Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

36 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 36η

Ο Δημήτριος Φαληρέας καταφέρνει τελικά να κάνει έρωτα, αλλά διαπιστώνει πως έκανε μια τρύπα στο νερό. Όχι μόνο δεν είναι ο πρώτος άντρας στη ζωή της αλλά έχει να αντιμετωπίσει και τους φίλους της που εισβάλλουν σπίτι του και την αναζητούν.

*******************************


Μεσημέρι 11 Ιουνίου 307 π.Χ. (γ' μέρος)

..............................

Ο Φαληρέας ήξερε πως είχε αργήσει άσκοπα με τις ανόητες αμφιβολίες του κι ότι έπρεπε να βιαστεί. Η εισβολή του Ιάσονα του έδωσε να καταλάβει πως δεν υπήρχε χρόνος για συναισθηματισμούς. Αυτή τη φορά που η Δάφνη τον κάλεσε σαν «Ιάσονα» ανταποκρίθηκε. Έτσι κι αλλιώς την ήθελε. Της μίλησε τρυφερά και την πλησίασε απαλά για να μην την τρομάξει. Εκείνη ήθελε να ζήσει τον έρωτα κι εκείνος μπορούσε να της δώσει ό,τι ζητούσε. Πονούσε το σώμα του από τα χτυπήματα του Ιάσονα, βούιζε το κεφάλι του, όμως είχε ανακάμψει. Είχε καθαρίσει τα αίματα από τις πληγές και τις γρατζουνιές κι είχε συνέλθει από το άγριο ξύλο που είχε φάει.

Η νεαρή κοπέλα, χαμένη στον κόσμο των ουσιών, ήθελε ανδρικό χάδι κι εκείνος της το έδωσε απλόχερα. Της έκανε έρωτα προσφέροντάς της τον εαυτό του όπως είχε χρόνια να κάνει. Ένιωσε απ’ την πλευρά της την ίδια απόλυτη παράδοση. Για τον Φαληρέα, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη ό,τι έζησε μαζί της. Πονούσε κι έτσουζε όταν τα χέρια της άγγιζαν το σώμα του εκεί που είχε ματώσει, όμως του άρεσε ακόμα κι ο πόνος. Απόλαυσε το κορμί της κι είχε την εντύπωση -ή έστω την ψευδαίσθηση- ότι κι εκείνη απόλαυσε το δικό του. Αισθάνθηκε έντονη χαρά και μιαν άγρια επιβεβαίωση όταν τα αισθάνθηκε όλα αυτά. Παρά την ηλικία του και την ταλαιπωρία που είχε υποστεί, μπορούσε ακόμα να προσφέρει απόλαυση.

Όσο κι αν βασιζόταν στο ψέμα, ήταν πρωτόγνωρο και για τους δυο αυτό που τούς συνέβη. Ο Δημήτριος αισθανόταν ικανοποίηση καθώς κατακτούσε το αντικείμενο του πόθου του. Η Δάφνη ένιωθε -κι ας μην τον έβλεπε αφού είχε κλειστά τα μάτια- πως κατακτιόταν από τον Ιάσονα. Αν δεν ήταν εκείνος, τότε ήταν οι θεοί με τους οποίους βρισκόταν σε συνεχή επαφή. Έστω κι έτσι όμως -στον κόσμο του ο καθένας- έζησαν πολύ έντονα το πάθος. Ολοκλήρωσαν κι έπεσαν κουρασμένοι και ξεθεωμένοι στο στρώμα.

«Θα με παντρευτείς;» την ρώτησε ο Δημήτριος.

«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε με τη σειρά της εκείνη.

«Είσαι μαζί μου, αγάπη μου» της είπε τρυφερά.

Δεν μπόρεσε να αποφύγει να κοιτάξει τα σεντόνια πάνω στα οποία είχαν κάνει έρωτα. Ήταν άσπρα και κόκκινα σεντόνια. Δεν μπορούσε να διακρίνει το αίμα, όμως, έπρεπε να υπάρχει κάπου κι αυτό. «Πού είναι το αίμα;» σκέφτηκε. Δεν γίνεται να μην υπάρξει αίμα όταν μια γυναίκα σμίξει με τον άντρα για πρώτη της φορά. «Ίσως να μην φαίνεται καθαρά γιατί τα πανωσέντονα είναι κόκκινα. Τι τα ήθελα τα κόκκινα τέτοια ώρα;» σκέφτηκε εκνευρισμένος. Όσο κι αν έψαχνε, όμως, το σεντόνι το στρωμένο στο κρεβάτι, το κατωσέντονο, παρέμενε κάτασπρο. Δεν ήταν φυσικό αυτό, αλλά, όλα ήταν δυνατά. «Ίσως το κόκκινο σεντόνι να έχει μαζέψει αυτό όλο το αίμα της παρθενιάς της» σκέφτηκε.

