Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

52 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 52η

Μπαίνουμε στο τελευταίο 15ο κεφάλαιο. Ο νέος ελληνισμός θα κριθεί σε δύο μέτωπα. Το ένα είναι στρατιωτικό-υπαρκτό με την αναμέτρηση μεταξύ Νίκαιας και Ικονίου. Το άλλο είναι πνευματικό-φαντασιακό, με την αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη και του θεϊκού του βασιλείου.
Εδώ στο α' μέρος του κεφαλαίου, στη Νίκαια, δίνεται η μάχη στο πρώτο επίπεδο. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης παλεύει για την επιβίωση του κράτους της Νίκαιας που έχουν ιδρύσει οι εξόριστοι από την Κωνσταντινούπολη Ρωμιοί. Κρίσιμες είναι οι πληροφορίες που του μεταφέρουν ο Νικηφόρος κι οι ιππότες φίλοι του. Ο Καϊχοσρόης έρχεται από τον νότο, κι η κύρια μάχη θα δοθεί στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου.
*************************************

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο : ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ,
1211 μ.Χ.


Α’ ΝΙΚΑΙΑ

Στα μέσα Μαΐου ξεκίνησαν οι επτά καβαλάρηδες κι η άμαξα με την Αϊσέ και το παιδί απ’ το Ικόνιο. Έφυγαν βιαστικά για να βρουν τον Λάσκαρη που βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του κράτους. Θα υπερασπιζόταν την Νίκαια και την Προύσα ενώ ο Καϊχοσρόης επρόκειτο να του επιτεθεί από τον νότο. Θα του αποσπούσε πόλεις και λιμάνια που θά ’ταν ανυπεράσπιστα. Όταν οι δυο στρατοί θα συναντιόντουσαν θα υπήρχαν ήδη τετελεσμένα. Ο ένας θα κατείχε σχεδόν όλη την επικράτεια κι ο άλλος θα ήταν στριμωγμένος σε μια λωρίδα στον βορά. Εκεί, μάλιστα, θα μπορούσε ταχύτατα να του επιτεθεί κι ο Λατίνος αυτοκράτορας Ερρίκος.
Ήταν κρίσιμο να ενημερωθεί άμεσα ο Λάσκαρης για τις προθέσεις του αντιπάλου. Μετά από τρεις μέρες πέρασαν το Φιλομήλιο, την τελευταία πόλη στην περιοχή του σουλτανάτου. Έκαναν άλλες τέσσερις μέρες δρόμο ως το Αμόριο που ήταν στη δικαιοδοσία της Νίκαιας. Ο Μαγκαφάς, που διοικούσε την περιοχή, ήταν κοντά στον Λάσκαρη. Δεν τον συνάντησαν, όπως δεν συνάντησαν ούτε και τον Μαυροζώμη που τώρα βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις. Όλοι οι μικροί ηγεμόνες ήταν σε μεγάλη ανησυχία καθώς οι δυο Κύρηδές τους ετοιμάζονταν για πόλεμο. Αυτό τους έβαζε σε αποφασιστικά διλήμματα.
Ο Νικηφόρος κι η συντροφιά του απέφευγαν να μένουν σε χάνια. Προτιμούσαν να στήνουν πρόχειρα καταλύματα με σκηνές. Υπήρχε ένα κλίμα έντασης σε ολόκληρη την πλατιά συνοριακή ζώνη. Οι ξένοι, σε όλα τα χωριά και τις πόλεις που περνούσαν, αντιμετωπίζονταν σαν πιθανοί κατάσκοποι. Είχαν αγωνία αν θα προλάβαιναν να πουν έγκαιρα όσα είχαν μάθει.
Ο Λάσκαρης είχε μείνει στον βορά για να υπερασπιστεί την Νίκαια και την Προύσα. Άφηνε ελεύθερο χρόνο και χώρο στον Σουλτάνο να του ρημάξει τον νότο και να του πάρει όλες τις πόλεις-φρούρια. Έπρεπε να μάθει τα σχέδια του Καϊχοσρόη και να κάνει κάτι για να τα αντιμετωπίσει. Ο χρόνος ήταν λίγος και κυλούσε εις βάρος των Ρωμαίων. Αν προλάβαιναν να τον ενημερώσουν ίσως κατάφερνε να βρει ένα σχέδιο για να σώσει τις περιοχές του. Μονάχα οι φρουρές του Μαγκαφά και του Μαυροζώμη είχαν μείνει για να τις υπερασπιστούν. Φυσικά, ο Σουλτάνος δεν φοβόταν τους ηγεμόνες. Θα τους υποχρέωνε να περάσουν στο δικό του στρατόπεδο και θα ενισχυόταν ακόμη περισσότερο.
