Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

51 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 51η

Τέλος και του 14ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος συναντά επιτέλους τη Ζωή. Μεγάλη χαρά και απογοήτευση ταυτόχρονα. Η χαρά είναι ο Νικηφορίσκος, ο γιος του που θα τον πάρει μαζί του στην Αθήνα. Η απογοήτευση τον καταλαμβάνει όταν διαπιστώνει ότι η Ζωή είναι πιο ελεύθερη από ποτέ κι ότι δεν θέλει να φύγει μαζί του γιατί έχει έναν απώτερο, πιο σπουδαίο, σκοπό.
*********************************

Δ’ ΤΟ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ

Ήταν ακόμη στο καπηλειό όταν ένα παιδί ήρθε κι είπε στον Νικηφόρο ότι ένας σούφι τον περίμενε έξω. Κατάλαβε ότι θα ήταν ο Διογένης. Βγήκε κι είδε σε μια γωνιά μια φιγούρα με το κεφάλι σκεπασμένο να τον κοιτά και να στρίβει προς ένα σοκάκι. Τον ακολούθησε και τον πλησίασε. Ο σούφι ξεσκέπασε το πρόσωπό του κι ο Νικηφόρος αναγνώρισε τον ερημίτη. Ήταν τελικά ένας καλός εξπλοράτορας, ένας κατάσκοπος για όλες τις δουλειές. Έκανε να τον αγκαλιάσει, εκείνος, όμως, του υπέδειξε να κάτσει φρόνιμος και να μη δίνει στόχο. Ένας σούφι μουσουλμάνος δεν θα αγκαλιαζόταν με άπιστους.
«Σε χαιρετώ Νικηφόρε. Με λένε Γιάσουα Μπεν Ραμπίν. Μου ζητάς πληροφορίες για τους Αγίους Τόπους» του είπε ο Διογένης βιαστικά.
«Εντάξει, Γιάσουα-Διογένη» του είπε ο Νικηφόρος. «Να ξέρεις, όμως, ότι ο Καϊχοσρόης ξέρει τι ζητάω εδώ κι εγώ και οι φίλοι μου. Μου είπε, μάλιστα, ότι θα κανονίσει μια συνάντηση δική μου με τη Ζωή. Καταλαβαίνεις ότι το θέμα της απαγωγής έχει δυσκολέψει πολύ;»
«Μίλα μου σκυφτός με σεβασμό» του τόνισε ο Διογένης. «Δεν είναι μόνο ο Σουλτάνος, είναι κι οι ντόπιοι. Αν καταλάβουν ότι είμαι εξπλοράτορας, θα με ξεσκίσουν.»
Ο Γιάσουα του είπε στα γρήγορα πως έχει η κατάσταση.
«Άκου. Εδώ ετοιμάζονται για πόλεμο. Πρέπει να μάθει ο Λάσκαρης τι συμβαίνει. Χρειάζεται πληροφορίες που θα έχει μαζέψει η Ζωή. Αφού θα συναντηθείς μαζί της, να μάθεις και να μου πεις. Πρέπει να ξέρουμε πότε θα φύγει ο στρατός, ποια διαδρομή θα ακολουθήσει, τι αδύνατα σημεία έχει. Εγώ ίσως να μην μπορέσω να την δω, γι αυτό, ρώτα την εσύ. Θα φύγουμε για τη Βιθυνία, στον Λάσκαρη. Αν έρθει μαζί σου η Ζωή θα την πάρουμε, αλλιώς, θα φύγουμε μόνοι μας με τις πληροφορίες. Πόσοι είστε και πόσα άλογα έχεις;»
«Είμαστε έξι εμείς κι η Ζωή επτά. Έχω επτά άλογα έτσι κι αλλιώς» είπε ο Νικηφόρος. «Εσύ έχεις κάποιο σχέδιο;»
«Το Ικόνιο και το Σουλτανάτο είναι σε επιστράτευση. Οι πύλες φρουρούνται διπλά και τριπλά. Ξέρω όμως την πόλη και την περιοχή και θα φτιάξω ένα σχέδιο.»
