Ο Ιάκωβος Δραγάτσης ήταν ένας επιφανής Πειραιώτης κι έφορος Αρχαιοτήτων Πειραιά. Για τον βίο του αντιγράφω από την ΒΙΚΙΠΕΔΙΑ:
Ο Ιάκωβος Δραγάτσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1853. Οι γονείς του ήταν από την Σίφνο. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας το 1878 όπου και διορίστηκε αρχικά ως καθηγητής στο Γυμνάσιο της Κορίνθου.
Τον επόμενο χρόνο μετατέθη στο Γυμνάσιο του Πειραιά όπου και παρέμεινε
επί 25 χρόνια αναλαμβάνοντας Γυμνασιάρχης, έχοντας παράλληλα και την
εποπτεία των αρχαιοτήτων και του πρώτου μουσείου του Πειραιά.
Το 1903
αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία και ίδρυσε δικό του Λύκειο, το
περίφημο "Δραγάτσειον Εκπαιδευτικόν Ίδρυμα" το οποίο και διεύθυνε, ώσπου
το 1910 το μετέφερε στην Αθήνα.
Ο Ιάκωβος Δραγάτσης διετέλεσε Γραμματέας και Σύμβουλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας,
και Έφορος των αρχαιοτήτων του Πειραιά, ήταν τακτικός εταίρος του
Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βερολίνου, ομοίως της Ρώμης και είχε τιμηθεί
ιππότης της δημόσιας εκπαίδευσης της Γαλλικής Ακαδημίας. Υπήρξε
συνεργάτης των πρώτων ελληνικών εγκυκλοπαιδειών. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1935.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΡΑΓΑΤΣΗ
Α.-
Ένα
σημαντικό επιχείρημα του Ιάκωβου Δραγάτση για το ότι ο τάφος δεν
μπορούσε να βρίσκεται στο Ξυλοφάναρο (ούτε στον χώρο της σχολής Ναυτικών
Δοκίμων όπου επιχειρήθηκε να “τοποθετηθεί” αργότερα) ήταν ότι οι τύμβοι
που βρέθηκαν στις θέσεις της Πειραϊκής ήταν οικογενειακοί τάφοι. Όμως ο
Θεμιστοκλής δεν χρειαζόταν τάφο (που να χωράει ολόκληρο το σώμα ενός
νεκρού) αλλά οστεοφυλάκιο μια και είχε πεθάνει και είχε ταφεί στην
Μαγνησία. Επίσης ο τύμβος είχε κατασκευαστεί για τον μεγάλο στρατηγό και
δεν θα ήταν κοινός με άλλους ενταφιασθέντες εκεί. Το γεγονός λοιπόν ότι
ήταν ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ και ότι ήταν ΤΑΦΟΙ αρκούσε για να αποδειχθεί ότι δεν
ήταν τύμβοι που αναφέρονταν στον Θεμιστοκλή. Αντίθετα ο τύμβος στη
Δραπετσώνα όχι μόνο πληρούσε τις προδιαγραφές των περιγραφών του
Διόδωρου αλλά επί πλέον ήταν τύμβος που είχε μία μόνο κρύπτη για ένα
οστεοφυλάκιο και επί πλέον βρισκόταν στον καταλληλότερο χώρο για να
χτιστεί το μνημείο καθώς εκεί μπροστά είχαν βυθιστεί τα πλοία των Περσών
στην ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Β.-
Ο
Δραγάτσης πίστευε ότι η ορθή μετάφραση του χωρίου του Διόδωρου του
Περιηγητή, όπως την διέσωσε ο Πλούταρχος, ήταν αρκετή για τον
προσδιορισμό του χώρου και ότι η λανθασμένη μετάφραση κάποιου Γερμανού
αναζητητή αρχαιοτήτων είχε προκαλέσει την αναζήτηση του τάφου στους
τύμβους της Πειραϊκής.
Ας ακολουθήσουμε τον συλλογισμό του.
