Τρίτη 21 Απριλίου 2020

21η Απριλίου

Από το βιβλίο μου "Τρεις Γενιές Ονείρων" που κυκλοφόρησε το 2019, θα παραθέσω σήμερα ένα κεφάλαιο. Τίτλος του "21η Απριλίου 1967". Η μέρα εκείνη όπως την είδαν τρία πρόσωπα διαφορετικά, από διαφορετικές σκοπιές. 

  • Ο Περικλής, εν ονόματι μιας επαναστατικής μαοϊκής οργάνωσης, ετοιμάζεται να καθαρίσει τον βασανιστή του στη Μακρόνησο. Θα τον προλάβει η δικτατορία.
  • Ο Χάρι Μόνταγκιου από την Νέα Υόρκη, ετοιμάζεται να μεταβεί στην Ελλάδα να λήξει κάποιες εκκρεμότητες που κρατούοαν από το μακρινό 1922. Θα τον προλάβει η δικτατορία.
  • Ο Αποστόλης είναι ένας εκ των 500 πραξικοπηματιών αξιωματικών. Θα μετάσχει στο σχέδιο "Προμηθεύς" με το οποίο οι συνταγματάρχες πρόλαβαν τις εκλογές κι έκαναν την δική τους "επανάσταση""της 21ης Απριλίου. 

Ελπίζω να σας αρέσει το απόσπασμα, είτε το έχετε διαβάσει το βιβλίο, είτε το βλέπετε για πρώτη φορά.


ΙΔ' 21η Απριλίου

Τα Χριστούγεννα του 1966 πέρασαν με την ηρεμία που, συνήθως, προηγείται σφοδρής θύελλας. Η νέα κυβέρνηση του Βασιλιά δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Η ανωμαλία που είχε προκληθεί τον Ιούλιο του '65 θα συνεχιζόταν. Ο νεαρός Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επιβάλει μια νέα ανακτορική κυβέρνηση. Οι άνθρωποί του ασκούσαν πιέσεις, επιδίδονταν σε εκβιασμούς και μοίραζαν άφθονο χρήμα. Στόχος τους ήταν να μείνει η Ένωση Κέντρου του “Γέρου της Δημοκρατίας” μακριά απ' την εξουσία. Οι Αμερικάνοι κι η Φρειδερίκη αποτελούσαν τα κέντρα αποφάσεων που χειραγωγούσαν Βουλή και Βασιλιά. Την ίδια ώρα ο λαός είχε πιστέψει ότι είχε φτάσει η ώρα του. Πολλοί ανέμεναν ανατροπή της μετεμφυλιακής εκδικητικής ψευδεπίγραφης δημοκρατίας.
Οι προσπάθειες να γίνει κυβέρνηση χωρίς έγκριση της πλειοψηφίας απέτυχαν. Η Βουλή δεν υπέκυπτε. Οι συνεχείς διαδηλώσεις από την αριστερά, οδηγούσαν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στα όριά τους. Έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες διέξοδος είναι οι εκλογές. Αυτό, θεωρητικά, ίσχυε παντού και πάντα. Θα έπρεπε να ισχύσει και για τις κατ' όνομα δημοκρατίες όπως η ελληνική. Όμως, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, υπήρχε κι άλλη λύση, τα τανκς! Ο Βασιλιάς δεν μπορούσε να αποφεύγει άλλο πια τις εκλογές. Αν γίνονταν, ο Παπανδρέου θα έβγαινε πιο ενισχυμένος ακόμη κι από το εξωπραγματικό 53% που είχε μαζέψει το '64. Εκ των πραγμάτων, ο θρόνος έτριζε. Μαζί του κινδύνευαν το κράτος το μετεμφυλιακό και το παρακράτος. Όλα αυτά την στιγμή που ο ψυχρός πόλεμος κορυφωνόταν.
Η σφοδρή σύγκρουση είχε τις ρίζες της στην κατοχή. Μετά τις μάχες του ΕΑΜ με ΕΔΕΣ κι Εγγλέζους, και μετά τον εμφύλιο, για πρώτη φορά το καθεστώς κινδύνευε. Έστω και ψευδώς, ένα μέρος του πληθυσμού έτρεφε ελπίδες για μια ρεβάνς. Ο Περικλής ένιωθε πολύ ωραία μέσα σε αυτό το κλίμα. Μπορούσε να κινείται άνετα και να μην φοβάται τον χαφιέ της γειτονιάς ή τον μαχαιροβγάλτη Χίτη. Είχε και την ευχέρεια να εφαρμόσει το σχέδιό του χωρίς πολλές ενοχλήσεις. Ήταν σχέδιο που δούλευε χρόνια στο μυαλό του. Ο τίτλος του συνοψιζόταν στο εξής πρόσταγμα: «Καθαρίστε τον Χλέμπουρα!» Πέρασε τα Χριστούγεννα σε οικογενειακό κλίμα, ζεστά κι ωραία και μετά χάθηκε. Μόνο την Φωτεινή ενημέρωσε ότι θα εξαφανιζόταν για λίγο, για το καλό τους. Θα πραγματοποιούσε μια επιχείρηση κατά του καθεστώτος. Δεν ήθελε να μπλέξουν αυτοί αν τυχόν ο ίδιος εντοπιζόταν σαν δράστης. Ας μην ανησυχούσε, όταν όλα τελείωναν καλά, θα ξαναγύριζε.
«Φτάνει αγάπη μου, μη συνεχίζεις άλλο...» του ζήτησε η Φωτεινή, «δεν φτάνουν όσα πέρασες;»
«Όπως το λες, πέρασα τόσα. Να τα αφήσω στη μέση;»
«Πόσο ακόμα θα βγάζεις εσύ το φίδι από την τρύπα;»
«Δεν είμαι εγώ μόνο που το βγάζω. Ένας ολόκληρος λαός παλεύει γλυκιά μου.»
