Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Ένα νέο βιβλίο


Μόλις τελείωσα ένα βιβλίο για τις Αμαζόνες με τίτλο "Η αρχή και το τέλος του Ελεύθερου Λαού" ή (εναλλακτικά) "Η Εσχάτη Αμαζών". Μου αρέσει πολύ, Το ευχαριστήθηκα όσο το έγραφα κι ίσως το εκδώσω κάποια μέρα στο μέλλον. Τώρα όμως έχω ήδη ξεκινήσει να γράφω ένα άλλο βιβλίο που, προς το παρόν, με συναρπάζει. Αυτός είναι ο λόγος που θέλω να το μοιραστώ μαζί σας εδώ στο μπλογκ μου, παρά το γεγονός ότι αυτόν τον καιρό "τρέχει"η πώληση του βιβλίου "Η ΑΡΓΥΡΗ ΕΠΟΧΗ των ανθρώπων" που πρόσφατα εκδόθηκε κι έτυχε παρουσιάσεων.

Το νέο βιβλίο, από το οποίο έχω γράψει μόνο το Α' μέρος (περίπου 50 σελίδες μεγέθους Α5) έχει τίτλο (προς το παρόν) "Ο ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ και το κυνήγι του ΚΑΛΥΔΩΝΙΟΥ ΚΑΠΡΟΥ" και είναι ένα μυθιστόρημα της εποχής των θεών, των ηρώων και των τιτάνων. Σε αυτό το πρώτο μέρος έχω γράψει τρία κεφάλαια στα οποία διηγούνται την, μέχρι στιγμής, ιστορία τους τρία πρόσωπα, ο Καλυδώνιος Κάπρος, ο θεός Δίας και η Κρομμυωνία Ύς (η μητέρα του Καλυδώνιου Κάπρου). Και στα τρία κεφάλαια οι διηγήσεις είναι σε πρώτο πρόσωπο.
Επειδή ενθουσιάστηκα με το βιβλίο και το γράψιμό του, θα μοιραστώ μαζί σας ένα μέρος του. Φυσικά αυτό θα αλλάξει αργότερα, ίσως πολύ σύντομα. Ίσως αλλάξει θέση, ίσως μεταβληθεί το κείμενο, ίσως , ίσως, ίσως ... Όλα μπορούν να γίνουν. Προς το παρόν εδώ καταχωρώ ένα μέρος από όσα έχουν γραφτεί. Το μοράζομαι ως έχει γιατί μου αρέσει.
Παραθέτω λοιπόν ένα τμήμα από το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους. Τίτλος: "Μιλά ο Καλυδώνιος Κάπρος"

****************************************************** 
Γεννήθηκα σαν ένα καλλιτέχνημα της φύσης. Συνήθιζα να αισθάνομαι τη γλυκιά ζέστη του ήλιου και το τρυφερό άγγιγμα των ζωυφίων. Απολάμβανα τον θαυμασμό των λουλουδιών και γοητευόμουν από τη μουσική των νυμφών και των μουσών. Με τα ζωοφόρα μάτια μου ζωντάνευα τα όνειρα των βουνών και των βράχων. Το γιγάντιο σώμα μου έτρεχε στις ράχες και τα σύννεφα κι εξέπεμπε ομορφιά. Ήμουν συνηθισμένος να ζω και να χαίρομαι σαν θεός. Τώρα νιώθω άβολα κι ακατανόητα. Τίποτε πια δεν έχει νόημα.

