Την 21η Απριλίου του 1967 ήμουν 14 ετών και πήγαινα δευτέρα γυμνασίου στου Ασιατίδη. Η οικογένεια αριστερή, ο πατέρας μου ήταν στο βουνό κι ο θείος μου είχε εκτελεστεί για σαμποτάζ του δημοκρατικού στρατού. Ωστόσο εγώ πήγαινα στο κατηχητικό και δεν καταλάβαινα γιατί η ΕΔΑ, το κόμμα που ψήφιζαν οι δικοί μου (όλη η οικογένεια), δεν θα άφηνε να ξαναγίνουν εκλογές αν και όταν θα έβγαινε. Πιο πολύ μού άρεσε η ανανέωση του Μπόμπεκ στον Παναθηναϊκό και τα καλοκαιρινά έργα στο Σινέ Αλίκη.
Τα τανκς ήρθαν φυσιολογικά μετά τις τόσες φασαρίες στην Αθήνα και στην Βουλή, αλλά, με μια αρνητική αύρα και παγωμάρα γιατί εγώ ήμουν με τον Γέρο κι είχα πανηγυρίσει μικρός την νίκη του 1963 (δέκα χρόνων τότε). Μισούσα την ΕΡΕ και ντρεπόμουν για την χούντα που ήθελε κοντά μαλλιά και μακριές φούστες.
Το επόμενο Πάσχα, στην πρώτη επέτειο της 21η Απριλίου, κοινώνησα για τελευταία φορά στην ζωή μου, στην Ανάληψη, κι όταν γύρισα σπίτι έκανα ένα αντιευχέλαιο κι έβαλα τέλος σε κάθε σχέση μου με την εκκλησία και τον θεό της.