Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

46 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 46η

Το Β' μέρος σήμερα του 13ου κεφαλαίου.
Είμαστε πάντα στο Ικόνιο. Εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης και ζητά από την Ζωή να γίνει η βοηθός του στο μεγάλο ταξίδι που ετοιμάζει.
Η είσοδος στη σκηνή του τελευταίου αυτοκράτορα που στέφθηκε στην Πόλη αλλά παραιτήθηκε του τίτλου του για χάρη του νέου ελληνισμού, δεν είναι μια απλή είσοδος στο προσκήνιο. Έρχεται με την φιλοδοξία να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων και την ιστορία του κόσμου.
Οι πολλές παραπομπές στο μέρος αυτό, οφείλονται στους τόπους που οδηγούν στον Ιερέα Ιωάννη και σε εκείνους που προηγήθηκαν στην αναζήτησή του.
********************************************
παραπομπές:
(*1)
Πνιγμός του Μπαρμπαρόσα: Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της Γ’ σταυροφορίας που έχασε έτσι ξαφνικά τον αρχηγό της και τελείωσε άδοξα
(*2)
Ασσασίνοι: Το Βασίλειο του Γέρου του Βουνού βρισκόταν στον βορά της Περσίας, ανάμεσα στα όρη του Καυκάσου και την Κασπία. Εκπαίδευε τους Ασσασίνους-του (από το Χασίς προέρχεται η λέξη) που εκτελούσαν αποστολές αυτοκτονίας όπου τους έστελνε. Οι Ασσασίνοι πίστευαν ότι με τον θάνατό τους θα πάνε κατ’ ευθείαν στον παράδεισο.
(*3)
Μπαουντολίνο: Ήρωας του μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο (με τον ομώνυμο τίτλο) που υποτίθεται ότι έψαξε στα χρόνια 1190-1204 το βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου
(*4)
Σαββατύων: Ο ποταμός αυτός σύμφωνα με τα ιερά βιβλία των Εβραίων, έσερνε πέτρες με τα ορμητικά νερά του και γι αυτό ήταν αδιάβατος εκτός από το Σάββατο που άφηνε πέρασμα για να περνούν οι πιστοί του. Γι αυτό τον ονόμασαν Σαββατύονα.
(*5)
Χαμένες φυλές: Εκτός από την φυλή του Ιούδα και του Βενιαμίν, οι άλλες δέκα από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ θεωρείται ότι έχουν χαθεί όταν τις μετακίνησαν οι Ασσύριοι στην περιοχή της Μηδίας και η αναζήτησή τους ήταν ένα θέμα που επανερχόταν σε όλες τις εποχές.
(*6)
Σχετικά με τις περιοχές αυτές έγραψε ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης που ταξίδεψε τα χρόνια 1159-1172 μΧ σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, της Νότιας Γαλλίας, της Ιταλίας, των Βαλκανίων, του Αιγαίου, της Μεσοποταμίας, της Αραβίας και της Περσίας φθάνοντας μέχρι και την Ινδία και την Υεμένη. Ο Βενιαμίν κατέγραφε τις εβραϊκές κοινότητες αλλά ουσιαστικά αναζητούσε τις δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ και τον ποταμό Σαββατύονα


