Μπούχτισα
με τα περί κορωνοϊού. Μπούχτισα και με τους χρησμούς για το τι θα γίνει
μετά την υγειονομική κρίση. Υπάρχει μια πιθανότητα να λέμε κορωνοϊός
και να αναπολούμε παλιές και καλές μέρες, με αυτά που ΙΣΩΣ έρχονται.
Ελπίζω ποτέ να μην φτάσουν.
Τέλος πάντων μπούχτισα με όλα αυτά και ξαναγυρνώ στα ωραία.
Θα
σας δώσω σήμερα ένα ακόμη κεφάλαιο από το βιβλίο μου «ΔΙΟΝΥΣΟΣ» με
υπότιτλο «Ο αιώνιος έφηβος και το λυκόφως των θεών». Στο κεφάλαιο αυτό
μιλά ο θεός Ερμής, που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στον Ορχομενό και
την Νύσα, όπου κρύβεται ο Διόνυσος για να γλιτώσει από την μανία της
Ήρας. Ο Ερμής τον φροντίζει για λογαριασμό του Δία κι η Ήρα τον κυνηγά
σαν εξώγαμο του Δία.
Στη
Νύσα έχει καταφύγει ο Διόνυσος, μεταμφιεσμένος σε μαύρο κατσίκι, για να
κρυφτεί από την μανία της Ήρας. Πρώτα τον πήγε ο Ερμής στον Ορχομενό
αλλά εκεί τους ανακάλυψε η 'Ήρα. Έτσι ο Ερμής τον έφερε στη Νύσα. Εκεί,
παρέα με τις Νύμφες που τον φροντίζουν και μαζί με κάποιους φίλους του,
ετοιμάζει την μεγαλειώδη εξόρμησή του στον κόσμο.
Το
κεφάλαιο έχει τίτλο "Διγενής και Μελαναιγής" που είναι δυο από τις πιο
γνωστές προσωνυμίες που είχε ο Διόνυσος. Διγενής γιατί γεννήθηκε δυο
φορές και Μελαναιγής γιατί είναι αίγα με μαύρα πόδια.
Σημειωτέον ότι ο μύθος στο κεφάλαιο αυτό είναι ακριβώς ο μύθος περί Διονύσου όπως αναγράφεται σε όλους τους αρχαίους και σύγχρονους συγγραφείς. Όπου, βέβαια, υπάρχουν διάφορες εκδοχές, ακολούθησα μία από αυτές. Μυθοπλασία είναι μόνο οι λεπτομέρειες.
Σημειωτέον ότι ο μύθος στο κεφάλαιο αυτό είναι ακριβώς ο μύθος περί Διονύσου όπως αναγράφεται σε όλους τους αρχαίους και σύγχρονους συγγραφείς. Όπου, βέβαια, υπάρχουν διάφορες εκδοχές, ακολούθησα μία από αυτές. Μυθοπλασία είναι μόνο οι λεπτομέρειες.
(μιλά
ο θεός Ερμής)
Το
παιδί της Σεμέλης και του Δία είναι ένας
ετεροθαλής αδελφός μου μια κι ο Δίας
είναι πατέρας μου. Η μητέρα μου η Μαία
είναι μια από τις Πλειάδες, θυγατέρες
του Άτλαντα. Λένε πως ήταν η πιο όμορφη
από όλες. Ο μεγάλος τιτάνας παππούς μου
κρατά στις πλάτες του τον Ουρανό να μην
πέσει στη γη. Με την τιτανίδα Πλειόνη,
κόρη του Ωκεανού, έκανε πολλά παιδιά,
ιδιαίτερα πολλές νύμφες. Γέννησε τις
Πλειάδες, τις Υάδες, τις Εσπερίδες και
την Καλυψώ.
Απίστευτα
δυνατά κι όμορφα όντα είναι οι τιτάνες
που ήταν κάποτε κυρίαρχοι τη γης. Παιδιά
τους κι εγγόνια τους είναι κι οι Θεοί.
Είμαι εγγονός του Άτλαντα από την πλευρά
της μάνας μου Μαίας. Είμαι κι εγγονός
του Κρόνου από την πλευρά του πατέρα
μου Δία. Είμαι ο Ερμής. Ανήκω στους δώδεκα
θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο. Οι
πρώτοι έξι ήταν οι νικητές της τιτανομαχίας,
ο Δίας, ο Ποσειδών, ο Άδης, η Εστία, η Ήρα
κι η Αφροδίτη. Όταν θριάμβευσαν οι
Ολύμπιοι, ο Δίας μοίρασε τις εξουσίες
με δικαιοσύνη. Έφερε στον Όλυμπο έξι
ακόμα θεούς. Όλοι τους ήταν παιδιά του.
Ο Ήφαιστος, ο Άρης, ο Απόλλων, η Άρτεμη
κι η Αθηνά. Φυσικά κι εγώ που είμαι ο
αγγελιοφόρος των θεών κι ο ψυχοπομπός
των ψυχών στον Άδη. Είμαι ο προστάτης
των κλεφτών, του εμπορίου, των τυχερών
παιχνιδιών και το δεξί χέρι του Δία.
Εκτελώντας
τις εντολές του πατέρα μου, πήγα το παιδί
του Δία και της Σεμέλης στον Ορχομενό.
Το άφησα στην Ινώ και στον Αθάμαντα.
Δυστυχώς, η ιστορία αυτή είχε θλιβερό
τέλος. Η Ήρα έμαθε την κρυψώνα κι επενέβη
δραστικά. Ένα άλλο σχέδιο, τότε, μπήκε
σε εφαρμογή. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα
με την σειρά.
...................................................
Στο
παλάτι του Ορχομενού
....................................................
Για
τρεις μήνες έμεινε το έμβρυο ραμμένο
στο πόδι του Δία
μετά από έξι
μήνες στην
κοιλιά της μάνας του. Συμπλήρωσε
το εννεάμηνο της κύησης και βγήκε από
τον μηρό. Είναι Διγενής ο νεαρός αφού
γεννήθηκε δυο φορές. Μία τον γέννησε η
Σεμέλη μέσα από την φωτιά που την τύλιξε.
Άλλη μία τον γέννησε ο Δίας βγάζοντάς
τον από τον μηρό του. Όταν τον γέννησε,
δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν μπορούσε να
τον κρύψει στον Όλυμπο. Αν τον άφηνε
μόνο του δεν θα είχε καμιά τύχη αντιμέτωπος
με την εκδικητική μανία της Ήρας. Μέσα
σε λίγες ώρες έγινε ανθρωπάκι και σε
λίγες μέρες μεγάλωσε. Έτσι γίνεται με
τα βρέφη που έρχονται από γενιά θεϊκή.
Δεν αργούν καθόλου να γίνουν παιδιά κι
έφηβοι οι οργανισμοί που φτιάχνονται
από σπέρμα θεού.
«Ως
πότε θα το κρύβεις, Ζευ,
από την Ήρα;» ρωτούσαν με
αγωνία οι Μούσες.
«Να
μην ρωτάτε. Κάτι θα βρω να κάνω.»