«Το Πανδοχείο που μένουμε θα παρακολουθείται πολύ καλά. Μην πλησιάσεις ξανά εδώ.»
«Θα με βρεις στο πίσω μέρος του μιναρέ του Μεγάλου Τζαμιού στην Πύλη της Άγκυρας. Θα περνάω από εκεί κάθε μεσημέρι. Εσύ νά ’σαι έτοιμος κάθε στιγμή» του είπε ο Διογένης-Γιάσουα και εξαφανίστηκε.
Οι επόμενες μέρες, μέχρι να κανονιστεί η συνάντηση με τη Ζωή, κύλησαν με άγχος κι αγωνία για τον Νικηφόρο. Για τους Φράγκους κι Έλληνες φίλους του ήταν βαρετές. Η πόλη ήταν κέντρο θρησκευτικό. Στον μουσουλμανικό τομέα, όπου τους είχαν, επικρατούσε μια σοβαρότητα και μια αυστηρότητα που τους τσάκιζε. Στον χριστιανικό τομέα υπήρχαν καπηλειά αλλά κι εκεί δεν μπορούσαν να πιουν πολύ. Κι όταν έπιναν δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν σε ευθυμία καθώς οι φρουροί τους απειλούσαν άμεσα με σύλληψη. Η εμφάνισή τους θύμιζε στους ντόπιους τις σταυροφορίες και, για τον λόγο αυτό, τους έβλεπαν με μισό μάτι. Ήταν κάτι ανάμεσα σε διαβολικά όντα και ληστές για τους ευσεβείς ντόπιους που θεωρούσαν την πόλη τους ιερή. Δεν θα αργούσαν να μπλέξουν σε καυγάδες που θα έληγαν με την επέμβαση των φρουρών και την σύλληψή τους. Οι φίλοι του Νικηφόρου το ήξεραν και σώπαιναν. Ωστόσο, είχαν βαρεθεί την πειθαρχία και ανυπομονούσαν για περιπέτεια.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, ο Νικηφόρος ενημερώθηκε από σουλτανικό απεσταλμένο. Το άλλο πρωί πήγε στο Παλάτι, στην πύλη του Σουλεϊμάν. Τον περίμεναν τέσσερις φρουροί που τον έβαλαν ανάμεσά τους και τον οδήγησαν σε ένα κήπο, τον Μπαχτσέ Σεράι. Αυτοί σταμάτησαν και του είπαν να συνεχίσει. Ήταν εκπληκτικός ο κήπος, απίστευτης ομορφιάς σε χρώματα, σχήματα και οσμές. Ήξερε πως κατά την περσική συνήθεια, οι μουσουλμάνοι αγαπούσαν τους κήπους. Δέντρα, λουλούδια, πρασινάδες και φυσικοί διάδρομοι με ξύλινα κιόσκια και τέντες έφτιαχναν ένα θαυμάσιο τοπίο. Ήταν υπέροχα για περπάτημα και για να μιλήσει κανείς ή να ξεκουραστεί.
Στο βάθος του διαδρόμου όπου προχωρούσε διέκρινε την σιλουέτα μιας γυναίκας. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα κι είχε το κεφάλι της καλυμμένο με μια καλύπτρα, σαν κουκούλα για τη βροχή. “Θεέ μου, τη βλέπω! Είναι η Ζωή. Πόσο αλλιώτικη από τότε στη Μονή!” σκέφτηκε. Πλησίασαν και σιγουρεύτηκε πως ήταν εκείνη. Έβγαλε την κουκούλα από το κεφάλι της και αποκάλυψε τα όμορφα κυματιστά μαύρα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν το ίδιο διαπεραστικά όπως πάντοτε. Στο πρόσωπό της διαγραφόταν ένα χαμόγελο που έδειχνε την ικανοποίησή της. Τον κατέλαβε ταραχή και την πλησίασε γρήγορα σκοπεύοντας να την αγκαλιάσει αλλά εκείνη τον συγκράτησε. Έτεινε το χέρι της μπροστά κάνοντάς του ένα νόημα να κρατηθεί σε εύλογη απόσταση και να μην την ακουμπήσει. Άπλωσε, όμως, τα χέρια της και τον άγγιξε σφίγγοντας με τις παλάμες της τα δικά του χέρια.
