Παρασκευή 2 Απριλίου 2021

30 Δον Χουάν Ηρακλείδης (κεφ.8γ)

Τελειώνει το κεφ. 8 με το τρίτο μέρος. Ο Χάρμος βρίσκεται αιχμάλωτος στο αμπάρι ενός πλοίου μαζί με άλλους πολεμιστές που ηττήθηκαν. Το πλοίο τους πηγαίνει σε ένα σκλαβοπάζαρο στην Ισταμπούλ. Ταξιδεύον μαζί του αρκετοί γνωστοί του από την Κύπρο. Αγωνιά για την Διονυσία και την Δηιάνειρα. Δεν γνωρίζει τίποτε για την τύχη τους.

*********************  

Δουλεμπόριο στην οθωμανική αυτοκρατορία


κεφ. 8γ

*** ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ***


Όταν συνήλθα χάραζε μια άγνωστη καινούρια μέρα. Το αχνό φέγγος της αυγής έμπαινε από έναν φεγγίτη κάπου ψηλά και μαρτυρούσε πως ξημέρωνε σιγά-σιγά. Ήμουν φυλακισμένος, δεμένος σε ένα κελί σκοτεινό στο υπόγειο κάποιας αποθήκης. Ήμουν εκεί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους. Είχαμε πιαστεί στην Πύλη της Αμμοχώστου ή σε άλλα μέρη της λεηλατημένης Λευκωσίας. Τα δεσμά μας ήταν αλυσίδες που πίεζαν καρπούς και αστραγάλους, χωρίς ελπίδα διαφυγής απ’ το μπουντρούμι. Η μυρωδιά ήταν βαριά κι ανυπόφορη. Την ένιωθα ακόμα κι εγώ που πρέπει να βρωμούσα κι ο ίδιος. Διψούσα τρομερά αλλά συνειδητοποίησα ότι ζούσα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι αφού δεν είχα σκοτωθεί εγώ στην ανατιναγμένη Πύλη, θα ζούσαν κι οι δυο μου γυναίκες. Ο διπλανός μου με είδε να κουνιέμαι μετά από πολλή ώρα. Μου γύρισε το πρόσωπό μου προς το δικό του. Ήταν αγνώριστος απ’ τους καπνούς και τα αίματα. Από κάπου εκεί κοντά ακούστηκε μια οικεία φωνή με ιταλική προφορά.

«Σε έσωσε η στολή λοχαγέ. Είπαν να σε κρατήσουν και να σε πουλήσουνε για λύτρα.»

Ήταν ο Άντζελο Καλέπιο, ο φρατέλο μου, συγγραφέας και Δομινικανός μοναχός. Ήταν γεμάτος καπνούς και λάσπες, μουτζουρωμένος σαν διάολος της κολάσεως.

«Φρα Άντζελο εσύ;» έκανα έκπληκτος.

Τον αναγνώρισα παρά τα χάλια του από την φωνή του κι ήμουν πολύ χαρούμενος που τον έβλεπα πάλι. Μέσα στα χάλια μας, κι αυτό ήταν κάτι …

«Τι έγινε το ημερολόγιο;» ήταν το πρώτο που ρώτησα.

«Το έχω πάνω μου. Όχι ολόκληρο βέβαια. Ένα μέρος του χάθηκε αλλά τα θυμάμαι όλα! Τα έχω γραμμένα εδώ μέσα» είπε δείχνοντας το κεφάλι του.

Μιλούσαμε σιγά. Έτσι κι αλλιώς η φωνή μας έβγαινε με μεγάλη δυσκολία.

«Έμαθες τι έγινε τελικά η πόλη;» ρώτησα.

«Η πόλη εάλω» είπε κάποιος από δίπλα. «Εσύ ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι;»

«Πήραν λάφυρα και σκλάβους» μου είπε ο διπλανός μου. «Οι υπόλοιποι πέθαναν!»

«Ο ορθόδοξος καθεδρικός;» ρώτησα.

«Δεν ξέρω τι έγινε εκεί» μου είπε ο Καλέπιο. «Ίσως να τα κατάφερε ο μπερμπάντης ο Λογαράς να τις σώσει. Βλέπεις, ήταν όμορφη η γυναίκα σου οπότε μπορεί να την πήραν σκλάβα για να την πουλήσουν.»