Τις
καλούσε εκείνος συχνά στο παλάτι του
πάνω στον Όλυμπο. Τις ήθελε για παρέα
τις Μούσες. Είναι πολύ ήρεμα στην κατοικία
των θεών και πήζει ο μέγιστος από την
ανία. Απολαμβάνει καμιά φορά τους
τσακωμούς μεταξύ των θεών καθώς αυτοί
έχουν τουλάχιστον κάποιο ενδιαφέρον.
Τις άλλες μέρες οι Μούσες ή οι Νύμφες
τον βοηθούν να περνά τις ώρες του. Χάθηκαν
οι πανέμορφες τιτανίδες που κάποτε
κυνηγούσε στα βουνά και τους κάμπους.
Η υπέροχη Μέδουσα, η Ύδρα κι η εκπληκτική
Έχιδνα μεταμορφώθηκαν σε τέρατα. Ύστερα
ο Δίας εξαπέλυσε τους ήρωες για το καλό
των ανθρώπων. Τις κυνήγησαν και τις
εξόντωσαν. Στερήθηκε, έτσι, ο βασιλιάς
των θεών τις πιο όμορφες θηλυκές υπάρξεις.
Έμεινε με τις θνητές και την Ήρα άγρυπνο
φύλακα της ηθικής του.
«Πάλι
καλά που έχω τις Νύμφες και τις
Μούσες να μου κρατούν συντροφιά»
μου έλεγε ο Δίας.
«Ως
πότε θα το κουβαλάς μαζί σου
αυτό το παιδί, Δία Πατέρα;» τον
ρωτούσα κι εγώ.
Τότε
μου έδωσε την εντολή.
«Δώσε
το παιδί να το φυλάξει ένας βασιλιάς»
μου είπε.
«Να
το αφήσω στον Κάδμο;»
«Όχι
στην Θήβα. Βρες κάπου αλλού να το πας.»
«Θα
το πάω στον Ορχομενό. Εκεί ο Αθάμας είναι
καλός άνθρωπος και καλός βασιλιάς.
Θα προσέξει το παιδί σου και θα
το αναθρέψει σωστά.»
Ο
Αθάμας είναι παντρεμένος σε δεύτερο
γάμο με την Ινώ, την αδελφή της Σεμέλης.
Η Σεμέλη αγαπούσε τα παιδιά της Ινώς κι
η Ινώ θα αγαπά το παιδί της Σεμέλης. Δεν
ζήλευε η Ινώ την αδελφή της όπως έκαναν
η Αυτονόη κι η Αγαύη. Αυτές οι δυο θρήνησαν
την Σεμέλη που χάθηκε, μα, ανακουφίστηκαν
κιόλας. Δεν θα έβλεπαν πια τον Δία να
μπαίνει στο παλάτι του Κάδμου και να
διαλέγει την Σεμέλη αντί γι αυτές. Με
την Ινώ δεν ήταν το ίδιο. Ήταν η μόνη που
σεβόταν την αδελφή της και την επιθυμία
του Δία. Όχι μόνο δεν ζήλευε, αλλά,
βοηθούσε όσο της περνούσε από το χέρι.
Ταίριαζε, λοιπόν, να αναθρέψει εκείνη
τον ανιψιό της. Μόνο που θα έπρεπε να
κρυφτεί καλά ο ερχομός του νέου παιδιού.
Θα μας υποπτευόταν αμέσως η Ήρα αν έβλεπε
την Ινώ να έχει τρία αντί δύο αγόρια. Κι
η υποψία θα την οδηγούσε να ανακαλύψει
τι είχε συμβεί.
«Ξέρεις
βέβαια, Γοργόφτερε, Ψυχοπομπέ, πως
το παιδί αυτό είναι της
Σεμέλης, ε;» μου λέει ο Δίας.
«Ξέρω»
τού απαντώ. «Και ξέρω πως πρέπει
να κρυφτεί καλά η παρουσία του.»
Φυσικά
καταλαβαίνω τα πάντα. Έτσι κι αλλιώς
είμαι καλά πληροφορημένος για ότι
συμβαίνει στον ουρανό και τη Γη. Τα
πουλιά του ουρανού είναι οι καλύτεροι
πράκτορές μου. Είχα μάθει για τη Σεμέλη
πριν το μάθουν οι άλλοι θεοί. Βέβαια,
όλοι είχαν νιώσει τον θυμό και τον
εκνευρισμό του πατέρα Δία. Όλοι είχαν
δει τους κεραυνούς του να καίνε τα δώματα
του γυναικωνίτη στο παλάτι του Κάδμου.
Όλοι είδαν την Σεμέλη να τυλίγεται στις
φλόγες και την Γη να προστατεύει το
έμβρυο με τον κισσό. Όλοι είχαν δει τον
Δία να τρελαίνεται από το κακό που είχε
προξενήσει κι είχαν νιώσει τον πόνο
του. Κανείς δεν ήξερε, όμως, τι είχε
απογίνει το παιδί. Μόνο οι Μούσες, που
τού έκαναν συντροφιά, κι εγώ, που είχα
κατασκόπους, γνωρίζαμε. Όσο καιρό είχε
ο Δίας το αγέννητο στον μηρό, όλοι
πίστευαν πως πενθούσε. Αντιλαμβανόμουν
πως έπρεπε να τον βοηθήσω να λύσει
οριστικά το πρόβλημα.
«Δία
Πατέρα, εσύ που είσαι σοφός γνωρίζεις
καλά τι συμβαίνει. Πες μου τι
θέλεις να κάνω; Τι να τους πω;»
«Ας
γνωρίζουν κι η Ινώ κι ο Αθάμας ποιο
είναι το παιδί. Θα κρατήσουν
τον νεαρό Διγενή γιο μου σαν
ένα ακόμα παιδί τους. Θα βρω
τον τρόπο για να τον κρύψω.»
Ονομάζει
τον νεαρό
γιο
του Διγενή, αφού γεννήθηκε δυο φορές
αλλά και Διθύραμβο: "βαίνων από
δίθυρο". Τον λέει έτσι γιατί ο μικρός
έχει ήδη διαβεί μέσα από δύο θύρες, απ'
την κοιλιά της Σεμέλης κι απ' τον μηρό
του. Είναι Διγενής και Διθύραμβος μαζί.
Τον πηγαίνω στο παλάτι του Ορχομενού.
Ο Αθάμας είχε κάνει ήδη δυο παιδιά από
έναν πρώτο γάμο του με την Νεφέλη. Ήταν
ο Φρίξος κι η Έλλη. Είχαν φύγει για την
Κολχίδα, σε ένα ταξίδι όπου χάθηκε η
Έλλη. Μετά ο Αθάμας παντρεύτηκε με
δεύτερο γάμο την Ινώ κι έκανε μαζί της
άλλα δυο παιδιά. Ήταν τα δυο εγγόνια του
Κάδμου, ο Λέαρχος κι ο Μελικέρτης. Δυο
θαυμάσια παιδιά. Ο Διγενής-Διθύραμβος
θα ήταν το τρίτο του παιδί. Εδώ, βεβαίως,
ήθελε προσοχή.
