Δημοσιεύω
και το δεύτερο κομμάτι από το πρώτο
κεφάλαιο του βιβλίου "Ο
Μελέαγρος και το κυνήγι του Καλυδωνιου
Κάπρου". Έχω προχωρήσει
αρκετά και μου αρέσει που το γράφω.
Επειδή μου έγραψαν με
θετικά σχόλια
για το κείμενο αρκετοί
φίλοι και επειδή άλλοι
μου είπαν προφορικά
κάποια επίσης
καλά λόγια γι αυτό, είπα
να συμπληρώσω το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο
"Μιλάει ο Καλυδώνιος
Κάπρος" με την συνέχειά
του. Ελπίζω να μην κουράζω κάποιους.
Θυμίζω
ότι στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου,
ακούμε τις σκέψεις και τα λόγια του
Καλυδώνιου Κάπρου που είναι ο τιτάνας
Έξεχος. Είναι γιος της τιτανίδας Φαίας
που κι αυτή μεταμορφώθηκε σε αγριογούρουνο
και την σκότωσε ο Θησέας. Είναι γιος και
του τιτάνα Τυφώνα που νίκησε τον Δία
αλλά έχασε την τελική μάχη από
έλλειψη πονηριάς και γκρεμίστηκε στον
Τάρταρο μαζί με τον Κρόνο και τους άλλους
ηττημένους τιτάνες.
Ο
Έξεχος- Καλυδώνιος Κάπρος έχει νικήσει
πάλι τους διώκτες του ήρωες που μαζεύτηκαν
στην Αιτωλία να τον εξοντώσουν αλλά
δεν τους σκοτώνει. Σκέφτεται
την κατάστασή του περιμένοντας το
αναπόφευκτο τέλος.
****************
Αποσύρομαι
αργά από το πεδίο της μάχης. Τι να ξέρει
ένας Θησέας; Τίποτε παραπάνω από όσα
του έχουν πει. Η γνώση των ανθρώπων αυτής
της εποχής μεταδίδεται με δασκάλους
και διδαχές. Σε μας η γνώση υπάρχει μέσα
μας. Εγώ είμαι το ένστικτο κι ο Θησέας
η λογική. Παιδιά των πρωταρχικών δυνάμεων
του σύμπαντος, της Γης, του Ουρανού και
του Πόντου, είμαστε οι τιτάνες. Οι πρώτοι
ήταν δώδεκα κι έγιναν περισσότεροι
αργότερα γεννώντας εμάς, τα παιδιά τους.
Είμαστε δυνάμεις της φύσης χωρίς
επιτήδευση, καθαρές αλήθειες, ευτυχισμένα
πλάσματα. Όταν οι Κρονίδες Θεοί νίκησαν,
επέβαλαν τον δικό τους νόμο. Κι όσοι από
εμάς δεν υποταχτήκαμε -γιατί δεν μας
άφηνε η φύση μας να υποταχτούμε- υποστήκαμε
τις βαριές συνέπειες. Όπως η πρόγονός
μου η ξακουστή Μέδουσα.
Σκέφτομαι
την αγνή Φορκίδα Μέδουσα. Όταν σκέφτομαι
κι όταν αναπολώ, τότε πονώ λιγότερο. Από
τους πιο ισχυρούς τιτάνες ήταν ο Φόρκυς.
Κυριαρχούσε στη θάλασσα. Ισχυρή κι η
Κητώ που βασίλευε στους βυθούς. Κόρες
του Φόρκυ και της Κητώς ήταν οι Γραίες
κι οι Γοργόνες κι ανάμεσα στις γοργόνες
πιο όμορφη η Μέδουσα. Είχε χρυσούς
πλοκάμους στα μαλλιά της και τα μεγάλα
μάτια της ήταν κυανά. Όταν ανέβαινε στα
σύννεφα για να τρέξει πάνω από τη θάλασσα,
ακόμα κι ο Ήλιος κοντοστεκόταν για να
την δει. Τον τραβούσαν τα άλογα, τα
ζωσμένα στο άρμα του, για να τον επαναφέρουν
στην τροχιά του. Έπρεπε συνεχίσουν για
να ολοκληρωθεί ο κύκλος της μέρας. Κι η
Ηώς, η Αυγή, ξεχνιόταν όταν η Μέδουσα,
αγνή σαν κύκνος και παρθένα, έσχιζε τις
θάλασσες και τους αγέρες. Παρασυρόταν
κι ο άνεμος κι έγερνε προς το μέρος της.
