Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

44 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 44η

Μπαίνουμε στο 13ο κεφάλαιο και η ιστορία μας πλησιάζει στο τέλος της.
Τέλος είναι η ολοκλήρωση της μυθιστορηματικής μας αφήγησης και η αποφασιστική στιγμή χάρη στην οποία επιβιώνει η αυτοκρατορία της Νίκαιας και μαζί της το όραμα του νέου ελληνισμού. Αυτό θα γίνει το έτος 1211 μΧ και, εμείς εδώ, είμαστε ακόμα πολύ πιο νωρίς, στο 1210 μΧ.
Ο τίτλος αυτού του μέρους "ΙΚΟΝΙΟ 1210 μΧ."
Ενδιαφέρουσα η περίοδος, έξι χρόνια μετά την άλωση της Πόλης, ενδιαφέρουσα κι η τοποθεσία, το Ικόνιο, η πρωτεύουσα του Μουσουλμανικού Ρουμ, με σουλτάνο τον Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη που έχουμε ήδη γνωρίσει στα προηγούμενα κεφάλαια.
****************************************
 παραπομπή: (*)
Κινγκινάτος. Παράδειγμα ανθρώπου δίκαιου που δεν προσκολλάται στην εξουσία. Πατρίκιος στη Ρώμη, όταν έγινε ύπατος (460 πΧ) δεν θέλησε την επανεκλογή. Αποσύρθηκε σε ένα κτήμα έξω από την πόλη. Όταν η Ρώμη κινδύνευσε η Σύγκλητος τον όρισε δικτάτορα. Εκείνος επανήλθε, έσωσε την Ρώμη και αποσύρθηκε πάλι πριν την λήξη της θητείας του.

 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο : ΙΚΟΝΙΟ,

1210 μ.Χ.
 



Α’ ΣΤΟΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝΙΤΗ

Το παλάτι του Καϊχοσρόη στο Ικόνιο δεν είχε να ζηλέψει από τα ανάκτορα της Δαμασκού ή της Βαγδάτης. Πρότυπα του σουλτανάτου ήταν η περσική τέχνη κι η αραβική παράδοση. Οι κυνηγημένοι σπουδαίοι σοφοί ή καλλιτέχνες της ανατολής, έβρισκαν ασφαλή κρυψώνα εδώ. Προσέφεραν στο Ικόνιο τις δεξιότητές τους ώστε η πρωτεύουσα του ισλαμικού Ρουμ να γίνει σπουδαία πόλη. Συγκρινόταν, αν και υστερούσε, με την Βασιλεύουσα του κόσμου, πρωτεύουσα της Ρωμανίας. Πολλές από τις πόλεις της ανατολής τις ξεπερνούσε.
Περίπου πέντε χιλιάδες Σελτζούκοι Τούρκοι είχαν βρει ανυπεράσπιστη τη Μικρασία μετά το Μαντζικέρτ. Έστησαν ένα σουλτανάτο που άντεξε στον χρόνο Ο Ρουκναντίν Σουλεϊμάν, το καλοκαίρι του 1204 έθεσε υπό τις διαταγές του Ικονίου τους Ντανισμεντίδες Τούρκους. Κατάφερε να μαζέψει τους Γαζήδες της Ανατολής και το Σουλτανάτο απέκτησε τη μεγαλύτερή του ισχύ. Με τον θάνατο του Ρουκναντίν, είχε επανέλθει, από το 1205, στον θρόνο ο αδελφός του Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης. Το σουλτανάτο του Ρουμ ένιωθε δυνατό. Εξ άλλου είχε νικήσει τους Ρωμαίους πριν από σαράντα χρόνια στο Μυριοκέφαλο. Δυνατό στην μάχη εν παρατάξει κι όχι μόνο σε επιδρομές, ήταν πια κράτος κανονικό.
Στον γυναικωνίτη του παλατιού, μέσα στην αίθουσα των συναντήσεων, συνομιλούσαν δυο άτομα. Ένα καφασωτό ανάμεσά τους απέτρεπε ακόμα και την οπτική επαφή. Ήταν μια παλλακίδα του Σουλτάνου που φορούσε φερετζέ κι ένας Σούφι με κάπα που έκρυβε σχεδόν το πρόσωπό του.
