Πέμπτη 30 Ιουλίου 2020

48 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 48η

Μπαίνουμε στο 14ο κεφάλαιο, προτελευταίο του βιβλίου.
Η δράση επιταχύνεται. Όλοι συγκλίνουν στην Μικρασία. 
Ο Καϊχοσρόης με τον Λάσκαρη ετοιμάζονται για μια αποφασιστική μάχη που θα διατηρήσει ή όχι το βασίλειο της Νίκαιας και, μαζί του, τις ελπίδες αναγέννησης του νέου ελληνισμού. 
Ο Κωνσταντίνος κι η Ζωή ετοιμάζονται για την συνάντηση με τον Ιερέα Ιωάννη και την επαναφορά του νέου ελληνισμού από έναν άλλον, καθαρότερο, δρόμο.
Ο Νικηφόρος μαζί με τους φίλους του -Ρωμιούς και Φράγκους- εκστρατεύουν κι αυτοί στην Μικρασία για να ελευθερώσουν τη Ζωή. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημά τους.
***************************************

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο : ΜΙΚΡΑΣΙΑ,

1211 μ.Χ.

Α’ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ

Ο “Μαύρος Δράκος” θεωρείτο ρωμαίικο πλοίο κι ήταν στον Πειραιά εδώ και καιρό. Ήταν ένα χελάνδιο που το είχε αγοράσει ο Κρητικός ιδιοκτήτης του από τον παλιό διαλυμένο ρωμαϊκό στόλο. Το είχε μετατρέψει σε πειρατικό. Οι Φράγκοι το είχαν αφήσει να ξεχειμωνιάσει στον Πειραιά. Ήταν δεμένο σε ένα λιμανάκι από τα πολλά που σχηματίζονταν στα βράχια της πειραϊκής χερσονήσου, Με τον “Μαύρο Δράκο” θα έκανε την δουλειά του, τελικά, ο Νικηφόρος.
Ήταν γνωστό πως η ναυσιπλοΐα επιτρεπόταν απ’ τα τέλη Απριλίου ως τα τέλη Οκτωβρίου. Οι σοβαρές ναυτικές δυνάμεις απαγόρευαν τον απόπλου έξω από αυτά τα όρια Ο άστατος χειμωνιάτικος καιρός μπορούσε να στείλει ένα πλοίο στο βυθό με συνοπτικές διαδικασίες.. Για τα ρωμαϊκά πλοία, όμως, τα πρώτα χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, δεν ίσχυαν αυτοί οι περιορισμοί. Δεν υπήρχε καμιά αρχή για να τους επιβάλλει την απαγόρευση. Οι Βενετσιάνοι κι οι Γενουάτες ενδιαφέρονταν για τα δικά τους πλοία. Σε αυτά επέβαλαν ρήτρες ασφάλειας. Οι ενδεχόμενες ζημιές από τις κακοκαιρίες είχαν επιπτώσεις στο εμπόριο και την ισχύ των συμβολαίων. Γι αυτό φρόντιζαν ώστε το εμπόριο της δικαιοδοσίας τους να είναι όσο γινόταν ασφαλές. Όλα τα άλλα ας έκαναν του κεφαλιού τους.
Έτσι, ο “Μαύρος Δράκος” είχε το ελεύθερο να φύγει. Το πλοίο ξεκίνησε από τον Πειραιά στις τρεις Απριλίου του έτους 1211 με το ημερολόγιο των Φράγκων. Ήταν το έτος 6719 με το ρωμαϊκό ημερολόγιο. Έφυγε πριν την γιορτή του Αη Γιώργη, για να βρεθεί έγκαιρα στις Οινούσσες. Εκεί το πειρατικό θα έστηνε καρτέρι στα πρώτα πλοία που θα ξεμύτιζαν από Σμύρνη ή Αδραμύττιο. Τα εμπορεύματα των αμπαριών τους, αλλά, και τα πληρώματα, ήταν στο στόχαστρο του “Μαύρου Δράκου”. Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί πολύτιμο αγαθό αφού, μοσχοπουλιόνταν σαν σκλάβοι.
Μέσα σε το πλοίο χώρεσαν ο Νικηφόρος, οι Φράγκοι κι οι Ρωμιοί φίλοι του. Ήταν ο Ρομπέρ κι ο Εστάς κι ο ανιψιός του μητροπολίτη Βεράρδου, Γουλιέλμος Ντελφόρ. Ήταν ακόμη ο Ιγνάτιος κι ο Στέφανος, οι ναυτικοί του “Δήλος” που τους είχε στο “Σερφιώτικο” και στο “Καρτέρι”. Έφυγαν με τον “Μαύρο Δράκο” για να φτάσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στις ακτές της Ιωνίας. Ο πειρατής, ο καπιτάν-Μανούσος Ζωγιανός, ήταν γνωστός του Νικηφόρου από τα παλιά. Κάποτε ήταν κι αυτός νομιμόφρων πλοιοκτήτης-ναύαρχος κι έμπορος ναυτικός. Τώρα είχε γίνει πειρατής και γυρνούσε τις θάλασσες για να κερδίζει τα προς το ζην. Το τσούρμο που κουβαλούσε μαζί του ήταν ένα σύνολο από διακόσιους ανθρώπους με μεγάλη ποικιλομορφία. Στο πλήρωμα περιλαμβάνονταν σαλταδόροι και κωπηλάτες, Ρωμιοί, Βούλγαροι, Φράγκοι, Σαρακηνοί και Τούρκοι. Άλλοι απ’ αυτούς ήταν χριστιανοί, άλλοι Εβραίοι κι άλλοι μουσουλμάνοι. Υπήρχαν ακόμα και Κουμάνοι ή Βλάχοι παγανιστές. Ήταν άνθρωποι που δεν είχαν κανέναν άλλο τρόπο για να ζήσουν πέρα από την περιπέτεια. Με ρακένδυτες στολές και μαχαίρια, αποτελούσαν μιαν άγρια συνάθροιση. Προξενούσαν τον φόβο ακόμα και στο πιο αρματωμένο εμπορικό που θα τους έβρισκε μπροστά του κοντά σε μιαν ακτή.
Ο Νικηφόρος ήταν ανήσυχος. Έτσι κι αλλιώς είχε χάσει την ηρεμία του εδώ και δυο μήνες περίπου. Το μήνυμα του Ακομινάτου τον είχε ζωντανέψει και τού ’χε τεντώσει τα νεύρα. Η περγαμηνή έλεγε ότι η Ζωή βρισκόταν στο Ικόνιο, στο χαρέμι του σουλτάνου Καϊχοσρόη. Ο Διογένης, μεταμφιεσμένος σε σούφι με το όνομα Γιάσουα Μπεν Ραμπίν, πήγαινε εκεί για να την συναντήσει.
Την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1211, όποτε μπορούσε, ο Νικηφόρος θα συναντούσε τον Διογένη στο Ικόνιο. Θα έβλεπαν μαζί οι δυο τους τι θα μπορούσε να γίνει για να ελευθερωθεί η έγκλειστη Ζωή. Θα συζητούσαν επίσης πώς θα συνεχιζόταν η Συνωμοσία της Νίκαιας. Στο περιθώριο της περγαμηνής είχε ζωγραφισμένους σε μικρογραφίες δύο χάρτες. Ο ένας έδειχνε τη διαδρομή από τη Σμύρνη ως το Ικόνιο με περάσματα και πανδοχεία. Ο άλλος έδειχνε την πόλη του Ικονίου με το παλάτι, τις εισόδους και το σημείο που θα βρισκόταν ο Διογένης. Εκεί θα τον αναζητούσε αν κατάφερνε να φτάσει στην πρωτεύουσα του Σουλτανάτου του Ρουμ. Σουλτάνος ήταν ο Καϊχοσρόης, που ο Νικηφόρος τον γνώριζε απ’ την Κωνσταντινούπολη και την Προύσα. Ήξερε ότι ο Λάσκαρης τον είχε πάρει μαζί του στη Νίκαια μετά την άλωση. Τον είχε βοηθήσει να πάρει τον θρόνο του σουλτανάτου. Συμβουλή του Ακομινάτου ήταν ότι -για το καλό του- καλύτερα να απέφευγε τον Καϊχοσρόη. Αν χρειαζόταν σε κάποια φάση του ταξιδιού να δώσει λόγο για την παρουσία του εκεί, ας έλεγε ψέμματα. Η καλύτερη δικαιολογία ήταν να πει ότι ταξίδευε προς τους Άγιους Τόπους.
Ο Ακομινάτος τον ενημέρωσε ότι ο πρώην βασιλιάς της Ρωμανίας Αλέξιος βρισκόταν από πέρσι στο Ικόνιο. Ο Αλέξιος εξακολουθούσε να διατηρεί τον τίτλο του αυτοκράτορα κι ένα μικρό μέρος από την παλιά του αίγλη. Ο ρόλος του ήταν πολύ σκοτεινός καθώς ήταν γνωστός δειλός και μηχανορράφος. Ο Καϊχοσρόης του χρωστούσε ευγνωμοσύνη, περισσότερη απ’ όση στον Λάσκαρη. Γι αυτό ο Νικηφόρος θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός αν τύχαινε να μιλήσει με τον Καϊχοσρόη. Δεν θα έπρεπε να δηλώσει πίστη στον Θεόδωρο παρά μόνο στον Σιρ ντ’ Ατέν, του οποίου ήταν ιππότης. Ας δήλωνε, επίσης, πίστη στο Θεό και στους Ιερούς Τόπους. Εξάλλου εκεί πήγαινε για να προσκυνήσει σαν πραγματικός ταπεινός πιστός κι όχι σαν σταυροφόρος κατακτητής.
«Οι συμβουλές του Ακομινάτου είναι πολύτιμες» είπε στον Εστάς με τον οποίο μιλούσαν πολύ.
«Ο Μητροπολίτης σε αγαπάει» του είπε ο Εστάς.
«Μακάρι να τον είχαμε στην Αθήνα» είπε ο Νικηφόρος.
«Να όμως που τώρα ξέρει πράγματα και σε βοηθάει.»
«Θα είμαστε για όλους ταπεινοί προσκυνητές.»
«Κατά βάθος αυτό ήμασταν πάντα» είπε ο Εστάς.
Ο Νικηφόρος αναρωτιόταν πώς να ένιωθε τώρα η Ζωή. Την είχε αφήσει στη Νίκαια πριν τρία χρόνια. Η απαγωγή της από τον πολέμαρχο μιας φυλής Τουρκομάνων νομάδων την είχε στείλει, τελικά, στο χαρέμι του Ικονίου. Δεν ήξερε γιατί άραγε ο Καϊχοσρόης δεν την είχε στείλει πίσω στον Θεόδωρο Λάσκαρη σαν πεσκέσι. Στο χαρέμι μπορούσε να μένει μόνο σαν γυναίκα του Σουλτάνου ή σαν φιλοξενούμενη.
