλη, έτοιμη να τους παραδοθεί. Ό,τι ήταν να γίνει έπρεπε να γίνει τώρα! Ο Θεόδωρος κι ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μαζέψουν τον στρατό και να τον βάλουν αντιμέτωπο με τους εισβολείς. Έπρεπε να ενημερώσουν τον λαό ότι υπήρχε αυτοκράτορας που θα έδινε τη μάχη.
«Επιτέλους υπάρχει μια ελπίδα τώρα!» αναφώνησε ανακουφισμένος ο Νικήτας.
«Είναι πολύ αισιόδοξος ο Χωνιάτης» είπε η Ζωή που δεν έφευγε από το πλάι του Νικηφόρου με τίποτα. «Μόνο εμείς εδώ το ξέρουμε ότι υπάρχει αυτοκράτορας.»
«Δεν τους έμεινε και τίποτε άλλο εκτός από μια μικρή ελπίδα. Μην ξεχνάς ότι οι Λατίνοι είναι ήδη μέσα στην Πόλη. Όσο δεν έχουν μάθει ακόμα ότι ο αυτοκράτορας έφυγε δεν θα μπουν για να την καταλάβουν ανοιχτά. Θα φοβούνται μη τυχόν κι είναι παγίδα. Θα περιμένουν το πρωί.»
«Δεν αργεί, ξημερώνει όπου να’ ναι αγάπη μου» έκανε ανήσυχη η Ζωή.
Ο Καματηρός πήρε πάλι τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη και τον Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη παράμερα. Παρά την κρισιμότητα των στιγμών, επέμενε στον Ιερέα που τον θεωρούσε κλειδί στην υπόθεση του «Βασιλείου του Θεού».
«Αν καταφέρουμε να διώξουμε τους βαρβάρους, θα συνεννοηθούμε καλύτερα. Αν συμβεί το δυσάρεστο, θα έρθετε οι δυο σας να με βρείτε όπου κι αν βρίσκομαι κι όσος χρόνος κι αν περάσει. Αν εγώ χαθώ, θα αναζητήσετε τον προκάτοχό μου και θα μιλήσετε σε αυτόν. Εσύ, Καϊχοσρόη, θα ενημερώσεις τον Λάσκαρη για όσα ξέρεις. Να είστε κι οι δυο σας έτοιμοι για να βρείτε τον Ιερέα Ιωάννη.»
«Ποιος είναι ο Ιερέας Ιωάννης Μακαριότατε;» ρώτησε ο Κωνσταντίνος.
«Είσαι Βασιλέας των Ρωμαίων!» του είπε ο Πατριάρχης. «Θα έρθεις να με βρεις όπου κι αν καταλήξουμε μετά από αυτό το ξημέρωμα. Όχι όμως τώρα, δεν έχουμε καιρό.»
Λίγα λεπτά μετά απ’ αυτή τη συζήτηση ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είχε ήδη ανεβεί σε έναν ολόχρυσο άμβωνα. Πήρε το βασιλικό σκήπτρο και μίλησε στο πλήθος των συγκεντρωμένων έξω από την Αγία Σοφία. Ζήτησε από όλους να αντισταθούν στον εισβολέα. Βρήκε την αντίδρασή τους γεμάτη δισταγμούς καθώς δεν μπορούσαν να δώσουν τη μάχη χωρίς τον στρατό. Συνέχισε την ομιλία ο Θεόδωρος. Φοβόντουσαν όλοι αλλά δεν ήξεραν και τι να κάνουν.
Ο νέος αυτοκράτορας γύρισε και άρχισε να μιλά με τους Βαράγγους και τους Άγγλους. Προσπάθησε να τους φέρει στο φιλότιμο μιλώντας για την τιμή και τη δόξα. Όταν είδε ότι αυτό δεν έπιανε, τους μίλησε για μια σημαντική αύξηση του μισθού τους. Κατάφερε να τους πείσει να αντισταθούν για να διώξουν τους Φράγκους και τους Βενετούς με το ξημέρωμα. Ξεκίνησαν για τα σημεία όπου είχε μαζευτεί ο στρατός και περίμενε. Οι σταυροφόροι ήταν τριάντα χιλιάδες. Έπρεπε, επομένως, να συγκεντρώσουν μια δύναμη πενήντα χιλιάδων στρατιωτών και λαού για να έχουν υπεροπλία. Το σκυθικό σώμα και το λατινικό αποτελείτο από μισθοφόρους που περίμεναν να δουν τι θα γίνει. Ο φόβος ήταν μήπως είχε κιόλας διαδοθεί το νέο για την φυγή του Αλέξιου. Υπήρχε κίνδυνος να αρχίσει να διαλύεται το ρωμαϊκό(*2) σώμα του στρατού.
«Θα δώσουμε την μάχη» φώναξε ο νέος αυτοκράτορας.
«Η Παναγία θα σώσει και πάλι την Κωνσταντίνου Πόλη» φώναξαν κάποιοι άλλοι.
