Τέλος σήμερα για το βιβλίο.
Χτες, στο προτελευταίο μέρος είδαμε πώς σώθηκε η αυτοκρατορία της Νίκαιας. Με θεϊκή ή φράγκικη βοήθεια, πάντως, ο Θεόδωρος Λάσκαρης κράτησε όρθιο το νέο κράτος. Συντηρήθηκαν, έτσι, οι ελπίδες για την αναγέννηση του νέου ελληνισμού και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης.
Στο σημερινό τελευταίο μέρος βλέπουμε την Κωνσταντίνο και την Ζωή στην Τραπεζούντα. Έχουν ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι για τον Ιερέα Ιωάννη και την αναγέννηση του ελληνισμού στην πιο καθαρή του μορφή.
Ο σύντομος επίλογος μας πληροφορεί για την κατάληξη των σχεδίων.
****************************************
Δ’ ΤΡΑΠΕΖΟΥΣ
Ο
Κωνσταντίνος ένιωθε ευτυχισμένος κάθε
πρωί που ξυπνούσε στην αγκαλιά της Ζωής.
Το σώμα της τον ζέσταινε, τον
φλόγιζε,
τον έκανε
να νιώθει λίγο
παιδί και λίγο
ημίθεος. Δεν
ήξερε ποιο ακριβώς ήταν εκείνο που
τον έκανε να αισθάνεται καλύτερα. Ήταν
που είχε μπει στην τελική του πορεία
προς τον Ιερέα Ιωάννη ή ήταν που αυτή
την πορεία την έκανε μαζί της;
Χωρίς
τον σκοπό του θα ένιωθε μισός. Τα πορφυρά
σανδάλια κι οι χρυσοποίκιλτοι χιτώνες
ή τα σκήπτρα δεν είχαν να του δώσουν
τίποτε. Η αναζήτηση ενός οράματος τον
γέμιζε σαν άνθρωπο κι έδινε νόημα στη
ζωή του. Ο σκοπός του ήταν ο μισός εαυτός
του. Χωρίς εκείνην, όμως, θα έλειπε το
άλλο του μισό. Γιατί με εκείνην στο
πλευρό του -ή έστω και μόνο μέσα στο
μυαλό του- ένιωθε να ολοκληρώνεται.
Χωρίς αυτά τα δυο θα απέμενε μόνο μια
απουσία, ένα μηδέν, αυτό που πίστευαν
όλοι πως ήταν, χώμα και στάχτη. Η αλήθεια,
όμως, ήταν άλλη και την ένιωθε κάθε
πρωινό και κάθε στιγμή της μέρας. Ποτέ
του δεν ήταν πιο ζωντανός, ποτέ του πιο
ευτυχισμένος.
Είχε
να την δει έξι χρόνια κι όμως ήταν σαν
να μην είχε λείψει
ποτέ από δίπλα
του. Σε όλες τις
περιπλανήσεις του την είχε κοντά του.
Όπου
κι αν ήταν κι
όποτε ήθελε, την έφερνε στο μυαλό
του και μιλούσε μαζί της. Πότε
αντιμετώπιζε την ειρωνεία
της και πότε κολακευόταν από τον θαυμασμό
της. Φανταζόταν ότι αυτή η κατάσταση
ήταν περίπου αιώνια. Θα την είχε πάντα
-κατά παραγγελία- στο μυαλό του. Ποτέ
δεν θα χρειαζόταν να κάνει οτιδήποτε
άλλο μαζί της εκτός από το να της μιλά
και να της χαμογελά. Και τόσο μόνο, τού
ήταν αρκετή όσο τού ήταν κι απαραίτητη.
Όταν όμως την συνάντησε, για να της
προτείνει να γίνει η βοηθός του, τότε
είδε την αλήθεια. Κατάλαβε ότι η Ζωή
ήταν κάτι παραπάνω από μια εικόνα άυλη,
από οπτασία του νου. Χωρίς αυτήν, ακόμα
κι εκείνα που είχαν νόημα, δεν ήταν
όμορφα. Και χωρίς ομορφιά, έχαναν το
νόημά τους.