«Πώς αντέχεις Μακρονήσια, φυλακές κι εξορίες; Πώς το αντέχεις να σού καταστρέφουν τη ζωή; Σταμάτα, αγάπη μου!»
«Θα σταματήσω Φωτεινούλα, όμως πρώτα θα τελειώσω με τις προσωπικές δικές μου εκκρεμότητες!»
«Ποιες προσωπικές εκκρεμότητες;»
«Το χρωστάω στον εαυτό μου. Κανείς δεν με βάζει να το κάνω, το θέλω εγώ. Έζησα γι αυτή τη στιγμή!»
«Φοβάμαι! Πόσα χρόνια θα κάνω πάλι να σε ξαναδώ;»
«Αν όλα πάνε καλά, θα έρθω να κάνουμε Πάσχα μαζί.»
«Είναι τόσο μεγάλη ανάγκη να γίνει οπωσδήποτε αυτό που θα επιχειρήσεις;»
«Σου λέω ότι το κάνω για μένα. Δική μου επιχείρηση είναι. Το έχω στο νου μου είκοσι χρόνια. Γι αυτό ζούσα, για να εκδικηθώ! Θα το κάνω τώρα που έχω την ευκαιρία, αλλιώς, δεν θα ησυχάσω μέχρι να πεθάνω.»
«Ποιον θα εκδικηθείς; Εκείνον στη Μακρόνησο;»
«Ναι. Αυτόν που ευθύνεται για όλες μας τις συμφορές! Μου έκανε στο Σύρμα όσα δεν έχει πάθει άνθρωπος! Αυτός μας χώρισε. Ήταν πίσω από τον δικαστή όταν ζήτησα την αναγνώριση! Δεν είναι άνθρωπος, Φωτεινούλα. “Κτήνος” ήταν το όνομά του. Αυτός με κατήγγειλε και για την ανυποταξία.»
«Γιατί; Είχε προσωπικά μαζί σου; Τον ήξερες και πριν;»
«Δεν ξέρω. Πιστεύω ότι κατέστρεψε και το ληξιαρχείο! Εξαιτίας του ήμουν εξορία, εξαιτίας του σε έχασα κι εσένα και το παιδί. Ευθύνεται για όλα τα βάσανα της ζωής μου.»
«Και της δικής μου» τον διόρθωσε.
«Ναι, Φωτεινούλα, και της δικής σου! Δεν θα ησυχάσω αν δεν τελειώσω μ' αυτό το τέρας. Μάς χώρισε και κατάστρεψε όλη μας τη ζωή. Δεν ξέρω γιατί το έκανε, ξέρω όμως πως θα τον εκδικηθώ! Κάθε βράδυ βλέπω εφιάλτες! Αν δεν ξοφλήσω αυτό το χρέος δεν θα νιώσω ελεύθερος ποτέ!»
«Φοβάμαι» επανέλαβε η Φωτεινή.
«Μην φοβάσαι καθόλου, τα έχω υπολογίσει όλα. Δεν ξέρει ότι είμαι στην Ελλάδα και δε με περιμένει. Είναι εύκολος στόχος. Κι ούτε θα με πιάσουν. Έχω πολλούς τρόπους για να ξεφύγω από εκεί που θα χτυπήσω. Μη φοβάσαι, τα υπολόγισα όλα σωστά, θα είναι μια εύκολη δουλειά.»
«Κανένας σκοτωμός δεν είναι εύκολος. Φοβάμαι.»
«Ξέρω το δρομολόγιό του. Κάθε Παρασκευή πάει στο γραφείο του νωρίς. Περνάει με τα πόδια από εκεί όπου θα του την στήσω. Τα έχω μελετήσει όλα, αγάπη μου.»
«Δεν μπορώ να σού πω “καλή επιτυχία”. Θέλεις να σκοτώσεις άνθρωπο» είπε η Φωτεινή.
«Όχι άνθρωπο αγάπη μου, ένα κτήνος είναι!»
Η απόπειρα εκτέλεσης του Χλέμπουρα ήταν για την Παρασκευή πριν την Μεγάλη Εβδομάδα του '67. Ο Περικλής ένιωθε σαν έτοιμος από καιρό. Ο Κλεόβουλος-Χλέμπουρας-Κτήνος είχε αποστρατευτεί “ευδοκίμως” πέρσι κόντρα στην επιθυμία του. Στα εξηνταπέντε δεν μπορούσε να κάτσει άλλο στον στρατό. Κάποιοι περίμεναν την αποστρατεία του για να τον διαδεχθούν. Τώρα, σαν ιδιώτης, ήταν εύκολος στόχος. Θα τον χτυπούσε και θα εξαφανιζόταν.
Έτσι κι αλλιώς η χώρα όδευε σε εκλογές με αναταραχή. Άλλοι ήλπιζαν, άλλοι φοβόντουσαν, άλλοι έκαναν σχέδια κι άλλοι οργάνωναν συνωμοσίες. Οι εκλογές είχαν προκηρυχτεί για τις 20 του Μαΐου του '67. Ο κόσμος περίμενε την λήξη της ανωμαλίας που κρατούσε δυο χρόνια. Σύντομα ο Παπανδρέου θα ήταν και πάλι στην κυβέρνηση κι αυτή τη φορά πανίσχυρος. Όχι πως πίστευε στον Γέρο ο Περικλής. Ήλπιζε, όμως, ότι με την εκλογή του θα περιόριζε τα γεράκια και το παρακράτος.
«Δεν θα κάτσω και να περιμένω τον Γέρο να φροντίσει τα θέματά μου. Μπορώ και μόνος μου» σκέφτηκε.
Στο ξενοδοχείο που έμεινε, το βράδυ πριν την ενέδρα, ο Περικλής δεν κοιμόταν. Το πρωί θα έπαιρνε την εκδίκησή του. Πριν ξημερώσει προσπάθησε να ηρεμήσει για να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στον στόχο του. Πάγωσε όταν άκουσε τον θόρυβο που κάνουν οι ερπύστριες των τανκς. Κατάλαβε ότι είχε ξεσπάσει πραξικόπημα. Θα άρχιζαν συλλήψεις. Το σχέδιο για τον Χλέμπουρα είχε χαλάσει λόγω ανωτέρας βίας.