Η
Ήρα ήξερε
πως ο γιος της Σεμέλης ζούσε. Ήξερε πως
ο σύζυγός της θα τον έκρυβε για να
αποφύγει την μανία της. Έψαχνε
παντού για να
τον βρει Θα είχε στο νου της κάθε εμφάνιση
αγοριού σε μια βασιλική οικογένεια. Ένα
αγόρι στο παλάτι του Ορχομενού μπορεί
να ήταν το παιδί της Σεμέλης. Θα υποψιαζόταν
πως κάτι στραβό συνέβαινε εδώ.
«Ο
μικρός θα εμφανιστεί σαν κορίτσι» μου
εξηγεί το σχέδιό του. «Αυτός είναι ο
καλύτερος τρόπος για να κρυφτεί η
παρουσία του. Η Ήρα θα έχει στο νου της
να μάθει για ένα αγόρι. Θα κοιτά και θα
μετρά αγόρια. Δεν θα υποψιαστεί πως αυτό
που αναζητά κρύβεται πίσω από κοριτσίστικα
ρούχα και γυναικεία εμφάνιση.»
«Άντρας
με ρούχα γυναικεία;» εκφράζω
απορία.
Φυσικά,
το αγόρι δεν είναι
τυχαίο.
Αντιλαμβάνομαι πως έχει
θεϊκές
ικανότητες,
έτσι, θα
μεγαλώσει
σαν
άντρας. Ωστόσο
το μέλλον του είναι
άδηλο
ακόμα. Θα αποφασίσει γι αυτό
ο ίδιος ο πατέρας του αργότερα.
«Πήγαινέ
το στην Ινώ. Εξήγησέ της ποιο είναι το
παιδί και πες της να το μαρτυρήσει μόνο
στον Αθάμαντα. Ντύσε το με γυναικεία
ρούχα και δώσε το να το βυζάξει η τροφός
που είχε στα παιδιά της η Ινώ.»
Εκτελώ
πιστά την εντολή.
Ο Διγενής και
Διθύραμβος γιος του Δία βρίσκεται στο
παλάτι του Ορχομενού. Εκεί θα μεγαλώσει
κρυφά από το βλέμμα της Ήρας που αποτελεί
γι αυτόν θανάσιμο
κίνδυνο. Τον βλέπω ντυμένο κοριτσάκι.
Τού προσφέρουν την πρέπουσα ανατροφή.
Περισσότερο από
όλα, του
προσφέρουν αγάπη. Ασχολούνται μαζί του,
ιδιαίτερα η Ινώ, και του μαθαίνουν
πράγματα. Το μικρό παιδί δείχνει έντονη
διάθεση για παιχνίδια και απολαμβάνει
και χαίρεται τη ζωή. Η Ινώ νιώθει πως
μέσα από το κοριτσάκι αυτό, ξανασυναντά
την αδελφή της. Παίζει μαζί του όπως
έπαιζε με την Σεμέλη όταν ήταν μικρές.
Ο
μικρός είναι έξυπνο και εξαιρετικά
δραστήριο παιδί.
Η γυναικεία του εμφάνιση δεν δείχνει
να τον νοιάζει
καθόλου. Διασκεδάζει
με τα ζώα και την φύση πιο πολύ. Μιμείται
τις κινήσεις των φυτών και των ζώων
χωρίς να παραλείπει ακόμα και τα πιο
μικρά. Βλέπει τους ψύλλους και τους
μιμείται. Βλέπει την αγριοκερασιά να
κουνιέται στον αγέρα. Κουνιέται κι αυτός
στον ίδιο ρυθμό. Ασχολείται
με τους ανθρώπους μόνο για να μαθαίνει
την ψυχή τους. Ύστερα
μιμείται κι αυτούς. Φτιάχνει προσωπεία
που τους μοιάζουν. Συχνά
τα προσωπεία δείχνουν έναν κρυφό,
έναν εσώτερο
εαυτό των ανθρώπων. Τα
κρατά μπροστά στο
πρόσωπό του και μιμείται τις φωνές τους.
Μαθαίνει ταχύτατα.
Ξέρει
από μικρός να
διαβάζει τις ψυχές των ανθρώπων και της
φύσης.
Η
Ινώ δεν πρέπει να πει σε κανέναν για το
παιδί. Είναι ηλίου φαεινότερον το γιατί.
Ορκίζεται στον Αθάμαντα και σε μένα ότι
δεν θα το μαρτυρήσει σε κανένα. Στο
"κανένας", όμως, δεν υπολογίζει την
αδελφή της, την Αυτονόη. Όταν το μαθαίνει
η Αυτονόη ορκίζεται πως δεν θα το πει
σε κανέναν. Όμως στο "κανένας" δεν
υπολογίζει καθόλου την αδελφή της, την
Αγαύη. Έτσι η Αγαύη μαθαίνει πως ο καρπός
του παράνομου έρωτα του Δία με την Σεμέλη
βρίσκεται στο παλάτι του Ορχομενού.
Είναι κρυμμένο το νόθο και παράνομο
παιδί με κοριτσίστικα ρούχα. Όταν το
μαθαίνει η Αγαύη πηγαίνει αμέσως σε ένα
ιερό της Ήρας και το λέει στην αρχιέρεια.
Από την αρχιέρεια το μαθαίνει η ίδια η
θεά. Έτσι η Ήρα γνωρίζει πού κρύβεται
το μπάσταρδο, κι ετοιμάζει τα σχέδιά
της. Παίρνει κι ο Δίας τα μέτρα του κι
αυτός.
Σαν
έμαθε η Ήρα πως το παιδί της Σεμέλης
βρισκόταν στον Ορχομενό, έτρεξε να το
βρει. Κανείς δεν θα προλάβαινε να φτάσει
πιο γρήγορα από μια θεά. Κανείς εκτός
από εμένα που είμαι ο ταχύτερος των θεών
και κινούμαι σαν την αστραπή. Την ώρα
που η Ήρα έτρεχε να βρει τον Διγενή-Διθύραμβο
στου Αθάμαντα, εγώ είχα προλάβει να τον
φυγαδεύσω. Όλα είχαν γίνει, φυσικά, κατ'
εντολήν του Δία.
«Αγγελιοφόρε,
Ψυχοπομπέ γιε μου. Πήγαινε και πάρε
αμέσως το παιδί. Η Ήρα τα έμαθε όλα»
μου είπε ο Δίας αμέσως μόλις είδε την
Ήρα ανήσυχη να κοιτά προς τον Ορχομενό.
Διέσχισα
τους ουρανούς και την γη σαν αστραπή.
Όταν η βασίλισσα του Ολύμπου, έφτασε
στον Ορχομενό το πουλί έχει πετάξει.
Φουρκίστηκε. Δεν μπορούσε να με αναγκάσει
να φέρω πίσω το παιδί. Ούτε τα έργα του
Δία μπορούσε να χαλάσει. Το παιδί είχε
γλιτώσει. Οι αθάνατοι που το φρόντισαν
ήταν στο απυρόβλητο. Οι θνητοί μπορούσαν
να πληρώσουν το τίμημα και σ' αυτούς
ξέσπασε η μανία της.
