Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Για την παρέλαση της 28ης

Αναμνηστική φωτογραφία από μια τέτοια παρέλαση. Στην πλατεία Εθνικής αντίστασης από αριστερά η Ξένια Φωτίου, Εγώ, ο Γιάννης Τσιλάβης, ο Νίκος Μπεάζογλου, ο Παναγιώτης Χατζησταυράκης κι ο Γιώργος Παπαδάκης

Αύριο, 28η Οκτωβρίου 2020, ογδόντα ολόκληρα χρόνια μετά το ΟΧΙ στον άξονα, γιορτάζουμε την εθνική γιορτή μουγκά, από τα σπίτια μας. Παρέλαση φυσικά δεν θα γίνει λόγω κορωνοϊού. Ο Δήμαρχος μας έστειλε πρόσκληση (στους δημοτικούς συμβούλους) να κάνουμε κατάθεση στεφάνου μόνο εμείς στην πλατεία Κύπρου στις 11 πμ αφού προηγηθεί η καθιερωμένη δοξολογία στις 10 πμ στον Άγιο Γεώργιο. Μρε μάσκες, κράνη, τζάκετ και τον λοιπό εξοπλισμό.

Δεν θα γίνει, λοιπόν, παρέλαση. Γι αυτήν, την "μεγάλη απούσα" θέλω να μιλήσω λίγο σήμερα. Να θυμηθώ πώς ζούσα τις παρελάσεις για πολλά χρόνια στη μικρή μας πόλη, τη Δραπετσώνα.

Κατ' αρχάς να πω μια γνώμη. Κατά την δική μου άποψη οι παρελάσεις (όπως γίνονται μέχρι σήμερα)  γενικώς δεν χρειάζονται. Αποτελούν κατάλοιπα άλλων εποχών που έζησαν σε ισχυρό στρατοκρατικό και εθνικιστικό περιβάλλον. Δεν έχουν χαρακτήρα σύγχρονης γιορτής με αφορμή το γενναίο παρελθόν αλλά υπόμνησης ενός γεγονότος που αφορά σε άλλες γενιές. Δεν αποτελούν φόβητρο για εχθρούς και φίλους παρά μόνο μια ατυχή κι αναποτελεσματική προσπάθεια στρατικοποίησης της μαθητικής ζωής.

Ωστόσο η παρέλαση της Δραπετσώνας, που είναι μια μικρή πόλη, μια γειτονιά, μου άρεσε πάντα γιατί ήταν μια ευκαιρία να βρεθούμε όλοι, γονείς, μαθητές, δάσκαλοι, σύμβουλοι, πρόσκοποι, αντιστασιακοί κλπ. σε μια γιορτή με χαρακτήρα εθνικό και αισιόδοξο. 

Όταν μου έλεγαν “χρόνια πολλά” την ημέρα των εθνικών εορτών, στην αρχή αιφνιδιαζόμουν και γελούσα. Μετά ανταπέδιδα τον χαιρετισμό βρίσκοντας πως είχε μια χαρούμενη και αισιόδοξη διάσταση και επομένως είχα λάθος που τον απέφευγα.

Στη Δραπετσώνα είχαμε τρεις τέτοιες γιορτές. Μια παρέλαση την 25η Μαρτίου με δοξολογία στον Άγιο Παντελεήμονα, μια παρέλαση την 28η Οκτωβρίου με δοξολογία στον Άγιο Φανούριο και μια παρέλαση (του κόσμου προς τα βοτσαλάκια) την ημέρα των Φώτων με δοξολογία στην Ανάληψη. Τρεις εκκλησίες, τρεις γιορτές και τρεις δεξιώσεις στο δημαρχιακό μέγαρο (με μηδενικά σχεδόν έξοδα) όπου όλο το "πολιτικό" προσωπικό, αλλά και πολύς κόσμος, βρισκόμασταν, μιλούσαμε, χαλαρώναμε και απολαμβάναμε αυτό που αποκαλείται δημόσιος χώρος. Αυτός ο δημόσιος χώρος, η αγορά των αρχαίων, δεν λειτουργεί στην εποχή μας κάθε μέρα, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, λειτουργούσε όμως τρεις φορές τον χρόνο με διοργανωτή τον δήμο.

Η συμμετοχή όλων στον ΚΟΙΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ήταν το κυριότερο νόημα των δυο παρελάσεων και των Φώτων και γι αυτό οι παρελάσεις γενικώς δεν έχουν καμιά σχέση με τους γιορτασμούς των εθνικών επετείων -όπως τους έζησα- στη Δραπετσώνα.

Σε ό,τι αφορά, τώρα, στο τυπικό της παρέλασης γενικώς, θα προτιμούσα αυτή να είχε άλλο χαρακτήρα. Όλες αυτές οι προσπάθειες να μπουν τα παιδιά σε μια γραμμή, να προχωρούν με βηματισμό χήνας και να κορδώνονται σαν να πάνε στον πόλεμο μου φαίνεται εντελώς γελοίο θέαμα. Έτσι κι αλλιώς αντιδρούν ενστικτωδώς και γελοιοποιούν την φιλότιμη προσπάθεια των γυμναστών και δασκάλων. Αν πραγματικά το ήθελαν, θα πήγαιναν με ρυθμό και βήμα χήνας εύκολα, δεν θέλουν όμως, το βρίσκουν μειωτικό να "συντάσσονται" σε τέτοια παραγγέλματα. Το ξέρω γιατί το έζησα, 

Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Θα προτιμούσα να προχωρούν (έστω και με ομοιόμορφες στολές αν ήθελαν) μπουλουκηδόν, όπως στην είσοδο στους Ολυμπιακούς αγώνες ή σε αθλητικούς ή άλλους αγώνες, χαιρετώντας ελεύθερα, στρέφοντας το κεφάλι παντού για να δουν γνωστούς, κρατώντας δικά τους πανό ή πλακάτ με κάποια ιδέα τους ή ένα σύνθημά τους. Θα προτιμούσα να πρόκειται μια χαρούμενη παρέλαση (όχι βέβαια γκέϊ παρέϊντ), να δίνουν μια νότα συλλογικής αισιοδοξίας, που να μην χάνει και το ουσιαστικό μήνυμα της ΜΝΗΜΗΣ.

Αυτή η μνήμη μπορεί να εξυπηρετηθεί πολύ καλύτερα με σύγχρονες ιδέες (σκηνοθετικού τύπου) παρά με έναν δεκάρικο λόγο που κανείς δεν ακούει και με μια στημένη και κολλαριστή παρέλαση που κάνει τα παιδιά να μισούν τις τέτοιες επετείους. Δεν ξέρω πόσοι τις απολάμβαναν μικροί αλλά εμένα τουλάχιστον με έκαναν να τις μισώ.


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Περί Ανάπλασης ο λόγος

Δημοσίευσα στο Φ/Μ ανάρτηση για την σημερινή συνάντηση στο δημαρχείο με θέμα την πολεοδομική μελέτη για την περιοχή της Ανάπλασης.

