Με
έχουν στον προθάλαμο του κάτω κόσμου.
Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα είμαι εδώ.
Πέθανα, αλλά, δεν έχω μεταφερθεί ακόμα
στον χώρο των νεκρών. Πέρασα τις πύλες
του Άδη αλλά με κρατούν στον προθάλαμο
ο Χάρων, ο φίλος μου, κι ο Κέρβερος, ο
εξάδελφός μου. Είναι αναπόφευκτο ότι
θα κατεβώ σύντομα τα σκαλιά που θα με
οδηγήσουν στον κάτω κόσμο. Πριν από
αυτό, όμως, ίσως περάσουμε από τον
Τάρταρο. Θα συναντήσω τους μεγάλους
τιτάνες, τον ίδιο τον Κρόνο, τον μέγιστο
Ιαπετό και τον υπέροχο πρόγονό μου, τον
Φόρκυ. Πριν πεθάνω οριστικά κι αμετάκλητα,
θα ήθελα να τους δω και να τους μιλήσω.
Αυτοί είναι αθάνατοι, δεν χρειάζονται
το αίμα της Μέδουσας για να ζωντανέψουν.
Δέσμιοι μεν αλλά ζωντανοί. Εγώ είμαι
θνητή και για να ζήσω λίγες στιγμές
πρέπει να πιω από το πολύτιμο αίμα της
προγιαγιάς μου. Ο προνοητικός αδελφός
μου μού έχει φυλάξει λίγο από αυτό.
Όπως
είμαι ξαπλωμένη στη σπηλιά του Κέρβερου,
νιώθω πως τίποτε δεν μπορεί πια να με
αγγίξει. Το κοφτερό σπαθί του Θησέα δεν
μπορεί να με χτυπήσει πια. Οι κατάρες
των φτωχών αγροτών που έβλεπαν τα χωράφια
τους σαρωμένα στο ορμητικό πέρασμά μου
δεν ακούγονται πια. Η χαιρεκακία των
θεών δεν με φτάνει. Με έδειχναν στους
ήρωες σαν το γουρουνίσιο τομάρι που θα
έκαναν έπαθλό τους. Ακόμα κι οι σκέψεις
που με κατέθλιβαν, έχουν γίνει ανάλαφρες.
Λίγο μου μένει για να πω πως είναι ωραία
εδώ στον προθάλαμο κόσμου των νεκρών.
«Σοφή
Φαία, ξέρω πως με ακούς» μου λέει ο
Κέρβερος.
Δεν
κουνιέμαι, μονάχα το γουρουνίσιο μου
ρουθούνι για πολύ λίγο φουσκώνει, για
να του δείξει πως τον ακούω.
«Δεν
ξέρω τι θέλει, αλλά έξω είναι ο
Δίας ο Κερασφόρος. Στέκεται και
κοιτάει την σπηλιά μου. Μήπως γυρεύει
εσένα;»
Χαμογελώ.
Από μέσα μου φυσικά. Δεν θα ξοδέψω ούτε
μια ελάχιστη μυική κίνηση για να
χαμογελάσω με τα χείλια. Έχω τόσο λίγες
δυνάμεις ακόμα. Ούτε καν αντιδρώ.
«Να
του πω να περάσει; Θα του μιλήσεις;»
Δεν
κουνάω ούτε το δαχτυλάκι μου. Μόνο σηκώνω
το δεξί αυτί μου λίγο. Δεξί σημαίνει
άρνηση. Αρνούμαι.
«Επιτέλους
Φαία, λογικέψου. Είναι ο παντοδύναμος
Δίας, ο βασιλιάς των θεών στο κεφαλόσκαλο.
Μπορείς να αρνηθείς; Αυτός μπορεί να σε
ξαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών όντων
αν το θέλει.»
Δεν
του απαντώ. Τι να του πω; πως για μένα
καλύτερα θα είναι στον κάτω κόσμο από
τον κόσμο των ζωντανών όντων; Κι ο Δίας
τι γυρεύει; Ξέρει πως πέθανα, ξέρει ότι
η μοίρα μου αυτή είναι αμετάκλητη. Ξέρει
πως ούτε μπορώ ούτε θέλω να γυρίσω πίσω.
Τι ζητάει λοιπόν από μένα; Δεν με
ενδιαφέρει να μάθω. Ένα ακόμη κούνημα
του δεξιού μου αυτιού επαναλαμβάνει
την άρνησή μου. Ας φύγει ο Δίας.
«Τα
ίδια θα κάνεις κι αν έρθει ο Ιαπετός;»
ρωτά γεμάτος απορία ο Κέρβερος. «Θα
τον διώξεις κι αυτόν;»
Με
τα μεγάλα μάτια μου του γνέφω πως “όχι”.
«Πάω
τώρα, έχω δουλειά» μου λέει ο φύλακας
του κάτω κόσμου και φεύγει.
Μένω
αδρανής κι ακίνητη σαν πεθαμένη. Είμαι
πεθαμένη. Απλά, έχω λίγες σταγόνες από
το αίμα της γοργόνας Μέδουσας που θα
μου δώσουν μερικές στιγμές ζωής όταν
τις καταπιώ. Αυτό και μόνο με ξεχωρίζει
από τους πεθαμένους νεκρούς. Δεν θα τις
ξοδέψω όπως-όπως αυτές τις σταγόνες.
