Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

50 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 50η

Σήμερα, έχουμε το Γ' μέρος του 14ου κεφαλαίου.
Είναι η τελευταία εβδομάδα αυτών των δημοσιεύσεων καθώς το βιβλίο ολοκληρώνεται. Όπως είναι φυσικό, κι η δράση κορυφώνεται.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας προσπαθεί να γίνει κράτος αναγνωρισμένο από τους γείτονές της. Στην Κωνσταντινούπολη βασιλεύει ο Ερρίκος και το σουλτανάτο του Ρουμ ο Καιχοσρόης.
Ο Νικηφόρος κι οι Ρωμιοί και Φράγκοι φίλοι του ιππότες, οδεύουν προς Ικόνιο. Σκοπό έχουν να ελευθερώσουν την Ζωή από την σκλαβιά της στον γυναικωνίτη του Καϊχοσρόη, όμως τα πράγματα εξελίσσονται αλλιώς. Αντί για σωτήρες, βρίσκονται φυλακισμένοι στο έλεος του σουλτάνου. Η αποστολή τους αποτυγχάνει παταγωδώς.
**************************************


Γ’   ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ


Τέλος Απρίλη έφτασαν στο Ικόνιο οι έξι καβαλάρηδες απ’ την Αθήνα και, μια μέρα μετά, ήρθε ο Διογένης Γιάσουα. Οι έξι, Φράγκοι κι Έλληνες, ξεχώριζαν καθαρά από τους ντόπιους από τις φορεσιές τους. Έδειχναν πολεμιστές κι όχι έμποροι. Ο Καϊχοσρόης, ειδοποιημένος από τον Μαυροζώμη, τους περίμενε. Μεσημέρι της πρωτομαγιάς τούς συνέλαβε. Μόλις μπήκαν σε ένα καπηλειό, ξαφνικά ο δρόμος άδειασε. Πριν το καταλάβουν, περίπου εκατό στρατιώτες του σουλτάνου τούς περικύκλωσαν. Οι Σαρακηνοί μουσουλμάνοι μπήκαν φωνάζοντας στα τούρκικα διάφορες εντολές. Έβγαλαν τους πελάτες έξω κι άφησαν μόνο τους ταξιδευτές. Με τα σπαθιά προτεταμένα τούς απειλούσαν. Τους φώναζαν να μην προβάλουν αντίσταση και να παραδοθούν ειρηνικά.
«Σαρακηνοί του Καϊχοσρόη» είπε ο Νικηφόρος.
«Πολύ φίλος μας, λοιπόν, αυτός ο σουλτάνος του είπε ειρωνικά ο Εστάς.
«Κι ο Μαυροζώμης πρέπει να είναι πολύ σπιούνος!» είπε θυμωμένος ο Νικηφόρος.
«Μην σκεφτείτε να πολεμήσετε. Είναι καμιά εικοσαριά εδώ μέσα και καμιά εκατοστή απ’ έξω» είπε ο Στέφανος που κοίταξε απ’ το παράθυρο.
«Θα περάσουν μόνο πάνω από το πτώμα μου» είπε ο νεαρός Γουλιέλμος Ντελφόρ.
«Ήρεμα νεαρέ» του είπε ο Ρομπέρ. «Εμείς είμαστε έξι κι αυτοί είναι εκατόν έξι.»
Για να μην μείνει η παραμικρή αμφιβολία, μπήκαν στο καπηλειό καμιά δεκαριά τοξότες. Στήθηκαν μπροστά από τους στρατιώτες του Καϊχοσρόη και σημάδεψαν με τα βέλη τους τους έξι. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο.
«Αφήστε κάτω τα όπλα σας» τους είπε ο διοικητής του σώματος των μουσουλμάνων.
«Να τα αφήσουμε παιδιά» πρότεινε ο Νικηφόρος. «Δεν έχουμε καμιάν ελπίδα αν αντισταθούμε.»