«Γιατί άραγε δεν την επέστρεψε ο Καϊχοσρόης, σαν δώρο, στον Λάσκαρη;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Από όσο ξέρω» είπε ο Ρομπέρ που έπινε μαζί του κρασί «δεν μένει εύκολα μια γυναίκα σε ένα χαρέμι.»
«Αυτό λέω κι εγώ» είπε ο Νικηφόρος. «Σαν γυναίκα του ή σαν φιλοξενούμενη την έχει εκεί μέσα;»
Οι Σουλτάνοι έπαιρναν στο χαρέμι τους χριστιανές και τις είχαν για τεκνοποίηση. Δεν τις υποχρέωναν να ασπαστούν το Ισλάμ. Ίσως να ήταν αυτή η περίπτωση της Ζωής. Αν ήταν αλλιώς, ο Καϊχοσρόης δεν είχε λόγο να την φιλοξενεί, θα την είχε στείλει στη μάνα της. Δεν του άρεσε αυτή η σκέψη.
«Ελπίζω πως η Ζωή θα τα έχει καταφέρει» είπε.
«Μην ανησυχείς. Κάνε υπομονή» του έλεγαν.
Αυτή ήταν η αλήθεια. Εδώ που ήταν δεν μπορούσε ούτε να ξέρει ούτε να κάνει τίποτε. Κοιτούσε μόνο τη θάλασσα και έκανε υπομονή. Πίστευε πως θα έλυνε οριστικά όλες αυτές τις απορίες του όταν θα έφταναν στο Ικόνιο.
Οι αλλαγές στη ζωή του Νικηφόρου ήταν καταιγιστικές. Από τότε που είχε δει τη Ζωή για τελευταία φορά είχε χάσει την Αγνή, την μικρούλα Αθηναΐδα, τον Δωρόθεο και τον Πλατώνιο. Είχε χάσει το “Σερφιώτικο” λόγω της οικονομικής κατάστασης και της φυλάκισής του. Είχε αποχωριστεί το “Δήλος” κι έμενε στο «Καρτέρι» χωρίς πλούτο, αλλά, και χωρίς καμιά ιδιαίτερη φτώχεια. Έμενε μαζί με τα παιδιά του και τους υπόλοιπους Καρτεράνους. Ο παππούς Λέων ζούσε, αλλά, η γυναίκα του κι η αδελφή της είχαν πεθάνει. Στο “Καρτέρι”, με ό,τι είχε απομείνει από την οικογένεια των Καρτεράνων, ζούσε πλέον κι ο Εστάς ντε Βιτώ. Είχε παντρευτεί την Ευδοκία όπωσ το ήθελε. Σκόπευε να χτίσει ένα δικό του πύργο κοντά στη Μονή του Δαφνίου τα προσεχή χρόνια.
«Ήταν δύσκολα τα τελευταία χρόνια» είπε στον Εστάς.
«Ευτυχώς που ήσουν ιππότης κι είχες την εγγύηση του Σιρ ντ Ατέν» του είπε ο Εστάς.
Με τις απανωτές κακές καλλιεργητικές χρονιές θα είχε χάσει το “Καρτέρι”. Ο τίτλος του ιππότη κι η εγγύηση που παρείχε ο ίδιος ο μέγα-Κύρης Όθων, τον είχαν σώσει. Ο λαός της Αττικής τα δυο τελευταία χρόνια είχε φτάσει στα όριά του. Είχε πεινάσει καθώς είχε πέσει λιμός. Μόνο χάρη στο στάρι, που έφτασε στον Πειραιά από την Κριμαία με τα Γενοβέζικα πλοία, είχε βρεθεί ψωμί. Με αυτό είχαν αντέξει οι Αθηναίοι τις δυσκολίες και την έλλειψη αγαθών και τροφής.
Όταν τα σκεφτόταν αυτά μελαγχολούσε. Ευτυχώς, είχε καλή παρέα στον “Μαύρο Δράκο”. Οι Φράγκοι Ρομπέρ, Εστάς και Γουλιέλμος αλλά κι ο Ιγνάτιος κι ο Στέφανος ήταν εκεί. Οι πειρατές ήταν φιλικοί μαζί τους, δεν ενοχλούσαν. Ξεχνούσαν τις δυσκολίες του ταξιδιού κι απέφευγαν τις σκέψεις πίνοντας. Διασκέδαζαν διηγούμενοι ιστορίες. Ελιές, κρεμμύδια και σύκα ξερά, μαζί με άφθονο κρασί που είχαν πάρει μαζί τους, έκαναν το ταξίδι πιο εύκολο. Οι ιστορίες για όμορφες γυναίκες, για μεγάλους έρωτες, γενναίους άντρες κι επικές μάχες ήταν τα πιο αγαπημένα θέματα. Ακούγονταν όμως και διηγήσεις από τα μέρη που είχε δει ο καθένας και απ’ τα απίθανα που ‘χε ακούσει. Άλλος έλεγε για το τέλος του κόσμου, άλλος για την απέραντη γη των Ινδιών κι άλλος για τον μεγάλο Ωκεανό. Κάποιοι είχαν φτάσει στις πύλες του Ουρανού και της Κόλασης. Ο Νικηφόρος τους μίλησε για το μυθικό βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη στην ανατολή. Αυτό θα έσωνε τους Γραικούς και την πίστη από τους ξένους και τους ασεβείς.
Η Μικρασία, όπου πήγαιναν, ήταν για χίλια χρόνια ρωμαϊκή επαρχία και πιο πριν ελληνική. Την είχαν αποικήσει οι Έλληνες και την είχε κερδίσει ο Μέγας Αλέξανδρος απ’ τους Πέρσες. Κατόπιν, την είχε αφήσει ο Άτταλος κληρονομιά στους Ρωμαίους. Εδώ είχαν αναχαιτιστεί οι Πάρθοι κι οι Άραβες. Μετά το Μαντζικέρτ, όμως, είχε επικρατήσει αναρχία. Κανείς δεν ένιωθε ασφαλής στον ανοχύρωτο τόπο όπου εμφανίζονταν διεκδικητές εκ του μηδενός. Άλλοτε οι μαχητές του Ισλάμ κι άλλοτε ηγεμόνες, διεκδικητές θρόνων, έσφαζαν κόσμο, άρπαζαν πλούτη κι άφηναν στάχτη.
Τότε, ένας νεαρός και δυναμικός Σελτζούκος διάδοχος, ο Σουλεϊμάν, είχε επιβληθεί. Είχε καταφέρει να νικήσει τους άτακτους και τους Γαζήδες. Οι Νομάδες κι οι πολεμιστές της πίστης τον είχαν προσκυνήσει. Είχε φτιάξει το Σουλτανάτο με πρώτη του πρωτεύουσα την Νίκαια, αλλά, δεν στέριωσε εκεί. Η δεύτερη πρωτεύουσα, το Ικόνιο, ήταν μια πόλη μουσουλμανική. Κοίταζε προς την Περσία για πολιτισμό και προς την Αραβία για θρησκεία. Οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί που ζούσαν εδώ είχαν θρησκευτική ελευθερία. Το σημαντικό, όμως, ήταν η προστασία απ’ τους άτακτους που είχαν βυθίσει την Μικρασία στο χάος.
«Μην ανησυχείς Νικηφόρε, θα τα καταφέρουμε» του είπε ο Ρομπέρ που τον έβλεπε να βυθίζεται σε σκέψεις.
«Δεν ξέρω τι θα βρούμε. Αυτό με ανησυχεί, φίλε μου.»
«Εν ανάγκη θα ζητήσουμε τη βοήθεια του Σουλτάνου. Αφού τον γνωρίζεις, θα βοηθήσει.»
«Γιατί άραγε κρατάει τη Ζωή στο χαρέμι του; Γιατί δεν την ελευθέρωσε; Άρα, κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Σκέφτομαι ότι ίσως είναι αιτία ο Αλέξιος.»
«Ποιος είναι πάλι αυτός;» τον ρώτησαν επίτηδες.
«Εκείνος ο αυτοκράτορας που θέλατε να εκθρονίσετε αλλά σας την έφερε και το έσκασε μόνος του, ο αήττητος!»
Όλοι γέλασαν μ’ αυτό που άκουσαν, ιδιαίτερα οι Φράγκοι.
«Αλήθεια, γιατί τό ‘σκασε αυτός ο δειλός;» είπε ο Ρομπέρ. «Ήμουν με τον Βονιφάτιο και θυμάμαι ότι ανησυχούσαμε.»
«Εσείς οι Ρωμιοί ήσασταν πολύ περισσότεροι και καλά οργανωμένοι, αλλά ξαφνικά … φύγατε!» είπε ο Εστάς.
«Ήμουν κι εγώ εκεί» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα κι εγώ την δύναμη πού ‘χε στα χέρια του ο Αλέξιος. Είδα το απέραντο στράτευμά του. Τον είδα να προβληματίζεται κι όταν βράδιαζε, τον είδα να αποχωρεί! Δεν ξέρω τι σκεφτόταν, όμως δεν έδωσε τη μάχη κι έφυγε σαν δειλός. Ανάξιος για βασιλιάς!»
«Ο Λάσκαρης είναι γενναίος. Αυτός είναι καλός για βασιλιάς» παραδέχτηκε ο Ρομπέρ.
«Κι ο Ερρίκος» είπε ο νεαρός Γουλιέλμος. «Κι ο δικός μας βασιλιάς είναι γενναίος» είπε καθώς μπήκε απότομα με τη νεανική του ορμή στην κουβέντα.
«Δεν έχουμε απέναντί μας τον αυτοκράτορα» του είπε ο Εστάς. «Στον Καϊχοσρόη πάμε.»
«Όμως ο Αλέξιος, αυτή η παμπόνηρη αλεπού, θα βρεθεί μπροστά μας» είπε ο Ιγνάτιος.
«Απλά, τον χρησιμοποιούν» είπε ο Στέφανος.
«Πάντως εμείς θα τον βρούμε μπροστά μας» είπε ο Νικηφόρος. «Γι αυτό ας προσέχουμε!»
«Είπες για τον Αλέξιο, Νικηφόρε, όμως δεν είπες για τον Σουλτάνο. Λένε πως είναι γενναίος και δυνατός. Πες μας, εσύ που τον γνώρισες» του ζήτησε ο Ιγνάτιος.
«Είχε πολλή χάρη. Θυμάμαι ένα μουσουλμάνο πρίγκιπα, νεαρό και ευγενικό, κι επίσης δυνατό και έξυπνο.»
«Όχι όπως εσείς οι κουτόφραγκοι» είπε ο Ιγνάτιος με διάθεση να πειράξει τους Φράγκους. «Έχετε δύναμη περισσή αλλά από μυαλό ούτε κοκόρου γνώση.»
«Εσείς, οι έξυπνοι Γραικοί! Που μόλις βλέπετε λόγχη κοκόρου το σκάτε σαν τις κότες» είπε πειραγμένος ο Ρομπέρ.
«Αν ήσασταν έξυπνοι δεν θα σαν είχαν δούλους τους οι Λατίνοι, οι Βούλγαροι κι οι Τούρκοι» είπε ο Γουλιέλμος.
Κάτι πήγε να πει γι απάντηση ο Ιγνάτιος αλλά, με μια κίνηση, ο Νικηφόρος τον συγκράτησε.
