Η αλήθεια είναι ότι πέφτουν λίγο μακριά από την Ελλάδα αυτά τα θαλάσσια οικόπεδα για τα οποία μαλώνουμε με την Τουρκία. Πότε φτάσαμε να τα θεωρούμε όλα δικά μας; Ποιος καθόρισε τα όρια που αφήνουν την Τουρκία με μια μόνο στενή λωρίδα γύρω από τις ακτές της;
Αν ήταν οι διεθνείς συνθήκες, τότε ουδέν πρόβλημα, βάζουμε κάτω τις συνθήκες, τα δείχνουμε στους Τούρκους και καθαρίσαμε. Μάλλον όμως δεν είναι τόσο απλό το θέμα. Μάλλον η Ελλάδα ερμήνευσε όπως ήθελε εκείνη τις διεθνείς συνθήκες, μόνη της, και, τώρα που πρέπει να συνεννοηθεί με τους Τούρκους, δεν τολμά να το κάνει.
Κάθε κυβέρνηση που έχει προβάλει μαξιμαλιστικούς στόχους, αν είναι λαϊκιστική (και η δική μας είναι λαϊκιστική) αδυνατεί να κάνει πίσω γιατί θα έχει πολιτικό κόστος και θα την πουν προδότη του έθνους. Έτσι λοιπόν θα συνεχίσει μέσα στην ασάφεια παρακαλώντας να μας υποχρεώσουν οι τρίτοι (Μέρκελ, Τραμπ) να πάμε σε διαπραγμάτευση, στη Χάγη ή το Αμβούργο. Τότε, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα θα πει «υποχρεούμαι να το εφαρμόσω» και δεν θα θεωρηθεί προδοτική ούτε θα χάσει τις ψήφους τ6ων ελληναράδων (έτσι νομίζει).
Μοιάζει καλό επικοινωνιακά το σχέδιο, αλλά κοστίζει ακριβά. Όχι μόνο γιατί θα το πληρώσουμε στην διαπραγμάτευση, αλλά, και γιατί μέχρι να λήξει η διαμάχη θα είμαστε μια χώρα που έχει προβλήματα με τον μεγάλο γείτονά της και κρέμεται πάνω της η απειλή πολέμου.
Η Ελλάδα έχει την ατυχία να συνορεύει με την Τουρκία,. Μια ατυχία που την κουβαλάει από το 1.071 μ.Χ. όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε στη μάχη του Ματζικέρτ από τον Αρπ Ασλάν και έμεινε η Μικρασία λεία των Τούρκων. Μέσα σε δέκα χρόνια, προωθούμενοι σιγά-σιγά και χωρίς ουσιαστική αντίσταση, έφτασαν μέχρι τα παράλια του Αιγαίου. Τους απωθήσαμε με την βοήθεια της πρώτης σταυροφορίας (1099 μΧ), τους ξαναφέραμε αργότερα μόνοι μας για να μας βοηθήσουν κατά των Νορμανδών (1300 μΧ) και τους φορτωθήκαμε οριστικά στην πλάτη μας τον 15ο αιώνα, όταν σταδιακά κατέλαβαν όλα τα εδάφη που ήταν ελληνόφωνα. Η Ρωμαϊκή κατοχή, που είχε γίνει ελληνότροπη εδώ και οχτακόσια χρόνια περίπου (από τον Ηράκλειο αρχές του 7ου αι. μΧ) μετατράπηκε σε αλλόθρησκη οθωμανική με βαρύτατες συνέπειες στον απανταχού ελληνισμό.
Το νεοελληνικό κράτος αναγεννήθηκε αποσπώντας τμήμα της οθωμανίας και μεγάλωσε παίρνοντας κομμάτια της ως το 1913. Μια προσπάθεια του Βενιζέλου να επεκταθεί η Ελλάδα στην Θράκη και στην Μικρασία, βούλιαξε μέσα από την άθλια κρίση των ψηφοφόρων το 1920 που επανέφεραν τον ηλίθιο Κωνσταντίνο και προδιέγραψαν την μικρασιατική καταστροφή.
Από τότε, ξεκινώντας με την συνθήκη της Λοζάνης, έχουμε με τους γείτονες ένα συγκεκριμένο modus vivendi (τρόπο να ζούμε). Τους αντιμετωπίζουμε μέσα από συμμαχίες ευρύτερες, είτε λέγονται ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο, είτε περιφερειακές συνεννοήσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε και τώρα.
Ο Ερντογάν όχι μόνο δεν έχει να χάσει τίποτε από μια σύγκρουση, αλλά, αντίθετα ο πόλεμος τον τρέφει. Γι αυτό κάνει πολέμους με το έτσι θέλω στη Συρία, στο Βόρειο Ιράκ και στη Λιβύη. Δεν θα τον χάλαγε να είχε μια σύγκρουση και στο Αιγαίο ή την ανατολική Μεσόγειο. Έτσι κι αλλιώς η οικονομία της Τουρκίας πηγαίνει χάλια, η λίρα πέφτει συνεχώς και η απειλή των Κούρδων είναι πάντα παρούσα. Με το πολεμικό κλίμα στρέφει αλλού την προσοχή του λαού κι αποκτά το φωτοστέφανο του νικητή-ελευθερωτή, το μόνο που μπορεί ακόμα να διεκδικεί. Με εμάς δεν είναι το ίδιο.
Η Ελλάδα στηρίζεται στην καλή της φήμη σαν χώρα σταθερότητας και ηρεμίας που ανήκει στην δύση. Θέλει τουρίστες, άσχετα αν ο κορωνοϊός έπληξε τον τομέα και χρειάζεται να επικεντρωθεί στα οικονομικά για να ανακάμψει από την κρίση χρέους στην οποία είναι βυθισμένη. Δεν έχει την πολυτέλεια για αυξημένες αμυντικές δαπάνες που προκαλεί η απειλή πολέμου ούτε για τις αποτροπές (ναυτικές, χερσαίες ή εναέριες) στις οποίες είναι υποχρεωμένη να προσφεύγει συνεχώς. Άρα η Ελλάδα πρωτίστως πρέπει να επιδιώξει την συνεννόηση και την διαμόρφωση σταθερότητας με την Τουρκία, μέσα από συνθήκες και συμφωνίες που θα είναι δίκαιες και αντέχουν στον χρόνο.