«Ξημερώνει Κυριακή;» ρώτησα.

Σκεφτόμουνα ότι Σάββατο πρωί είχε γίνει η έφοδος των Τούρκων και Σάββατο μεσημέρι είχα χτυπηθεί. Άρα, πρέπει να κοιμόμουν περίπου δεκαοχτώ ώρες.

«Ξημερώνει Τρίτη» μου είπε ο διπλανός.

Τινάχτηκα αιφνιδιασμένος κι ένιωσα να πονάω παντού σε ολόκληρο το κορμί μου.

«Τι λες; Δεν είναι δυνατόν» του είπα.

«Κοιμάσαι τρεις μέρες. Ήσουν σε κώμα» είπε ο Καλέπιο.

«Με γνωρίζεις;» με ρώτησε αυτός που ήταν δεμένος ανάμεσα σε μένα και τον Φρα-Άντζελο Καλέπιο.

Τον κοίταξα γυρίζοντας με δυσκολία προσπαθώντας να τον αναγνωρίσω. Το πρόσωπό του ήταν μπαρουτοκαπνισμένο κι είχε γένια γεμάτα με αίμα και λάσπη. Ήταν σκοτάδι ακόμα. Η αυγή είχε φέξει αλλά ο φεγγίτης ψηλά άφηνε ελάχιστο φως να μπαίνει στο μπουντρούμι όπου ήμασταν κλεισμένοι.

«Είμαι ο Γιώργης. Ο Γιώργης ο Τσόμης» μου είπε.

Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τη φωνή του. Τον κοίταξα καλύτερα και τον αναγνώρισα. Θα ήθελα να τον αγκαλιάσω, αλλά, βέβαια δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια.

«Γιώργη, τι έγινε;» ρώτησα αμήχανος σαν χαμένος.

«Μας χαλάσανε Χάρμο. Πήραν την πόλη δική τους κι εμάς μας πήραν σκλάβους. Δυο μέρες αλωνίζουν χωρίς καμιά συγκράτηση, κι ακόμη δεν τελείωσαν! Αμέτρητοι σκοτώθηκαν κι εμείς είμαστε τυχεροί που ζούμε ακόμα.»

Αυτό ακριβώς μου είχε ζητήσει η Διονυσία. Να ζούσα κι ας πιανόμουν αιχμάλωτος. Εκείνη όμως; Η Δηιάνειρα; Μακάρι να είχαν την ίδια τύχη με μένα. Οι Τούρκοι ήθελαν όμορφες σκλάβες και όμορφα παιδάκια γιατί τα πουλούσαν εύκολα. Θα πουλούσαν τις δυο αγάπες μου ακριβά γιατί ήταν όμορφες. Ακουγόταν τρελό αλλά ευχόμουν να είναι κάπου αλυσοδεμένες. Το άλλο ενδεχόμενο, να είχαν σκοτωθεί, δεν μπορούσα ούτε να το σκέφτομαι. Τρεις μέρες λεηλασίας δεν θα είχαν αφήσει τον καθεδρικό απείραχτο. Δεν άντεχα στη σκέψη του θανάτου. Την έσβηνα από το μυαλό μου που το προτιμούσα άδειο σαν άχυρο. Με παρηγορούσε η σκέψη ότι θα ήταν αλυσοδεμένες σαν εμένα, έτοιμες για το σκλαβοπάζαρο!