Νιώθω βαριά την καινούρια σιδερένια φορεσιά μου και σκληρά τα ατσάλινα αγκάθια που φυτρώνουν στην πλάτη μου. Η ανάσα μου είναι δύσοσμη και καυτή. Καίει τα λουλούδια και τσουρουφλίζει τους βράχους και το χώμα. Με τις κινήσεις μου ρίχνω τα αιωνόβια δέντρα και τσαλαπατώ τα φυτά και τα μικρά ζώα. Όσο θέλω να μαζευτώ, τόσο απλώνομαι. Τα λουλούδια δεν γυρνούν πια προς το μέρος μου για να με αγγίξουν και να μου χαρίσουν το άρωμά τους. Μόλις τα πλησιάζω, λυγίζουν προς την άλλη μεριά. Με αποφεύγουν μην τα συνθλίψω. Οι σκνίπες που μου ψιθύριζαν τα μυστικά των δασών και των ποταμών δεν με επισκέπτονται πια. Ούτε τα πουλιά έρχονται. Όταν ακούν από μακριά το ποδοβολητό μου, εξαφανίζονται από τον δρόμο μου. Η αρχαία αιωνόβια σημύδα, η μόνη που αντέχει τις συγκρούσεις με το φοβερό μου σώμα, δείχνει δυσφορία. Άλλοτε με σκέπαζε με την σκιά της σαν μητέρα, τώρα σκληραίνει μόλις με αισθάνεται να την πλησιάζω. Κανείς δεν με θέλει πια, κι ακόμη χειρότερα, ούτε ο ίδιος θέλω τον εαυτό μου!

Δεν έχω πια την διαύγεια να καταλαβαίνω τον κόσμο σαν ένα αρμονικό σύνολο. Τώρα υπάρχει αταξία. Η τιτανική αλήθεια έχει διαρραγεί. Δεν κανονίζουν πια η μητέρα φύση κι η Γη την κίνηση των όντων. Η τάξη των Ολυμπίων, του Δία και των άλλων γιων του Κρόνου, έχει επιβληθεί. Είναι σκοτεινά. Οι καταχθόνιες δυνάμεις παραμορφώθηκαν. Δεν κυβερνά τον κόσμο η αλήθεια αλλά η πονηριά. Δεν φωτίζει τον κόσμο ένας χαρούμενος Ήλιος. Ο μέγας τιτάνας έχει γίνει σκλάβος των Ολυμπίων, ζωσμένος με το άρμα του φωτός. Δεν γεννά η Γη τους Γίγαντες, τους Τυφώνες, τον ίδιο τον Ουρανό. Δεν αναστενάζει ο Τάρταρος χύνοντας σαν την καυτή λάβα, τα δάκρυά του. Η Αίτνα σκεπάζει το σώμα του Τυφώνα κι ο Καύκασος φυλακίζει τον τιτάνα Προμηθέα. Δεν γεννούν θαύματα ο έναστρος ουρανός κι η χθόνια μητέρα αλλά οι θεοί και τα εργαστήριά τους. Γεννούν αντικείμενα χάλκινα και λίθινα τα εργαστήρια του Ηφαίστου και οι τεχνικές της Αθηνάς. Κι από δίπλα τα εργαστήρια των θνητών ανθρώπων. Πλάθουν τον πηλό και τραυματίζουν τη Γη με αξίνες κι αλέτρια. Καίνε τα δημητριακά σε φούρνους και τα ζώα σε θυσιαστήρια. Ρίχνουν τα δηλητηριασμένα βέλη από μακριά. Αποφεύγουν την μάχη σώμα με σώμα, την μόνη αξιοπρεπή μορφή πολέμου. Δεν κυβερνά η τιτανική αλήθεια αλλά η καπατσοσύνη.

Σε αυτό το βρόμικο σύμπαν των Ολυμπίων, ούτε κι εγώ μπορώ πια να ζω. Η τάξη αυτού του κόσμου δεν με χωρά. Το ίδιο το σώμα μου δεν με χωρά, μού είναι ξένο. Δεν μπορώ να σκεφτώ, να ονειρευτώ, να μυρίσω, να ακούσω, να νιώσω. Κάτι σφίγγει σαν μέγγενη και μου κατατρώει το μυαλό. Η απέραντη καλοσύνη μου γίνεται σιγά-σιγά χολή και μίσος. Η απέραντη γνώση μου για τον αέρα, τη θάλασσα, τη φωτιά ή την ζωή, γίνεται παντελής άγνοια. Η απέραντη δύναμή μου γίνεται τέλεια αδυναμία. Φυσώ και ξεφυσώ καθώς με έχουν κυκλώσει. Θέλουν να με πιάσουν, να με πονέσουν, να με τυφλώσουν, να με σκοτώσουν. Μαζεύτηκαν στην ευτυχισμένη Αιτωλία, και με κυνηγούν. Ήρωες κι ημίθεοι! Τους έχουν εξαπολύσει οι Ολύμπιοι θεοί με σκοπό να εξαφανίσουν τα παιδιά των τιτάνων. Δεν είναι αυτοί, όμως, το θέμα μου. Το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο Κρονίδης, γιατί ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, βρίσκεται πίσω τους.

