Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

44 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.12δ)

Ο Χάρμος κι η Φουέντε φιλοξενούν επισκέπτες που έρχονται για να δουν την Αθήνα. Έρχεται κι ο Μελέκ. Του δείχνουν διάφορα μέρη της Αττικής και στον Μαραθώνα συναντούν μια ομάδα ληστών. Τέλος του βιβλίου που είχε Α' μέρος τον Ηρακλείδη, Β' τον Δον Χουάν και Γ' την Ελληνορωμαϊκή Πολιτεία. Απομένει αύριο ο επίλογος, όχι απλά ένα κλείσμο αλλά ένα πολύ ουσιαστικό κομμάτι του βιβλίου..

**********************


 

 

 

 

 

 

κεφ. 12δ

…………

Η γαλέρα του Ιωάννη Βαλέρη ήρθε απ’ το Ναύπλιο όπου είχε γίνει η στέψη. Μέσα Οκτωβρίου, πλησίαζε χειμώνας, και τα ταξίδια γίνονταν επικίνδυνα. Οι φίλοι μας, πριν φύγουν από το Ναύπλιο για τις χώρες τους, πέρασαν από την Αθήνα. Εγώ με την Φουέντε νιώθαμε οικοδεσπότες Αθηναίοι. Έμειναν στο Ερεχθείο, στην Ακρόπολη κι ένιωσαν πως έζησαν μέσα στο χρυσού αιώνα. Υπήρχαν επεμβάσεις που είχαν μετατρέψει τον Παρθενώνα σε εκκλησία ορθόδοξη μετά λατινική και κατόπιν σε τζαμί. Ωστόσο ο Ιερός Βράχος είχε κρατήσει τον χαρακτήρα του. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς έλειπε αλλά οι μετόπες και τα αετώματα ήταν εκεί. Τα κτίσματα παρέμεναν ακέραια κι επιβλητικά, όχι τόσο με το μέγεθος όσο με την ασύλληπτη ομορφιά τους.

Τους ξεναγήσαμε στα αξιοθέατα και στις εξοχές της πόλης. Κάθε μέρα μαζευόμασταν σπίτι μας για ένα δείπνο απογευματινό, καθώς νύχτωνε πια νωρίς. Ο καιρός ήταν ακόμα γλυκός και καθόμασταν στην μεγάλη εσωτερική αυλή του σπιτιού. Από το τραπέζι του δείπνου βλέπαμε τους στύλους του Ολυμπίου Διός και την πύλη του Αδριανού. Ακριβώς πίσω μας υψωνόταν η Ακρόπολη που έριχνε πάνω μας τη σκιά της.

«Η Αθήνα είναι, ακόμη κι έτσι, μια πανέμορφη πόλη» είπε η Ελένη Παππά.

«Μπορεί να μην έχει μεγαλεία, όμως έχει μια μαγεία το μέρος» είπε ο Μητροφάνης. «Εδώ είναι το λίκνο του πολιτισμού κι αυτό φαίνεται σε κάθε του γωνιά.»

«Δεν θα αργήσει να μεταφερθεί εδώ η πρωτεύουσα» πρόβλεψε ο Ιουστίνος. «Καλό είναι το Ναύπλιο, κάλλιστη όμως η Αθήνα.»

«Ωραίες οι αναπολήσεις του παρελθόντος, όμως, δεν είναι τώρα η ώρα γι αυτά» είπε ο Φραγκίσκος. «Υπάρχουν πολλά επείγοντα προβλήματα. Η χώρα έζησε εκατό ολόκληρα χρόνια στην μουσουλμανική κατοχή.»

«Χωρίς υποδομές» είπε η Ελένη Παππά «με κηφήνες να την κυβερνούν.»

«Χρειάζεται μια στιβαρή δημόσια διοίκηση πριν από όλα» είπε ο Μενάγιας.

«Νομίζω πως αυτό είναι το κυριότερο πρόβλημα για τον Ιάκωβο» είπα κι εγώ.

«Πρέπει να μοιραστούν δημόσιες γαίες και να αυξηθεί η παραγωγή» είπε ο Καλλέργης.