Παράτησε για λίγο το ψάξιμο καθώς ήταν κουρασμένος. Έκλεισε τα μάτια του, αλλά, δεν τα κατάφερε να ξεκουραστεί και σκεφτόταν το κατωσέντονο που ήταν κάτασπρο και καθαρό. Η Δάφνη κοιμόταν εκείνος, όμως, δεν ησύχαζε. Έπρεπε να δει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τράβηξε το κόκκινο σεντόνι. Ό,τι απέμενε στο κρεβάτι δεν είχε ούτε μια κηλίδα κόκκινου πάνω του, ούτε υπήρχε αίμα στο ροδαλό σώμα της. Έριξε πάνω της τον μανδύα του. Εξακολουθούσε να είναι όμορφη και ποθητή κι ας μην ήταν πια παιδί, αλλά, γυναίκα. Όμως ποιος την είχε κάνει γυναίκα; Ήταν αυτός ο αίτιος, όπως είχε σχεδιάσει; Κι αν ήταν έτσι, τότε, πού ήταν τα αίματα; Πήγε το μπαλκόνι, στο φως του ήλιου, να δει καλύτερα. Κοίταξε το σεντόνι σπιθαμή προς σπιθαμή. Το ακούμπησε παντού να δει αν ήταν, και πού, υγρό. Όραση, αφή, οσμή, όλες οι αισθήσεις του επικεντρώθηκαν για να βρουν σημάδια. Πρόσεξε καλύτερα μη και του ξέφευγε κάτι, μήπως κάπου ήταν λίγο πιο σκούρο. Καμιά ένδειξη πουθενά. Τα γεγονότα επέμεναν, τα σεντόνια ήταν καθαρά. Τι άλλο του έμενε να κάνει;

Πονούσε όλο του το σώμα απ’ τα χτυπήματα του Ιάσονα. Πήγε στην Δάφνη, την γύρισε προς το μέρος του και τράβηξε από πάνω της τον μανδύα. Για μια ακόμη φορά διαπίστωσε πως δεν είχε πάνω της κανένα σημάδι. Τίποτε δεν έδειχνε αυτό που ποθούσε, πως ήταν η πρώτη φορά που γινόταν γυναίκα. Την χτύπησε απαλά στο πρόσωπο για να την ξυπνήσει.

«Αγάπη μου, κουράστηκες;» την ρώτησε.

Εκείνη κούνησε το χέρι αφηρημένα, αλλά δεν μίλησε.

«Γιατί δεν «λερώθηκες» καθόλου; Πώς έγινε αυτό

«Ω, Ιάσων, Ιάσων!» του είπε αυτή.

Ο Δημήτριος ήταν δυνατός άντρας, μεστωμένος από τις διεγέρσεις που φιλοσοφία κι εξουσία χαρίζουν στον άνθρωπο Ήταν ικανός να αντιμετωπίζει ψύχραιμα όλες τις καταστάσεις, όμως εδώ, έφριξε από το κακό του. Προς τι, λοιπόν, όλα αυτά που είχαν γίνει ως τώρα αν η Δάφνη δεν ήταν παρθένα; Όλο το σχέδιο, πρώτα να την «καταστρέψει» και κατόπιν να την «αποκαταστήσει» ήταν μάταιο. Δεν γινόταν να παρακάμψει τις αντιρρήσεις της και να την δέσει μ’ αυτόν τον τρόπο.

Τζάμπα οι απαγωγές, οι ορφικοί, οι διαπραγματεύσεις! Τζάμπα κι άδικα το μεγαλοφυές σχέδιο που είχε καταστρώσει. Ήταν κενό περιεχομένου και μάταιος κόπος γιατί η μικρή δεν ήταν ούτε κάν παρθένα. Ίσως γι αυτό επέμενε τόσο πολύ με τον Ιάσονα! Φαίνεται πως αυτός την είχε καταστρέψει πρώτος. Την είχε δική του χωρίς βία, ούτε μαντζούνια ή πατρική συναίνεση, χωρίς σχέδια, χωρίς κόπο.

«Μου την έφερε λοιπόν ο νεαρός!» σκέφτηκε.