«Πρέπει να σε δω κυρά, να σιγουρευτώ» είπε ο άντρας. «Αναγνωρίζω τη φωνή σου αλλά πρέπει να δω και το πρόσωπό σου! Συγχώρα με γι αυτό.»
«Κι εγώ πρέπει να σιγουρευτώ ότι μιλώ με τον σωστό άνθρωπο» είπε εκείνη. «Δεν φτάνει η φωνή. Γι αυτό έχω μαζί μου αυτόν τον καθρέφτη.»
Έβγαλε από την ρόμπα της ένα μεγάλο καθρέπτη που άνοιγε στα δυο και γινόταν ακόμη μεγαλύτερος. Τον έβαλε μπροστά από το καφασωτό και τον γύρισε έτσι που να δει καλά το πρόσωπο του συνομιλητή της. Ο Σούφι τράβηξε την κάπα του και κοίταξε στον καθρέπτη. Τράβηξε κι εκείνη το φερετζέ της και του αποκαλύφθηκε. Για λίγα δευτερόλεπτα κοιτούσαν καλά-καλά ο ένας τον άλλον για να σιγουρευτούν.
«Διογένη, εντάξει, εσύ είσαι, σε αναγνώρισα! Μόνο εσύ έχεις αυτά τα μάτια. Αλλά κι όλο το πρόσωπό σου είναι αυτό που ξέρω» του είπε η παλλακίδα.
«Κι εσύ κυρά Ζωή, είσαι ίδια όπως πάντα. Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που με έστειλες πάνω στον στύλο να καταριέμαι τους Προυσιανούς. Εδώ με λένε Γιάσουα, που είναι το Ιάσων στα αραβικά.»
Η Παλλακίδα του Σουλτάνου ήταν η Ζωή, μια πρώην μοναχή, η Φιλοθέη. Μάζεψε τον καθρέπτη, τον δίπλωσε και τον έχωσε κάτω απ’ την ρόμπα της.
«Σε περίμενα πιο νωρίς» του είπε.
«Μόλις έφτασε το μήνυμα πήρα διαταγή να ξεκινήσω. Ο αυτοκράτορας κι η αυτοκρατόρισσα σού στέλνουν τα πιο θερμά τους χαιρετίσματα. Η αυτοκρατόρισσα μου έδωσε αυτά για να σου τα φέρω» είπε ο Διογένης.
Της έδωσε ένα κόκκινο μαντήλι με ένα κρίνο λευκό κεντημένο. Της έδωσε κι ένα πορφυρό λάβαρο με ένα κίτρινο χρυσοκεντημένο δικέφαλο αετό πάνω του.
«Να’ ναι καλά η Άννα Αγγελίνα» είπε η Ζωή χαρούμενη για το δώρο που της έδινε.
Ξαναβρήκε για λίγο την αίσθηση της παλιάς της ζωής που την είχε για χαμένη
«Πάρε κι εσύ αυτά. Τα έφερα για την αυτοκρατόρισσα και τον αυτοκράτορα.»
Του έδωσε μια εικόνα κι ένα μάρμαρο σκαλισμένο.
«Η εικόνα είναι χιλιόχρονη. Είναι ο Άγιος Αμφιλόχιος, επίσκοπος του Ικονίου. Θα την δώσεις στον αυτοκράτορα. Το μάρμαρο είναι από ρωμαϊκή σαρκοφάγο. Έχει σκαλισμένο τον Αχιλλέα και την μητέρα του Θέτιδα. Αυτό είναι για την Άννα Αγγελίνα» του είπε.
«Θα δώσω τα δώρα σου αμέσως μόλις επιστρέψω» είπε ο Διογένης. «Θα μείνω, όμως, εδώ λίγο ακόμα. Ο αυτοκράτορας μου είπε να μάθω μερικά πράγματα.»
«Αυτό που πρέπει να ξέρει ο αυτοκράτωρ είναι πως οι Βενετοί στρέφουν τον Καϊχοσρόη εναντίον του. Ο Βενετός πρέσβης σχεδόν κάθε εβδομάδα είναι στο παλάτι. Όλο θέλει ακρόαση κι έχει ύφος μυστήριο.»
«Ξέρεις τι ετοιμάζουν;»
«Κάτι έπιασε το αυτί μου. Θα φέρουν εδώ τον Αλέξιο Γ’ από την Βενετία.»