«Έχει κανόνες εδώ» του είπε. «Πρέπει κι οι δυο να τους σεβαστούμε. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε περισσότερο.»
«Γλυκιά μου Ζωή, σε ξαναβλέπω μετά από τρία χρόνια» της είπε κι έτρεμε ολόκληρος από τη συγκίνηση.
«Χαίρομαι κι εγώ που σε ξαναβλέπω μετά από αυτά τα τρία πολύ δύσκολα χρόνια! Ήταν πολύ γενναίο εκ μέρους σου, Νικηφόρε, να έρθεις μέχρι εδώ για να με βρεις!»
«Ήρθα γιατί σε αγαπώ» της είπε τρέμοντας από ταραχή. «Όταν έμαθα ότι σε είχαν αρπάξει τρελάθηκα, φοβήθηκα πως θα σε είχαν πουλήσει για σκλάβα. Μόλις έμαθα ότι ήσουν εδώ, οργάνωσα το ταξίδι και ήρθα! Πες μου, όμως, πως είσαι; Ο Καϊχοσρόης μου είπε ότι, τουλάχιστον, εδώ είσαι καλά, κι εσύ κι ο μικρός γιος σου!»
Δεν της είπε “και γιος μου”, περίμενε να το πει εκείνη. Μέχρι να το ακούσει από το δικό της στόμα είχε ακόμη μιαν αμφιβολία μέσα του. Αν ο έρωτάς τους είχε επισφραγιστεί με τη γέννηση ενός παιδιού, τότε θα είχε γίνει αιώνιος.
«Σωστά στα είπε ο Ιαθατίνης» του είπε εκείνη που καταλάβαινε καλά την αβεβαιότητά του. «Εδώ στο Ικόνιο είμαι καλά! Ο Εμίρης που με είχε αρπάξει από την Αγία Παρασκευή με σεβάστηκε κι αυτός, δεν με πούλησε σκλάβα. Με άφησε ήσυχη, χάρη στο ότι ήμουν έγκυος. Ύστερα έγινα μητέρα ενός βρέφους. Αυτό με έσωσε απ’ τη σκλαβιά.»
Ο Νικηφόρος την άκουγε με κομμένη την ανάσα.
«Όταν γεννήθηκε το μωρό, τον είπα Νικηφορίσκο αφού ήταν δικό σου παιδί. Ο Ιαθατίνης τον είπε Μουτζαφέρ που θα πει νικηφόρος στα τούρκικα. Να ξέρεις ότι στον μικρό μας, που θα τον δεις σε λίγο, χρωστάω τη ζωή μου. Χάρη σε αυτόν επιβίωσα κι είμαι τώρα εδώ, ελεύθερη!»
«Ελεύθερη;» απόρησε εκείνος.
«Ναι, Νικηφόρε, ελεύθερη. Πιο ελεύθερη από όσο ήμουν ποτέ, εκτός απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Δεν είναι εύκολο να ζεις στον γυναικωνίτη ενός παλατιού, στο χαρέμι ενός Σουλτάνου. Όμως, μπροστά στη απόλυτη μοναξιά της μονής και μπροστά στην άλλη μοναξιά της Νίκαιας, εδώ είναι καλύτερα! Αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Είναι ώρα να δεις τον Νικηφορίσκο μας. Θα πω στην Αϊσέ να τον φέρει.»
Γύρισε κι έγνεψε σε μια γυναίκα που, προφανώς, ήταν η βοηθός της. Η Αϊσέ πλησίασε κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί. Το έδωσε στη Ζωή που το κράτησε κι εκείνη στην αγκαλιά της και το φίλησε τρυφερά. Τον χάιδεψε απαλά και του μίλησε σαν να ήταν κιόλας έφηβος.
«Νικηφορίσκο αγάπη μου, αυτός είναι ο μπαμπάς σου. Χαιρέτησέ τον γλυκό μου αγόρι. Είναι ο Νικηφόρος, ο μπαμπάς σου! Ήρθε απ’ την Αθήνα για σένα.»