Πάντως για τον Δία δεν δίνω ούτε μία.
Σκέφτομαι τον Έξεχο, το τελευταίο
παλικάρι μου. Τα άλλα δύο μού τα
εξολόθρευσαν. Ετοιμάζονται και για το
τρίτο. Ήταν όλα τους τόσο καλά παιδιά,
χαρούμενα, όμορφα, γεμάτα ζωή, δυσθεώρητα,
γιγαντιαία. Τιτάνες πραγματικοί τα
αγόρια μου πριν καταντήσουν κάπροι.
Προς
το παρόν ζω ακόμα με αναμνήσεις μου. Σε
λίγο, όταν θα εξαντληθούν κι οι αιμάτινες
σταγόνες της γοργόνας, θα γίνω σκιά.
Τότε δεν θα έχω μνήμη ούτε προσωπικότητα.
Θα βρίσκομαι στον κόσμο των νεκρών. Θα
συναντήσω τα παιδιά μου και τους φίλους
μου και τους γνωστούς μου αλλά δεν θα
τους αναγνωρίσω. Σκιές είναι όλοι οι
νεκροί. Περπατούν άσκοπα και δεν
θυμούνται, κι όποιος δεν θυμάται, δεν
υπάρχει.
«Φαία,
μίλησέ μου.» Γνωρίζω τη φωνή του, είναι
ο Δίας. «Σήκω» μου λέει απαιτητικά,
«θα μιλήσουμε.»
Σηκώνομαι
χωρίς να ξοδέψω σταγόνες αίματος
γοργόνας. Ο Δίας μπορεί να σηκώσει και
νεκρούς αν το θέλει, αρκεί να του δώσει
την άδεια ο αδελφός του, ο Άδης.
«Είμαι
χαρούμενη» του λέω.
«Που
πέθανες ή που θα δεις τους μεγάλους
τιτάνες;»
«Για
όλα.»
«Έχουμε
αφήσει μια κουβέντα στη μέση. Πρέπει να
την τελειώσουμε»
μου λέει.
Πολλές
κουβέντες έχουμε αφήσει στη μέση γιατί
πολλές φορές επισκεπτόταν ο Δίας την
Φαία. Στην αρχή για να της δείξει πόσο
σπουδαίος ήταν και να την πάρει στο
κρεβάτι του. Μετά για να της κλέψει μόνο
ένα φιλί. Μετά για να αποτρέψει τους
άλλους θεούς που την περιτριγύριζαν.
Ώσπου, εξαντλήθηκε το ερωτικό του πάθος.
Έμεινε πολύ καιρό άκαρπο, γι αυτό
μαράθηκε. Και από τότε οι συζητήσεις
μας έγιναν φιλοσοφικές. Με ρωτούσε για
όλα, κυρίως για όσα ήξερε καλά. Χαιρόταν
τις απαντήσεις μου. Όταν κάποια ξέφευγε
από το αναμενόμενο χαιρόταν σαν παιδί.
Ένα μεγάλο παιδί ήταν ο θεός των θεών.
Ο Τιτανοκαύστης Δίας απολάμβανε τη
σοφία της Φαίας αφού δεν γινόταν να
απολαύσει το κορμί της.
«Ποια
είναι αυτή η κουβέντα που τόσο σε
επείγει;»
«Πες
μου ξανά για τον δικό μου θάνατο» μου
λέει.
Πολλές
φορές γυρίσαμε σε αυτό το θέμα. Πεθαίνουν
ποτέ οι αθάνατοι; Μήπως δεν πέθανε ο
Χείρων; Πως πεθαίνουν... μέσα σε πόνους
από δηλητήρια όπως ο σοφός Κένταυρος;
«Θα
πεθάνεις μεγάλε Δία όταν θα σε
ξεχάσουν. Όταν οι άνθρωποι, που τώρα
προστατεύεις και τακτοποιείς,
γίνουν θεοί και δεν σε χρειάζονται πια.»
«Πως
θα γίνουν θεοί; Δεν θα τους αφήσω.»
«Με
αυτά που τους έμαθες θα θεοποιηθούν. Θα
φτιάξουν μηχανές που θα πετούν πιο ψηλά
και πιο γρήγορα από σένα. Θα παίζουν
ανεβαίνοντας στον Όλυμπο. Θα πετούν
πάνω από το πιο ψηλό παλάτι σου. Οι
κεραυνοί τους θα είναι πιο δυνατοί από
των Κυκλώπων. Και το χειρότερο όλων: Θα
πιστεύουν πως το δικό τους ήθος είναι
ανώτερο από το δικό σου. Ακόμα κι οι
νόμοι τους θα είναι πιο δίκαιοι από τους
δικούς σου. Τότε θα είσαι περιττός, δεν
θα σε χρειάζονται πια.»