«Έχουν δίκιο οι φίλοι μας οι Φράγκοι» τους είπε. «Εμείς δεν καταδεχόμαστε ούτε Γραικούς να μας λένε. Περνιόμαστε για Ρωμαίοι, αλλά, οι στρατοί μας μπροστά στους Φράγκους ή τους Βούλγαρους το βάζουν στα πόδια. Ας γίνουμε, πρώτα, δυνατοί και μετά να τα ψάλλουμε στους φίλους από εδώ.»
«Μόνη ελπίδα ο Λάσκαρης τώρα που πέθανε ο άλλος γενναίος Γκριέ, ο Λέων Σγουρός» είπε ο Εστάς.
«Γνώρισα τον Καϊχοσρόη» είπε ο Νικηφόρος, «Ήταν κεφάτος νεαρός, γλεντζές, έξυπνος και διπλωμάτης. Σκεφτείτε ότι κατάφερε να πείσει τους Γαζήδες να τον δεχτούν Σουλτάνο μόλις πέθανε ο αδελφός του. Δεν ήταν καθόλου εύκολο.»
«Μακάρι να μην χρειαστεί να τον συναντήσουμε. Εμείς τη Ζωή πάμε να κλέψουμε. Ο Καϊχοσρόης είναι αντίπαλός μας» είπε ο Ρομπέρ κλείνοντας τη συζήτηση.
Ο πειρατής, πήρε το ναύλο που είχαν συμφωνήσει και τους άφησε στις Οινούσες. Από εκεί με ψαροκάϊκο πέρασαν στη Σμύρνη. Ήταν δεκαοχτώ Απριλίου κι είχαν φύγει απ’ τον Πειραιά πριν δεκαπέντε μέρες. Ήξεραν πως τώρα στη στεριά τους περίμεναν περιπέτειες.
«Έχουμε πορεία δεκαπέντε περίπου ημερών σε εδάφη επικίνδυνα» είπε ο Νικηφόρος.
Κινδύνευαν από τους μουσουλμάνους Γαζήδες κι απ’ τους Ακρίτες χριστιανούς που πάλευαν ασταμάτητα. Νικούσε πότε ο ένας και πότε ο άλλος και μετακινούσαν τα σύνορα των δυο Ρωμανιών. Άλλοτε το όριο πήγαινε προς την ανατολή κι άλλοτε προς τη Δύση. Δεν έλειπαν οι μετακινήσεις και στον άξονα βορά νότου.
Είχαν αρκετά χρήματα μαζί τους αφού ο Μητροπολίτης Βεράρδος χρηματοδότησε το ταξίδι. Μπορούσαν να πληρώνουν πανδοχεία για ύπνο και ξεκούραση και να ’χουν αρκετά καλή τροφή. Αγόρασαν επτά άλογα, ένα για τον καθένα κι ένα για τα κοινά πράγματα. Ήταν αρματωμένοι κι ήξεραν να πολεμούν, έτσι δεν είχαν τον φόβο των ληστών. Η πλατιά κι ακαθόριστη ζώνη-σύνορο ανάμεσα στις Ρωμανίες ήταν πεδίο αβεβαιότητας. Ομάδες ληστών εμφανίζονταν ξαφνικά από το πουθενά.
Η παρουσία τους στη Σμύρνη έγινε αισθητή αφού εκεί έγιναν οι αγορές αλόγων και προμηθειών. Φυσικά έμαθε για την άφιξή τους κι ο άρχων της περιοχής Μανουήλ Μαυροζώμης. Έστω και τυπικά, ο Μαυροζώμης ήταν επαρχιακός διοικητής και στρατηγός του Λάσκαρη. Επιτηρούσε τις περιοχές κοντά στη Σμύρνη και τη Φιλαδέλφεια που ανήκαν στην αυτοκρατορία. Κατά ένα παράδοξο τρόπο ήταν, ταυτόχρονα, υποτελής και του Καϊχοσρόη. Στο σουλτανάτο ανήκαν οι περιοχές γύρω από τη Λαοδίκεια και τις Χώνες. Ήταν υποτελής σε δυο άρχοντες και κατείχε μια περιοχή που ήταν η μισή Ρωμαίικη κι η άλλη μισή Μουσουλμανική. Για τις ελληνικές περιοχές ήταν ο Μανουήλ Κομνηνός Μαυροζώμης, ενώ, για τις τουρκικές ήταν ο Εμίρης Κομνηνός. Φυσικά, ο Μαυροζώμης χρησιμοποιούσε το επίθετο “Κομνηνός” για να αποκτά κύρος. Δεν είχε συγγενικό δεσμό με την ξακουστή ρωμαϊκή οικογένεια. Η επικράτειά του, μισο-ελληνική και μισο-τουρκική, βρισκόταν στο σύνορο των δύο Ρωμανιών. Ήταν ακριβώς η περιοχή που έπρεπε να διασχίσουν οι έξι για να φτάσουν στο Ικόνιο.
Μετά από τρεις μέρες πορεία έφτασαν στη Φιλαδέλφεια. Ειδοποιήθηκαν από αγγελιαφόρο ότι τους ζητούσε ο άρχοντας Μαυροζώμης στο παλάτι του. Στην είσοδο τους ζήτησαν να αφήσουν τα όπλα τους για να μπουν στο κάστρο.
«Αυτό, Νικηφόρε, είναι αδύνατο» του είπε ο Ρομπέρ.
Οι Φράγκοι δεν θα αφοπλίζονταν ποτά κι από κανέναν. Μετά από μια δύσκολη συνεννόηση και με την ειδική άδεια του Μαυροζώμη εισήλθαν στο αρχοντικό του οπλισμένοι. Μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου κι οι υποτακτικοί ανήγγειλαν τον καθένα με το όνομά του. Οι έξι επισκέπτες γονάτισαν ιπποτικά και τον χαιρέτισαν με τον φραγκικό τρόπο.
«Εσείς οι Ρωμαίοι, γιατί δεν με προσκυνάτε ρωμαϊκά;» ρώτησε ο Μαυροζώμης. Τους ήθελε πεσμένους στο πάτωμα για να τιμήσουν το αξίωμά του.
«Είμαστε όλοι ιππότες και υπήκοοι του Κύρη μας του Σιρ ντ’ Ατέν» εξήγησε ο Νικηφόρος. «Ακολουθούμε συνεπώς τους φραγκικούς τρόπους,»
«Ο κύριος είναι ιππότης του Οίκου του Όθωνα ντε λα Ρος, μέγα-Κύρη των Αθηνών. Οι κύριοι από εδώ ...» άρχισε να λέει ο Ρομπέρ στα γαλλικά. Ο Μαυροζώμης δεν καταλάβαινε τίποτε και του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Πάψε σε παρακαλώ Ρομπέρ» του είπε ο Νικηφόρος. «Μίλα ελληνικά αν θες. Ο κύριος αυτός δεν ξέρει γαλλικά και ό,τι λες πηγαίνει τσάμπα.»
«Μεσιέ Σιρ ντε Φιλαντέλφ» άρχισε τα “ελληνικά” του ο Ρομπέρ. «Νου σομ, Σεβαλιέ, Ιππότες Κύριο σεβαστό, Σεβαλιέ ντ’ Οττό ντ’ Ατέν. Απαιτουμέ ρεσπεκτέ από εσάς όπως εσάς απαιτουτέ ρεσπεκτέ από ημάς!». Γύρισε προς τον Νικηφόρο και με το βλέμμα του τον ρώτησε “τα είπα καλά;”
«Τέλος πάντων, αφήστε τα τυπικά» είπε ο Μαυροζώμης. «Ξέρετε πως είστε στη χώρα μου και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω με εσάς. Είστε πρόσωπα σεβαστά στον κύρη μου τον Λάσκαρη. Επομένως θα σας δώσω ό,τι θέλετε. Μπορείτε μόνο να πείτε στον φίλο σας τον Φράγκο να το βουλώσει;»
Του είπαν ότι πήγαιναν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Αυτός γέλασε και τους απείλησε πως αν συνέχιζαν τα ψέματα θα τους έριχνε φυλακή και θα έχαναν το ταξίδι. Εκείνοι επέμειναν ότι ήταν προσκυνητές. Δεν αποκάλυπταν τον σκοπό τους τον πραγματικό, αφού ήταν βέβαιο ότι θα το έλεγε αμέσως στον Καϊχοσρόη. Τόνισαν ότι ο Θεόδωρος Λάσκαρης θα θύμωνε αν μάθαινε ότι τους εμπόδισε στον δρόμο τους. Εκείνος όμως γνώριζε πολύ περισσότερα από όσα νόμιζαν.
«Αν πηγαίνετε στους Αγίους Τόπους, καλά κάνετε και θα σας βοηθήσω. Σας προειδοποιώ, όμως, να μην τολμήσετε να κλέψετε γυναίκα από το χαρέμι του Σουλτάνου. Αν σκέφτεσθε κάτι τέτοιο, άδικα χάνετε τον καιρό σας. Όμως θα σας βοηθήσω. Είστε φίλοι του αυτοκράτορα κι εγώ θέλω να τα έχω καλά με όλους, ακόμη και με τον κύρη σας τον Όθωνα.»
«Δεν είμαστε εχθροί του Σουλτάνου» είπε ο Νικηφόρος. «Τον γνωρίζω καλά από την Πόλη.»
«Αν ήσασταν εχθροί δεν θα τολμούσατε να πατήσετε στο σουλτανάτο του. Εκείνο που σας λέω εγώ, όμως, είναι να φροντίσετε να μην γίνεται εχθροί του ούτε στο μέλλον! Πρέπει να προσέχετε πως μιλάτε γιατί ο Καϊχοσρόης κι ο Λάσκαρης ετοιμάζονται για πόλεμο μεταξύ τους. Μην βρεθείτε στο μέσον αυτής της διαμάχης. Κάτι ξέρω εγώ που σας μιλάω. Τους έχω και τους δυο Κυρίους μου. Στη διαμάχη τους θα πρέπει να κρατήσω δύσκολες ισορροπίες.»
Ο Μανουήλ Μαυροζώμης τους εφοδίασε με χαρτιά για να έχουν ασφαλή διέλευση από τις περιοχές του. Κάλυπταν όλη σχεδόν τη διαδρομή τους. Τον ευχαρίστησαν κι έφυγαν χωρίς άλλη καθυστέρηση. Δυο μέρες μετά έφτασαν στην Λαοδίκεια. Ήταν μια πόλη κυριολεκτικά στην γκρίζα συνοριακή ζώνη των δύο Ρωμανιών κι ανήκε επίσης στον Μαυροζώμη. Μετά από τέσσερις μέρες βρέθηκαν στην Αντιόχεια της Καισαρείας. Εδώ ο νόμος του Σουλτάνου κυριαρχούσε εμφανώς. Ξύπνησαν το πρωινό της 27ης Απριλίου σε ένα Πανδοχείο της Αντιόχειας. Ετοιμάστηκαν για το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Σε τρεις μέρες απόσταση βρισκόταν πια το Ικόνιο, για το οποίο είχαν έναν επιπλέον χάρτη. Αυτός έδειχνε το σημείο που θα έπρεπε να πάνε για να αναζητήσουν τον Διογένη. Θα είχε εμφάνιση σούφι και το όνομα Γιάσουα. Σε αυτή την πόλη θα ήταν εύκολο να μάθουν που βρισκόταν το παλάτι και ο γυναικωνίτης. Εκεί πίστευαν ότι θα βρισκόταν φυλακισμένη η Ζωή.