Ακούστηκε φασαρία κι άνοιξε η πόρτα. Μπήκαν μέσα οι γενίτσαροι και πήραν μερικούς αιχμαλώτους. Ένας πήγε να αντισταθεί και του έκοψαν το κεφάλι. Το είδα να πέφτει από τους ώμους του. Το ακονισμένο χατζάρι του γενιτσάρου έκοψε τον λαιμό σαν ένα καρβέλι ψωμί. Το νεκρό σώμα τραβήχτηκε έξω από αιχμαλώτους που ήταν λυμένοι και δούλευαν για τους γενίτσαρους ως μεταφορείς. Οι υπόλοιποι τρομαγμένοι βγήκαν κι η πόρτα έκλεισε βαριά πίσω τους. Ήμασταν όλοι παγωμένοι, όμως, γνωρίζαμε τι θα πει πόλεμος και τι ήττα, κι ήμασταν προετοιμασμένοι γι αυτό. Ήττα σήμαινε είτε τον θάνατο είτε την επίπονη περιπλάνηση στα σκλαβοπάζαρα. Ο αβάσταχτος βίος του σκλάβου περνούσε σε βρωμερά βυρσοδεψία ή σε μύλους-κολαστήρια. Ακόμα κι η ζωή του σιδηροδέσμιου κωπηλάτη σε μια γαλέρα ήταν δίκαιη πληρωμή με αντάλλαγμα τη ζωή του ηττημένου. Όλοι γνωρίζαμε τις συνέπειες.

«Έχουν ανοίξει από τώρα σκλαβοπάζαρο. Πουλάνε τους σκλάβους μεταξύ τους. Όσοι έπιασαν πολλούς τους πουλάνε σε όσους έπιασαν λίγους. Τους ξεφορτώνονται γιατί δεν μπορούν να μεταφέρουν σε ένα καλό σκλαβοπάζαρο πολλούς μαζί» μας εξήγησε ο Γιώργης.

«Και η τιμή τώρα είναι εξευτελιστική» συμπλήρωσε ένας άλλος πιο εκεί.

«Βολεύονται έτσι κι όσοι δεν κατάφεραν να μαζέψουν σκλάβους στην επιδρομή. Θα μας μεταπουλήσουν ακριβότερα όταν μας πάνε απέναντι» είπε ο Τσόμης.

«Από τη μέρα που πάτησαν πόδι στο νησί, ανοίξανε σκλαβοπάζαρο. Το έχουν στον Φοίνικα απέναντι απ’ την Κερύνεια και κάνουν χρυσές δουλειές» είπε κάποιος.

Ήταν γνωστή η φωνή στο βάθος, μιλούσε ιταλικά.

«Ποιος είσαι εσύ που μίλησες;» ρώτησα στα ιταλικά,. «Η φωνή σου γνωστή, αλλά, το μυαλό μου δεν δουλεύει καλά για να θυμηθώ το όνομά σου.»

«Είμαι ο Φραντσέσκο Κονταρίνι(i)» είπε αυτός.

«Φραντσέσκο, ζεις; Χαίρομαι γι αυτό.»

Ο Κονταρίνι είχε διακριθεί πολύ στις μάχες. Αντί για τα ιερατικά του ρούχα, φορούσε στολή πολεμιστή. Έδινε κουράγιο σε όλους μας τις σαράντα έξι μέρες της πολιορκίας της πόλης μέχρι την άλωσή της. Ο ιερέας που είχε δώσει όλο του το είναι για την υπεράσπιση της Λευκωσίας ήταν πολύ γενναίος άνδρας. Χάρηκα που άκουσα τη φωνή του.

«Κι εγώ χαίρομαι που ζεις λοχαγέ» μου είπε κι αυτός «κι ας είμαστε σε αυτή την κατάσταση, αλυσοδεμένοι και δούλοι! Έμαθες τίποτα για τη γυναίκα και την κόρη σου;»

«Όχι» του είπα με αγωνία. «Ξέρεις εσύ κάτι;»

«Λεηλάτησαν όλους τους ναούς κι όχι μόνο τους δικούς μας. Δεν σεβάστηκαν ούτε τους ορθόδοξους που έλεγαν ότι θα τους ξεχωρίσουν.»

«Έμαθες τίποτα;» τον ρώτησα πάλι.

«Όχι, όχι» μου είπε.

Δεν τον πίστεψα και ανησύχησα. Δεν σεβάστηκαν ούτε τον καθεδρικό των ορθοδόξων;

«Πες μου Φραντσέσκο» του είπα. «Πες μου τι γνωρίζεις. Θέλω να ξέρω, τι έγιναν η γυναίκα μου και το παιδί μου.»