«Και
η Γαία τι θα κάνει; Η Ρέα; Θα μείνουν
άπρακτες; Με έσωσαν από τον Κρόνο. Δεν
θα με σώσουν ξανά;»
«Η
Γη υποφέρει από όλους σας. Από τον Ουρανό
που δεν την άφηνε να ανασάνει. Από τον
Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του. Από ...»
«Από
εμένα. Αυτό δεν θες να πεις;»
«Άσε
με να κοιμηθώ. Είμαι κουρασμένη» του
λέω.
«Ήρθα
να σε ρωτήσω για το τρίτο σου παιδί.»
«Άσ’
το στη μοίρα του. Μην ασχολείσαι άλλο
μαζί μας» του λέω. «Αρκετά μας
έκανες.»
Ο
Δίας φεύγει. Μένω πάλι μόνη. Βυθίζομαι
στις σκέψεις μου για να μην χάνω δυνάμεις.
Ανόητα παιδιά μού φαίνονταν οι θεοί που
με πολιορκούσαν με τις μεταμορφώσεις
τους. Γελούσα αλλά τους έδιωχνα. Φέρνω
στην μνήμη μου τον υπέροχο Τυφώνα. Τι
έρωτας! Ήμουν λόφος, βουνό, όγκος χωμάτινος
και πέτρινος. Τεράστια γινόμουν για
χάρη του. Αυτός γέμιζε τον ορίζοντα όταν
τέντωνε το σώμα του. Τα μακριά του μαλλιά
ανέμιζαν από την μια άκρη της Θεσσαλίας
ως την άλλη. Το κεφάλι του ξεπερνούσε
το Πήλιο. Οι πιο ψηλές κι αιωνόβιες
σημύδες ήταν απλοί θάμνοι εμπρός του.
Μα ο όγκος δεν ήταν τίποτε. Μαζευόταν
αμέσως γιατί δεν του άρεσε η επίδειξη.
Γινόταν χορευτής που γυρνούσε γύρω μου.
Ιλιγγιώδεις ταχύτητες κι υπέρτερες
φυσικές δυνάμεις με έσερναν σε μιαν
αέναη περιδίνηση. Απ’ την ένωσή μας
βγήκαν τα αγόρια μου.
«Θα
ανέβω στον Όλυμπο» μου είχε πει ο
υπέροχος τιτάνας το βράδυ πριν από την
ορμητικότερη των συνευρέσεών μας. Τα
μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και το
πρόσωπό του φουριόζο. Έμοιαζε σαν να
είχε πενήντα κεφάλια και εκατοντάδες
χέρια. Κι ήταν αποφασισμένος.
«Πρέπει
να τελειώσει πια η αδικία. Η Γαία, η
μάνα μου, υποφέρει. Θα γκρεμίσω τον
σφετεριστή Δία από τον Όλυμπο
και θα ελευθερώσω τους Ουρανίδες.»
«Πρόσεχε,
εσύ είσαι ευθύς, αυτός πονηρός. Οι
Κύκλωπες του φτιάχνουν ακόμα κεραυνούς»
του είπα.
Δεν
ήθελα να τον αποτρέψω από την μοίρα του,
όσο κι αν θα ήταν καταστροφική. Μόνο να
τον προειδοποιήσω ήθελα. Άλλο να γνωρίζει
κι άλλο να εκπλήσσεται.
«Κι
ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο, κουβαλάει
κεραυνούς από την Θάσο απέναντι
στον Όλυμπο» συνέχισα.
«Θα
παλέψουμε σε τίμια μάχη, σώμα με σώμα,
πρόσωπο με πρόσωπο. Θα του κόψω τους
τένοντες, να μην μπορεί να ρίξει τον
κεραυνό» μου είχε πει. «Θα ανατρέψω
το καθεστώς του. Η φύση διαμαρτύρεται.
Τα πουλιά και τα ζώα έχουν γίνει σκλάβοι
των ανθρώπων. Το χώμα κι οι πέτρες
πονούν. Οι άνθρωποι με την βοήθεια των
θεών σχίζουν τα βουνά για να τους
παίρνουν το μάρμαρο. Βγάζουν χώμα
και το καίνε για να λιώνουν το σίδερο.
Αυτό πρέπει να αλλάξει.» επέμενε.
Τι
υπέροχος που ήταν! Το κεφάλι του ακουμπούσε
στον ουρανό. Τα χέρια του, όταν με
αγκάλιαζαν, τύλιγαν ένα βουνό. Γι αυτό
εγώ, τιτανίδα αγέρωχη κι άπιαστη, γινόμουν
πρώτα λόφος και μετά βουνό ... για να με
πιάνει. Όλες όσες πήγαιναν μαζί του,
άφηναν το άρωμά τους πάνω του. Μύριζα
το αφράτο χώμα από την συνεύρεσή του με
την γλυκιά Έχιδνα, μύριζα την αρμύρα
της Καλυψώς. Η Καλλιρρόη, η Φοίβη, η
Ζευξώ, άφηναν πάνω του τα δικά τους
αρώματα. Οι Πλειάδες, κόρες του Άτλαντα,
χαίρονταν με την καλοτυχία μου. Με όποια
κι αν πήγαινε ο Τυφών γινόταν αιτία
απόλαυσης για την επόμενη. Κι εγώ συνέλεξα
τους χυμούς όλων των ερώτων του μια
τελευταία μέρα πριν την σύγκρουσή του
με τον φοβερό Δία. Και γέννησα τους
καρπούς του που ήταν τα αγαπημένα μου
παιδιά. Άραγε πόσους αιώνες, πόσους
χρόνους ή πόσους ενιαυτούς να κράτησε
αυτή η ευτυχία;
«Αυτός
είναι ο Αιγέας» μου λέει ο Κέρβερος
από δίπλα και μου δείχνει τον πατέρα
του Θησέα. «Θέλεις να του μιλήσεις;».