«Σωστά. Έτσι θα παραχθούν αγαθά. Θα δημιουργηθεί πλούτος χωρίς να γίνουν οι αγρότες δουλοπάροικοι όπως στη δύση» συμπλήρωσε ο Μορμόρης.

«Και η επιβολή δίκαιων φόρων είναι σοβαρό ζήτημα» είπε ο Ιουστίνος. «Το κράτος πρέπει να έχει έσοδα αλλά κι οι πολίτες να μην βαρύνονται υπερβολικά.»

«Μην ξεχνάτε το θέμα της Παιδείας» υπενθύμισε η Σοφία. «Είχαμε πει πως θα είναι προτεραιότητα. Ο λαός που δίδαξε την οικουμένη έχει μείνει αγράμματος!»

«Μπορεί να αναλάβει αυτό το ζήτημα ο Έπαρχος» είπε ο Ιουστίνος. «Θα τον βοηθήσει ο Θεόδωρος Ζυγομαλάς!»

Και οι δυο τους ήταν παρόντες στη συζήτηση και είχαν έντονο ενδιαφέρον για το θέμα.

«Νομίζω πως δεν μπορώ να αναλάβω ένα τέτοιο θέμα λόγω ηλικίας» είπε ο Έπαρχος. «Ο Θεόδωρος είναι κατάλληλος για να το προχωρήσει, αρκεί να εγκατασταθεί εδώ για να δουλέψει! Για να εξελιχθεί η χώρα χρειάζονται δημόσια σχολεία και Πανεπιστήμια.»

«Αγαπητή Σοφία» είπε η Χριστίνα Σβαρόφσκι «θα γίνει κάτι στον τομέα αυτό. Ο Πευκήρος και ο Σόμμερος θα έρθουν πριν το τέλος του χειμώνα στην Ελλάδα. Θα οργανώσουν ένα Πανεπιστήμιο όπως ακριβώς το ήθελε ο Ιάκωβος.»

«Κι απ’ την Βυρτεμβέργη ετοιμάζονται να μας στείλουν ενισχύσεις» είπα. «Πρέπει να εκπληρώσουν την διαθήκη που τους άφησε ο Μελάγχθων πριν πεθάνει.»

«Πρέπει να ανοίξει και πάλι η φιλοσοφική σχολή των Αθηνών» είπε η Φουέντε. «Δεν ζει ο Ραφαήλ, υπάρχουν όμως μαθητές του που θα έρθουν να την γεμίσουν με τοιχογραφίες.»

«Οι φιλόσοφοι λείπουν από το γένος» είπε η Ελένη.

«Μπορεί να λείπουν τώρα, όμως, γεννιούνται νέα παιδιά μέσα στην ελευθερία. Αυτά θα γίνουν νέοι φιλόσοφοι» είπε η Φουέντε με την φλόγα που την διακατείχε.

«Θα βοηθήσει σίγουρα κι η Φλωρεντία σ’ αυτό!» είπε ο Πασκουάλε Ατσαϊόλι.

Ο Φλωρεντίνος απολάμβανε τον αέρα και το τοπίο. Παρακολουθούσε τη συζήτηση με τη βοήθεια της Μαργαρίτας που του μετέφραζε στα ιταλικά όσα λέγαμε.

«Ο Πασκουάλε είναι ευτυχισμένος» ψιθύρισε η Σοφία.

«Όλοι είμαστε ευτυχισμένοι» απάντησα. «Όλοι είμαστε ξετρελαμένοι με αυτό που ζούμε! Για όλους μας αυτή είναι η πιο μεγάλη στιγμή στη ζωή μας.»

Είχαμε παρασυρθεί σε μια συζήτηση για το πώς θα κυβερνηθεί το νέο κράτος των Ελλήνων και Ρωμιών. Νιώθαμε πολύ καλά που μπορούσαμε να συζητάμε αυτά τα πράγματα.

«Σκεφτείτε που ήμασταν και πού έχουμε φτάσει» είπα.