Γ’ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Η Αϊσέ ανήγγειλε την άφιξή του στον Κήπο. Μπορούσε εκεί να την δει και να της μιλήσει ελεύθερα. Η Ζωή κατέβηκε τρέχοντας. Ήταν όμορφος σαν θεός, όπως τον ήξερε, με τα σγουρά καστανόχρωμα μαλλιά και τα γαλαζοπράσινα μάτια του. Φαινόταν λίγο μεγαλύτερος. Είχαν περάσει πέντε χρόνια που είχε να τον δει. Για άνθρωπο που ερχόταν από τον Άδη, στεκόταν καλά. Φορούσε ρούχα Ενετού εμπόρου και κρατούσε στο χέρι το καπέλο του. Δεν ήταν στρατιώτης, μάλλον οδοιπόρος ήταν, αλλά, πάντως ο Κωνσταντίνος. Με μάτια που δάκρυζαν, άνοιξε την αγκαλιά της και τον έσφιξε εκεί μέσα. Ρουφούσε το είναι του, αυτό που της είχε λείψει. Δεν είχε ποτέ κατακτήσει το κορμί του ούτε είχε κατακτηθεί απ’ αυτό. Την βασάνιζε πάντα αυτή η έλλειψη, τόσο συνειδητή και τόσο αχρείαστη. Ένιωσε την ταραχή του και τραβήχτηκε λίγο πίσω για να τον κοιτάξει ίσια μέσα στα μάτια. Εκεί τα είδε όλα κι εκεί του απάντησε «ναι» σε ό,τι κι αν επρόκειτο να της ζητήσει.
«Είναι η δεύτερη πιο μεγάλη χαρά της ζωής μου που σε βλέπω ζωντανό» του είπε.
«Έμαθα ότι έχεις ένα παιδί. Είναι του Νικηφόρου;»
«Ναι. Αυτός ήταν η πρώτη χαρά! Τον λένε Μουτζαφέρ, στα ελληνικά Νικηφορίσκος. Είναι δυο χρονών τώρα. Αυτός με γλίτωσε από να πουληθώ σαν σκλάβα!»
«Τα έμαθα. Πέρασες κι εσύ πολλά, ε;»
«Όχι τόσα όσα εσύ, φαντάζομαι» του είπε. «Θέλω να μου τα διηγηθείς όλα.»
«Είσαι πολύ όμορφη!» της είπε. «Έτσι σε φανταζόμουν. Όποτε ήθελα παρέα, τότε σκεφτόμουν εσένα.»
Ήταν ακόμη κολλημένη στην αγκαλιά του και μιλούσαν με τα πρόσωπα να απέχουν ελάχιστα εκατοστά το ένα από το άλλο. Ήταν σκανδαλώδης αυτή η στάση μέσα στον κήπο του παλατιού του Σουλτάνου.
Ευτυχώς, δεν τους έβλεπε κανείς άλλος εκτός απ’ την Αϊσέ και τον Ευστάθιο. Κι αυτοί είχαν κοκκινίσει κι ένιωθαν άβολα. Τραβήχτηκε μακριά του, σε μια απόσταση αξιοπρεπή.
«Με σκεφτόσουν, λοιπόν;» τον ρώτησε. «Σε ποιους άλλους έκανες τέτοια τιμή;»
«Σε κανέναν! Μόνο εσένα σκεφτόμουνα, κανέναν άλλον και καμία άλλη! Με ποιον θα μπορούσα εξάλλου να τα πω εκεί πέρα μόνος, αν όχι με σένα;»
Το έλεγε τόσο πειστικά που φαινόταν αληθινό.
«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε στον κήπο» της είπε. «Έλα το απόγευμα στο αρχοντικό του Μεΐρ Εφραίμ. Είναι Εβραίος και τον ξέρουν όλοι στο Ικόνιο. Θα μείνω στο σπίτι του απόψε. Έλα με άμαξα να μην σε δουν. Θα το ζητήσω απ’ τον Ιαθατίνη κι αυτός θα το κανονίσει.»
«Εννοείς ότι θα σου κάνει την χάρη ο Ιαθατίνης να με φέρει στο σπίτι σου;»
«Ναι! Μου κάνει όποια χάρη κι αν του ζητήσω. Είμαστε συνεταίροι. Μέχρι τώρα είμασταν δυο, τώρα θα είμαστε τρεις αφού μπήκες κι εσύ στο κόλπο.»
«Το “κόλπο” είναι το Βασίλειο του Θεού;»
«Μη με κοροϊδεύεις, σε παρακαλώ.»
«Θα έρθω. Το καλό που σου θέλω, κοίτα να έχεις μια καλή ιστορία να μου πεις. Βοηθός σε φαντασιόπληκτο καλόγερο που βλέπει οράματα, εγώ δεν γίνομαι!»
Τον απειλούσε γλυκά με ένα χαμόγελο που τον έκανε να λιώνει. Χαιρέτισε για να φύγει, αλλά, τον άκουσε να την καλεί.
«Εσύ με σκεφτόσουν;» την ρώτησε από μακριά.
«Ναι, στον Άδη! Με τον Λεωνίδα και τον Αχιλλέα!»
«Να έρθεις! Θα σε περιμένω με αγωνία!» της φώναξε κι ένιωθε πάλι σαν μικρό παιδί.
Το απόγευμα η Ζωή προσπάθησε να ντυθεί προσεκτικά. Ήθελε να είναι ποθητή αλλά αυτό να μην φαίνεται, να μοιάζει σοβαρή αλλά να μπορεί άνετα να λυθεί στα γέλια. Ήθελε να μοιάζει με νεαρή αλλά να μην κρύβει την ηλικία της, να φορά ρούχα που να του αρέσουν, αλλά, εκείνη να του αρέσει όχι για τα φορέματά της. Στο τέλος ντύθηκε με τα καθημερινά της ρούχα. Χωρίς την συνοδεία της Αϊσέ ή του Ευστάθιου, μπήκε στην άμαξα που της έστειλε ο Καϊχοσρόης.