Έχει
έρθει πάλι ο καλός αδελφός μου και μου
μιλάει. Με βγάζει από την ονειροπόλησή
μου. Θέλει να με παρηγορήσει γιατί
νομίζει πως υποφέρω.
«Άσε
τον Αιγέα στην ησυχία του» του λέω.
«Δεν θέλει να του μιλάμε. Μην
τον ενοχλήσεις.»
Ο
πρώην βασιλιάς της Αθήνας είναι τώρα
μια σκιά που περπατά χωρίς να ξέρει που
πηγαίνει. Ξέμεινε και βρέθηκε εδώ στον
προθάλαμο του Άδη. Σύντομα ξαναμπαίνει
στην κοιλάδα των νεκρών. Μόλις που
προλαβαίνω να τον δω χωρίς να κουνηθώ
από την θέση μου. Ένας γεράκος ασπρομάλλης
που έπεσε από τον πιο ψηλό βράχο του
Σουνίου κι αυτοκτόνησε. Δεν άντεξε τον
χαμό του γιου του όταν είδε τα μαύρα
πανιά στο κατάρτι του πλοίου που γύριζε
από την Κρήτη.
«Καημένε
Αιγέα. Πήγες από τον πόνο για τον χαμό
του. Κι όμως, ούτε καν γιος σου δεν ήταν
ο Θησέας!»
Άλλο
ένα θύμα του Θησέα κι αυτός. Από αμέλεια
φυσικά. Ποια άλλη μπορεί να είναι η αιτία
που ένας ήρωας σκοτώνει; Μόνο η αμέλεια
κι η χαρά του φόνου. Είτε γιατί ξεχάστηκε,
είτε γιατί δεν ξέρει. Μέσα στην πλήρη
άγνοιά του, το εκτελεστικό όργανο των
θεών σκοτώνει για να κάνει άθλους. Είναι
πάντοτε ανεύθυνος, αφελής κι οδηγημένος
εξ ολοκλήρου από τους θεούς. Έτσι βρέθηκε
ο Θησέας απέναντί μου στον Κρομμυώνα.
Ερχόταν από την Τροιζήνα για να
παρουσιαστεί στον πατέρα του, τον Αιγέα
στην Αθήνα. Είχε μαζί του, σαν απόδειξη
της ευγενικής καταγωγής του, το ξίφος
του πατέρα του. Όμως, πιο ισχυρή απόδειξη
πως αυτός ήταν ο “εκλεκτός”, ήταν οι
άθλοι του. Καθώς προχωρούσε το ταξίδι
του, αυτοί οι άθλοι έπειθαν τον καθένα
για την θεία και βασιλική καταγωγή του.
Ένας τέτοιος “άθλος” θα ήμουν κι εγώ.
Είχε
φτάσει εκεί όπου οι Μεγαρείς ξεφορτώνουν
τα σακιά με τα κρεμμύδια, ανάμεσα Μέγαρα
και Κόρινθο. Εκεί τριγύριζα κι εγώ. Από
ερωμένη του τρομερού Διοκτόνου Τυφώνα,
είχα γίνει μια γουρούνα, μια Ύς, που με
έλεγαν Κρομμυωνία. Το όνομά μου, Φαία
-που είχα πάρει από την τροφό μου- είχε
σχεδόν ξεχαστεί. Η απίστευτη ομορφιά
μου, είχε κι αυτή ξεχαστεί. Η καταγωγή
μου ήταν άγνωστη. Κανείς δεν ήξερε την
Έχιδνα όπως ήταν μα μόνο όπως την είχαν
καταντήσει. Κόρη τέρατος ήμουν κι εγώ.
Εκεί που χάιδευα απαλά τους πιο λεπτούς
μίσχους των λουλουδιών, τώρα τα πατούσα
άθελά μου και τα τσάκιζα. Δεν άντεχα πια
ούτε εγώ η ίδια τον εαυτό μου. Ήμουν
θνητή και, έτσι, περίμενα πως και πως
την ευτυχισμένη ώρα του θανάτου μου.
Όταν έμαθα ότι, στον δρόμο του, ο Θησέας
πραγματοποιούσε τους άθλους του, ήξερα
πως είχε έρθει η ώρα μου. Τον συνάντησα
σε ένα τρίστρατο. Είχε αισθανθεί κι
εκείνος την παρουσία μου και στεκόταν
με την ασπίδα του στο στήθος και το σπαθί
του στο χέρι. Τόσο νέος και τόσο αφελής!