Ως τώρα στις συναναστροφές μας μιλούσαμε μόνο για τις υποθέσεις των άλλων. Εμείς δεν υπήρχαμε στο παγκόσμιο σκηνικό. Αυτό είχε αλλάξει. Το νέο κράτος μπορούσε πλέον να διασφαλίσει την ύπαρξή του με σωστές διπλωματικές κινήσεις. Η οικονομία του μπορούσε να αναπτυχθεί. Δεν θα ήταν πια οι Ρωμιοί ραγιάδες. Δεν θα υπήρχε πια το χαράτσι που έκανε τον μόχθο των ανθρώπων πλούτο στα χέρια των κατακτητών.

«Ας αφήσουμε για λίγο τις κρατικές υποθέσεις» είπε η Χριστίνα «κι ας απολαύσουμε το φθινοπωρινό αεράκι.»

«Δεν έχω δει πουθενά τόσο καθαρό τον ουρανό όσο εδώ» είπε ο Μητροφάνης.

«Απολαύστε την Αττική» είπε η Φουέντε «κι ας πιούμε για τα καλά που έρχονται!»

Ήταν ακόμα Οκτώβρης του 1573 κι η Ελληνορωμανία βιαζόταν. Ο Ιάκωβος έφτιαξε μια κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Καλλέργη για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Φρόντισε να ιδρυθεί μια εμπορική τράπεζα με τη βοήθεια των Μεδίκων των Ατσαϊόλι και του Φαρνέζε που έφερε κεφάλαια. Ίδρυσε ένα Πανεπιστήμια στο Ναύπλιο, ένα στην Αθήνα κι ένα ακόμη στη Θεσσαλονίκη. Έφτιαξε μια μεγάλη κεντρική Βιβλιοθήκη και παραρτήματά της σε όλες τις πόλεις. Οργάνωσε ένα σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης.

Υπήρχαν πολλοί φιλέλληνες σε όλη την Ευρώπη που με ενθουσιασμό έρχονταν εδώ. Ήθελαν να βοηθήσουν το κράτος να σταθεί στα πόδια του. Ήρθαν απ’ την Φλωρεντία, το Τουρίνο και την Βενετία, από την Βιττεμβέργη και τη Βαυαρία. Ήρθαν απ’ το Τολέδο και το Παρίσι. Από παντού έφθαναν εθελοντές. Πανεπιστήμια στήνονταν, στρατιωτικά κι αστυνομικά σώματα, οργανώνονταν, νέα περίλαμπρα κτήρια χτίζονταν. Ολόκληρος ο Ελληνισμός συνεγέρθηκε. Έρχονταν στην Ελληνορωμανία οικογένειες από τα μέρη που βρίσκονταν υπό τους Οθωμανούς ή τους Βενετούς. Όλοι είχαν ξετρελαθεί με την ιδέα μιας νέας Ελλάδας, κι έδειχναν με κάθε τρόπο την διάθεσή τους να συνεισφέρουν. Σκεφτόμουν πως όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Το ένιωθα πως ήταν όνειρο, αλλά, αμέσως έδιωχνα τη σκέψη από το μυαλό μου. Προτιμούσα να το ζω.

ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ

Η Αθήνα από τον πρώτο χρόνο της Ελληνορωμανίας άρχισε να γίνεται μόδα. Όλοι οι πνευματικοί κι οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Ευρώπης την υιοθέτησαν. Μια εμφανής προσπάθεια για αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος έθελγε τους νοσταλγούς. Από την άνοιξη του 1574 περιηγητές άρχισαν να καταφθάνουν. Υπήρχε ένας πνευματικός αναβρασμός. Με την σύσταση του νέου κράτους, άρχισε να γίνεται αναγκαία και η δημιουργία μιας “αφήγησης”. Έπρεπε να υπάρχει μια ιστορία που να οδηγεί από την αρχαιότητα στις μέρες μας.

