Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

39 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 39η

Στην πρώτη ενότητα με τίτλο "κομμάτι του τελευταίου κεφαλαίου, με τίτλο "Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος" βλέπουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουν το θέμα της εξουσίας, στη νέα εποχή, οι φίλοι Αθηναίοι, ο Δημήτριος Φαληρέας που φεύγει κι ο Δημήτριος Αντιγονίδης που έρχεται.

************************************ 


11η Ιουνίου Απόγευμα. 

"Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος" (μέρος β')

................

Στην Αθήνα η τρέχουσα διοίκηση της πόλης γινόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από δούλους. Ήταν ικανοί άνθρωποι κι εργάζονταν κάτω από αυστηρό έλεγχο.

«Η διοίκηση της πόλης ορίζεται από τους κληρωτούς πολίτες. Οι στρατηγοί εκλέγονται απ’ όλους» συνέχισε ο Μύρων. «Έτσι η πόλη αξιοποιεί όλα τα ταλέντα της και τις ικανότητές των πολιτών της».

«Η αλήθεια είναι» παραδέχτηκε ο Καινέας «ότι με τον Φαληρέα μπερδεύτηκα. Την πολιτεία του Πλάτωνα την έκανε να μοιάζει με τυραννία».

«Ας πιούμε ένα ποτήρι ακόμα κι ας πούμε ένα εβίβα ακόμα» είπε ο Ζείκρατος.

«Εγώ σας αφήνω τώρα να φιλοσοφήσετε όσο θέλετε. Μπορείτε να παινέψετε το "ελεύθερο" πολίτευμά σας χωρίς τις δικές μου φιλοσοφικές ενοχλήσεις» είπε η Ιππαρχία. «Πάω να βρω τον Κράτη».

«Φεύγω κι εγώ» είπε ο Καινέας. «Ελπίζω, μόνο, να μη μετανιώσουμε πολύ σύντομα που ανεβάσαμε στον Όλυμπο αυτόν τον νεαρό γιο του Αντίγονου».

«Συμμερίζομαι τους φόβους σου, Καινέα. Η δημοκρατία αυτή τη φορά δεν είναι και τόσο σταθερή» είπε ο Μύρων.

«Συμφωνώ κι εγώ» είπε κι ο Ζείκρατος.

Όταν έφυγαν η Ιππαρχία κι ο Καινέας, ο Ζείκρατος γύρισε προς τον φίλο του.

«Γιατί δεν φωνάζεις την Κλεοτίμα; Ξέρω πως θα σου άρεσε να είναι στην παρέα μας».

«Αν φωνάξεις εσύ την Νικάτα, τότε, θα πω κι εγώ στην Κλεοτίμα!» του απάντησε ο Μύρων.

Πείραζαν ο ένας τον άλλον. Μετά το έντονο τριήμερο των εξελίξεων μπορούσαν να χαλαρώσουν. Ανησυχούσαν όμως για το μέλλον.

«Η αλήθεια είναι ότι ο Δημήτριος, μοιάζει πολύ με τον Αλέξανδρο σε όλα και, κυρίως, στην αλαζονεία» είπε ο Μύρων.

«Την ελευθερία οι Μακεδόνες την νιώθουν μόνο στα όπλα, μόνο μέσα από την δύναμη. Πολίτης είναι ο οπλίτης και μόνο ο στρατός παίρνει αποφάσεις».

«Γι αυτό δεν βρίσκουν διάδοχο βασιλέα. Δεν έχουν ένα τρόπο να συγκεντρωθούν στρατιώτες που είναι στις άκρες της γης, σε Βακτρία, Θράκη Αίγυπτο... Είναι, βλέπεις, σκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου! Κι όσο δεν αποφασίζουν, τρώγονται οι διάδοχοι με συνεχείς πολέμους».