Την αναρτώ και σε αυτό το ιστολόγιο και την στέλνω με ημέηλ.
*************************
 
Περί Ανάπλασης ο λόγος
.............
Συναντηθήκαμε σήμερα στο Δημαρχείο οι επικεφαλής των παρατάξεων (Διαλινάκης, ΚΚΕ, Τσιρίδης, Δαβγιώτη, Δατσέρη, Καμάς) με τον δήμαρχο και τον ειδικό συνεργάτη κ. Γ.Ανδρεαδακη. Θέμα η περιοχή ανάπλασης και η πολεοδομική μελέτη.
...........
Η δημοτική αρχή είπε πως είμαστε στο ξεκίνημα, ακούει προτάσεις και προτείνει να προχωρήσουμε σε πολεοδομική μελέτη (άρθρο 7 του 2508/97). 
Η δική μου πρόταση ήταν να προχωρήσουμε με προκαταρκτική πρόταση ανάπλασης (άρθρα 8-11 του ίδιου νόμου). 
Στην ουσία η δημοτική αρχή θέλει να κάνουμε διαδικασίες πολεοδόμησης (αυτό λέει το άρθρο 7) ενώ εγώ προτείνω να χαρακτηριστεί η περιοχή ως περιοχή ανάπλασης και να προχωρήσουμε με ειδικές διατάξεις (άρθρα 8-11).
.........
Η διαφορά προς το παρόν είναι μικρή. Έτσι κι αλλιώς θα πρέπει να αποτυπώσουμε μια πρόταση είτε την πούμε προμελέτη είτε προκαταρκτική πρόταση. Το θέμα είναι να προχωρήσουμε και η δέσμευση της δημοτικής αρχής είναι ότι τον Ιανουάριο, ή έστω λίγο αργότερα, θα έχει έτοιμη μια πρόταση για την πολεοδομική μελέτη. Θα γίνει με δυνάμεις του δήμου (όχι με ανάθεση σε γραφείο) και με βασικές αρχές:
Α) τον συντελεστή δόμησης 0.15 
Β) χρήσεις γης πολιτισμό, αναψυχή, παιδεία, υγεία και 
Γ) εισφορά σε γη 50% (περίπου)
.........
Ο Διαλινάκης έβαλε θέμα να αποχαρακτηριστεί η λιμενική ζώνη, να γίνει αιγιαλός. Σωστό.
..........
Γενικά υπάρχει κλίμα συναίνεσης και στις κατευθύνσεις και στον τρόπο δράσης. Υπάρχουν κάποιες διαφωνίες στο τί θα γίνει τελικά εκεί, αλλά αυτή τη στιγμή δεν είναι στο προσκήνιο, εξάλλου ο ισχύων νόμος περιορίζει κατά πολύ αυτές τις διαφορές.

27 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 27η

Ο Δημήτριος εγκαταλείπει, μάλλον για πάντα, την αγαπημένη του Αθήνα, υπό την κατακραυγή των συμπολιτών του. Τα σχέδιά του μακροπρόθεσμα τον οδηγούν στην Αλεξάνδρεια, αλλά, βραχυπρόθεσμα, νοιάζεται για την Δάφνη και πώς θα την πάρει μαζί του.

****************************************

 

(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου)

Το απόγευμα εκείνης της ημέρας, στη Βασίλειο Στοά, ο Δημήτριος Φαληρέας ένιωθε πολιορκημένος. Στους δρόμους ένα μεγάλο πλήθος πολιτών πανηγύριζε με φωνές για την ισοκρατία και την ισονομία. Μέτοικοι, γυναίκες και δούλοι ήταν συμμέτοχοι στο πανηγύρι κι αυτοί. Δυο αγάλματά του, είχαν ξεπατωθεί από τις βάσεις τους και, πέφτοντας κάτω, είχαν σπάσει. Ήταν πραγματικά όμορφα αγάλματα. Τα είχε φροντίσει ο ίδιος να είναι με τέχνη σκαλισμένα. Ήταν ντυμένα με χρυσά κοσμήματα, όμορφα ρούχα, δερμάτινα σανδάλια και ερυθρούς χιτώνες. Τώρα, αλλού βρισκόταν το όμορφο κεφάλι του φιλόσοφου κι αλλού το αρμονικά χτισμένο σώμα του. Ήταν αλλού τα χέρια κι αλλού τα πόδια του. Μια φριχτή βεβήλωση της εικόνας του ήταν όλο αυτό! Συμπεριφορά ενός λαού που θα ταίριαζε μόνο σε βαρβάρους.

«Είναι φοβερό θέαμα» είπε ο Φαληρέας καθώς έβλεπε την καταστροφή και τις φωνές από το μπαλκόνι. «Τα έχουν βάλει με τα μάρμαρα και τον χαλκό».

«Πάλι καλά που διαλύσανε τα αγάλματα κι όχι εσένα» είπε ψύχραιμος ο Θεόδωρος.

«Είναι ικανοί να μπουν στη Στοά. Αν το επιχειρήσουν να χτυπήσουμε;» ρώτησε ο Αγακάτης.

«Μην το ξαναπείς αυτό Αγακάτη» είπε ο Δημήτριος.

«Είναι δύσκολα τα πράγματα» είπε ο Θεόφραστος.

«Νομίζω πως θα πρέπει να επισπεύσεις την αναχώρησή σου, Επιμελητή» είπε ο Αγακάτης.

«Επιτέθηκαν και στο Λύκειο! Δεν σέβονται τίποτα πια» πρόσθεσε ο Θεόφραστος φοβισμένος.

«Η δημοκρατία είναι κακό πολίτευμα αντάξιο τέτοιων πολιτών» είπε η Αγαπάνθη.

«Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα επιτεθούν και σε εμάς» είπε ο Δημήτριος. «Πρέπει να φύγουμε».

Η αλήθεια ήταν ότι ο Φαληρέας δεν φοβόταν ιδιαίτερα. Είχε τη διαβεβαίωση του Αντιγονίδη στον Θεόδωρο. Ο νέος δυνατός άντρας ευνοούσε την φυγή του. Ο Δημοχάρης, που καθοδηγούσε το πλήθος, ήταν λογικός άνθρωπος και δεν θα παρασυρόταν από τα πάθη του. Ο λόγος που έδειχνε πως κι αυτός φοβόταν, ήταν γιατί ήθελε να δικαιολογήσει την φυγή του από το Άστυ. Ήθελε να πάει στη Μουνιχία να συνεννοηθεί με τον Διονύσιο αλλά, κατά βάση, επιθυμούσε να πάει στο Φάληρο. Ανυπομονούσε να πάει επί τέλους στο πατρικό του όπου θα του είχαν ετοιμάσει κατάλληλα την Δάφνη.

Αυτή ήταν που κυριαρχούσε στη σκέψη του κι όχι ο φόβος. Ήθελε να την κάνει δική του, έστω κι αν ήταν αναγκαίο ένα είδος βίας. Στο κάτω-κάτω, θα το απολάμβανε κι αυτή. Ήταν ο μόνος τρόπος για να την «πείσει» να τον ακολουθήσει όπου κι αν πήγαινε, στην Θήβα ή στην Αίγυπτο. Μια γυναίκα “χρησιμοποιημένη” κι όχι παρθένα, ανύπαντρη, ήταν απίθανο να βρει άντρα να την αποκαταστήσει. Κανείς δεν θα δεχόταν να την πάρει από “δεύτερο” χέρι. Μόνο αυτός ο παλαβός που του είχε επιτεθεί, ο Ιάσων, από τους Κολονούς, θα την δεχόταν. Όμως ο Δημήτριος σκόπευε να τον εξουδετερώσει με τρόπο οριστικό, ακόμη και να τον εξοντώσει αν χρειαζόταν. Η Δάφνη έπρεπε να μείνει χωρίς στήριγμα, μπροστά σε ένα αδιέξοδο, με μόνη της επιλογή να τον ακολουθήσει. Γι αυτόν τον λόγο αυτές οι ώρες ήταν κρίσιμες. Αν της στερούσε την παρθενιά και τον Ιάσονα, θα την είχε στο χέρι. Κι αν την έπαιρνε μαζί του, όπου πήγαινε, θα τα κατάφερνε, στο τέλος, να την κάνει να τον συμπαθήσει κι εκείνη.