Κρίσιμα ερωτήματα αναζητούσαν απαντήσεις: Το νέο κράτος ερχόταν απ’ ευθείας από την αρχαιότητα; Η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν η συνέχεια ή μήπως ο τάφος του ελληνισμού; Η Ρωμανία κι οι Ρωμιοί ταυτίζονταν απόλυτα με την Ελλάδα και τους Έλληνες; Διεκδικούσε η Ελληνορωμανία την κληρονομιά της Κωνσταντινούπολης; Ποιος ήταν ο ρόλος του Πατριαρχείου; Ήμασταν το Ρουμ μιλιέτ των Οθωμανών; Θα παρέμενε η ορθοδοξία αντιδυτική ή θα φτιαχνόταν μια νέα ελληνική ορθοδοξία; Θα επέτρεπε η νέα ορθοδοξία επιρροές απ’ τον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό ή ακόμα κι από την αρχαιολατρία;

Όλοι είχαν ερωτήσεις, ελάχιστοι όμως είχαν πειστικές απαντήσεις. Λόγιοι αποφάσιζαν να γράψουν Ιστορία εδώ και τώρα. Ερασιτέχνες αρχαιολόγοι έψαχναν για υλικά που θα φανέρωναν την απρόσκοπτη πολιτισμική συνέχεια. Λαογράφοι αναζητούσαν στις λαϊκές παραδόσεις τη συνέχεια των αρχαίων μύθων και των πατρίων εθίμων. Μια έντονη συζήτηση ξεκίνησε που έφερνε στο φως τα προβλήματα που έχει μια εθνογένεση ειδικά στον 16ο αιώνα. Στα περισσότερα βασίλεια της Ευρώπης κάτι τέτοιο ήταν άγνωστο ζήτημα κι ακουγόταν κάπως εξωτικό. Όλοι πάντως συμφωνούσαν ότι η Ελλάδα ήταν η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. Τα αρχαία ερείπια της νέας χώρας, ήταν το κοινό ευρωπαϊκό παρελθόν. Αυτό βοηθούσε πολύ ώστε να μην μπαίνει σε αμφιβολία η ύπαρξή της.

Ήταν Σεπτέμβριος του 1574 όταν μας επισκέφτηκε ο Μελέκ Αχμέτ. Είχε έρθει στο Ναύπλιο πέρσι, στη στέψη του Ιάκωβου αλλά δεν είχε δει την Αθήνα κι έτσι ξαναγύρισε ένα χρόνο μετά. Ο Μελέκ έφτασε στον Πειραιά με ένα πλοίο που έκανε το δρομολόγιο Κωνσταντινούπολη-Πειραιάς-Αλεξάνδρεια. Ήταν απεσταλμένος της κυβέρνησής του για μια εμπορική συμφωνία με την Ελλάδα. Φυσικά είχε επιδιώξει να αναλάβει την αποστολή γιατί ήθελε να έρθει να με δει στην καινούρια μου πατρίδα. Θα καθόταν δεκαπέντε μέρες στην Αθήνα και το Ναύπλιο και θα έφευγε με ένα άλλο πλοίο από τον Πειραιά. Η κύρια ασχολία του ήταν στο Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του βασιλείου. Κανόνισε να μείνει μια εβδομάδα στην Αθήνα που ήταν ο πραγματικός του προορισμός

Τον υποδεχτήκαμε με την Φουέντε, με την οποία είχαν γνωριστεί στο “Ρεάλ” στον Βόσπορο. Φροντίσαμε να μείνει στο σπίτι μας και να μην του λείψει τίποτε. Ήμουν χαρούμενος που τον φιλοξενούσαμε και αυτή μου η διάθεση είχε μεταδοθεί στην Φουέντε. Δεν ήταν τεράστιο σπίτι, μπορούσε όμως να δεχτεί τον Μελέκ και τη συνοδεία του. Είχε μαζί του δυο γενίτσαρους για σωματοφύλακες και δυο σκλάβες. Η μεγαλύτερη ήταν η μαγείρισσα και οικονόμος του κι η άλλη, η νεώτερη, ήταν η ερωτική του συντροφιά. Αυτή η δεύτερη ήταν μια πολύ όμορφη νεαρή κοπέλα που την έλεγαν Αϊσέ. Ο Μελέκ μοιραζόταν μαζί της το βράδυ το κρεβάτι του. Ήταν μια όμορφη νεαρή Ρωμιά σκλάβα απ’ την Κέρκυρα που την είχε κάνει μουσουλμάνα και ερωμένη του.