***************************************
Η συνέχεια αύριο, Παρασκευή 31/7

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Τρεις κοινότητες για Κερατσίνι Δραπετσώνα.

Ο υπερτροφικός Δήμος Κερατσινίου Δραπετσώνας με 90.000 κατοίκους δεν μπορεί να βρίσκεται κοντά στον Πολίτη. Είναι εκ των πραγμάτων μια απλή γραφειοκρατική προέκταση του κεντρικού κράτους. Οι ευαισθησίες του είναι πολιτικής και πολιτιστικής υφής αλλά οι δυνατότητες ουσιαστικής αυτόνομης παρέμβασης είναι μηδενικές. Η πολιτική του ηγεσία παίζει τον ρόλο του συνδικαλιστή που απειλεί, διαμαρτύρεται και κάνει προτάσεις, ελπίζοντας οι "αρμόδιοι" θα φοβηθούν (παίζει κι αυτό), θα μας λυπηθούν (πιο πιθανό) ή θα μετρήσουν τις ψήφους μας (κοντά στις εκλογές το κάνουν κι αυτό).

Ως εκ τούτου δύο δρόμοι υπάρχουν:
ή
Α. Θα πρέπει ο δήμος να αποκτήσει αρμοδιότητες περιφέρειας και αποκεντρωμένης διοίκησης
ή
Β. Θα πρέπει με κάποιο τρόπο ο δήμος να πλησιάσει περισσότερο στον Πολίτη.

Από τους δύο δρόμους ο Α έχει αποκλειστεί από όλες τις εξουσίες, είτε αριστερές είτε δεξιές.
Τουλάχιστον ας ακολουθήσουμε τον Β δρόμο. Κι ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε είναι να μειώσουμε τον πληθυσμό της κάθε αυτοδιοικητικής ενότητας. Το σπάσιμο του δήμου μας σε 2 ή 3 δήμους θα ήταν η καλύτερη λύση. Έχει όμως προβλήματα εφαρμογής. Για αυτό προτείνω -σε πρώτη τουλάχιστον φάση- κάτι εύκολο και λειτουργικό.

Να γίνουν τρεις οι δημοτικές ενότητες και να επαναποκτήσουν τις -έστω και λίγες- αρμοδιότητες που τους στέρησαν οι πρόσφατες ρυθμίσεις.

Προτείνω τρεις κοινότητες.
Α. ΑΜΦΙΑΛΗ. Από Σαλαμίνος και πάνω.
Β. ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ. Από Σαλαμίνος μέχρι Πλάτωνος.
Γ. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ. Από Πλάτωνος μέχρι το λιμάνι.