«Δεν ξέρω λοχαγέ» μου είπε. «Πώς να ξέρω τι έγινε σε ολόκληρη την πόλη; Οι αχρείοι τα γκρέμισαν όλα, τα έκαψαν, σκότωσαν πολλούς, πιάσανε χιλιάδες αιχμάλωτους. Πώς να ξέρω τι γίνανε οι δικοί σου; Έλα στα συγκαλά σου!»

«Καλά, εντάξει» του είπα πιο ήρεμος.

«Δυστυχισμένε» έκανε ο Φρα-Άντζελο από δίπλα. «Έχε πίστη στο Θεό!»

«Πάψε φρατέλο» του είπα. «Άσε με στον πόνο μου.»

«Μα μόνο ο Θεός μπορεί να μας δώσει ελπίδα, λοχαγέ. Αυτή την ελπίδα χρειάζεσαι μέσα σου κι εσύ!»

«Δεν θέλω ελπίδα φρατέλο. Την γυναίκα μου θέλω και την κόρη μου» φώναξα. «Το καταλαβαίνεις αυτό;»

«Ηρέμησε λίγο, λοχαγέ και σκέψου πιο ψύχραιμα! Μην ανησυχείς. Οι Τούρκοι όλες αυτές τις μέρες δεν κυνηγούσαν γυναικόπαιδα. Εμάς ήθελαν να σφάξουν οι άτιμοι άπιστοι και δυστυχώς το κατάφεραν.»

Σταμάτησα να φωνάζω κι έμεινα ασάλευτος ενώ με βασάνιζαν οι σκέψεις. Στο μυαλό μου στριφογύριζε συνέχεια ο Ιάκωβος κι η εικόνα της Χριστίνας να διηγείται τις τελευταίες του στιγμές. Τον έβλεπα λες μπροστά στα μάτια μια να βγαίνει αγέρωχος από το φρούριο της Σουτσεάβας για να συζητήσει. Κι αντί γι αυτό, σκοτωνόταν από τους Βογιάρους.

Αμέσως μετά ερχόταν η εικόνα της Διονυσίας! Και μετά η Δηιάνειρα. Κι ύστερα πάλι ο Ιάκωβος. Και μετά η κηδεία του πατέρα μου στην Κερασούντα κι ας μην ήξερα αν ζούσε ή όχι. Οι εικόνες των νεκρών στρατιωτών μας αλλά και των νεκρών εισβολέων έρχονταν ολοζώντανες μπροστά μου. Τα μάτια όλων των πεθαμένων, δικών και ξένων, με κοιτούσαν με μιαν εύλογη απορία. Μέσα στο μυαλό μου ξετυλιγόταν ένα ατελείωτο δράμα από εικόνες και φαντάσματα. Και στο τέλος του κάθε εφιάλτη ερχόταν το πρόσωπο της Διονυσίας και το πρόσωπο της μικρής Δηιάνειρας. Ήταν ο μόνιμος επίλογος του εφιάλτη που έφευγε και πρόλογος εκείνου που ερχόταν. Οι δυο γυναίκες ζητούσαν με παρακάλια να τους δώσω βοήθεια.

Δεν μπόρεσα να μάθω την τύχη τους ούτε κι όταν αναχωρήσαμε απ’ την Λευκωσία. Πήγαμε πεζή στην Τεμόρφου(ii) όπου μας επιβίβασαν σε γαλέρες για να μας μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Ποιον θα ρωτούσα εξ άλλου έτσι σκλάβος κι αλυσοδεμένος που ήμουν; Ο ώμος μου πονούσε κι όλο μου το σώμα υπέφερε. Προχωρούσα για μέρες χωρίς να μιλάω, να βλέπω ή να σκέφτομαι. Η διαδρομή Λευκωσία-Τεμόρφου ήταν ένα μαρτύριο από την πείνα, την δίψα και την κούραση. Έστω και δύσκολα, κατάφερα να το περάσω.