«Μα, ξέρουμε ότι αυτός είναι στην Ήπειρο, στην Άρτα! Έφυγε από την Γένουα και μάθαμε ότι τον φιλοξενεί τώρα ο Μιχαήλ Δούκας.»
«Μια στάση μόνο είναι η Άρτα. Με την μεσολάβηση των Βενετών ο Μιχαήλ τον στέλνει εδώ! Ο Καϊχοσρόης του χρωστά τη ζωή του και θα κάνει όποια χάρη του ζητήσει ο Αλέξιος. Ίσως τον βάλει να κάνει πόλεμο στον Θεόδωρο.»
«Μα, ο Θεόδωρος Λάσκαρης είναι πολύ καλός φίλος με τον Καϊχοσρόη» είπε ο Διογένης.
«Ανάμεσα στους δυο ο Καϊχοσρόης μπορεί να αγαπάει τον Θεόδωρο, αλλά, χρωστά τα πάντα στον Αλέξιο. Έχει δεθεί με όρκο ζωής. Ξέρεις ότι οι Γαζήδες κι οι Σουλτάνοι τιμούν τους όρκους τους! Επομένως … ποιον λες να διαλέξει; Γι αυτό τον στέλνουν εδώ οι Βενετοί κι ο Μιχαήλ της Ηπείρου, για να κάνουν ζημιά στον Θεόδωρο.»
Ο Διογένης σκεφτόταν ότι έπρεπε να μάθει αυτή τη σημαντική πληροφορία αμέσως ο αυτοκράτωρ. Ήταν αναγκαίο για να προλάβει να προετοιμαστεί.
«Είναι κι οι Φράγκοι. Ο πρεσβευτής τους συναντά κάθε τόσο τον Γιγιαθαντίν. Γνωρίζω πως του προτείνει συμμαχία! Φαίνεται οι Βενετοί θέλουν να περικυκλώσουν από βορά και νότο τον Θεόδωρο. Θα να πνίξουν την αυτοκρατορία του.»
«Αν είναι έτσι, τότε τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα. Πρέπει να γυρίσω στη Νίκαια να τους τα μεταφέρω. Πρέπει να τα μάθει αμέσως ο αυτοκράτορας.»
«Εγώ τι θα κάνω; Θα μείνω εδώ;»
«Δεν έχω τρόπο να σε βγάλω Ζωή. Ήρθα μόνος μου για να δω αν το μήνυμα που μας έφτασε ήταν αληθινό ή ψεύτικο. Ο Θεόδωρος μπορεί να σε ζητήσει επίσημα από τον Καϊχοσρόη τώρα που ξέρουμε πως είσαι εδώ. Αλλιώς, για να οργανώσουμε απαγωγή, πρέπει να γυρίσω με ενισχύσεις. Θα με περιμένεις ως το φθινόπωρο τουλάχιστον. Θα αντέξεις;»
«Μπορώ να κάνω και τίποτε άλλο; Πήγαινε εσύ κι εγώ θα περιμένω.»
«Είσαι καλά εδώ;»
«Με σέβονται όλοι Ο Καϊχοσρόης τους το έχει επιβάλει» είπε η Ζωή.
Δίστασε για λίγο, αλλά, ξεπερνώντας την δυσκολία της τον ρώτησε.
«Έχεις κανένα νέο από τον Νικηφόρο;»
«Ο Ακομινάτος του είχε μιλήσει για την απαγωγή σου. Ήθελε να έρθει να σε βρει αλλά δεν ξέραμε που βρισκόσουν, θα ήταν μάταιο. Μόλις μάθαμε ότι είσαι ζωντανή κι ότι είσαι εδώ στο Ικόνιο του στείλαμε μήνυμα στην Αθήνα. Δεν ξέρω αν το μήνυμα έφτασε τελικά σε αυτόν. Γι αυτό θα φροντίσω να του στείλουμε και νέο.»
«Καλά, καλά. Δεν το λέω γι αυτό για να σε φορτώσω με νέα καθήκοντα. Απλώς, ήθελα να ξέρω αν το έμαθε πως είμαι ζωντανή και πως είμαι εδώ.»
«Του γράψαμε και για σένα και για τον μικρό. Για τον Μουτζαφέρ, τον Νικηφορίσκο!»