Η Αμφιάλη αξίζει και λόγω πληθυσμού και λόγω αυτόνομης ιστορίας και λόγω των ιδιαίτερων δικών της προβλημάτων να είναι Κοινότητα με δικό της κοινοτικό συμβούλιο.
Σήμερα, έτσι όπως είναι τα πράγματα όλο το ενδιαφέρον του δήμου το τραβάει η Δραπετσώνα. Λόγω της παραλίας της, των αρχαιοτήτων της, του επιβατικού λιμανιού ή και των προβλημάτων της. Προσωπικά, εμένα τον γράφοντα δεν με χαλάει, ωστόσο δεν παύει να είναι άδικο. 
Είναι άδικο να μην μπορούν οι πολίτες να μιλήσουν, και να μπορούν μόνο να λένε "μπράβο" ή αίσχος". Ο κόσμος της Αμφιάλης δεν έχει κανένα θεσμικό τρόπο για να εκφραστεί. Κάτι δημοτικοί σύμβουλοι, μόνο, λένε  πού και πού κάποια παράπονα στο ΔΣ αλλά αυτό δεν είναι αντάξιο μιας τέτοιας πόλης.
Η Αμφιάλη πρέπει να είναι Κοινότητα στα πλαίσια του  κοινού μας δήμου και το Κερατσίνι επίσης, πιθανόν με το ιστορικό του όνομα του Αγίου Γεωργίου. Κι η Δραπετσώνα μπορεί να αποκτήσει έκταση και πληθυσμό που ιστορικά ήταν πάντα δικά της.

Οι τρεις αυτές κοινότητες θα έχουν ένα πληθυσμό 25-35.000 κατοίκων η κάθε μία και θα μπορούν να βρίσκονται πολύ πιο κοντά στα προβλήματα του Πολίτη και της κάθε γειτονιάς.
Η εφαρμογή της πρότασης δεν έχει σχεδόν κανένα οικονομικό κόστος κι η ρύθμιση αυτή, διοικητικά, μπορεί να εφαρμοστεί από αύριο κιόλας.
Τα μόνα που χρειάζονται είναι ΛΟΓΙΚΗ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ.
Ελπίζω να υπάρχουν στους ιθύνοντες.

Μπετά και γκρεμίσματα στο Καστράκι, αλλά ... για ποιο σκοπό;

Στο δημοτικό συμβούλιο του Κερατσινίου-Δραπετσώνας θα συζητηθεί την ερχόμενη Πέμπτη μεταξύ άλλων και ένας συγκριτικός πίνακας που αφορά στο έργο στα Καστράκι. Περιλαμβάνει εργασίες υδραυλικές-ηλεκτρολογικές και απρόβλεπτα γκρεμίσματα (καθαιρέσεις) και μπετά. 
Αν πρόκειται για εργασίες αποκατάστασης του τείχους του αίσχους, δεν θα διαφωνήσω. Αν όμως πρόκειται για "άλλα λόγια να αγαπιόμαστε" έτσι ώστε ο εργολάβος να επωφεληθεί από τα προβλεφθέντα "απρόβλεπτα" και να πάρει κάποια επιπλέον χρήματα τότε θα διαφωνήσω. Όχι για τα "απρόβλεπτα", αφού δεν μπορώ να ξέρω αν πρόκειται για αναγκαίες εργασίες ή εργασίες που εμφανίζονται ως αναγκαίες, αλλά για το γεγονός ότι χάνεται μια ευκαιρία να επιδιορθωθεί το λάθος στο Καστράκι.
Θα ενημερώσω σχετικά.

47 «ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ» συνέχεια 47η

Σήμερα, είμαστε στο Δ' μέρος του 13ου κεφαλαίου. Όλοι ετοιμάζονται για κάτι.
Ο Κωνσταντίνος πρέπει να κλείσει εκκρεμότητες πριν φύγει με την Ζωή για την αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη. 
Ο Καϊχοσρόης ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον του Λάσκαρη. Οι Βενετοί είναι πίσω τγου με τον Αλέξιο να διεκδικεί τον θρόνο της Νίκαιας.
Ο Λάσκαρης ετοιμάζει την άμυνά του, δεν ξέρει ομως πού να στηριχτεί.
Ο Νικηφόρος ετοιμάζεται να εκτρατεύσει για να ελευθερώσει τη Ζωή.
************************************

