Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

43 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 43η

Το Β' μέρος του κεφαλαίου τιτλοφορείται "Αποκατάσταση".
Μετά τις συμφορές που έφεραν το ναυάγιο, η κατηγορία για προδοσία κι η φυλάκιση, ήρθαν οι απώλειες των αγαπημένων προσώπων. Και μετά από όλα αυτά, έρχεται μια αποκατάσταση που ξαναβάζει τον Νικηφόρο στη θέση του.
Βλέπουμε εδώ, κάποιες από τις πλευρές της ζωής στην μεσαιωνική φραγκοκρατούμενη Αθήνα. 
*********************************************

Β’ Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η αποφυλάκιση του Νικηφόρου συνοδεύτηκε από την απώλεια της Αγνής που προστέθηκε στις άλλες συμφορές. Θα είχε βυθιστεί κι ο ίδιος σε ένα τέλμα απελπισίας αν δεν έβρισκε κάτι δημιουργικό να κάνει. Λίγες μέρες μετά, τον κάλεσε ο Σιρ ντ’ Ατέν Όθων στο παλάτι για να του μιλήσει.
«Είσαι ιππότης μου. Έτσι δεν είναι Νικηφόρε;»
«Μάλιστα, Κύριε. Είμαι ιππότης της Εξοχότητάς σας κι υποτελής σας.»
«Γιατί ήσουν στον δρόμωνα με τους σιδηρόφρακτους και τους ιππείς Ρωμαίους που πολεμούν τον αυτοκράτορα;»
«Δεν ήμουν πολεμιστής. Ερχόμουν απ’ την Νίκαια μαζί με άλλους Αθηναίους. Μαζί μου ήταν ο πεθερός μου κι ένας κουνιάδος μου, Απλώς, επιστρέφαμε με ένα πλοίο που βρήκαμε κι έτυχε να είναι πολεμικό.»
«Ο Λάσκαρης είναι ψεύτικος αυτοκράτορας. Αντιθέτως, η Μεγαλειότητά του ο Ερρίκος της Φλάνδρας είναι αληθινός. Έχει την Κωνσταντίνου Πόλη, το άλας της γης. Στέφθηκε από τον λεγάτο του Πάπα στην Αγιά Σοφιά. Κι επιπλέον είναι ο δικός μου ιμπεράτορ, επομένως είναι και δικός σου Κύριος! Του οφείλεις υπακοή»
«Αν μου επιτρέπει η Ευσέβειά σου, Μέγα-Σιρ, θέλω να πω ότι υπάρχουν δυο εκκλησίες. Όσο η μια θεωρεί την άλλη αιρετική, είναι φυσικό να υπάρχουν δυο αυτοκράτορες. Έναν ευλογεί ο Πάπας της Ρώμης κι έναν ο Πατριάρχης Νέας Ρώμης. Εγώ, Ευσεβέστατε, είμαι υποτελής και ιππότης σου, αλλά, και ορθόδοξος, της ανατολικής εκκλησίας. Αυτό το έχει επιτρέψει η Ευσέβειά σου με δική της απόφαση. Με αυτή την ιδιότητα, του Γραικού κι ορθοδόξου, ήμουν στη Νίκαια. Με αυτήν είδα τη στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη. Ήταν μόνο ένα θρησκευτικό γεγονός πίστης για μένα κι όχι όρκος υποτέλειας. Και δεν είναι ασυμβίβαστα αυτά τα δυο.»
«Τέλος πάντων» είπε ο Όθων. «Ξέρουμε ότι υπάρχει εδώ ένα μπέρδεμα που το δημιούργησε ο ντε Βιτώ. Δεν είναι η ώρα να το λύσουμε. Ακόμα κι ο αυτοκράτορας Ερρίκος αφήνει τη λατρεία των αιρετικών ελεύθερη γιατί όχι κι εγώ; Πες μου, τι έγινε εκεί στη Νίκαια;»
«Στέφθηκε ένας Γραικός αυτοκράτορας, ένας Γκριέ, όπως τον λέτε εσείς οι Φράγκοι. Αυτό δεν είναι εμπόδιο στις επιδιώξεις της Ευσέβειάς σας.»
«Αφού είναι κόντρα στον αυτοκράτορά μου, άρα είναι και σε μένα!»
«Ο αυτοκράτορας Ερρίκος λένε πως πολύ σύντομα θα συνάψει συμμαχία με τον Λάσκαρη.»
«Αν γίνει αυτό, τότε αλλάζουν τα πράγματα» είπε ο Ντε Λα Ρος.
Το σκέφτηκε λίγο κι ύστερα του μίλησε ξανά, όμως, αυτή τη φορά άλλαξε θέμα.
«Από εσένα θέλω να με βοηθήσεις στη νομοθεσία. Στο έχω ξαναπεί αυτό. Θέλω να εισάγω νέους νόμους στο Δουκάτο. Θέλω όμως να τους δέχονται και να τους καταλαβαίνουν οι υπήκοοί μου.»
«Είναι σοφή αυτή η σκέψη της Εξοχότητάς σας κι ανυπομονώ να μετάσχω! Αυτό θα βοηθήσει στην προσέγγιση Φράγκων και Γραικών. Θα ακουστεί παντού σαν πολύ δίκαιο το όνομα του μέγα-Κύρη της πιο ένδοξης πόλης του κόσμου» του είπε ο Νικηφόρος.
«Η αλήθεια είναι ότι τελευταία όλο και περισσότερο το σκέφτομαι αυτό. Η Αθήνα ήταν κάποτε ένδοξη πόλη, πόλη των γραμμάτων και των φιλοσόφων.»
«Και των τεχνών και των επιστημών και της πολιτικής» συμπλήρωσε ο Νικηφόρος.
«Θα μπορούσαμε, άραγε, να ξανακάνουμε κάτι τέτοιο κι εμείς στην εποχή μας; Ο Βεράρδος πιστεύει πως γίνεται! Αυτός ο υπερβολικός λογάς λέει πως αρκεί να έρθει ο αυτοκράτορας εδώ. Αν δει την Ακρόπολη, θα εντυπωσιαστεί κι αμέσως όλα θα αλλάξουν.»
«Αξίζει να παλέψουμε, Εξοχότατε, για να γίνει» είπε ο Νικηφόρος. «Με Εσάς στην κεφαλή της η Αθήνα μπορεί να βρει ένα μέρος απ’ το αρχαίο μεγαλείο της.»
Ο Νικηφόρος έφυγε με ανάμεικτα συναισθήματα απ’ το παλάτι του Όθωνα. Είχε μιλήσει μαζί του σαν καλός φίλος, αλλά, επί τρεις μήνες βρισκόταν φυλακή εξαιτίας του. Κάτι τού είχαν πει οι σύμβουλοί του κι εκείνος χωρίς να το πολυσκεφτεί είχε συναινέσει. Κι όταν, μετά, του είπαν το αντίθετο κάποιοι άλλοι Βουργουνδοί, τότε τον ελευθέρωσε. Η αυθαιρεσία σε όλο της το μεγαλείο. Αυτός ο άνθρωπος ήθελε να φτιάξει δίκαιους νόμους. Όμως, νόμο θεωρούσε τον λόγο του, σωστό ή λάθος. Πώς θα δεχόταν να βάλει τους νόμους πάνω από την αφεντιά του. Γιατί αυτό ήταν δικαιοσύνη.
Τον ρωτούσε τώρα αν μπορούσε να ξαναφέρει το αρχαίο κλέος στην Αθήνα. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα ο Σιρ ντ’ Ατεν για ποιο πράγμα η Αθήνα ήταν ένδοξη. Πώς να του έλεγε πως το πρώτο ουσιαστικό στοιχείο του αρχαίου Αθηναίου ήταν η αγάπη του για την ελευθερία; Ότι η πόλη ήταν ένδοξη γιατί είχε ισονομία, ισοκρατία και ισηγορία. Αυτά τα τρία ήταν οι προμετωπίδες της. Όλοι ήταν ίσοι απέναντι στον νόμο, όλοι είχαν την ίδια εξουσία, όλοι είχαν το ίδιο δικαίωμα να μιλούν. Όλοι κυβερνούσαν, όλοι δίκαζαν, όλοι αποφάσιζαν. Ήταν αντίποδας του πολιτεύματος που ο Όθων υπηρετούσε. Αν του τα έλεγε όλα αυτά, θα καταλάβαινε ο Μέγα-Σιρ τίποτε; Πώς θα επανέφερε ένας απόλυτος άρχων το κλέος σε μια πόλη όπου όλοι ήταν ίσοι και που γι αυτό είχε δοξαστεί; Ο Νικηφόρος σκεφτόταν ότι πρώτη προϋπόθεση για να ξανάρθει το αρχαίο κλέος ήταν να πάει ο ίδιος ο Όθων στο σπίτι του.
Με κάθε τρόπο, κάθε φορά που το σκεπτόταν, έβλεπε πόσο ανέφικτη ήταν η αναβίωση της αρχαιότητας. Ο αρχαίος κόσμος της Ελλάδας, όπως την ήξερε από τα βιβλία, Πλάτωνα κι Αριστοτέλη, ήταν αδύνατο να ανασυσταθεί. Αυτοκράτορες και Δεσπότες, Πάπες κι Άρχοντες, δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο ισότητας. Μόνο μια φαντασίωση στο μυαλό μερικών γραμματισμένων και των αρχαιολατρών υπάρχει, σκεφτόταν. Δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά η Ελλάδα ξανά. Ζητάμε πια κάτι άλλο. Ο νέος ελληνισμός δεν θα άλλαζε τις θρησκευτικές και πολιτειακές αντιλήψεις. Οι οικουμενικές αυτοκρατορίες, οι πανίσχυροι στρατοί δεν θα έφευγαν. Οι βάρβαροι θα ήταν έξω από τα τείχη πάντα. Οι άνθρωποι ήταν αναλώσιμα είδη κι όχι πολίτες. Κι η ζωή δεν είχε μεγάλη αξία πια.