Έκαναν μια εβδομάδα ακόμα για το Δορύλαιο και μετά για να φτάσουν στη Νίκαια. Έτρεξαν απευθείας στο στρατόπεδο του Θεόδωρου και ζήτησαν να τον δουν. Ο αυτοκράτορας χαιρέτισε εγκάρδια τον Νικηφόρο αποφεύγοντας τις εθιμοτυπίες και τα προσκυνήματα. Χάρηκε που ξαναείδε τον Διογένη ενώ τίμησε ιδιαίτερα τους συντρόφους του Νικηφόρου. Αναγνώριζε πως έκαναν μαζί του το κοπιαστικό ταξίδι για να του φέρουν πληροφορίες. Χάρηκε και για τον νεαρό Νικηφορίσκο που ήρθε απ’ το Ικόνιο, αλλά, απόρησε που δεν ήταν η Ζωή μαζί τους. Από τον Διογένη ήξερε ότι θα γινόταν μια προσπάθεια να την απαγάγουν από το παλάτι του Σουλτάνου.
«Πίστευα πως θα τα καταφέρνατε να την πάρετε» είπε ο Θεόδωρος. «Την είχε, λοιπόν, καλά φυλαγμένη στο παλάτι του ο Ιαθατίνης.»
«Δεν είναι φυλακισμένη Μεγαλειότατε» του εξήγησε ο Νικηφόρος. «Μίλησα μαζί της. Μένει με τη θέλησή της και σε λίγο θα φύγει για μια αποστολή στην άκρη της Γης. Έτσι είπε. Την συνδυάζει με την επιδίωξη του νέου ελληνισμού.»
«Εμείς εδώ πολεμάμε για τον νέο ελληνισμό» είπε ο Λάσκαρης. «Εδώ, όχι στην άκρη του κόσμου!»
Γύρισε προς τον Διογένη και υον ρώτησε αυτό που ήταν σημαντικό εκείνη τη στιγμή.
«Ερημίτη, έφερες κανένα σημαντικό νέο για τον στρατό του Καϊχοσρόη;»
«Η Ζωή μας έδωσε πολύτιμες πληροφορίες, Άρχοντα. Μίλησε με τον Νικηφόρο και του έδωσε λεπτομέρειες τις οποίες πρέπει να μάθετε άμεσα.»
«Πάμε στη σκηνή του στρατηγείου. Θα ακούσω όσα σας είπαν αλλά κι όσα είδατε με τα μάτια σας.»

Πέρασαν στην σκηνή που είχε έναν ανάγλυφο χάρτη στο μέσον της και μικρότερους χάρτες τριγύρω. Ο Λάσκαρης φώναξε τους τέσσερις επικεφαλής στρατηγούς. Ο ένας των Ιταλών, ο άλλος των Ρωμαίων, ένας των Κουμάνων ιππέων και τοξοτών κι ένας των Πεζικάριων. Εκτός από τον Λάσκαρη, τον Νικηφόρο, τον Διογένη και τους στρατηγούς παρευρίσκονταν κι οι Φράγκοι. Ο Ρομπέρ, ο Εστάς κι ο Ντελφόρ είχαν δηλώσει ότι θα πολεμούσαν με το μέρος του Λάσκαρη. Θα παρέβλεπαν τη συμμαχία Ερρίκου και Καϊχοσρόη. Ο Στέφανος κι ο Ιγνάτιος πήγαν σε ένα καπηλειό για να πιουν. Η Αϊσέ κι ο Νικηφορίσκος επιτέλους θα ξεκουράζονταν λίγο.