Δεν υπήρχε πλάσμα του ζωντανού κόσμου,
αθανάτου ή θνητού, που να μην θαύμαζε
το κάλλος της Μέδουσας.
Η
Μέδουσα ήταν τιτανίδα κι οι τιτάνες
είχαν ηττηθεί. Με μια μάχη δέκα ενιαυτών
-ημερών, ετών, αιώνων, χιλιετών- ο Δίας
επέβαλε την τάξη των θεών στον κόσμο.
Οι τιτάνες ρίχτηκαν στον Τάρταρο. Ο
Φόρκυς κι η Κητώ το ίδιο όπως κι ο Υπερίων
κι ο Ιαπετός κι οι άλλοι. Όσους τιτάνες
υποτάχτηκαν, οι θεοί τους κράτησαν στον
κόσμο των ζωντανών πλασμάτων. Ο Ήλιος
έμεινε στην υπηρεσία τους να ζεσταίνει
τον κόσμο. Κάθε μέρα έπαιρνε το άρμα του
στην ανατολή και το παρέδιδε στη δύση.
Η Ηώς έμεινε για να προαναγγέλλει τον
Ήλιο. Η Σελήνη έμεινε για να απαλύνει
την Νύχτα. Υπηρέτες όλοι της τάξης των
Ολυμπίων. Οι νύμφες έμειναν κι αυτές
για να υπηρετούν και να διασκεδάζουν
τους θεούς. Η Μέδουσα δεν υποτάχτηκε.
Όποιοι
αντιστάθηκαν μέχρι τέλους, πλήρωσαν γι
αυτήν τους την ανυπακοή. Οι τιτάνες
ρίχτηκαν κάτω από τη Γη σε ένα βάθος
απύθμενο. Όσο απέχει ο Ουρανός από την
Γη, άλλο τόσο προς τα κάτω απέχει η Γη
από τον Τάρταρο. Εκεί κυριαρχεί το
Έρεβος. Εκεί είναι και το πρωταρχικό
Χάος που συνεχίζει να σκεπάζει τα πάντα
γύρω από τον δικό μας κόσμο. Άλλοι τιτάνες
αντιστάθηκαν, ο Άτλας, ο Προμηθέας, ο
Τυφών και τιμωρήθηκαν. Ο Άτλας υποχρεώθηκε
να βαστάει το στερέωμα του ουρανού. Στον
Καύκασο αλυσοδέθηκε ο Προμηθέας κι ένας
αητός τρώει το συκώτι του. Ο Τυφών θάφτηκε
από το ηφαίστειο της Αίτνας. Όλη η
τιτανική γενιά χαλάστηκε.
Εμείς,
όσα από τα παιδιά των τιτάνων επιζήσαμε,
είχαμε τύχη φριχτή. Το ένα μετά το άλλο,
μας μεταμόρφωσαν σε τέρατα οι θεοί,
άλλος από ζήλια κι άλλος για παιχνίδι.
Κι ύστερα έστειλε ο Δίας ήρωες κι ημίθεους
να μας σκοτώσουν ... εμάς, τα τέρατα! Με
τους άθλους τους θα απάλλασσαν οι ήρωες
κι οι ημίθεοι τους ανθρώπους από την
παρουσία μας. Δεν χωρούσαμε στην νέα
δικαιοσύνη και τάξη των Ολυμπίων. Ήμασταν
οι φορείς της τιτανικής αλήθειας, η
γυμνή δύναμη της φύσης, η ευθύτητα. Πρώτα
μεταμορφωθήκαμε σε αποκρουστικά και
τερατόμορφα πλάσματα κι ύστερα έπρεπε
να εκλείψουμε.
Έτσι,
λοιπόν, κυνηγήθηκε κι η Μέδουσα η
προγιαγιά μου, που το αίμα της κυλά στις
φλέβες μου. Την σκέφτομαι και ριγώ και
ριγούν μαζί μου οι πλειάδες οι κόρες
του Άτλαντα. Ζήλεψε την κύκνεια παρθένα
Μέδουσα η Αθηνά. Ναι! Η υπέροχη κι
επιβλητική, η αγαπημένη κόρη του Δία,
ζήλεψε την τιτανίδα! Πως ήταν δυνατό η
κόρη του ηττημένου να λάμπει πιο δυνατά
από την κόρη του άρχοντα του κόσμου;
Αυτό σκεφτόταν κι αυτό την κατέτρωγε.