Διαβάζουμε το βιβλίο μεταφράζοντας στην δημοτική μας γλώσσα την σε
καθαρεύουσα γραφή του Ιάκωβου Δραγάτση.
«Το
χωρίο του Διόδωρου που παραθέτει ο Πλούταρχος, ερμηνεύτηκε με λάθος
τρόπο ή παρεξηγήθηκε με τρόπο που δεν έπρεπε να γίνει, κι αυτό έγινε σε
καιρούς που η τοπογραφική έρευνα στη χώρα μας ήταν ακόμα στα σπάργανα.
Εξ αιτίας αυτής της παρερμηνείας που ξεκίνησε από τα σχολεία, όταν ο
βίος του Θεμιστοκλή διδασκόταν στα Σχολαρχεία. Αναζητήθηκε πρόχειρα
κάποια θέση έξω από το λιμάνι του Πειραιά και δείχτηκαν κάποιοι τάφοι
μέσα σε βράχια. Ήρθε και η ερμηνεία των περιηγητών να στηρίξει αυτό το
λάθος και έτσι καθιερώθηκε να ονομάζεται τάφος του Θεμιστοκλή ένα μέρος
στο οποίοι καθόλου δεν του ταιριάζει αυτή η ονομασία.
Κοιτάξτε όμως
πόσο σαφέστατα αναγράφει επί λέξει το χωρίο όμως του Διόδωρου: “Περί τον
λιμένα του Πειραιώς, από του κατά τον Άλικμον ακρωτηρίου πρόκειταί τις
οίον αγκών, και κάμψαντι τούτον εντός, ή το υπεύδιον της θαλάττης,
κρηπίς εστίν ευμεγέθης και το περί αυτήν βωμοειδές τάφος Θεμιστοκλέους.”
Τι πιο σαφές από αυτό; Κι όμως, με την οικτρά λανθασμένη ερμηνεία του,
αποδόθηκε κάτι τελείως διαφορετικό από το ζητούμενο».
«Όλοι
όσοι ερμήνευσαν μέχρι σήμερα το σαφέστατο αυτό χωρίο, κατά την γνώμη
μου, έκαναν ένα πολύ βασικό σφάλμα. Αυτό ακολούθησαν και οι επόμενοι και
εξ αυτού του γεγονότος προέρχεται η σημερινή αβεβαιότητα.
Καθώς
βγαίναν από το λιμάνι του Πειραιά αναζητώντας τον τάφο, ενώ είχαν
τέτοιον οδηγό (το χωρίο) που έδειχνε τον δρόμο που έπρεπε να πάρουν,
αυτοί ετράπησαν στην αντίθετη πλευρά.
Πήγαν αριστερά από την έξοδο
του λιμανιού ενώ έπρεπε να πάνε δεξιά μετά την έξοδο. Εκεί έξω, προς την
ανοιχτή θάλασσα, στη θέση “Ξυλοφάναρο”, βρήκαν ίχνη από μια βάση
τετραγωνική θεμελιωμένη στον βράχο και δυο μεγάλους τάφους λαξευμένους
στον βράχο, και κομμάτια από κίονα χωρίς ραβδώσεις που ήταν πεσμένοι
εκεί, πριν από το τείχος που περιέβαλε τον Πειραιά. Και θέλοντας να
τοποθετήσουν εκί το μνημείο, έδωσαν το όνομα “τάφος Θεμιστοκλέους”, κι
επειδή, βεβαίως, δεν έχουν καμιά απόδειξη (τεκμήριο) γι αυτό, όλοι
εκφράζουν αμφιβολίες και δεν τολμούν να πουν ότι βρήκαν το μνημείο του
μεγάλου ναυάρχου.»
Στην
συνέχεια ο Ιάκωβος Δραγάτσης εξηγεί πως υπέπεσαν σε λάθη οι ξένοι
Ulirichs, J.Braun, Wachsmuth, Milchocfer, Leake, Spon Weller οι οποίοι
δεν βεβαιώνουν ότι ο τάφος βρίσκεται στην Πειραϊκή και μάλλον
αμφιβάλουν. Εξ αυτών μόνον ο Milchocfer υποστήριξε την ιδέα αυτή. Οι
άλλοι επηρεασμένοι από την αρχική λάθος μετάφραση, ανέφεραν μεν το
Ξυλοφάναρο σαν πιθανό τόπο του μνημείου διατηρούσαν όμως επιφυλάξεις.