Δ’    ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ

Έτρωγαν πρωινό όταν ακούστηκαν ποδοβολητά έξω από το σπίτι του Εφραίμ. Ήταν ο Καϊχοσρόης που ήρθε να πιει μαζί τους ένα ρόφημα και να κουβεντιάσει. Ήθελε βασικά να μάθει αν η Ζωή θα πήγαινε με τον Κωνσταντίνο στην “τελική” του αποστολή. Η Ζωή ήξερε πως ο Καϊχοσρόης δεν πίστευε σε αυτή την αποστολή. Ήξερε ότι θεωρούσε τρέλα τα οράματα του Λάσκαρη για τον Ιερέα Ιωάννη και για την ανόρθωση του νέου ελληνισμού. Για τον Γιγιαθαντίν, όπως και για τη Ζωή, αυτός ο θαυμάσιος αρχαίος πολιτισμός είχε πια τελειώσει. Κάποτε είχε εξαπλωθεί σε όλο τον γνωστό κόσμο με τους επίγονους του Αλέξανδρου και τους Ρωμαίους. Όμως, είχε δεχτεί συντριπτικά χτυπήματα από τις επιδρομές των άγριων νομαδικών λαών. Ούννοι, Γερμανοί, Σλάβοι και τόσοι άλλοι τον εξάλειψαν. Δεν είχε -κατά την γνώμη τους- καμιά ελπίδα για να ανθίσει ξανά. Το περιβάλλον της γενικευμένης αμάθειας, των δεισιδαιμονιών και του φόβου είχε επικρατήσει στην οικουμένη χίλια χρόνια. Αυτός ο φόβος είχε επηρεάσει τον απλό άνθρωπο που έψαχνε πλέον να βρει θρησκείες της παρηγοριάς. Τέτοιες θρησκείες ήταν οι μονοθεϊσμοί κι όχι ένα σύστημα ελευθερίας, όπως το ελληνικό. Εκείνο ζητούσε να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την φύση, την πόλη και τον θάνατο.
«Θα πας μαζί του;» την ρώτησε ο Καϊχοσρόης.
Από το βλέμμα της κατάλαβε ότι θα πήγαινε. Δεν του χρειαζόταν η απάντησή της.
«Ήξερα ότι θα σε πείσει» της είπε με ένα παράπονο που μόλις διακρινόταν. «Δεν μπορεί κανείς ποτέ να πει όχι σ’ αυτόν τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη.»
«Θα ψάξουμε μαζί, την χρειάζομαι» είπε ο Λάσκαρης.
«Την χρειάζομαι κι εγώ αυτή την αναζήτηση» του είπε η Ζωή. «Το μόνο μου πρόβλημα είναι ο Μουτζαφέρ. Θέλω να μεγαλώσει σαν Έλληνας.»
«Θα φροντίσω να τον μεγαλώσει ο πατέρας του. Θα τον στείλω στην Αθήνα με άνθρωπο που του θα εξηγήσει τι θέλεις. Θα στείλω οδηγίες και χρήματα» της είπε ο Καϊχοσρόης. «Μην σε ανησυχεί αυτό.»
«Δεν θα φύγουμε αμέσως» είπε ο Κωνσταντίνος. «Πρέπει να μαζέψω χάρτες και πληροφορίες. Θα φύγω σε λίγες μέρες και θα ξαναγυρίσω την άνοιξη. Τότε θα μπορούμε να φύγουμε. Ως τότε ας προετοιμαστεί η Ζωή, ας τακτοποιήσει τον γιο της -με τη βοήθειά σου Ιαθατίνη- κι ας με περιμένει.»
«Όποτε είσαι έτοιμος, συνέταιρε» είπε ο Καϊχοσρόης «μπορείς να ξεκινήσεις.»
«Και … κάποτε … θα ξαναγυρίσουμε …» είπε η Ζωή. «Έτσι δεν είναι Κωνσταντίνε;»
«Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψουμε. Θα είναι δύσκολη η αναζήτηση. Μιλάνε για ένα βασίλειο πέρα από τις Ινδίες, σε μια απέραντη χώρα που την λένε Κίνα. Κανείς ποτέ δεν γύρισε από εκεί. Νομίζω πως αν με ακολουθήσεις, γλυκιά μου Ζωή, θα πρέπει να πάρεις αποφάσεις. Να εξασφαλίσεις τον μικρό σου Μουτζαφέρ και να ξέρεις πως δεν θα νοσταλγήσεις γρήγορα την επιστροφή.»
Η Ζωή δεν είχε χρειαστεί πολύ χρόνο για να καταλάβει ότι θα ξεκινούσαν για την χώρα του πουθενά και του απίθανου. Είχε πάρει την απόφασή της και δεν την άλλαζε.
«Εγώ φεύγω» είπε ο Καϊχοσρόης. «Σας αφήνω μόνους να συζητήσετε τις λεπτομέρειες. Έτσι κι αλλιώς θα μείνεις, φίλε μου, μερικές μέρες και θα σε ξαναδώ.»
Χαιρέτισε τη Ζωή με μια υπόκλιση και τον Κωνσταντίνο με μια αγκαλιά κι έφυγε.
«Δεν πιστεύει στον Ιερέα Ιωάννη και στο Βασίλειό του» είπε ο Κωνσταντίνος για τον Καϊχοσρόη.
Ο Σουλτάνος με την συνοδεία του απομακρύνθηκε απ’ του Μεΐρ Εφραίμ και τους άφησε πάλι μόνους..
«Νομίζω ότι θέλει να σε διώξει από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται» είπε η Ζωή.
«Ναι, το έχω καταλάβει. Δεν με νοιάζει» είπε εκείνος. «Πρέπει, όμως, να πάω στην Σινώπη, στην Άγκυρα και στην Αδριανούπολη. Θα βρω χάρτες και κείμενα απαραίτητα για το ταξίδι. Δεν θα φύγουμε πριν το καλοκαίρι.»
«Θα σε περιμένω» του είπε η Ζωή «και θα φροντίσω για τον Νικηφορίσκο.»
«Άκουσα πως ο Καϊχοσρόης ετοιμάζει πόλεμο κατά του αδελφού μου.»
«Είναι αλήθεια. Θα εκστρατεύσει την άνοιξη. Έφεραν εδώ τον Αλέξιο Γ’ οι Βενετοί και τον σπρώχνουν να συμμαχήσει με τον Ερρίκο. Θέλουν να επιτεθούν στον Θεόδωρο από τις δυο
μεριές, βορά και νότο. Ο Καϊχοσρόης είναι δεμένος με όρκους απέναντι στον Αλέξιο και θα κάνει ότι του πουν.»
«Πρέπει ο αδελφός μου να ειδοποιηθεί. Να ξέρει τί τον περιμένει.»
«Μην ανησυχείς. Θα έρθει αύριο ο Διογένης στο παλάτι και θα του μιλήσω. Παριστάνει τον σούφι και κατασκοπεύει για λογαριασμό του Θεόδωρου. Με ειδοποίησαν ότι μόλις έφτασε από την Νίκαια. Θα τον δω και θα του πω όσα ξέρω για τον Καϊχοσρόη.»
«Πρόσεχε. Δεν θέλω να σε χάσω.»
«Εγώ θα είμαι εδώ. Εσύ κοίτα να γυρίσεις όρθιος» του είπε εκείνη και χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπό του.
Την άλλη μέρα η Ζωή, κατέβηκε από τον γυναικωνίτη στον κήπο του παλατιού κι εκεί συνάντησε τον Γιάσουα. Του είπε για την άφιξη του Αλέξιου Δ’ στο Ικόνιο. Τον συνόδευε κι ο Κωνσταντίνος Δούκας, αδελφός του Μιχάλη Δούκα, δεσπότη της Ηπείρου. Δεν ήταν τυχαίες αυτές οι αφίξεις. Ο Αλέξιος είχε αξιώσεις στον τίτλο του αυτοκράτορα. Είχε πάρει μαζί του, όταν έφυγε από την Πόλη, τα αυτοκρατορικά διάσημα. Εδώ τον είχαν φέρει για να αμφισβητήσει τον Θεόδωρο. Είπε ακόμη ότι οι Βενετοί προσπαθούσαν να οργανώσουν μια συμμαχία του Σουλτάνου με τους Λατίνους.
«Μην ανησυχείς κυρά» είπε ο Διογένης. «Ο Θεόδωρος το ξέρει αυτό κι οργανώνει κι αυτός συμμαχίες. Συζητά με τον Λέοντα Β’ τον βασιλιά της Μικρής Αρμενίας. Αν χρειαστεί, θα περικυκλώσει αυτός τον Σουλτάνο!»
«Ωραία, λοιπόν. Αυτά να πας να πεις στον Θεόδωρο.»
«Εντάξει με αυτά, Κυρά. Πες μου, όμως, πότε θέλεις να φύγουμε; Εγώ είμαι έτοιμος. Αρκεί να μου πεις πότε θα είσαι έτοιμη κι εσύ.»
«Να φύγουμε;» έκανε αμήχανα. «Πού να πάμε;»
«Στη Νίκαια! Ξεχνάς τι είπαμε την προηγούμενη φορά; Εγώ δεν το ξέχασα ούτε ο αυτοκράτορας. Ήρθα με ένα σώμα στρατιωτών που περιμένουν έξω από το Ικόνιο μια ειδοποίηση. Μόλις βγούμε από το Παλάτι, θα εξαφανιστούμε με άλογα κι άμαξες. Σε μια εβδομάδα, Κυρά, θα είσαι ελεύθερη με τους δικούς σου στη Νίκαια!»
Η Ζωή πάγωσε. Πριν μερικούς μήνες θα ήθελε πολύ να φύγει, τώρα όμως όχι.
«Να πεις στους στρατιώτες που έφερες να γυρίσουν πίσω. Εγώ δεν φεύγω!»
Στο απορημένο ύφος του έδωσε πειστική απάντηση.
«Τώρα είναι το κρίσιμο διάστημα, τώρα που γίνονται οι προετοιμασίες» του είπε η Ζωή. «Τώρα θα μάθω πόσο στρατό θα έχει, από πού σκοπεύει να επιτεθεί, αν ισχύουν ή χάλασαν οι συμμαχίες του. Τώρα χρειάζομαι πιο πολύ εδώ! Φύγε εσύ και να ξανάρθεις την άνοιξη. Τότε θα έχω πραγματικά να σου πω πολλά και σημαντικά.»
Τον έδιωχνε αλλά είχε καλά επιχειρήματα. Ο Διογένης, που ήταν έξυπνος, σκέφτηκε πως είχε δίκιο. Υπολόγιζε πως η Ζωή, μετά τις ταλαιπωρίες της με τον Γαζή και τον Σουλτάνο, θα ήθελε να φύγει. Θα έβαζε τον πόθο της για ελευθερία πιο μπροστά από τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αφού όμως η ίδια πρότεινε να μείνει εδώ όλον τον χειμώνα, εκείνος δεν θα έφερνε αντίρρηση. Πήρε, λοιπόν, τους στρατιώτες που είχε φέρει για να την ελευθερώσουν από την τυραννία του Σουλτάνου κι έφυγε. Κι αυτό είπε στον Θεόδωρο που απόρησε όταν τον είδε να γυρνά χωρίς εκείνην.
«Πώς περνάει η Ζωή στο Ικόνιο;» ρώτησε τον Διογένη.
«Δεν ζει άσχημα. Ο Καϊχοσρόης την φροντίζει.»
«Είναι καλός φίλος ο σουλτάνος.»
«Όμως, πολύ επικίνδυνος με τους άτιμους του Βενετούς και τον Αλέξιο δίπλα του» είπε ο Διογένης.
Στην Νίκαια, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, πάνω που είχε αρχίσει να νιώθει κάπως σταθερός, έμαθε τα άσχημα νέα. Οι Λατίνοι παραμόνευαν στον βορά κι οι Τούρκοι στον νότο. Από φόβο για μια διπλή περικύκλωση, έτρεξε να συμμαχήσει με τον Λέοντα Β’, βασιλιά της Μικρής Αρμενίας. Έτσι τοποθετούσε και το σουλτανάτο ανάμεσα σε δυο εχθρούς.