«Δεν είναι πολύ διαφορετικό το δικό τους πολίτευμα απ’ την ολιγαρχία της Σπάρτης. Στους Λάκωνες, πολίτες είναι μόνο οι όμοιοι. Στους Μακεδόνες πολίτες είναι οι οπλίτες. Και σε εμάς έτσι ήταν παλιά. Μόνο που εμείς την ισοκρατία την κάναμε θεσμό. Κάναμε πολίτες τους ναυτικούς και τους θήτες. Έτσι φτιάξαμε το πολίτευμα που έχουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Όχι “έχουμε”. “Είχαμε” εννοείς, Ζείκρατε! Κι από όταν το χάσαμε παλεύουμε να το αποκτήσομε ξανά».

«Έχεις δίκιο, αφού ακόμα χρειαζόμαστε σωτήρες».

«Αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς» είπε ο Μύρων.

«Να άρχει και να άρχεται εξ ίσου ο καθένας! Πολίτης κι όχι υπήκοος! Μόνο έτσι αξίζει να κυβερνιέται ένας τόπος!»

«Συμφωνώ, Ζείκρατε, μόνο έτσι!»

...................................................

Ο Φαληρέας κι ο Θεόφραστος βρίσκονταν σ’ ένα πλοίο με το όνομα “Θεσσαλονίκη”. Ναύαρχος ήταν ο Ολόστρατος, ένας Μακεδόνας που είχε πολλά χρόνια στη θάλασσα. Δεν είχε έρθει μαζί τους ο Πολέμων. Έμεινε στην Ακαδημία για να ζητήσει άδεια λειτουργίας από την Εκκλησία του δήμου. Το επιχείρημα του Πολέμονα έναντι του Θεόφραστου ήταν πως θα επικαλείτο τον Πλάτωνα. Το όνομά του ήταν καλύτερο απ’ του Αριστοτέλη που είχε κατηγορηθεί ως προδότης.

Ο Ολόστρατος είχε ξεκινήσει από το απόγευμα για να πιάσει στο ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα(*1). Θα διανυκτέρευαν εκεί κι αύριο το πρωί θα ξεκινούσαν για την Αυλίδα. Δεν ήθελε να φύγουν το πρωί από τη Μουνιχία, μήπως αντιμετώπιζαν καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Καλύτερα να ήξεραν όλοι πως το πλοίο του είχε ήδη αναχωρήσει. Τη σκέψη του βέβαια δεν την είχε πει στον Θεόφραστο που ανησύχησε.

«Πού μας πάει ο Μακεδόνας; Σε λίγο νυχτώνει. Θέλει να μας ρίξει στα βράχια;»

«Ησύχασε» του είπε ο Δημήτριος. «Φεύγει από σήμερα από τη Μουνιχία αλλά θα διανυκτερεύσει εδώ κοντά».

«Πού πάμε; ... στο άγνωστο!» είπε ο Θεόφραστος.

«Δεν είναι τόσο άγνωστη η Θήβα, Θεόφραστε. Εκεί θα μας περιμένουν. Τα κανόνισε όλα η Ευρυδίκη».

«Θέλω να γυρίσω όσο πιο σύντομα μπορώ».

«Θα περιμένεις, δάσκαλε, ειδοποίηση του Αντιγονίδη» του είπε ο Θεόδωρος. «Αλλιώς, θα είναι επικίνδυνο».

«Θα ασχοληθεί μαζί μου ο σωτήρας και θεός;» έκανε εκείνος με διάθεση ειρωνείας.

«Θέλει να τον μάθεις φιλοσοφία! Υπάρχει Μακεδόνας που να μην λιγουρεύεται τον Περίπατο;» είπε ο Φαληρέας.

«Α, ειδικά όταν θέλει να περάσει για φιλοσοφημένος στρατηγός!» συμπλήρωσε ο Θεόδωρος.

«Ήταν αιχμή για μένα αυτό;» τον ρώτησε ο Φαληρέας.

«Όχι Δημήτριε!» είπε ο Θεόδωρος. «Εξάλλου εσύ ήσουν στ' αλήθεια φιλοσοφημένος, όχι όπως οι βάρβαροι».