Πρώτα
τα έβαλε με την Ινώ. Άφησε ήσυχη την
Αγαύη, που μαρτύρησε, και την Αυτονόη,
που διέρρευσε το μυστικό. Η Ινώ δέχτηκε
εξ ολοκλήρου την κατάρα της. Μαζί της
δέχτηκε κατάρα κι ο Αθάμας που μπήκε
εκείνη τη στιγμή στο συζυγικό δωμάτιο.
Είδε την γυναίκα του να έχει βλέμμα
γεμάτο τρέλα κι απόγνωση. Μια γυναίκα
όμορφη, με χιτώνα χυτό, με πολύτιμη ζώνη
κι αστραφτερή χτένα στεκόταν δίπλα της.
Φαινόταν να είναι η αιτία του κακού.
«Ποια
είσαι εσύ; Τι έχεις κάνει στην
γυναίκα μου;» την ρώτησε έξαλλος ο
Αθάμας.
«Τής
είπα μια ιστορία. Της διηγήθηκα το
πώς η Σεμέλη υπέγραψε τον θάνατό
της. Πώς θέλησε μόνη της να καεί.»
Ο
Αθάμας έμεινε άφωνος κι απορημένος.
Ήταν πολύ σοβαρό το ύφος της για να την
πάρει στ' αστεία. Κοίταξε προς την γυναίκα
του.
«Η
γυναίκα αυτή είναι η Ήρα» τού είπε η
Ινώ. «Έπεισε την αδελφή μου να
ζητήσει από τον Δία να τής φανερωθεί
σ' όλη του την μεγαλοπρέπεια. Κάηκε από
τους κεραυνούς του. Η φωτιά δεν ήταν
από τύχη.»
«Και
γιατί δεν συγκρατήθηκε ο Δίας; Ήταν
ανάγκη να κάνει ένα χατίρι τόσο
θανατηφόρο;»
«Γιατί,
και πάλι με τη συμβουλή της Ήρας, ο Δίας
είχε δώσει όρκο στα ύδατα της Στυγός. Ο
όρκος του έλεγε πως θα πραγματοποιήσει
ό,τι κι αν του ζητούσε η αδελφή μου. Κι
αυτή του ζήτησε να της φανερωθεί. Άκουσε
την συμβουλή της Ήρας και κάηκε. Η δύστυχη
Σεμέλη.»
«Ξένη,
δεν ξέρω αν είσαι ή όχι η Ήρα.
Δεν ξέρω τα σημάδια των θεών. Ακούς
όμως αυτά που λέει η Ινώ. Τι έχεις να
πεις; Είναι αλήθεια πως έσπρωξες τη
Σεμέλη στον θάνατο;» ρώτησε την
ξένη ο Αθάμας,
«Το
παιδί που λέτε είναι μπάσταρδο. Ο Δίας
σκορπά το σπέρμα του χωρίς να σκέφτεται.
Θνητή που γεννά από σπέρμα Διός, δεν
αξίζει για να ζήσει, ούτε αυτή ούτε το
παιδί της. Όποιοι θνητοί βοηθούν
τον Δία να ξεπορτίζει, θα με
βρίσκουν απέναντί τους. Η Σεμέλη
τιμωρήθηκε.»
«Κι
από εμάς τι θέλεις τώρα, μεγάλη Θεά;»
«Εσείς
βοηθήσατε να μεγαλώσει το
μπάσταρδο κρυφά από μένα. Το
ντύσατε κορίτσι για να με ξεγελάσετε.
Όποιος, όμως, κοροϊδεύει και
ξεγελά τους θεούς το πληρώνει. Κι
εσείς θα τιμωρηθείτε» είπε η
Ήρα.
Η
Ήρα έδωσε ξανά την κατάρα της στην Ινώ
και στον Αθάμαντα. Είδα αμέσως τι τούς
είχε επιφυλάξει. Μοίρα φρικτή για γονείς,
να βλάψουν τα ίδια τους τα παιδιά.
Τρελάθηκαν κι οι δυο. Άρπαξαν τα παιδιά
τους και τα σκότωσαν με τα ίδια τους τα
χέρια. Χωρίς να ξέρουν τι κάνουν σκότωσαν
τα σπλάχνα τους. Τι τιμωρία σκληρή κι
απάνθρωπη. Πόσο πολύ μισεί η θεά τους
ανθρώπους που δεν ακολουθούν την δική
της εντολή! Τους λυπάμαι αλλά δεν μπορώ
να κάνω τίποτε. Δεν μπορεί ούτε κι ο
Δίας. Κανείς θεός δεν μπορεί να επέμβει
στα έργα ενός άλλου θεού. Μόνο να απαλύνει
τον πόνο των θυμάτων του μπορεί.
Βλέπω
πως διαμορφώνει η Ήρα το μέλλον των
θυμάτων της. Βλέπω πρώτα την Ινώ που
φεύγει από τον Ορχομενό μαζί με τον ένα
της γιο, τον Μελικέρτη. Δεν έχει να πάει
πουθενά. Δεν ξέρει πού πάει. Μόνο φεύγει
από το παλάτι και τρέχει σαν τρελή.
Προσπαθεί να ξεφύγει από δαίμονες που
νομίζει ότι την κυνηγούν. Τρέχει επί
τρεις μέρες. Δεν τρώει, δεν πίνει και
δεν κοιμάται, μόνο τρέχει. Τα ρούχα της
έχουν σκιστεί, κουρέλια έχουν γίνει. Τα
πόδια της πληγιάζουν, μα, αυτή τρέχει.
Φεύγει
απ' τον Ορχομενό, φεύγει κι απ' την Θήβα.
Στον Κιθαιρώνα ανεβαίνει, από τον
Κιθαιρώνα κατεβαίνει κι ακόμα τρέχει.
Μαζί της έχει τον μικρό Μελικέρτη. Φτάνει
στην άκρη της θάλασσας, στη Μολουρίδα
Πέτρα, κοντά στα Μέγαρα. Είναι ένα μεγάλο
κι απόκρημνο ύψωμα όπου το κύμα κάτω
σκάει με δύναμη, Τα βράχια είναι κοφτερά.
Φαίνεται πως εδώ τελειώνει η διαδρομή
για όλους τους άλλους, όχι όμως και γι
αυτήν. Μόνο μια σύντομη ματιά ρίχνει
στο κενό και, χωρίς άλλη σκέψη, πηδά.
Μαζί της κι ο γιος της που τον σφίγγει
στην αγκαλιά της για να τον προστατέψει.
Από τι τον προστατεύει; Τσακίζονται κι
οι δυο στα βράχια και πέφτουν αιμόφυρτοι
στην θάλασσα. Πνίγονται.