Οι δεισιδαιμονίες και τα μάγια κυριαρχούσαν παντού. Ο ορθός λόγος ακουγόταν, σχεδόν, σαν εργαλείο του διαβόλου. Ο φόβος για κάθε είδους τιμωρία φώλιαζε μέσα στα μυαλά των ανθρώπων. Η αγραμματοσύνη θεωρείτο προσόν και το παράλογο κυριαρχούσε. Κανένα ουσιαστικό στοιχείο του ελληνισμού της αρχαιότητας δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό στη σημερινή εποχή. Μόνο λίγα εξωτερικά στοιχεία όπως το όνομα “Ελλάς” κι η ελληνική γλώσσα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Θα αποτελούσαν τα συνδετικά στοιχεία των ελληνόφωνων λαών της αυτοκρατορίας. Έτσι ο νέος ελληνισμός θα ήταν όπλο στα χέρια των Γραικών για να επιβιώσουν σαν ανεξάρτητο έθνος. Έστω κι έτσι! Κάτι είναι κι αυτό! Δεν είναι και λίγο! σκέφτηκε ο Νικηφόρος.
Αναρωτιόταν πως μπορούσε να ταιριάξει η ταυτότητα του “Έλληνα” με την ιδιότητα του “Ορθόδοξου”. Τα αντιδυτικά συναισθήματα του κόσμου είχαν κορυφωθεί. Ειδικά μετά την τελευταία σταυροφορία δεν είχε απομείνει καμιά αμφιβολία ότι οι Λατίνοι ήταν εχθροί. Οι ελληνόφωνοι Ρωμιοί είχαν συνδεθεί άρρηκτα με την ορθοδοξία. Αυτό ήταν το στοιχείο ενότητας του ρωμαϊκού κόσμου εδώ και οχτακόσια χρόνια. Δεν μπορούσε, κανείς να ανατρέψει τον δεισιδαίμονα, φοβισμένο, αυταρχικό και σκοτεινό κόσμο. Ακόμα κι η ανατροπή ήταν επικίνδυνη. Τι θα την διαδεχόταν; Η δημοκρατία του Περικλή ή μήπως μια νέα απολυταρχία; Ο Καλογιάννης των Βουλγάρων κι ο Καϊχοσρόης του σουλτανάτου καιροφυλακτούσαν.
Θα ήταν εξαίσιο να στηριζόταν μια πολιτεία ξανά στον ορθολογισμό, την ελευθερία και την δημοκρατία. Μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν ευγενική κι ονειρική αλλά, ταυτόχρονα, καταδικασμένη σε τραγική αποτυχία. Κανείς δεν θα την ήθελε και κανείς δεν θα την καταλάβαινε. Θα την τσάκιζαν! Λατίνοι, Ρωμαίοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Σταυροφόροι και Μωαμεθανοί, θα την έβλεπαν σαν επικίνδυνη αίρεση. Θα ήταν μια πολιτεία αμφισβήτησης της εξουσίας των δυνατών και των βασιλιάδων. Θα αμφισβητούσε τον Θεό και τους εκπροσώπους του. Θα την χαρακτήριζαν προσπάθεια επανόδου της ειδωλολατρίας. Όλες οι εξουσίες σε δύση και σε ανατολή, Χριστιανοσύνη και Ισλάμ θα στρέφονταν εναντίον της. Μια τόσο αιρετική πολιτεία θα την έπνιγαν στην γέννησή της.
Οι απαισιόδοξες σκέψεις του ταίριαζαν απόλυτα με τα γεγονότα γύρω του που ήταν αρνητικά έως μαύρα. Μετά τους θανάτους, ήρθε μια κάκιστη χρονιά με ελάχιστη σοδειά. Είχε πολλές φυσικές καταστροφές που τον φόρτωσαν με χρέη και τον γέμισαν με νέα προβλήματα. Και οι ειδήσεις που μάθαινε ήταν όλες η μια χειρότερη από την άλλη. Ο Λάσκαρης είχε αναμετρηθεί με τον Ερρίκο κι είχε χάσει για μια ακόμη φορά τη μάχη. Όπως το συνήθιζε όλα αυτά τα χρόνια, είχε υποχωρήσει ελπίζοντας ότι θα επανερχόταν. Με την αποχώρησή τους οι Φράγκοι του έδιναν τη δυνατότητα να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχε χάσει. Κρατούσε μια μεγάλη έκταση αλλά, έδειχνε πάλι την αδυναμία του. Δεν ήταν ακόμη σε θέση να ενοχλήσει τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης.
Μόνη παρηγοριά για τον Νικηφόρο ήταν οι φίλοι του στην Αθήνα που του στάθηκαν κάθε φορά που χρειάστηκε. Τον βοήθησαν με το κτήμα. Ειδικά ο Εστάς ντε Βιτώ έκανε σαν να ήταν άνθρωπος του σπιτιού. Είχε ζητήσει να αρραβωνιαστεί την Ευδοκία κι εκείνη είχε δεχτεί. Το πένθος, απαγορευτικό για τελετές χαράς, είχε πάει λίγο πίσω τα σχέδια των αρραβώνων και του γάμου. Δεν ήταν τώρα ώρα για τέτοια αλλά ο Εστάς έδειχνε κάθε μέρα όλο και πιο ερωτευμένος με την αδελφή της Αγνής. Ήθελε να δεσμευτεί μαζί της με γάμο. Ο Νικηφόρος, που, πιο παλιά, δεν έπινε παρά ελάχιστα, τώρα άλλαξε. Πολλές φορές είχε τελειώσει μια κρασοκατάνυξη με τους φίλους του σε θέση οριζόντια. Χρειαζόταν αυτό το οινόπνευμα που τον έκανε να ξεχνιέται και να βλέπει τη ζωή υποφερτή. Στη ζαλάδα του ανακάτευε την νεκρή Αγνή με την χαμένη Ζωή κι εξαντλούσε κάθε περιθώριο νηφαλιότητας. Ευτυχώς, δεν γινόταν βάναυσος με τα παιδιά του, αλλά με τους γύρω του είχε γίνει αρκετές φορές ανυπόφορος.
Τον Οκτώβρη ήρθε και το τελευταίο μαύρο νέο που τον έκανε να απελπιστεί ακόμα περισσότερο. Ο Λέων Σγουρός δεν άντεξε την απραξία και τον αποκλεισμό του μέσα στα κάστρα που κρατούσε. Δεν είχε πάρει το θετικό μήνυμα ενίσχυσης που του έστειλε ο Λάσκαρης. Ήταν μόνος χωρίς καμιάν ελπίδα. Δεν υπήρχε τίποτε στον ορίζοντα που θα μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση. Τα κάστρα του δεν θα άντεχαν άλλο, θα έπεφταν από κούραση κι ανία.
Το πρωί της 12ης Οκτωβρίου καβάλησε το άλογό του και βγήκε στον προμαχώνα. Το κέντρισε για να τρέξει με ταχύτητα μεγάλη προς το τείχος. Τραβούσε τα γκέμια και έφτασε σε ένα σημείο όπου τα τείχη ήταν πεσμένα. Χωρίς να σταματήσει ή να κόψει ταχύτητα έσπρωξε το άλογο να πηδήσει για να βρεθούν και οι δυο μαζί στον αέρα. Γκρεμοτσακίστηκαν στα βράχια του Ακροκορίνθου σαν να δραπέτευαν από μια φυλακή. Φυλακή είχε καταντήσει η ζωή του, έτσι το ένιωθε. Ο ένδοξος θάνατός του, η αυτοκτονία του, ήταν μια προσωπική λύτρωση που δεν άλλαξε πολύ την κατάσταση. Πριν κάνει το άλμα στο κενό είχε ήδη φροντίσει να ορίσει διάδοχό του. Ήταν κάποιος Θεόδωρος της οικογένειας των Αγγέλων απ’ την Ήπειρο. Ανέλαβε εκείνος να συνεχίσει τον αγώνα και το έκανε επιτυχώς για δυο ακόμη χρόνια.
Ένα καλό νέο, το μοναδικό μέσα στα θανατικά αυτής της χρονιάς, ήταν ο ερχομός του Μιχαήλ Ακομινάτου. Κι αυτός όμως, τον Νοέμβριο που ήρθε, έφερε ένα ακόμη κακό μαντάτο. Πριν δύο μήνες, στα τέλη του Σεπτέμβρη, Τουρκομάνοι νομάδες είχαν κάνει επιδρομή στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Οι νομάδες τριγυρνούσαν κι έβοσκαν τα πρόβατά τους, αλλά, επιδίδονταν και σε ληστείες. Εκτός από πολύτιμα αντικείμενα απήγαγαν αρκετές μοναχές -και μεταξύ τους τη Ζωή- για να τις πουλήσουν σκλάβες. Ήταν αδύνατο να βρεθούν οι δράστες για να ανακτήσει κανείς τους ομήρους που πήραν μαζί τους. Μετά την επιδρομή είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους προς νότο. Κάθε χειμώνα περνούσαν από την επικράτεια του σουλτάνου του Ικονίου κι έφταναν στον νότο. Πήγαιναν σε άγνωστα μέρη ανάμεσα στην Παμφυλία και την Κιλικία όπου ξεχειμώνιαζαν. Όταν περνούσαν τα χιόνια και τα κρύα, γύριζαν. Το επόμενο καλοκαίρι θα εμφανίζονταν και πάλι στα βορινά.
Το νέο αυτό ήρθε να προστεθεί σε όλο το σκηνικό των θανάτων και των απογοητεύσεων. Βύθισε τον Νικηφόρο σε μια ακόμα μεγαλύτερη απελπισία. Όσο κι αν τό ‘θελε δεν μπορούσε να αντιδράσει. Ακόμα κι αν πήγαινε στη Μικρασία θα έψαχνε στο άγνωστο. Κανείς δεν ήξερε που ξεχειμώνιαζαν οι νομάδες. Δεν είχε, επομένως, καμιάν ελπίδα να ξαναβρεί τη Ζωή και, εν ανάγκη, να την εξαγοράσει.
«Ξέρω πόσο την αγάπησες. Μου είπαν όλη την ιστορία σου» του είπε ο Ακομινάτος.
«Συγχωρήστε με, Πάτερ, δεν μπόρεσα να εξομολογηθώ. Προσπάθησα αλλά η γλώσσα μου γινόταν κόμπος. Μονάχα ο Γεώργιος το έμαθε. Κάτι είχε καταλάβει και το επιβεβαίωσα εγώ γιατί χρειάστηκα τη βοήθειά του.»