«Αν θέλετε, αγάπες μου, ελάτε κι εσείς μαζί μου» είπε ο Δημήτριος στην Αγαπάνθη και το Μειράκιον.

Στέκονταν εκεί δίπλα του φοβισμένες.

«Πού θα μας πας, Επιμελητή;»

«Θα λείψω για λίγο από την Αθήνα» είπε. «Αποφασίστε, κι αν θέλετε μπορείτε να μείνετε ή να έρθετε μαζί μου».

«Να φύγουμε από την Αθήνα;» αναρωτήθηκαν.

Δεν άρεσε καθόλου αυτή η προοπτική στις δυο εταίρες. Συμπαθούσαν τον Φαληρέα και τον ευγνωμονούσαν για τα δώρα του, ακόμη και για την άσβεστη ερωτική του δίψα. Δεν θα άφηναν, όμως, τόσο εύκολα το Άστυ των Αθηνών, τον τόπο που αποτελούσε γι αυτές επίγειο παράδεισο. Ίσως αν πήγαινε στην Κόρινθο να το συζητούσαν, εκεί κυριαρχούσαν όμως οι εχθροί του και δεν θα τον δέχονταν. Για πιο μακρινά μέρη δεν το συζητούσαν. Η Αγαπάνθη, το Μειράκιον κι οι άλλες εταίρες της Αθήνας δεν θα έμεναν μόνες αν έλειπε από την πόλη ο Δημήτριος. Ένας άλλος Δημήτριος, εξάλλου, όμορφος, δυνατός, ισόθεος ή βασιλιάς -όπως τον αποκαλούσαν- ερχόταν. Μια νέα ομάδα ανδρών θα επικρατούσε με τις ίδιες ανάγκες για σωματική και ψυχική ισορροπία, Θα ήταν πάλι άντρες που την ημέρα θα έπαιζαν το γνωστό παιχνίδι της πολιτικής εξουσίας. Τα βράδια θα παραδίδονταν κι αυτοί στην γυναικεία εξουσία για να παίξει εκείνη το παιχνίδι της μαζί τους.

«Θα μείνω εδώ, Δημήτριε» είπε η Αγαπάνθη, «αγαπώ πολύ αυτή την πόλη για να την εγκαταλείψω».

«Κι εγώ, αγαπημένε, θα μείνω εδώ» είπε το Μειράκιον.

«Ωραία, λοιπόν, όσοι είμαστε έτοιμοι για αναχώρηση, ας πηγαίνουμε» είπε ο Φαληρέας.

«Έχω ετοιμάσει άλογα και μια άμαξα, θα φύγουμε από την πίσω πόρτα» είπε ο Θεόδωρος.

Ο Φαληρέας κοίταξε τριγύρω κι έριξε ακόμα μια ματιά κάτω στους δρόμους. Αγαπούσε την Αθήνα, την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου. Ήθελε να την αναμορφώσει και να της δώσει την παλιά της λάμψη. Ήθελε να φτιάξει την ιδανική πολιτεία, σύμφωνα με αυτά που είχαν διδάξει ο μέγας Αριστοτέλης κι ο Πλάτων. Μια πολιτεία όπου θα κυβερνούσαν οι άριστοι και θα είχε σκοπό την ευτυχία των ανθρώπων. Πίστεψε κάποια στιγμή ότι είχε πλησιάσει κοντά στ’ όνειρο, όμως, τελικά, διαψεύστηκε οικτρά. Και νά τώρα που έφευγε από την πίσω πόρτα!

«Είναι σίγουρο ότι δεν θα μας την έχουν στήσει εκεί;» είπε ο Θεόφραστος ανήσυχος.

«Μίλησα με τον Δημοχάρη» είπε ο Θεόδωρος.

«Και τι σου είπε;»

«Εκείνος μου υπέδειξε την πίσω πόρτα. Θα φροντίσει να μείνει ελεύθερη έτσι ώστε, όταν θελήσουμε να φύγουμε, να έχουμε διέξοδο».

«Όλα τα σκέφτεται, λοιπόν, ο Δημοχάρης» σχολίασε ο Δημήτριος χαμογελώντας.

«Θέλουν να σε ξεφορτωθούν από τα πόδια τους μια ώρα αρχύτερα» είπε ο Θεόδωρος. «Δεν τους νοιάζει και τόσο η εκδίκηση όσο η εξουσία».

«Θα έρθω μαζί σας» είπε ο Αγακάτης.

«Πάμε πρώτα στη Μουνιχία. Έχουμε να πούμε μερικά πράγματα με τον Διονύσιο και τους Μακεδόνες του» είπε ο Φαληρέας.

Χαιρέτισε μ’ ένα απαλό φιλί τις εταίρες. Χαιρέτισε μετά με μια χειρονομία το προσωπικό της Βασιλείου Στοάς που είχε παραταχθεί να τον αποχαιρετίσει. Έριξε μια τελευταία ματιά σε μια πανέμορφη προτομή του από χαλκό, ελεφαντόδοντο κι ασήμι. Σύντομα θα βρισκόταν σπασμένη κι αυτή στο πάτωμα. Συγκινημένος από αυτά που έβλεπε, άφησε την Στοά βορά στους εξεγερμένους. Ένας τυχαίος μαρμαράς ή φούρναρης ή ένας ψαράς θα κληρωνόταν «άρχων βασιλιάς» για ένα χρόνο. Αυτός θα ερχόταν να μείνει σε αυτά τα υπέροχα δώματα και θα παρίστανε τον “βασιλιά” του δήμου. Ένας τιποτένιος αντί γι αυτόν, τον φιλόσοφο και πολιτικό!

Αν τον στενοχωρούσε κάτι, δεν ήταν που έχανε τη δόξα και τα μεγαλεία της επιμελητείας των Αθηνών. Ήταν που θα έχανε μαζί τους και την ευκαιρία να αποκτήσει εύκολα, άκοπα και σχεδόν διασκεδαστικά την Δάφνη. Ο πατέρας της είχε ήδη συμφωνήσει να του την δώσει. Ο νεαρός που την περιτριγύριζε θα έβγαινε εύκολα από την μέση αν παρέμενε τύραννος. Καλές ήταν οι εταίρες, η Αγαπάνθη, το Μειράκιον, η Μανία, η Δημώ, η Λέαινα, η Αντίκυρα κι ένα σωρό άλλες(*). Καλές αυτές, πλην, κάλλιστη η έξοχη Δάφνη. Αυτή η γυναίκα ήταν που άξιζε να γίνει γυναίκα του πρώτου πολίτη των Αθηνών.