Ο Τούρκος ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο ένιωθα καλά κι αισθανόμουν ασφαλής. Ήταν παράξενο ίσως να νιώθω ασφαλής με τον άνθρωπο που με είχε πιάσει σκλάβο κι ήθελε να με πουλήσει. Είχε γίνει, τελικά, ένας από τους πολύ καλούς μου φίλους. Η παράδοξη φιλοξενία του στην Κωνσταντινούπολη όταν είχα βρεθεί αιχμάλωτός του με είχε κερδίσει. Δεν ξεχνούσα τα δάκρυα στα μάτια του όταν αναχωρούσα έχοντας μάθει για την Διονυσία και τη Δηιάνειρα. Αυτά όλα είχαν γράψει με έναν τρόπο ανεξίτηλα θετικό στην καρδιά μου τον δήθεν εχθρό μου. Τον αισθανόμουν πολύ όμοιό μου.

«Όμορφη η Αϊσέ» του είπα σε μια στιγμή.

«Γιατί βρε, ζηλεύεις; Η Σπανιόλα πάει πίσω δηλαδή;»

Δεν πήγαινε πίσω βέβαια, παρ’ όλο που η Αϊσέ ήταν είκοσι χρόνια μικρότερή της. Η νεαρή Αϊσέ ήξερε την γλώσσα ενώ ο Μελέκ, όπως κι Φουέντε, είχαν μάθει κι αυτοί να μιλούν λίγα ελληνικά. Τους δείξαμε την Ακρόπολη και τους πήγαμε στον Παρθενώνα. Ο ναός της Αθηνάς είχε γίνει ορθόδοξος ναός στα χρόνια της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε είχαν πέσει οι μετόπες και πολλά στολίδια του ενώ είχαν γεμίσει με αγιογραφίες οι τοίχοι του. Μετά οι Φράγκοι τον είχαν κάνει καθολικό ναό, και τον είχαν γεμίσει ψηφιδωτά. Τον πήρε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, το 1458 από τους Ατζαγιόλι κι έβαλε στον ιερό βράχο την οθωμανική φρουρά. Ο Παρθενώνας είχε μετατραπεί σε τζαμί και τα ψηφιδωτά κι οι αγιογραφίες είχαν καλυφθεί με ασβέστη. Τώρα γίνονταν εργασίες να αποκολληθεί ο ασβέστης και να φανούν ξανά τα ψηφιδωτά. Παράλληλα τα καμπαναριά που είχαν μετατραπεί σε μιναρέδες, σιγά-σιγά ξηλώνονταν κι αυτά. Ο Παρθενώνας θα έμενε με την αρχική του μορφή και δεν θα ήταν ναός κανενός δόγματος στο μέλλον. Ο Ιάκωβος επ’ αυτού ήταν κατηγορηματικός.

Εκτός από την Ακρόπολη πήγαμε τον Μελέκ και σε άλλα μέρη που είχα σωθεί αρχαιότητες. Υπήρχαν παντού αρχαία αγάλματα με κομμένα κεφάλια και χέρια. Ήταν τραγικό να βλέπεις τόση ομορφιά να πηγαίνει χαμένη στα χέρια ασεβών που νόμιζαν πως τους οδηγούσε η ευσέβεια.

«Άσεμνα τα αγάλματά σας, βρε Γραικοί» είπε ο Μελέκ «αλλά και τα κομμένα χέρια και κεφάλια δεν είναι ωραίο.»

«Έτσι τους είχαν τους θεούς τους οι Έλληνες, Μελέκ» του είπα. «Θαύμαζαν την ομορφιά και την αποθέωναν.»

Υπήρχαν παντού κολώνες, πλάκες, κιονοστοιχίες, βάσεις αγαλμάτων και στήλες με αγαλματίδια κι επιγραφές. Πήγαμε στην αρχαία αγορά, στη ρωμαϊκή αγορά, στο Θησείο και σε διάφορα άλλα μέρη. Ήταν ευχαριστημένος ο Μελέκ από την παραμονή του στην Αθήνα. Μια Παρασκευή, μάλιστα, πήγε στο Φετιγιέ τζαμί που ήταν πολύ ωραίος ναός και λειτουργούσε κανονικά. Προσευχήθηκε κι ένιωσε πολύ όμορφα.

«Να πάμε και στην εξοχή» ζήτησε.