Δεν ήξερε με ποιον να τα βάλει. Καταριόταν την ατυχία να συμπέσει η ενέδρα με το πραξικόπημα. Πολλοί το περίμεναν πως θα ξεσπούσε. Η άτυχη, δόλια πατρίδα του έμπαινε σε νέα περιπέτεια. Νέα μαρτύρια περίμεναν τους συνήθεις υπόπτους. Ανάμεσά τους κι αυτός. Η αστυνομία γνώριζε το ξενοδοχείο του. Το είχε δηλώσει στα πλαίσια των όρων με τους οποίους είχε επαναπατριστεί. Από το ραδιόφωνο άκουσε εμβατήρια. Από στιγμή σε στιγμή θα έρχονταν να τον πιάσουν. Έπρεπε να προετοιμαστεί γι αυτό.
Πρόλαβε να πετάξει το όπλο του και τις σφαίρες. Δεν είχε καιρό να τα κρύψει. Τα τύλιξε σε πανιά και τα έριξε σε ένα σκουπιδοτενεκέ. Ξαναμπήκε στο δωμάτιό του. Όταν ήρθαν να τον πάρουν δεν πρόβαλε αντίσταση. Ψύχραιμος κι έτοιμος από καιρό, πήρε μια κουβέρτα και τους ακολούθησε. Τον μετέφεραν στον Ιππόδρομο όπου βρήκε γνωστούς και παλιούς συντρόφους του. Τους φρουρούσαν στρατιώτες που έλεγαν πως είχαν κάνει “επανάσταση”. Ανέφεραν κάποιον Παπαδόπουλο. Ήταν γνωστός από προβοκάτσιες που είχε κάνει στον Έβρο πριν λίγα χρόνια. Ήταν ο εγκέφαλος του πραξικοπήματος, ο ισχυρός άντρας της νέας κατάστασης.
Σκέφτηκε την ειρωνεία της τύχης. Τη μέρα της ενέδρας οι συνταγματάρχες είχαν επαναστατήσει! Ο Χλέμπουρας αντί για το ταξίδι στον κάτω κόσμο, κέρδιζε θέση στην επετηρίδα της νέας εξουσίας. Ο Περικλής ανέμενε την καινούρια εξορία. «Πόσα χρόνια θα κρατούσε αυτή τη φορά;» αναρωτιόταν. Άλλοι ήταν ανήσυχοι κι άλλοι φοβισμένοι. Παλιές καραβάνες, σαν τον Περικλή, κρατούσαν την ψυχραιμία τους. Σκεφτόταν σε ποιο νησί θα τους πήγαιναν άραγε ... στην Ικαρία; στη Λέρο; στα Γιούρα; Μόνο στη Μακρόνησο να μην τους πήγαιναν. Όχι για τον Χλέμπουρα αλλά για τα φαντάσματα που θα ήταν ακόμα ολοζώντανα εκεί. «Μια μέρα θα βρω ξανά την ευκαιρία και θα εκδικηθώ.» σκεφτόταν.
«Μας πάνε στη Γυάρο» είπε ένας δίπλα του.
Ένιωθε παλιοκαραβάνα. Δεν τον ένοιαζε η εξορία, δεν την φοβόταν. Το μόνο που τον έκαιγε ήταν που ο Χλέμπουρας είχε ξεφύγει κι όταν, μάλιστα, τον είχε στο χέρι.
.....................................
Στο Μανχάταν, ο εξηνταεπτάχρονος Χάρι Μόνταγκιου είχε πολλή δουλειά στο γραφείο του. Ήταν πάνω στο Κράισλερ Μπίλντινγκ, τον πιο εντυπωσιακό και art deco ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης. Όλες οι δουλειές πήγαιναν καλά. Πολύ σύντομα θα ήταν πάλι μεγιστάνας του χρήματος. Ήταν πολυάσχολος κι οι γραμματείς του δεν τον έδιναν στο τηλέφωνο. Η Δάφνη, η γυναίκα του, ήταν μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στον κανόνα. Ο Χάρι σήκωσε το τηλέφωνο. Της απάντησε με τη συνήθη του ευγένεια και μια επιπλέον γλύκα. Είχαν δεκαεπτά ανέφελα χρόνια γάμου πίσω τους.
«Έλα αγάπη μου» της είπε, «τι συμβαίνει;»
«Το ταξίδι μας Χάρι. Πρέπει να πάρει αναβολή.»
Ο τόνος της φωνής της περιείχε μιαν ευδιάκριτη θλίψη.
«Είναι δυνατόν; Το ήθελες τόσο πολύ. Γιατί;»
«Δεν είναι δική μου επιθυμία» του είπε από την άλλη άκρη της γραμμής. «Στην Ελλάδα έγινε πραξικόπημα και ήδη κήρυξαν στρατιωτικό νόμο!»
«Ο Βασιλιάς, ε; Καλά μου το έλεγε ο Μπομπ.»
«Δεν ήταν ο Βασιλιάς. Οι συνταγματάρχες το έκαναν. Τι σημασία έχει, όμως; Τα σχέδια μας χάλασαν.»
«Τα παιδιά ήθελαν να ζήσουν το Πάσχα στην Ελλάδα.»
«Υποσχέθηκα να τους στείλω το καλοκαίρι με γκρουπ. Αν θέλεις, πάμε κι εμείς» είπε η Δάφνη.
«Το ξέρεις πως το καλοκαίρι δεν θα πάρω ούτε ανάσα. Αν θέλεις, πήγαινε εσύ με τα παιδιά.»