Ο Νικηφόρος, ο Διογένης κι οι Φράγκοι ενημέρωσαν αμέσως τον Λάσκαρη γι αυτα που είχαν μάθει. Ο στρατός του Καϊχοσρόη ερχόταν από τον νότο. Θα έβρισκε αφύλακτες όλες τις πόλεις που βρίσκονταν εκεί. Μέχρι να τον αντιμετωπίσει ο ρωμαϊκός στρατός, εκείνος θα είχε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας. Θα είχε στερήσει τον στρατό της από πόρους και στρατιώτες.
«Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πρόβλημα. Αν ο Μαγκαφάς κι ο Μαυροζώμης συνθηκολογήσουν θα βρεθώ σε τραγική θέση» είπε σκεπτικός ο Θεόδωρος. «Κι όπως το βλέπω, αν δεν έχουν την υποστήριξή μας, θα ενδώσουν.»
«Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο, Μεγαλειότατε, πρέπει να δώσετε άμεσα το σύνθημα. Να φύγουμε γρήγορα προς νότο» είπε ο Νικηφόρος. «Ο Καϊχοσρόης έχει ήδη ξεκινήσει.»
«Σε δώδεκα μέρες θα είμαστε στη Φιλαδέλφεια, ίσως και σε ένδεκα» είπε ο Λάσκαρης. Ήταν αποφασιστικός. «Θα τους προλάβουμε.»
Γύρισε προς τους στρατηγούς του.
«Πείτε να σημάνουν συναγερμό. Ξεκινάμε πορεία αύριο το πρωί για Φιλαδέλφεια με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Να είναι όλοι έτοιμοι αύριο απ’ τα χαράματα! Ενημερώστε τον Μαγκαφά, τον Ασιδηνό και τον Μαυροζώμη. Τρέχουμε όλοι προς τον Μαίανδρο!»
Οι στρατηγοί μετέφεραν αμέσως τη διαταγή και μπήκαν πάλι στη σκηνή για να συνεχιστεί η σύσκεψη. Η μεταφορά του στρατεύματος στη Φιλαδέλφεια ήταν αναγκαία αλλά δεν έλυνε όλα τα προβλήματα.
«Ο Καϊχοσρόης πρέπει να έχει ήδη ξεκινήσει από το Ικόνιο» είπε ο Νικηφόρος. «Είχε ορίσει για μέρα εκκίνησης τις είκοσι Μαΐου κι είναι εικοσιτέσσερις.»
«Σημασία έχει ο τρόπος ακριβώς που θα κινηθεί. Δείξτε μας στον χάρτη πώς θα πάει.»
«Ο στρατός του θα συγκεντρωθεί στο Μποντρούμ. Θα πάει εκεί με πλοία απ’ την Αττάλεια για να μεταφέρει και βαρύ οπλισμό για πολιορκίες, αλλά και προμήθειες.»
«Αν είναι έτσι» είπε ο Λάσκαρης, «θα χάσει περίπου δυο εβδομάδες.»
«Ακριβώς!» είπε ο Νικηφόρος. «Υπολογίζω κι εγώ ότι στις αρχές Ιουνίου, γύρω στις πέντε με έξι του μηνός, θα είναι έτοιμος για την εισβολή. Θα έχει μαζί του στρατό γύρω στις είκοσι χιλιάδες πολεμιστές. Θα προσπαθήσει να μπει στα δικά σας εδάφη, Μεγαλειότατε, από τη γέφυρα του Μαιάνδρου, που βρίσκεται στην Αντιόχεια. Αν είναι σωστά αυτά τα δεδομένα, τότε, μάλλον εκεί θα πρέπει να τον αντιμετωπίσετε γύρω στα μέσα Ιουνίου. Αυτά είναι τα κυριότερα σημεία που μου τόνισε κι η Ζωή στο Ικόνιο.»
«Τουλάχιστον αυτό ας με αφήσει η αγαπητή μας Ζωή να το αποφασίσω εγώ!»
Ο Νικηφόρος κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει τα όρια κι ότι αντί για πληροφορίες έδινε εντολές. Σταμάτησε κα έμεινε να ακούει απλά. Ο Λάσκαρης κι οι στρατηγοί του κοιτούσαν τον χάρτη που είχαν μπροστά τους. Έκαναν διάφορες παρατηρήσεις ανταλλάσσοντας γνώμες, όταν ο Ρομπέρ παρενέβη για να πει κάτι που θεώρησε βασικό.