Είναι καιρός τώρα που με παρενοχλούν. Πενήντα ήρωες, θνητοί κι ημίθεοι, τρωτοί κι άτρωτοι, ήρθαν στην αγαπημένη μου Καλυδώνα. Εδώ είναι ο τόπος μου, το στολίδι της ανέμελης κι αληθινής Αιτωλίας. Τους έφερε ο Μελέαγρος. Και ποιος δεν είναι εδώ ... όλοι σχεδόν οι Αργοναύτες κι οι μαθητές του κένταυρου Χείρωνα. Ο Θησέας, ο Ιάσων, ο Ασκληπιός, οι Διόσκουροι, ο Ίδας, ο Λυγκέας κι ένα σωρό άλλοι ξακουστοί. Ήρθαν για να με κυνηγήσουν. Με λένε Καλυδώνιο Κάπρο. Έτσι έλεγαν Ερυμάνθιο Κάπρο τον αδελφό μου Ερύμανθο και Χάλκινο Κάπρο τον άλλον αδελφό μου, τον Χαλκέα. Τους εξόντωσαν! Πως μπόρεσαν να πλήξουν τα παιδιά της όμορφης μητέρας μου, της Φαίας; Πως εξόντωσε ο Θησέας την Φαία μεταμορφωμένη σε γουρούνα; Τώρα ήρθαν εδώ στην Καλυδώνα για μένα ... δυσκολεύονται όμως.

Με ενοχλούν. Μου στέλνουν βέλη, δηλητηριασμένα και μη. Μου πετούν δόρατα και πέτρες. Δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτε. Δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω με αυτούς. Κάνω να φύγω αλλά δεν φεύγω. Στρίβω το σώμα κι ορμάω πάνω τους. Είναι η τιτανική μου φύση που δεν μου επιτρέπει να υποχωρήσω. Δεν φεύγει η αλήθεια μπροστά στο ψέμα, δεν υποχωρεί η πηγαία φύση μπροστά στο κατασκεύασμα. Τους κυνηγώ, αλλά, δεν θέλω να τους σκοτώσω. Σκοτώνονται μόνοι τους. Η Έριδα μπαίνει ανάμεσά τους και κάνει εκείνη όλη τη δουλειά. Όχι, εγώ δεν τους σκοτώνω αλλά ούτε και υποχωρώ. Μουγκρίζω με την απαίσια κραυγή που μου χάρισαν οι Ολύμπιοι. Πετώ φλόγες από το στόμα και τα μάτια μου.

«Έϊ, Ασκληπιέ» του λέω. «Γιε της τιτανίδας Κορωνίδας κι εγγονέ του τιτάνα Φλεγύα, πως με κυνηγάς;»

Με βλέπει ο μικρός στο σώμα θεός που είναι και τιτάνας και τον έστειλαν κι αυτόν να με σκοτώσει. Στέκεται. Δεν πετά το βέλος ούτε το δόρυ του.

«Δεν γεννήθηκα για να σκοτώνω. Είμαι για να θεραπεύω τους πληγωμένους, να ζωντανεύω τους νεκρούς» λέει ο μικρός θεός και τιτάνας. «Έχω την φλόγα του Φλεγύα στις φλέβες μου και το φως του Απόλλωνα σε όλο μου το σώμα. Είμαι δύναμη της ζωής. Κι όμως, εγώ σκότωσα τον Χάλκινο Κάπρο στις πλαγιές του Πηλίου και θα σκοτώσω κι εσένα.»