Ποιο ήταν, όμως, το μεταφραστικό λάθος που έκαναν; Το εξηγεί ο Δραγάτσης
ως εξής:
«Είναι
γνωστό ότι η άκρα αριστερά καθώς εξερχόμεθα του λιμένα Πειραιά είναι το
ακρωτήριον Άλκιμος ή το “ακρωτήριον κατά τον Άλκιμον”. Αυτόν αναφέρει ο
Διόδωρος όταν λέγει “περί τον λιμένα Πειραιώς από του κατά τον Άλκιμον
ακρωτηρίου”. Κατά πρώτον αυτό το “περί τον λιμένα” δείχνει ένα μέρος
κοντά στο λιμάνι, πράγμα που καθόλου δεν εφαρμόζεται στη θέση Ξυλοφάναρο
για την οποία θα κυριολεκτούσε ίσως το πέρα ή έξω από το λιμάνι, πράγμα
που φαίνεται με την πρώτη ματιά. Και το “προς τω λιμένι” που γράφει ο
Παυσανίας δεν συμφωνεί με την απομακρυσμένη αυτή θέση και δεν θα
χρησιμοποιούσε τέτοια έκφραση ο Παυσανίας.
Έπειτα προστίθεται
“πρόκειταί τις οίον αγκών” ότι κάπου εκει εξέχει κοντά στο λιμάνι ένας
αγκών, (μια εξοχή της στεριάς). Αυτό το “πρόκειται” ήταν η αρχή της
παρερμηνείας όσων έκαναν λάθος καθώς αναζητούσαν έναν αγκώνα πέραν του
Αλκίμου και μακριά έξω από το λιμάνι, στην ανοιχτή θάλασσα και προς την
πλευρά αυτή της χερσονήσου Ακτής (όπου είναι ο Άλκιμος). Το “πρόκειται”
δηλαδή ερμηνεύτηκε “κείται πέραν” του Αλκίμου χωρίς να ληφθεί υπ' όψιν
και το “περί τον λιμένα” του Διόδωρου. Κι αυτό έγινε για να συμβιβαστεί
το πράγμα με τα εκεί λείψανα ενώ αντιθέτως, θα έπρεπε τα κείμενα να
οδηγούν προς αυτά (τα λείψανα). Από αυτό το λάθος προέκυψαν όλα τα άλλα.
Αλλά το “πρόκειται” εδώ δεν σημαίνει τούτο αλλά απλούστατα “κείται
πρό”, “κείται εμπρός” ή το πολύ “προέχει” και τίποτε άλλο (...)
Με
βάση αυτή την εμφανώς λανθασμένη ερμηνεία αναζητούσαν πέραν του Αλκίμου
επί της Ακτής έναν αγκώνα. Αλλά εκεί κανένας αγκών δεν υπάρχει, ούτε
“κάμπτεται εντός” αλλά αντίθετα διευθύνεται έντονα προς τα έξω προς το
άνοιγμα του Σαρωνικού και τα νησιά.»
Γ.-
Και
συνεχίζει ο Δραγάτσης ολοκληρώνοντας με επιχειρήματα την απόδειξη του
λάθους που έγινε. Αναφέρει ότι ο περιηγητής (Διόδωρος) προσδιορίζει: “ή
το υπεύδιον της θαλάσσης” που ο καθένας καταλαβαίνει τι σημαίνει. Το
μέρος όπου ησυχάζει η θάλασσα, όπου παύει το κύμα, κατά το “υπήνεμον”
στην ξηρά. Εκεί όμως (στο Ξυλοφάναρο ή και στη σχολή Ναυτικών Δοκίμων)
ακριβώς και χωρίς καν θαλασσοταραχή κατακλύζεται ο χώρος από την θάλασσα
και δεν είναι προσεγγίσιμος ούτε το καλοκαίρι από τη στεριά (...).