Ο
Αθάμας πίσω στο παλάτι, συναντά τον άλλο
τους γιο, τον πρωτότοκο Λέαρχο. Τον
βλέπει σαν δράκοντα. Η πόλη του, ο
Ορχομενός, περιμένει από τον βασιλιά
να την σώσει. Αρπάζει το όπλο και την
βασιλική ασπίδα, βαριά και χρυσοποίκιλτη.
Φορά την περικεφαλαία κι είναι έτοιμος
για μάχη. Ο δράκος τον κοιτά. Από το στόμα
βγάζει φωτιές. Θα κάψει το παλάτι όπως
έκαψε στα χωράφια τις σοδειές.
«Ήρθε
το τέλος σου» του φωνάζει ο Αθάμας.
Το
θηρίο συνεχίζει να βρυχάται ξερνώντας
φωτιά. Αυτό βλέπει ο βασιλιάς και δεν
φοβάται. Όσοι τον βλέπουν ντυμένο με
πανοπλία και κράνος παραξενεύονται.
Απέναντί του δεν υπάρχει δράκος. Ο μικρός
Λέαρχος, ο γιος του, μόνο στέκει και τον
κοιτά. Ο Αθάμας ορμά στο θηρίο χωρίς να
λογαριάσει κίνδυνο. Είναι γενναίος ο
Αθάμας κι είναι μικρό παιδί, έφηβος
ακόμα, ο Λέαρχος. Μένει άναυδο το παιδί
με το θέαμα του μαινόμενου πατέρα του.
Ο Αθάμας τον σκοτώνει με το πρώτο κιόλας
χτύπημα. Το ξίφος του γίνεται κατακόκκινο
από το αίμα του γιου του. Μέσα στην κρίση
της τρέλας του, κόβει το κεφάλι του
δράκου και το κρατά από τα μαλλιά. Όλοι
πρέπει να δουν τον θρίαμβό του. Όλοι
βλέπουν το δράμα του. Λυπάμαι για τον
Λέαρχο που πέθανε νέος μα πιο πολύ
λυπάμαι τον Αθάμαντα. Σύντομα θα δει τι
έχει κάνει.
Όσο
για τον Μελικέρτη και την Ινώ, βλέπω πως
ο Δίας απάλυνε τον πόνο τους. Τούς χάρισε
την αθανασία. Η Ινώ θα είναι πια η Λευκοθέα
κι ο Μελικέρτης θα είναι ο Παλαίμων.
Θεότητες της θάλασσας.
...................................................
Στην
ευτυχισμένη Νύσα
....................................................
Προσέχω
να μην με βλέπει η Ήρα κάθε φορά που
ρίχνω μια ματιά προς τα βουνά. Η
μεγαλοπρεπής σύζυγος του Δία και
βασίλισσα των ουρανών, με παρακολουθεί
άγρυπνα. Δεν με αφήνει να κάνω βήμα χωρίς
να ξέρει πού πάω. Παρατηρεί το τι λέω,
και το πού κοιτάω. Από το βλέμμα μου και
μόνο μπορεί η βασίλισσα των θεών να
καταλάβει τα πάντα. Κοιτάζω προς ένα
μέρος υγρό από τα ποτάμια και τις λίμνες
και πράσινο από τα δέντρα και τη βλάστηση.
Βρίσκεται στην Ανατολή, στα μέρη της
Ασίας. Κοιτάζω πάνω στις ράχες και τα
βράχια. Αναζητώ ένα μαύρο κατσικάκι.
Το
μέρος αυτό είναι ένας ευτυχισμένος
τόπος. Είναι βουνό γεμάτο με δάση και
λιβάδια ταυτόχρονα. Το τοπίο είναι
γεμάτο από μικρά οροπέδια, σπηλιές, νερά
κι υψώματα, λίμνες και ποτάμια. Κανείς
δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται. Εγώ
ξέρω γιατί είμαι θεός. Είναι ένα
ευτυχισμένο μέρος και τόπος αναψυχής
των παλιών τιτάνων. Εδώ είναι κρυμμένο
το παιδί της Σεμέλης. Εδώ το κουβάλησα
εγώ ο ίδιος μετά τη συμφορά στον Ορχομενό.
Πάλι κατ' εντολή του Δία. Εδώ τα
πράγματα πάνε καλύτερα. Δεν υπάρχουν
εδώ αδελφικές ζήλιες. Δεν έχει εδώ ούτε
Αυτονόη, ούτε Αγαύη ούτε καμιά ιέρεια
της Ήρας για να μαρτυρήσει.
Το
παιδί το φροντίζουν οι αδελφές των
Πλειάδων, οι νύμφες Υάδες. Είναι θείες
μου, αδελφές της μητέρας μου, της Μαίας.
Αυτές επέλεξε ο Δίας για τροφούς του
μικρού γιου του. Οι νύμφες του κάνουν
παρέα και στην διαμάχη του με την Ήρα
είναι αναφανδόν με το μέρος του. Αφού ο
οίκος του Ορχομενού δεν μπόρεσε να
μεγαλώσει τον γιο της Σεμέλης, ας
αναλάβουν το έργο οι νύμφες. Ας γίνουν
αυτές δασκάλες και τροφοί του.
Ο
νεαρός ημίθεος είναι ένα μικρό μαύρο
κατσικάκι. Θαυμάσιο, ευλύγιστο κι όμορφο,
πηδά στα βράχια. Τού αρέσει να χώνεται
στα φυτά, να ανεβαίνει στα δέντρα.
Μαθαίνει την φύση, το χώμα, τον αέρα.
Μαθαίνει την μητέρα γη, μαθαίνει να ζει.
Και το σημαντικότερο όλων: Είναι ασφαλές.
Όσο κι αν το ψάχνει η βασίλισσα του
Ολύμπου, το παιδί μεγαλώνει χωρίς κίνδυνο
στη μακρινή Νύσα.
Νύσα
λέγεται αυτό το μέρος. Όταν το κοιτώ
προσέχω να μην με δει η Ήρα. Ξέρει πως
εγώ βοηθάω τον πατέρα των θεών και σύζυγό
της στις κρυφές επιχειρήσεις του. Δεν
πρέπει να μάθει ποτέ για την νέα κρυψώνα
του παιδιού. Οι νύμφες το τρέφουν με
νέκταρ κι αμβροσία. Το μαθαίνουν πώς
είναι να φέρεσαι σαν άνθρωπος και πώς
είναι σαν θεός. Τού μιλούν για θάνατο
κι αθανασία. Δεν ξέρουν αν το μέλλον του
θα είναι να ζήσει σαν θνητός ή σαν
αθάνατος. Ο Δίας δεν έχει αποφασίσει
ακόμα τι θα κάνει με αυτό το παιδί της
Σεμέλης. Βγήκε από έναν μεγάλο έρωτα,
επομένως, του αξίζουν μεγάλα πράγματα.
Οι Νύμφες τού μαθαίνουν να παίζει
μουσική και να χορεύει. Το χαϊδεύουν το
φιλούν και το αποκοιμίζουν στη στοργική
και ζεστή αγκαλιά τους.