Ο Χάρι Μόνταγκιου γνώρισε την Δάφνη Ευστρατίου το '49. Έρωτας με την πρώτη ματιά παρά την διαφορά ηλικίας. Σαράντα εννιά εκείνος, τριάντα τριών εκείνη. Ήταν μεγάλη η απόσταση, αλλά, δεν τους ένοιαξε. Η αδικοχαμένη Κατερίνα της Σμύρνης είχε παίξει ρόλο στο να ερωτευτεί μιαν άλλη Ελληνίδα. Η Δάφνη ήταν εξαιρετική, όμορφη και δυναμική, ικανή για επιχειρήσεις και για οικογένεια. Τον είχε βοηθήσει με τις επιχειρήσεις. Μετά την ολοκληρωτική απώλεια του '29, ο Χάρι είχε ορθοποδήσει πάλι. Χρησιμοποίησε για ενέχυρο τα κοσμήματα της Κατερίνας και του πατέρα της, αντικείμενα μεγάλης αξίας. Το κεφάλαιο αυτό κι η δουλειά του, μεγάλωσαν την επιχείρηση. Ήταν πια πολύ πλούσιος, με κεντρικά γραφεία στο Κράισλερ Μπίλντιγκ.
Παντρεύτηκαν το '50. Έκαναν δυο παιδιά, τον Στέφαν και την Τζόρτζια. Τα μεγάλωσαν με αγάπη. Η Δάφνη φρόντισε να μάθουν ελληνικά. Τα μιλούσαν στο σπίτι κι έτσι είχε μάθει τη γλώσσα -σπαστά βέβαια- κι ο Χάρι. Είχε κάνει και μερικά μαθήματα. Ο Χάρι της είχε πει για την Κατερίνα, την Σμύρνη και την περιουσία που του είχε εμπιστευτεί ο πατέρας της. Της είχε εξηγήσει ότι χάρη σ' αυτή την περιουσία είχε φτιάξει δυο φορές τη ζωή του. Θεωρούσε χρέος του να βοηθήσει τον γιο και την εγγονή της Κατερίνας που ζούσαν δύσκολα. Η Δάφνη ήξερε όσα είχε μάθει ο Μάθιου Ρίβερς όσο ήταν στην Ελλάδα. Ήξερε τα βάσανα αυτών των ανθρώπων. Συμφωνούσε πως το χρέος έπρεπε να ξεπληρωθεί. Το ταξίδι στην Ελλάδα θα είχε κι αυτόν τον σκοπό, τώρα όμως πήρε αναβολή.
«Θα κανονίσουμε αυτό το ταξίδι του χρόνου ή μετά.»
«Σύμφωνοι» της είπε. «Καλύτερα και για μένα.»
«Θα ξεπληρώσουμε το χρέος σου στους ευεργέτες σου.»
«Ο Ευγενίδης μου έφτιαξε δυο φορές τη ζωή και την περιουσία! Άραγε θα φύγουν σύντομα οι συνταγματάρχες ή θα καθίσουν στο σβέρκο των Ελλήνων για καιρό;»
«Θα ξέρει να σού πει λεπτομέρειες ο Χάουαρντ.»
Ο Χάουαρντ ήταν υποπρόξενος των ΗΠΑ. Ανήκε στο υψηλόβαθμο προσωπικό της πρεσβείας στην Ελλάδα. Γνώριζε πολλά χρόνια τον Χάρι Μόνταγκιου. Εκτός από την εκτίμηση, του χρωστούσε αρκετές χάρες.
«Δεν πειράζει. Κάθε εμπόδιο σε καλό» είπε η Δάφνη.
................................................
Ο Αποστόλης είχε ενεργή συμμετοχή στον Σύνδεσμο των Αξιωματικών. Έβλεπε τον ξεπεσμό του κοινοβουλευτισμού. Οι συνεχείς κινητοποιήσεις των αριστερών και των συνοδοιπόρων τους επέβαλαν πια την επέμβαση του στρατού. Αυτό πίστευε ο Αποστόλης κι ανέμενε δράση. Το ίδιο και πολλοί συνάδελφοί του. Η κατάσταση έπρεπε να εκκαθαριστεί.
Το έθνος έπρεπε να σωθεί από τον κομμουνισμό, που δεν είχε εξαλειφθεί με τον συμμοριτοπόλεμο. Νά που απειλούσε και πάλι την πατρίδα. Ανησύχησε όταν προκηρύχτηκαν οι εκλογές του Μάη του '67. Όλοι έλεγαν πως χρειαζόταν ένας λοχίας για να σώσει τη χώρα. Αν δεν γινόταν κάτι, θα κέρδιζε τις εκλογές η Ένωση Κέντρου με συνέπειες καταστροφικές. Οι στρατηγοί όλο το συζητούσαν κι όλο το ανέβαλαν, το ίδιο κι ο Βασιλιάς. Ευτυχώς οι συνταγματάρχες κινήθηκαν έγκαιρα κι έσωσαν τη χώρα. Η πιο μεγάλη επιτυχία τους ήταν που η επανάσταση επιβλήθηκε αναίμακτα. Σπουδαίο κατόρθωμα με τις συνθήκες που υπήρχαν. Παντού τριγύρω παραμόνευαν εχθροί οπλισμένοι με ρώσικα όπλα.
«Προσέξτε παλικάρια μου» τους είχε πει, αρχές του ’67, ένας απόστρατος που γνώριζε πολλά. «Αν γίνει πραξικόπημα, θα έχει κεφαλή τον Βασιλιά και τους στρατηγούς. Αν κινηθείτε μόνοι σας θα φάτε το κεφάλι σας.»
«Πάντα υπό τον Βασιλιά, στρατηγέ» είχε απαντήσει.
Ο στρατηγός δεν ήξερε τι έτρεχε στον στρατό, κυρίως, μετά το '61. Οι κατώτεροι αξιωματικοί θεωρούσαν την ηγεσία βραδυκίνητη και τον Βασιλιά διστακτικό. Χωρίς τις ιδέες του Παπαδόπουλου το καθεστώς διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο.
«Να προσέξεις, Αποστόλη. Αποτυχημένο πραξικόπημα ίσον προδοσία. Ποινή είναι ο θάνατος! Πάντα υπό τον Βασιλιά να κινείσαι, παιδί μου πάντα με την νομιμότητα.»