Πήγε στου Μεΐρ Εφραίμ. Την υποδέχτηκε μόνος και την πέρασε στο δωμάτιό του. Ο Εβραίος είχε ετοιμάσει αρκετά για τον Έλληνα έμπορο που είχε την εύνοια του Σουλτάνου. Είχε ροφήματα, κουλούρια, γλυκά, και σερμπέτια.
«Πες μου όσα πέρασες, με λεπτομέρειες. Μη φοβάσαι να πεις πολλά, θέλω να τα μάθω όλα!» του ξεκαθάρισε.
Της είπε ιστορίες που έπιαναν πέντε χρόνια κι ήθελαν πέντε βιβλία για να γραφτούν. Σαν τις χίλιες και μία νύχτες οι περιπέτειές του δεν είχαν τέλος ούτε αρχή. Παρέλασαν από τ’ αυτιά κι από τ’ αόρατα μάτια του νου, βασιλιάδες, ζητιάνοι, παλάτια, καλύβες, βουνά και κάστρα. Της μίλησε για αφόρητες ταλαιπωρίες και θριάμβους. Είχε γυρίσει την Μεσοποταμία, τον Καύκασο και την Αραβία. Βρήκε φυλές εξωτικές ψάχνοντας παντού σημάδια του Ιωάννη.
«Δεν ήμουν ο μόνος που έψαξα τον Ιερέα Ιωάννη.»
«Υπήρξαν, δηλαδή, πολλοί τρελοί σαν εσένα;»
«Έψαξε κι ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Λένε πως πνίγηκε σε ένα ποτάμι στην Κιλικία(*1) ή, χάθηκε στο Βασίλειο του Ιωάννη.»
«Δεν είσαι, λοιπόν, ο μόνος αυτοκράτορας που ψάχνει.»
«Το έψαξαν κι οι Ναΐτες ιππότες της Ιερουσαλήμ. Αυτοί συνεργάστηκαν με τον τρομερό Γέρο του Βουνού, άρχοντα των φοβερών Ασσασίνων(*2). Πήραν το Δισκοπότηρο, αλλά στον Ιερέα Ιωάννη δεν μπόρεσαν να φτάσουν.»
«Μ’ έπεισες ότι είστε πολλοί τρελοί» του είπε γελώντας.
«Ανάμεσά τους κι ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Ξεκίνησε κι αυτός για το ιερό δισκοπότηρο, αλλά, γύρισε άπρακτος
Ο Κωνσταντίνος την ενημέρωσε ότι ανάμεσα σε αυτούς που έψαχναν τον Ιερέα Ιωάννη ήταν κι ο Σαλαντίν.
«Λένε πως ο λόγος που πήρε την Ιερουσαλήμ ήταν που πλησίασε πολύ στον Ιωάννη.»
Της είπε και για άλλους που έψαξαν τον Ιερέα. Ανάμεσά τους ο Λομβαρδός Μπαουντολίνο(*3) που, αρχικά, ήταν με τον Μπαρμπαρόσα. Μετά τον πνιγμό του αυτοκράτορα, έκανε την δική του πορεία για το Βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου. Έκανε πλαστές επιστολές, έζησε περιπέτειες με ξωτικά και μάγους, αλλά στον Ιερέα Ιωάννη δεν έφτασε. Γύρισε στην Πόλη ρακένδυτος κι απογοητευμένος.
«Κι άλλοι πολλοί έψαξαν και ψάχνουν για το Βασίλειο. Όποιος το βρει θα γίνει διάδοχος του Ιερέα Ιωάννη. Θα φτιάξει τον κόσμο έτσι όπως νομίζει αυτός.»
«Μετά από όλα αυτά πιστεύεις ακόμη ότι ένα τέτοιο Βασίλειο υπάρχει;»
«Δεν ξέρω αν υπάρχει» της είπε με ζέση στη φωνή του. «Ξέρω ότι πρέπει να υπάρχει! Και το θέλω τόσο πολύ που θα πει ότι υπάρχει!»
«Έχεις κάτι καινούργιο που δεν το ήξερες και δεν το αναζήτησες πέντε χρόνια τώρα;»
«Είδα όλα τα μέρη που ανέφεραν οι διάφορες φήμες που ακούγονταν. Σ’ αυτά δεν χρειάζεται να ψάξω ξανά. Ξέρω πού θα το βρω! Ακριβώς μετά τον ποταμό Σαββατύονα(*4), εκεί που βρίσκονται οι δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ(*5).»
«Μου φαίνεται λίγο θολό αυτό που λες ότι γνωρίζεις» του είπε διπλωματικά.
Δεν ήθελε να του μιλήσει προσβλητικά.
«Πιστεύω πως ξέρω πού θα βρω τον Ιερέα Ιωάννη. Δεν μπορεί να τον ψάχνουν τόσοι άνθρωποι με δύναμη και κύρος κι αυτός, απλά, να μην υπάρχει» της είπε πεισματικά.
«Έχεις καμιά νέα ιδέα στο μυαλό σου;» τον ρώτησε.
«Κάτι σκέφτομαι. Πού πήγαν οι ιερείς κι οι σοφοί της παλιάς θρησκείας; Ο Νόννος έγραψε τα “Διονυσιακά” του επί Αναστασίου. Τότε ακόμα, οι εθνικοί είχαν δύναμη και σοφία. Μπορούσαν να οργανωθούν, να προετοιμάσουν μια επιστροφή τους. Για σκέψου τους σοφούς της Πλατωνικής Ακαδημίας. Την έκλεισε ο Ιουστινιανός κι αυτοί πήγαν στον Χοσρόη στην Περσία. Λες να μην ετοίμασαν την αντεπίθεσή τους; Πρέπει να είναι οι Νεστοριανοί!»
«Αυτοί οργάνωσαν το Βασίλειο του Θεού;»
«Πιστεύω ότι έτσι το ονόμασαν, μόνο και μόνο για να του προσδώσουν κύρος.»
«Οι Νεστοριανοί ισχυρίζονται ότι είναι μουσουλμάνοι.»