«Το παιδί μου μού έσωσε τη ζωή» είπε εκείνη κι ήταν ολοφάνερα συγκινημένη. «Αν δεν ήμουν έγκυος, θα με είχαν πουλήσει στη Μερσίνα όπως τις άλλες.»
«Φεύγω, έμεινα πολύ» είπε ο Διογένης. «Θα ξαναέρθω. Θα σε δω ξανά και θα μιλήσουμε το αργότερο την άνοιξη.»
«Εντάξει. Πήγαινε τώρα, καλό σου ταξίδι» είπε η Ζωή.
«Φεύγω κυρά και θα ξαναγυρίσω. Ως τότε, εσύ μάθε όσο περισσότερα μπορείς! Κάποιοι έχουν μεγάλη ανάγκη από τις πληροφορίες σου.»
Η Ζωή γύρισε προς την πόρτα από την οποία είχε έρθει σε αυτό το σημείο συνάντησης. Ο Ευστάθιος, ο ευνούχος πιστός υπηρέτης της, την περίμενε ακριβώς έξω απ’ την πόρτα. Η Ζωή του έκανε νόημα κι εκείνος μπήκε στο δωμάτιο της συνάντησης. Έδιωξε τον Διογένη-Γιάσουα από μια πόρτα που έβγαινε στην αυλή. Σιγουρεύτηκε ότι δεν τους έβλεπε κανείς κι οδήγησε με ασφάλεια την Ζωή στα διαμερίσματά της στον γυναικωνίτη.
«Εντάξει;» την ρώτησε.
«Όλα εντάξει» είπε εκείνη. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, καλέ μου Ευστάθιε.»
«Αυτός ο τύπος, ο Σούφι, με τα κόκκινα γένια και τα μαλλιά … καλός μου φάνηκε.»
«Είναι πολύ καλός και πολύ έξυπνος. Τον λένε Διογένη και Ιάσωνα και Γιάσουα.»
«Με τόσα ονόματα, κινδυνεύει να φάει το κεφάλι του, κυρά μου» είπε ο Ευστάθιος. «Άκουσα γι αυτόν στην πόλη. Τον ξέρουν για σούφι, για μουσουλμάνο που ξέρει να ερμηνεύει το κοράνι.»
«Όλα τα ξέρει αυτός, μην ανησυχείς» του είπε η Ζωή και του έγνεψε να την αφήσει λίγο μόνη και ήσυχη.
Μπήκε στο δωμάτιό της κι έπεσε βαριά σε έναν οντά. Κοίταξε έξω από τα καφασωτά στην αυλή του γυναικωνίτη. Ο ήλιος μόλις που έμπαινε στο δωμάτιό της και το φώτιζε με τις ακτίνες του.
Άραγε το έχει μάθει ή μήπως δεν ξέρει ακόμα τίποτε; σκέφτηκε για τον Νικηφόρο.
Η Ζωή βρισκόταν στο παλάτι του Καϊχοσρόη εδώ κι ένα χρόνο. Καλοκαίρι του 1208 την είχαν αρπάξει οι Τουρκομάνοι του Καγή Γιορντάν. Είχε πιστέψει πως αυτό θα ήταν το τέλος της. Την πήγαν, μαζί με άλλες μοναχές και χριστιανές σκλάβες, στην Αττάλεια. Εκεί έγιναν εμπόρευμα για Άραβες, Πέρσες και Αιγύπτιους εμίρηδες και μπέηδες. Όμως η κοιλιά της που είχε κιόλας φουσκώσει έδειξε την εγκυμοσύνη της. Αυτό έκανε τον Γαζή να την σεβαστεί.
Ο Καγή Γιορντάν την συμπάθησε και μετά την πόθησε. Της ζήτησε να γίνει παλλακίδα του χωρίς να αλλάξει καν την θρησκεία της. Εκείνη του αρνήθηκε βρίσκοντας πρόφαση τους πόνους από την εγκυμοσύνη της. Ο περήφανος Γαζής δέχτηκε την δικαιολογία της και δεν την πούλησε σε άλλον. Την κράτησε κοντά του μέχρι να γεννήσει τον όμορφο γιο της, τον καρπό του έρωτά της με τον Νικηφόρο. Εκείνη έδωσε στο νεογέννητο το όνομα Νικηφορίσκος, από το όνομα του πατέρα του. Ο Καγή Γιορντάν τον ονόμασε Μουτζαφέρ που σήμαινε “νικηφόρος” στα τούρκικα.