«Έχετε δίκιο στρατηγέ» έλεγε ο Αποστόλης. «Όλα θα γίνουν υπό την Αυτού Μεγαλειότητα.»
Ήξερε ότι ο στρατηγός δεν είχε δίκιο. Η επέμβαση όπως την ήθελαν οι στρατηγοί δεν θα είχε αποτέλεσμα. Θα έδινε την ευκαιρία στους αριστερούς να δυσφημίσουν τον στρατό. Θα στρεφόταν ενάντια στον ίδιο τον βασιλιά. Η επανάσταση θα έπρεπε να έχει ξεκάθαρη ιδεολογία και ικανή διάρκεια. Αυτό, στην γεμάτη σύγχυση και χάος δεκαετία του '60, μόνον ο ΙΔΕΑ κι ο Παπαδόπουλος το μπορούσαν. Γι αυτό ο Αποστόλης ήταν με τους συνταγματάρχες.
Δεν θα ξεχνούσε ποτέ το βράδυ της Πέμπτης της 20ης Απριλίου, την παραμονή της επανάστασης. Περίμενε με αγωνία να μάθει τις αποφάσεις της σύσκεψης των συνταγματαρχών. Γινόταν στο σπίτι του Μπαλόπουλου στη Νέα Σμύρνη. Υπήρχε μεγάλη ένταση εκείνες τις ιστορικές στιγμές. Αργά το βράδυ δόθηκε το σύνθημα. Έπρεπε να κινηθούν όλοι σύμφωνα με τα επιχειρησιακά σχέδια. Η επανάσταση είχε ξεκινήσει. Όλα ήταν υπό τον έλεγχο των συνταγματαρχών. Όταν θα ξυπνούσαν, το πρωί, οι στρατηγοί θα διαπίστωναν πως είχαν πιαστεί στον ύπνο! Ήταν συναρπαστικές οι στιγμές που έζησε ο Αποστόλης. Από τις δύο το πρωί της 21ης ως τις έξι τα ξημερώματα. Όλα αξέχαστα και λαμπρά! Με τον λόχο του είχε συλλάβει -αυτός, ένας απλός λοχαγός- ανώτατους αξιωματικούς στα ίδια τους τα σπίτια. Υποστρατήγους, συνταγματάρχες κι έναν ταξίαρχο είχε μαζέψει. Τους έκλεισε στο Πεντάγωνο. Εφάρμοσε πιστά μια παραλλαγή του σχεδίου “Προμηθεύς”. Έπαιξε το κεφάλι του κορώνα γράμματα, αυτός ένας κατώτερος να συλλαμβάνει τους ανωτέρους του!
Πεντακόσιοι πιστοί αξιωματικοί, είχαν παίξει το κεφάλι τους εκείνο το βράδυ κι είχαν βγει νικητές. Όπως το 1909, όταν ο στρατιωτικός σύνδεσμος στο Γουδί είχε σώσει την Ελλάδα. Έτσι κι η δική τους επανάσταση δεν άφησε τους ηττημένους κομμουνιστές να πάρουν ρεβάνς και να αλώσουν τη χώρα. Μια νίκη του γέρο-Παπανδρέου και του Ανδρέα τον Μάη, αυτοί θα την πανηγύριζαν. Το σχέδιο “Περικλής” που είχε αλλάξει το '61 το εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ξανά. Τώρα δεν έπρεπε κάν να γίνουν εκλογές.
«Λοχαγέ, ο “Προμηθεύς” τίθεται σε εφαρμογή στις δύο το πρωί. Στη μονάδα σου κι επιφυλακή!» τον ειδοποίησαν.
«Δόξα τω Θεώ, ταγματάρχα, επιτέλους!» απάντησε ο Αποστόλης στον σύνδεσμο που τον είχε επισκεφθεί προσωπικά.
«Μπουραντά, να προσέχεις! Θα συλλάβεις ανωτάτους αξιωματικούς. Μην διστάσεις στιγμή. Εντάξει;»
«Μην ανησυχείτε, θα εκτελέσω την αποστολή. Είμαι έτοιμος για όλα. Η επανάσταση θα πετύχει!»
«Εμπρός, λοιπόν. Για το Έθνος, γαμώ το Χριστό μου!» είπε εκείνος με ένα φιλικό χτυπηματάκι στην πλάτη. «Για την πατρίδα, ρε μαλάκα, για την πατρίδα!»
«Για την πατρίδα, και για την επανάσταση!» απάντησε ο Αποστόλης χαιρετώντας στρατιωτικά ευθυτενώς.
Ήταν συγκινημένος, κι άθελά του, χτύπησε τις μύτες των παπουτσιών του. Το είχε μάθει στη Γερμανία το '43-’44. Εκτέλεσε την αποστολή του ευσυνείδητα. Το ίδιο έκαναν όσοι είχαν αναλάβει να εφαρμόσουν το σχέδιο. Δεν ήταν εύκολο. Πεντακόσιοι μόνο μυημένοι αξιωματικοί έπρεπε να κινήσουν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες. Θα εξουδετέρωναν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας. Έπρεπε να δέσουν σε μια νύχτα περίπου οχτώ εκατομμύρια Έλληνες.