«Εμπρός, λοιπόν, σκότωσέ με» του λέω. «Έχεις το δόρυ με την τρομερή ακτίνα του ήλιου μέσα του. Αν με πετύχεις στο μάτι, με τύφλωσες. Αν με πετύχεις στο σβέρκο, με έκαψες. Πέτα το λοιπόν μικρέ θεραπευτή. Εξολόθρευσε εσύ τον Έξεχο, τον γιο της Φαίας, που οι θεοί ονόμασαν Κάπρο.»

Ο Ασκληπιός διστάζει. Με χαιρετά με σεβασμό κι αλλάζει πορεία. Φεύγει. Άλλος θα με σκοτώσει, όχι ο θεραπευτής θεός, ο γιος του Απόλλωνα. Κουνάω το κεφάλι μου, το κάποτε υπέροχο και πανέμορφο αλλά τώρα πια γουρουνίσιο. Σπάζω τα δέντρα γύρω μου. Δεν το θέλω μα το προστάζει η φύση μου. Τα δέντρα εκτοξεύονται κατά του Ασκληπιού. Σκύβει και τα αποφεύγει. Δεν τον τραυμάτισα. Επιταχύνει το φευγιό του, που δεν είναι άτακτη υποχώρηση αλλά ευγενική παραχώρηση, κι εγώ σταματώ εδώ. Δεν πετώ άλλα δέντρα ούτε βράχους. Ας φύγει ο Ασκληπιός, ο φονιάς του αδελφού μου. Σκότωσε τον Χάλκινο Κάπρο, στα όρη του Πηλίου. Για εκείνο τον φόνο τον είπαν ήρωα κι έτσι δεν του ήταν τώρα αναγκαίο να σκοτώσει κι εμένα.

Έρχεται ο Άδμητος, ο βασιλιάς των Φερών. Δεν έχει το ακόντιο του Ασκληπιού, ούτε την δύναμη του Δία. Δεν μπορεί να με βλάψει. Μου πετά το δόρυ, ρίχνει τα βέλη του. Είναι γενναίος, δεν φοβάται. Με την καυτή ανάσα μου καίω τα δέντρα γύρω του. Φλέγονται όλα κι ο Άδμητος είναι στο μέσον του πύρινου κύκλου. Αφήνει το δόρυ. Πιάνει χώμα από κάτω και το ρίχνει στις φλόγες. Δεν σταματάει την φωτιά αλλά ανοίγει έναν διάδρομο και βγαίνει από τον κλοιό. Το δόρυ του έρχεται πάνω μου,χτυπά στην πλάτη μου και εξοστρακίζεται. Το πατάω με την γουρουνίσια οπλή μου -μα, πως έγινε έτσι το όμορφο πόδι μου!- και το σπάω. Του πετάω τα κομμάτια. Τον τραυματίζω και πέφτει. Κάνω να περάσω από πάνω του, να τον λιώσω. Μια φωνή μου φωνάζει.

«Όχι τον πεσμένο αντίπαλο. Ό,τι κι αν βλέπουν οι άλλοι, μέσα σου είσαι ένας τιτάνας!» Είναι ο προγονός μου, ο λαμπρός Χρυσάωρ, που μου μιλά. «Είσαι ακόμα τιτάνας!» μου λέει.

Σταματάω. Βλέπω τον Άδμητο να σηκώνεται. Γυρνάω να φύγω. Ένα ακόμα βέλος με χτυπάει χωρίς να με ενοχλήσει. Είναι γενναίος ο Άδμητος. Δεν φοβάται καθόλου τον θάνατο. «Ας ζήσει ο Άδμητος» λέω κι απομακρύνομαι.