Την παγίδεψε. Την έσπρωξε με δόλο να
επιτεθεί στον Όλυμπο. Μέσα στην άγρια
αγανάκτησή της για τον χαμό των πλειάδων,
χίμηξε η κυανομάτα κόρη του Φόρκυ ενάντια
στον Όλυμπο. Η Αθηνά ήταν εκεί. Την
περίμενε και με τη βοήθεια των κεραυνών
του Δία την γκρέμισε. Την έσυρε ηττημένη
έξω από τον κόσμο των θνητών και των
αθανάτων ως την άκρη του Ωκεανού. Την
μετέτρεψε σε τέρας, σε γοργόνα που το
βλέμμα της πάγωνε τα πάντα. Κι έστειλε,
ύστερα, ο Δίας έναν γιο του, τον Περσέα,
να της πάρει το κεφάλι.
Πρόλαβε
όμως η υπέροχη παρθένα, να κάνει δυο
παιδιά με τον Ποσειδώνα. Από εκείνα τα
παιδιά της κρατάω κι εγώ. Κανείς δεν
μπόρεσε να αγγίξει την, αγνή σαν τον
κύκνο, παρθένα Μέδουσα. Μόνο ο κυανοχαίτης
Ποσειδών, γιος του Κρόνου κι αδελφός
του Δία, κατέκτησε την παρθένα. Τα παιδιά
της έμειναν μέσα της μέχρι που κόπηκε
το κεφάλι της. Τότε πετάχτηκαν ο Πήγασος
και ο Χρυσάωρ. Ο ένας ήταν ένα υπέροχο
άλογο που έζεψε ο Δίας. Ο άλλος ήταν η
χρυσή βροχή κι είχε κόρη του την εξαίσια
Έχιδνα. Ήταν κι αυτή εκπληκτική σαν τη
γιαγιά της. Οι θεοί την μεταμόρφωσαν κι
αυτήν, αργότερα, σε φίδι. Με την Έχιδνα
πήγε ο τρομερός Τυφών όταν μέσα του
ωρίμαζε η σκέψη να τα βάλει με τον Δία.
Δεν είχε μεταμορφωθεί ακόμη σε φίδι η
Έχιδνα, ήταν τότε μια πανέμορφη κόρη.
Ο
Τυφών κι η Φαία είναι οι δικοί μου γονείς.
Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να αντισταθεί
στην ορμή του τρομερού τιτάνα εκτός από
την Φαία. Όταν τον κοίταξε, τον μάγεψε.
Κι αυτός ησύχασε και δεν έπληξε τον
Κιθαιρώνα. Έμεινε μόνο να κοιτάει στα
μάτια την τιτανίδα που στεκόταν μπροστά
του άφοβη. Ήταν η μάνα μου που την είχε
γεννήσει η Έχιδνα και πάλι χάρη στον
Τυφώνα. Γι αυτό, πατέρας και παππούς μου
είναι ο τρομερός Τυφών, αυτός που
τρομοκράτησε τον Δία. Όταν ανέβηκε στον
όρος των θεών με την φοβερή του ορμή, οι
θεοί μεταμορφώθηκαν σε ζώα για να του
κρυφτούν. Έφυγε κι ο Δίας τρομαγμένος
από τον Όλυμπο όπως είχαν φύγει φοβισμένοι
κι οι άλλοι θεοί. Τον νίκησε τον Δία ο
Τυφών, αλλά δεν τον κατέβαλε.
Μόνο
η θεά Αθηνά είχε την δύναμη να μείνει
και να ταρακουνήσει τον πατέρα της, Του
είπε να κάνει κουράγιο και να αντισταθεί.
Έγινε τότε μια μεγάλη μάχη, σώμα με σώμα,
κι ο Τυφών νίκησε τον Δία. Του έκοψε τους
τένοντες και τον αχρήστεψε. Μπορούσε
τώρα να ξαναφέρει τον Κρόνο στον θρόνο
του. Ο νέος κόσμος είχε χάσει κι ο παλιός
μπορούσε πια να επανέλθει. Με δόλο μονάχα
και με τη βοήθεια του Ερμή και του Πάνα,
μπόρεσε ο Δίας να ξαναβρεί του τένοντες
του. Βρήκε και νέους κεραυνούς για να
αντεπιτεθεί. Και τότε νίκησε τον Τυφώνα
σε μια μεγάλη μάχη στο όρος Αίμος. Τον
κυνήγησε ως την Σικελία όπου τον έθαψε
ρίχνοντας στο κεφάλι του ένα ολόκληρο
βουνό, την Αίτνα.