«Ξύπνησες,
λοιπόν, γλυκό μου αγόρι;»
του ψιθύρισε με την απαλή της φωνή
στ’ αυτί.
«Μ’
αρέσει πολύ να ξυπνάω μαζί σου. Το
νιώθω σαν το πιο
όμορφο πράγμα στη ζωή μου»
της είπε αυθόρμητα. Ξαφνικά,
σαν να συνειδητοποίησε
κάτι κακό, συνέχισε. «Όμως,
να ξέρεις, αν ήταν να χάσω αυτή
την ομορφιά για να βρω τον Ιερέα
Ιωάννη, θα το έκανα!»
«Αυτό
είναι μια άσκηση του νου για να δεις αν
έχεις ακόμα σωστά αντανακλαστικά;
Φοβάσαι, λοιπόν, καλέ μου
τόσο πολύ πως θα καταντήσεις ένας
απλός ερωτευμένος;»
«Δεν
φοβάμαι το “ερωτευμένος”, Ζωίτσα.
Φοβάμαι το “αδύναμος” που το συνοδεύει.»
Ήταν
χαράματα ακόμα. Ο
ήλιος κατάφερνε
να τρυπώνει στο δωμάτιο απ’ τις
χαραμάδες του παράθυρου. Όπως έπεφτε
πάνω τους χρωμάτιζε τα σώματά τους.
Καθώς τα φώτιζε τα έκανε να δείχνουν
πιο καυτά.
«Πότε
θα ξεκινήσουμε;» τον ρώτησε.
«Σε
λίγο! Το κανόνισα χτες με κάποιους
ντόπιους. Μου είπαν ότι ο δρόμος
για την Παναγία Σουμελά έχει δύσκολα
περάσματα μέσα στα βουνά. Κανόνισα
να έχουμε μαζί μας δυο οπλισμένους
φρουρούς κι ένα οδηγό. Θα
είναι επικίνδυνο να πάμε μόνοι μας.»
«Φοβάμαι
πως δεν θα βρούμε τίποτε εκεί πάνω. Αυτή
η εικόνα της Παναγίας της Αθηναίας
έφτασε πριν οχτακόσια χρόνια. Τι σημάδι
ελπίζεις να βρεις σήμερα;»
«Θα
πρέπει να είναι κάτι που αντέχει στον
χρόνο. Κάτι που λέγεται και μεταφέρεται
με τη μνήμη. Κάτι γραμμένο σε πέτρα, ένα
επίγραμμα, κάτι τέτοιο. Θέλω να μάθω τι
είχαν στο νου τους οι Αθηναίοι όταν
έστειλαν εδώ την εικόνα. Κάπου θα το
έχουν γράψει.»
«Θα
προχωρούμε συνέχεια έτσι, στο σκοτάδι;»
«Εγώ
το λέω φως αυτό που ζούμε, εσύ γιατί
το βλέπεις σαν σκοτάδι;»
τη ρώτησε.
«Όχι
αγάπη μου, έχεις δίκιο, φως είναι κι
όχι σκοτάδι» του είπε. Του έδειξε τις
ακτίνες του ήλιου που έπεφταν στο στήθος
του και λίγο στα μαλλιά του. «Κοίτα
το φως! Πέφτει πάνω σου και
αντανακλά τον ήλιο! Τρυπά το σκοτάδι
και το κάνει φως. Αυτό θα κάνουμε κι
εμείς.»
«Λέω
να πάμε μια βόλτα με τα πόδια ως το κέντρο
της πόλης» της είπε. «Έχουμε
ακόμη τρεις ώρες μπροστά
μας μέχρι να ξεκινήσουμε.»
Ντύθηκαν
καλά και βγήκαν έξω. Προχώρησαν προς το
παζάρι που μόλις ξεκινούσε.
«Λέω
να πάρουμε ένα ρόφημα και να κάτσουμε
να βλέπουμε τα βουνά» της είπε.