Την κοίταξε με ένα βλέμμα στο οποίο συνυπήρχαν την ίδια στιγμή αρκετά συναισθήματα. Υπήρχε οργή, αλλά όχι γι αυτήν. Περισσότερο τον εαυτό του οίκτιρε. Ένα ακόμη σχέδιό του πήγαινε στράφι. Όλα του τα σχέδια έτσι πήγαιναν, έμεναν στο τέλος χωρίς νόημα, χωρίς υλοποίηση, χωρίς ψυχή. Υπήρχε απογοήτευση γιατί το τελευταίο πολύτιμο κόσμημα της Αθήνας είχε αποδειχθεί σκάρτο. Είχε ακόμη έναν αδιόρατο φόβο στην ψυχή του για όλα όσα θα έρχονταν από εδώ και πέρα στην υπόλοιπη ζωή του. Φοβόταν πως θα ήταν όλα το ίδιο σκάρτα κι απογοητευτικά όπως ετούτη εδώ η στιγμή. Δεν ήταν η Δάφνη που τον θύμωνε, ήταν ο εαυτός του. Εξ άλλου εκείνη ήταν τόσο όμορφη και τόσο αγνή που δεν μπορούσε τίποτε κακό να της καταλογίσει.

«Αγάπη μου, μού την φέρατε εσύ κι ο Ιάσων σου!» της ψιθύρισε δίπλα στο αυτί της.

«Ω, Ιάσων, ω, θεοί!» είπε αυτή μέσα στη ζάλη της.

Την φίλησε απαλά στο μέτωπο, χάιδεψε το μάγουλό της και την σκέπασε πάλι με τον μανδύα.

«Μ' αγαπάς;» την ρώτησε.

«Ω, Ιάσων αγάπη μου, σε αγαπώ» του είπε εκείνη με τη φωνή της γεμάτη τρυφερότητα.

Έκλεβε πάλι, τώρα, αγάπη όπως πιο πριν έρωτα, αλλά δεν τον ένοιαζε πια καθόλου. Τού την είχαν φέρει, ε, ας τους έκλεβε λίγο κι αυτός. Ωραίος κόσμος!

«Με θέλεις;» τη ρώτησε απαλά στο αυτί.

«Ναι!» του είπε εκείνη.

«Πόσο με θέλεις αγάπη μου;»

«Πολύ!»

Ο Δημήτριος σκέφτηκε: «καλό είναι αυτό, έτσι την θέλω κι εγώ, να με θέλει!». Τα φίλτρα είχαν κάνει τη δουλειά τους, άδικα είχε κατηγορήσει τον Μύστη και την Πανδότη. Μπορεί να είχε βυθιστεί σε κώμα χτες, σήμερα όμως όλα είχαν γίνει σωστά. Κι αν τον περνούσε για «Ιάσονα» δεν έβλαπτε και τόσο. Εξάλλου σύντομα κι εκείνη θα κατανοούσε ποιος ακριβώς τής είχε χαρίσει ηδονή κι απόλαυση.

Όπως κι αν είχαν φτάσει προηγουμένως στην ερωτική πάλη, ήταν γεγονός ότι είχαν απολαύσει ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε λόγος να μην σκέφτεται ότι, παρά την ατυχία του, είχε απολαύσει ένα θεσπέσιο πλάσμα. Μπορεί να είχαν αποτύχει τα σχέδιά του, όμως, κάτι είχε κερδίσει όμως κι αυτός. Δεν είχαν πάει τζάμπα όσα είχε πληρώσει στους ορφικούς ούτε το ξύλο που είχε φάει από τον Ιάσονα. Πονούσε, αλλά, τουλάχιστον την είχε δίπλα του πρόθυμη και διαθέσιμη. Θα συνέχιζε μαζί της αν δεν άκουγε την οχλοβοή και την φασαρία στην είσοδο της αυλής. Κοντοστάθηκε ανάμεσα στην επιθυμία να τα αγνοήσει όλα για χάρη της και στην έγνοια του να μάθει τι συνέβαινε. Βγήκε στο μπαλκόνι. Καμιά δεκαριά πολίτες μάλωναν με τους Σκύθες φύλακες της πύλης. Προφανώς κάποιοι ήθελαν να μπουν μέσα. «Ποιοι είναι αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες;» αναρωτήθηκε.