«Ξέρω, μην κουράζεσαι να εξηγείς. Μίλησα με όλους και μου εξήγησαν. Εντέλει εγκρίνω τη στάση σου. Στάθηκες, όπως όφειλες, κοντά στην οικογένειά σου.»
«Όμως νά που η Αγνή χάθηκε. Έλιωσε απ’ τις πίκρες. Τους έχασε όλους τον ένα μετά τον άλλον. Πρώτα ο πατέρας της κι ο αδελφός της, μετά η κορούλα μας, κι εγώ στη φυλακή γιατί με ξέχασαν εκεί. Δεν άντεξε η καημένη. Τι κρίμα!»
«Ηρέμησε φίλε μου. Ξέρω πως νιώθεις αλλά πρέπει να ηρεμήσεις και να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου, έστω και μέσα από τα αποκαΐδια της.»
Ο Νικηφόρος προσπάθησε να αλλάξουν κουβέντα.
«Πέρασες από την Θεσσαλονίκη έμαθα.»
«Μίλησα με απεσταλμένους του Πάπα για δογματικά θέματα. Στην ουσία, έκανα εξωτερική πολιτική για λογαριασμό του Λάσκαρη.»
Ο Ακομινάτος ερχόταν απ’ τη Νίκαια. Στη Θεσσαλονίκη πήγε επειδή του το είχε ζητήσει ο Λάσκαρης. Προσπαθούσε να προσεγγίσει είτε τον Πάπα ή τον Αυτοκράτορα της δύσης ώστε να βρει συμμάχους. Ήταν πολυμέτωπος ο αγώνας του για να διατηρήσει την νέα αυτοκρατορία ζωντανή στο ξεκίνημά της. Οι Φράγκοι ήταν πολύ πιο δυνατοί από τον δικό του στρατό. Ήταν άριστα εξοπλισμένοι, μαχητικοί, εκπαιδευμένοι κι είχαν υψηλό ηθικό. Οι Ρωμαίοι κι όταν παρατάσσονταν περισσότεροι από τους αντιπάλους τους, δεν είχαν ηθικό. Δεν τα έδιναν όλα στη μάχη και στην πρώτη δυσκολία το έσκαγαν. Άφηναν τους αρχηγούς μόνους τους στο πεδίο της μάχης. Ήταν παλιό αυτό το πρόβλημα βέβαια. Είχαν χρόνια να πιάσουν όπλα οι Ρωμιοί, αφού, η άμυνα της αυτοκρατορίας είχε ανατεθεί σε ξένους. Οι ίδιοι πήγαιναν στα μοναστήρια. Τώρα θα μάθαιναν, ώσπου να γίνουν αξιόμαχο στράτευμα, όμως, ήταν νωρίς ακόμα. Έτσι, η διπλωματία είχε σπουδαίο ρόλο για την επιβίωση του κράτους κι ο Ακομινάτος σε αυτό είχε διαταχθεί να βοηθήσει.
«Δεν είναι εύκολο να φτιαχτεί κράτος στη Μικρασία. Η περιοχή εγκαταλείφθηκε απ τους Ρωμαίους δυο φορές. Δεν μας εμπιστεύονται πια» είπε ο Ακομινάτος.
Αυτή ήταν η αλήθεια. Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ το 1071, οι Τουρκομάνοι είχαν φτάσει ως τα παράλια του Αιγαίου και της Προποντίδας. Πόλεις όπως η Νίκαια, η Νικομήδεια, το Δορύλαιο κι η Προύσα είχαν πέσει στα χέρια Γαζήδων κι είχαν λεηλατηθεί. Οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να τις υπερασπιστούν πια και τις είχαν αφήσει στο έλεος των νομάδων. Μόνο με τη βοήθεια των σταυροφόρων της πρώτης σταυροφορίας είχαν επανέλθει στις κτήσεις τους.
«Χάρη στους επιδέξιους χειρισμούς των Κομνηνών τα είχαμε καταφέρει» είπε ο Ακομινάτος. «Τις εγκαταλείψαμε, όμως, ξανά τα τελευταία τριάντα χρόνια, ειδικά μετά τη μάχη του Μυριοκέφαλου.»
Ήταν το 1176 που ο αυτοκράτορας ηττήθηκε από τον σουλτάνο Κιλίτζ Αρσλάν Β’. Από τότε, οι Τουρκομάνοι, με τους Γαζήδες, έκαναν επιθέσεις στους “άπιστους” στ’ όνομα του Ισλάμ. Έμπαιναν στα ρωμαϊκά εδάφη όπου τρομοκρατούσαν και λήστευαν τους ρωμαϊκούς πληθυσμούς.
«Η αδιαφορία μας για τη Μικρασία είναι η αιτία για την ψυχρή υποδοχή των φυγάδων από την Πόλη. Στην Προύσα και στη Νίκαια τους είδαν με μισό μάτι.»
«Είδαν κι έπαθαν οι Λασκαραίοι να πείσουν τον λαό και τους δυνατούς να τους αποδεχτούν» είπε κι ο Νικηφόρος.
Πολλοί απ’ τους κατοίκους της Μικρασίας, αντί να λυπηθούν για την άλωση της Πόλης, χάρηκαν. Είδαν εκείνους τους άρχοντες, που ήξεραν μόνο φόρους να ζητούν, τώρα να διώκονται. Αντί να καλοπερνούν πίσω από τα υψηλά τείχη της Πόλης, τραβούσαν κι αυτοί, επιτέλους, τα δικά τους δεινά. Με τον Λάσκαρη αυτό είχε αλλάξει. Το Ρωμαϊκό κράτος υπήρχε πλέον κι ήταν εδώ. Ήταν παρόν, άμεσα ενδιαφερόμενο για τους ελληνόφωνους και χριστιανικούς πληθυσμούς. Θα πάλευε με Λατίνους, Τούρκους και νομάδες, έστω κι αν ήταν ακόμα αδύναμο. Αυτό άλλαζε τη διάθεση του κόσμου απέναντί του. Η αυτοκρατορία, αν και εξόριστη στη Νίκαια, άρχισε και πάλι να βρίσκει τη λάμψη της. Χρειαζόταν μόνο χρόνος κι ο Λάσκαρης ήξερε ότι θα τα κατάφερνε.
Για να βρει αυτόν τον χρόνο ο Θεόδωρος είχε συνάψει συμμαχίες. Συμμάχησε με τον φίλο του, σουλτάνο του Ρουμ, τον Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη. Εξασφάλισε έτσι το νοτιοανατολικό του σύνορο κι έμεναν μόνο οι Φράγκοι. Αυτούς τους αντιμετώπισε κάνοντας συμμαχία με τον Καλογιάννη, τον Βούλγαρο τσάρο Ιωάννη. Σιγά-σιγά μπόρεσε να ξανακερδίσει όσα είχε χάσει απ’ τους Φράγκους στο Ποιμανηνό και στο Αδραμύττιο. Επισήμως εξασφάλισε τον τίτλο του Αυτοκράτορα και προσπαθούσε τώρα να σταθεροποιηθεί. Ήθελε να αναγνωριστεί απ’ τους άλλους ηγεμόνες κυρίαρχος στα μέρη του. Σ’ αυτή την προσπάθεια εντασσόταν κι η αποστολή του Ακομινάτου.
«Θα γυρίσετε, Πάτερ, στη Νίκαια κάποια στιγμή;» τον ρώτησε μια μέρα ο Νικηφόρος. «Θέλω να έρθω μαζί σας στη Μικρασία, αν γίνεται.»
«Θα φύγω την Άνοιξη. Έχει κανονίσει ο αυτοκράτορας να με πάρει ένα ρωμαϊκό πλοίο για τον Βόσπορο. Εσύ, όμως, πως θα φύγεις; Θα τα αφήσεις όλα στη μέση εδώ πέρα; Θα σε χρειάζονται» του είπε ο Μιχαήλ.
«Θα τα κανονίσω έτσι ώστε να μη με χρειάζονται. Δεν μπορώ να ησυχάσω. Θέλω να πάω στη μονή για να δω και να μάθω ό,τι μπορέσω.»
«Δεν θα κάνεις τίποτε, φίλε μου. Κανείς δεν ξέρει ποιος Γαζής έκανε την απαγωγή και πού βρίσκεται τώρα. Ούτε ξέρει κανείς αν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Είναι αδύνατον να τον βρεις όσο και να ψάξεις.»
«Και πώς ξέρουν ότι πήρε μαζί του τη Ζωή, αν δεν τον γνωρίζουν;»
«Ο Γαζής δεν άφησε πίσω του ίχνη, ούτε τραυματίες ούτε μάρτυρες. Ξέρουν πως πήρε την Ζωή ζωντανή γιατί δεν ήταν μέσα στα πτώματα και τα αποκαΐδια, γι αυτό! Πώς θα ψάξεις σε ολόκληρη την Ανατολία, στα χαρέμια των πασάδων, των σπαχήδων, των μπέηδων; Αν την έστειλε στη Συρία ή την Αίγυπτο; Είναι αδύνατο αυτό που ζητάς, Νικηφόρε.»
Τον απογοήτευε πλήρως γιατί αυτά που του έλεγε ήταν η αλήθεια. Τα ίχνη της ήταν κυριολεκτικά χαμένα.
«Σου υπόσχομαι να ψάξω εγώ» του είπε ο Μιχαήλ. «Δεν θα το ξεχάσω. Κι αν καταφέρω να μάθω κάτι, θα στο στείλω αμέσως με γράμμα μου.»
«Ολόκληρος ο κόσμος μου έχει γκρεμιστεί Πάτερ! Αυτό το καταλαβαίνετε;» ξέσπασε ο Νικηφόρος.
«Κουράγιο φίλε μου. Έχεις παιδιά, ολόκληρη οικογένεια να φροντίσεις. Έχεις φίλους κι έχεις τον τόπο σου. Κρατήσου από όλα αυτά. Σε χρειάζονται ακόμη πιο πολύ κι από όσο εσύ χρειάζεσαι τη δική τους βοήθεια.»
«Θα φροντίσω, Πάτερ, να είστε ήσυχος! Εσείς, όμως, μόλις μάθετε το παραμικρό, γράψτε μου!»
Με το κεφάλι κάτω, ο άλλοτε περήφανος ναύαρχος του “Δήλος” και ταξιδευτής έμεινε στην Αθήνα. Είχε να μαζέψει τα συντρίμμια του βίου του. Σκέφτηκε με πείσμα πως θα ζούσε για να την ξαναδεί. Έκανε όμως πάνω από δυόμιση χρόνια πριν μάθει το πρώτο νέο γι αυτήν. Το σημαντικό, όμως, ήταν πως όχι μόνο ζούσε αλλά ότι υπήρχε κι η πιθανότητα να την βρει ξανά.
===