Δεν ήμουν ούτε νέος και δυνατός για να πουληθώ για σκλάβος. Ή θα με σκότωναν ή θα έβγαζαν κάποιο κέρδος από μένα ανταλλάσσοντάς με για λύτρα. Εκείνο που μετρούσε ήταν μια γρήγορη λογιστική οικονομική αποτίμηση κέρδους-ζημίας. Τόσα έτρωγα, τόσο στοίχιζε η μεταφορά μου, τόσα έσοδα θα έφερνα, συν αυτό πλην εκείνο, νά το αποτέλεσμα. Αν έβγαινε θετικό έμενες για το σκλαβοπάζαρο, αλλιώς σε πουλούσαν για πενταροδεκάρες ή σε σκότωναν επί τόπου. Η ζωή ποτέ δεν είχε μικρότερη τιμή από όσο αυτές τις μέρες. Ο Καλέπιο είχε πει σε ένα γενίτσαρο, μάλλον τον ιδιοκτήτη μας, ότι θα έπιανα καλά λεφτά, κι έτσι σώθηκα. Φορούσα στολή λοχαγού που έδειχνε ότι ίσως ήμουν ευγενής, άρα θα ενδιαφέρονταν. Οι δουλέμποροι θα ζητούσαν τα λύτρα από τον Βενετό πρεσβευτή. Αν κάποιος ενδιαφερόταν για μένα, θα έβγαζαν ένα καλό ποσό για το τομάρι μου. Ο Καλέπιο τους είπε ότι θα είχαν σίγουρο κέρδος κι έτσι δεν με πείραξαν. Βέβαια, στη γαλέρα η ταλαιπωρία συνεχίστηκε. Παρά το τραύμα στον ώμο δεν γλίτωσα ούτε από την κωπηλασία ούτε από τα σιδερένια μου δεσμά. Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, με εξάντλησαν.

Στο ταξίδι πέθαναν αρκετοί από αρρώστιες ή πληγές που κακοφόρμιζαν. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια για κανέναν από τους αιχμαλώτους να γλιτώσει την ταλαιπωρία. Τράβηξα κουπί κι έμαθα τι θα πει κωπηλάτης σε γαλέρα. Βρώμα και δυσωδία, πόνος σε ολόκληρο το σώμα, πλήρης εξάντληση κι επιβίωση στα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Κανείς δεν είχε όρεξη για συζητήσεις. Το ταξίδι Κύπρος-Πόλη πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια ανακουφιστική βουβαμάρα.

Κωπηλατούσα μονότονα χωρίς να σκέφτομαι, αφού οι σκέψεις με πλήγωναν. Πότε με εφιάλτες και πότε με φαντασίες το μυαλό μου εξακολουθούσε να με παιδεύει. Άλλοτε ξέφευγα απ’ την θλιβερή πραγματικότητα κι άλλοτε βυθιζόμουν βαθιά σ’ αυτήν. Αντιμετώπιζα με ενστικτώδη τρόπο την τραγική μου μοίρα. Είχα συμβάλει, μαζί μ’ όλη την Αδελφότητα, σε μια επική προσπάθεια. Είχαμε βοηθήσει την Βενετία να πολεμήσει τους Τούρκους κι οι Δόγηδες το είχαν καταγράψει στα κατάστιχά τους. Η απώλειά μου ή η αιχμαλωσία μου είχαν περάσει, ή θα περνούσαν σύντομα, στα λογιστικά τους βιβλία. Μπορούσαμε πια να αξιώσουμε από τους Βενετούς ισότιμη μεταχείριση στην εξέγερσή μας, όταν θα γινόταν. Η θυσία τόσων ανδρών κι οι κίνδυνοι που είχαμε περάσει, θα μετρούσαν υπέρ μας σε μια ενδεχόμενη διαπραγμάτευση.

Ωστόσο, πριν από όλα, έπρεπε να πάρει τη σκυτάλη ο Πάπας να φτιάξει το αντιτουρκικό στρατόπεδο. Η αντίσταση της Λευκωσίας είχε σώσει, προς το παρόν, την Αμμόχωστο. Η Κύπρος δεν είχε πέσει με μια αστραπιαία κίνηση στα χέρια του Οθωμανού. Ο Ισπανός βασιλιάς πιεζόταν στα παράλιά του και στο νότο της χώρας του από τους Μορίκος. Το σκηνικό που ζητούσαμε είχε στηθεί. Ο χριστιανικός συνασπισμός είχε έρθει ένα βήμα πιο κοντά.