Η
Τραπεζούντα ήταν πόλη εμπορική κι
αυτοκρατορική που οι Μεγάλοι Κομνηνοί
την είχαν κάνει πρωτεύουσά τους. Η
προσπάθειά τους ήταν να της προσδώσουν
μεγαλοπρέπεια αντίστοιχη με εκείνη
της Βασιλεύουσας. Βρισκόταν στον δρόμο
του μεταξιού που συνέδεε την Αρμενία,
την Περσία και τον Καύκασο με την
Κωνσταντινούπολη. Είχε ρωμαϊκό πληθυσμό
στην συντριπτική της πλειοψηφία και
μόνο μια μικρή λατινική συνοικία. Έμεναν
Γενουάτες και Βενετοί που έκαναν εμπόριο.
Κυριότερη σύμμαχος της Τραπεζούντας
ήταν η Γεωργία. Είχε βασίλισσα την Θαμάρ
που ήταν θεία των Κομνηνών, του Δαβίδ
και του Αλέξιου. Είχε τους ανιψιούς της
υπό την προστασία, αλλά, και τον έλεγχό
της. Ο Δαβίδ κι ο Αλέξιος είχαν ιδρύσει
την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας πριν
ακόμη πέσει η Πόλη στους Λατίνους. Είχαν
συνάψει σχέση υποτέλειας και φιλίας με
τον Ερρίκο της Κωνσταντινούπολης. Η
ανοικοδόμηση είχε κιόλας αρχίσει. Κι
έτσι όπως ήταν, όμως, η Τραπεζούντα ήταν
μια πολύ όμορφη πόλη.
Ο
Κωνσταντίνος ήθελε να αποφύγει κάθε
συγχρωτισμό με τις αρχές και ιδιαίτερα
με τους Κομνηνούς. Οι δυο ηγεμόνες
βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαλότητα με
τη Νίκαια και τον αδελφό του. Ήταν εύκολο
να περνάει απαρατήρητος σαν ένας έμπορος
από τη δύση που έψαχνε ευκαιρίες
πλουτισμού στην ανατολή. Περπάτησαν με
την Ζωή κατά μήκος του κεντρικού δρόμου
που ήταν πλατύς και λιθόστρωτος για τις
άμαξες. Από αυτά που άκουγαν αντιλαμβάνονταν
μια συγκρατημένη χαρά και μια κάποια
ανησυχία του ντόπιου πληθυσμού. Ρώτησαν
κι έμαθαν για τα μαντάτα που έφτασαν με
περιστέρι και με ένα πλοίο από την Πόλη.
Ο Καϊχοσρόης είχε ηττηθεί -έλεγαν- από
τον Λάσκαρη στη μάχη που έδωσαν στην
Αντιόχεια. Δεν είχε έρθει
ακόμα επίσημος
μαντατοφόρος
και, μέχρι νά
’ρθει, υπήρχε
ανησυχία αλλά κι ελπίδα.
«Λένε,
εδώ γύρω, πως σκοτώθηκε ο
Καϊχοσρόης κι ότι νίκησε ο
Θεόδωρος» της είπε.
«Αν
είναι αλήθεια, λυπάμαι για τον Σουλτάνο.
Ήταν πολύ καλός μαζί μου»
είπε η Ζωή. «Χαίρομαι
όμως για τη νίκη του αδελφού σου που θα
σταθεροποιήσει την εξουσία του στο
έδαφός του.»
«Λυπάμαι
κι εγώ για τον Καϊχοσρόη αλλά μου φαίνεται
πως πήγε γυρεύοντας. Χαίρομαι
για τον αδελφό μου. Πιο
πολύ λυπάμαι γιατί ο
Ιαθατίνης ήταν
ο υποστηρικτής και συνεταίρος μου στην
αναζήτησή μας»
είπε ο Κωνσταντίνος.
«Ο
Θεόδωρος ήταν σαν αδελφός με τον
Καϊχοσρόη. Θα λυπήθηκε κι αυτός, είμαι
σίγουρη. Ήταν όμως ένας αγώνας ζωής ή
θανάτου και για τους δυο. Ο Καϊχοσρόης
βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ο
Αλέξιος κι οι Βενετοί τον παρέσυραν στα
σχέδιά τους.