Αυτός
ο τρομερός Τυφών, η πιο ισχυρή αμφισβήτηση
του Δία, ξελόγιασε την σοφή κι όμορφη
μάνα μου, την Φαία. Κόρη της όμορφης
Έχιδνας, εγγονή της χρυσής βροχής, του
Χρυσάορα, γεμάτη χάρες και καλοσύνη
ήταν η Φαία. Δισέγγονη της μοναδικής
εξαίσιας Μέδουσας, είχε την απίστευτη
γοητεία της. Πολλοί την ήθελαν κι όλοι
σχεδόν οι θεοί την πολιορκούσαν. Με δώρα
ερχόταν ο Απόλλων, με υποσχέσεις ο Ερμής
και με τα θαυμαστά του τεχνουργήματα ο
Ήφαιστος. Ο ίδιος ο Δίας την περιτριγύριζε
κι άλλαζε για χάρη της μορφές. Σαν παιδιά
έπαιζαν οι θεοί και έτσι τους έβλεπε η
Φαία που τους λυπόταν. Μέσα στην ωριμότητα
και την σοφία της, η Φαία έβλεπε την
αλήθεια και γι αυτό περιφρονούσε τους
θεούς. Μάτια είχε μόνο για τον επαναστάτη
Τυφώνα. Αυτός ήταν η καθαρή έκφραση της
ζωντανής ζωής. Μαζί του έκανε τρία
παιδιά, τον Ερύμανθο, τον Χαλκέα κι
εμένα, τον Έξεχο.
Το
πλήρωσε, όμως, η Φαία που ήταν τιτανίδα
και που δεν θέλησε να υποταχτεί. Την
μετέτρεψαν οι θεοί σε γουρούνα. Την
άφησαν στον Κρομμυώνα, μια τοποθεσία
ανάμεσα στα Μέγαρα και την Κόρινθο,
στους πρόποδες των Γερανείων. Την έλεγαν
“η Κρομμυωνία Ύς”. Είχε κι εκείνη την
μοίρα των άλλων τιτανίδων που αμφισβήτησαν
την νέα τάξη. Όπως η Μέδουσα που έχασε
την ομορφιά της κι έγινε γοργόνα. Όπως
η Ύδρα που έγινε τέρας με πολλά κεφάλια.
Όπως η Έχιδνα που έγινε φίδι. Έτσι κι η
Φαία, η μάνα μου, έζησε στον Κρομμυώνα
σαν τέρας, ώσπου ο Θησέας, ένας ήρωας,
την σκότωσε κι αυτήν. Εμείς, τα παιδιά
της, τιτάνες ανυπότακτοι κι ευτυχισμένοι,
γίναμε όλα κάπροι, ο Ερυμάνθιος, ο
Χάλκινος κι ο Καλυδώνιος.
Έτσι
γεννήθηκα. Μέσα μου είμαι τιτάνας και
κουβαλάω πολλές κληρονομιές. Η υπέροχη
Μέδουσα, το θαυμαστό πλάσμα, κι ο
κυανοχαίτης Ποσειδών, είναι οι μακρινοί
μου πρόγονοι. Η πανέμορφες παρθένες
Έχιδνα και Φαία είναι γιαγιά μου η μια
και μητέρα μου η άλλη. Ο Χρυσάωρ, προπάππος
μου, ρέει σαν την χρυσή βροχή μέσα στις
φλέβες μου. Πατέρας και παππούς μου
είναι ο ασυγκράτητος Τυφών, ο πιο
επικίνδυνος αμφισβητίας της εξουσίας
του Δία. Υπέροχοι ανυπότακτοι τιτάνες
οι θείοι μου, τα ξαδέλφια μου, ολόκληρη
η γενιά μου. Ο Λέων της Νεμέας, ο Κέρβερος,
η Λερναία Ύδρα. Αυτή είναι η καταγωγή
μου και τέτοια είναι η τιτανική μου
φύση. Είμαι κι εγώ ένα παιδί της Γης.