Ο όγκος που κουβαλάω πάνω μου είναι σαν λόφος, ένα μικρό βουνό. Πάντα ήμουν γιγάντιος αλλά οι αναλογίες μου ήταν τέλειες κι η ομορφιά μου παροιμιώδης. Τώρα το πρόσωπό μου είναι σιδερένιο και χάλκινο, με φολίδες σαν τα λέπια του ψαριού. Το σώμα μου είναι κι αυτό σιδερένιο. Είναι ένας σωρός από πλάκες σαν μικρές ασπίδες, η μία πάνω στην άλλη. Ανάμεσά τους το δέρμα μου σαν χοντρή αλυσίδα. Είμαι άτρωτος αλλά και τρομακτικός. Τα γουρουνίσια ρουθούνια μου βγάζουν φλόγες και το φριχτό μου στόμα ανασαίνει καυτά. Τα χέρια μου και τα πόδια μου είναι σαν χάλκινες στήλες. Είμαι τετράποδο πια και πίσω μου σέρνεται στο χώμα μια φιδίσια ουρά, απομεινάρι της γιαγιάς μου οφιοπαρθένας Έχιδνας.

Οι κινήσεις μου διαλύουν ό,τι βρίσκεται γύρω μου. Όπου κι αν καθίσω, κάτι σπάει ή υποφέρει κάτω μου. Όταν στέκομαι σε ένα βράχο να ξυστώ, σπίθες φωτιάς βγαίνουν από το σίδερο που τρίβεται στην πέτρα. Ένας απαίσιος ήχος συνοδεύει τις κινήσεις μου αντί για τον γλυκό ήχο από τα τραγούδια των Νηριήδων. Από όπου κι αν περνώ τα δέντρα κόβονται, οι βράχοι πέφτουν, τα φυτά τσαλαπατιούνται. Όταν σκύβω να πιω νερό, τα ποτάμια εξαερώνονται κι οι πηγές δηλητηριάζονται. Φεύγουν οι Νύμφες, βουβαίνονται οι Δρυάδες, κρύβονται οι Νηρηίδες, γυρίζουν από την άλλη κι οι Μούσες. Ακόμη κι οι ήρωες το βάζουν στα πόδια. Τρέχω ξοπίσω τους, λαχανιάζω. «Μα τι κάνω;» σκέφτομαι. Δεν το θέλω ούτε αυτό που κάνω, ούτε τίποτε άλλο.

Θέλω να ξαναγίνω ο τιτάνας που ήμουν. Να φωνάζω την τιτανική αλήθεια, να πηδάω πάνω από τα βουνά, να τρέχω στα δάση σαν αγέρας. Θέλω να τρέξω μαζί με τις νύμφες, να κυνηγώ τις κενταυρίνες με τις ολόχρυσες χαίτες. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει. Στον κόσμο των Ολυμπίων δεν είμαι παρά ένα τέρας, το λάθος που πρέπει να διορθωθεί. Μια σκνίπα κάθεται στη μουσούδα μου την σιδερένια, που είναι κοφτερή σαν μαχαίρι. Την κοιτάζω. «Ποιος είναι εγώ που τρέμω από ταραχή; Γιατί όλα να καταστρέφονται στο πέρασμά μου κι οι ήρωες να το βάζουν στα πόδια;» την ρωτώ. Κι η σκνίπα με κοιτάζει ίσια μέσα στα κόκκινα φλογισμένα μου μάτια και μου απαντάει: «Είσαι ο Καλυδώνιος Κάπρος».

Δεν ξέρω πόσες μέρες, πόσα χρόνια, πόσοι αιώνες έχουν περάσει, κι εγώ, ακόμα τριγυρνώ στα βουνά. Παλιές κι αθάνατες πιτυές έχουν γεράσει κι η φύση αναγεννήθηκε ένα σωρό φορές. Εγώ είμαι πάντοτε εδώ, όλα να τα βλέπω κι όλα να τα ξεπερνώ. Η Φαία, η μάνα μου, δεν υπάρχει, ο Ερύμανθος κι ο Χάλκινος, τα αδέλφια μου, δεν υπάρχουν. Η προγιαγιά μου, η Μέδουσα, δεν υπάρχει, η Χίμαιρα νικήθηκε και δεν υπάρχει, ο Λέων, έγινε ρούχο του Ηρακλή. Πέθανε ο αθάνατος Χείρων, αρνούμενος την αθανασία, πέθαναν κι η Ύδρα κι ο πανόπτης Άργος. Έμεινα για πολλά χρόνια μόνος με το βαρύ σιδερένιο κορμί μου και την φωτιά που καίει μέσα μου. Όμως, ήρθε επιτέλους η σειρά μου. Έστειλε ο Κρονίδης να πάρουν και την δική μου τη ζωή στον κόσμο των νεκρών.