Το μικρό παιδί κοίταξε τον Νικηφόρο και χαμογέλασε. Άπλωσε τα χεράκια του και άγγιξε το πρόσωπο του άντρα που τον κοιτούσε έκπληκτος.
«Είσαι ο μπαμπάς μου;» ρώτησε.
«Ναι μωρό μου, εγώ είμαι. Ήρθα για να σε δω. Είμαι ο Νικηφόρος, έχεις το όνομά μου.»
«Εγώ είμαι ο Νικηφορίσκος» είπε το μόλις δίχρονο παιδί. «Με λένε και Μουτζαφέρ, κι αγαπώ πολύ την αϊνέ μου, και την Αϊσέ, τη νανά μου.»
«Κι εγώ αγαπάω τη μαμά σου μωρό μου» του είπε ο Νικηφόρος που είχε λιώσει από την συγκίνηση. «Κι αγαπάω κι εσένα αγόρι μου!»
Η Ζωή άφησε κάτω τον μικρό κι είπε στον Νικηφόρο να κάνει μια βόλτα μαζί του. Ο νεαρός προχώρησε κρατώντας τον ευτυχισμένο πατέρα του απ’ το χέρι. Όταν γύρισαν ο μικρός αναζήτησε πάλι την αγκαλιά της μάνας του.
«Πήγαινε τώρα, αγάπη μου» του είπε εκείνη.
Τον έβαλε να χαιρετίσει τον Νικηφόρο με μια αγκαλιά και τον παρέδωσε στην Αϊσέ. Όταν έμειναν μόνοι τους, η Ζωή τού μίλησε με σοβαρό ύφος.
«Ξέρω πως ήρθες για να με ελευθερώσεις κι ότι θέλεις να με πάρεις μαζί σου. Θέλω, όμως, να ακούσεις κάτι και να το ακούσεις σοβαρά. Και πρώτα από όλα, να ξέρεις πως δεν θα έρθω μαζί σου. Δεν θέλω να πάω στη χριστιανική Ρωμανία, κι αυτό δεν μου το επιβάλλει κανείς, είναι κάτι που το θέλω εγώ! Εξάλλου πρέπει να ξέρεις πως είμαι απόλυτα ελεύθερη. Αν θέλω να φύγω, μπορώ να πάω όπου θέλω!»
«Σ’ αρέσει να μένεις εδώ; Στον γυναικωνίτη;»
«Όχι, κι ούτε θα μείνω εδώ! Έχω κι εγώ μιαν αποστολή να εκτελέσω κι αυτό θα κάνω. Θα μου πάρει χρόνια και θα πάω μακριά, αλλά αυτό θέλω να κάνω και θα το κάνω!»
«Ποια αποστολή; Δεν θέλεις να έρθω μαζί σου;»
«Όχι Νικηφόρε. Εκεί που πάω ούτε μπορείς ούτε και πρέπει να έρθεις.»
«Μα … πού πας; Και για ποιο λόγο;»
«Πάω μακριά στην ανατολή, κάπου μετά την Ευδαίμονα Αραβία, μετά την Κίνα, δεν ξέρω πού ακριβώς. Έχει να κάνει με τον στόχο μας, με τον νέο ελληνισμό, αυτό μόνο μπορώ να σου πω. Μη με ρωτάς άλλα, και τόσα που είπα ήταν πολλά. Σέβομαι ό,τι έχουμε ζήσει και δεν θέλω να σου πω ένα ψυχρό αντίο. Μη με πιέσεις, όμως, για τίποτε άλλο. Δεν θα έρθω μαζί σου, θα μείνω εδώ.»
Ο Νικηφόρος είχε μείνει άναυδος. Ήταν ελεύθερη κι αν ήθελε να φύγει μπορούσε να φύγει! του είχε πει. Κι είχε σκοπό να ταξιδέψει για χρόνια, να φτάσει ως την άκρη της γης. Για τον νέο ελληνισμό! Και δεν τον ήθελε μαζί της! Ήταν όλα τόσο απίθανα κι απίστευτα που δεν μπορούσε να τα χωνέψει. Όμως ήξερε, το καταλάβαινε, πως όλα αυτά τα εννοούσε. Ήξερε πως η Ζωή ήταν ειλικρινής μαζί του, του έλεγε την αλήθεια.