*********************************************
Η συνέχεια αύριο, Παρασκευή.

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

42 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 42η

Στο 12ο κεφάλαιο που έχει τίτλο "Θανατικό" συμβαίνουν πολλές αλλαγές, σχεδόν όλες προς το χειρότερο, στην οικογένεια του Νικηφόρου, στους Καρτεράνους και τους Σερφιώτες.
Ξεκινώντας από το Α' μέρος του κεφαλαίου, με τίτλο "Ναυαγός και Προδότης" θα δούμε αυτή την κατηφόρα. Είμαστε στο έτος 1208 μΧ, μετά την στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη στη Νίκαια, οι επισκέπτες από την Αθήνα και την κυρίως Ελλάδα, επιστρέφουν στις εστίες τους.
*********************************************
Παραπομπές:
(*1)
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένα και η πρόθεση του Λάσκαρη να βοηθήσει τον Σγουρό και οι μεταξύ τους συνεννοήσεις και μία προσπάθεια ενίσχυσής του όταν ακόμα ο Σγουρός δεν είχε κλειστεί στα κάστρα. Η αποστολή που αναφέρεται εδώ, δεν είναι βεβαιωμένη ιστορικά.
(*2)
Είναι το Κάβο ντ’ Όρο, στα νότια της Εύβοιας
(*3)
Το “κάτεργο” ήταν συνήθως ένα παροπλισμένο πλοίο παρατημένο σε κάποιο λιμάνι που, αντί να το βουλιάξουν, το μετέτρεπαν σε φυλακή
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο : ΘΑΝΑΤΙΚΟ
 


Α’ ΝΑΥΑΓΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΗΣ

Ένα πλοίο έφυγε από την Απάμεια για τον Σαρωνικού, την Αθήνα και την Κόρινθο. Ήταν δρόμων, απ’ τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία της εποχής. Μετέφερε ένα ρωμαϊκό στράτευμα με τριακόσιους κωπηλάτες. Οι διακόσιοι ήταν πεζικάριοι κι οι άλλοι εκατό βοηθητικοί και τοξότες. Στα αμπάρια είχε οπλισμό. Είχε πενήντα καταφρακτάριους, σιδηρόφρακτους ιππείς, στο κατάστρωμα. Είχε κι άλλους πενήντα καβαλάρηδες οπλίτες. Φορτωμένα στο πλοίο ήταν και τα εκατό άλογά τους. Όλη αυτή η ισχυρή δύναμη αποτελούσε την προσφορά του αυτοκράτορα Λάσκαρη προς τον Λέοντα Σγουρό. Προορισμός του πλοίου ήταν το Ναύπλιο. Μ’ αυτή την σοβαρή ενίσχυση ο Λάσκαρης μετέφερε έμπρακτα το μήνυμα της αντεπίθεσης των Ρωμαίων. Ο Σγουρός μπορούσε να αναπνεύσει μετά από αυτό(*1).
Εκτός από τους στρατιώτες, στο πλοίο επέβαιναν οχτώ ταξιδιώτες πολίτες. Γύριζαν στα μέρη τους απ’ την στέψη του Λάσκαρη. Ήταν ο Νικηφόρος, ο Βαρδάνης, ο Δωρόθεος, ο Πλατώνιος, ο Καλλίμαχος, ο Διογένης-Ιάσων κι οι μητροπολίτες. Ο Καλλίμαχος κι ο Ιάσων ήθελαν οπωσδήποτε να δουν την Αθήνα. Η πόλη του Ακομινάτου που φώτιζε κάποτε ολόκληρη την οικουμένη. Ο ένας απ’ τους δυο πυλώνες της αναγέννησης του νέου ελληνισμού.
Ήξεραν πως εκεί είχαν ανθίσει οι επιστήμες, οι τέχνες, η ευνομία κι η φιλοσοφία. Ήξεραν και για την δημοκρατία, δεν είχαν όμως ψευδαισθήσεις γι αυτήν στην σύγχρονη εποχή. Το πατρώο πολίτευμα κι η πατρώα θρησκεία θα έμεναν θαμμένα για άγνωστο διάστημα. Πέρα όμως από αυτά, είχαν πολλά να δουν. Οι δυο μητροπολίτες γύριζαν στα μέρη τους. Μετέφεραν τα χαρμόσυνα νέα από τη Νίκαια και την διάθεση του Λάσκαρη για μια μόνιμη συμμαχία. Επέστρεφαν οι Ρωμιοί που τίμησαν τον αυτοκράτορα. Έφερναν γι αντίδωρο, την αντιλατινική συμμαχία και την αναγέννηση της αυτοκρατορίας.
Το πλοίο βούλιαξε στο ακρωτήρι του Καφηρέως (*2) στα ανοιχτά της Καρύστου. Απ’ όσους βρίσκονταν μέσα, σώθηκαν ελάχιστοι. Η ως τότε ήσυχη θάλασσα, αγριεμένη απ’ το ξαφνικό μαγιάτικο μπουρίνι, άρχισε να στροβιλίζεται μανιασμένα. Το πλοίο σύρθηκε σε ένα θανατηφόρο εναγκαλισμό σαν να χόρευε μαζί του. Το σκαρί του τσακίστηκε λες κι ήταν ένα μάτσο ξερά λεπτά ξυλάκια. Η φουρτουνιασμένη ψυχοπνίχτρα κατάπιε στο βυθό της και το πλοίο και τους επιβάτες του. Στην βουλιμία της δεν ξεχώρισε οπλίτη κωπηλάτη από ιππέα ευγενή ούτε καταφρακτάριο από άλογο. Δεν διέκρινε τοξότη ή αξιωματικό, ούτε επιβάτη ή πλοίαρχο. Σχεδόν όλους τους πήρε στην αγκαλιά της η θάλασσα. Χάθηκαν σε ένα ρεύμα που δημιούργησε το μπουρίνι, σε μια ρουφήχτρα. Χάθηκαν οι πιο πολλοί, σχεδόν όλοι. Μονάχα είκοσι μετρήθηκαν αργότερα οι ζωντανοί. Μόνο αυτοί γλίτωσαν από μιαν εύνοια της τύχης.
Οι οχτώ επιβάτες και, μαζί τους, τέσσερις αξιωματικοί, βρέθηκαν απ’ την αρχή του χαμού στο μάτι του κυκλώνα. Εκεί στο μάτι, επικρατεί ησυχία. Γι αυτό βρήκαν, έστω, λίγο χρόνο ώστε να προλάβουν να δεθούν γερά σε ένα σπασμένο κατάρτι. Αυτό τους φώναξε, απελπισμένα, ένας έμπειρος στη θάλασσα ναυτικός. Κατά τραγική ειρωνεία, ο ίδιος δεν πρόλαβε να δεθεί μαζί τους. Το ξύλο επέπλευσε κι η θάλασσα δεν ρούφηξε τους οχτώ στο βυθό. Αυτοί προσπάθησαν με κάθε τρόπο να μείνουν ζωντανοί στην επιφάνεια μέχρι να ξημερώσει. Μετά μπορούσαν να κολυμπούσαν, όσο θα έφταναν οι δυνάμεις τους, ώσπου να βρουν ξηρά. Όμως δεν ήταν εύκολο κάτι τέτοιο. Ο αέρας ήταν δυνατός, το κρύο τσουχτερό κι η θάλασσα ανταριασμένη. Οι περισσότεροι είχαν τραυματιστεί.
Οι δυο γέροντες μητροπολίτες, αδύναμοι κι αμάθητοι, πνίγηκαν πρώτοι πίνοντας άφθονο αλμυρό νερό. Ακολούθησε τη μοίρα τους ο Δωρόθεος Καρτεράνος που ξεψύχησε αμέσως μετά. Δεμένος στο κατάρτι, δεν άντεξε τις κακουχίες και το κρύο στην ηλικία του. Μετά είχε σειρά ο Πλατώνιος που παρέδωσε κι εκείνος το πνεύμα του πριν ξημερώσει. Ήταν χτυπημένος άσχημα από ένα ξάρτι κι έχανε συνέχεια αίμα και δυνάμεις. Λίγο πριν ξημερώσει παρέδωσε το πνεύμα κι ο Καλλίμαχος. Ήταν κι αυτός χτυπημένος και δεν άντεξε. Σχεδόν ταυτόχρονα ξεψύχησε κι ο ένας απ’ τους τέσσερις αξιωματικούς που κι αυτός είχε τραυματιστεί. Από τους δώδεκα που είχαν δεθεί στο κατάρτι, σώθηκαν οι μισοί.
Ο Νικηφόρος, ο Βαρδάνης, ο Διογένης-Ιάσων κι οι τρεις αξιωματικοί ήταν ζωντανοί. Τα έξι πτώματα των νεκρών ήταν δεμένα στο κατάρτι κι εξακολουθούσαν να σέρνονται μαζί με τους διασωθέντες. Όλοι ξεβράστηκαν σε μια στεριά όπου τους έφεραν το κύμα κι ο καιρός. Από καλή τους τύχη βγήκαν σε μια αμμουδερή παραλία κι όχι σε βράχια όπου θα τσακίζονταν. Σύρθηκαν στην αμμώδη ακτή. Λύθηκαν από το κατάρτι κι έθαψαν τα πτώματα. Ο Βαρδάνης έψαλε επικήδειους ύμνους κι οι ζωντανοί έπεσαν αποκαμωμένοι δίπλα στους μισάνοιχτους ακόμα τάφους. Κοιμήθηκαν για ώρες μέχρι τα ταλαιπωρημένα τους σώματα να αναλάβουν δυνάμεις. Όταν ξύπνησαν κόντευε να βραδιάσει. Ήταν άρρωστοι, πεινασμένοι, διψασμένοι, σχεδόν ετοιμοθάνατοι. Τους βρήκε ένας βαρκάρης που μάζευε δίχτυα κάπου εκεί κοντά. Φώναξε για βοήθεια μερικούς χωριανούς. Τους μετέφεραν όλους στην Κάρυστο όπου τους περιποιήθηκαν και τους έσωσαν.
Έμαθαν ότι μερικοί ακόμη, ελάχιστοι, είχαν διασωθεί σε κοντινές παραλίες. Θα τους μετέφεραν οι ντόπιοι σε ένα μεγαλύτερο λιμάνι για να γυρίσουν στον τόπο τους. Είκοσι ήταν όλοι κι όλοι οι διασωθέντες και τετρακόσιοι οι απολεσθέντες από την μανία της θάλασσας. Όλη την επόμενη μέρα πτώματα πνιγμένων και σκόρπια ξύλα τα ξέβραζε σιγά-σιγά η θάλασσα. Οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής του Καφηρέα, δεν είχαν παραξενευτεί. Ήταν συνηθισμένοι να περισυλλέγουν κάθε τόσο ναυαγούς. Τα νερά ήταν επικίνδυνα και στα μπουρίνια πολλά πλοία έμεναν ακυβέρνητα.
Οι έξι διασωθέντες ήταν σε κακό χάλι, σωματικά, αλλά, και ψυχολογικά. Τρεις μόνο Ρωμαίοι αξιωματικοί είχαν σωθεί. Ήταν ο Δημήτριος απ’ την Προύσα, ο Νίκανδρος απ’ τη Νίκαια κι ο Εμμανουήλ από τη Νικομήδεια. Όπως ήταν φυσικό, ειδικά αυτοί οι τρεις ήταν απαρηγόρητοι. Η σπουδαία αποστολή τους είχε αποτύχει πριν καν φτάσει στον προορισμό της. Όχι μόνο δεν θα βοηθούσαν τον Λέοντα Σγουρό, αλλά, ούτε θα επέστρεφε το πλοίο στον Λάσκαρη. Είχαν δει, με συντριβή, τετρακόσιους συντρόφους τους να πνίγονται. Μέσα στο πλοίο που είχε χαθεί, υπήρχε βαρύς οπλισμός και πολλά άλογα. Όλα αυτά βρισκόταν τώρα, μαζί με το τσακισμένο, κομματιασμένο σκαρί, στο βυθό του Αιγαίου πελάγους. Έμενε στους τραγικούς επιζώντες το βαρύ καθήκον να μετρήσουν τις απώλειες και να γυρίσουν με σκυμμένα κεφάλια. Τα νέα που θα έφταναν στον Λάσκαρη θα ήταν μαύρα, ενώ στον Λέοντα δεν θα έφτανε κανένα νέο από την Νίκαια.