Τώρα όλα αυτά τα όνειρα έπαιρναν τέλος. Απέμενε μόνο μια προσπάθειά του να την δεσμεύσει και να την πάρει μαζί του στην εξορία όπου όδευε. Η παρέα των τσαρλατάνων Μυστών και Ιεροφαντών, ήταν η ελπίδα του. Δίδασκαν δήθεν την ορφική διδασκαλία κι έσωζαν τον απλό κι ανόητο κόσμο από τα αδικήματα των προγόνων του. Θεομπαίχτες κανονικοί. Ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να ζαλίσουν την Δάφνη με τα βότανα και τα ερωτικά τους φίλτρα. Αυτοί θα την έφερναν στην αγκαλιά του. Ήθελαν ανταλλάγματα, βέβαια, αλλά θα τους τα έδινε χωρίς κανένα πρόβλημα. Εδώ που είχαν φτάσει τα πράγματα, τίποτε δεν είχε καμιάν αξία, εκτός από το τομάρι του και τη Δάφνη.

................................

Παραπομπή:

(*) Η Μανία, η Δημώ, η Λέαινα και η Αντίκυρα αναφέρονται ονομαστικά από τον Αθήναιο στους «Δειπνοσοφιστές» σαν εταίρες ερωμένες του Δημήτριου Ελευθερωτή που πέρασε στην Αθήνα κάποια ωραία χρόνια με τιμές και δόξες. Το προσωνύμιο "Δημήτριος ο πολιορκητής" του δόθηκε αργότερα, στην πολιορκία της Ρόδου.


***************************************** 

Αύριο, Τετάρτη 28/10, μέρα εθνικής γιορτής δεν θα δημοσιευτεί συνέχεια του μυθιστορήματος.

Από την Πέμπτη, 29/10 η συνέχεια.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

26 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 26η

Η περιφορά της κηδείας οδεύει προς το πειραϊκό νεκροταφείο της Τραπεζώνας.

***************************************


(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

..................................

Η κηδεία είχε φτάσει στο Εμπορείο όταν, από τη Μακρά Στοά, εμφανίστηκε ο Φανοκράτης. Είχε αφήσει για λίγο σε έναν αντικαταστάτη την κληρωτίδα κι είχε έρθει να χαιρετίσει τον Καινέα και την Ολύνθια. Η κηδεία σταμάτησε εκεί για λίγο για να ξεκουραστούν εκείνοι που μετέφεραν τον νεκρό. Ο Μύρων ρώτησε τον Φανοκράτη να μάθει τι έλεγε ο κόσμος για την κατάσταση.

«Ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής είναι μέσα σε όλα!»

«Συμφωνούν τώρα, ενώ σκοτώνονταν μέχρι χτες» είπε πικρόχολα ο Μύρων.

«Ο Δημοχάρης έχει αποδείξει την πίστη του στον δήμο» είπε ο Ζείκρατος. «Ο Στρατοκλής είναι ευκαιριακός κόλακας».

«Οι κολακείες αρέσουν στον Αντιγονίδη και σε όλους τους τυράννους» είπε ο Μύρων.

«Ο Στρατοκλής "βασιλιά" τον ανεβάζει, "σωτήρα" και “θεό” τον κατεβάζει» τόνισε ο Φανοκράτης.

«Άρχισε η κατάπτωση της Αθήνας» είπε ο Ζείκρατος. «Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να κάνει τον “βασιλιά", και δίνουν τώρα τον τίτλο στον γιο του Αντίγονου!»

«Κοιτάξτε την πινακίδα» τους έδειξε ο Φανοκράτης.

Σε ένα πανί έγραφε: «ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΤΑΒΑΤΗ»

«Επειδή κατέβηκε εδώ ο ίδιος ο θεός! "Ο καταβάτης"!» κορόιδεψε ο Μύρων.

«Τι χάλια είναι αυτά; Τι γελοιότητα!» είπε η Ιππαρχία που τους πλησίασε.

«Θα μπλέξουμε με καινούριο φρούτο» είπε ο Ζείκρατος.

«Όμως επαναφέρει στ' αλήθεια τα πάτρια. Δείτε που η κληρωτίδα έπιασε πάλι δουλειά» είπε ο Φανοκράτης.

«Ακόμα κι αν έχει κάτι καλό στο μυαλό του ο γιος του Αντιγόνου, δεν θα το πετύχει. Θα τον αποτρελάνουν και θα τον διαφθείρουν οι κόλακες γύρω του» είπε η Κλεοτίμα.

«Με πρώτον απ' όλους τον Στρατοκλή» συμπλήρωσε η Ιππαρχία.

Ο Φανοκράτης έγνεψε στον Ζείκρατο.

«Ρώτησα για τον τρίτο νεκρό, τον Χρηστία».

«Βρήκες να του έχουν κάνει καταγγελία;»

«Ναι. Ο Δέξιππος το έψαξε και μου είπε ότι έχουν κάνει και σ' αυτόν την ίδια καταγγελία. Δεν έκανε την χορηγία που του είχαν αναθέσει και την έκανε ένας άλλος, ένας Λοξίας από τον Κεραμικό».

«Είχε μεγάλη περιουσία ο Χρηστίας;»

«Ο ίδιος είχε λίγα, όμως ήταν κληρονόμος ενός θείου του που έφυγε πρόσφατα και θα έπαιρνε όλη την κληρονομιά. Σ' αυτήν στοχεύει η καταγγελία».

«Δηλαδή για τρίτη φορά έχουμε τα ίδια χαρακτηριστικά στην δολοφονία. Είναι το ίδιο ακριβώς κίνητρο κι η μέθοδος» είπε ο Ζείκρατος. «Έχουμε να κάνουμε με μια συμμορία που διαθέτει δολοφόνους και προσβάσεις στο καθεστώς. Επιπλέον, δεν έχει καμιά πρωτοτυπία».

«Πρέπει να τους βρούμε» είπε ο Φανοκράτης.

Η πομπή ξεκίνησε πάλι. Αργά-αργά πλησίαζε προς τον χώρο με τα μνήματα, προς τον Τραπεζώνα. Θα έβγαιναν από την Πύλη των Μακρών Τειχών που ήταν δίπλα στο Αφροδίσιο, με τον ολάνθιστο κήπο και τις σκιές. Ο Μύρων έριξε το βλέμμα του στην Κλεοτίμα κι είδε ότι κι εκείνη του το ανταπέδωσε. Χτες, εδώ, είχαν πει κάποια λόγια που τώρα ξαναζωντάνευαν. Θα ήθελε να της πιάσει το χέρι και να της δώσει κουράγιο, αλλά θα ήταν απαράδεκτο. Κι εκείνη θα ήθελε να του μιλήσει όπως χτες και να τον ακούσει να την καθησυχάζει. Ηρεμούσε την ταραγμένη ψυχή και το μυαλό της με τον τρόπο του, όμως δεν ήταν τώρα η στιγμή για κάτι τέτοιο.

«Κλεοτίμα, πώς είσαι σήμερα;» τη ρώτησε ξαφνικά μια φωνή από δίπλα της διακόπτοντας τις σκέψεις της.

«Εριφύλη, εσύ;»

«Είμαι στην πομπή από την αρχή» της είπε η Εριφύλη «αλλά δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Ήρθα να σας δω κι εσένα και την Ιππαρχία».

«Αχ, κρίμα, δεν πρόλαβα να της μιλήσω ως τώρα» είπε η Κλεοτίμα. «Πάμε, όμως, να την βρούμε μαζί».

Έμειναν λίγο πιο πίσω. Πλησίασαν προς την Ιππαρχία, που ακολουθούσε την πομπή μόνη της και κάπως απόμακρη. Ήταν απορροφημένη από τις σκέψεις της.