«Θα σας πάμε στα μέρη που δόθηκαν μεγάλες μάχες» του είπε η Φουέντε. Ήξερε ότι θα άρεσαν σε έναν πολεμοχαρή γενίτσαρο τέτοια μέρη. «Θα δείτε που έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας και που έγινε η μάχη του Μαραθώνα» του είπε. «Στα μέρη αυτά οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες.»

Οι Πέρσες ήταν αντίπαλοι του Σουλτανάτου κι ο Μελέκ άκουσε ευχάριστα πως είχαν ηττηθεί εδώ. Πήγαμε στο Ποικίλο Όρος κι είδαμε τα στενά όπου έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κανονίσαμε να δούμε τον Μαραθώνα όπου έγινε η άλλη μεγάλη μάχη της ιστορίας. Αυτή η εκδρομή θα ήταν κάπως μεγαλύτερη γιατί ο Μαραθώνας απείχε περισσότερο.

«Μήπως είναι επικίνδυνα Ρωμιέ;» με ρώτησε ο Μελέκ. «Έχω μάθει ότι υπάρχουν ληστές στα γύρω βουνά.»

«Κι εκεί που πήγαμε επικίνδυνα ήταν, αλλά, δεν έγινε τίποτε. Ακόμα δεν έχει καταφέρει το νέο κράτος να επιβάλει παντού την τάξη» του είπα.

«Είχατε τον Οθωμανό κι είχατε την ησυχία σας. Τι τα θέλατε τα δικά σας κράτη;» είπε ο Μελέκ με εμφανή διάθεση να με πειράξει.

«Θα βρούμε κι εμείς την ησυχία μας. Θέλει μόνο λίγο χρόνο» του απάντησα.

«Μήπως να μην πάμε;» ρώτησε ο Μελέκ.

«Όχι, δεν θα κάνουμε πίσω. Θα προσέξουμε. Θα πάρουμε όπλα μαζί μας και σπαθιά. Θα είναι κι οι γενίτσαροί σου μαζί. Γιατί να τα βάλουν με τέσσερις οπλισμένους άντρες; Δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.»

«Δίκιο έχεις αλλά μια παροιμία λέει …»

«Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά» τον πρόλαβα.

«Ακριβώς» είπε ο Μελέκ. «Γι αυτό ας πάμε τουλάχιστον οπλισμένοι σαν αστακοί. Να πάρουμε χατζάρια και πιστόλες μαζί μας!»

Ξεκινήσαμε πολύ πρωί. Είχαμε διαδρομή τεσσάρων ωρών μέχρι να φτάσουμε στον Μαραθώνα. Προχωρούσαμε καβάλα στα άλογα αμέριμνοι. Οι δυο γενίτσαροι του Μελέκ Αχμέτ ήταν έμπειροι πολεμιστές κι ενέπνεαν σιγουριά.

«Μ’ αρέσει το κλίμα της Αθήνας» είπε ο Μελέκ.

«Όταν γεράσεις, έλα να ζήσεις εδώ» του πρότεινα.

Η Αϊσέ δεν μιλούσε καθόλου, ενώ, η Φουέντε δεν έκλεινε το στόμα της. Εξηγούσε τί υπήρχε στο κάθε μέρος από το οποίο περνούσαμε. Κατάφερε να περιγράψει στον Μελέκ σχεδόν ολόκληρη τη μάχη του Μαραθώνα. Κάναμε μόνο μια στάση στον Σχοινιά όπου ξεπεζέψαμε για να ξεπιαστούμε. Ήπιαμε καθαρό νερό και φάγαμε λίγη φέτα με ψωμί κι ελιές.

Εκεί ακριβώς είναι που δεχτήκαμε την ύπουλη επίθεση. Μας επιτέθηκαν πέντε άτομα που είχαν βέλη και χατζάρια κι έδειχνα να είναι εμπειροπόλεμοι. Μαζί με τον δυνατό θόρυβο ακούγονταν και βρισιές. Πρώτα δέχτηκαν τα βέλη τους οι δυο γενίτσαροι που αιφνιδιάστηκαν. Ο ένας σκοτώθηκε αμέσως κι ο άλλος πληγώθηκε, αλλά, πρόλαβε να πυροβολήσει. Σκότωσε τον έναν από τους ληστές.