«Τίποτε δεν είναι! Στις περιοχές των Χριστιανών λένε ότι είναι Χριστιανοί και στα μουσουλμανικά εδάφη λέγονται Μουσουλμάνοι. Μας δουλεύουν όλους!»
«Μπορεί να είναι έτσι, αυτό όμως δεν είναι αρκετό και το ξέρεις. Πού βρίσκονται οι Νεστοριανοί;»
«Βρήκα τις σημειώσεις κάποιου Βενιαμίν. Είναι Ισπανο-Εβραίος(*6). Πήγε και βρήκε τις δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ και τον Σαββατύονα ποταμό. Κατέγραψε τα πάντα για ό,τι βρήκε στον δρόμο του. Με το βιβλίο του για οδηγό δεν ψάχνω στο άγνωστο.»
Η Ζωή είδε ότι οι ερωτήσεις της δεν τον δυσκόλευαν. Για όλα είχε έτοιμη κάποια πληροφορία που έδινε απάντηση. Εξ άλλου, μέσα σε πέντε χρόνια αναζητήσεων δεν μπορεί να μην είχε βρει ορισμένες από τις απαντήσεις που έψαχνε. Ήταν λογικό ότι η διάψευση των ελπίδων του δεν μπορούσε να γίνει με χρήση λογικών συλλογισμών και μόνο.
«Θα πας να τα επαληθεύσεις επί τόπου όλα αυτά;»
«Ναι. Και θέλω να έρθεις κι εσύ μαζί μου!»
«Τι σε κάνει, Κωνσταντίνε, να μου το προτείνεις αυτό; Δεν είναι μια απλή πρόταση για ένα ταξίδι αυτό που λες. Είναι πολύ σοβαρό με άγνωστο χρόνο διάρκειας κι άγνωστη έκβαση. Πώς έφτασες να θέλεις εμένα;»
«Πριν το σκεφτώ, μού το επέβαλε η καρδιά μου.»
«Να μου πεις τι σκέφτηκες. Πέρα απ’ τα συναισθήματα» του ζήτησε.
«Είχα τρεις καλούς λόγους» της είπε. «Επιθυμείς κι εσύ διακαώς την επικράτηση του ελληνισμού. Με τόση αμορφωσιά τριγύρω μας, θα μείνουν όλα μακρινό όνειρο αν δεν βρεθεί κάτι συνταρακτικό να το επιβάλει.»
«Περιμένω να ακούσω τον δεύτερο λόγο.»
«Γιατί δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις! Στη Νίκαια δεν αντέχεις να γυρίσεις, στην Αθήνα δεν μπορείς να πας. Εδώ είσαι σε ένα γυναικωνίτη σε μια χρυσή φυλακή. Το μοναστήρι πρέπει να είναι για σένα εφιάλτης.»
«Κι αυτός ο λόγος είναι καλός αλλά έχει ένα πρόβλημα, τον Νικηφορίσκο.»
«Θα βρούμε λύση για το μικρό» είπε ο Κωνσταντίνος.
«Κι ο τρίτος λόγος;»
«Γιατί … με αγαπάς και θέλεις να είσαι μαζί μου. Τώρα μάλιστα σε χρειάζομαι πολύ.»
«Γιατί σε αγαπάω, ε;» είπε η Ζωή χαμογελώντας και χαϊδεύοντας το πρόσωπο του. «Ώστε έτσι λοιπόν!… Κι εσύ; Εσύ ... απλά με χρειάζεσαι;»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω και σε θέλω το ίδιο με σένα, ίσως ακόμα πιο πολύ!» της είπε εκείνος.
Ο Κωνσταντίνος την αγκάλιασε και δεν την άφησε ούτε να αναπνεύσει. Τη γέμισε φιλιά και την κράτησε σφιχτά πολλή ώρα. Η Ζωή πρόλαβε να του πει λόγια αγάπης τρυφερά, όλα όσα ήθελε χρόνια να του πει, αλλά, τον είχε για νεκρό. Εκείνος δεν είπε πολλά. Τού έβγαιναν αυθόρμητα ερωτικά αισθήματα και λόγια αφοσίωσης. Στα «σε αγαπάω» της Ζωής εκείνος απαντούσε «σε θέλω». Στα «σε είχα ερωτευτεί και μού ‘λειψες» εκείνος απαντούσε «δεν θέλω να ζω χωρίς εσένα». Έκαναν έρωτα κι έμειναν όλο το βράδυ μαζί. Ο Νικηφόρος πέρασε από το μυαλό της μια-δυο φορές χωρίς να νιώσει τύψεις ή ενοχές. Μέσα της τον έβλεπε δίπλα στην Αγνή και τα παιδιά του, έτσι τον έβγαζε εύκολα από την καρδιά της. Όλο της το είναι και το κορμί σκιρτούσε ερωτικά με αυτόν εδώ τον μεγάλο έφηβο που την έκανε να νιώθει σαν θεά.
Ένιωθε ερωτευμένη μαζί του κι ας ήξερε πως ο έρωτας δεν ήταν αμοιβαίος. Εκείνος ήταν αφιερωμένος στον στόχο του. Ο έρωτας ήταν δευτερεύουσα λειτουργία γι αυτόν. Όμορφη και σημαντική, όμως, όχι η πρώτη. Αλλά, η Ζωή δεν ζητούσε πια τον θυελλώδη έρωτα. Ήθελε από αυτόν να την έχει ανάγκη και να ικανοποιεί τη δίψα του σώματος και της ψυχής του, κι αυτά της ήταν αρκετά. Στους τρεις λόγους που μου είπε για να με πείσει, ο έρωτας ήταν ο τρίτος λόγος στη σειρά σκέφτηκε και χαμογέλασε. Δεν την πείραζε που ήταν έτσι τα πράγματα. Κι έτσι, πάλι υπέροχα ήταν.