«Έμαθα πως η Αγνή πέθανε και πως έχασες ένα παιδί και πολλούς συγγενείς» είπε η Ζωή συνεχίζοντας. «Κατάφερες να συνέλθεις κάπως από όλα αυτά;»
«Ήταν πολλά, αλλά, περάσανε. Ο χρόνος βλέπεις μπορεί να ισοπεδώνει τις χαρές και τις λύπες.»
«Θέλω να πάρεις μαζί σου τον Νικηφορίσκο και να τον μεγαλώσεις με τα άλλα σου παιδιά. Δεν μπορώ να τον πάρω στο ταξίδι μου.»
«Αλήθεια … θα πας; Είναι τόσο σημαντικό;»
«Είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου, ίσως το μόνο που μου έχει μείνει.»
«Ο Καϊχοσρόης μού ’πε ότι είσαι ερωτευμένη. Εννοούσε τον έρωτα με αυτόν τον σκοπό;»
«Ναι, προφανώς» έκανε η Ζωή λίγο δυσαρεστημένη που αναγκαζόταν να πει ένα ψέμα.
«Όταν μου τό ’πε, νόμισα πως εννοούσε εμένα. Έκανα λάθος όμως, έτσι;»
«Ναι γλυκέ μου, έκανες λάθος. Δεν είμαι ερωτευμένη πια μαζί σου. Σε σέβομαι και σε αγαπάω αλλά δεν είναι το ίδιο όπως παλιά. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό.»
«Το καταλαβαίνω» έκανε ο Νικηφόρος με τη φωνή του σχεδόν σβησμένη. «Το νιώθω …»
«Πήγαινε τώρα και θα βρεθούμε αύριο σε ένα σπίτι όπου θα σε φέρει ο Γιάσουα» του είπε η Ζωή. «Έχουμε να πούμε για τα σχέδια του Καϊχοσρόη.»
Την είδε να απομακρύνεται τυλιγμένη με την κόκκινη κάπα και του φάνηκε σαν οπτασία. Έφυγε κι εκείνος με μια γλυκόπικρη γεύση από όσα είχε ακούσει. Αν του έλεγε πως στη ζωή της είχε μπει άλλος, θα μπορούσε να το παλέψει. Με ένα σκοπό, όμως, πώς να τα βάλει; Του είχε κλείσει την πόρτα με πάταγο, όμως, του είχε δώσει ένα ανεκτίμητο δώρο. Ήταν ένα παιδί δικό τους, ο νεαρός Νικηφορίσκος!
Πήγε στους άλλους και τους ανήγγειλε ότι δεν υπήρχε θέμα απαγωγής. Η Ζωή ήταν ελεύθερη να φύγει κι έμενε εδώ με τη δική της θέληση. Θα γινόταν, όμως, αύριο μια συνάντηση για να συζητήσουν το θέμα του επερχόμενου πολέμου και μετά θα έφευγαν. Κανείς δεν θα τους κυνηγούσε. Θα χαιρετούσαν τον Σουλτάνο που δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από αυτούς, και θα αναχωρούσαν επίσημα.
«Καλύτερα να φύγουμε από εδώ» είπε ο Ρομπέρ. «Πάμε στον στρατό του Λάσκαρη. Έχει ολόκληρη δρούγγα Ιταλών στο στράτευμά του. Αυτοί, όταν λένε Ιταλούς, εννοούνε εμάς τους Φράγκους, Γερμανούς και Πισάνους.»
«Μάθε όσα πρέπει να μεταφέρουμε στον αυτοκράτορα κι ας φύγουμε αύριο κιόλας» πρότεινε ο Ιγνάτιος.