Δεν
θα έκανε ποτέ αυτόν τον πόλεμο ο
σουλτάνος από
μόνος του»
είπε η Ζωή.
«Πρέπει,
όμως, να σου ομολογήσω ότι αυτή η νίκη
με γεμίζει χαρά» συνέχισε ο
Κωνσταντίνος. «Η Ρωμανία μετά
από αυτό θα κρατηθεί στα πόδια της και
κάποια στιγμή θα αναστηθεί. Κάποτε
θα πάρουμε πίσω την Κωνσταντινούπολη.
Το θέμα, βέβαια, είναι να γυρίσουμε
εκεί ως Έλληνες και με υπερηφάνεια
για το παρελθόν μας. Όχι να
παραμείνουμε και πάλι κρυμμένοι
πίσω από την ρωμαϊκή μας ταυτότητα.
Και να αφήσουμε επιτέλους στην άκρη
τα ανόητα όνειρα παγκόσμιας
κυριαρχίας.»
«Μήπως
περνάει καθόλου από το μυαλό σου,
γλυκέ μου, η σκέψη να γυρίσουμε στη
Νίκαια. Τώρα
θα σε χρειάζονται κι εκεί»
του είπε θέτοντας το ερώτημα.
«Όχι
Ζωίτσα, καθόλου! Εγώ
έχω το δικό
μου πεπρωμένο,
που είναι
πια και δικό σου! Θα γυρίσουμε μόνο όταν
πετύχουμε τον σκοπό μας.»
«Εννοείς
όταν θα βρούμε το θεϊκό βασίλειο του
Ιερέα Ιωάννη; Όταν βρούμε τον μαγικό
τόπο για την επάνοδο του ελληνισμού και
της λογικής στην ανθρωπότητα; Μήπως
είσαι λίγο αιθεροβάμων αγάπη μου;»
«Κι
αν είμαι … τι πειράζει;»
«Ίσως
χάσουμε τον κόσμο τον εδώ ψάχνοντας για
τον κόσμο τον παραπέρα»
του είπε.
«Δεν
είναι και
τόσο ζηλευτός
αυτός ο
κόσμος που
ζούμε, Ζωίτσα. Είναι
γεμάτος ψέματα και μεγαλοστομίες, είναι
γεμάτος
τυράννους που θεωρούν
ότι αντλούν
νομιμότητα από τον Θεό. Είναι
γεμάτος με δούλους
που ευχαριστούν τον Θεό γιατί τους έκανε
δούλους και θα βρουν πιο εύκολα τον
παράδεισο. Είναι
ένας κόσμος που γέμισε αναχωρητές κι
επιτρέπει
να βασιλεύουν άθλιοι αυτοκράτορες και
προδότες άρχοντες. Μια
δράκα από
αμαθείς
και βαρβάρους
ξεσκίζει
την πιο όμορφη πόλη του κόσμου θεωρώντας
την λεία πολέμου.»
Ήταν
εξοργισμένος με ό,τι είχε ζήσει η
βασιλεύουσα. Οι νέοι στα μοναστήρια κι
οι βάρβαροι με το σταυρό στο στήθος. Η
Ζωή τον άκουγε αμίλητη.
«Είναι
ένας κόσμος από ληστές. Όταν
τους ευλογεί ο Πάπας τότε λέγονται
ευγενείς κι όταν είναι παράνομοι και
πειρατές, τότε τους λένε
ήρωες! Είναι ένας κόσμος ψεύτικος
κι άδικος που όλα τα αποδίδει στον
Θεό, ακόμα και τις πιο φριχτές
του πράξεις. Γιατί νοιάζεσαι τόσο
πολύ μήπως και τον χάσουμε;»
Δεν
είχε τι να του πει, όχι μόνο γιατί διέκρινε
την ιερή φλόγα που τον έκαιγε αλλά γιατί
τα έβρισκε λογικά και δίκαια. Αυτά που
έλεγε χτυπούσαν όχι μόνο στην καρδιά
της αλλά και στο κέντρο της λογικής της.