«Εντάξει» είπε ο Ρομπέρ με σφιγμένα χείλη. «Δεν έχει νόημα να χαθούμε άδικα.»
Άφησαν κάτω τα όπλα τους κι αμέσως οι στρατιώτες του σουλτανάτου τους έδεσαν πισθάγκωνα. Δεν τους φέρθηκαν άσχημα, αλλά, δεν τους άφησαν κανένα περιθώριο να σκεφτούν να δραπετεύσουν. Τους πήγαν στο παλάτι. Χωρίς δικαιολογίες κι άλλες περιττές διατυπώσεις, τους έριξαν μέσα στο κελί μιας φυλακής. Τους έβαλαν όλους μαζί σε ένα δωμάτιο που είχε μέσα ένα τραπέζι και μερικούς οντάδες ξύλινους τριγύρω. Σε λίγο τους έφεραν φαγητό και κρασί.
«Ωραίες φυλακές έχουν οι Τούρκοι» είπε ο Ρομπέρ.
«Από το πανδοχείο στην Λαοδίκεια, αυτό εδώ το κελί είναι καλύτερο» είπε ο Εστάς.
«Δεν νομίζω πως είναι έτσι όλα τα κελιά τους» είπε ο Ιγνάτιος. «Εδώ πρέπει να είναι ένα ειδικό κελί για εμάς. Ξέρουν ποιοι είμαστε και δεν θέλανε φασαρίες. Γι αυτό ήρθαν εκατό άνθρωποι για να πιάσουνε έξι.»
«Έχει δίκιο ο Ιγνάτιος. Ίσως ο Καϊχοσρόης θέλει να μας δείξει τη δύναμή του. Να ξέρουμε με ποιον μιλάμε όταν θα μας καλέσει» είπε ο Νικηφόρος.
«Ωραία λοιπόν, ας φάμε, ας πιούμε, ας κοιμηθούμε και ας περιμένουμε. Να δούμε πότε ο μεγάλος σουλτάνος θα δεχτεί να μας μιλήσει» είπε ο Ρομπέρ.
«Παρατηρήσατε ότι το Ικόνιο είναι ένα στρατόπεδο;» είπε ο Εστάς. «Παντού στρατός. Φαίνεται ότι, πραγματικά, εδώ γίνονται προετοιμασίες για πόλεμο.»
«Πριν μπούμε στην πόλη είδα παρά πολλές σκηνές σε μια πεδιάδα. Απόρησα που ο σουλτάνος άφησε τους νομάδες να κατασκηνώσουν τόσο κοντά» είπε ο Ρομπέρ. «Φαίνεται ότι δεν είναι νομάδες, πρέπει είναι στρατόπεδο. Έχει δίκιο ο Εστάς, ετοιμάζει εκστρατεία.»
«Λοιπόν, ας δούμε και την θετική πλευρά» είπε ο πιο ανυπόμονος από όλους, ο Νικηφόρος. «Φτάσαμε επιτέλους στο Ικόνιο! Δεν είναι λίγο. Ας περιμένουμε, λοιπόν, να μας φωνάξει ο σουλτάνος. Θα μας εξηγήσει γιατί στο καλό μας έκλεισε εδώ μέσα και βλέπουμε.»
Σκεφτόταν ότι η Ζωή βρισκόταν πια πολύ κοντά του. Βρίσκονταν κι αυτός κι αυτή στο Ικόνιο. Απλά, εκείνη δεν ήξερε ακόμη πως είχαν έρθει εδώ τόσοι άνθρωποι από την Αθήνα για να την σώσουν. Δεν είχε έτοιμο ένα σχέδιο για να την βγάλει από την φυλακή. Δεν ήξερε τι προθέσεις είχε ο σουλτάνος. Δεν γνώριζε πώς θα κατάφερναν όλοι να επιστρέψουν σε ρωμαϊκά εδάφη ασφαλείς. Ήταν πολλά τα κενά στο σχέδιό του κι αυτό τους έκανε όλους να ανησυχούν.