«Από εδώ η Εριφύλη» την σύστησε η Κλεοτίμα, «κι από εδώ η Ιππαρχία».

«Σε ξέρω, σε έχω ακούσει σε ιεροτελεστίες κι επετείους» είπε η Εριφύλη στην Ιππαρχία.

«Ελπίζω να σου άρεσαν αυτά που άκουσες» είπε η Ιππαρχία.

«Σε θαυμάζω για ό,τι έχεις κάνει».

«Υπάρχει πρόβλημα» παρενέβη η Κλεοτίμα. «Η Εριφύλη έχει βρει τον άντρα των ονείρων της, Υπάνωρ λέγεται, και θέλει να φύγουν από την Αθήνα».

«Δεν σας αρέσει η πόλη του Περικλή;»

«Ο Υπάνωρ μου, έχει μπλέξει με ορφικούς. Θέλω να φύγουμε για να χάσουν τα ίχνη μας» εξήγησε η Εριφύλη.

«Χμ, με ορφικούς, ε; άσχημο μπλέξιμο!» είπε η Ιππαρχία. «Και πότε θέλεις να φύγετε;»

«Και αύριο, αν είναι δυνατόν!» είπε η Εριφύλη.

Η Ιππαρχία κι η Κλεοτίμα απόρησαν. Τους εξήγησε:

«Σας είπα ότι ο Υπάνωρ μου έχει μπλέξει. Τον έβαλαν να κάνει κάποιες τελευταίες βρομοδουλειές και τον θέλουν και σήμερα. Μετά ξεμπερδεύει μαζί τους».

«Και η βιασύνη;»

«Φοβάμαι ότι δεν θα τον αφήσουν ήσυχο. Πρέπει να φύγει αμέσως. Όσο πιο ξαφνικά φύγουμε τόσο πιο πιθανό είναι να μας χάσουν» είπε η Εριφύλη.

«Μην φοβάσαι καθόλου, καλή μου» της είπε η Ιππαρχία. «Θα φροντίσουμε να φύγετε, έστω και βιαστικά. Στο πατρικό του Κράτη στη Θήβα θα σας δεχτούν πρόθυμα. Θα φτιάξουμε μιαν επιστολή και θα σας την δώσουμε».

Η Εριφύλη ησύχασε κάπως.

«Μόλις τελειώσουμε με την κηδεία θα φτιάξει ο Κράτης την επιστολή. Μείνε ήσυχη» της επανέλαβε.

«Είστε πολύ καλές, με ανακουφίζετε» είπε η Εριφύλη.

«Πες μας όμως, Εριφύλη, γιατί άναψες την περιέργειά μου» της είπε η Ιππαρχία. «Τι ομάδα είναι αυτή που έμπλεξε τον άνθρωπό σου; Μήπως τους ξέρω;»

«Δεν τους ξέρω ούτε κι εγώ, δεν τους βλέπει κανείς. Ακόμα κι όταν είναι μπροστά στον Υπάνορα οι Μύστες φορούν μάσκες. Τους αποκαλεί "η οργάνωση". Έχουν γι αρχηγούς μιαν Ιέρεια, ένα Μύστη κι έναν Ιεροφάντη. Κάνουν καθαρμούς σε πεθαμένους για να μη τους βασανίζουν -λένε- τα αδικήματα που έκαναν όταν ζούσαν. Κάνουν κι εξορκισμούς. Με κάτι τέτοιες βλακείες κοροϊδεύουν τον κόσμο κι έμπλεξαν τώρα και τον Υπάνορα».

«Κι ο Υπάνωρ γιατί κάθεται με αυτούς;»

«Του αναθέτουν διάφορες δουλειές κι έτσι ο Υπάνωρ βγάζει κάποια χρήματα. Τα χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να φύγουμε».

«Ίσως έπρεπε να ψάξει αλλιώς για να βρει αυτά τα χρήματα. Πάντως, πολύ σωστά τα λες "βλακείες" αγαπητή μου Εριφύλη» συμφώνησε η Ιππαρχία. «Πες μου όμως, κάτι ακόμα. Μήπως ξέρεις ποιες ήταν αυτές οι "βρομοδουλειές", όπως τις είπες, που αναθέσανε αυτές τις μέρες στον Υπάνορα; Τι ήταν αυτό το τελευταίο που θα έκανε;»

«Δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι ήταν παράνομα πράγματα. Ο Υπάνωρ φοβόταν να τα κάνει αλλά φοβόταν και να αρνηθεί για να μην τον εκδικηθούν».

«Δηλαδή... τον εκβιάζουν;» απόρησε η Κλεοτίμα.

«Μην σου φαίνεται παράξενο, Κλεοτίμα» της είπε η Ιππαρχία. «Αυτές οι μυστικές οργανώσεις με τα μυστήριά τους στο τέλος εκεί καταλήγουν. Εκβιάζουν και παρασύρουν ο ένας τον άλλον σε παρανομίες».

«Τότε έχουμε ένα λόγο παραπάνω να ξεμπλέξουμε την φίλη μας και τον ερωμένο της».

«Θα το κάνουμε, μην ανησυχείτε».

Στην Πύλη των Μακρών Τειχών προς τους Θυμοιτάδες φαίνονταν οι βάσεις δυο σπασμένων αγαλμάτων. Ήταν και τα δυο του Δημήτριου Φαληρέα. Τα είχε σπάσει το πλήθος κατά τους πανηγυρισμούς μετά την απόβαση του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Κι άλλα αγάλματα του Φαληρέα στο Άστυ των Αθηνών είχαν γκρεμιστεί.

«Κοιτάτε εδώ! Δείτε την αποκαθήλωση του τυράννου» είπε ο Μύρων.

«Ο Φαληρέας δίδασκε τον λαό να ζει με λιτότητα και να μην ζητά πολλά, αλλά, ο ίδιος μεγάλωνε την περιουσία του. Απ’ την άλλη γέμιζε την πόλη με αγάλματα για να ικανοποιήσει την ματαιοδοξία του» είπε ο Ζείκρατος.

«Χρήμα και ματαιοδοξία!» είπε η Ιππαρχία.

«Πού να βρίσκονται τώρα οι κόλακες του Φαληρέα;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Νικάτα.

«Εκπαιδεύονται για κόλακες του ελευθερωτή!» της είπε ο Ζείκρατος και κέρδισε ένα βλέμμα της γεμάτο θαυμασμό.

«Εγώ φεύγω προς τη Μακρά Στοά» είπε ο Φανοκράτης. «Πρέπει να γυρίσω πίσω στην κληρωτίδα».

«Πάρε αυτή την επιστολή για την Λάμψακο» του είπε ο Ζείκρατος και του έδωσε ένα πάπυρο. Ήταν τυλιγμένος καλά μέσα σε ένα δερμάτινο ρολό. «Φρόντισε να φύγει με ένα πλοίο που πάει προς τον Ελλήσποντο».

«Εντάξει. Κι εσείς ρίξτε ένα λουλούδι και για μένα στον Ερμόδωρο» είπε ο Φανοκράτης κι έφυγε με την επιστολή.

«Γράφεις στον Επίκουρο;» ρώτησε η Ιππαρχία.

«Ναι, του έγραψα χτες» της απάντησε ο Ζείκρατος.