«Γιε
του Δία» του φώναξα με την γουρουνίσια
μου αλλά κι ανθρώπινη φωνή. «Θα δοξαστείς
σκοτώνοντας μια γουρούνα;»
Έδειξε
έκπληκτος που με άκουσε να μιλάω. Ήμουν
το πρώτο τέρας με ζωώδη μορφή που του
μιλούσε.
«Είμαι
ο γιος του Αιγέα» απάντησε.
«Αν
είσαι βασιλιάς, ή γιος βασιλιά, εμπρός
ασχολήσου με βασιλικά έργα. Άσε μια
γουρούνα στον τόπο που ξεφορτώνουν
κρεμμύδια» του είπα.
Δεν
ήξερε ακόμα ούτε τον ρόλο του στην τάξη
του Δία ούτε τον κόσμο που πήγαινε να
φτιάξει. Εγώ, όμως, γνώριζα καλά την
αποστολή του. Μου είχε μιλήσει ο Δίας
γι αυτήν. Δεν μου είχε πει ο παντοδύναμος
θεός πως αυτός θα ήταν ο εκτελεστής μου,
μόνο για τον προορισμό του μου είχε
μιλήσει. Ο Θησέας θα μετέτρεπε την Αττική
σε πόλη και θα προσπαθούσε να φτιάξει
θεσμούς ισονομίας κι ισοκρατίας. Θα
ήταν ο πρώτος από τους ήρωες που θα
επιχειρούσε τέτοιου είδους κατόρθωμα.
Η δημοκρατία του θα ήταν βραχύβια αλλά
θα ήταν κι η βάση για τα μελλούμενα.
Φαινόταν ειλικρινής ο Πολιεύς θεός των
θεών.
«Θα
φτιάξει την πρώτη πόλη ενώνοντας
οικισμούς» μου είχε πει. «Το
καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι;
Βουλευτήριο, εκκλησία του δήμου, μοίρασμα
της εξουσίας στον δήμο!» Ήταν
ενθουσιασμένος ο Κρονίδης Ζευς όπως
ενθουσιάζονται όλοι οι θεοί όταν παίζουν.
«Για
να τις μοιράζονται τι;ς εξουσίες,
θα πει πως θα τις έχουν ...» του
είπα.
«Ναι.
Θα έχουν εξουσίες και θα τις μοιράζονται.
Όπως οι θεοί μοιραζόμαστε τις δικές
μας εξουσίες.»
«Εσείς
δεν κάνετε κλήρωση. Αυτόν, όμως, θα τον
βάλεις να στήσει κληρωτήρια» του είχα
πει.
«Εμείς
είμαστε λίγοι και ... αθάνατοι. Θα ήταν
αφάνταστα βαρετό να κληρώνουμε εξουσίες
χιλιάδες φορές. Κι επί πλέον δεν το
έχουμε ανάγκη. Οι θνητοί είναι αλλιώς.
Αυτός θα είναι ένας τρόπος να νιώσουν
πολίτες της πόλης κι όχι ιδιώτες. Να
νιώσουν αξιοπρεπείς και να δώσουν ένα
νόημα στη ζωή τους.»
“Πόλεις”,
“νόημα της ζωής”, “ιδιώτες”. Πόσο
αστείο μου φαινόταν να ασχολείται με
αυτά ο Μέγιστος των θεών.
«Ο
κόσμος θα αλλάξει» μου είπε
εκστασιασμένος.
Ήταν
πάντα συγκινητικός αυτός ο θεός του
σύμπαντος κόσμου όταν ονειρευόταν.
Σκεφτόμουν πως έκανε μέγα λάθος που
νόμιζε πως οι θνητοί τον εκτιμούσαν για
τα έργα του. Γι αυτήν την αγάπη που
εξέπεμπε τον αγαπούσαν. Όσο κι αν έπαιζε
μαζί τους, τελικά το συμπαθούσε το γένος
τους, όταν δεν το ζήλευε.
«Όταν
θα εξαπολύσεις αυτόν τον γιο σου, τον
Θησέα, να μου τον δείξεις» του είχα
ζητήσει. «Θα είναι όμορφο μυαλωμένο
και δυνατό παλικάρι.»
«Ναι,
θα στον δείξω» μου είχε πει με ένα
είδος ντροπής κι είχε εξαφανιστεί.
Τότε
δεν είχα καταλάβει γιατί. Τώρα γνώριζα.
Δεν θα μου τον έδειχνε απλά και μόνο. Θα
μου τον έστελνε για μακελάρη! Ο γιος του
έπρεπε να κάνει άθλους για να αποδείξει
πως ήταν ήρωας, και τέτοιος άθλος θα
ήταν ο χαμός μου. Θα περνούσε, βέβαια,
καιρός πολύς μέχρι να συμβεί αυτό. Ο
χρόνος κυλάει αλλιώτικα στους θεούς
από ότι στους ανθρώπους. Πάει κανείς
μπρος στον χρόνο κι έρχεται πίσω εύκολα
κι οι διάρκειες είναι αλλιώτικες. Κι
αυτή η συζήτηση με τον Πατέρα των θεών
είχε γίνει πριν από πολλούς αιώνες. Τότε
που ήμουν όμορφη και ποθητή κι ο Δίας
με πολιορκούσε. Τότε μου έλεγε πως με
την ομορφιά μου τον ελκύω και με την
σοφία μου τον αλυσοδένω. Αυτά όμως ήταν
παρελθόν. Τώρα ήμουν μια γουρούνα που
έκανε καταστροφές στα χωράφια και
σκότωνε τους ανθρώπους της περιοχής.