Πραγματικά το άλλο μεσημέρι ο Νικηφόρος συνάντησε τον Γιάσουα στο τζαμί της Πύλης της Άγκυρας. Εκείνος τον οδήγησε στο σπίτι του Εβραίου Μεΐρ Εφραίμ όπου περίμενε η Ζωή. Κάθισαν στον οντά. Ο Νικηφόρος προσπαθούσε να δει μέσα στο βλέμμα της αν αυτά που του είχε πει ήταν αληθινά. Έπρεπε να χωνέψει πως οι δυο τους θα ήταν πλέον, απλά και μόνο, καλοί φίλοι και πρώην εραστές. Θα ήταν και οι γονείς ενός παιδιού που θα το έπαιρνε μαζί του. Ο Νικηφορίσκος είχε γεννηθεί στο Ικόνιο, αλλά, θα μεγάλωνε στην Αθήνα. Θα είχε, λοιπόν, μαζί της μια σχέση που θα κρατούσε για πάντα, έστω κι αν ο έρωτας είχε σβήσει.
«Ο Καϊχοσρόης θα ξεκινήσει στις είκοσι Μαΐου» είπε η Ζωή. «Θα ακολουθήσει τον νότιο δρόμο. Θα μετακινήσει στρατό, άλογα, όπλα και πολιορκητικές μηχανές με πλοία. Θα πάει από την Αττάλεια ως το Μποντρούμ, απέναντι από την νήσο Κω. Με βάση αυτά, θα χρειαστεί ένα μήνα περίπου για να περάσει στην περιοχή του Λάσκαρη. Από εκεί έχει δυο δρόμους, μπορεί να πάει από τη Σμύρνη ή από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Θα διαλέξει την Αντιόχεια που έχει και την μεγάλη Γέφυρα του ποταμού. Ο Λάσκαρης πρέπει να το ξέρει και να ετοιμαστεί για να τον αντιμετωπίσει εκεί.»
«Στα είπε αυτά ο ίδιος;» την ρώτησαν.
«Όχι, βέβαια. Τον έχεις για χαζό; Τα έμαθαν η Αϊσέ κι ο Ευστάθιος από πολλές πηγές ταυτόχρονα.»
«Πόσο στρατό θα έχει;» ρώτησε ο Γιάσουα-Διογένης.
«Θα είναι σίγουρα μεγάλο ασκέρι. Δεν ξέρουμε πόσους ακριβώς θα καταφέρει να μαζέψει στο Μποντρούμ. Πάντως θα είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες πολεμιστές, ιππείς, τοξότες και πεζικάριοι μαζί.»
«Θα ξεπερνάει κατά πολύ τη δύναμη των Ρωμαίων» είπε ο Γιάσουα. «Ούτε τρεις χιλιάδες στρατό δεν θα μπορέσει να συγκεντρώσει ο Λάσκαρης.»
«Ξέρουμε τουλάχιστον, να έχει κάποιο αδύνατο σημείο;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Αδύνατο σημείο στο στρατό δεν έχω εντοπίσει» είπε ο Διογένης. «Γι αυτό και δεν κρύβεται καθόλου. Δεν φοβάται.»
«Αδύνατο σημείο είναι η αλαζονεία του» είπε η Ζωή.
«Πώς να εκμεταλλευτεί ένας στρατός ή ένας ηγέτης την αλαζονεία του αντιπάλου;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Υπάρχει κάτι που ο Λάσκαρης μπορεί να εκμεταλλευτεί αν υπάρξει ανάγκη» είπε η Ζωή. «Ο Ιαθατίνης, από χαρακτήρα, αλλά, και για εντυπωσιασμό, αν προκληθεί θα δώσει προσωπική μάχη με τον Λάσκαρη. Είναι παλιοί φίλοι κι ο Τούρκος κάνει τον πόλεμο για χατίρι του Αλέξιου Γ’ που δεν εκτιμάει. Σέβεται τον Λάσκαρη. Έτσι λοιπόν, αν οι Ρωμαίοι χάνουν, τότε ο Λάσκαρης μπορεί να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Να τον προσκαλέσει σε προσωπική μονομαχία.»
«Μακάρι να μην φτάσει εκεί το πράγμα. Ο Σουλτάνος μοιάζει ανίκητος έτσι θηρίο που είναι» είπε ο Νικηφόρος. «Αν χρειαστεί, όμως, θα είναι αυτό μια τελευταία ευκαιρία για τους Ρωμαίους. Εντάξει, λοιπόν, θα του τα πούμε.»