«Δεν φοβάσαι μην απογοητευτεί;»

«Για μερικά χρόνια, τουλάχιστον, θα ζήσει η Αθήνα μια άνοιξη, Ιππαρχία. Θέλω να έρθει να την γευτεί. Ξέρω πόσο του λείπει η πόλη, ξέρω πόσο του λείπουμε όλοι εμείς».

«Καλώς να έρθει! Μακάρι να έρθει. Αυτοί οι άνδρες λείπουν από την Αθήνα» είπε η Ιππαρχία.

«Θα έρθει. Όσο ο δήμος θα έχει την εξουσία θα μπορέσει να φτιάξει κι εδώ έναν κήπο. Θα κάνει και για μας το ίδιο που έφτιαξε στη Λάμψακο για τους εκεί φίλους του».

Η Νικάτα τους κοίταζε παράξενα. Δεν γνώριζε τον Επίκουρο που είχε φύγει από την Αθήνα όταν εκείνη ήταν ακόμη μωρό παιδί. Καταλάβαινε πως τον εκτιμούσαν πολύ.

«Είναι φιλόσοφος» της είπε η Κλεοτίμα.

«Κι εγώ νόμισα πως ήταν κηπουρός!» είπε η Νικάτα κι όλοι γέλασαν με το αστείο της.

***************************************

Η συνέχεια αύριο Τρίτη 27/10

 

 

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Πτωχοί κι Έξυπνοι

Ο νέος κώδικας που εισάγει η κυβέρνηση δημιουργεί για πρώτη φορά και νομικά πτωχούς ανθρώπους. Μέχρι τώρα ο όρος ήταν δημοσιογραφικός, λογοτεχνικός, πολιτικός, φορολογικός, αλλά όχι νομικός. Είχαμε πτώχευση νομικών προσώπων, τώρα θα έχουμε και φυσικών.

Διάβασα μια ανάρτηση του φίλου μου Δημήτρη Ζεβόλη που κάνει μια εξαιρετική ανάλυση του θέματος. Το λινκ για να την βρείτε στο Φ/Μ είναι:

https://www.facebook.com/profile.php?id=100047516501041

Πέρα από όσα αναφέρει, στέκομαι σε μια διάταξη που δεν μπορώ να το πιστέψω ότι μπήκε στο νομοσχέδιο. Λέει αυτή η παράγραφος της ανάρτησης τα εξής:

« ... η παροχή δυνατότητας να παραμείνει, ως μισθωτής, στην κατασχεμένη κατοικία του, καταβάλλοντας ενοίκιο (που δεν θα είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, θα εξαρτάται από την αξία του ακινήτου) με μία παροχή δικαιώματος προαίρεσης (option) επαναγοράς του, μετά δωδεκαετία ….. στην τιμή της τότε αγοραίας αξίας του, διαγραφομένης και μη συνυπολογιζόμενης, κάθε εκ μέρους του καταβολής, σε όλη την διάρκεια ισχύος της δανειακής συμβάσεως καθώς επίσης και των καταβληθέντων «μισθωμάτων».
Αυτή η τρίτη «δυνατότητα» δεν έχει προσεχθεί επαρκώς, δεν είναι μόνο απολύτως ανεπιεικής αλλά και εξόχως δόλια, γιατί μοναδικός της σκοπός είναι (και εδώ) να εξυπηρετήσει (αποκλειστικά) τις δανείστριες τράπεζες.
Κι αυτό γιατί σε ένα καθεστώς γενικευμένων πλειστηριασμών οι τράπεζες θα βρεθούν με έναν τεράστιο αριθμό ακινήτων που δεν θα ξέρουν τι να τα κάνουν. Με την ρύθμιση έχουν έτοιμη την πελατεία (μισθωτές) οι οποίοι επί μία δωδεκαετία θα είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν μίσθωμα, ακόμα και αν, για οποιοδήποτε λόγο, θελήσουν να αποχωρήσουν από το μίσθιο πρόωρα.
Οι τράπεζες, μέσα στην δωδεκαετία, θα έχουν αποσβέσει, από τα μισθώματα που θα εισπράξουν, πλήρως την αξία τους και θα έχουν όλο τον χρόνο να αξιοποιήσουν την ακίνητη περιουσία που θα έχουν συγκεντρώσει, κατά τον τρόπο που θα κρίνουν, γιατί για επαναγορά ούτε λόγος να γίνεται.»
 
Δηλαδή τα δώδεκα χρόνια που σε κρατά στο σπίτι σου (που απαλλοτριώνει) θα πληρώνεις νοίκι θέλεις δεν θέλεις. Ακόμα κι αν πεις "βρε αδελφέ, είναι ακριβό, φεύγω, πάω σε ένα πιο φτηνό" η τράπεζα σε υποχρεώνει να πληρώνεις το νοίκι επί δώδεκα χρόνια. Με 6% της αξίας που είναι το νοίκι σε 12 χρόνια ο οφειλέτης θα έχει πληρώσει την αξία του σπιτιού κατά 72% δηλαδή θα το έχει πληρώσει, απλά, με ένα εύλογο κούρεμα. Κι η τράπεζα, μετά την δωδεκαετία θα ζητά νέα αποπληρωμή χωρίς να υπολογίζονται αυτά που θα έχει εισπράξει το δωδεκάμηνο.

Στέκομαι έκπληκτος μπροστά στην ασυνειδησία, την δολιότητα, την κακοβουλία των νομοθετών αυτού του νομοσχεδίου. Παράλληλα υποκλίνομαι μπροστά στην απίστευτη εξυπνάδα τους, αφού έπιασαν κορόιδα τους Έλληνες και πιστεύουν πως ακόμα "στο τσεπάκι τους" τούς έχουν.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

25 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 25η

Φτάνουμε πια στο τέλος της δεύτερης μέρας από τις τρεις συγκλονιστικές αθηναϊκές μέρες του 307 π.Χ.. Είμαστε στο απόγευμα της Τετάρτης φθίνοντος Θαργηλιώνος.

Η Αθήνα ετοιμάζεται για να φορέσει το δημοκρατικό της ένδυμα με τις κληρώσεις όλων των αξιωμάτων μεταξύ όλων των πολιτών σε κάθε δήμο της Πολιτείας.

****************************

10η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα

ς' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα

Η δεύτερη μέρα της εξέγερσης που πυροδοτήθηκε από την άφιξη του Δημήτριου, είχε πανηγυρικό χαρακτήρα. Όλες οι φυλές κι οι δήμοι έβαζαν κληρωτίδες με αριθμούς. Κάθε ένας αντιστοιχούσε σε μια οικογένεια και σε έναν Αθηναίο πολίτη της οικογένειας. Τα ονόματα που έβγαιναν από την κλήρωση μαζεύονταν στο Πρυτανείο. Εκεί αποδίδονταν όλα τα αξιώματα της πόλης, από τα πιο ασήμαντα ως τα πιο σημαντικά, σ’ όλους τους πολίτες. Είχε πλέον πάψει να υπάρχει περιορισμός λόγω εισοδήματος, όπως είχαν επιβάλει ο Φαληρέας κι οι Μακεδόνες. Οι κυβερνητικές θέσεις, το δικαστικό και το βουλευτικό σώμα, ήταν ανοιχτά για όλους. Με την κλήρωση θα αποκτούσαν, για ένα χρόνο, έξι χιλιάδες δικαστές, χίλιους βουλευτές και χιλιάδες κυβερνητικά στελέχη. Όλα θα ήταν επιλεγμένα απ’ τους θεούς, δηλαδή από την τύχη και την κληρωτίδα. Ο δήμος ξανάπαιρνε την εξουσία που είχε στερηθεί.