********************************************
Η συνέχεια αύριο, Τετάρτη

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

45 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 45η

Είμαστε στο 13ο κεφάλαιο, στο Β' μέρος και τα γεγονότα διαδραματίζονται στο 1210 μΧ.
Η Ζωή αιφνιδιάζεται στο Ικόνιο, στο παλάτι του σουλτάνου Γιαγιαθαντίν Καϊχοσρόη.
Συναντά φαντάσματα του παρελθόντος και γίνονται μέρος της σκέψης της, κι ίσως της ζωής της, τρελές ιστορίες.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ο Ιερέας Ιωάννης, το Βασίλειο του Θεού κι ο νέος ελληνισμός μπλέκονται ξανά στα πόδια της.
**********************************************

Β’ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο Καϊχοσρόης θα ξεκινούσε την εκστρατεία την άνοιξη. Η Ζωή περίμενε να έρθει ο Διογένης-Γιάσουα για να του πει όσα είχε μάθει. Ίσως βοηθούσε τον Λάσκαρη να αντιμετωπίσει τις υπέρτερες δυνάμεις του σουλτανάτου. Προς το τέλος του Οκτωβρίου η Αϊσέ της έφερε μήνυμα ότι ο Γιάσουα ήταν στο Ικόνιο κι ήθελε να την δει. Πριν κανονίσει να τον συναντήσει, ο Ευστάθιος την ενημέρωσε ότι ο Καϊχοσρόης θα την έβλεπε το απόγευμα. Αν δεν είχε αντίρρηση, θα ερχόταν στο διαμέρισμά της. Δεν παραξενεύτηκε καθώς ένα, τουλάχιστον, απόγευμα την εβδομάδα το περνούσαν μαζί. Αυτή την φορά, με το που τον είδε να μπαίνει, κατάλαβε ότι είχε κάτι να της πει.
«Αϊσέ, φέρε μας κάτι να πίνουμε» είπε ο Καϊχοσρόης μπαίνοντας στο δωμάτιο. «Κι εσύ Ευστάθιε, περίμενε έξω. Θα τα πω όπως κάθε φορά με την Κυρά σου.»
«Πώς είσαι Ιαθατίνη; Βλέπω πως κουράζεσαι τελευταία. Καλά θα κάνεις να προσέχεις λίγο.»
«Έχω την πίεση του Αλέξιου. Ο άνθρωπος μου ζητά να τον βοηθήσω. Θέλει να ξαναγίνει αυτοκράτορας της Ρωμανίας, αλλά, όχι της Κωνσταντινούπολης. Αυτό, εσύ πώς το εξηγείς, γλυκιά μου Ζωή;»
«Τον βάζουν οι Βενετοί. Θέλουν να έχουν ένα δικό τους αυτοκράτορα στην Πόλη κι άλλον ένα δικό τους στη Νίκαια. Ο Αλέξιος παίζει το παιχνίδι τους γιατί δικό του παιχνίδι δεν έχει. Ο ίδιος έπαιξε κι έχασε. Ήσουν εκεί όταν εγκατέλειψε την Πόλη στο έλεος των σταυροφόρων.»
«Είσαι πολύ αρνητική απέναντί του.»
«Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο. Τις πράξεις του μόνο έχω δει κι έχω ακούσει. Από αυτές κρίνω.»
«Δεν έχεις άδικο. Άσε τον, όμως, αυτόν τώρα. Πες μου εσύ πώς είσαι; Ο Μουτζαφέρ είναι καλά; Μεγαλώνει; Έμαθα πως άρχισε να μιλάει.»
«Ο Μουτζαφέρ είναι μια χαρά, χάρη σε σένα και τη ζωή που του εξασφαλίζεις. Θα μάθει για όλα αυτά όταν μεγαλώσει και θα σου είναι ευγνώμων» είπε η Ζωή. «Αλλά …»
«Αλλά … τι;»
«Νιώθω, ακριβέ μου Σουλτάνε πως έχεις κάτι να μου πεις. Δεν ξέρω τι είναι αλλά σε βλέπω που το γυροφέρνεις» του είπε η Ζωή. «Κάνω λάθος;»
«Όχι, γλυκιά μου, δεν κάνεις λάθος. Μπορείς πάντα να συλλαμβάνεις με τις κεραίες σου τι έχει στο νου του αυτός που είναι απέναντί σου! Πραγματικά, απόψε έχω να σου πω ένα νέο που θα σου φανεί … εκπληκτικό!»
«Μ’ ανάβεις την περιέργεια. Πες μου, λοιπόν, Ιαθατίνη. Μη με κρατάς σε αγωνία.»
Της ζήτησε να του δώσει το χέρι της. Το πήρε απαλά στις παλάμες του και το έσφιξε. Ήταν η συνηθισμένη του εκδήλωση τρυφερότητας απέναντί της. Καθώς φαινόταν, την είχε ανάγκη αυτή την κίνηση τούτη τη στιγμή. Η Ζωή τον κοίταξε στα μάτια. Τα μάτια του έδειχναν πως ήταν κάτι πολύ σοβαρό αυτό που σκόπευε να της πει.
«Μετά από τέσσερα χρόνια περιπλάνησης, ο αγαπητός μας Κωνσταντίνος Λάσκαρης επιτέλους γύρισε! Ο κανονικός βασιλιάς της Ρωμανίας είναι εδώ στο Ικόνιο!»
Η Ζωή είχε μείνει κάγκελο απ’ την ξαφνική αναγγελία. Ο Καϊχοσρόης απολάμβανε να την εκπλήσσει.
«Όχι μόνο είναι εδώ ο Κωνσταντίνος, αλλά αύριο κιόλας θα μπορέσεις να τον δεις!» συνέχισε ο Καϊχοσρόης.
Η Ζωή έδειξε να τα έχει χάσει εντελώς.
«Μα … πώς; Είναι δυνατόν;» έκανε αμήχανα. «Πέθανε στο Αδραμύττιο …»
«Όμως δεν ήταν πεθαμένος! Έτσι νομίζατε όλοι, αλλά, εκείνος απλώς έλειπε. Είχε μιαν αποστολή να εκτελέσει. Εκεί βρισκόταν όλον αυτόν τον καιρό και τώρα γύρισε!»