Με ανακουφίζει αυτή η σκέψη. Δεν είμαι αθάνατος, ούτε εξ ολοκλήρου άτρωτος. Η γενιά μου είναι τιτανική αλλά μπορεί να πεθάνει. Ο Ασκληπιός κι ο Ηρακλής το έδειξαν σκοτώνοντας τα δυο μου αδέλφια. Έτσι, και την δική μου θνητή ζωή θα την πάρει ένας ήρωας. Ακόμα δεν ξέρω ποιος. Θα το αισθανθώ, όμως, όταν η ώρα εκείνη πλησιάσει. Μου έκαναν την μεγάλη τιμή οι Ολύμπιοι κι έστειλαν πενήντα ήρωες για να με κυνηγήσουν. Αν η δύναμη του κυνηγού, δίνει αξία στο θύμα του, τότε πρέπει να είμαι πολύ σπουδαίος ακόμα. Κανείς μόνος του δεν θα μπορούσε ούτε καν να με αγγίξει.

«Έλα λοιπόν, τέρας της Καλυδώνας. Έλα να δεις αυτόν που σκότωσε την μάνα σου» ακούω μια φωνή. Είναι του Θησέα που με προκαλεί.

«Φύγε Θησέα» μουγκρίζω. Ξέρω πως με ακούει.

«Δεν ήταν μάνα κανενός αυτό που σκότωσα, ήταν ένα τέρας. Μια τεράστια γουρούνα ήταν στον Κρομμυώνα, εκεί που ξεφορτώνουν τα κρεμμύδια οι Μεγαρείς. Εκεί είχε φτιάξει τη φωλιά της αυτή που σε γέννησε με το σπέρμα του παππού της, του Τυφώνα. Ήταν καταστροφή η παρουσία της για τους λαούς των Μεγάρων και της Κορίνθου. Αλλά και τους Αθηναίους και τους Τροιζηνίους κι όποιον διαβάτη ήθελε να περάσει από εκεί απειλούσε η Φαία. Γέννημα φριχτό των δυνάμεων της αταξίας και του σκότους.»

«Δεν γνώρισες Θησέα την όμορφη Φαία, την πιο γλυκιά και σοφή τιτανίδα» του απαντώ. «Μην μιλάς, λοιπόν, για ό,τι δεν έχεις γνωρίσει. Των θεών είσαι δημιούργημα, όχι της γης γέννημα, όπως εγώ.»

«Την είδα σου λέω» μου απαντά θυμωμένος ο Θησέας. Είναι ήρωας, πως αμφισβητώ τον λόγο του; Ένας ήρωας, όπως αυτός, δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ψέμα ή να καυχηθεί.

«Αυτό που είδες εσύ, γιε του Αιγέα ή του ίδιου του Δία, δεν ήταν η μητέρα μου η Φαία. Την είδες μεταμορφωμένη πια από την Ήρα και τον σύζυγό της. Την ήθελε ο νεφεληγερέτης κι αυτήν αλλά ποτέ δεν την απέκτησε. Η Φαία προτιμούσε για συντρόφους της τιτάνες κι όχι τους θεούς.»

«Απέρριπτε θεούς, αλλά, έγινε συντρόφισσα του Άδη.»