Την άλλη μέρα ο φρουρός τους μίλησε. Ήταν χριστιανός και μιλούσε ελληνικά. Τον έλεγαν Δημήτριο.
«Ρωμιός είμαι κι εγώ» τους είπε.
«Κι εδώ τι δουλειά έχεις;»
«Πληρώνει καλά ο σουλτάνος.»
Τους έφερε ένα πλούσιο γεύμα με πίτες, παστουρμά, ελιές, κρεμμύδια και κρέας αρνίσιο. Έφερε κι αρκετό κρασί που ήταν καλής ποιότητας. Ο Καϊχοσρόης τους έκανε βασιλικά τραπέζια αλλά τους κρατούσε κλεισμένους. Ο φρουρός πήρε μόνο τον Νικηφόρο μαζί του και τον έβγαλε από την φυλακή. Τον έβαλε σε μια άμαξα και του είπε ότι δεν υπήρχε λόγος να το σκάσει.
«Η άμαξα θα σε πάει στον Σουλτάνο. Η Μεγαλειότητά του ζήτησε να σε δει.»
Ο Νικηφόρος αναρωτήθηκε γιατί να τον ήθελε μόνο του. Μετά σκέφτηκε πως ήταν ο μόνος από τους έξι που τον είχε γνωρίσει προσωπικά. Αναρωτιόταν αν μπορούσε να κρύψει από τον Καϊχοσρόη τον πραγματικό λόγο για τον οποίο βρισκόταν εδώ. Του φαινόταν γελοίο να πει ότι πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Ο Καϊχοσρόης γνώριζε τον έρωτά του με την Ζωή και θα ήξερε ότι το παιδί της ήταν δικό του. Προς τι, λοιπόν το ψέμα, σκεφτόταν, τόσο κακόγουστο και, ταυτόχρονα, τόσο αναποτελεσματικό;

Ο Καϊχοσρόης διέλυσε με μιας κάθε προβληματισμό. Δεν τον άφησε να ξαπλώσει μπρούμυτα για να τον χαιρετίσει, κατά τα δέοντα σε ένα σουλτάνο. Τον πλησίασε και τον κράτησε από τα χέρια ώστε απλά και μόνο το γόνυ να κλίνει, να χαιρετίσει με τον φράγκικο τρόπο. Τον σήκωσε, του χαμογέλασε και του έδειξε έναν οντά λίγο πιο χαμηλό από τον δικό του. Έκπληκτος ο Νικηφόρος είδε στην πανοπλία του σουλτάνου τον ίδιο δικέφαλο αετό με τον δικό του. Ο δικός του ήταν χρυσοκόκκινος, του σουλτάνου ήταν άσπρος σε γαλάζιο φόντο.
«Η Ζωή είναι εδώ κι είναι καλά» του είπε μόλις κάθισαν.
Ο Νικηφόρος, ανακουφισμένος, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Δεν ήξερε τι να πει κι ένιωθε αμηχανία. Δεν ήθελε να πει ψέματα και δεν μπορούσε να πει την αλήθεια. Τι να έλεγε; Ότι είχε έρθει με τους φίλους του για να την αρπάξουν από το παλάτι του; Το λες αυτό σε ένα σουλτάνο;
«Κι ο γιος σου, ο μικρός Μουτζαφέρ, που στα ελληνικά θα πει “Νικηφόρος”, είναι κι αυτός πολύ καλά. Είναι πάνω από δυο χρονών τώρα, εικοσιοχτώ μηνών παλικάρι. Θα τον δεις και θα χαρείς πολύ!»
«Θα … θα τον δω;» έκανε έκπληκτος και χαρούμενος ο Νικηφόρος. «Πότε;»
«Θα δεις και τη Ζωή, αλλά όχι τώρα. Θα την ειδοποιήσω ότι ήρθες και θα σε δεχτεί.»
«Είναι παλλακίδα σας, Μεγαλειότατε;» τον ρώτησε.