«Αποστολή; Ποια αποστολή άξιζε τόσο πόνο;»
Της φαινόταν αδιανόητο. Όχι μόνο για εκείνη αλλά, για όλους ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης ήταν πεθαμένος εδώ και πέντε χρόνια. Για τον αδελφό του, για την Άννα Αγγελίνα, για τ’ άλλα αδέλφια, τους φίλους, τον στρατό, τον λαό, για όλους. Δεν είχαν κάνει επίσημη κηδεία γιατί δεν είχαν βρει το πτώμα του.
Δεν ήταν πρωτοφανές κάτι τέτοιο για πολεμιστές που έπεφταν στις μάχες. Του είχαν κάνει μνημόσυνα και τον είχαν πενθήσει πολλοί, κάποιοι, μάλιστα, πολύ έντονα. Η καρδιά της είχε σπάσει καθώς ο Κωνσταντίνος δεν της ήταν συμπαθής απλά και μόνο. Ήταν ο μόνος άντρας που την είχε αποσπάσει από τον Νικηφόρο κι είχε κερδίσει την καρδιά της. Ο χαμός του, μετά την αναχώρηση του Νικηφόρου, ήταν ο λόγος που εκείνη είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Η εξαφάνισή του ήταν η απώλεια του νόμιμου αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν η απώλεια του επικεφαλής της συνωμοσίας για τον νέο ελληνισμό που άρχισαν στη Νίκαια. Ήταν η απώλεια του ανθρώπου που είχε ερωτευτεί. Εκείνου που είχε μπει στη θέση του Νικηφόρου.
«Πες μου Ιαθατίνη πως δεν αστειεύεσαι μαζί μου!» του είπε σφίγγοντας την παλάμη του.
Η αγωνία της συνοδευόταν από ταραχή.
«Γλυκιά μου Ζωή, ήμουν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που τα γνώριζε όλα. Ήξερα ότι ο Κωνσταντίνος δεν πέθανε στο Αδραμύττιο από την πρώτη στιγμή. Έφυγε όταν είδε ότι η μάχη ήταν χαμένη κι ήρθε εδώ στο Ικόνιο. Εσύ είσαι ο δεύτερος που το μαθαίνει και δεν θα υπάρξει τρίτος. Γι αυτό πρόσεξε να κρατήσεις το μυστικό!»
«Μα … στο Αδραμύττιο» έκανε η Ζωή σαν χαμένη από αυτά που άκουγε.
«Ο στρατός της Νίκαιας που ηττήθηκε, δεν είχε μεγάλες απώλειες. Απλά έφυγε όταν χάθηκε ο αρχηγός του. Αν έμενε θα έπεφταν μαζί του κι όλοι μέχρις ενός. Δεν ήταν, όμως, αυτός ο λόγος που ο Κωνσταντίνος έφυγε. Θα ερχόταν εδώ, σε μένα, έτσι κι αλλιώς. Απλά βρήκε την ευκαιρία να χαθεί στη μάχη και να σταματήσει, ταυτόχρονα, το άσκοπο μακελειό.»
«Κι εδώ γιατί έπρεπε να έρθει; Ποιος ήταν ο λόγος που τον έκανε να εξαφανιστεί;»
«Ήρθε να με βρει γιατί εμείς οι δυο είχαμε -ίσως έχουμε ακόμα- μιαν αποστολή να εκτελέσουμε. Όταν έφυγε τον πήραν για πεθαμένο. Αυτό σας είπαν όταν γύρισαν.»
«Ερχόταν σε εσένα; Μα πώς; Γιατί να έρθει εδώ; Ποια αποστολή είχατε εσείς οι δυο; Δεν καταλαβαίνω τίποτε.»
«Θα σου εξηγήσω, γλυκιά μου, πρέπει όμως να κάτσεις και να με ακούσεις προσεκτικά.»
Της τα είπε όλα. Της μίλησε πρώτα για την προφητεία του Ερμή του Τρισμέγιστου και για το Βασίλειο του Θεού. Το δημιούργησε ο Διόνυσος κατά την εκστρατεία του στις Ινδίες. Της είπε για τα υπονοούμενα που υπάρχουν στα Διονυσιακά του Νόννου του Πανοπολίτη. Δείχνουν τον τόπο του Βασιλείου. Της είπε για τον Ιερέα Ιωάννη που βασιλεύει εκεί και περιμένει τον διάδοχό του που θα είναι ένας βασιλιάς της Ρώμης. Της είπε ότι ο Πατριάρχης Καματηρός όρκισε στην αναζήτηση του Θεϊκού Βασιλείου τον ίδιο και τον Αλέξιο Δ’.»
«Αυτά έγιναν πριν ο Αλέξιος γίνει αυτοκράτορας, ενώ ο Κωνσταντίνος μυήθηκε μετά. Τον μύησε ο Πατριάρχης στην Αδριανούπολη μετά τον θάνατο του Αλέξιου Δ’.»
Της εξήγησε ότι από τη Δύση μόνο ο Δάνδολος ήξερε για τον Ιερέα Ιωάννη. Τώρα που ο Δάνδολος πέθανε δεν έχει άλλον διεκδικητή το βασίλειο από τους δυο τους.
«Σαν μόνοι βασιλιάδες της Ρώμης, συνεννοηθήκαμε οι δυο μας. Εκείνος θα κυνηγούσε τον Ιερέα Ιωάννη εν όσο εγώ θα κρατούσα τα ηνία των δύο Ρωμανιών. Και τα κράτησα σε συμμαχία με τον Θεόδωρο Λάσκαρη.»
«Και πού ήταν ο Κωνσταντίνος όλα αυτά τα χρόνια;»
«Έψαξε για το Θεϊκό Βασίλειο στην ανατολή. Γύρισε για να οργανώσουμε την τελική μας έφοδο.»
«Και... γιατί τα λες σ’ εμένα τώρα όλα αυτά Ιαθατίνη;»
«Γιατί μου το ζήτησε ο ίδιος να στα πω!»