«Θα γίνεις κι εσύ, ανόητε, πιστός σύντροφος του Άδη αν δεν πάψεις να με προκαλείς» του λέω. Φυσάω μια φλόγα που τον τσουρουφλίζει. Κουνάω τα πλευρά μου και την φιδίσια ουρά μου και προκαλώ ένα μικρό σεισμό. Με πονούν αυτές οι κινήσεις και σιχαίνομαι τον απαίσιο θόρυβο που κάνουν τα σιδερικά στο κορμί μου. Το κάνω, όμως, για να τον τρομάξω. Θέλω να του κλείσω, επιτέλους, αυτό το στόμα που λέει τόσα ψέματα για την σοφή Φαία. Να φοβηθεί ο ήρωας και να νιώσει τι θα πει δύναμη της αλήθειας, δύναμη της γης.

«Κάνε πίσω τέρας. Ένα γουρούνι είσαι κι εσύ, απομεινάρι μιας παλιάς ηττημένης τάξης. Τα σίδερα που κουβαλάς στο σώμα σου δεν θα σε σώσουν, το ρόπαλό μου θα τα διαλύσει» μου λέει με καυχησιές και παινέματα για τον εαυτό του. «Ένας κάπρος είσαι κι όταν λείψεις δεν θα σε κλάψει κανείς»

Λέει πως δεν θα με κλάψει κανείς γιατί έχουν εξοντώσει οι σταλμένοι από τον Κρονίδη Δία τους συγγενείς μου. Δεν ξέρει πως ακόμα και τώρα έχω φίλους τα σκαθάρια και τα μικρά φίδια του δάσους. Όλα τα πλάσματα της γης είναι συγγενείς μου. Αυτά τα μικρά, μπαίνουν ανάμεσα στις φολίδες μου και κρύβονται στα σιδερένια στρώματα της πανοπλίας μου. Μαζί ταξιδεύουμε και μαζί βλέπουμε τον Ήλιο και την Σελήνη. Αυτά τα μικρά χθόνια ζώα μπορούν να αγνοούν τις εντολές του Δία που με θέλει μόνο. Έχω, λοιπόν, κάποιους για να με κλάψουν.

«Αν θέλεις μάχη, θα την έχεις» του λέω.

Πετάω πάνω του έναν βράχο. Τον αποκρούει σωστά με την ασπίδα. Με το κεφάλι κάτω σπρώχνω μια τεράστια φτελιά να πέσει πάνω του. Κάνει στο πλάι και την αποφεύγει. Με την ουρά μου κάνω να τον χτυπήσω. Σκύβει και το αποφεύγει κι αυτό. Το ρόπαλό του με χτυπάει, αλλά, δεν μου κάνει ούτε μια γρατζουνιά. Με χτυπά με το σπαθί που είχε φυλάξει ο πατέρας του. Είναι το σύμβολο της καταγωγής του. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Απορώ πως άντεξε το σπαθί και δεν έσπασε. Χιμώ πάνω του με ορμή. Αν τον πάρω κάτω από τα πόδια μου θα τον κάνω κομματάκια.

«Φυλάξου» προλαβαίνω μόνο να του πω.

Με ένα επιδέξιο πήδημα αποφεύγει το ποδοπάτημα. Δυο αιωνόβια πεύκα, που βρίσκονται πίσω του, ισοπεδώνονται στο πέρασμά μου. Τον έχω νικήσει, όμως, δεν θα τον σκοτώσω.

«Ένιωσες, γιε του Αιγέα, ποιος είναι ο Έξεχος;» του λέω.

«Δεν είσαι ο Έξεχος» μου λέει εκείνος φωνάζοντας για να τον ακούσω. «Είσαι μόνο ο Καλυδώνιος Κάπρος.»

Συνεχίζω τον δρόμο μου για τις κορυφογραμμές. Εκεί τα άλογα κι οι κένταυροι δεν φτάνουν. Εκεί κλαίω κάθε βράδυ. Στέκομαι μόνος, κάτω από τις Πλειάδες, τις κόρες του Άτλαντα, που κλαίνε μαζί μου. Κάποτε εγώ τις είχα αγαπήσει πολύ κι είχα αγαπηθεί από αυτές. Τώρα θρηνούμε μαζί τον χαμένο κόσμο μας, την δική μας αληθινή ζωή.