Γεννήθηκα κι έζησα πλήρης στα βουνά,
τους κάμπους, τις λίμνες και τους
ποταμούς. Είμαι ο Έξεχος, ένα παιδί της
ευτυχισμένης Αιτωλίας. Θα ζήλευε κι ο
ίδιος ο Δίας ακόμη το ευγενικό αίμα που
ρέει στις φλέβες μου.
Εδώ
επάνω στις κορυφογραμμές, απέναντι από
τις κόρες του Άτλαντα, τις πλειάδες,
σκέφτομαι την μητέρα μου κι όσα μου
έλεγε.
«Παιδί
μου να προσέχεις. Όλα τα παιδιά μου
πρέπει να προσέχετε. Οι θεοί παραμονεύουν
και σας μισούν.»
«Εγώ
τα πάω καλά με τους θεούς, μάνα» της
έλεγα κι αυτή ήταν η αλήθεια. «Η Άρτεμη
είναι φίλη μου. Κυνηγάμε μαζί
στα δάση της. Η Αθηνά χαίρεται
να μιλά μαζί μου. Η Αφροδίτη μου
χαϊδεύει τα μαλλιά.»
«Κι
ο Δίας;»
«Δεν
έχω σχέση με τον ηγέτη των Ολυμπίων.»
«Αλίμονό
σου όταν θα αποκτήσεις.»
«Δεν
το σκοπεύω μάνα, μην ανησυχείς. Αυτός
έχει πολλά να σκεφτεί, δεν θα ασχοληθεί
με μένα.»
Έκανα
παρέα με τις θεές. Ήμουν ένα νεαρό
παλικάρι με όμορφη χαίτη και πύρινα
μάτια. Το κορμί μου είχε ένα χρώμα
χρυσαφί. Έτσι μου το έφτιαξε ο Ήλιος που
περνούσε από κοντά μου για να με
χαιρετίσει. Τα μαλλιά μου ήταν μακριά.
Κυλούσαν στους ώμους μου σαν χρυσή
βροχή, κληρονομιά που μου άφησε ο Χρυσάωρ.
Θεές κι ημίθεες και θνητές, με ποθούσαν.
Το πάθος, όμως, εγώ το κρατούσα για τις
τιτανίδες. Όσο ταπεινές κι αν ήταν οι
νύμφες μπροστά στις θεές, εγώ πάντοτε
εκείνες προτιμούσα. Ξενυχτούσα μαζί
τους στις πηγές και στα δάση. Έβρισκα
τα πιο όμορφα και μυρωδάτα λουλούδια
για να τα χαρίζω στις Δρυάδες του δάσους.
Ανακάλυπτα τους πιο μελωδικούς ήχους
της τσίχλας και του χελιδονιού και τους
χάριζα στις νηρηίδες των λιμνών. Τα
κροταλίσματα των γρύλλων ήταν τα πιο
ακριβά μου δώρα στις κοπέλες που αγαπούσα.
«Γιε
μου, να προσέχεις. Μόνο θεοί
επιτρέπεται να έχουν τέτοια
μανία για τις γυναίκες. Εκείνοι
δεν έχουν τίποτε να κάνουν κι έτσι
παίζουν και γελούν. Εσύ, όμως, είσαι μια
δύναμη της φύσης. Αν παίρνεις την μπουκιά
από το στόμα τους θα σε μισήσουν. Τι
θα απογίνεις;»
«Γιατί
οι θεοί κι όχι εγώ μάνα;»
«Το
δικό τους γένος αγόρι μου είναι διαφορετικό
από το δικό μας. Εμείς είμαστε η αλήθεια,
εκείνοι είναι η χαρά. Ένας θεός δεν
μπορεί παρά να είναι χαρούμενος, αλλιώς
δεν έχει νόημα η ύπαρξή του. Μέσα στη
χαρά του παίζει με όλα. Παίζει με τους
ανθρώπους, κάνει πολέμους, μεταμορφώνεται,
ερωτεύεται. Παίζει μαζί μας, χαίρεται
να μας ταλαιπωρεί.»
«Κι
ο έρωτας;»
«Είναι
χαρά. Τους ανήκει.»
«Κι
εμείς;»
«Εμείς
είμαστε η αλήθεια. Τίποτε περιττό δεν
κάνουμε και τίποτε δεν παραλείπουμε.