«Η ανταλλαγή επιστολών με τον Πτολεμαίο αργεί. Μου είπε η Ευρυδίκη πως είναι καλύτερα να πάω στην Πέλλα μέχρι να πάρει απάντηση. Εξ άλλου θέλω να δω τον Κάσσανδρο και να προετοιμάσω το ταξίδι στην Αίγυπτο».

«Εγώ δεν πάω τόσο μακριά» είπε ο Θεόφραστος.

«Εγώ θα πάω» είπε ο Δημήτριος. «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μου, Θεόδωρε;»

«Μα φυσικά. Εξάλλου, δούλος σου είμαι».

«Στο γράμμα που άφησα για το προσωπικό, σημειώνω πως είσαι πλέον ελεύθερος».

«Θέλεις να φύγω;»

«Λέω μόνο πως, αν θέλεις, μπορείς να φύγεις».

«Θα έρθω μαζί σου όπου πας. Αν φτάσουμε κάποτε στην Αλεξάνδρεια, ίσως κάνω ένα ταξίδι στη Ρόδο».

«Αλεξάνδρεια!» είπε ο Δημήτριος. Αφέθηκε να πλανηθεί στα μέρη της Αφρικής με τη φαντασία του. «Όλοι λένε πως εκεί φτιάχνεται μια καινούρια Ελλάδα».

«Όλα είναι καινούργια στις νέες πόλεις της Ανατολής. Νέες χώρες, τεράστιες εκτάσεις, πλούτος. Ένας καινούριος κόσμος φτιάχνεται εκεί».

«Νά πεδίο δόξης λαμπρό για να συμβάλεις κι εσύ!»

«Ίσως εκεί με ακούσουν» είπε σκεπτικός ο Δημήτριος.

«Ο Λαγίδης είναι άνθρωπος σοφός κι αποτελεσματικός. Ξέρει να ακούει και ξέρει να κρίνει» είπε ο Θεόδωρος. «Θέλει να κάνει την Αλεξάνδρεια πρώτη πόλη στον κόσμο κι αν τον βοηθήσεις θα στο αναγνωρίσει».

«Θα του δώσω την ιδέα και τα σχέδια για ένα τέμενος των Μουσών και μια παγκόσμια βιβλιοθήκη. Αυτός έχει χρήμα κι εργάτες και μια σπουδαία πόλη για να τα φτιάξει. Ελπίζω να με ακούσει για το δικό του το καλό».

«Αφού δεν σε άφησε η Αθήνα ..».

«Στην Αθήνα οι σοφοί όλου του κόσμου έρχονται μόνοι τους να την δουν κι οι συγγραφείς γράφουν βιβλία. Ίσως να μην είχε ανάγκη το Μουσείο η Αθήνα. Η Αλεξάνδρεια όμως, αν θέλει να την φτάσει ή να την ξεπεράσει, πρέπει να βρει τρόπο να τους προσελκύσει».

«Πώς το φαντάζεσαι το Μουσείο, Δημήτριε;»

«Έναν τεράστιο χώρο με καταλύματα για τους σοφούς που θα έρχονται. Πρυτανείο για την τροφή τους, γυμναστήρια, στάδια με εξέδρες για να μιλούν, κήπους για περιπάτους. Θα χρειάζονται κι εργαστήρια για να φτιάχνουν μηχανές».

«Κι η βιβλιοθήκη;»

«Θέλω να μαζευτεί όλη η σοφία του κόσμου σε ένα κτίριο, με χιλιάδες αντιγραφείς και αναγνωστήρια. Το Μουσείο κι η βιβλιοθήκη θα κάνουν την Αλεξάνδρεια το νέο κέντρο του κόσμου».

«Μακάρι να καταλάβουν τα όνειρά σου!»

«Δεν είναι όνειρα, είναι σχέδια» είπε ο Δημήτριος.

Ο Θεόδωρος δεν του μίλησε άλλο. Τον είδε που είχε βυθιστεί στο δικό του όραμα. Ήξερε πόσο φευγαλέα κι απατηλά ήταν, συχνά, τα όνειρα των ανθρώπων. Από την άλλη πάλι, γνώριζε πόσο άλλαζαν τον κόσμο και πόσο ακατανίκητα γίνονταν όταν η τύχη στεκόταν πλάι τους.