«Πότε θα φύγετε;» τον ρώτησε η Ζωή. «Πρέπει να σου δώσω τον Νικηφορίσκο.»
«Θα φύγουμε από σήμερα κιόλας. Εσύ, Ζωή μου, δεν θα έρθεις μαζί μας οριστικά, ε;»
«Ναι, οριστικά» επέμεινε εκείνη χωρίς την παραμικρή ταλάντευση. «Θα πάρεις το μικρό μας αγόρι μαζί σου από τώρα. Θα έρθει κι η Αϊσέ μαζί σας.»
Φώναξε την Αϊσέ που έφερε μέσα τον μικρό. Τον φίλησε και τον αποχαιρέτισε συγκινημένη λέγοντάς του να ακούει τον μπαμπά του. Εκείνη θα έλειπε για λίγο καιρό αλλά μια μέρα θα τον έβλεπε και πάλι. Ο μικρός ήταν ψύχραιμος καθώς τον είχε προετοιμάσει. Έφυγαν αμέσως. Ένα φιλί στο μάγουλο και μια ζεστή αγκαλιά ήταν ο αποχαιρετισμός του Νικηφόρου με τη Ζωή. Για εκείνον ήταν πολύ σκληρό που ένας μεγάλος έρωτας τελείωνε με αυτό το σχεδόν ψυχρό φιλί. Αυτή ήταν η κατάσταση, όμως, και δεν μπορούσε να την αλλάξει.
Έφυγαν χωρίς να αποχαιρετίσουν τον Καϊχοσρόη που έλειπε γιατί επιθεωρούσε το στράτευμά του. Όλες οι πύλες ήταν ανοιχτές γι αυτούς κι η αναχώρησή τους επίσημη. Επτά άνδρες, μια γυναίκα κι ένα παιδί έφευγαν από το μουσουλμανικό Ρουμ για την χριστιανική Ρωμανία βιαστικά. Μετέφεραν μαζί τους πληροφορίες που θα αποδεικνύονταν καθοριστικές για το μέλλον της Μικρασίας.
Η επιβίωση της νέας ρωμαϊκής -και λίγο-λίγο ελληνικής- αυτοκρατορίας ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Το νέο κράτος που χτιζόταν μετά την άλωση της Πόλης στη Βιθυνία με κέντρο τη Νίκαια ήταν ακόμα αδύναμο. Η καταξίωση του Λάσκαρη ως ηγέτη που θα ενέπνεε τους ελληνόφωνους και χριστιανικούς πληθυσμούς δεν ήταν βέβαιη. Θα παίζονταν στις επόμενες σκληρές μάχες που ετοιμάζονταν να δώσουν οι Ρωμαίοι εν εξορία. Είχαν συγκρουστεί με τους Λατίνους κι είχαν αντέξει. Τώρα θα συγκρούονταν και με τους αλλόθρησκους που τους είχαν περικυκλώσει.
Το μαντίλι του αποχαιρετισμού με τον δικέφαλο αετό το κουνούσε στον Νικηφόρο και τους φίλους του η Ζωή. Ήταν στο πλάι του άλλου Λάσκαρη, του Κωνσταντίνου, του εστεμμένου την αποφράδα ημέρα της πτώσης αυτοκράτορα. Το είχε δεχτεί απ’ τον Πατριάρχη λίγο πριν το ξημέρωμα της μαύρης Τρίτης και δεκατρείς του 1204. Όμως, είχε αρνηθεί το στέμμα και την πορφύρα κι ετοιμαζόταν για μια γιγαντιαία πορεία στην άκρη της Γης. Θα κυνηγούσε ένα απίστευτο όνειρο. Ήθελε να φέρει πίσω στην οικουμένη έναν εκτυφλωτικά λαμπρό πολιτισμό που είχε σβήσει στο σκοτάδι του Μεσαίωνα. Όποιος έβλεπε το φως του, τυφλωνόταν και ξεσηκωνόταν. Οργάνωνε συνωμοσίες, είτε στον κόσμο αυτόν τον πραγματικό είτε στον κόσμο τον ονειρικό των θεών και των ηρώων.

*********************************
Η συνέχεια αύριο, Τετάρτη 5/8