Είμαστε παιδιά της Γης. Ο δικός μας
έρωτας γεννά τα φαινόμενα. Τρεις χιλιάδες
λίμνες κι άλλα τόσα ποτάμια έσπειραν
οι τιτάνες. Τα δικά μας παιδιά είναι
κομμάτια του σύμπαντος κόσμου. Τα νέφη,
τα δέντρα, τα άλογα, οι κάμποι, αυτά όλα
είμαστε εμείς. Μας λένε Νεφέλες,
Κενταύρους, Λαπίθες, μας αναγνωρίζουν
σαν παιδιά τιτάνων. Όπως κι αν μας
βλέπουν, όμως είμαστε εμείς, η φύση
αυτοπροσώπως.»
«Και
τα παιδιά των θεών ... ποια είναι; τι
κάνουν;»
«Τα
παιδιά των θεών είναι τα εκτελεστικά
όργανα των σκοπών του συμβουλίου των
δώδεκα θεών στον Όλυμπο. Αυτοί τακτοποιούν
την φύση. Την φτιάχνουν όπως τους βολεύει.
Την μεταχειρίζονται για να χτίσουν τον
δικό τους κόσμο.»
«Κι
εγώ, τι κακό κάνω μάνα;»
«Κακό
δεν κάνεις. Μόνο που σκορπάς το καλό με
τρόπο άνισο. Αποφεύγεις τις θεές και
προτιμάς τις νύμφες. Γιατί λες να σου
κάνουν παρέα; Τι λες να θέλουν από σένα;
Πως μπορείς να τις αγνοείς;»
«Με
έχει ξετρελάνει μια νύμφη, κόρη του
Εύηνου. Μέσα στα μάτια της καθρεφτίζονται
όλα τα βότσαλα της όχθης. Μέσα στη φωνή
της ακούω όλα τα παράπονα κι όλες τις
χαρές των βατράχων.»
«Χτες
σε είχε τρελάνει η κόρη της Τριχωνίδας
...»
«Τι
να κάνω, μάνα;»
«Να
το σκεφτείς αν θα υποταχτείς ... γιατί
αλλιώς ...»
«Εσύ
θα υποταχτείς Φαία;»
«Είμαι
κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Αυτό
σημαίνει πως δεν μπορώ να υποταχτώ.»
«Κι
εγώ είμαι γιος σου, παιδί κι εγγονός του
Τυφώνα, δεν μπορώ ούτε κι εγώ να υποταχτώ.»
«Αν
δεν υποταχτείς, γιε μου ακριβέ, τουλάχιστον
κοίτα να μην τους προκαλείς.»
«Το
ίδιο είναι γλυκιά μου Φαία, το ίδιο!»
Δεν
μου απάντησε σε αυτό η Φαία. Το ήξερε
καλύτερα κι από εμένα. Στην τάξη του Δία
και των Ολυμπίων η προσποίηση είναι το
παν, η μεταμόρφωση, η παραλλαγή. Αλλάζουν
το σχήμα των πραγμάτων, ζωντανών κι
άβιων. Το κάνουν οι αθάνατοι για παιχνίδι
κι ακολουθούν οι θνητοί από ανάγκη. Οι
θεοί, με πρώτον τον Δία, γίνονται ταύροι,
κύκνοι, σύννεφα. Προκειμένου να χαρούν
και να διασκεδάσουν -το μόνο που ξέρουν
να κάνουν καλά- ξεγελούν τους θνητούς.
Προσποιούνται, μεταμορφώνονται και
στήνουν παγίδες. Φτιάχνουν σχέδια
πολέμων. Εκδικούνται τους θνητούς που
δεν τους τιμούν και δεν τους θυμούνται.
Θέλουν να μυρίζουν σφάγια των θυσιών,
αποδείξεις ότι οι θνητοί τους σκέφτονται.
Άλλοτε τιμωρούν και σκευωρούν, άλλοτε
χαρίζουν δώρα κι άλλοτε τα παίρνουν
πίσω. Κι οι θνητοί ακολουθούν στον ίδιο
δρόμο. Προσποίηση και παραλλαγή.
Βλέπω
τις πλειάδες που ακούν τις σκέψεις μου
και το φως τους τρεμοσβήνει σαν να
συμφωνούν. Βλέπω με το νου μου το χάλκινο
γένος των ανθρώπων να υποφέρει και
σκέφτομαι ότι το μέλλον τους επιφυλάσσει
χειρότερα.