Ο Νικηφόρος έτρεμε για την απάντηση που θα έπαιρνε. Αν του έλεγε “ναι” θα έπρεπε να εγκαταλείψει πάραυτα την προσπάθεια. Η απόπειρά του θα είχε νόημα όσο δεν γνώριζε πόσο την ήθελε ο Καϊχοσρόης. Δίστασε αλλά δεν κρατήθηκε να μην ρωτήσει. Η απάντηση, όμως, τον ικανοποίησε.
«Παλλακίδα μου; Α, όχι! Αυτό δεν έγινε ποτέ. Δυστυχώς για μένα, δεν δέχτηκε.»
Ο Νικηφόρος δεν είπε τίποτε αλλά από μέσα του έβγαλε κραυγή θριάμβου. Ήταν βέβαια απορίας άξιο που ο σουλτάνος την είχε ρωτήσει αν θα τον δεχόταν.
«Είναι βλέπεις ερωτευμένη» συνέχισε ο Καϊχοσρόης, «κι όχι με εμένα, με κάποιον άλλον!»
Ο Νικηφόρος φούσκωσε μέσα του. Φυσικά, εννοούσε αυτόν, αλλά, δεν ήθελε να φανεί η ικανοποίησή του. Δεν θίγεις κατάμουτρα έναν σουλτάνο. Εξάλλου ο Καϊχοσρόης πρέπει να την ήθελε ακόμη. Το είχε, μάλιστα, ομολογήσει.
«Αν επιτρέπετε, είναι στον γυναικωνίτη, Μεγαλειότατε;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Γιατί με ρωτάς; Για να οργανώσεις απαγωγή με τους κουτόφραγκους. Πώς σου ήρθε να τους κουβαλήσεις στα μέρη μας;» ρώτησε ο Καϊχοσρόης.
Είχε ένα βλέμμα ειρωνικό κι ένα χαμόγελο που έδειχνε καθαρά πως το διασκέδαζε.
«Το ξέρουν οι φίλοι σου ότι έχω κάνει συμμαχία με τον αυτοκράτορά τους; Ξέρουν ότι προδίδουν το στέμμα του τώρα που βρίσκονται εδώ; Ήρθαν σε χώρα συμμάχου με εχθρικές διαθέσεις και σκοπό να με κλέψουν. Ξέρουν τι σημαίνουν όλα αυτά και πώς τιμωρούνται;»
«Μα …» έκανε να πει ο Νικηφόρος αλλά δεν έβγαινε μιλιά από το στόμα του
«Η ποινή για την κλοπή -κι η απαγωγή είναι κλοπή ιδιοκτησίας άλλου- σ’ εμάς τιμωρείται με κόψιμο χεριού. Μπορεί να φτάσει μέχρι και κόψιμο κεφαλιού! Και ο δικαστής που αποφασίζει την ποινή είμαι εγώ! Τα ξέρατε όλα αυτά όταν ξεκινήσατε να έρθετε στα μέρη μας;»
«Μα, δεν θα κλέβαμε την Μεγαλειότητά σας.»
«Και ποιος είναι ο σκοπός σας; Μήπως θα πάτε στους Άγιους Τόπους; Πρόσεξε γιατί σε εμάς το ψέμα τιμωρείται κι αυτό αυστηρά. Το ψέμα στις αρχές τιμωρείται αυστηρότερα. Όσο για το ψέμα στον σουλτάνο, τιμωρείται ακόμα πιο πολύ. Ξεκινά από κόψιμο μύτης μέχρι και κόψιμο του κεφαλιού αν το ψέμα είναι σοβαρό.»
Ήταν φανερό ότι ο Καϊχοσρόης διασκέδαζε παίζοντας το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ο Νικηφόρος προτίμησε να σιωπήσει. Αν μπορούσε να φύγει θα το έβαζε στα πόδια, ήταν κι αυτό, όμως, αδύνατο. Στεκόταν λοιπόν αμίλητος και περίμενε. Τον έβγαλε από την δύσκολη θέση ο ίδιος ο Καϊχοσρόης που του είπε.