Ο Νικηφόρος ένιωθε ακόμα πιο χάλια από όλους. Η απώλεια των δικών του ανθρώπων ήταν αβάσταχτη. Τους είχε δει να ξεψυχούν ο ένας μετά τον άλλον, δίπλα του, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτε για να τους σώσει. Δεμένοι όλοι σε ένα κατάρτι, απλά διαπίστωναν τον θάνατο κι ούτε να κλάψουν μπορούσαν τον νεκρό. Προείχε να παραμείνουν ζωντανοί. και να συνεχίσουν να κολυμπούν κουβαλώντας μαζί τους και τους νεκρούς. Αυτή η απώλεια τόσων Ρωμαίων και τόσων δικών του ανθρώπων τον είχε μετατρέψει σε ζωντανό-νεκρό.
Ο Δωρόθεος, ήταν σπουδαίος άντρας και πατέρας της Αγνής. Ήταν ο αγαπημένος και σεβαστός παππούς των παιδιών του. Τον είχε στηρίξει όταν τον είχε χρειαστεί και τον αγαπούσε ιδιαίτερα σαν να ήταν παιδί του. Αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρχε πια. Ο νεαρός κουνιάδος του, ο Πλατώνιος, παιδί με μεγάλη καρδιά κι ανοιχτούς ορίζοντες, είχε πνιγεί δίπλα του. Μόλις ένα δυο μέτρα μακριά του πνιγόταν, αλλά, δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον βοηθήσει. Ο μαχητικός Πόντιος, Έλληνας και Ρωμιός, ο πανέξυπνος Καλλίνικος, χάθηκε. Ήθελε να δει τη δοξασμένη πόλη των Αθηνών αλλά δεν θα έφτανε ποτέ εκεί. Ξεψύχησε στα χέρια του και στα χέρια του Ιάσωνα που δεν κατάφερε να τον κρατήσει έξω από το νερό. Οι γέροντες είχαν χαθεί από πολύ νωρίς.
Τελικά όλα είχαν αποβεί μάταια. Οι έξι απ’ τους δώδεκα άνδρες που δέθηκαν στο κατάρτι, είχαν χαθεί. Οι άλλοι έξι που σώθηκαν ήταν σε κακή κατάσταση στο σώμα, αλλά, και στην ψυχή. Δέχονταν τις περιποιήσεις των χωρικών από την Κάρυστο αλλά, ήταν όλοι τους εσωτερικά καταρρακωμένοι. Στο μυαλό του Νικηφόρου κυριαρχούσαν η φρίκη κι ο τρόμος. Φαντάσματα του πατέρα και της μάνας του, που κι αυτοί είχαν πνιγεί στα νερά του Αιγαίου, τον κατέτρεχαν, Οι εφηβικοί του φόβοι, όλες του οι ανησυχίες, ήρθαν στην επιφάνεια και τον βασάνιζαν ανελέητα. Είχε εφιάλτες όσο επέπλεαν κι έλπιζαν στο θαύμα, αλλά, το βάσανο δεν τελείωσε όταν έπιασαν στεριά. Συνεχιζόταν κι αργότερα, όταν πια είχαν σωθεί.
Οι Καρυστινοί τους πληροφόρησαν ότι ένα ψαράδικο μπορούσε να τους πάρει. Επρόκειτο να πάει την επομένη ημέρα από την γειτονική Γεραιστό στον Πειραιά. Αν ήθελαν, θα τους μετέφερε κι αυτούς. Κάποιοι άλλοι ναυαγοί θα περίμεναν να περάσει πλοίο που θα τους πήγαινε πίσω στην μικρασιατική ακτή. Ευχαρίστησαν από καρδιάς τους ανθρώπους που τους φέρθηκαν τόσο καλά. Υποσχέθηκαν να τους το ξεπληρώσουν μόλις θα συνέρχονταν κάπως. Με το ψαράδικο πλοίο, οι έξι ναυαγοί που, δεμένοι στο κατάρτι σώθηκαν μαζί, ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής.
Τους άφησαν στον Πειραιά. Από εκεί, με μια άμαξα, έφτασαν στο “Σερφιώτικο”. Τους υποδέχτηκαν οι άνθρωποι του αγροκτήματος και, μαζί τους, έντρομη η Αγνή. Αλλιώς περίμενε να τους δει, καμαρωτούς και καβαλάρηδες να γυρνούν στην πατρίδα. Όταν όμως είδε να τους κατεβάζουν από την καρότσα σε κατάσταση πλήρους αδυναμίας, κατάλαβε ότι ήταν ναυαγοί. Οι απουσίες υποδήλωναν το χειρότερο.
«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχη τον καροτσέρη.
«Ναυαγήσανε κυρά μου. Τους έφεραν με ψαράδικο από την Κάρυστο. Χάθηκαν τετρακόσια παλικάρια εκεί!»
Η Αγνή, με την ψυχή της στο στόμα και φόβους για το χειρότερο, κοίταξε στην καρότσα. Είδε τον Νικηφόρο σε κακό χάλι. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε, αλλά, ήταν παγωμένη. Δεν έβλεπε δίπλα του άλλα πρόσωπα που περίμενε.
«Πού είναι ο πατέρας μου;» τον ρώτησε αμέσως. «Πού είναι ο αδελφός μου;»
Ο Νικηφόρος, δεν μπορούσε ακόμα να σταθεί στα πόδια του. Ρακένδυτος κι ωχρός σαν νεκρός, δεν μπόρεσε να της πει τίποτε. Ξέσπασε σε κλάματα σαν μικρό παιδί κι η Αγνή, που κατάλαβε, κέρωσε. Τη στιγμή εκείνη έφευγε κάθε ικμάδα ζωής και δύναμης από μέσα της. Έγινε κι εκείνη μια ζωντανή νεκρή. Το ότι η καρδιά της νεαρής κοπέλας άντεξε εκείνη την ώρα και την πρόδωσε μόνο μερικούς μήνες αργότερα, ήταν τυχαίο. Δεν άλλαξε το γεγονός ότι ο θάνατός της προδιαγράφηκε εκείνη τη στιγμή ακριβώς που το έμαθε. Η εύγλωττη μη απάντηση του Νικηφόρου και των άλλων, έλεγε ότι ο αγαπημένος της πατέρας κι ο αδελφός δεν υπήρχαν πια. Είχε άντρα να περιποιηθεί και παιδιά να μεγαλώσει κι άρα είχε πράγματα να την κρατούν στη ζωή. Είχε καθήκοντα να εκτελέσει και μικρές χαρές για να λειάνει την λύπη της, ωστόσο, τίποτε δεν λειτούργησε. Με το που συνειδητοποίησε το αγγελτήριο θανάτου των αγαπημένων της, έκλεισε συμβόλαιο με τον χάρο. Απλά, πήρε μιαν αναβολή, μερικούς ακόμα μήνες ζωής.
Αυτά συνέβησαν τέλη του Μαΐου του έτους 1208 των Φράγκων και 6.716 των Ρωμαίων. Στο κτήμα του ο Νικηφόρος φιλοξένησε, όπως ήταν φυσικό, τον Ιάσωνα-Διογένη και τον Γεώργιο Βαρδάνη. Όλα ήταν μαύρα από το αβάσταχτο πένθος που κράτησες μήνες, ενώ για κάποιους κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Τα πάντα στο “Σερφιώτικο” και στο “Καρτέρι” γύριζαν γύρω από τον χαμό του Δωρόθεου και του νεαρού Πλατώνιου. Μια θλίψη που δεν έλεγε να κατασιγάσει τους σκέπασε όλους. Τραγικοί προγονοί ο παππούς Λέων κι οι γιαγιάδες Ειρήνη και Σοφία που έχαναν γιο κι εγγονό μαζί. Απαρηγόρητη η γυναίκα του Δωρόθεου, η Θεοδώρα, ένιωθε σαν να είχε χάσει με τον άντρα της και την δική της ζωή. Δυο μέρες μετά έκαναν ένα μνημόσυνο στην μικρή εκκλησία της Παναγίας Οδηγήτριας. Τα μνήματα βρίσκονταν στην μακρινή Κάρυστο. Ο θρήνος κι ο οδυρμός φίλων και συγγενών περίσσεψαν. Η Αγνή λιποθύμησε δυο φορές και την πήγαν σηκωτή στο σπίτι ενώ κι η κυρία Θεοδώρα ήταν σε κακό χάλι.
Μερικές μέρες μετά, έφυγαν τρεις Ρωμαίοι αξιωματικοί που διασώθηκαν από το ναυάγιο. Αποφάσισαν να πάνε, μόνοι πλέον εκείνοι, στον Ακροκόρινθο στον πολιορκημένο Σγουρό. Θα του μετέφεραν τα νέα και την στήριξη του Λάσκαρη.
Μέσα στην τόση ατυχία, ευτυχώς, είχε σωθεί, στον κόρφο του Νικηφόρου, μήνυμα του Λάσκαρη προς τον Λέοντα. Του έλεγε να κρατήσει γερά τα κάστρα του και ότι του έστελνε με τον δρόμωνα τετρακόσιους άνδρες. Ήταν πλήρως αρματωμένοι και καλοπληρωμένοι για ένα χρόνο ολόκληρο. Η βοήθεια θα είχε και συνέχεια. Ετοίμαζε, έγραφε ο Λάσκαρης, μια δρούγγα με δυο χιλιάδες στρατιώτες. Επαινούσε την γενναία άμυνά του απέναντι στους ληστές της “αγαπημένης μας Ρωμανίας”. Έτσι αποκαλούσε ο Λάσκαρης την αυτοκρατορία. Ο κύλινδρος μέσα στον οποίο βρισκόταν η περγαμηνή, δεμένος στο λαιμό του Νικηφόρου, είχε επιπλεύσει. Τα νερά δεν είχαν κάνει σοβαρή ζημιά. Το μήνυμα μπορούσε να φτάσει στον Λέοντα, τον μόνο που ακόμα αντιστεκόταν στα ελληνικά εδάφη.
Η διαδρομή από Αθήνα μέχρι Κόρινθο ήταν παλιότερα γεμάτη ληστές. Το φαινόμενο είχε μετριαστεί τελευταία, με την Φραγκοκρατία. Οι νέοι ηγέτες προτιμούσαν να ληστεύουν οι ίδιοι νόμιμα τους κατοίκους που τους είχαν δουλοπάροικους. Δεν άφηναν την λεία σε τυχάρπαστους άρπαγες που δεν ήταν ούτε καν φεουδαρχικά υποτελείς τους. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν ακόμα ληστές στις ορεινές διαδρομές της Αττικής της Βοιωτίας και της Κορινθίας. Μόνο μια λουρίδα γης στην ακτή παρέμενε ελεύθερη για το εμπόριο. Οι Ρωμαίοι αξιωματικοί διάλεξαν την ορεινή διαδρομή για να αποφύγουν τους Φράγκους κι έπεσαν σε δυο ενέδρες. Απ’ την πρώτη γλίτωσαν αλλά στην δεύτερη δεν τα κατάφεραν. Οι ληστές τους σκότωσαν. Ο Σγουρός έμεινε στην απελπιστική του μοναξιά. Δεν έμαθε ποτέ ότι ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τού είχε στείλει ενισχύσεις.