Δεν φορούσαν στολές, άρα δεν ήταν οι Μακεδόνες του Διονυσίου ούτε του Αντιγονίδη. Περιπατητικοί του Θεόφραστου δεν ήταν, θα τους καταλάβαινε από μακριά, ούτε ορφικοί ήταν. Ίσως να ήταν Αθηναίοι που είχαν έρθει μέχρις εδώ για κάποια τελευταία αιτήματα. Όποιοι κι αν ήταν βαριόταν να ασχοληθεί μαζί τους. Δεν είχε χρόνο ούτε διάθεση. Στην πύλη της αυλής είχαν αρχίσει να συμπλέκονται οι νεοφερμένοι με τους φύλακες. Τα σπρωξίματα κι οι φωνές έδειχναν πως οι ανεπιθύμητοι επισκέπτες ήταν επίμονοι. Θα θα έβγαζαν πέρα μαζί τους οι Σκύθες. Τότε ξεχώρισε ένας από όλους. Ξέφυγε και μπήκε στην αυλή. Δυο Σκύθες έτρεξαν να τον πιάσουν αλλά τους απέφυγε. Επικράτησε σύγχυση στην πύλη κι οι άλλοι πίεσαν περισσότερο του φύλακες. Στο τέλος κατάφεραν να μπουν κι αυτοί. Τότε ο Φαληρέας αναγνώρισε κάποιους.

Ήταν φίλοι του Ερμόδωρου, του Καινέα και του Ιάσωνα του αντίζηλού του. Διέκρινε και τον Ανθέστη, τον πατέρα της Δάφνης να περνά την πύλη. Ώστε είχαν καταλάβει τι έτρεχε κι είχαν έρθει μέχρι εδώ όλοι! Κοίταξε τη Δάφνη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σχεδόν γυμνή και βυθισμένη σε λήθαργο. Ήταν πάλι πρόθυμη να του δοθεί με ηδονική διάθεση. Την ήθελε κι εκείνος, αλλά, με τόσο κόσμο γύρω τους τι μπορούσε να γίνει; Κάτω στο υπόγειο βρισκόταν ο Ιάσων και στην αυλή είχε μαζευτεί τώρα όλη η παρέα της. Δεν ήταν συνθήκες αυτές για να απολαύσουν δυο άνθρωποι τον έρωτά τους! Όσο γι αυτόν, αν ήθελε αληθινά να γλιτώσει ένα καινούριο χέρι ξύλο και να διαφύγει απ’ την Αθήνα, έπρεπε να βιαστεί.

«Σκύθες! ελάτε πάνω» τους φώναξε.

Άκουγε τα βήματα τους να ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια προς τον γυναικωνίτη κι έριξε μια ματιά από το μπαλκόνι.

«Νά' τος, εκεί είναι» ακούστηκε μια φωνή.

Κάποιος τον είχε δει. Αυτό μείωνε πολύ τον χρόνο που υπολόγιζε ότι είχε για να αντιδράσει. Τότε όμως του ήρθε η ιδέα. Στο κρεβάτι δεν υπήρχαν ίχνη από αίματα κι ο Ιάσων ήταν απών. Η Δάφνη, βυθισμένη σε λήθαργο με όνειρα μεθυσμένα, δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν την είχε πειράξει. Έτσι, δεν θα τον έλεγαν βιαστή και δεν θα αντιμετώπιζε τον θυμό τους. Της φόρεσε ένα ιμάτιο, έριξε πάνω της ένα μανδύα και την σκέπασε με σεντόνια. Της χάιδεψε το μέτωπο, κι όπως ησύχασε, την άφησε να κοιμηθεί. Βγήκε από τον γυναικωνίτη, κατέβηκε κάτω και περίμενε τους ανεπιθύμητους επισκέπτες του.

«Δεν θέλω φασαρίες» είπε στους τέσσερις Σκύθες που ήρθαν κοντά του. «Θέλω να συζητήσω ήρεμα μαζί τους. Μόνο αν τους δείτε επιθετικούς, επεμβαίνετε».

«Ήρθαν έτοιμοι για φασαρίες Επιμελητή» του είπαν.

«Εγώ θέλω να κάνω ήρεμη συζήτηση».

Ένας Σκύθης βγήκε κι είπε στους νεοφερμένους ότι ο Επιμελητής τους καλούσε να περάσουν. Μπήκαν πρώτοι ο Ανθέστης κι ο Καινέας. Ακολούθησαν ο Ζείκρατος, ο Μύρων, η Ιππαρχία κι η Κλεοτίμα. Έμειναν έξω η Εριφύλη, η Νικάτα, ο Υπάνωρ κι ο Φανοκράτης.

«Δημήτριε, ήρθαμε για να μας δώσεις εξηγήσεις» του είπε ο Ζείκρατος με το που τους άνοιξε την πόρτα. «Μα ... πώς είσαι έτσι; Με ποιον μάλωσες;»

«Δεν μάλωσα, έπεσα κάτω και χτύπησα» είπε εκείνος. «Πείτε μου, όμως, τι ζητάτε;»

«Θέλουμε να μας πεις πού βρίσκονται ο Ιάσων, γιος του Λέοντα κι η Δάφνη του Ανθέστη» είπε ο Μύρων. «Ακόμη πρέπει να μας λύσεις κάποιες απορίες για μερικές αντιδόσεις που λένε πως έχεις υπογράψει».