«Όταν
τελειώσουν με εμάς οι ήρωες κι οι ημίθεοι»
μου έλεγε η Φαία, «τότε θα έρθει η
σιδηρά εποχή. Το σιδερένιο γένος των
ανθρώπων θα υποφέρει πολλά. Τόσα που η
γη δεν θα το αντέξει και θα το ξεφορτωθεί.»
«Δεν
θα τους βοηθήσουν οι θεοί;» την ρωτούσα.
«Πρώτα
θα έχουν εξοντωθεί οι ίδιοι. Θα
σβήσουν από την μνήμη των ανθρώπων. Ο
Όλυμπος κι οι κορυφογραμμές κι όλα τα
βάθη θα καταληφθούν από το
σιδερένιο γένος των ανθρώπων. Τότε θα
εξαγριωθεί η Γη.»
Οι
θνητοί δεν κάνουν ό,τι κάνουν για το
κέφι τους, όπως οι θεοί. Από ανάγκη το
κάνουν. Μεταμορφώνουν την φύση για να
προφυλαχθούν, να φάνε, να ζήσουν. Καίνε
το χώμα και βγάζουν τον χαλκό και το
σίδερο. Μπολιάζουν τα φυτά για να πάρουν
τα φρούτα και τους καρπούς. Τιθασεύουν
τη θάλασσα με λιμάνια και πλοία. Οι
κάμποι κι οι πλαγιές αλλάζουν σχήμα και
χρώμα. Τα βουνά γεμίζουν αναβαθμίδες
για να μην κυλάει το νερό και το χώμα.
Καίνε δάση για να φτιάξουν λιβάδια,
ξεριζώνουν δέντρα για να φυτέψουν στάρι
και κριθάρι. Σκοτώνουν τα ζώα για να τα
ψήσουν και να τα φάνε. Η Γη πονάει αλλά
αυτοί δεν το νιώθουν. Δεν έχουν μάθει
να ακούνε τη γη. Κάνουν μόνο αυτό που
τους δίδαξαν οι θεοί. Όπως οι Ολύμπιοι
ξεγελούν τους θνητούς με τις μεταμορφώσεις
τους, έτσι κι οι θνητοί ξεγελούν τη φύση.
Την γονιμοποιούν για το δικό τους καλό.
Αυτή είναι η αέναη τάξη των Ολυμπίων.
Όποιος την διακόπτει ή την διαταράσσει,
τιμωρείται. Είτε θνητός, είτε θεός, είτε
τιτάνας, πληρώνει. Κι η διαμαρτυρία της
Γης γι αυτό το κακό, γεννά πότε τον Τυφώνα
και πότε τους Γίγαντες. Η αγανάκτηση
της μητέρας Γης λέγεται αμφισβήτηση
της παγκόσμιας τάξης.
«Και
μόνο που υπάρχουμε μάνα, προκαλούμε»
της έλεγα.
«Γιατί
το λες αυτό Έξεχε;»
«Από
εσένα το άκουσα κι όταν το σκέφτηκα μου
φάνηκε σωστό. Όσο υπάρχουμε εμείς, οι
άνθρωποι θα έχουν τον πειρασμό να
ακολουθούν τα ένστικτα κι όχι την λογική
τους. Κι ό,τι χτίζουν τη μια μέρα οι
αθάνατοι, θα το γκρεμίζουν οι θνητοί
την άλλη.»
«Πότε
έγινες σοφός γιε μου;»
«Ήμουν
πριν γεννηθώ. Μέσα από σένα, σοφή Φαία!»
Δεν
έκλαιγε τη μοίρα της η Φαία. Δεν κλαίμε
γι αυτό οι τιτάνες. Υπομένουμε με
καρτερία, αθάνατοι ή θνητοί, τον δικό
μας Τάρταρο που θα μας βρει αναπόφευκτα.
Ίσως κάποιοι από εμάς να ήταν ξέγνοιαστοι,
ανίδεοι για το τι τους περιμένει. Εγώ
δεν ήμουν. Η σοφή μητέρα μου δεν άφησε
περιθώρια για πίστη σε λάθος πράγματα.
Η κατάληξη του πατέρα μου, κάτω από την
Αίτνα, δεν μου άφησε αμφιβολίες για το
πως θα κατέληγαν όλα. Εγώ, ο Έξεχος δεν
φοβόμουν τη μοίρα μου. Ζούσα την επίγεια
ζωή μου και περίμενα πως θα ζούσα κάποτε
κι εγώ τον δικό μου επίγειο Τάρταρο. Το
βέβαιο ήταν πως δεν θα πρόδιδα την φύση
μου. Χαιρόμουν τη ζωντανή ζωή απλόχερα.