«Θα ρωτήσω τη Ζωή αν θέλει να σε δει. Αν μου πει “ναι”, θα κανονίσω να την δεις. Είσαι ευχαριστημένος;»
«Απολύτως Μεγαλειότατε» του είπε ο Νικηφόρος σχεδόν ανακουφισμένος
«Είπα “αν θέλει”» τόνισε ο Καϊχοσρόης. «Γιατί, όπως ξέρεις, οι γυναίκες είναι απρόβλεπτες.»
Ο Νικηφόρος δεν καταλάβαινε καλά που το πήγαινε ο Σουλτάνος, προτίμησε όμως να μην ρωτήσει. Ήδη του είχε φανεί επικίνδυνος και αρκετά μυστηριώδης, δεν υπήρχε λόγος να τον προκαλεί με ερωτήσεις. Δεν ρωτάνε έναν απόλυτο άρχοντα ούτε καν του απευθύνονται οι κοινοί θνητοί. Έσκυψε το κεφάλι του δείχνοντας πως συμφωνεί γενικά με όσα άκουσε. Περίμενε να ακούσει πως ήταν ελεύθερος να φύγει.
Ο Καϊχοσρόης έκανε επιτέλους το σχετικό νεύμα κι ο Νικηφόρος υποκλίθηκε. Υποχώρησε με προσοχή και βήματα προς τα πίσω προς την πόρτα της εξόδου από την αίθουσα του θρόνου. Δεν γυρίζεις την πλάτη σ’ ένα σουλτάνο. Τον παρέλαβαν οι φύλακες που τον είχαν φέρει μέχρι εδώ και τον ξαναγύρισαν στο κελί. Διηγήθηκε στους άλλους τι είχε γίνει και τι ακριβώς του είχε πει ο Καϊχοσρόης. Όλοι υπέθεσαν ότι σύντομα θα ήταν ελεύθεροι, αλλά, η περίπτωση της απαγωγής είχε γίνει απίθανη. Ο Καϊχοσρόης τα ήξερε όλα και θα είχε λάβει τα μέτρα του. Οι απειλές του, εξ άλλου, ήταν ξεκάθαρες.
Πραγματικά, την άλλη κιόλας μέρα, τους έβγαλαν από το κελί. Τους μετέφεραν σ’ ένα πανδοχείο όπου μπορούσαν να μείνουν όσο καιρό θα ήταν στο Ικόνιο. Τους είπαν ότι όλα ήταν πληρωμένα από τον σουλτάνο. Είχαν ανάγκη από ένα καθαρό μέρος για να πλυθούν και να συνέλθουν από την ταλαιπωρία του εγκλεισμού. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πιουν κρασί σε ένα καπηλειό για να γιορτάσουν την ελευθερία τους. Τέτοια καπηλειά υπήρχαν στον χριστιανικό τομέα της πόλης, που ήταν ο μεγαλύτερος σε έκταση και πληθυσμό. Στις συνοικίες των μουσουλμάνων η πώληση ποτών που προκαλούσαν μέθη ήταν απαγορευμένη. Εκεί υπήρχαν μόνο τεκέδες όπου οι Τούρκοι κάπνιζαν ναργιλέδες.
Οι έξι ταξιδευτές ήπιαν αρκετά καθώς είχαν ανάγκη να ξεδώσουν. Σιγοτραγούδησαν και μέθυσαν. Πήραν κοντά τους γυναίκες που η δουλειά τους ήταν να κάνουν παρέα σε πελάτες του μαγαζιού. Έψαχναν παρηγοριά για την απογοήτευσή τους. Ταξίδεψαν πολύ και ταλαιπωρήθηκαν πολύ, για να δουν στο τέλος την αποτυχία να στεφανώνει τους κόπους τους.


**************************************
Η συνέχεια αύριο, Τρίτη 4/8