«Παναγίτσα μου, αν το καλοσκεφτείς ήταν τρέλα αυτό που κάναμε σκεφτόταν ο Αποστόλης. Θυμόταν τις μεγάλες στιγμές. Ώ, του θαύματος! Ο Βασιλιάς συναίνεσε και το κίνημα επικράτησε! Τι συγκίνηση! Τέλεια λειτουργία της δημοκρατίας ήταν η συγκέντρωσή μας στον διάδρομο του ΑΓΕΣ το πρωί της 21ης! Είχαμε συλλάβει στρατιωτικούς, πολιτικούς, πολίτες, ακόμα και τον Βασιλιά, μέσα σε τέσσερις ώρες. Εκεί, στο Γενικό Επιτελείο φτιάξαμε όλοι μαζί την επαναστατική κυβέρνηση. Ήμουν τυχερός που μετείχα σ' αυτή την μυσταγωγία! Λες κι έβγαινε η τελετή κατ’ ευθείαν από το ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν των Ελλήνων. Σε ένα πλατύ διάδρομο ακούγονταν από τον Παπαδόπουλο ονόματα για υπουργοί της κυβέρνησης. Με ένα βροντερό “ναι” ή “όχι” εμείς εγκρίναμε ή απορρίπταμε. Μόνο στο Βυζάντιο έβρισκε κανείς τέτοιες περιπτώσεις. Τότε που ο στρατός ανέβαζε στην ασπίδα τον αυτοκράτορα και τον ενθρόνιζε με τη δύναμή του».
Αυτές οι σκέψεις κρατούσαν τον Αποστόλη ζωντανό. Δεν θα πρόδιδε ποτέ αυτό που έζησε εκείνη την ημέρα. Δεν θα άλλαζε ποτέ τα ιδανικά για τα οποία ρίσκαρε τη ζωή του.
«Η επανάσταση θα αλλάξει την Ελλάδα, πατέρα» έλεγε στον απόστρατο Κλεόβουλο.
«Μην ενθουσιάζεσαι, παιδί μου. Να ξέρεις, στο στρατό δεν έχει λογική. Υπάρχει μόνο η δύναμη κι η θέση που έχεις. Από κοντά μετράνε κι οι γνωριμίες. Γι αυτό, να εκμεταλλευτείς τη νέα κατάσταση, να πάρεις βαθμούς, να ανέβεις.»
Ο Κλεόβουλος ήθελε πάντα να του δείχνει το συμφέρον του και να τον κάνει προσεκτικό.
«Ο στρατός για μένα, πατέρα, σημαίνει πειθαρχία και τάξη, σημαίνει δικαιοσύνη.»
«Θα προσγειωθείς κι εσύ κάποτε!»
«Δεν βάζω το προσωπικό όφελος πάνω από την χώρα.»
«Τι να σού πω, γιε μου. Μου φαίνεται λίγο βλαμμένος. Από εκείνην θα πήρες.»
«Πάλι ...»
Κάτι πήγε να πει ο Αποστόλης σχετικά με το “εκείνην” αλλά ο Χλέμπουρας τον έκοψε απότομα.
«Μην πεις τίποτε. Άκουσες; Τίποτε! Δεν θα κάτσω να ακούσω κουβέντα γι αυτήν!»
Δεν ήθελε ούτε κάν να ακούει το όνομά της. Η «εκείνη» ήταν ακατονόμαστη. Ο Μπουραντάς δεν είχε συμβιβαστεί ποτέ με το γεγονός ότι ο Αποστόλης δεν ήταν μόνο δικό του παιδί. Δυστυχώς, ήταν και δικό της. Ακριβώς γι αυτό θεωρούσε πως κι ο γιος του ήταν λίγο βλαμμένος, όπως εκείνη! Δεν μπορούσε να τα έχει κανείς όλα σε τούτη τη ζωή. Δεν θα το συζητούσε, όμως, και δεν έβαζε κανέναν κριτή στις απόψεις του. Ειδικά με τον Αποστόλη δεν ήθελε να λένε κουβέντα. Δεν είχε τίποτε να του πει, να του διηγηθεί. Ο Αποστόλης, από την πλευρά του, θα ήθελε να μάθει για τη μάνα του. Παλιά το είχε επιδιώξει χωρίς αποτέλεσμα. Το θέμα ήταν απαγορευμένο κι εκνεύριζε πολύ τον πατέρα του. Πλέον, δεν το έθιγε καθόλου.
«Κανείς δεν θα νοιάζεται για σένα αν δεν προσέχεις τον εαυτό σου» είπε ο Χλέμπουρας. «Τώρα με την κατάσταση είναι η ευκαιρία σου.»
Ο Αποστόλης προτιμούσε να είναι ιδεολόγος. Ίσως αυτό να τον εξέθετε σε κινδύνους, όμως τον έκανε να νιώθει καλά. Ο γερο-Χλέμπουρας είχε ζήσει σε άλλες, πιο μαύρες, εποχές. Τα προσωπικά πάθη, τότε, ξεπερνούσαν την εθνική ανάταση κι η επιβίωση ήταν ο πρωταρχικός κανόνας. Τώρα, όμως, άλλαζαν αυτά. Μια νέα, φωτεινή, περίοδος είχε χαράξει στην Ελλάδα, η ελληνοχριστιανική εποχή!
Σκεφτόταν πως ο γιος του ο Κλεμπ θα τον καταλάβαινε καλύτερα. Ζούσε σε μια χώρα, την Γερμανία, με μεγάλη ιστορία και δύναμη. Από εκεί θα έβλεπε τα πράγματα διαφορετικά. Η Γερμανία είχε ανακάμψει μέσα σε είκοσι μόλις χρόνια. Η κατεστραμμένη κι ηττημένη του πολέμου είχε μετατραπεί πάλι στο εργαστήρι της Ευρώπης. Οι Έλληνες, νικητές πριν είκοσι χρόνια, τώρα ήταν στα πόδια της. Παρακαλούσαν για δουλειά σαν μετανάστες στα εργοστάσια των ηττημένων. Αυτό έδειχνε στον Αποστόλη πόσο μεγάλη χώρα ήταν η Γερμανία. Ο γιος του ήταν τυχερός να έχει μητέρα Γερμανίδα.
«Τι γίνεται ο εγγονός μου;» ρώτησε ο Χλέμπουρας λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις του.
«Είναι μια χαρά. Πριν λίγο μιλήσαμε στο τηλέφωνο» του απάντησε ο Αποστόλης.
«Μας πιέζουν πολύ οι Αμερικάνοι, πατέρα» είπε η Όλγα. «Θέλουν να πείσουμε τον Κλεμπ να δουλέψει γι αυτούς.»