Από αύριο, τρίτη μέρα φθίνοντος του Θαργηλιώνος, ο δήμος αποκτούσε πάλι ισοκρατία κι ισονομία, με τα πάτρια. Οι πλούσιοι κι οι φιλομακεδόνες που, πρόθυμα, είχαν στηρίξει την τυραννία, προβληματίζονταν. Θα δρούσε ο δήμος εκδικητικά ή θα επικρατούσε αμνηστία και κοινωνική ειρήνη; Ο Δημοχάρης, πάντως, ηγέτης ως τώρα της αντιπολίτευσης, ήθελε ηρεμία. Μόνο μερικούς “μακεδονίζοντες” είχε στο στόχαστρο. Τα βέλη του θα έπεφταν σ’ αυτούς που είχαν καταντήσει να προδώσουν την πόλη στον Αντίπατρο ή τον Κάσσανδρο. Αύριο η Εκκλησία του Δήμου στην Πνύκα θα επικύρωνε την δημοκρατία και τα αποτελέσματα της κληρωτίδας.

Από το σπίτι του Ερμόδωρου έλειπε ο Φανοκράτης, που ήταν κληροθέτης. Θα διενεργούσε μαζί με άλλους την κλήρωση των Πειραιωτών στην Μακρά Στοά. Όλοι οι άλλοι φίλοι του νεκρού Ερμόδωρου είχαν μαζευτεί στο σπίτι. Θα τον συνόδευαν στην τελευταία γύρα που θα έκανε στην γειτονιά και στην πόλη του. Ήταν ένα σημαντικό μέρος της κηδείας, η περιφορά, και γινόταν ακριβώς πριν από την ταφή του. Το νεκρό σώμα θα ενταφιαζόταν οριστικά στον Τραπεζώνα, έξω από τα Μακρά Τείχη. Εκεί, κοντά στο Αφροδίσιο και στην Ηετιώνεια, ήταν ήδη ανοιχτός ένας λάκκος. Ήταν έτοιμη κι η τράπεζα, η πλάκα που θα σκέπαζε τον τάφο του.

Όλοι ήταν εκεί, αλλά, όλοι είχαν το μυαλό τους αλλού. Ο Μύρων ήταν απογοητευμένος που αργούσαν τόσο να βρουν τους φονιάδες. Ανησυχούσε ιδιαίτερα για τον Ιάσονα και την Δάφνη που είχαν χαθεί. Σκεφτόταν και την Κλεοτίμα που του είχε δώσει το δικαίωμα να ελπίζει. Δίπλα του, η Κλεοτίμα ένιωθε κι αυτή πως η Δάφνη κι ο Ιάσων είχαν προτεραιότητα αλλά ήταν αναστατωμένη. Η συζήτηση με τον Μύρωνα ήταν σημαντική. Η Νικάτα ένιωθε περίεργα που ο πατέρας της είχε πάθει το ίδιο με τον Ερμόδωρο κι ήθελε να εκδικηθεί. Για την περιφορά είχε έρθει κι η Ιππαρχία. Η Εριφύλη ήταν επίσης εκεί. Ήθελε να δει και να μιλήσει στην Κλεοτίμα και στην Ιππαρχία που της είχαν υποσχεθεί βοήθεια για να φύγει. Ο Καινέας κι η Ολύνθια ήταν περίλυποι που θα συνόδευαν τον γιο τους στον τελευταίο του περίπατο στην πόλη.

Ήταν εκεί κι ο Ζείκρατος, που σκεφτόταν ότι ακόμη δεν είχαν ανακαλύψει τους δολοφόνους. Τουλάχιστον, το κίνητρο του φόνου είχε γίνει πλέον σαφές. Ο Ζωσιφάντης ο Κεραμέας κι ο Ονησίφιλος ο Παιανεύς ήταν εκτεθειμένοι στα μάτια του. Απαιτούσαν αντίδοση από δύο νεκρούς που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Έλειπε βέβαια η υπογραφή του Επιμελητή. Δεν ήθελε να φτάσει στο σημείο να παρακαλέσει τον Φαληρέα. Θα το έκανε, όμως, προκειμένου να μην μείνουν στον δρόμο οι οικογένειες του Ερμόδωρου και της Νικάτας. Από την άλλη, ο Ζωσιφάντης κι ο Ονησίφιλος δεν φαίνονταν ικανοί να έχουν οργανώσει και διαπράξει τις δολοφονίες.

Πριν γίνει οποιαδήποτε άλλη κίνηση θα έπρεπε να γίνει καταγγελία για τους δυο που ζητούσαν αντίδοση. Έπρεπε να κατατεθεί κι ένα αίτημα να χαρακτηριστούν οι θάνατοι φόνοι και να συνδεθούν με της αντίδοση. Για να γίνουν αυτά έπρεπε να υπάρχει αρχή αναγνωρισμένη, όμως, τούτη τη στιγμή δεν υπήρχε κανείς. Ο Φαληρέας ήταν στη φάση της αποχώρησης κι οι νέες αρχές δεν είχαν κληρωθεί ακόμα. Θα έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον δυο-τρεις μέρες. Αν για τις αντιδόσεις αυτό το διάστημα δεν ήταν μεγάλο, για τον Ιάσονα και τη Δάφνη ήταν υπερβολικό. Ήδη έλειπαν από χτες κι όλοι ήταν ανήσυχοι. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τι μπορεί να είχαν γίνει. Όποιοι τους κρατούσαν, πρέπει να τους είχαν μακριά απ’ το άστυ. Ίσως τους είχαν μεταφέρει σε κάποιο αγρόκτημα σε δήμο της Μεσογαίας ή των Παραλίων. Είχε έρθει, όμως, η στιγμή να ξεκινήσει η πομπή με τον νεκρό.

«Ξεκινάμε!» έδωσε το σύνθημα ο Καινέας.

Τους συνόδευε μεγάλο πλήθος κόσμου. Ο Ερμόδωρος ήταν αγαπητός σε όλους, γενναιόδωρος, καλός κι ευγενικός νέος. Δεν είχε εχθρούς, μόνο φίλους κι είχε χαθεί τόσο ξαφνικά. Όλη η γειτονιά κι ο δήμος κι ένα σωρό γνωστοί Αθηναίοι κι Αθηναίες ακολουθούσαν το φέρετρο. Η Ιππαρχία πλησίασε τον Μύρωνα και τον ρώτησε.

«Είναι αλήθεια πως κάποιος Ζωσιφάντης πήγε και ζήτησε αντίδοση από τον νεκρό;»

«Ναι. Ο Ερμόδωρος δεν είναι μόνος. Υπάρχουν κι άλλοι δύο νεκροί με τα ίδια συμπτώματα, δηλητηρίαση και πνιγμό» της είπε ο Μύρων.

«Τι λες; Δηλαδή, είναι σπείρα δολοφόνων;»

«Έτσι πέθανε κι ο πατέρας της Νικάτας» είπε ο Μύρων. «Υπάρχει και τρίτος νεκρός με τον ίδιο τρόπο, ο Χρηστίας».

Η Ιππαρχία προχώρησε λίγο πιο γρήγορα και πλησίασε την Νικάτα με τον Ζείκρατο.