Η Ζωή αισθάνθηκε πως κάτι της διέφευγε. Μυστικό σαν αυτό, που βάζει σε κίνηση αυτοκράτορες και σουλτάνους, δεν λέγεται τόσο εύκολα. Βασίλεια του Θεού κι άλλες τέτοιες μεγαλοστομίες, δεν είχαν ποτέ θέση στα αυτιά μιας γυναίκας. Γιατί της το έλεγαν, λοιπόν; Τι θα πει ότι το είχε ζητήσει ο ίδιος; Πριν συνέλθει από την έκπληξή της για την επάνοδό του στη ζωή, την εξέπληττε διπλά με αυτή την προτίμηση.
«Μα, εγώ δεν είμαι βασίλισσα καμιάς Ρώμης, ούτε και πρόκειται να γίνω.»
«Δεν σε θέλει για αντικαταστάτρια, γλυκιά μου Ζωή. Σε θέλει, νομίζω, για βοηθό του.»
«Βοηθό; Τι θα πει αυτό;» απόρησε η Ζωή και της έφυγε ένα χαμόγελο. «Τι μπορώ να κάνω εγώ σε μια υπόθεση που αφορά σε βασιλιάδες και θεούς;»
«Θα στα πει ο ίδιος αγαπητή μου» είπε ο Γιγιαθαντίν. «Θα τον ρωτήσεις και θα στα εξηγήσει. Εγώ μόνο τον πρόλογο σου έκανα.»
«Μα, εγώ δεν έχω προλάβει να χωνέψω ακόμα ότι ζει» είπε εκείνη.
Ένιωθε άγρια χαρά μέσα στα τρίσβαθα της ψυχής της.
«Κι εδώ που τα λέμε, μπροστά σε αυτό, όλα τα άλλα μου φαίνονται ανοησίες» συνέχισε.
«Θα σου τα πει ο ίδιος. Η αλήθεια είναι ότι εγώ ποτέ δεν πήρα στα σοβαρά όλες αυτές τις ανοησίες του Καματηρού. Οι Μεγάλοι Σελτζούκοι κυβερνάνε και κυβερνήσανε τις χώρες που αναφέρει ο Νόννος στα Διονυσιακά. Ποτέ δεν άκουσαν το παραμικρό για κάποιο Βασίλειο με αρχηγό τον Ιερέα Ιωάννη. Κάπου θα ήταν γραμμένο.»
«Αν δεν τα πιστεύεις, τότε γιατί τα στηρίζεις;»
«Γιατί ο φίλος μας ο Λάσκαρης όταν σου μιλάει, είναι τόσο χειμαρρώδης που σε πείθει για όσα σου αραδιάζει. Εδώ είχε κι έναν Πατριάρχη να λέει τα ίδια. Αλλά κι ο δικός μου θρησκευτικός ηγέτης, ο Ουλ Ισλάμ, υποστηρίζει πως όλα αυτά έχουν βάση. Λέει πως πρέπει να ερευνηθούν.»
«Ένας Ιερέας κι ένα Βασίλειο. Μοιάζουν απίθανα όλα αυτά. Όμως, κυκλοφορούν τόσες ιστορίες στις μέρες μας. Γιατί όχι κι αυτή;» είπε η Ζωή.
«Ζωή, ξέρω πως τον συμπαθείς, αλλά, ο άνθρωπος είναι τρελός! Θέλει να βρει τον Ιερέα Ιωάννη γιατί πιστεύει πως είναι ιερέας του Δία. Λέει πως θα αναστήσει από τον τάφο της την ειδωλολατρική Ελλάδα. Πιστεύει μάλιστα ότι έχει βρει την άκρη του νήματος.»
«Σου μίλησε για ειδωλολατρεία;»
«Όχι βέβαια, αλλά, το ξέρεις κι εσύ ότι Ελλάδα θα πει ειδωλολατρία. Μιλά για ισοκρατία, για δημοκρατία για τρελά πράγματα. Είναι παλαβός ο φίλος μας.»
Σηκώθηκε όρθιος δείχνοντας ότι η συζήτησή τους είχε τελειώσει. Σηκώθηκε κι εκείνη γεμάτη απορίες και θαυμαστικά για όσα είχε ακούσει. Ο Γιγιαθαντίν την τράβηξε κοντά του και της έσφιξε μέσα στα χέρια του τις δυο της παλάμες. Η Ζωή τον έβλεπε συγκινημένο. Αισθανόταν σαν να ήταν όλο αυτό ένας αποχαιρετισμός.
«Όπως σου είπα, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης είναι ένας τρελός» είπε ο Γιγιαθαντίν. «Τρελός, αλλά, παλικάρι ... κι εγώ τον αγαπάω! Νομίζω γλυκιά μου Ζωή πως κι εσύ το βλέπεις πως είναι τρελός, αλλά, κι εσύ τον αγαπάς! Γι αυτό σε θέλει βοηθό του! Έχεις κι εσύ, κορίτσι μου, πολλή απ’ την τρέλα του. Θα σου τα πει, όμως, ο ίδιος αύριο.»
Εκείνο το βράδυ η Ζωή δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Όχι μόνο στριφογύριζαν στο μυαλό της τα απίθανα που της είχε πει ο Καϊχοσρόης αλλά, επί πλέον, σκεφτόταν εκείνον. Ήξερε ότι ήταν εδώ, στο Ικόνιο, και ότι κοιμόταν σε κάποιο κρεβάτι μέσα στο ίδιο παλάτι κι αυτός. Δεν άντεχε να τον περιμένει ως αύριο που θα ερχόταν να την δει. Ήθελε, αν γινόταν, να τον έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Ποθούσε να συναντήσει τον εκ νεκρών αναστημένο όσο νωρίτερα γινόταν. Ήθελε να μπορούσε να βεβαιωθεί πως δεν ήταν αστείο ό,τι είχε ακούσει λίγο νωρίτερα. Και δεν ήταν μόνο η περιέργεια. Αναρωτιόταν αν είχε αλλάξει. Αν η όμορφη κορμοστασιά του είχε καμφθεί, αν τα μάτια του είχαν παραμείνει λαμπερά.
Ήθελε να τον δει αμέσως. Να του μιλούσε και να τον άγγιζε. Ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν ήταν κάποιο φάντασμα της νύχτας ούτε ένα παιχνίδι του μυαλού. Όμως δεν γινόταν! Θα ξημέρωνε αυτή η ατελείωτη νύχτα κι ύστερα θα μπορούσε να τον συναντήσει. Έτσι κι έγινε. Συναντήθηκαν, τελικά, την άλλα μέρα το απόγευμα όπως της είχε πει ο Σουλτάνος.