«Τραβηχτείτε» φώναξα στις γυναίκες.

«Πρόσεχε πίσω σου Ρωμιέ» φώναξε ο Μελέκ Αχμέτ.

Γύρισα και πυροβόλησα. Άλλος ένας από τους ληστές έπεσε κάτω. Έβριζαν στα τουρκικά.

«Είναι Τούρκοι» έκανε έκπληκτος ο Μελέκ.

«Τούρκοι και Αλβανοί» τον διόρθωσα.

Με την πιστόλα σημάδεψε και σκότωσε έναν ακόμη ο Μελέκ. Δεν προλαβαίναμε να ξαναγεμίσουμε και βγάλαμε τα σπαθιά. Αυτοί, πριν μας χιμήξουν με τα σπαθιά τους, έριξαν από ένα ακόμα βέλος. Δεν πέτυχαν ούτε τον Μελέκ ούτε εμένα. Πέτυχαν όμως την Φουέντε!

«Πηγίτσα!» φώναξα σχεδόν σαν να χτυπήθηκα εγώ.

Όρμισα σαν τρελός για να την πιάσω καθώς έπεφτε.

«Πρόσεχε Ρωμιέ» μου φώναξε ο Μελέκ.

Με μια επιδέξια κίνηση σταμάτησε το χατζάρι του ληστή που στόχευε το κεφάλι μου. Αντί για το δικό μου, το κεφάλι του ληστή έφυγε από τους ώμους του από το περίτεχνο κτύπημα του Μελέκ. Δεν με ενδιέφερε. Στα χέρια μου είχα το άψυχο κορμί της Φουέντε. Το βέλος την είχε βρει κατ’ ευθείαν στην καρδιά. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά σαν να έβλεπε με έκπληξη τα γεγονότα.

Ήθελα να της μιλήσω αλλά δεν ήξερα τι να της πω. Δεν ήξερα που βρισκόμουν. Μια τα πεύκα του Σχοινιά και μια τα κατάρτια της ναυαρχίδας του Αλή Πασά περνούσαν από τα μάτια μου. Το γλυκό πρόσωπό της γέμισε με αχνιστό αίμα που ανέβρυζε από το στήθος της. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι ήταν που κοκκίνιζε από το αίμα. Ήταν το καθαρό της άσπρο πουκάμισο ή η χρυσαφένια ισπανική της πανοπλία; Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Ήμουν στην εξοχή της ελεύθερης Αθήνας ή πάνω στην τουρκική ναυαρχίδα στην αιχμή της μάχης; Ένιωσα πως είχα χάσει εντελώς κάθε αίσθηση χρόνου και τόπου. Δέχτηκα ένα χτύπημα στο κεφάλι που με ζάλισε και με έριξε αναίσθητο. Πριν κλείσουν τα μάτια μου, κράτησα σφιχτά το κορμί της Φουεντίνας μου. Είδα τον Μελέκ να σκοτώνει και τον τελευταίο από τους ληστές.

Ο κόσμος σταμάτησε να υπάρχει εκείνη τη στιγμή. Ο χρόνος σταμάτησε επίσης. Με μιας, σταμάτησαν όλα!

===

ΤΕΛΟΣ

===  

***********************

Η Φουέντε δέχτηκε ένα βέλος στην καρδιά κι ο Χάρμος την κρατά στην αγκαλιά του κι αναρωτιέται πού βρίσκεται. Είναι εδώ στον Μαραθώνα που δέχεται το βέλος η Φουέντε ή μήπως είναι κι οι δυο τους στο κατάστρωμα του Ρεάλ που έχει ενωθεί με την Σουλτάνα στη μεγάλη ναυμαχία στη Ναύπακτο. Είναι από ληστή Τουρκαλβανό στον Μαραθώνα το βέλος ή από γενίτσαρο την ώρα της μεγάλης μάχης, τέσσερα χρόνια πριν; Εδώ τελειώνει η ιστορία.

Αύριο ο Επίλογος που τον γράφει κι αυτόν ο Χάρμος στην Τραπεζούντα και το τέλος του βιβλίου.