Δ.-
Θυμίζει
ο Δραγάτσης ότι “υπήρχε εκεί κρηπίς ευμεγέθης” αλλά ήταν τετράγωνη,
δηλαδή όχι βωμοειδής, και είχε τάφους μέσα της. Τάφους και όχι τάφο! Που
είναι το “περί την κρηπίδα βωμοειδές”; Και ποιος από τους τάφους είναι
του Θεμιστοκλή; Και οι τάφοι ήταν για σώματα ανδρών και όχι μόνον οστών.
Αφού
απορρίπτει την μέχρι τότε παρερμηνεία, εξηγεί στη συνέχεια γιατί η θέση
του τάφου είναι στην απέναντι ακτή, στη Δραπετσώνα. Παραθέτει και
σχεδιάγραμμα για να φαίνεται καλά τι έλεγε ο Διόδωρος, ο οποίος
περιέγραψε πιστότατα και ακριβέστατα το μνημείο στο χωρίο που αναφέρει ο
Πλούταρχος. Λέει λοιπόν ο Δραγάτσης:
«Ο
Διόδωρος, εξερχόμενος από τον λιμένα βλέπει αριστερά τον Άλκιμον την
προβλήτα δηλαδή όπου σήμερα (στις αρχές του 20ου αι.) είναι ο πράσινος
φανός. Από του Αλκίμου το πλοίο στρέφει προς δυσμάς και ο ευρισκόμενος
σε αυτό έχει μπροστά του όχι το προς την ανοιχτή θάλασσα μέρος του
Σαρωνικού αλλά το ακριβώς αντίθετο μέρος, προς την παραλία (...) προς
τον σημερινό νέο λιμενοβραχίονα λίγο πριν την άκρη που ονομάζεται Κάβος
Κράκαρη. Τούτο το σημείο βρλισκεται μπροστά στον εξερχόμενο από το
λιμάνι καθώς αφήνει πίσω του τον Άλκιμο, αυτό είναι το “πρόκειται από
του κατά τον Άλκιμον ακρωτηρίου” δηλαδή, όταν κανείς αφήσει τον Άλκιμο
αυτό έχει μπροστά του. Αυτή είναι η σαφέστατη σημασία του “πρόκειται” κι
έτσι μπορεί κανείς να φτάσει σε ασφαλές, θετικό και βέβαιο συμπέρασμα
όταν εξετάζει αν εδώ βρίσκεται ο ζητούμενος τάφος.»
Ο
Διόδωρος λέει ότι εκεί “πρόκειταί τις οίον αγκών”. Πραγματικά στο μέρος
εκείνο και παλιότερα αλλά και τώρα, μετά την στερέωση του δεξιού (καθώς
βγαίνουμε) λιμενοβραχίονος φαίνεται ακόμη μικρή προεξοχή του εδάφους να
μπαίνει ελαφρά στη θάλασσα και αυτό απεικονίζεται ωραιότατα από τον
περιηγητή με τη φράση “οίον αγκών”, για να τονισθεί ότι δεν είναι μια
μεγάλη προεξοχή, δεν είναι “αγκών”, αλλά “οίον αγών”, παρεμφερής προς
αγκώνα. Ακριβώς λόγω της ύπαρξης αυτής της προεξοχής έγινε κι ο
σημερινός λιμενοβραχίονας εκεί.
Ε.-
“Και
κάμψαντι τούτον εντός” προσθέτει χαρακτηριστικά ο Διόδωρος στην
περιγραφή του. Κι όταν κάμψη κάποιος τούτον τον αγκώνα, λέει,
διευθυνόμενος “εντός”, όχι δηλαδή προς την ανοιχτή θάλασσα αλλά προς το
στενό της Σαλαμίνας. Δεν θα μεταχειριζόταν το “εντός” αν επρόκειτο για
την αντίθετη κατεύθυνση (ΣΣ προς την Πειραϊκή). Και σήμερα ακόμη οι
ναυτικοί την κατεύθυνση προς Σαλαμίνα και ναύσταθμο την εικονίζουν με τη
λέξη “μέσα” αντίστοιχη με το “εντός”.