Τα οράματα του Ξέρξη και του Αλέξανδρου ήταν το ίδιο ισχυρά, Είχαν καταλήξει το ένα σε μια τραγωδία και το άλλο σε θρίαμβο. Έπλεαν έξω από τον φαληρικό όρμο. Ο ήλιος αυτό το απόγευμα ήταν πολύ μεγάλος, ζεστός και πορτοκαλής.

«Χωρίς οράματα ο άνθρωποι θα ζούσαν στις σπηλιές» είπε ο Δημήτριος, σπάζοντας την σιωπή. «Τα πολιτεύματα τούς βοηθούν να ζουν όλοι μαζί».

Ο Θεόδωρος κούνησε το κεφάλι.

«Για να κυβερνηθεί όμως η πολιτεία χρειάζεται ο νόμος κι αυτό σημαίνει στιβαρή κυβέρνηση. Θέλει βασιλιά σοφό και λαό ευπειθάρχητο» συνέχισε ο Δημήτριος. «Έχω τη γνώμη πως αυτό συμβαίνει στην Αίγυπτο».

«Λένε καλά λόγια για τον Πτολεμαίο» είπε ο Θεόδωρος.

«Έχει οράματα. Κάνει ό,τι έκανα κι εγώ, μόνο που έχει άφθονους πόρους και δικό του στρατό».

Ο Δημήτριος ξαναχώθηκε στις σκέψεις του. Μετά από λίγο είπε στον Θεόδωρο το απόφθεγμά του.

«Στιβαρή κυβέρνηση κι οράματα. Έτσι κυβερνιέται μια πολιτεία!»

«Μόνο έτσι» συμφώνησε σαν ηχώ κι ο Θεόδωρος.

..........................................................

Ο Αντιγονίδης ετοιμαζόταν για τα Μέγαρα. Μέσα του είχε ωριμάσει η απόφαση. Στην Αθήνα όλα πήγαιναν καλά. Γιατί να έμενε εδώ και να άρχιζε την πολιορκία της Μουνιχίας χάνοντας τον καιρό του; Έτσι κι αλλιώς η πολιτεία τού είχε παραδοθεί κι ο δήμος ήταν μαζί του ψυχή τε και σώματι. Οι Μακεδόνες του Κάσσανδρου, πολιορκημένοι, θα τον περίμεναν να έρθει και να τους πάρει με την ησυχία του. Στο μεταξύ θα έφθαναν κι άλλα πλοία του από το Αιγαίο, με μηχανικούς που ήξεραν να φτιάχνουν πολιορκητικές μηχανές. Ήθελε να δουν οι Αθηναίοι τις μηχανές του, να πάθουν την πλάκα τους. Ο Δημήτριος ο «ελευθερωτής» και «σωτήρ» θα λεγόταν από εδώ και στο εξής «πολιορκητής»! Ναι, αυτό ήταν μια καλή, σωστή προσφώνηση. Θα πήγαινε, λοιπόν, στα Μέγαρα. Θα έδιωχνε τη φρουρά του Κάσσανδρου και θα έδινε στην πόλη το πολίτευμά της, το ελεύθερο, το ελληνικό.

«Πώς κρίνεις την απόφασή μου να πάμε στα Μέγαρα;» ρώτησε τον Αριστόδημο.

«Σωστή απόφαση. Η Μουνιχία θα πέσει έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ανάγκη να βιαστούμε» είπε ο εταίρος του.

Σεβόταν τη γνώμη του Αριστόδημου. Ήταν τυχερός που τον είχε μαζί του.

«Έμαθες αν φεύγει αύριο το πλοίο από τη Μουνιχία;»

«Ξεκίνησε ήδη με ναύαρχο τον Ολόστρατο. Θα μείνει να διανυκτερεύσει κάπου κοντά. Και θα συνεχίσει για την Αυλίδα αύριο το πρωί. Φαίνεται ότι φοβάται» είπε γελώντας ο Αριστόδημος.