Ο
Δίας μου υπέδειξε την ευτυχισμένη Νύσα
στην Ασία. Έπρεπε ο φυγάς νεαρός γιος
του να εγκατασταθεί μακριά από τις
γνωστές πόλεις. Αποφάσισε να το μεγαλώσει
στη φύση. Για να αποφύγει την Ήρα του
άλλαξε πάλι μορφή. Αυτή τη φορά όχι
κορίτσι αλλά ζώο. Ένα μικρό κατάμαυρο
αγριοκάτσικο θα ήταν ο γιος του Δία.
«Ας
είναι ο νεαρός Διγενής και Διθύραμβος
αλλά και Μελαναιγής» μού είπε.
«Μελαναιγής
μεν αλλά σώος» είπα κι εγώ.
Στην
Νύσα, ανάμεσα στα ψηλά κι απόκρημνα όρη,
είναι μια κοιλάδα. Την κατοικούν οι
Υάδες Νύμφες. Είναι γεμάτες καλοσύνη
κι αξιοσύνη. Κόρες του Τιτάνα Άτλαντα
που κρατά τον ουρανό ψηλά από την γη.
και της Αίθρας, που ήταν κόρη του Ωκεανού.
Θεότητες συνδεδεμένες με την γονιμοποιό
βροχή που γεμίζει τα ποτάμια και τις
λίμνες. Έξι νύμφες, καθεμιά με τη δική
της χάρη. Αυτές θα φροντίσουν το παιδί
της Σεμέλης.
«Θα
τον μεγαλώσετε όπως αξίζει σε έναν
γιο του Δία. Και με
προσοχή: κρυφά από την Ήρα» τούς
είπε ο Δίας.
«Δία
πατέρα, δώσ' τον σε μένα. Εγώ θα μεγαλώσω
το παιδί. Εγώ το έσωσα από τις φλόγες.
Εμένα κάλεσε τότε η Γη» τού λέει η
Κισσηίς. Ζει με τους κισσούς, είναι το
πνεύμα των κισσών. Αναρριχάται σε
κορμούς, τυλίγεται στους κλάδους,
προστατεύει και τρέφεται από τους χυμούς
τους. «Θα τον προστατεύω πάντα όπως
έκανα τότε με τον κεραυνό
σου» του υπόσχεται.
«Αν
με αφήσεις, Δία πατέρα, θα τον
κάνω θεό. Θα γίνει ο θεός
του χορού, της μουσικής και του
έρωτα» τού υπόσχεται η Ερατώ.
Είναι η Μούσα της ποίησης κι εφευρέτης
του χορού. Κυκλοφορεί παντού γυμνή και
μαγεύει θνητούς κι αθανάτους με τους
ήχους και την κίνησή της. Τού δείχνει
ένα στεφάνι φτιαγμένο από τριαντάφυλλα.
«Θα το φορέσω στο κεφάλι του μικρού
σου γιου» τού λέει.
«Ζευπάτερ,
δώσε τον νεαρό σε εμένα. Θα τον κρύψω
όπως το έχει ανάγκη. Κι όταν στον ξαναδώσω,
θα κατέχει την σοφία όλων των ζώων»
είπε η Εριφεία, η Νύμφη των ζώων που τον
διεκδικεί.
Πλησιάζει
και κοιτά με βλέμμα όλο γαλήνη κι αγάπη
τον μικρό.
«Θα
το κοιμίζω στην αγκαλιά μου. Με
τα ερίφια έμαθα να ζω. Θα τον κάνω
ευτυχισμένο» τού υπόσχεται εκείνη.
Η
πλειοδοσία όμως συνεχίζεται. Όλες
προσπαθούν να πείσουν τον Δία να τους
δώσει το παιδί. Η Βρωμία Νύμφη τού
υπόσχεται πως θα το μεγαλώσει με τροφές
των θεών.
«Νέκταρ
κι αμβροσία θα γεύεται ο νεαρός ημίθεος
όσο καιρό θα μένει στη Νύσα με τις Υάδες»
τού λέει καθώς το χαϊδεύει προστατευτικά.
Μένουν
η Πολυμνία και η Νύσα. Πλησιάζουν το
μικρό που τους έφερα. Η Πολυμνία είναι
η Μούσα των ιερών ύμνων και της ευγλωττίας.
Από αυτήν ξεκινούν όλα τα άσματα που
ψάλλονται προς τιμήν των θεών και των
ηρώων. Όταν δεν συνθέτει, βυθίζεται στις
σκέψεις. Στοχαστική θεότητα, σιωπηλή
και κάτασπρα ντυμένη, κρατά ένα στεφάνι
από δάφνη και μαργαριτάρια. Το φορά στο
κεφαλάκι του μικρού και μαύρου εριφίου.
«Θα
τού μάθω την τέχνη της απομνημόνευσης.
Έτσι θα μάθει και την τέχνη της μιμητικής»
υπόσχεται η Πολυμνία στον Δία. «Ο
νεαρός γιος σου Δία Πατέρα και νεφεληγερέτη,
θα γίνει ο πρώτος στην τέχνη και θα την
μάθει στους ανθρώπους. θα γίνει έτσι ο
θεράπων των ψυχών τους.»
Είναι
καλές οι προσφορές όλων των Νυμφών. Ο
Δίας έχει αποφασίσει από πριν και ξέρει
τι θα κάνει, αλλά τις ακούει. Τελευταία
πλησιάζει η Νύσα, η Νύμφη που έφερε τις
αδελφές της στο μυθικό αυτό μέρος.
«Έδωσα
το όνομά μου σε αυτά τα μυθικά όρη και
την υπέροχη κοιλάδα. Νύσα ονομάζεται η
φύση γύρω μας. Έτσι θα δώσω ένα
κατάλληλο όνομα και στον Μελαναιγή
γιο σου» τού λέει. «Από σένα είναι
του "Διός", από μένα της "Νυσός".
Έτσι, Διόνυσος θα λέγεται ο
ημίθεος που οι Νύμφες θα τον μάθουν πώς
να γίνει θεός.»
«Δεν
είναι άσχημο όνομα» μου έγνεψε
ο Δίας. «Θα το κρατήσω. Θα τον λέω κι
εγώ, και θα τον λέμε όλοι, Διόνυσο.»
Η
δημοπρασία έφτανε στο τέλος της. Ο Δίας
έπρεπε να πει στις Νύμφες την θέλησή
του.
«Το
παιδί θα το έχετε όλες μαζί και θα τού
δώσετε όλες τις χάρες σας. Πρώτη όμως
θα το πάρει η Εριφεία. Είναι η
καταλληλότερη για έναν Μελαναιγή ημίθεο
όπως είναι αυτή τη στιγμή ο νεαρός».
Γυρνά στην Εριφεία και της επισείει την
προσοχή. «Ο Διγενής μου θα έχει τη
μορφή εριφίου» της λέει. «Ένα μικρό
μαύρο κατσικάκι θα είναι το παιδί
που θα το λέμε Διόνυσο. Κι εσύ
θα το έχεις μαζί με όλα τα άλλα
ζώα υπό την προστασία σου». Κατόπιν
μίλησε σε όλες. «Θα το μεγαλώσετε όλες
μαζί. Η μια μετά την άλλη
θα του δίνετε τις γνώσεις σας.