Κι όταν τα άκουγε από το στόμα του
έπαιρναν ακόμα μια διάσταση συναρπαστική.
Γιατί ένιωθε πως έκαιγαν σαν φλόγα μέσα
του.
«Δεν
με νοιάζει αν όλοι αυτοί οι τόποι που
ψάχνουμε υπάρχουν
ή όχι»
συνέχισε εκείνος. «Δεν
θέλω να το εξασφαλίσω
πριν αρχίσω να τους ψάχνω! Είτε
είναι αληθινοί, οπότε θα τους βρούμε,
είτε αποτελούν, απλά,
όνειρο κι
εφιάλτη, οπότε
θα τους ξορκίσουμε! Έτσι κι αλλιώς σε
κάτι θα είμαστε χρήσιμοι, Γι
αυτό σου λέω, γλυκιά
μου, ας μην
ψάχνουμε τόσο πολύ την αλήθεια ή το
ψέμα.»
«Έτσι,
όμως, ρίχνεις πολύ τις απαιτήσεις
σου, αγάπη μου» παρατήρησε εκείνη.
«Το
κάνω για σένα, γλυκό μου κορίτσι. Έχεις
βαλθεί να μου δείξεις πόσο άσκοπο κι
ανώφελο είναι το ταξίδι που θέλω να
ξεκινήσουμε.»
«Εμένα
μου αρέσει το ταξίδι, κι ας ξέρω πως θα
είναι δύσκολο» του απάντησε.
«Ε,
τότε πάψε να μου γκρινιάζεις.»
«Αν
θέλεις να πάψω, θα πρέπει να μου πεις κι
άλλες ιστορίες για τα μέρη που θα πάμε.
Ξέρεις πόσο μ’ αρέσει να τα ακούω όλα
αυτά.»
«Δεν
είμαι ο πρώτος που θα ψάξει για τον
Σαββατύονα ποταμό. Δεν είμαι ο πρώτος
που θα αναζητήσει τις δέκα χαμένες φυλές
του Ισραήλ. Δεν ανακάλυψα εγώ το Γκράαλ,
το Άγιο Δισκοπότηρο. Το πούλησε στους
Ναΐτες Ιππότες ο Γέρος του Βουνού των
Ασσασίνων. Το έψαχνε παντού ο Φρειδερίκος
Μπαρμπαρόσα και το περιέφερε εδώ κι
εκεί ο Μπαουντολίνο! Δεν ενέπνευσα εγώ
τον Δαβίδ Αλ Ρόυ, ούτε είναι μια δική
μου εφεύρεση ο Ιερέας Ιωάννης! Δεν έγραψα
εγώ τα Διονυσιακά ούτε ανακάλυψα εγώ
τον Ερμή τον Τρισμέγιστο! Πάνω στα χνάρια
του καιρού μας θέλω να περπατήσουμε,
Ζωίτσα μου. Απλά, σου ζητάω να μην κάνουμε
ό,τι κάνουν και οι άλλοι. Δεν θέλω να
περιμένουμε μόνο ένα ταπεινό θάνατο
στο τέλος μιας ταπεινής ζωής!»
«Σ’
αγαπάω!» ήταν το μόνο που βρήκε
να του πει εκείνη.
«Φαίνεται
πως η οσμή του θανάτου λειτουργεί
σαν ένα ερωτικό ελιξίριο για σένα»
της απάντησε. «Σαν την Κυβέλη ή
την Δήμητρα.»
«Νομίζω
πως σε ερωτεύτηκα πολύ πριν εσύ ερωτευτείς
τον θάνατο!» του
είπε.
Προχώρησαν
στο παζάρι της πόλης και πήραν κάποια
πράγματα χρήσιμα για το ταξίδι τους.