Ήξερε ωστόσο ότι ούτε οι Λατίνοι απειλούσαν άμεσα τη Νίκαια ούτε οι Αρμένιοι τον Γιγιαθαντίν. Μ’ αυτές τις συμμαχίες κάλυπταν μόνο τα νώτα τους. Στην ουσία η μάχη θα κρινόταν στα σύνορα του μουσουλμανικού με τον χριστιανικό κόσμο. Θα ήταν η μάχη των δύο Ρωμανιών κι έπρεπε να αποκρούσει πάση θυσία την επίθεση. Μόνο έτσι θα είχε ένα κράτος που θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.
Ο Καϊχοσρόης ήταν φίλος του αλλά η υποχρέωσή του στον Αλέξιο ήταν μεγάλη. Φαινόταν λογικό που οι Βενετοί είχαν καταφέρει να τον παρασύρουν σε πόλεμο κόντρα στη Νίκαια. Τώρα ο Θόδωρος έπρεπε να παλέψει κατά του Γιγιαθαντίν κι οι πληροφορίες της Ζωής θα του ήταν πολύτιμες. Ιδιαίτερα τον ένοιαζε να μάθει πώς θα εκτυλισσόταν την άνοιξη η επίθεση του Σουλτανάτου. Το ουσιαστικό ερώτημα ήταν, από πού θα ξεκινούσε ο Καϊχοσρόης και πώς θα έκανε την επίθεσή του. Η παραμονή της Ζωής στο παλάτι του Ικονίου ήταν γι αυτόν δώρο Θεού!
Αν ο Θεόδωρος ευχαριστούσε τον Θεό που η Ζωή έμενε στο Ικόνιο, δεν είχε την ίδια γνώμη κι ο Νικηφόρος. Έμαθε τα συμβάντα από μια επιστολή του Μιχαήλ Ακομινάτου. Πάντοτε είχαν αλληλογραφία κι αντάλλασσαν πληροφορίες. Διάβασε την επιστολή κι έμαθε ότι η Ζωή βρισκόταν κλεισμένη στο Ικόνιο στο παλάτι του Καϊχοσρόη. Θύμωσε, νοστάλγησε, ένιωσε να φουντώνει η επιθυμία του γι αυτήν. Βρήκε ξανά το κουράγιο που είχε χάσει τον τελευταίο καιρό και, μαζί μ’ αυτό, βρήκε νέο νόημα στη ζωή του. Αποφάσισε πως άξιζε να δώσει και την ζωή του ακόμα για να την ελευθερώσει.
Ως τότε ζούσε μέσα σε πλήρη απογοήτευση. Πέρα απ’ την οικογενειακή του δυστυχία, φοβόταν πως η Ζωή είχε πουληθεί στο χαρέμι κάποιου εμίρη. Με την επιστολή, τουλάχιστον, έμαθε πως ήταν ζωντανή. Δεν είχε πουληθεί σε σκλαβοπάζαρο της Ανατολίας, όμως ήταν φυλακισμένη σε ένα γυναικωνίτη. Ήταν εγκλεισμός σε μια πολυτελή φυλακή. Ο Μιχαήλ του έγραφε ότι η Ζωή είχε κι ένα μωρό παιδί μαζί της, που ήταν και δικό του παιδί. Η Ζωή το είχε ονομάσει Νικηφορίσκο. Μετά απ’ αυτό δεν γινόταν να κρατηθεί στην Αθήνα. Η παραμονή της στο Ικόνιο, που ο Θεόδωρος Λάσκαρης την είπε “Δώρο Θεού”, για εκείνον ήταν “Κατάρα του Διαβόλου”.
Την άνοιξη του 1208 την είχε αφήσει στη Νίκαια και, πριν την ξαναδεί, έμαθε ότι την απήγαγαν. Την είχε για χαμένη αφού οι Τουρκομάνοι που την είχαν πάρει απ’ την Μονή έγιναν άφαντοι. Έφτασε Δεκέμβρης του 1210 όταν έμαθε το νέο ότι ήταν ζωντανή, έστω κι αιχμάλωτη. Είχαν περάσει δυόμιση πολύ δύσκολα χρόνια. Μέσα στο διάστημα αυτό έζησε καταστροφές, τρομακτικές απώλειες και ταπεινώσεις που τον είχαν τσακίσει. Ο άλλοτε περήφανος πλοιοκτήτης του “Δήλος” ήταν πια ένας σκελετός. Περισσότερο ήταν το κρασί που έβαζε στο στομάχι του παρά το φαγητό που έτρωγε. Μπορεί να είχε για παρηγοριά τα παιδιά και τους φίλους του, όμως όλα γύρω ήταν ανυπόφορα. Τίποτε δεν φαινόταν ικανό να τον ευθυμήσει. Το γράμμα του Ακομινάτου τα άλλαξε όλα.
Δεν διευκρίνιζε ο Μιχαήλ από πότε βρισκόταν η Ζωή στο Ικόνιο. Σίγουρα όμως πριν από το καλοκαίρι του 1210 που ο Θεόδωρος είχε επικοινωνήσει μαζί της μέσω του Διογένη. Προφανώς οι φιλικές σχέσεις του Λάσκαρη με τον Καϊχοσρόη δεν αρκούσαν για να ελευθερωθεί η Ζωή. Αν αρκούσαν θα είχε κιόλας φύγει, θα βρισκόταν στη Νίκαια. Εξ άλλου ο Νικηφόρος γνώριζε καλά πόσο πολύ επιθυμούσε ο Καϊχοσρόης να κάνει δική του τη Ζωή. Τον είχε δει πόσο την ήθελε από τον καιρό που γνωρίστηκαν στην Πόλη, πριν την άλωση. Είχε παρατηρήσει πως ο Τούρκος συνέχιζε να την βλέπει έτσι και στην Προύσα. Μετά την εγκατάστασή του στο Ικόνιο, προφανώς, την είχε χάσει αλλά, επίσης προφανώς, δεν την είχε ξεχάσει. Και τώρα, που είχε βρει την ευκαιρία να την πάρει από τους απαγωγείς της, την κρατούσε –ο άτιμος!- στο παλάτι του. Είχε το πάνω χέρι. Εκείνος ήταν Σουλτάνος κι η Ζωή ήταν σκλάβα που την είχε αγοράσει από δουλέμπορο.
Δεν τον βαστούσε πλέον ο τόπος. Ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε πλοίο για να περάσει απέναντι. Αυτό τον σκότωνε. Έψαχνε να βρει την πρώτη ευκαιρία για να σαλπάρει προς τις απέναντι ακτές του Αιγαίου. Όσο έμενε εγκλωβισμένος στην Αθήνα κατέστρωνε σχέδια. Ήταν ακόμα ιππότης του Ντε Λα Ρος, επομένως είχε πρόσβαση στην φράγκικη διοίκηση. Από εκεί θα έπαιρνε την άδεια να αποπλεύσει παρά το ότι ήταν χειμώνας. Χρειαζόταν όμως κι άλλες πληροφορίες προκειμένου να φτάσει μέχρι το Ικόνιο.
Έμαθε όσο περισσότερα μπορούσε για τα μέρη εκείνα όπου θα πήγαινε να την βρει και να την ελευθερώσει. Τρεις μέρες απόσταση από την Σμύρνη ως την Φιλαδέλφεια κι άλλες δυο για τη Λαοδίκεια. Από εκεί ήθελε άλλες τέσσερις μέρες για την Αντιόχεια της Καππαδοκίας και άλλες τρεις για το Ικόνιο. Σύνολο έντεκα μέρες για να φτάσει από τη Σμύρνη στην Ζωή. Δεκαπέντε μέρες χρειάζονταν, όμως, για να ταξιδέψει απ’ τον Πειραιά ως τη Σμύρνη. Υπολόγιζε άλλες τέσσερις μέρες για τις καθυστερήσεις στα λιμάνια. Όλα μαζί έκαναν ένα μήνα. Πότε να φύγει και πότε θα έφτανε, όλο αυτά τον απασχολούσαν και τον συνέπαιρναν.
«Ένας μήνας ταξίδι αν βρω πλοίο να με πάρει κι άνδρες για να έρθουν μαζί μου» έλεγε στους φίλους του.
«Να υπολογίζεις σ’ εμάς. Θα έρθουμε μαζί σου» του είχαν ανακοινώσει ο Ρομπέρ κι ο Φιλίπ. «Είπαμε ότι είμαστε αδέλφια και θα τηρήσουμε τον λόγο μας. Νικηφόρε, μην υπολογίζεις να φύγεις χωρίς εμάς!»
Πρόθυμοι παρουσιάστηκαν πολλοί. Οι Φράγκοι βασικά ήταν πολεμιστές. Όσοι είχαν μέχρις έρθει εδώ, ακολουθώντας την σταυροφορία, ήθελαν δράση και πλούτη. Είχαν μείνει για έξι κι επτά χρόνια χωρίς πόλεμο κι είχαν σκουριάσει. Κόντευαν να γίνουν μαλθακοί σαν τους Ρωμιούς κι αυτό τους τρόμαζε. Αναζητούσαν την περιπέτεια όπως ο διψασμένος πεθαίνει για λίγο νερό. Είχε λοιπόν αρκετούς Φράγκους πρόθυμους. Οι Έλληνες Ρωμιοί φίλοι του κι οι παλιοί συνεργάτες του από το “Δήλος» ήταν κι αυτοί πρόθυμοι. Ήθελαν να τον βοηθήσουν και ζήτησαν να κάνουν μαζί του αυτό το ταξίδι στη Μικρασία. Φτιάχνοντας σχέδια κι οργανώνοντας την εκστρατεία πέρασε ο χειμώνας. Ήταν γεμάτος δημιουργική έξαψη που τού ’χε δώσει ξανά ενδιαφέρον για την ζωή.
Αυτή τη φορά δεν φοβόταν την υποδοχή από την Ζωή. Όταν είχε πάει το 1208, μετά από τριών χρόνων απουσία, δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε. Είχε ένα φόβο στην καρδιά για την αντίδρασή της. Τώρα δεν ήταν έτσι, ένιωθε πολύ πιο σίγουρος. Τότε φοβόταν, αλλά, είχε συναντήσει μιαν ερωτευμένη γυναίκα που είχε διαψεύσει τους φόβους του. Τον είχε δεχτεί σαν να μην είχε περάσει στιγμή απ’ τον χωρισμό τους. Αυτή τη φορά πίστευε πως θα ήταν ακόμα καλύτερα.
Τώρα φοβόταν λιγότερο. Θα της έδινε την ελευθερία της παίρνοντας την από έναν αλλόθρησκο. Και, το πιο σπουδαίο, τώρα εκείνη κρατούσε στην αγκαλιά της τον δικό τους παιδί. Ο γιος τους, ο Νικηφορίσκος, θα ήταν τώρα δύο κιόλας χρονών, κι ήταν ένας ακατάλυτος δεσμός ανάμεσά τους. Ήξερε ότι αυτή την φορά η Ζωή θα τον περίμενε με αδημονία μεγαλύτερη κι απ’ την δική του.
«Όσο σκέφτομαι πως θα την ξαναδώ, δεν μπορώ να κοιμηθώ» έλεγε στον φίλο του Εστάς.
«Θα πάμε και θα την ελευθερώσουμε για σένα, Γκριέ φίλε μου» του έλεγε με σιγουριά ο Φράγκος.
Θυμόταν τότε που, ντυμένη με το ράσο της μοναχής, τον είχε δει μπροστά της, στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Ήθελε να ξαναζήσει αυτή την ευτυχία και να δει στα μάτια της ξανά τον ίδιο πόθο. Ο ίδιος ήξερε πως όταν την ξανάβλεπε θα την ερωτευόταν όπως την πρώτη στιγμή. Όσο κι αν τα θλιβερά γεγονότα τον είχαν τσακίσει, όσο κι αν η Αγνή είχε κυριεύσει την ύπαρξή του, ήταν βέβαιος. Μετά από τρία σχεδόν χρόνια κατάθλιψης ένιωθε πάλι ζωντανός. Έκανε όνειρα για έρωτες και ζωές που μπορούσαν να ξανακερδηθούν εκεί που έμοιαζε να έχουν χαθεί όλα!