«Δεν υπέγραψα καμιάν αντίδοση».

«Κι ορφικοί τι ήθελαν από εσένα;»

«Ό,τι κι αν ήθελαν, δεν το πήραν».

«Ήταν δολοφόνοι, κι εσύ συνεργάτης τους!»

«Τι θα πει "δολοφόνοι"; δεν άκουσα καμιά δολοφονία. Απατεώνες, μπορεί να ήταν ..., δεν ξέρω ... δολοφόνοι όμως είναι άλλο πράγμα!»

«Δολοφόνοι ήταν κι εσύ ήσουν συνεργός!» του φώναξε ο Καινέας. «Για τις αντιδόσεις σκότωναν ανθρώπους κι εσύ τους χάριζες την περιουσία τους!»

Ο Φαληρέας έδειξε να τα χάνει. Άρχισε να φοβάται για τις συνέπειες αν όσα έλεγε ο Καινέας ήταν αλήθεια. Όπως τους άκουγε ένιωθε πως έλεγαν αλήθεια κι ότι η εμπλοκή του με τον Μύστη ήταν πιο σοβαρή από όσο πίστευε. Αν τον κατηγορούσαν για όλα αυτά στον Άρειο Πάγο κινδύνευε η ζωή του. Δεν θα ήταν λόγοι πολιτικοί, αλλά, πολύ ατιμωτικοί.

«Δεν υπέγραψα αντίδοση ούτε συνεργάστηκα μαζί τους. Ήταν απατεώνες, τους έδιωξα» είπε τρέμοντας.

«Αν είναι αλήθεια, είναι καλό νέο» είπε ο Καινέας.

«Μάλλον χάλασε η δουλειά» είπε ο Μύρων.

«Στο σπίτι σου υπάρχουν κάποια πτώματα. Το ξέρεις αυτό;» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πτώματα; ... τι είναι αυτά που λέτε;» έκανε έντρομος.

«Έχεις δει τον Ιεροφάντη ή την Πανδότη; Το ξέρεις ότι δολοφονήθηκαν μέσα στο σπίτι σου; Τα πτώματά τους είναι εκεί που μένει η οικογένειά σου. Στείλε τους Σκύθες σου να το διαπιστώσουν» του είπε ο Ζείκρατος.

«Πρέπει να βρεις πειστικές απαντήσεις» είπε ο Μύρων.

Ο Δημήτριος ένιωσε πολύ άσχημα. Τον κατηγορούσαν ακόμα και για πράγματα που δεν είχε κάνει. Ποιος θα δεχόταν να τον υπερασπιστεί, σε ποιο δικαστήριο, τώρα που είχαν όλα αγριέψει εις βάρος του; Άρχισε να φοβάται!

«Πέρα από αυτά τα ρεζιλίκια σου ... πες μας, τώρα, για τον Ιάσονα και τη Δάφνη» του είπε η Κλεοτίμα.

«Ο Ιάσων μου επιτέθηκε χωρίς λόγο. Μπορούσα να τον πάω σε δίκη, αλλά ... δεν το έκανα» είπε ο Φαληρέας

«Δεν είχες τίποτε να του καταλογίσεις, τύραννε» είπε με θυμό ο Ζείκρατος.

«Πού τους έχεις; Τι έκανες στη Δάφνη;» τον ρώτησαν.

«Η Δάφνη, είναι αρραβωνιαστικιά μου, την ζήτησα από τον πατέρα της. Νά τος, ρωτήστε τον! Μίλα Ανθέστη!»

«Εσύ την ζήτησες αλλά εγώ δεν σου είπα το "ναι" ποτέ» είπε ο Ανθέστης.

«Μπορεί να έγινε παρεξήγηση» είπε ο Φαληρέας.

«Την έχεις στο γυναικωνίτη. Αν την πείραξες άτιμε θα σου βγάλω τα μάτια με τα ίδια μου τα χέρια» τον απείλησε ο Ανθέστης.

«Πηγαίνετε και μόνοι σας πάνω να δείτε, ούτε που την ακούμπησα». Σκέφτηκε ότι θα την έβρισκαν παρθένα.

********************************

Η συνέχεια (το δ' μέρος του Μεσημεριού της 11ης Ιουνίου) αύριο Τετάρτη.