«Ανοησίες!» είπε ο Χλέμπουρας. «Εγώ προσωπικά δεν θέλω καθόλου να μπλέξει ο εγγονός μου με τους Γιάνκηδες. Δεν τους εμπιστεύομαι. Είναι πολύ χύμα, δεν είναι κύριοι όπως οι Άγγλοι ή οι Γερμανοί.»
«Φοβάμαι μήπως τώρα που άλλαξε η κατάσταση στην Ελλάδα οι πιέσεις μεγαλώσουν. Τώρα θα μάς πιέζουν κι από την κυβέρνηση» είπε η Όλγα.
«Θα δούμε τι θα κάνουμε» είπε ο Αποστόλης.
Είπε «θα δούμε» αλλά δεν είχε αυταπάτες. Ήταν στο Σύνδεσμο Αξιωματικών και στήριζε την επανάσταση. Θα ήθελε να μπει κι ο γιος του πιο ενεργά στο στρατόπεδο αυτό, γιατί ήταν ιδεολόγος. Όχι από φόβο ή συμφέρον. Δεν φοβόταν τον κομμουνισμό όπως άλλοι που αυτήν τη δικαιολογία πρόβαλαν για κάθε στραβό ή λάθος.
Ο Αποστόλης ήξερε πως στην πραγματικότητα τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρχε. Δεν είχε βρεθεί στα χέρια τόσων και τόσων συλληφθέντων ούτε ένα όπλο ή μια χειροβομβίδα. Δεν φοβόταν τους κόκκινους ούτε στ’ αλήθεια ούτε προσχηματικά. Ούτε το έκανε για να ανέβει στην ιεραρχία. Ήξερε την αξία του κι είχε την πεποίθηση ότι θα ανέβαινε με το σπαθί του κι όχι χάρη στις γνωριμίες του. Ό,τι έκανε το έκανε γιατί ήθελε μια Ελλάδα περήφανη κι ανεξάρτητη από Εβραίους και ξένους. Ονειρευόταν να γίνει κι εδώ, στην χώρα του πολιτισμού και της ορθοδοξίας, μια κοσμογονία. Ονειρευόταν κάτι σαν αυτό που είχε πετύχει ο Νάσερ στην Αίγυπτο. Αυτό περίμενε από την εθνική κυβέρνηση και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Αυτό τον είχε ενθουσιάσει εκείνο το ιστορικό πρωινό της 21ης στον διάδρομο του Γενικού Επιτελείου.
«Βέβαια εμείς τον στρατηγό Σπαντιδάκη εγκρίναμε για πρωθυπουργό κι ο Κόλλιας έγινε. Ένας στρυφνός δικαστικός!Όμως κι αυτό μικρή σημασία έχει. Το σημαντικό είναι ότι όλοι τους υποκλίθηκαν στην δύναμη και στην αποφασιστικότητά μας. Ακόμα κι η Αμερική μάς αποδέχτηκε. Με μια επιχείρηση αστραπή, τους πιάσαμε στον ύπνο και κερδίσαμε τη χώρα. Χιλιάδες αριστεροί μαζεύτηκαν, στον Ιππόδρομο ή στην ΑΕΚ. Εκατοντάδες πολιτικοί γέμισαν τα κρατητήρια. Η “πολιτική ηγεσία του τόπου" -θρασύδειλοι φωνακλάδες- κλείστηκαν στα στρατόπεδα. Παρακαλούσαν να μάθουν για την προσωπική τους τύχη. Ακόμα κι ο Βασιλιάς βρέθηκε δέσμιος της θέλησής μας. Νιώθαμε το βάρος της ευθύνης με την τύχη της χώρας στα χέρια μας. Τουλάχιστον έτσι νομίζαμε. Η συνέχεια έδειξε πως δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα!» σκεφτόταν ο Αποστόλης.
Νοσταλγούσε τις μεγάλες στιγμές κι ιδιαίτερα εκείνη τη μεγάλη μέρα που η Ελλάδα είχε αλλάξει δρόμο αμετάκλητα.
«Τι λέει ο Κλεμπ για όσα γίνονται εδώ;» είπε η Όλγα.
«Του μίλησα χτες στο τηλέφωνο. Μου τα μάσαγε.»
«Εννοείς ότι ήταν εναντίον;»
«Όχι βέβαια. Εκεί έξω τα βλέπουν εύκολα. Δημοκρατία, ατομικές ελευθερίες, μπλα-μπλα. Εμείς δίνουμε τις μάχες για να κοιμούνται εκείνοι ήσυχοι» είπε ο Αποστόλης.
.......................................................
Η νέα Ελλάδα του 20ου αιώνα δεν είχε ομαλή γέννα. Είχε προκύψει από καισαρική τομή. Γενέθλια πράξη της ήταν το 1922, ο τραγικός ενταφιασμός της Μεγάλης ιδέας. Εκατό χρόνια μετά την απελευθέρωση, τερμάτισαν τα όνειρα. Τέρμα τα όνειρα για την ανάκτηση της Πόλης. Τέρμα οι θρύλοι με τα μισοψημένα ψάρια του αυτοκράτορα στο Μπαλουκλί που τον περίμεναν. Όταν γύριζε στον θρόνο του, θα γύριζαν επιτέλους να τηγανιστούν κι από την άλλη μεριά. Μια Ελλάδα χωρίς την κόκκινη μηλιά και τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Το μόνο όνειρο που της έμενε ήταν η επιβίωση σε έναν κόσμο εχθρικό. Έτσι ξεκίνησε η δεύτερη εκατονταετία του νεοελληνικού κράτους, σε πιο ρεαλιστική βάση. Η χώρα είχε μεγαλώσει κι είχε πληθυνθεί. Κράτος με βιώσιμη έκταση και, σχεδόν, ομοιογενή ελληνικό πληθυσμό. Ένα κράτος κι ένα έθνος, έστω κι αν ήταν γεμάτο με “τουρκόσπορους”, ανίκανο να θρέψει τον πληθυσμό του. Έστω κι αν έστελνε τους υπηκόους του κατά κύματα στην ξενιτιά, στη νέα οικονομική προσφυγιά.