************************************
Η συνέχεια αύριο Πέμπτη 30/7

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Η ΔΕΗ ανήκει στον λαό του Κερατσινίου και της Δραπετσώνας


Βλέπετε το πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής της ΔΕΗ, όπως το αποτύπωσε η τεχνική υπηρεσία με βάση τις τροποποιήσεις του ΓΠΣ του 2014.

Τα πράσινα κομμάτια είναι πράσινο κι ανήκουν στον δήμο. Τα κόκκινα είναι κτήρια προς διατήρηση και επανάχρηση. Ανήκουν στην ΔΕΗ. Δεν μπορεί να τα κάνει εργοστάσιο, μπορεί όμως να τα πουλήσει, αν εμείς κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια.
Δεν θα κάτσουμε!
Ο δήμος θα επιδιώξει να χαρακτηριστούν διατηρητέα ως μνημεία νεώτερης βιομηχανικής ιστορίας αλλά και ιστορίας της χώρας μας με δεδομένο ότι εκεί δόθηκε η τελευταία μάχη με τους Γερμανούς το 1944.
Αυτά πρότεινε ο δήμαρχος σήμερα εκ μέρους της διοίκησης και συμφώνησαν όλοι οι παρόντες στη σύσκεψη των επικεφαλής που έγινε σήμερα το απόγευμα στο δημαρχείο.

Απαλλοτρίωση Λιπασμάτων - Μια απόφαση του 2013


Τον μακρινό χρονικά Οκτώβρη του 2013, πριν ακόμα χρισθεί καν υποψήφιος δήμαρχος ο Χρήστος Βρεττάκος, είχα καταθέσει με πλήρες σκεπτικό πρόταση για Κοστολόγηση της Απαλλοτρίωσης των Λιπασμάτων.
Η πρόταση τότε είχε ψηφιστεί ΟΜΟΦΩΝΑ από τους 29 παρόντες (αριθμός ασυνήθιστος για τα συμβούλια εκείνης της εποχής). Ήταν η 15η Οκτώβρη 2013 και ο αριθμός της απόφασης είναι 352/2013
Το σκεπτικό της πρότασής μου ήταν (μεταξύ άλλων) το εξής:
******************
Σε όλη αυτή την περίοδο πάντοτε υπήρχε ως πρόταση και η απαλλοτρίωση της γης υπέρ του δημοσίου και η δημιουργία χώρων κοινοχρήστων, μητροπολιτικού πάρκου, ελεύθερων ακτών κλπ. με την άνεση που όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν αν ο χώρος ήταν δημόσιος. Η πρόταση αυτή συνήθως απορριπτόταν εκ προοιμίου λόγω του μεγάλου κόστους της γης και της απροθυμίας των ιδιοκτητών να πουλήσουν.
Σήμερα που η αγορά ακινήτων έχει καταρρεύσει, η τιμή κτήσης μπορεί να είναι πολύ μικρότερη. Αν προστεθεί μάλιστα και η βούληση του δημοσίου (δήμου) να την μετατρέψει σε χώρο πρασίνου και αναψυχής, τότε η τιμή πέφτει ακόμα περισσότερο καθώς δεν έχει κανένα συντελεστή δόμησης ή μόνο έναν ελάχιστο για κτήρια διατηρητέα και καταστήματα αναψυχής ή χώρους πολιτισμού. Με την τιμή να πέφτει κάτω από το μισό εκείνης του 2010 η αγορά από το δημόσιο δεν είναι πλέον απαγορευτική.
Επί πλέον έχουμε το δεδομένο ότι και η Εθνική Τράπεζα, μετά την πτώχευσή της το 2008 και τις κρατικές ανακεφαλαιοποιήσεις είναι πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου κρατική. Η προοπτική της απαλλοτρίωσης δεν είναι πλέον απαγορευτική. Είναι όμως μέχρι σήμερα ένα απλό πολιτικό σύνθημα, μια ευχή, μια διεκδίκηση. Χρειάζεται πλέον να μελετηθεί επισταμένα και να γνωρίζουμε κατά πόσον στέκεται η πρόταση και τι κοστίζει ή τι κέρδη αφήνει για την πόλη, τους κατοίκους, τη χώρα. Πρέπει το θέμα να μελετηθεί με τρόπο επιστημονικό. Να εκτιμηθεί αντικειμενικά το κόστος (και όχι μόνο για τα Λιπάσματα πλέον), να εξεταστούν τα πολεοδομικά και νομοθετικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι εναλλακτικές λύσεις, να εκτιμηθεί το κόστος διατήρησης, να καταγραφούν σενάρια ανάπτυξης κέντρων πολιτισμού, αναψυχής κλπ. και τα έσοδα που μπορούν να αποφέρουν, να μελετηθεί το πλεόνασμα καταναλωτή που αφήνουν αυτές οι δράσεις, να μελετηθεί το είδος της χλωρίδας που μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το “πράσινο”, να εξεταστεί αν υπάρχει μέρος της παραλίας που μπορεί να δοθεί για μαρίνα, να εξεταστεί η συνάφεια των δράσεων στον χώρο αυτόν με τον Πειραιά γενικώς και την περιβάλλουσα περιοχή της πόλης μας κλπ.
Μας χρειάζεται μια μελέτη που να έχει για άξονά της την ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ (ή αγορά) των χώρων και την αξιοποίηση της τέως βιομηχανικής ζώνης με βάση αυτή την ιδέα.

*********
Βεβαίως τα πράγματα άλλαξαν μετά τις εξελίξεις του 2015-16 όταν πουλήθηκε ο ΟΛΠ και η παραλία εξαιρέθηκε από την πώληση και χαρίστηκε στον δήμο.

 Ο κύριος στόχος της απαλλοτρίωσης, η πρόσβαση στις ακτές, η ανάκτηση των ακτών, είχε πλέον κερδηθεί μέσα από άλλα κανάλια. 

 Γι αυτό κύριος στόχος της απαλλοτρίωσης, η πρόσβαση στις ακτές, η ανάκτηση των ακτών, είχε πλέον κερδηθεί μέσα από άλλα κανάλια.ό η απαλλοτρίωση των Λιπασμάτων δεν ήταν η μόνη υποχρεωτική οδός. Μπορούσε να γίνει πολεοδόμηση στα Λιπάσματα και απαλλοτρίωση στην περιοχή της Όιλ Ουάν και της Λαφάρτζτ. Όμως το θέμα δεν είναι η διατύπωση διαφωνιών. Εξάλλου το ίδιο το κείμενο του 2013 και η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου εκείνου του Οκτώβρη πριν από επτά χρόνια συμφωνούν με ό,τι κινεί σήμερα η διοίκηση και ο δήμος γενικώς.
Μια και η υπόθεση της απαλλοτρίωσης των Λιπασμάτων είναι στην επικαιρότητα και αναμένουμε σχετική απόφαση δικαστηρίου, είπα να την θυμίσω.
Η ιστορία πρέπει να είναι γνωστή, και για να συμβεί αυτό, καλό είναι να την υπενθυμίζουμε.
Παρακάτω μπορείτε να δείτε την σχετική ανάρτηση στο μπλογκ μου της 30ης Οκτώβρη 2013.
Υπάρχει επίσης κι η ανάρτηση της 17ης Οκτώβρη 2013 με την οποία ανήγγειλα την ψήφιση της πρότασης στο ΔΣ πριν ακόμα εκδοθεί κι επίσημα η απόφαση. 

http://giorgostsiridis2012.blogspot.com/2013/10/
http://giorgostsiridis2012.blogspot.com/…/10/blog-post_17.h…