Οι απώλειες, βέβαια, ώσπου να γίνει αυτό, ήταν πολύ μεγάλες. Φοβόμουν μήπως περιείχαν κι ένα προσωπικό δικό μου δράμα. Αποδεχόμουν ευχαρίστως τον δικό μου θάνατο, ο οποίος, εξ άλλου, ποτέ δεν με φόβιζε. Για τους δικούς μου ανθρώπους όμως τον έτρεμα. Είχα γεμίσει ενοχές κι είχα πολλές τύψεις που είχα αφήσει, τότε, μόνο του τον Ιάκωβο στη Σουτσεάβα. Τότε που επαναστάτησαν οι Βογιάροι και που τον σκότωσαν. Αν πάθαιναν κακό τώρα οι δυο αγαπημένες μου υπάρξεις ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Ήμουν ο φταίχτης που τις παρέσυρε άδικα στο σφαγείο της Λευκωσίας; Δεν άντεχα ούτε να το σκέφτομαι. Ήλπιζα ότι θα ήταν αλυσοδεμένες και ότι θα οδηγούνταν σε κάποιο σκλαβοπάζαρο όπου θα τις ξανάβρισκα. Ήταν πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Θα έπρεπε να έχει συμβεί, γιατί ήταν το μόνο που άντεχα να σκέφτομαι!

Τεμόρφου και μετά Φοίνικας στην απέναντι από την Κύπρο ακτή. Ρόδος, Κάλυμνος, Πάτμος, Ικαρία, Χίος, Μυτιλήνη, Μπεχράμ, Τσανάκκαλε, Καλλίπολη, Μαρμαράς, Πάνορμος, Πόλη. Μια διαδρομή που ισοδυναμούσε με δέκα γολγοθάδες για τον καθένα μέσα στα αμπάρια της δουλεμπορικής γαλέρας. Μας πήγαινε και την πηγαίναμε. Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι δεν άντεξε και πέθανε. Παρέδωσε τα ημερολόγιά του, όπου ήταν γραμμένο το χρονικό των παθών μας, στους ανθρώπους γύρω του. Ύστερα παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. Οι Τούρκοι έκαναν μια μικρή λειτουργία για την διάβαση του καθολικού επισκόπου από τον επίγειο κόσμο στον ουράνιο. Όταν έριξαν το πτώμα του στη θάλασσα, εμείς οι σκλάβοι από τα αμπάρια τραγουδήσαμε ένα ρέκβιεμ για αποχαιρετισμό. Κι άλλοι πολλοί δεν άντεξαν κι έφυγαν για την άλλη ζωή στην οποία πίστευαν όσο ζούσαν. Άφησαν τους επιζήσαντες σκλάβους να τραβάμε κουπί και να ελπίζουμε. Η θάλασσα έγινε η τελευταία τους κατοικία. Στην απελπισία μας, τίποτε δεν μας ένοιαζε πια. Απλά πλησιάζαμε στην Πόλη. Οι πιο πολλοί καταφέραμε να φτάσουμε στο τέλος του ταξιδιού.

Ο Φρα Άντζελο, με το σημειωματάριό του, ο Γιώργης Τσόμης κι ο Γιώργος Σωζόμενος έφτασαν μαζί μου στο τέρμα. Ξεθεωμένοι αντικρίσαμε, από το μοναδικό φιλιστρίνι του αμπαριού, την παντοτινή και πολύχρυση Πόλη. Βασιλεύουσα πόλη των Χριστιανών Ρωμαίων κάποτε, και των Οθωμανών τώρα. Για μας βέβαια δεν ήταν η πιο λαμπρή πόλη του κόσμου αλλά ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου!

===

παραπομπές:

i Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι ήταν ένας Λατίνος ιερέας, επίσκοπος Πάφου αλλά πολεμιστής της Λευκωσίας, που ήταν μια από τις ηρωικές μορφές στην πολιορκία της Λευκωσίας. Πέθανε κατά την εισβολή των Τούρκων ή μετά την την αιχμαλωσία και κατά την μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια /κ.α)

ii Τεμόρφου λεγόταν επί φραγκοκρατίας η Μόρφου

*********************

Από Δευτέρα 5/4 μπαίνουμε στο κεφάλαιο 9.