ΣΤ.-
Μετά από αυτό προσθέτει: «
«“ή
το υπεύδιον της θαλάσσης” παρέχοντας ωραιότατη εικόνα της θέσης όπου
είναι το μνημείο. “Υπεύδιον” λέγεται το μέρος όπου όχι εντελώς αλλά λίγο
καθησυχάζει η θάλασσα, αντίστοιχη λέξη με το “υπήνεμον” της ξηράς. Και
όντως, μόνο ένας που δεν έχει πάει εκεί να δει τι συμβαίνει δεν γνωρίζει
ότι σε αυτή την άκρη που λέγεται σήμερα Κάβος Κράκαρη είναι δυνατόν να
ησυχάζει η θάλασσα σε ένα μέρος που προσβάλλεται από όλους τους ανέμους.
Ο περιηγητής έχει στο νου του να σημειώσει, όχι τι συμβαίνει στην
θάλασσα αλλά κατά πόσον αυτή επιδρά στην θέση του μνημείου στη στεριά.
Εκεί έξω, ακόμη και σε καιρό σφοδρής θαλασσοταραχής που προσβάλλει τον
τόπο από τον νότο κυρίως, όταν όλες οι ακτές κατακλύζονται από νερά, η
θέση αυτή είναι εντελώς απρόσβλητη. Ο λόγος είναι απλούστατος αλλά είναι
αντάξιος ενός παρατηρητή σαν τον Διόδωρο, που μεταχειρίστηκε πολύ σωστά
τη λέξη “υπεύδιον”.
(...) εκεί η θάλασσα σχηματίζει επίπεδη φυσική
προβλήτα. Ακόμα και σε μεγάλη θαλασσοταραχή τα κύματα, θραυόμενα στην
προεξοχή απλώνονται (ως αποθαλασσιά) ήρεμα μέχρι την βάση του μνημείου
(..). Αυτό είναι ακριβώς το “υπεύδιον της θαλάσσης”. Έτσι “υπευδιάζει” η
θάλασσα με την αποθαλασσιά ή τα απόνερα.
Ζ.-
Στη
συνέχεια ο Δραγάτσης παρατηρεί ότι εκεί υπάρχει όντως “κρηπίς
ευμεγέθης” η οποία όμως πληροί και την περιγραφή του Διόδωρου που λέει
ότι η βάση του είναι “βωμοειδής” δηλαδή έχει το σύνηθες σχήμα των βωμών
ήτοι το κυλινδρικό. Λέει ο Ιάκωβος Δραγάτσης:
Θέλοντας λοιπόν (ο
Διόδωρος) να εικονίσει ότι είδε εκεί, είπε βωμοειδές αντί του
κυλινδρικού. Μια απλή ματιά στην κάτοψη του σωζόμενου σήμερα μνημείου
στην άκρη του κάβο Κράκαρη αρκεί για να δηλώσει πόσο ταιριάζει η
περιγραφή του για την βωμοειδή κρηπίδα στον τόπο αυτόν.
Όμως έπρεπε να βρεθεί και τάφος στον τύμβο για να ολοκληρωθεί η αναζήτηση του Θεμιστόκλειου. Λέει λοιπόν ο Δραγάτσης:
Και
μέχρι τούτου τα πράγματα βαίνουν καλώς. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του
Διόδωρου να που βρήκαμε τον απέναντι από τον Άλκιμον προκείμενο αγκώνα
και κάμψαντες προς τα μέσα, εκεί που είναι το υπεύδιον της θάλασσας
βρήκαμε την ευμεγέθη κρηπίδα και το γύρω από αυτήν βωμοειδές.
ΣΗΜ:Αύριο η 3η Δημοσίευση