Αγόρασαν βότανα για τις πληγές, δέρματα,
ροφήματα για το κρύο και για τα δύσκολα
απογεύματα στα βουνά. Άκουσαν ξανά το
νέο για την νίκη του Θεόδωρου Λάσκαρη
επί του Καϊχοσρόη. Ο Λάσκαρης ήταν
ομόθρησκος κι ομόφυλος αλλά κι εχθρός
της αυτοκρατορίας των Μεγαλοκομνηνών.
Οι Τραπεζούντιοι ήταν μουδιασμένοι από
την απρόσμενη νίκη του. Έλεγαν πως ο
αυτοκράτορας αποκεφάλισε ο ίδιος με το
σπαθί του τον Σουλτάνο χάρη σε θεϊκή
επέμβαση. Κανείς δεν υπήρχε δίπλα στους
μονομάχους όταν ο Καϊχοσρόης έχασε το
κεφάλι του.
«Ρομφαία
κυρίου!» έλεγαν και σταυροκοπιούνταν.
«Θέλημα
θεού. Άγιος ο Θεόδωρος Λάσκαρης.»
«Ρωμιοί!»
είπε με αποστροφή ο Κωνσταντίνος.
«Τους βλέπεις; Όλα τα
αποδίδουν σε θεούς και δαίμονες!»
«Θα
ήθελες να μπορούσες
να τους αντικαταστήσεις όλους αυτούς
με Έλληνες κανονικούς, ε;»
τον ρώτησε. «Κι
αυτοί στον
Άρη, την Αθηνά, τον Δία και την Ήρα θα τα
απέδιδαν όλα. Δεν γλιτώνεις εύκολα
από την δεισιδαιμονία.»
Είχε
αρχίσει πάλι να τον πειράζει.
«Φαντάζεσαι
πώς θα ήταν να τριγυρνούσαν κάπου εδώ
στην αγορά ο Αισχύλος κι ο
Δημοσθένης, ο Ξενοφών κι ο ίδιος ο
Διογένης;»
«Ξέρεις,
ποτέ δεν πίστεψα στη συνωμοσία της
Νίκαιας αληθινά, Ζωίτσα»
της είπε εμφανώς απογοητευμένος. «Κι
ας με συγκίνησε κι εμένα όπως όλους
μας εκεί στην Προύσα! Δεν μπορεί να έρθει
ο νέος ελληνισμός με μια απλή αλλαγή
της ονομασίας των Γραικών και των
συμβόλων. Έχει αλλάξει ο κόσμος
πια! Ίσως γι αυτό αναζητάω την πλήρη
αποκατάσταση εκείνης της χαμένης Ελλάδας
της αρχαιότητας. Με τους θεούς
και τους ήρωες
της, τον Όμηρο, τους τραγωδούς, με την
λογική της τάξη και τη φυσική της ομορφιά.
Και βέβαια
αυτό μοιάζει
με ουτοπία …»
«Φοβάμαι,
όμως, Κωνσταντίνε, πως αναζητάς κάτι
που δεν έχει πια μέσα του ζωή, ένα
απολίθωμα.»
«Γιατί
το λες αυτό Ζωίτσα;» τη ρώτησε
πειραγμένος.
«Γιατί
ο κόσμος τώρα έχει αλλάξει ριζικά. Δεν
είναι ο αρχαίος κόσμος με τους ελεύθερους
πολίτες των αυτόνομων πόλεων. Τα τείχη
δεν αντιστέκονται στην ορμή των βαρβάρων.
Οι
νομάδες πολιορκούν και πνίγουν τις
πόλεις. Φτιάχνονται
στρατοί με δεκάδες χιλιάδες πολεμιστές
που θέλουν
μεγάλα κράτη
με τεράστιους πόρους. Δεν μπορούν να
σταθούν πια οι μικρές κι αυτεξούσιες
πόλεις όπως τότε. Γι
αυτό δεν υπάρχει πουθενά η έννοια του
πολίτη. Παντού ορθώνονται βασίλεια κι
αυτοκρατορίες.»
«Ας
υπάρχει κι ένα ελληνικό δυνατό βασίλειο»
της είπε.
«Οι
Έλληνες ποτέ δεν μπόρεσαν να κυβερνήσουν
τόσο μεγάλα σύνολα. Ακόμα κι οι
συμπολιτείες τους είχαν μικρή έκταση.