«Είναι ανόητος. Δεν του είπαν ότι έχει την άδεια μας;» είπε χαμογελώντας ο Δημήτριος. «Ξέρεις αν πήρε μαζί του τον Θεόφραστο και τον Πολέμονα;»

«Ο Θεόφραστος πήγε με τον Φαληρέα, ο Πολέμων όμως δεν θέλησε να φύγει».

«Να προσέχεις μην γίνει καμιά κίνηση εις βάρος του. Να έχεις στο νου σου την Ακαδημία του».

«Θα προσέχω» είπε ο Αριστόδημος.

«Ετοίμασες το πλοίο για την Έφεσο;»

«Ετοίμασα. Θα φύγει αύριο πρωί-πρωί και θα γυρίσει με τους καλύτερους μηχανικούς μας».

«Εντάξει, μπορείς να φύγεις».

Ο Δημήτριος σωτήρ, γιος του Αντιγόνου Μονόφθαλμου είχε τις φιλοδοξίες του. Θα ήταν σύντομα ο κατακτητής κι ο ελευθερωτής της Ελλάδας. Τα νησιά του Αιγαίου ήταν το πρώτο του βήμα, δεύτερο η Αττική, μετά η Πελοπόννησος, ανυπόμονη να εξεγερθεί κι αυτή. Μετά η Θεσσαλία, ίσως η Ήπειρος και στο τέλος ... η Μακεδονία! Αυτή την πορεία είχαν σχεδιάσει με τον πατέρα του, τον πιο ισχυρό άνδρα της οικουμένης. Έπρεπε να κάνουν γρήγορα, πριν συνασπιστούν εναντίον του οι άλλοι. Δεν ήταν λίγοι, ο Λυσίμαχος, ο Πτολεμαίος, ο Κάσσανδρος κι ο Σέλευκος. Ήταν βέβαιο πως δεν θα άντεχαν να μαζεύει όλη την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου μόνος του ο Αντίγονος. Θα ήθελαν να γίνουν εκείνοι κοσμοκράτορες ή να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Γι αυτό, έπρεπε να βιαστεί.

Αν φοβόταν κάτι ήταν ... τον εαυτό του! Φοβόταν τις ασωτίες στις οποίες ήταν επιρρεπής και τις διασκεδάσεις που τον τραβούσαν σαν μαγνήτης. Αναζητούσε τις απολαύσεις της σάρκας και του πνεύματος. Δεν μπορούσε να αποφεύγει τις ωραίες γυναίκες που, για χάρη τους, τα έδινε όλα. Ενέδιδε στο πιοτό συχνά. Τον χαρακτήριζε μια ανεμελιά και -το χειρότερο όλων- μια ριψοκινδύνευση με την οποία επέμενε να φλερτάρει. Λες και τον απωθούσε η σιγουριά ενώ τον έλκυε ο κίνδυνος. Ο πατέρας του γνώριζε τις αδυναμίες του, όμως, εξακολουθούσε πιστεύει σ' αυτόν. Κι εκείνος, τώρα, θα του αποδείκνυε ότι δεν είχε κάνει λάθος σε αυτή την πίστη. Θα του έδειχνε πως στις κρίσιμες στιγμές ήταν ο άξιος γιος του πατέρα του, ικανός για το καλύτερο.

Ο Αντίγονος ήταν ο στρατηγός-αυτοκράτωρ όλης της Ασίας. Είχε ανακηρυχθεί επίσημα Επιμελητής των διαδόχων του Αλέξανδρου. Ήταν δύο, ο νεαρός Αλέξανδρος Δ', γιος της Ρωξάνης, κι ο Φίλιππος Αρριδαίου, ο ετεροθαλής αδελφός του Αλέξανδρου. Σαν Επιμελητής ήταν ο νόμιμος διεκδικητής του αχανούς κράτους που είχε δημιουργηθεί. Είχε καθήκον να το ενώσει και πάλι για λογαριασμό των διαδόχων. Φυσικά, αν τα κατάφερνε, δεν επρόκειτο να παραδώσει το τεράστιο κράτος σε ανίκανους. Ούτε ο ανήλικος γιος της Ρωξάνης το άξιζε ούτε ο καθυστερημένος Αρριδαίος. Θα γινόταν κοσμοκράτορας ο ίδιος, με την έγκριση του μακεδονικού στρατού. Κατόπιν θα παρέδιδε την αχανή αυτοκρατορία στον γιο του.