Ένιωθα τον έρωτα για τα πάντα γύρω μου
να με λούζει καθημερινά με το πλούσιο
φως του. Ήμουν απολύτως ευτυχής στην
ευτυχισμένη Αιτωλία κι έκανα τα ζωντανά
όντα δίπλα μου ευτυχισμένα κι αυτά. Κι
ας έκαναν οι θεοί τελικά ό,τι ήθελαν, ας
με μεταμόρφωσαν, ας με κυνηγούσαν. Το
ήξερα πως κινδύνευα αλλά δεν με ένοιαζε
αυτό. Με ένοιαζε μόνο να μην υποταχτώ.
Όχι γιατί δεν ήξερα ποιο ήταν το “συμφέρον”
μου αλλά γιατί δεν μπορούσα, από την
φύση μου, να το κάνω.
Ακούω
από κάτω στον κάμπο, δίπλα στην αγαπημένη
μου Καλυδώνα, τους ήρωες να τραγουδούν.
Λένε για την δόξα των θεών και για τα
κατορθώματά τους. Ένας τέτοιος άθλος
τους θα είμαι σε λίγο κι εγώ. Δεν τους
φοβάμαι, τους λυπάμαι. Σκέφτομαι πάλι
την σοφή Φαία.
«Ο
Αχελώος μου χαμογελούσε χτες» της
είχα πει μια μέρα.
«Γνωρίζω
καλά τους ποταμίσιους θεούς» μου
είπε. «Θα είναι γιατί λούστηκες
στα νερά του.»
«Δεν
ήταν για μένα, νομίζω. Λουζόταν εκεί
μαζί μου κι η νύμφη Λευκή. Η ομορφιά της
δεν μπορεί να συγκριθεί παρά μόνο με
την ομορφιά των ηλιαχτίδων.»
«Όταν
αφρίζει ο ποταμός, τότε η Λευκή εμφανίζεται
και τρέχει πάνω στον αφρό τους» μου
είπε η Φαία.
«Έτσι
αφρισμένος ήταν. Κι ήταν όμορφη η νύμφη,
μέσα στα αραχνοΰφαντα πέπλα της
τυλιγμένη.»
«Πολλοί
θα έσκασαν από τη ζήλια τους.»
«Ο
Παν κι ο Σειληνός μας κοιτούσαν αλλά
δεν ζήλευαν.»
«Και
τι έκαναν αυτοί οι μουρντάρηδες;»
«Έπαιζαν
τον αυλό και την σύριγγα για να χορεύει
η Λευκή πάνω στο κορμί μου. Κι ο Αχελώος
ήταν ευτυχισμένος. Κι ο ήλιος χαμογελούσε
από ψηλά.»
«Κάποιοι
κοιτούν αυτή την ευτυχία, γιε μου, και
δεν την αντέχουν. Αυτούς φοβάμαι.»
Φοβόταν
την ζήλια των κυρίαρχων Ολυμπίων η Φαία.
Δεν είχε άδικο. Δεν άργησε να ξεσπάσει
πάνω στα κεφάλια μας η εκδίκησή τους.
Εκείνη έγινε ύς, δηλαδή γουρούνα, ενώ
εγώ και τα αδέλφια μου γίναμε κάπροι.
Έμεινε εκείνη στα Γεράνεια κι εγώ στα
βουνά της Αιτωλίας, στην αγαπημένη μου
Καλυδώνα.
Όταν
ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Δίας έστειλε
να μας σκοτώσουν. Το έκανε κιόλας με την
σοφή Φαία, την Κρομμυωνία γουρούνα, όπως
την είχε καταντήσει. Το έκανε με τα
αδέλφια μου και με τα ξαδέλφια μου, τον
Λέοντα της Νεμέας, την Λερναία Ύδρα, την
Σφίγγα. Τώρα είχε έρθει επιτέλους κι η
σειρά μου. Την δουλειά την είχαν αναλάβει
τα καλόπαιδα που τα είχαν σπείρει οι
θεοί. Ήταν οι Ήρωες κι οι Ημίθεοι.
Οργανωτής του κυνηγιού εμού του ιδίου,
του “τρομερού φονιά” Καλυδώνιου Κάπρου,
θα ήταν ο Μελέαγρος!