Πιο αναγκαίο, όμως,
είναι να του δίνετε την αγάπη
σας. Γιατί το παιδί μπορεί να μάθει και
μόνο του τα πάντα. Αγάπη όμως δεν μπορεί
να φτιάξει μόνο του για τον εαυτό του»
τους λέει.
Ακουμπώ
το παιδί στα χέρια τους.
«Ακόμα
δεν έχω αποφασίσει την μοίρα
του» λέει ο Δίας.
Πρέπει
να αποφασίσει ο πατέρας των θεών αν το
παιδί θα μείνει θνητός ή αν θα γίνει
αθάνατος. Πρέπει επίσης να αποφασίσει
αν θα μείνει ημίθεος ή αν θα γίνει θεός.
Στον Όλυμπο δεν έχει θέση γι αυτό πάντως.
Θα πάρει την απόφασή του αργότερα. Προς
το παρόν, το παιδί θα μείνει στη Νύσα,
στην στοργική αγκαλιά των Υάδων. Πατρίδα
του δεν μπόρεσε να γίνει η Θήβα, ούτε ο
Ορχομενός. Ας γίνει έστω
η μυθική
των τιτάνων χώρα, η
Νύσα.
Αναρίθμητες
πηγές και πυκνά δάση αποτελούν το τοπίο
εδώ. Στην
οργιαστική φύση υπάρχουν ρεματιές,
αλσύλλια, λόφοι και λιβάδια. Το περιβάλλον
είναι γεμάτο με ποτάμια, λίμνες,
πηγές και καταρράκτες. Υγρασία
παντού. Υπάρχουν
σπηλιές δαιδαλώδεις,
άλλες άγριες κι άλλες βατές. Μια τέτοια
σπηλιά αποτελεί
το σπίτι του παιδιού.
Είναι
η πιο μεγάλη
κι η πιο όμορφη
του δάσους. Νερό
και φως εισχωρούν
από κάποια
ανοίγματά
της. Στο
εσωτερικό της έχει λιμνούλες, ρεματάκια,
ακόμα και φυτά και δέντρα. Οι
Νύμφες την ονομάζουν
"Ηγάθεον
Νυσήιον". Είναι
ένα παλάτι που
έφτιαξε
η φύση. Έχει επιβλητικά ψηλοτάβανα
δωμάτια, έχει και μικρότερους πιο
ζεστούς χώρους. Θα χωρούσαν πολλά κοπάδια
στους χώρους του όμως το Ηγάθεον ανήκει
σε μία και μόνο
αίγα. Μια μαύρη κατσίκα που την θεωρούν
ιερή καθώς είναι παιδί Διός. Εκεί
ζει
ο Διόνυσος κι
εκεί μαθαίνει
για τον κόσμο γύρω του ώσπου να
ενηλικιωθεί.
Μαζί
του μεγαλώνει κι ενηλικιώνεται ένα
αναρριχητικό φυτό, δώρο της Κισσηίδας.
Τα φύλλα του είναι πλατιά κι ο κορμός
του αποτελείται από στεγνό και δυνατό
ξύλο. Μοιάζει να
έχουν την ίδια ηλικία, την ίδια ορμή και
την ίδια ιστορία. Όσο
ο νεαρός ημίθεος Διόνυσος ξαπλώνει
νωθρά στο
Ηγάθεον
Νυσήιον
τόσο το φυτό απλώνεται
στον χώρο. Όταν
ο Διόνυσος τρέχει και πηδά από βράχο σε
βράχο κι από δέντρο σε δέντρο, το φυτό
μεγαλώνει. Περνά πάνω από άλλα δέντρα
και κάτω από άλλους κισσούς. Όσο ο
Διόνυσος αναζητά τη γνώση, αυτό αναζητά
με τα πλατιά του φύλλα το φως του ήλιου
και τη ζέστη της μέρας. Μεγαλώνουν
παράλληλα. Ο
Διόνυσος τρέφεται από τα δαιμόνια των
αιθέρων, τις Νύμφες. Το φυτό τρέφεται
από την υγρασία του χώματος, από την
ζέστη του ήλιου κι από την σκιά της
σπηλιάς.
Ο
Διόνυσος μιλά με τα φυτά,
τα ζώα και τις
Νύμφες.
«Πώς
να το λένε, άραγε, αυτό το αναρριχητικό
φυτό;»
«Άμπελος
τ' όνομά του» αποκρίνεται η Νύσα.
Ο
Διόνυσος το παρατηρεί. Έχει χυμώδεις
καρπούς που είναι μαζεμένοι σε τσαμπιά.
Κάθε τσαμπί έχει πολλές ρώγες.
«Δοκίμασε,
Διόνυσε, τον καρπό της Αμπέλου.
Θα δεις ότι είναι πικρός» τον
προτρέπει η Νύμφη Βρωμία.
«Δοκίμασε»
τού λέει κι ένα
σαλιγκάρι. «Εγώ δεν μπορώ να
δαγκώσω. Αν όμως φας εσύ από το τσαμπί,
θα μείνει κάτι και για μένα.»
«Κι
εμείς τρώμε τον καρπό της αμπέλου»
τού λένε οι σφήκες. «Για μάς, γλυκός
είναι.»
«Πέτα
και σε μάς μια ρώγα» ζητούν
τρία σκουλήκια.
«Έλα
λοιπόν» του λένε
τα πουλιά. «Δοκίμασέ το.»
Δοκιμάζει.
Είναι πολύ ξινό. Κάνει να το φτύσει μα
το κρατά. Θέλει να πιει το νερό που έχει
αποθηκευτεί στον καρπό. Το μασάει αργά
κι υπομονετικά. Στην αρχή πικρό, μετά
γίνεται πιο μαλακό, κάπως γλυκίζει.
Ηρεμεί το όξινο και σιγά-σιγά μια γλύκα
έρχεται στην επιφάνεια. Δεν τού αρέσει
ακόμα αλλά έχει μερικές ιδέες πώς να το
τιθασεύσει. Ταυτόχρονα όμως σχεδόν
ευθυμεί με την κατάποση. Ξινό ακόμα και
του φέρνει ευθυμία. Αν ήταν και γλυκόπιοτο,
τότε, θα συγκρινόταν με το νέκταρ των
θεών,
«Έχει
πολύ νερό σε κάθε ρώγα του
τσαμπιού» λέει στη Βρωμία που τον
παρακολουθεί. «Έχει και κάτι
ακόμα μέσα του που μ' αρέσει.
Θα το μελετήσω.»
Το
μελετά κι ανακαλύπτει την άμπελο και
τους χυμούς της. Βλέπει τις δυνατότητες
που έχει να προσφέρει το φυτό κι ο
ζουμερός καρπός του. Παίρνει πολλές
ρώγες μαζί, τις τρίβει και τις πιέζει.