Το καλοκαίρι του 2009 ο Γαζής έφερε το ασκέρι έξω απ’ το Ικόνιο. Τότε η Ζωή βρήκε την ευκαιρία να ειδοποιήσει τον Καϊχοσρόη. Έστειλε την Αϊσέ, μια Τουρκομάνα που είχαν γίνει φίλες στις περιπλανήσεις της φυλής του Καγή Γιορντάν. Η Αϊσέ ενημέρωσε κάποιους ανθρώπους του Σουλτάνου. Τελικά, η πληροφορία έφτασε στον Καϊχοσρόη. Την γνώριζε και την είχε βάλει στο μάτι ήδη από την Πόλη και τη Νίκαια. Την ζήτησε από τον Γαζή. Η εξουσία του Γιγιαθαντίν πάνω στους Γαζήδες ήταν απόλυτη και το θέλημά του έγινε αμέσως σεβαστό. Η Ζωή με τον Νικηφορίσκο, και παραμάνα την Αϊσέ, πήγαν πεσκέσι στον Σουλτάνο.
Ο Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης την τοποθέτησε στο χαρέμι του και διέταξε να της φερθούν βασιλικά, Γνώστης όλων των εθιμοτυπικών της ρωμαϊκής αυλής κι ευγενής ο ίδιος, ήξερε πώς να φερθεί. Έδειξε στην Ζωή, με χάρη και διακριτικότητα, πόσο πολύ την ήθελε. Της υπενθύμισε, με τρόπο, ότι κι εκείνη θα έπρεπε επιτέλους να ικανοποιήσει την σφοδρή του επιθυμία. Ήταν ωραίος άντρας, ψηλός και δυνατός. Είχε αυτοπεποίθηση, πράγμα που τον έκανε γοητευτικό για τις γυναίκες.
Σαν σουλτάνος ήταν ο απόλυτος άρχοντας και κάθε του επιθυμία γινόταν εκτελεστή, όμως, η Ζωή δεν ανταποκρίθηκε. Δεν ήταν ότι δεν της άρεσε, αντιθέτως τον συμπαθούσε από παλιά και θαύμαζε τη δύναμή του. Δεν μπορούσε, όμως, ποτέ να διανοηθεί τον εαυτό της παλλακίδα κανενός, είτε Γαζή είτε Σουλτάνου. Η σταθερή της αντίρρηση δεν τον απογοήτευσε. Ο Καϊχοσρόης άφησε τον χρόνο να κάνει δουλειά. Συνέχισε να είναι ευγενικός κι άψογος απέναντί της και περίμενε να βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία.
Η θέση της στο χαρέμι της έδωσε την ευκαιρία να κάνει γνωριμίες με τις παλλακίδες και τις συζύγους του. Γνώρισε τους ευνούχους που κυκλοφορούσαν στον γυναικωνίτη. Γνώρισε και πολλούς Ρωμιούς. Αποτελούσαν την συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της πόλης. Οι επικυρίαρχοι Τούρκοι ήταν μόνο μια μειονότητα. Φέρονταν καλά στον ντόπιο πληθυσμό κι ήταν ανεκτικοί με το χριστιανικό στοιχείο. Οι δυο Ρωμανίες, της Νίκαιας και του Ικονίου, είχαν άριστες σχέσεις. Πολύ συχνά αντιπροσωπείες του Λάσκαρη επισκέπτονταν τον Καϊχοσρόη ή το αντίστροφο.
Σε μια τέτοια επίσκεψη, ο ευνούχος Ευστάθιος -που είχε γίνει φίλος της Ζωής- την βοήθησε. Έδωσε σε έναν από τους αξιωματούχο της Νίκαιας ένα μήνυμά της προς τον Θεόδωρο Λάσκαρη. Του έγραφε ότι βρισκόταν στο παλάτι του Καϊχοσρόη που την είχε αγοράσει από τον απαγωγέα της Καγή Γιορντάν. Του ζητούσε να την απελευθερώσει. Ο Λάσκαρης είχε στείλει τον Διογένη. Ήταν αρχές του καλοκαιριού του 2010 που ο Ιάσων έφτασε στο Ικόνιο. Μεταμφιέστηκε σε μουσουλμάνο σούφι με το όνομα Γιάσουα Μπεν Ναζίρ.