Μια εβδομάδα μετά την αναχώρηση των αξιωματικών, ένα απόσπασμα Φράγκων πήγε στον Νικηφόρο. Επικεφαλής ήταν ο Ρομπέρ κι ο Γκι. Μπήκαν ειρηνικά στο “Σερφιώτικο” και στο τρίκλινο του ανήγγειλαν ότι έπρεπε να τον συλλάβουν. Θα δικαζόταν με την κατηγορία της προδοσίας. Η ποινή για μια τέτοια κατηγορία ήταν θάνατος!
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Νικηφόρος τους ιππότες που ήταν και φίλοι του.
«Ο διοικητής Μεγάρων έφερε αυτοπροσώπως στον Ότο ντε λα Ρος μια επιστολή του Θεόδωρου Λάσκαρη. Σε μπλέκει κι εσένα, φίλε μου» του είπαν,
«Τι συνέβη; Πώς με μπλέκει;»
«Ο αυτοαποκαλούμενος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων έγραψε στον Λέοντα Σγουρό» του εξήγησε ο Ρομπέρ. «Στην επιστολή ο Λάσκαρης του έλεγε πως του στέλνει ένα δρόμωνα με τετρακόσιους άνδρες για ενίσχυση. Αυτό σημαίνει ότι το πλοίο που ναυάγησε στον Καφηρέα ήταν πολεμικός δρόμωνας. Εσύ, τώρα, κατηγορείσαι ότι ερχόσουν με ένα πολεμικό πλοίο ενάντια στον Κύρη μας και τον αυτοκράτορα Ερρίκο. Όμως, έχεις ορκιστεί πίστη.»
«Δεν ερχόμουν γα πόλεμο. Αυτό το πλοίο βρήκαμε και αυτό μας έφερε. Δεν ήμουν μέρος της δρούγγας, μόνο επιβάτης ήμουν» δικαιολογήθηκε ο Νικηφόρος.
«Ήξερες όμως!» του είπε ο Γκι. «Αυτό εξαγρίωσε την Εξοχότητά του τον μέγα-Σιρ.»
«Δεν έκανα τίποτα ενάντια στον Εξοχότατο. Μένω πιστός ιππότης του Σιρ ντ΄ Ατέν» επέμεινε ο Νικηφόρος. «Σας είπα ότι ο δρόμωνας βούλιαξε, έχασα συγγενείς και φίλους κι έχω πένθος. Γιατί πρέπει κι από πάνω να απολογούμαι εγώ για τις κινήσεις του Λάσκαρη;»
«Πήγες, φίλε μου, στη στέψη του ψευδοαυτοκράτορα. Αυτό, μάλλον, έχει πειράξει πολύ την Εξοχότητά του» του εξήγησε με ήπιους τόνους ο Γκι.
«Αν θέλεις μπορείς να φύγεις. Θα πούμε ότι δεν σε βρήκαμε εδώ» είπε ο Ρομπέρ.
«Καλύτερα να φύγεις. Θα σε κρύψουμε εμείς και θα σε στείλουμε όπου θέλεις» του είπε ο Γκι.
«Έτσι, όμως, θα ομολογώ την ενοχή μου. Όχι φίλοι μου. Καλύτερα να πάμε μαζί στο παλάτι.»
«Θα σε έχει καταδικασμένο ήδη ο Σιρ. Οι σύμβουλοί του είναι εναντίον σου. Ό,τι κι αν είπαμε δεν μπορέσαμε να του αλλάξουμε γνώμη» είπε ο Ρομπέρ.
«Δεν θα φύγω Ρομπέρ. Θα μείνω και θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι είμαι αθώος» είπε με αποφασιστικότητα ο Νικηφόρος. «Πάμε στο παλάτι. Αν θέλετε, δέστε με.»
«Θα είμαστε δίπλα σου. Θα βοηθήσουμε όσο μπορούμε» είπε ο Γκι. «Να το ξέρεις, όμως, ότι κινδυνεύεις στο παλάτι.»
«Καλύτερα, φύγε» είπε κι ο Ρομπέρ. «Κρύψου ώσπου να ηρεμήσουν τα πράγματα. Θα τα εξηγήσουμε στον Σιρ.»
«Σας ευχαριστώ, καλοί μου φίλοι. Μόνο, περιμένετε λίγο να χαιρετίσω την γυναίκα και τα παιδιά μου. Μετά από αυτό, ας πάμε» ζήτησε ο Νικηφόρος.
Στον δρόμο του είπαν όλη την ιστορία. Οι τρεις Ρωμαίοι πήραν τον ορεινό δρόμο κι έπεσαν πάνω στους ληστές. Αυτοί τους σκότωσαν αλλά δεν βρήκαν σχεδόν τίποτε πολύτιμο πάνω τους για λεία. Βρήκαν μόνο την περγαμηνή που ήταν κλεισμένη καλά σε ένα κύλινδρο. Είχε πάνω της την κέρινη σφραγίδα του “εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλέα Θεόδωρου Λάσκαρη”. Αυτό το εύρημα το πούλησαν στον διοικητή των Μεγάρων. Εκείνος το έφερε αυτοπροσώπως στον Ντε λα Ρος. Όταν ο Σιρ ντ’ Ατέν διάβασε το περιεχόμενό του ρώτησε τους συμβούλους τι έπρεπε να κάνει. Έτσι κι αλλιώς ο Σγουρός ήταν έξω από τα εδάφη του και τον πολιορκούσε ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος. Εκείνοι τον συμβούλευσαν να ενημερώσει τον πολιορκητή και τον Ερρίκο. Του είπαν να τιμωρήσει τον Νικηφόρο Σερφιώτη που –αν και ιππότης- ταξίδεψε με ένα εχθρικό πλοίο. Όταν έφτασε, δεν του το είχε αναφέρει.
Ο Νικηφόρος προετοιμάστηκε να δώσει εξηγήσεις. Δεν είχε κάνει κάτι αντίθετο με τον ιπποτικό όρκο πίστης. Όμως, δεν πρόλαβε να πει τίποτε. Τον έκλεισαν σε μια φυλακή σε ένα υπόγειο στον βράχο της Ακρόπολης. Την άλλη μέρα ο Όθων έφυγε για την Θεσσαλονίκη, ίσως και για Κωνσταντινούπολη. Αν δεν τον ανέκρινε ο ίδιος ο μέγα-Συρ ή ένα εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, δεν θα εθεωρείτο ότι έχει δικαστεί. Μ’ αυτό το σαθρό νομικό καθεστώς, ο Νικηφόρος έμεινε έγκλειστος στην φυλακή της Ακρόπολης. Ήταν εκεί ένα περίπου μήνα. Δεν επιτρέπονταν πολλές επισκέψεις. Μια φορά τη μέρα μπορούσε να τον βλέπει η Αγνή και μια φορά την εβδομάδα οι λοιποί συγγενείς. Ευτυχώς που περνούσαν οι αδελφοί ντ’ Επινάκ, ο Γκι κι ο Εστάς κι απέφυγε την απομόνωση. Σε ένα μήνα, όμως, τον μετέφεραν σ’ ένα κάτεργο (*3) στο Φάληρο. Εκεί έμεινε άλλους δυο μήνες.
Κόντεψε να πεθάνει από την υγρασία και την ακινησία καθώς ήταν όλη τη μέρα δεμένος. Το κτήμα του το φυλούσαν μισθοφόροι που τους επέβλεπε ο Ρομπέρ. Κλονίστηκε η υγεία του κι είδε την Αγνή να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Ύστερα έμαθε ότι κι η μικρή Αθηναΐδα ήταν άρρωστη κι αυτή. Όλα πήγαιναν στραβά κι εκείνος είχε κλειστεί στο κάτεργο.
Όταν έμαθε ότι η μικρή Αθηναΐδα πέθανε, κόντεψε να τρελαθεί από τον πόνο. Και όταν είδε την Αγνή να έχει γίνει ζωντανό φάντασμα άρχισε να ψάχνει την απόδραση. Ο Όθων ντε λα Ρος, όμως, επέστρεψε επί τέλους στην έδρα του κι έμαθε απ’ τον Γκι τι είχε συμβεί. Ο Γραικός ιππότης του σάπιζε σ’ ένα κάτεργο χωρίς καταδίκη. Ένιωσε τύψεις για τη συμπεριφορά του και τον αθώωσε αμέσως χωρίς καν να τον ακούσει. Ο λόγος των Βουργουνδών ήταν αρκετός για τον Ηγεμόνα ώστε να του δώσει χάρη. Χωρίς να απολογηθεί φυλακίστηκε και χωρίς να ζητήσει απαλλαγή αθωώθηκε. Αυτό ήταν το άδικο “δίκαιο” της φεουδαρχίας που είχε τον ηγεμόνα απόλυτο άρχοντα της ζωής των υπηκόων του.
Ο Νικηφόρος γύρισε σπίτι του κι απλά πρόλαβε τις τελευταίες μέρες της Αγνής. Η καημένη είχε θρηνήσει πατέρα και αδελφό. Τώρα θρηνούσε την μικρή κόρη της ενώ ο άντρας της είχε βρεθεί στο κάτεργο για τρεις μήνες. Ήταν όλα αυτά πολλά για το φιλάσθενο κορμί της κι η αδύναμη καρδιά της δεν άντεξε. Ξεψύχησε μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα. Ο Νικηφόρος την έκλαψε. Ήταν η μόνη περίοδος της ζωής του, από τότε που γνώρισε κι αγάπησε την Ζωή, που δεν την σκέφτηκε καθόλου. Ούτε ένιωσε καθόλου να του λείπει. Αυτό που η Αγνή δεν είχε πετύχει ζώντας, το κατάφερε πεθαίνοντας. Ήταν, όμως, μια επιτυχία ανώφελη και μάταιη. Το θανατικό είχε χτυπήσει βαριά και βάναυσα τις πόρτες των δυο οικογενειών, Καρτεράνων και Σερφιωτών. Τέσσερα μέλη της οικογένειας είχαν ξεκληριστεί μέσα σε τέσσερις μόνο μήνες.