Ιδανικό θύμα για να εξαλειφτώ. Και νά
τον ο γιος του Δία ή του Αιγέα, μπροστά
μου κι ασπιδοφόρος, ακριβώς γι αυτό, για
να με εξαλείψει.
Όταν
ο Θησέας με άκουσε να του μιλώ, κατάλαβε
πως δεν ήμουν απλά ένα τέρας, αλλά, κάτι
περισσότερο. Δίστασε για μια στιγμή και
με κοίταξε διερευνητικά. Κατέβασε το
σπαθί του και χαλάρωσε το σφίξιμο της
ασπίδας του. Τότε φοβήθηκα μην με
παρατήσει. Ήταν η μοίρα μου και τον είχα
ανάγκη. Έπρεπε να με σκοτώσει για να
απαλλαγώ από το βάσανο της γουρουνίσιας
μου ζωής.
«Μη
με φοβάσαι γιε του ανθρώπου» του
είπα.
«Κανέναν
δεν φοβάται ο γιος του Αιγέα.»
Το
ήξερε ή δεν το ήξερε ακόμα πως ήταν γιος
του Δία; Θα μπορούσε να είναι και δικός
μου γιος. Δεν ήταν γιγάντιος, ούτε
πανέμορφος, ούτε υπέροχος σαν τιτάνας,
ήταν όμως γενναίος και αξιόλογος. Το
πρόσωπό του έδειχνε την αποφασιστικότητά
του. Τον ζήλεψα που, ενώ δεν γνώριζε
τίποτε, νόμιζε πως τα γνώριζε όλα. Η
συνταγή της αθωότητας και του θάρρους
που έπρεπε να έχει για να τα βάλει με
μια τιτανίδα.
«Όλοι
οι άνθρωποι με φοβούνται» του είπα
ξανά.
«Ο
Θησέας όχι» μου απάντησε.
Του
έδειξα ένα λευκό κρίνο που μόλις είχε
βλαστήσει.
«Αυτό
μόνο δεν φοβάται» είπα. «Είναι ένα
λευκό κρίνο κι ο μίσχος του έχει νέκταρ.
Πάρε να πιεις.»
«Δεν
θα με ξεγελάσεις μάγισσα γουρούνα»
μου είπε και μου επιτέθηκε.
Το
σπαθί του χτύπησε στη ράχη μου. Η ράχη
μου ήταν ξύλινη. Τι κοφτερό μέρος του
σπαθιού καρφώθηκε στο ξύλο και έφυγε
από τα χέρια του. Το είχα στην πλάτη μου
καρφωμένο. Τον είδα να πιάνει ένα ρόπαλο.
Κούνησα την πλάτη μου και το σπαθί
ξεκόλλησε από πάνω μου κι έπεσε στο
χώμα. Μ’ αυτό και μόνο μ’ αυτό θα με
σκότωνε. Άφησε το ρόπαλο κι έπιασε το
ξίφος. Μου κατάφερε ένα χτύπημα στον
λαιμό. Ωραία! Αισθάνθηκα το αίμα να κυλά
στο στήθος μου και μούγκρισα ευχαριστημένη.
Πονούσα αλλά το απολάμβανα. Έπεσα κάτω
και τον περίμενα. Ένα ακόμη χτύπημα με
βρήκε στον λαιμό. Ήταν χοντρός και
καλυμμένος με ξύλο φτελιάς ο λαιμός
μου. Το ξίφος του δεν μπορούσε να τον
διαπεράσει. Ξάπλωσα ανάσκελα. Το ξίφος
του μπήχτηκε στην καρδιά μου. «Επιτέλους
.... το τέλος!» σκέφτηκα. Τον θυμάμαι
ακόμα πάνω μου. Στα μάτια του υπήρχε μια
λύπη αληθινή που ξεπερνούσε τις προσδοκίες
μου. Τον αγάπησα και τον ζήλεψα. Η μάνα
του ήταν τυχερή γυναίκα.
Με
διακόπτει από τις αναμνήσεις μου ο
Χάρων.
«Θέλεις
να δεις τον Ιαπετό; Θέλεις να δει
τον Κρόνο;» με ρωτάει. «Έλα μαζί
μου» μου λέει.
Πίνω
μια σταγόνα από το αίμα της Μέδουσας.