Το κόστος της ομογενοποίησης ήταν υψηλό. Πλήρωσαν με το αίμα και τις ζωές τους οι πρόσφυγες κι οι αδικοχαμένοι. Στα πεδία των μαχών, στα τάγματα εργασίας, στις φωτιές. Περιουσίες φτιαγμένες με κόπους γενεών χάθηκαν μέσα σε μια στιγμή. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν κι άνθρωποι αξιοπρεπείς ένιωσαν τον φόβο να τους παραλύει. Η δημιουργία βιώσιμης κρατικής οντότητας πληρώθηκε ακριβά. Ενάμισι εκατομμύριο Ρωμιών έχασαν τις πατρογονικές εστίες. Έχασαν τους τόπους όπου μιλούσαν για τρεις χιλιάδες χρόνια την ελληνική γλώσσα. Θεσμοί δυτικού ευρωπαϊκού τύπου επιβλήθηκαν. Το μεγάλο μέρος του ελληνισμού μαζεύτηκε στα σύνορα της επικράτειας. Η νέα Ελλάδα είχε πολλά προβλήματα να λύσει. Κυριότερο και πιο εκρηκτικό ήταν η απορρόφηση των νεοφερμένων. Ανεργία και φτώχεια τους βασάνιζαν. Η μετανάστευση στερούσε την χώρα από το ανθρώπινο δυναμικό της.
Πριν ακόμα λύσει οποιοδήποτε πρόβλημά της η Ελλάδα, μπλέχτηκε σε έναν νέο πόλεμο. Αντίπαλός της η πιο δυνατή πολεμική μηχανή της εποχής, ο Άξονας. Οι Ιταλοί το '40 κι οι Γερμανοί το '41, με ή χωρίς τελεσίγραφα, εισέβαλαν στη χώρα και την κατέκτησαν.
Πέντε μήνες πολέμησαν οι Έλληνες σκληρά. Στα βουνά της Πίνδου, στα οχυρά του Ρούπελ και στην Κρήτη. Κράτησαν όσο μπορούσαν. Κατόπιν επιβλήθηκε τριπλή κατοχή Ιταλών, Γερμανών και Βουλγάρων. Οι απώλειες ήταν τρομακτικές σε ανθρώπους κι υποδομές. Η χώρα υπέφερε από την πείνα κι από τη σκλαβιά. Κάηκαν ολόκληρα χωριά και στήθηκαν στον τοίχο συνοικίες για αντίποινα. Κι ύστερα ήρθε ο εμφύλιος. Αδελφοκτόνος κι εξοντωτικός, προκάλεσε περισσότερα θύματα κι από αυτά των πολέμων. Ένας εφιάλτης. Αιμορραγούσε η χώρα όταν οι άλλοι λαοί επούλωναν πληγές και προχωρούσαν. Τέσσερις αιμοδιψείς δεκαετίες γεμάτες πολέμους θριάμβους και καταστροφές, από το 1912 ως το 1949. Απίστευτα πολλές ζωές χάθηκαν άδικα. Πολλοί περισσότεροι έζησαν καταστάσεις γεμάτες με πόνους ανείπωτους και βάσανα φοβερά.
Η Ελλάδα μετά το '50 προσπάθησε να συγκροτηθεί σαν σύγχρονο κράτος. Είχε μια βαριά κληρονομιά να κουβαλήσει. Είχε χάσει κιόλας το καλύτερο δυναμικό της σε μάταιους αγώνες. Ο εμφύλιος είχε διχάσει τους Έλληνες. Οι νικητές τα έπαιρναν όλα κι οι ηττημένοι κρύβονταν για να σωθούν. Οι πιο γενναίοι είχαν πέσει στα χαρακώματα ή στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Η ηγετική τάξη είχε παραδώσει τα κλειδιά της χώρας στους ξένους που την είχαν βοηθήσει να νικήσει. Οι θεσμοί είχαν απροκάλυπτα υπηρετήσει την αντικομουνιστική υστερία. Μια δήθεν δημοκρατία με κοινοβουλευτικό μανδύα δεν έδωσε διέξοδο. Νόμοι θεσμοθετούσαν τον αυταρχισμό. Η μισή Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη από τον δημόσιο βίο. Φάκελοι και πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, χώριζαν τους Έλληνες. Από εδώ οι εθνικόφρονες από εκεί τα μιάσματα. Οι δωσίλογοι κι οι συνεργάτες των Γερμανών δεν τιμωρήθηκαν. Ανταμείφθηκαν κιόλας από τους νέους ιδιοκτήτες της χώρας, τους Άγγλους και τους Αμερικανούς.
Μια ολόκληρη γενιά πάλεψε, χωρίς αποτέλεσμα, να αλλάξει αυτό το καθεστώς. Στη δεκαετία του '60 αναθάρρησαν λίγο. Το ανανεωτικό κλίμα με τις εξεγέρσεις των νέων σε όλο τον κόσμο, έσπειρε ελπίδες. Τα πράγματα άλλαξαν. Τεράστιες διαδηλώσεις και νεανικά κινήματα όπως οι Λαμπράκηδες, έβγαλαν τον κόσμο στους δρόμους.
Όμως η δύναμη των όπλων των νικητών του εμφυλίου είχε παραμείνει αλώβητη. Όταν το καθεστώς στριμώχτηκε, η δύναμη αυτή ξέσπασε. Μια μέρα το '67 τα τανκς βγήκαν στους δρόμους. Κάθε αντίδραση θάφτηκε κάτω από τις βαριές τους και θορυβώδεις ερπύστριες. Το πραξικόπημα του ‘67 ξανάφερε στην επιφάνεια τα φαντάσματα του εμφυλίου. Παράλληλα, ενταφίασε τις ελπίδες για μια δημοκρατική αλλαγή. Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, στο μισό του εικοστού αιώνα, δυο γενιές χάθηκαν.