Άλλοι έψελναν το “υπερμάχω” κι άλλοι ακόνιζαν τα σπαθιά τους. Ακόμη κι ο Καϊχοσρόης που ήταν αλλόφυλος, κι η Ζωή που ήταν γυναίκα, έδειχναν πρόθυμοι να πολεμήσουν. Οι πιο πολλοί, όμως, έφευγαν. Ήταν απογοητευμένοι. Έβλεπαν ότι τους είχαν οριστικά πια εγκαταλείψει, όχι μόνο ο ληστής του θρόνου, αλλά, κι ο ίδιος ο Θεός.
Δυστυχώς τα πράγματα έγιναν όπως τα περίμεναν οι απαισιόδοξοι. Ίσως, μάλιστα, ξεπέρασαν ακόμα και τους πιο μεγάλους φόβους. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Πριν κυκλοφορήσει, λοιπόν, η καλή είδηση έκανε τον γύρο της η κακή. Πριν μαθευτεί ότι υπάρχει ένας εστεμμένος αυτοκράτορας για να υπερασπιστεί την Πόλη, κυκλοφόρησε το νέο της φυγής. Ο Αλέξιος Μούρτζουφλος είχε εγκαταλείψει την Πόλη σαν κυνηγημένος. Ο λαός βγήκε στους δρόμους με το ξημέρωμα κι έβριζε τον “ληστή και σφετεριστή” φορτώνοντάς τον με κατάρες.
«Μέχρι χτες τον δόξαζαν γιατί στραγγάλισε τον ανιψιό του» σχολίασε ο Νικήτας. «Τώρα τον λένε ληστή, σφετεριστή του θρόνου του στραγγαλισμένου!»
«Αυτός ο πανικός δεν θα μας φέρει τίποτε καλό» είπε ο Νικηφόρος.
«Κοιτάξτε» είπε η Ζωή και τους έδειξε πίσω τους, μια λιτανεία που ξεχυνόταν σαν πλυμμήρα.
Βάδιζαν στον κεντρικό δρόμο της Πόλης που πήγαινε προς τα τείχη του Κεράτιου και την Πύλη των Βλαχερνών. Είχε συγκεντρωθεί μια μεγάλη πομπή που μεγάλωνε καθώς όλο και περισσότεροι έμπαιναν στις γραμμές της. Μπροστά πήγαιναν ιερείς με τα άμφιά και τα λάβαρα των αγίων. Ακολουθούσε ένα πλήθος μοναχών και λαού. Ο Πατριάρχης είχε σαλπίσει στην Αγιασοφιά την αντίσταση εις μάτην. Λίγες μόνο ώρες μετά, οι υφιστάμενοί του ιερείς, ο κλήρος, καθοδηγούσαν την παράδοση. Παπάδες με τα ράσα τους και μοναχοί με τα κουρέλια τους κι ο πιστός ορθόδοξος λαός έσπευδαν να παραδοθούν ψάλλοντας. Είχαν σκυμμένα τα κεφάλια κι έψελναν ένα μονότονο “έλεος, έλεος, έλεος!”. Κρατούσαν κειμήλια, ιερά αντικείμενα, εικόνες, μανουάλια και σταυρούς και προχωρούσαν κλαψουρίζοντας. Ήλπιζαν πως με την ευσέβειά τους θα έπειθαν τους εισβολείς για να τους λυπηθούν.
«Είναι γελοίο αυτό που συμβαίνει» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα το έλεος αυτών των σταυροφόρων στο Ζαντάρ! Πάμε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε!»
«Θεέ μου, θα τους λιανίσουν!» είπε η Ζωή.
«Τι δειλοί! Τι σιχαμένοι!» είπε ο Καϊχοσρόης. «Ανάξιοι για ελευθερία. Τους αξίζει μονάχα ένα σπαθί για να κόψει αυτά τα προσκυνημένα κεφάλια.»
«Δεν μας άξιζε αυτό το τέλος!» μουρμούρισε ο Νικήτας που έκλαιγε βλέποντας το θέαμα.
«Να φύγουμε» επέμεινε ο Νικηφόρος.
Ο Θεόδωρος και ο Κωνσταντίνος έπαψαν να μιλούν με τους μισθοφόρους. Δεν είχε νόημα καμιά αντίσταση. Ο λαός της Βασιλεύουσας έσπευδε να ζητήσει έλεος από τον εχθρό του αντί να αντισταθεί μέχρι της τελικής πτώσης.
«Αδελφέ μου, αυτό είναι το τέλος» είπε ο Θεόδωρος θλιμμένος κοιτάζοντας τον Κωνσταντίνο που είχε χλομιάσει.
«Οι δικοί μου δεν θα παραδώσουν τα όπλα» είπε σχεδόν ψιθυριστά μέσα από τα σφιγμένα του χείλη.
«Δεν αξίζει ούτε και να το σκεφτείς, Κωνσταντίνε, ότι θα τους πολεμήσεις μόνος σου.»
Το πλήθος μαζευόταν στους δρόμους και σήκωνε τα χέρια κάνοντας το σημείο του σταυρού. Οι σταυροφόροι δεν χρειάζονταν καμιά παράδοση για να λεηλατήσουν τα πάντα. Θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Όλοι αυτοί οι μαυροφόροι ιερείς κι οι μοναχοί, απλά, τους εμπόδιζαν να κάνουν πιο γρήγορα τη δουλειά τους.

*************************************************
Η συνέχεια αύριο.