*********************************************
Η συνέχεια αύριο, Πέμπτη.

Γιατί το 2020 δεν είναι 1912

Πολλοί φίλοι ή και άγνωστοι, αναρτούν κείμενα και φωτογραφίες στο διαδίκτυο με τον Κουντουριώτη και το Αβέρωφ που το 1912 κατήγαγαν ναυτικό θρίαμβο έναντι της Τουρκίας στον Α' βαλκανικό πόλεμο.

Υπάρχουν πολλά να σημειώσει κανείς για τις διαφορές ανάμεσα στις δύο εποχές. Το Αβέρωφ τότε, ήταν υπερόπλο για την εποχή του, είχαμε σχετική ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία, η Οθωμανία κατέρρεε ενώ τα βαλκανικά κράτη ήταν σε φοβερό δυναμισμό κτλ. Ωστόσο υπάρχει ένα στοιχείο που λέγεται διεθνής παράγων που σήμερα, σε σχέση με εκατό χρόνια πριν, έχει αλλάξει σημαντικά. Τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν διακηρυγμένο στόχο την διάλυση και τον διαμοιρασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ σήμερα Ερντογάν και Τραμπ είναι συνεταίροι. Όσο για τον Πούτιν, γι αυτόν σχεδόν δεν υπάρχουμε.
Διαβάστε πέντε σειρές από την ανακοίνωση των Αμερικανών για την τουρκική NAVTEX νοτίως του Κσστελόριζου: 

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ότι η Τουρκία έχει εκδώσει μία NAVTEX για έρευνα σε αμφισβητούμενα ύδατα στην Ανατολική Μεσόγειο. Προτρέπουμε τις τουρκικές αρχές να σταματήσουν τυχόν σχέδια για επιχειρήσεις και να αποφύγουν μέτρα που αυξάνουν τις εντάσεις στην περιοχή»

Αυτό που εμείς, ως Ελλάδα, λέμε "χωρικά μας ύδατα" ή δική μας ΑΟΖ, η Τουρκία το λέει χώρο υπό διαπραγμάτευση ή δικό της χώρο και οι ΗΠΑ το ονομάζουν "αμφισβητούμενη περιοχή" (disputed area).
Τότε είχαμε Λευτέρη Βενιζέλο, αντίβαρο στον ηλίθιο Κωνσταντίνο.
Σήμερα τι έχουμε;