«Μεγαλειότατε Ρουά ντε Γριέ» είπε ο Ρομπέρ. «Σι βου με περμετέ, αν μου επιτρεπετέ, να πω κατί ε μουά;»
«Σε ακούμε Ιππότη» είπε ο Λάσκαρης ακούγοντας τα παράξενα ελληνογαλλικά του.
«Σεβαστή μαντάμ Ζωή είπε σε αγαπητό Νικηφορό κάτι βασικό, εσσενσιάλ. Ζητηστέ, βου πριέ, σας παρακαλώ, να σας πει Νικηφορός αυτό βασικό πληροφοριά.»
«Τι ήταν αυτό Νικηφόρε;» ρώτησε ο Λάσκαρης.
«Θα σας το έλεγα, Μεγαλειότατε» είπε εκείνος. «Είναι ένα σημείο κρίσιμο αν τα πράγματα στη μάχη δεν εξελιχθούν καλά. Μου είπε η Ζωή ότι ο Καϊχοσρόης σας εκτιμάει και σας θεωρεί φίλο. Μόνο ένα χρέος του προς τον Αλέξιο τον έχει κάνει να κινηθεί εναντίον σας και να σας πολεμάει. Γι αυτό, πιστεύει ότι ο Ιαθατίνης δεν θα σας αγνοούσε αν τον προκαλούατε. Θα απαντούσε θετικά σε μια πρόσκληση για μονομαχία πρόσωπο με πρόσωπο ανάμεσά σας. Αν συμβεί, λοιπόν, τα πράγματα να πηγαίνουν άσχημα, τότε ...»
«Όμως, δεν θα πάνε άσχημα τα πράγματα» φώναξε ο Λάσκαρης δυνατά.
«Θα νικήσουμε» πετάχτηκε ο ένας από τους στρατηγούς.
«Θα πετάξουμε τους άπιστους στο ποτάμι» είπε ο άλλος με ενθουσιασμό.
Συνέχισαν να κουνούν στο ανάγλυφο που είχαν μπροστά τους στρατιωτάκια. Μετρούσαν βουνά, κοιλάδες, ποτάμια και λίμνες, πόλεις και χωριά. Σχεδίαζαν επί χάρτου την άμυνα της αυτοκρατορίας απέναντι στον επικίνδυνο εχθρό που, ως τώρα, ήταν σύμμαχος. Η πολιτική πονηριά των Βενετών κι ο Μιχάλης Δούκας της Ηπείρου τα είχαν καταφέρει. Η φιλοδοξία του Αλέξιου Γ’ και το παλιό ηθικό χρέος του σουλτάνου είχαν φέρει τον πρώην σύμμαχο απέναντί τους. Απειλείτο η ίδια η ύπαρξη του κράτους της Νίκαιας.
«Αύριο, λοιπόν ξεκινάμε» είπε ο Λάσκαρης. «Πρέπει να φτάσουμε έγκαιρα στη Φιλαδέλφεια και να αναπτυχθούμε στην κοιλάδα του Μαιάνδρου. Θα εγκατασταθούμε στις Τράλλεις και θα τους σταματήσουμε πριν περάσουν τον ποταμό. Αν προλάβουν να μας πάρουν την Αντιόχεια του Μαιάνδρου, θα βρεθούμε σε πολύ δύσκολη θέση. Θα διασχίσουν εύκολα τον ποταμό και θα περάσουν τα πολεμοφόδια και τις μηχανές τους. Πρέπει λοιπόν να τρέξουμε, να βοηθήσουμε την πόλη και να τους σταματήσουμε εκεί.»
«Το σχέδιο είναι καλό» είπε ο Κωνσταντίνος Τουρσέντης, ο επικεφαλής των Ιταλών. Ο πατέρας του ήταν επικεφαλής των Βαράγγων στην Κωνσταντινούπολη. «Αρκεί να προλάβουμε να είμαστε σε ένδεκα μέρες στη Φιλαδέλφεια.»
«Θα είμαστε» είπε ο Θεόδωρος με αποφασιστικότητα που έδειχνε ότι το πίστευε.
«Μεγαλειότατε, εγώ κι οι σύντροφοί μου θέλουμε να είμαστε στην προσωπική σας φρουρά. Αν δεν έχετε αντίρρηση δώστε μας την χαρά» είπε ο Νικηφόρος.