Δεν μπορεί να υπάρχει πραγματική
δημοκρατία όταν δεν υπάρχει η συνέλευση
όλων των πολιτών μαζί. Έτσι όμως αλλάζει
κι η έννοια της ελευθερίας!»
«Θα
βρουν τις λύσεις στα σημερινά προβλήματα
όπως είχαν βρει στα προβλήματα της
εποχής τους.»
Ο
Κωνσταντίνος πίστευε πως αυτός ο
πολιτισμός θα μπορούσε να αναγεννηθεί
απ’ την τέφρα του. Η Ζωή όμως αμφέβαλλε
πολύ για το αν ήταν πια δυνατό κάτι
τέτοιο. Ακόμα περισσότερο αμφέβαλλε αν
θα γινόταν σε τόσο σύντομο χρόνο όσο
ήθελε ο αγαπημένος της. Της φαινόταν,
κι εδώ, βιαστικός σαν έφηβος.
«Δεν
ξέρω αν ταιριάζουν οι αυτοκρατορίες
και τα βασίλεια
με την Ελλάδα που ονειρεύεσαι,
αγόρι μου» του είπε.
Η
Ζωή ήταν πολύ σκεπτική και δεν είχε
καθόλου την πίστη του Κωνσταντίνου ότι
ο κόσμος μπορούσε να διορθωθεί. Η Ελλάδα
που οραματιζόταν ο αγαπημένος της, κατ’
αυτήν, είχε χαθεί οριστικά.
«Ακόμα
κι ο Αλέξανδρος κι οι επίγονοί του»
συνέχισε να του
λέει, «απολυταρχίες έφτιαξαν
στα κράτη τους. Το ίδιο κι οι
Ρωμαίοι, κι οι Πέρσες, κι οι Άραβες. Όλοι
τους χρειάστηκε να καταφύγουν σε ισχυρές
θρησκείες για να κρατηθούν.»
«Θέλεις
να πεις ότι χρειάζονται τα απόλυτα
συστήματα σαν τον χριστιανισμό και το
Ισλάμ. Έτσι μπορούν να ελέγχουν
τα τεράστια πλήθη και τις απέραντες
εκτάσεις, ε;»
«Ναι,
ίσως να είναι κι έτσι. Δεν
ξέρω, για τίποτε δεν είμαι σίγουρη,
προβληματίζομαι και σκέφτομαι όμως …»
«Ωραία,
λοιπόν» είπε ο Κωνσταντίνος. «Ας υποθέσουμε
ότι η Ερμητική Συνωμοσία του Ιωάννη με
τους σοφούς και τους επιστήμονες στην
εξουσία αποτυγχάνει. Δηλαδή, ας πούμε
ότι ο δικός μου δρόμος για τον νέο
ελληνισμό, είναι ανέφικτος. Τότε, Ζωίτσα,
τι απομένει;»
«Ίσως,
ο δρόμος που δρομολογούσαμε στη Νίκαια»
του είπε εκείνη.
«Να
νικήσουμε και να φέρουμε ελληνοθρεμμένους,
αυτή τη φορά, Ρωμαίους
στην Κωνσταντινούπολη. Μετά,
στην Αθήνα, να αναγεννηθεί από την
τέφρα κι από τα συγγράμματα ένας
νέος ελληνικός πολιτισμός.»
«Αυτό
θα προσπαθήσει να κάνει ο αδελφός σου
όσο ζει και μετά από αυτόν οι διάδοχοί
του. Τώρα που εξασφάλισαν την επιβίωση
της αυτοκρατορίας θα ψάξουν για τον
ελληνισμό μέσα από τη ρωμιοσύνη.»
«Αποκλείοντας
βέβαια την ουσία των αρχαίων. Και δεν
μιλώ για τους θεούς τους αλλά για το
πολίτευμά τους.»
«Φυσικά!
Ρωμιοσύνη είναι η ορθοδοξία με
ελληνική γλώσσα» είπε η Ζωή.