«Είσαι η Νικάτα; Έμαθα καλή μου για τον πατέρα σου. Είναι τρομερό» της είπε με συμπάθεια.

«Λένε ότι ζητούν αντίδοση από τους συγγενείς των νεκρών. Είναι αλήθεια;» ρώτησε η Ιππαρχία τον Ζείκρατο.

«Ναι. Ζητούν από τον Ερμόδωρο κι απ’ τον πατέρα της νεαρής από εδώ. Δεν ξέρουμε ακόμα για τον Χρηστία».

«Αυτό είναι κίνητρο για φόνο» είπε η Ιππαρχία.

«Αυτό λέμε κι εμείς, όμως δεν υπάρχει σήμερα αρχή για να γίνει η καταγγελία» είπε ο Ζείκρατος. «Εξάλλου πρέπει να βρούμε και τους δολοφόνους».

«Τι ξέρετε γι αυτούς;»

«Είναι μια ομάδα. Μάλλον πυθαγόρειοι ή ορφικοί ή μυστικιστές. Μόνο αυτοί μπορούν να δρουν συντονισμένα».

«Υποπτεύεσαι κάποιους;»

«Προς το παρόν είμαι στο σκοτάδι» είπε ο Ζείκρατος.

«Είσαι η Ιππαρχία, ε;» είπε η Νικάτα, «σε θαυμάζω!»

«Εγώ θαυμάζω τα νιάτα και το κουράγιο σου» είπε η Ιππαρχία. «Έχασες πατέρα, αλλά, είσαι εδώ. Δεν κλείστηκες σε τέσσερις τοίχους να μοιρολογείς στους θεούς και να κλαις».

«Η νεαρή είναι αξιοθαύμαστη» είπε ο Ζείκρατος.

«Θέλω να εκδικηθώ, όπως κι οι φίλοι του Ερμόδωρου» είπε η Νικάτα, «Ο πατέρας μου ήταν ο δάσκαλός μου στη φιλοσοφία και τη μουσική. Θα μου λείψει πολύ. Δεν μπορώ να μην κάνω κάτι».

«Δασκάλους θα βρεις κι άλλους, σημασία έχει να σου μάθουν την αρετή. Μην μετατρέψεις τον πόνο σε μίσος. Αυτό θα σου προσφέρει μόνο δυστυχία» είπε η Ιππαρχία.

Η Νικάτα δεν είπε τίποτε, αλλά, την θαύμασε. Ναι, είχε δίκιο. Ήταν εύκολο όταν μισείς να εισπράττεις δυστυχία. Με το μίσος δεν θα ελευθερωνόταν από το βάρος του θανάτου του. Αντίθετα, ίσως έτσι να μεγάλωνε την μιζέρια της ζωής της. Η κυνική Ιππαρχία είχε δίκιο. Η απώλεια του πατέρα της θα αναπληρωνόταν μόνο με τη λογική.

«Ποιος ζητά από εσάς αντίδοση;» ρώτησε η Ιππαρχία.

«Κάποιος Ονησίφιλος από την Παιανία».

«Τον γνωρίζω» είπε η Ιππαρχία. «Ένας απατεώνας είναι και συχνάζει με κάποιους ορφικούς ».

«Κι ο Ζωσιφάντης απατεώνας είναι» είπε ο Ζείκρατος.

«Κι είναι κι οι δυο φίλοι του Παρμίονα του Ακαμαντίδη» είπε η Ιππαρχία.

«Ο Παρμίων είναι από τον δήμο του Κεραμικού όπως κι ο Ζωσιφάντης» είπε ο Ζείκρατος. «Λες να έχουν κι άλλα κοινά στοιχεία μεταξύ τους όλοι αυτοί;»

«Θα δω» είπε η Ιππαρχία. «Ίσως ξέρει κάτι περισσότερο ο Κράτης».

Η Νικάτα είχε ακούσει την ιστορία της Ιππαρχίας. Είχε προτιμήσει να πάει με έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα που εκτιμούσε το μυαλό και την προσωπικότητά του. Προτίμησε την ελευθερία που θα της χάριζε από τα πλούτη ή τα νιάτα. Δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκριση Κράτη και Ζείκρατου. Είχε κι εκείνη αισθήματα για τον Ζείκρατο, που ήταν μεγαλύτερός της αλλά της φερόταν με συμπάθεια κι ευγένεια. Έδειχνε πως την ήθελε σαν γυναίκα, αλλά, όχι μόνο σαν υποτακτική. Την έβλεπε σαν άνθρωπο, την βοηθούσε να γίνεται καλύτερη. Όσο κι αν ήταν μικρή η Νικάτα, ήξερε να ξεχωρίζει τους άντρες. Καταλάβαινε και ξεχώριζε αυτούς που την έβλεπαν αδιάφορα από εκείνους που την ποθούσαν με την πρώτη ματιά. Για τον Ζείκρατος ήξερε πως ανήκε στη δεύτερη ομάδα, αν κι ήταν συγκρατημένος και τρυφερός μαζί της. Όμως, κι εκείνη τον είχε συμπαθήσει. Δεν τολμούσε να σκεφτεί, βέβαια, πως θα έκανε κάτι παραπάνω μαζί του. Όμως, το ζωντανό παράδειγμα της Ιππαρχίας τής επέτρεπε να κάνει όνειρα.

«Άκουσα για τον Κράτη» είπε η Νικάτα στην Ιππαρχία. «Λένε πως είναι σοφός».

«Δεν ξέρω τι είναι «σοφός»» είπε η Ιππαρχία. «Ξέρω, όμως, ότι ο Κράτης ζει σοφά».

«Γι αυτό ζεις μαζί του;»

«Ναι, γι αυτό, παρά τη διαφορά της ηλικίας μας».

Η Ιππαρχία κοίταξε τον Ζείκρατο με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα. Εκείνος είχε πάψει να μιλά, μόνο προχωρούσε και τις άκουγε. Ένιωθε πως η ατμόσφαιρα ηλεκτριζόταν γύρω του κι απολάμβανε να ακούει.

«Ώστε, λες πως δεν έχει σημασία η διαφορά ηλικίας;» είπε η Νικάτα.

«Καμιά, σε διαβεβαιώνω» είπε η Ιππαρχία και κοίταξε πάλι λοξά τον Ζείκρατο.

Είχε καταλάβει πως κάτι «έπαιζε» ανάμεσα στη νεαρή και τον φίλο της. Εκείνη ήταν δεκαέξι κι εκείνος είχε διπλάσια χρόνια από αυτήν. Οι ψυχές και τα σώματα, σαν αδιάσπαστο σύνολο, δεν κοίταζαν ηλικίες. Προχώρησε μαζί τους νιώθοντας κι εκείνη κάτι από το όμορφο κλίμα μιας διάχυτης επιθυμίας. Ήταν κάτι που, ακόμα, δεν έχει προλάβει να εκφραστεί με τις λέξεις και, έτσι, έμενε μόνο στα υπονοούμενα. Συνοδευόταν κι από κάποιες αδέξιες κινήσεις που μαρτυρούσαν αμηχανία.

****************************

Οι αναρτήσεις με τις συνέχεια του μυθιστορήματος θα συνεχιστούν από την Δευτέρα 26/10 και τότε θα έχουμε το δεύτερο μέρος εκείνου του απογεύματος της 10ης Ιουνίου.