«Φυσικά και θα είστε» είπε ο αυτοκράτορας. «Πάμε και με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας θα νικήσουμε!»
Καθώς έβγαιναν από το δωμάτιο, ο Λάσκαρης έκανε νόημα στον Νικηφόρο να μείνει.
«Θέλω κάτι να σε ρωτήσω Νικηφόρε» του είπε.
Όταν βγήκαν όλοι, τον φώναξε κοντά και του έκανε μια περίεργη ερώτηση.
«Μήπως είδες πουθενά εκεί στο Ικόνιο τον αδελφό μου, τον Κωνσταντίνο;»
«Τον Κωνσταντίνο;» έκανε εκείνος έκπληκτος. «Μα, έχει πεθάνει, έτσι δεν είναι;»
«Έτσι ξέρουμε. Όμως, την τελευταία φορά που συζήτησα με τον Καϊχοσρόη, μου άφησε υπονοούμενα. Ήθελα να μάθω αν παρατήρησες κάτι εκεί που πήγες. Βλέπεις, αν έχει κρατήσει τη Ζωή τόσο καιρό στο παλάτι του, ίσως κι ο αδελφός μου... Δεν ξέρω, μια σκέψη έκανα, αυτό ήταν όλο!»
«Δεν είδα τίποτε, ούτε κατάλαβα» είπε ο Νικηφόρος.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του η σκηνή που ο Καϊχοσρόης του είπε “είναι βλέπεις ερωτευμένη … με άλλον!”. Τότε ο Νικηφόρος είχε νομίσει ότι εννοούσε εκείνον, όμως η Ζωή του το είχε ξεκαθαρίσει. Δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του! Ήταν δυνατόν να ζούσε ο Κωνσταντίνος και να εννοούσε αυτόν ο Σουλτάνος όταν έλεγε ότι είναι ερωτευμένη με άλλον; Μα τι σκέψεις ήταν αυτές; Πως μπορούσε να σκέφτεται τόσο καχύποπτα. Γιατί να κρυφτεί ένας αυτοκράτορας, να περνιέται για νεκρός; Αλλά, πάλι, ποιο ταξίδι θα έκανε μόνη της η Ζωή που θα κρατούσε χρόνια; Μήπως θα ταξίδευαν μαζί; Τι ήταν αυτό που του είχε πει ο Θεόδωρος και πως μπορούσε να το συνδέσει με αυτά που του είχαν πει ο Σουλτάνος και η Ζωή;
«Τι σκέφτεσαι Νικηφόρε; Μήπως θυμήθηκες τίποτε;» τον ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Σκαλίζω όλες τις λεπτομέρειες μέσα στο μυαλό μου, Μεγαλειότατε, αλλά δεν βγάζω νόημα.»
«Τέλος πάντων, είπα μήπως είχες δει τίποτε περίεργο εκεί. Μακάρι να ζούσε ο αδελφός μου. Ξέρεις πόσο πολύ τον θαύμαζα και τον εκτιμούσα. Ήταν τόσο γενναίος και πόσο ανοιχτόκαρδος! Τον αγαπούσα πολύ και μου λείπει.»
«Η ζωή είναι μια σειρά από απώλειες, Μεγαλειότατε» είπε ο Νικηφόρος. «Έχασα κι εγώ πολλούς δικούς μου. Μεταξύ τους και τη γυναίκα και ένα παιδί μου.»
«Βρήκες όμως άλλο! Έφερες μαζί σου τον Νικηφορίσκο ή Μουτζαφέρ που είναι καρπός δικός σου και της Ζωής.»
«Είναι το πιο ευχάριστο που μου συνέβη τα τελευταία μαύρα χρόνια» είπε με πίκρα στη φωνή του ο Νικηφόρος.
«Πάμε φίλε μου» είπε ο Λάσκαρης. «Δεν είναι καιρός για θρήνους, τώρα έχουμε πόλεμο! Προέχει να περάσουμε αυτή τη δοκιμασία με νίκη. Μόνο μετά από αυτό θα έχουμε δικαίωμα στην προσωπική μας θλίψη!»

****************************************
Η συνέχεια αύριο, Πέμπτη 5/8 (προτελευταία συνέχεια)