Τις στύβει και βγάζει απ' αυτές έναν
πηχτό χυμό. Διαλύει το περίβλημα της
ρώγας και το αναμειγνύει κι αυτό με τα
υπόλοιπα. Δοκιμάζει πάλι. Ο Διόνυσος
γνωρίζει πως τα φυτά έχουν ζωή, έχουν
και ψυχή. Αυτή την ψυχή θέλει να την
απομονώσει και να την αναπαράγει.
Με
τις δοκιμές του έρχεται μια διάθεση
παιχνιδιάρικη. Για να το πετύχουν οι
Θεοί, δοκιμάζουν μέλι. Δύσκολο το μέλι
και πρέπει να το κλέψεις από τις μέλισσες.
Αυτός εδώ ο χυμός δίνει καλύτερη διάθεση
κι είναι εύκολος να τον αποκτήσεις. Του
αρέσει η ανακάλυψη μα πιο πολύ τού αρέσει
που ζει. Τού αρέσουν τα κατσικίσια πόδια
του και τα γένια που φυτρώνουν στο σαγόνι
του. Τού αρέσουν και τα κέρατα που
βγαίνουν από το μέτωπό του. Με αυτά
πειράζει τις νύμφες και τις κατσίκες
που συνωστίζονται πάντοτε γύρω του.
«Τι
έχεις και πηδάς έτσι σαν τρελό» ρωτάει
η Εριφεία το παιδί. «Κάθε φορά που
μασουλάς αυτόν τον χυμό της αμπέλου
δεν μπορεί κανείς να σε φτάσει πουθενά.»
«Δεν
μασουλάω. Ενσωματώνω την ουσία του.»
«Διόνυσε,
άλλο είναι το φαγητό που αρμόζει σε
σένα. Πρέπει να πίνεις και να τρως μόνο
νέκταρ κι αμβροσία».
«Αυτός
ο χυμός της αμπέλου είναι καλύτερος από
την τροφή των θεών. Και μπορούν να τον
πιουν ακόμα και θνητοί. Εξισώνει θνητούς
κι αθανάτους» λέει
το παιδί.
«Ε,
λοιπόν, κι είναι καλό αυτό;» ρωτά η
Νύσα.
«Ε,
και λοιπόν, εσύ που το βρίσκεις το κακό;»
της λέει ο Διόνυσος γελώντας.
«Οι
θεοί ...» κάνει να πει η Νύσα.
«Άσε
με ήσυχο με τους θεούς» της απάντησε
βλάσφημα ο νεαρός.
Το
επόμενο που κάνει ο Διόνυσος μας ξενίζει.
Αρχίζει να πατά τον καρπό της αμπέλου.
Τον στύβει. τον καθαρίζει απ' τα κουκούτσια
κι παίζει με τα τσαμπιά. Η Βρωμία, η
αρμόδια για το φαγητό του, απορεί. Απορεί
κι η Κισσηίς, που είναι η αρμόδια για το
φυτό. Ούτε η Νύσα καταλαβαίνει τι κάνει
το παιδί. Έχω την εντύπωση πως ούτε κι
ο Δίας καταλαβαίνει. Το ρωτώ, αλλά, δεν
παίρνω απάντηση. Συνεχίζει να κτυπά τις
ρώγες με πέτρες και να βάζει τον χυμό
σε πέτρινα ποτήρια. Βάζει χυμό, βάζει
νερό, μετά στραγγίζει τον χυμό και
προσθέτει μυρωδικά. Φτιάχνει χυμούς
που τους κρατά κι άλλους που τους πετά.
Κάνει διάφορα πειράματα. Πολλά απ' αυτά
αποτυχημένα αλλά κάποια τον αφήνουν
ικανοποιημένο. Δεν καταλαβαίνει κανείς
τι θέλει να πετύχει.
Όλη
την ημέρα είναι τραγί. Ανεβαίνει στα
ψηλά βράχια κι αγναντεύει στο βάθος του
ορίζοντα. Παίζει με τα ελάφια, τα άλλα
ερίφια, τους βατράχους και τους λαγούς.
Χαριεντίζεται με τις αλεπούδες και τους
λύκους. Δεν φοβάται κανέναν. Κι αν ένας
βοσκός ή ένα άγριο ζώο κάνει να τον
τρομάξει, το βλέμμα του Μελαναιγή είναι
αρκετό. Ο επίδοξος εχθρός υποχωρεί.
Είναι πάντα κεφάτος κι ορεξάτος ο νεαρός
Διόνυσος.
Παίζει
με τις Νύμφες των δασών που οι πιο πολλές
είναι παιδιά των Υάδων. Κάνει έρωτα μαζί
τους, παθιάζεται μέχρις εξαντλήσεως
και το βράδυ γυρνά στη σπηλιά εξουθενωμένος.
Τρέχουν πίσω του κι επωφελούνται τα
πλάσματα του δάσους. Τραγιά και κατσίκες,
ζαρκάδια κι ελαφίνες τον συνοδεύουν
όπου πάει. Τρώνε φύλλα, ζητούν χυμό της
αμπέλου που αυτός φτιάχνει μεσ' στη
σπηλιά και τους δίνει. Χρησιμοποιεί τα
ζώα για πειράματα. Σημειώνει αντιδράσεις,
τα παρατηρεί. Το τραγί ο Διόνυσος είχε
μια συνοδεία που τριγυρνά μαζί του και
τον ακολουθεί παντού. Στις κοιλάδες,
στις πηγές και στα ποτάμια. Από κοντά
κι οι νύμφες του δάσους με ελάχιστα
ρούχα πάνω τους και μια διάθεση εύθυμη
κι ερωτική.
Όταν
γυρίζει στη
σπηλιά, άρχιζε πάλι να ασχολείται με
την άμπελο και τα τσαμπιά της. Εκεί,
στο Ηγάθεον
Νυσήιον,
κάνει
κι άλλα πειράματα. Τον
βλέπω
που μένει ευχαριστημένος
όλο και πιο πολύ
με
τις επιτυχίες του. Όλα κι όλες κι όλοι
όσοι περιστρέφονται
γύρω του είναι
ικανοποιημένοι
κι εύθυμοι. Έχει
δημιουργήσει
μιαν αυλή από όλα τα είδη του ζωικού και
του φυσικού βασιλείου.
Σ'
αυτή την αυλή ο μικρός Διόνυσος είναι
βασιλιάς και θεός. Ο Δίας κι οι άλλοι
θεοί εδώ έχουν ξεθωριάσει. Η αυλή αυτή
είναι λαμπρή και τείνει να γίνει
υπέρλαμπρη καθώς έρχονται κι άλλοι.
Προστίθενται οι Σειληνοί, ο Παν, οι
Σάτυροι κι οι Μαινάδες. Φτιάχνεται ένας
θίασος που ποτέ και πουθενά δεν είχε
ξαναφανεί όμοιός του. Δεν είναι βασίλειο
αυτό σαν των θνητών μα ούτε σαν το Ολύμπιο
των αθανάτων. Είναι ένας νέος γαλαξίας
που δεν έχει εμφανιστεί ποτέ ξανά στον
κόσμο ως τώρα όμοιός του.