Δυναμώνω, σηκώνομαι με παίρνει απ’ το
χέρι και τον ακολουθώ. Διασχίζουμε τον
Αχέροντα ποταμό. Κάνουμε βουτιά στο
σκοτάδι και βλέπουμε τον Φλεγύα με την
βάρκα του. Καταδικασμένος ο τιτάνας στα
μέρη αυτά, μας βοηθά να αποφύγουμε τον
χώρο των νεκρών. Πιο κάτω είναι οι κόρες
κι οι γιοι της Νύχτας. Είναι ο Εγωισμός,
ο Φθόνος, η Οργή, η Οκνηρία, η Φιλαργυρία,
η Λαιμαργία κι η Λαγνεία. Φτάνουμε σε
ένα σημείο από όπου βλέπουμε ψηλά πάνω
μας τον κόσμο των ζωντανών πλασμάτων.
Ακόμη πιο ψηλά είναι οι ουράνιοι κόσμοι.
Είμαστε στις όχθες του Ωκεανού, στην
άκρη του κόσμου. Είναι εκεί η Σελήνη,
που μόλις έφτασε, κι ο Ήλιος που ετοιμάζεται
να βγει για τη νέα μέρα. Τα χρυσά άλογα
στο άρμα του χλιμιντρίζουν. Πιο εκεί
είναι ο Ερμής κι η Αφροδίτη και μαζί
τους ο Δίας. Κάτω είναι φυλακισμένος ο
Κρόνος και κοντά του έχει τον Αστραίο
να τον φυλάει. Όλος ο εκπληκτικός κάτω
κόσμος είναι στα πόδια μας.
«Σ’
ευχαριστώ Χάροντα για το ταξίδι» του
λέω.
«Δεν
θα δεις τον Ερύμανθο ούτε τον
Χαλκέα. Αποφύγαμε τον κόσμο
των νεκρών» μου λέει.
«Ο
Έξεχος;» τον ρωτάω.
«Δεν
έχει τελειώσει ακόμα το κυνήγι στην
Καλυδώνα» μου απαντάει.
Βλέπω
τον τιτάνα Ιαπετό, τον πατέρα του
Προμηθέα, του Επιμηθέα και του Άτλαντα.
Αυτός κι ο Κρόνος, οι ισχυρότεροι τιτάνες.
Έχει κατέβει εδώ στον Τάρταρο ο γιος
του και υπέροχος τιτάνας Προμηθέας και
του μιλάει. Πιο εκεί, η τιτανίδα Φοίβη,
μητέρα της Εκάτης, της Αστερίας και της
Λητώς. Φυλακισμένη με κλειδαριές του
Ήφαιστου και φύλακες του Εκατόγχειρες.
Η Φοίβη μιλά με τον Υπερίωνα, τον πατέρα
του Ήλιου, της Σελήνης και της Ηώς.
Ζαλίζομαι από την απίστευτη ομορφιά
που κρύβεται σε αυτά τα βάθη, σκεπασμένη
από το Έρεβος.
«Θέλεις
να τους μιλήσεις Φαία;» με ρωτάει ο
Χάρων.
«Τι
να πω στους μεγάλους τιτάνες, που τα
έβαλαν με τους θεούς και δεν μετάνιωσαν
ποτέ; Τι να τους πει μια Φαία, που οι θεοί
την έκαναν γουρούνα;»
Ο
Υπερίων με πλησιάζει. Δίπλα του είναι
η Φοίβη. Μου δίνει μια αργυρή λεκάνη με
νερό. Είναι απόλυτα λεία η επιφάνεια
του νερού και μοιάζει με καθρέφτης.
«Μην
σκιάζεσαι Φαία. Κοίτα το πρόσωπό σου»
μου λέει.
Κοιτάζω
και βλέπω εμένα σαν Φαία κι όχι σαν
γουρούνα.
«Σε
ευχαριστώ Φοίβη λαμπρότατη, θεά της
Σελήνης» της λέω. «Γιατί είμαι θνητή
αλλά έκανες την εικόνα μου αθάνατη.»
Ο
Υπερίων μου δείχνει στον ουρανό τις
Πλειάδες.
«Αυτές
κρατούν συντροφιά στον αγαπημένο σου
γιο» μου λέει. «Κάθε βράδυ μιλούν, γελούν
και κλαίνε μαζί του.»
Όσο
με ανακούφισε η εικόνα μου στον καθρέφτη
της Φοίβης άλλο τόσο με ησύχασε ο λόγος
του Υπερίωνα. Βλέπω την Ευρυφάεσσα.
Είναι η μητέρα του Ήλιου.
«Χαίρε
Πολύφωτη» της λέω.
«Χαίρε
Φαία, τιτανίδα κόρη της έξοχης Έχιδνας
και του Τυφώνα, γυναίκα του Τυφώνα, σοφή
τιτανίδα ανυπότακτη!»
Ο
Χάρων μου λέει πως πρέπει να φεύγουμε.
«Μας
περιμένει ο Κέρβερος» μου λέει.
«Δεν
περίμενα τόσο όμορφα δώρα» του λέω.
«Είμαι πολύ χαρούμενη που μου τα
έδωσαν.»
Γυρίζουμε
στον προθάλαμο της χώρας των νεκρών. Θα
μείνω για λίγο ακόμη εδώ. Ξαπλώνω σε ένα
λείο βράχο. Κλείνω τα μάτια μου. Δεν θα
σπαταλήσω άλλη από την ελάχιστη ζωντανή
ζωή που έχω μέσα μου.