Πραγματικά, ο Αντίγονος, στα εβδομήντα πέντε του, δεν εργαζόταν για τον εαυτό του αλλά για τον Δημήτριο. Οι δυο τους, όμως, έπρεπε να βρουν τρόπο να ενώσουν -με το σπαθί και την σάρισα- το τεράστιο κράτος. Σε αυτούς είχε πέσει ο κλήρος να συνεχίσουν το έργο του μεγάλου στρατηλάτη. Ο ξαφνικός θάνατός του είχε ματαιώσει την προγραμματισμένη εκστρατεία του στην Αραβία. Στη δύση υπήρχαν η Ρώμη κι η Καρχηδόνα για να κατακτηθούν. Ήταν βαριά και προκλητική αυτή η κληρονομιά που παραλάμβανε ο Δημήτριος από τους Μακεδόνες προγόνους του. Ένιωθε πως ήταν, αληθινά, ικανός να ανταποκριθεί.

Είχε δύναμη, πόρους, ικανότητα και διάθεση. Ήταν, στ’ αλήθεια, ο κατάλληλος άνθρωπος για να δώσει στον κόσμο ένα νέο είδος διακυβέρνησης. Ένα κόσμο ενωμένο από τη μια άκρη ως την άλλη, με μια γλώσσα, έναν ηγέτη, κι ένα σκοπό, την ευημερία των ανθρώπων.

«Μόνο έτσι μπορεί να κυβερνηθεί ο κόσμος» σκέφτηκε.

Αν γίνονταν όλα αυτά, θα ξεπερνούσε σε δόξα και τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Θα γινόταν κατακτητής ανατολής και δύσης και, δικαίως, θα αποθεωνόταν. Στο έργο αυτό είχε την αμέριστη βοήθεια του Αντιγόνου, γι αυτό και τον τιμούσε βαθιά. Τον άκουγε και του φερόταν όπως ίσως κανείς άλλος γιος για τον βασιλιά-πατέρα(*2) του.

Ένα ρίγος τον διαπέρασε με τις ίδιες του τις σκέψεις. «Θεοί, μπορεί άραγε να ξεπεραστεί ο Αλέξανδρος;» ήταν η ανίερη σκέψη. Μπορούσε η Μεσόγειος να γίνει ελληνική λεκάνη ειρήνης με τους Μακεδόνες κυρίαρχους του νέου κόσμου; Αν κάποιος μπορούσε να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο όνειρο, ποιος άλλος από τον ίδιο θα μπορούσε να είναι; Μόνο αυτός είχε τα νιάτα, την όρεξη και την δύναμη για να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Θα το έκανε!

«Μόνο έτσι αξίζει να κυβερνηθεί αυτός ο κόσμος! Ναι, μόνο έτσι!» σκέφτηκε.

................................................

Παραπομπές:

(*1) Ο ναός βρίσκεται στην Ακτή του Αστέρα Βουλιαγμένης (στο Astir beach) στο μεσαίο από τα τρία γλωσσίδια αμμουδιάς.

(*2) Υπήρχε μια παράδοση να κινδυνεύουν με πατροκτονία οι βασιλείς από τους διαδόχους τους. Ο Δημήτριος έσπασε αυτή την παράδοση κι ο Αντίγονος τον δεχόταν στη σκηνή του ακόμα και οπλισμένο, πράγμα που ως τότε ήταν ταμπού.

************************************

Την Δευτέρα η συνέχεια με την δεύτερη ενότητα του τελευταίου κεφαλαίου.