**********************************************
Η συνέχεια αύριο, Τρίτη

Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

Η Αγιασοφιά κι η παγκόσμια κυριαρχία

Με αφορμή μιαν απάντηση που έγραψα για ένα σάιτ (Σταγόνα) κάθομαι και γράφω για την Αγιασοφιά που απασχόλησε τελευταία την επικαιρότητα. Ως τώρα δεν έγραφα για το θέμα αυτό, παρά μόνο έμμεσα, μέσω του μυθιστορήματος "Το θεϊκό βασίλειο" που δημοσιεύω καθημερινά. Εκεί μέσα, είχα αναφερθεί στην Αγιασοφιά και τον ρόλο της την κρίσιμη αποφράδα μέρα της 13ης Απριλίου 1204 μΧ. Σήμερα θα σταθώ σε λίγα ιστορικά στοιχεία και θα κάνω ένα αισιόδοξο σχόλιο.

Α.
Κανείς δεν αναφέρει ( και σας το θυμίζω εγώ) ότι η Αγιασοφιά πρωτοκτίστηκε σαν μια συνηθισμένη εκκλησία το 360 μΧ και την ΓΚΡΕΜΙΣΕ ο Ιουστινιανός.
Ο Ιουστινιανός, ο Flavius Petrus Sabbatius Iustinianus, ήταν ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας που είχε μητρική του γλώσσα τα λατινικά και στάθηκε ανθέλληνας όσο κανείς άλλος από την εποχή του Θεοδοσίου, έφτιαξε νόμους που εξόντωναν τον ελληνισμό κι έκλεισε την νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών. Γκρέμισε έναν χριστιανικό ναό (την Αγιασοφιά) κι έφτιαξε στην θέση του μια νέα και πιο μεγάλη Αγιασοφιά για την πόλη όπου βασίλευε. Το έκανε για να δείξει σε όλους την πρόθεσή του να επιβάλει σε όλο τον κόσμο την χριστιανική πίστη κάτω από το ρωμαϊκό σκήπτρο.
Από το 537 ως το 1204 η Αγιασοφιά ήταν χριστιανικός ναός,ορθόδοξος μετά το σχίσμα. Για ένα διάστημα έγινε καθολικός ναός (1204-1261) και μετά ορθόδοξος και πάλι ως το 1453.
Β.
Ο ναός αυτός κατελήφθη, μαζί με την Πόλη το 1453, από τον Μωάμεθ τον Πορθητή που είχε μητρική του γλώσσα τα τουρκικά. Δεν ήταν ανθέλληνας, όχι για τίποτε άλλο αλλά, γιατί δεν υπήρχαν Έλληνες απέναντί του αλλά Ρωμιοί, δηλαδή Ρωμαίοι. Στήριξε τους ορθόδοξους Ρωμαίους-Ρωμιούς που τους έκανε μιλιέτ αλλά κράτησε σαν προσωπικό απόκτημα την Αγιασοφιά που την έκανε τζαμί. Στον Πατριάρχη που διόρισε έδωσε άλλη εκκλησία. Αυτός κράτησε το σύμβολο της οικουμενικότητας για πάρτι του. Ήθελε κι αυτός να εξισλαμίσει όλη την οικουμένη κάτω από το οθωμανικό σκήπτρο. Από τότε η Αγιασοφιά είναι τζαμί, από το 1453 ως το 1934.
Γ.
Το 1923 ο Ατατούρκ κήρυξε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και εγκαθίδρυσε την Τουρκική δημοκρατία. Για τους Έλληνες ήταν σφαγέας, για τους Τούρκους πατέρας της νέας τους πατρίδας. Αυτός ήθελε να περιορίσει τα σουλτανικά οικουμενικά όνειρα και να προσγειώσει την χώρα του στην πραγματικότητα του καιρού του. Γι αυτό, το 1934 άλλαξε την χρήση της Αγιασοφιάς και από Τζαμί που ήταν την έκανε μουσείο. Για 86 μόνο χρόνια η Αγιασοφιά ήταν μουσείο ως το 2020 που ο Ερντογάν την ξαναέκανε τζαμί.

Η Αγιασοφιά, στην διάρκεια των αιώνων, συμβόλιζε πάντα το αίτημα της οικουμενικότητας των αυτοκρατόρων που την κατείχαν. Δηλαδή εξέφραζε την απαίτηση να είναι κυρίαρχοι οι αυτοκράτορες (οι Ρωμαίοι μετά από τον Ιουστινιανό κι οι Οθωμανοί μετά από τον Μωάμεθ) όλης της οικουμένης για λογαριασμό του θεού. Φυσικά είχαν ο καθένας τον δικό του θεό, τον Θεό-Γιεχωβά οι Ρωμαίοι και τον Θεό-Αλλάχ οι Οθωμανοί. Ο Κεμάλ που απεκδύθηκε του ονείρου της παγκοσμιότητας, την έκανε μουσείο ακριβώς γι αυτόν τον λόγο, κι ο Ερντογάν που τρέφεται με ψευδαισθήσεις ημι-παγκόσμιας κυριαρχίας την επανέφερε στον αρχικό της ρόλο. Ως τζαμί βέβαια -προς το παρόν- και αργότερα, όταν θα πάρουμε την Πόλη (τα έχει πει ο Άγιος Πατροκοσμάς αυτά), ως ορθόδοξο ναό και πάλι.

Συμπέρασμα: Για μας δουλεύει ο Ερντογάν κι ας μην το ξέρει!