Σκέφτομαι
τον κάτω κόσμο και τον ακόμα πιο κάτω,
τον Τάρταρο, εκεί που με πήγε ο Χάρων.
Σκέφτομαι τον πάνω κόσμο και τον ακόμα
πιο πάνω, τον ουράνιο, όπως μου τον
έδειξαν ο Δίας κι ο Τυφώνας. Τέσσερα
επίπεδα με διαφορετικά στρώματα του
αέρα. Κάτω Έρεβος, πιο πάνω σκότος, πιο
πάνω η Μέρα κι η Νύχτα κι ακόμη πιο πάνω
ο αιθέρας. Πώς να γεννήθηκε άραγε αυτός
ο κόσμος και πώς να πεθάνει; Λένε πως
όλα τα γέννησε η Γαία, η πρωταρχική
ουσία, με τον έρωτα. Και την Γαία ποιος
την έφτιαξε; Υπήρχε πάντα και θα υπάρχει.
Ούτε αναλλοίωτη, ούτε αιώνια. Υποκείμενη
στις αλλαγές, μέρος του σύμπαντος που
αλλάζει, αλλά σταθερή αρχή των πάντων.
Ο
κόσμος! Άραγε ποιος τον έφτιαξε και
ποιος μπορεί να τον χαλάσει; αναρωτιέμαι.
Πόσοι άλλοι τέτοιοι κόσμοι, με Γαίες κι
Ουρανούς, με Τάρταρους και με κάτω
κόσμους, υπάρχουν; Τι είμαι εγώ; Τι είναι
η Φαία μέσα σε όλη αυτή την απειρία
μορφών; Μια κουκίδα άμμου σε μιαν
ατελείωτη αμμουδερή παραλία. Ίσως ένα
αστέρι μοναχά, μέσα στα πολλά εκατομμύρια
των άστρων του νυχτερινού ουρανού. Ίσως
και κάτι ακόμα λιγότερο. Που βλέπει όσα
μπορεί και της διαφεύγουν όλα τα άλλα.
Που ο κόσμος μέσα από τα μάτια και τη
σκέψη της παίρνει σάρκα και οστά. Πνίγομαι
από την ασημαντότητα και την απεραντοσύνη
μου. Δίνω πίσω την σταγόνα από το αίμα
της Μέδουσας στον Χάροντα.
«Πάρε
το αίμα και φύλαξέ το για κάποιον άλλον»
του
λέω.
«Κουράστηκα. Θέλω να πάω στον κόσμο
των νεκρών. Εκεί όπου δεν έχεις ταυτότητα,
δεν έχεις μνήμη, δεν έχεις σκέψη.»
«Χαίρε
σοφή Φαία» μου λέει.
Ο
Κέρβερος ανοίγει την πόρτα και με χαιρετά
με σεβασμό. Του χαμογελάω. Αυτός θα
μείνει, υπηρέτης της τάξης των θεών, θα
φυλάει τις πύλες του Άδη. Εγώ φεύγω. Τα
πουλιά του δάσους κάτι έχουν καταλάβει
και τιτιβίζουν. Κάποια άλογα χλιμιντρίζουν
και τρέχουν στις πλαγιές του Πηλίου.
Ένα σκαθάρι στέκεται απέναντί μου και
χαμογελά. Γρυλίζω με την γουρουνίσια
φωνή μου και τους χαιρετώ.
Προχωρώ
στην ανυπαρξία. Χωρίς ταυτότητα και
χωρίς μνήμη, θα μείνω στη χώρα των νεκρών.
Μετά ... κανείς δεν ξέρει, ούτε οι θεοί,
ούτε ο Ωκεανός, ούτε οι νύμφες. Ο Λάδων,
έξοχος κάποτε τιτάνας και τώρα φίδι
τρομερό, με χαιρετά. Κοντά του ο Άτλας
που δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια
γιατί μ’ αυτά κρατά τον ουρανό. Μ χαιρετά
με ένα νεύμα.
Βγάζω
μια τελευταία γουρουνίσια κραυγή. Είναι
ο δικός μου χαιρετισμός στον Έξεχο, στον
υπέροχο μαχητή-θήραμα και γιο μου, στον
Καλυδώνιο Κάπρο.
«Φεύγω
γιε μου. Να θυμάσαι την σοφή Φαία. Την
ήθελαν οι θεοί αλλά αυτή προτίμησε τον
Τυφώνα.»
«Πάρε
με μαζί σου, Μάνα» ακούγεται μια δυνατή
κραυγή, απάντηση στην γουρουνίσια φωνή
μου. «Είμαι ο γιος σου, είμαι ο Καλυδώνιος
Κάπρος.»
«Δεν
είσαι Κάπρος. Είσαι ο Έξεχος» του λέω.
Αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που
βγαίνουν από το στόμα μου. Περνώ τις
πύλες. Κοιτάζω την χώρα των νεκρών.
Γκρίζο τοπίο, τίποτε δεν ξεχωρίζει.
«Είσαι ο Έξεχος. Είμαι η Φαία»
ακούγεται για λίγο μια αντήχηση. Κι
ύστερα σιωπή.