«Εξάλλου η ορθοδοξία μόνο μπορεί
να κρατήσει τον ελληνισμό μακριά από
τον Πάπα και από τους Φράγκους. Θέλεις
δεν θέλεις, με αυτήν μόνο μπορούν
να ενωθούν σήμερα οι Ρωμιοί.»
«Δεν
ξέρω αν είναι καλό ή κακό» είπε ο
Κωνσταντίνος. «Φοβάμαι ότι αν
επιμείνουμε να είμαστε οι Ρωμιοί, τότε
κάποια στιγμή θα μας κερδίσουν και θα
μας υποτάξουν. Θα το κάνουν είτε
οι Βούλγαροι είτε οι Τούρκοι»
είπε ο Κωνσταντίνος.
«Ο
αδελφός σου βλέπει με καλό μάτι
τη συμφιλίωση Γραικών και Φράγκων.
Πιστεύει ότι εμπεδώνει έτσι
τον νέο ελληνισμό. Δες τον Βρανά
στην Πόλη ή τον Νικηφόρο στην Αθήνα. Κι
οι δυο τα πηγαίνουν μια χαρά με τους
Φράγκους και τους κάνουν να νιώθουν σαν
Έλληνες.»
«Με
τη Φραγκιά, όμως, ο ελληνισμός θα θαφτεί
από την αγραμματοσύνη και τη λαιμαργία
των Λατίνων. Δεν είδες τι έκαναν στην
Πόλη;»
«Κανείς
δρόμος δεν είναι τελικά εύκολος. Κάποιος
απ’ όλους θα
μας οδηγήσει στον νέο ελληνισμό»
είπε η Ζωή. «Όπως
είπε ο Ακομινάτος ίσως χρειαστούν τρεις
ή δεκατρείς γενιές.»
«Εσύ,
θησαυρέ και σύντροφέ μου, είσαι έτοιμη
για τον πιο δύσκολο από αυτούς
τους δρόμους;» την ρώτησε.
«Τον
πιο δύσκολο αλλά και πιο σύντομο!
Υποσχέθηκες ότι σε επτά με δέκα
χρόνια το πολύ θα με ξαναγυρίσεις.»
«Θα
πάμε στην άκρη του κόσμου, όπως το
υποσχέθηκα, Ζωίτσα. Νικητές ή
χαμένοι θα γυρίσουμε» της είπε
με τα μάτια του γεμάτα από την φλόγα της
καρδιάς του.
Ε’ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο
Κωνσταντίνος κι η Ζωή έφυγαν, όπως της
το είχε υποσχεθεί, αλλά, δεν ξαναγύρισαν!
Ο
Θεόδωρος Λάσκαρης κατάφερε να
σταθεροποιήσει την ελληνική αυτοκρατορία
της Νίκαιας. Όλη η βορειοδυτική Μικρασία
έμεινε υπό την εξουσία του μετά τον
προσωπικό του άθλο στην Αντιόχεια του
Μαιάνδρου.
Ο
Νικηφόρος έζησε στην Αθήνα και μεγάλωσε
τα παιδιά του με τις αρχές των Ελλήνων.
Έζησε κάτω από την διοίκηση των Φράγκων
του Όθωνα Ντε Λα Ρος.
Ο
Κωνσταντίνος κι η Ζωή έφτασαν ως την
άκρη του κόσμου. Πέρασαν την Ευδαίμονα
Αραβία και την Ινδία και διέσχισαν την
Κίνα. Έφτασαν ακόμη παραπέρα, στη Χώρα
του Ανατέλλοντος Ηλίου όπου αντίκρισαν
την απέραντη, χωρίς τέλος, θάλασσα.
Το
Βασίλειο του Ιερέα Ιωάννη δεν βρέθηκε
πουθενά.
Λένε
πως ο Κωνσταντίνος και η Ζωή αναλήφθηκαν
στους Ουρανούς, όπως γίνεται πάντα με
τους ερωτευμένους!
****************************************
Δεν έχει άλλο. Καλό καλοκαίρι.