Θα έρθει ο Ιαθατίνης, έλεγε από μέσα της η Ζωή. Κάθε Πέμπτη απόγευμα έρχεται,. Το είχε συνηθίσει να τον βλέπει την παραμονή κάθε ιερής Παρασκευής. Θα έρθει για να μιλήσουμε λίγο, πριν φωνάξει την εκλεκτή του παλλακίδα για να κοιμηθεί μαζί της, σκέφτηκε. Ο Καϊχοσρόης, που τον έλεγε Ιαθατίνη όπως οι άλλοι Ρωμαίοι, δεν την έβλεπε συχνά. Την συνήθεια, όμως, του απογευματινού της Πέμπτης δεν την χαλούσε παρά μόνο αν είχε εκστρατεία ή κάτι σοβαρό. Ήταν γι αυτόν μια χαραμάδα χαράς και διασκέδασης.
Είναι δυνατός κι όμορφος. Θα μπορούσα να τον δεχτώ. Όμως, η καρδιά κι η ζωή μου ανήκουν μόνο στον Νικηφορίσκο μου! Τίποτε δεν θα χαρίσω σε ένα Σουλτάνο που με έχει εδώ μόνο και μόνο γιατί με αγόρασε, σκεφτόταν. Η πόρτα χτύπησε κι η Αϊσέ μπήκε αναγγέλλοντας την άφιξη του Σουλτάνου. Η Ζωή σηκώθηκε για να τον δεχτεί και υποκλίθηκε σκύβοντας με σεβασμό το κεφάλι της όταν τον είδε να μπαίνει. Του φίλησε το χέρι σύμφωνα με το εθιμοτυπικό.
«Κάθισε» της είπε αυτός. «Θέλω να μιλήσουμε. Αϊσέ, πες να μας φέρουν σερμπέτι.»
Η Αϊσέ ψιθύρισε «αμέσως Μεγαλειότατε» κι έφυγε για να εκτελέσει την παραγγελία. Κάθισαν στις μαξιλάρες ο ένας απέναντι στον άλλον. Περίμεναν να τους φέρουν τα σερμπέτια, ο δοκιμαστής βεβαίωσε ότι όλα είχαν καλώς κι έφυγαν όλοι. Έμειναν μόνοι στο δωμάτιό της. Ο Καϊχοσρόης άπλωσε το χέρι του κι εκείνη του έδωσε το δικό της. Την χάιδεψε κρατώντας την παλάμη της στις δικές του παλάμες. Ήταν το περισσότερο άγγιγμα που επιτρεπόταν στη σχέση τους.
«Θα ξεκινήσω την συζήτησή μας λέγοντάς σου τα ίδια. Θα ήμουν ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, γλυκιά μου Ζωή, αν στεκόσουν δίπλα μου.»
Η Ζωή δεν είπε τίποτε, τον κοίταζε όμως ίσια στα μάτια. Του μιλούσε με το βαθύ βλέμμα της που του τα έδειχνε όλα. Του έλεγε πως θα έπρεπε να ψάξει αλλού γι αυτήν την ευτυχία κι όχι σε εκείνην.
«Θα κοιμηθώ απόψε με την Οϊνούρ ενώ θα σκέφτομαι και πάλι εσένα» της είπε.
«Η Οϊνούρ είναι πολύ γλυκό κορίτσι. Θα περάσεις καλά μαζί της» του είπε εκείνη.
«Θέλω να σου διαβάσω ένα ποίημα. Το έγραψα για σένα και θα το δώσω στην Οϊνούρ. Με αυτό θα την κάνω να είναι ακόμα πιο γλυκιά μαζί μου όλη τη βραδιά.»
«Γιατί δεν λες ότι το έγραψες για εκείνην, ακριβέ μου Σουλτάνε;»
«Γιατί προτιμώ να σου λέω την αλήθεια, γλυκιά μου Ζωή» της είπε εκείνος.
Της διάβασε το ποίημα του που ήταν γλυκερό, γεμάτο με συναισθήματα. Συνέχισαν με μια πολύ ήρεμη κουβέντα για τη ματαιότητα των εγκοσμίων. Είπαν για τις δυο διαφορετικές θρησκείες τους που τόσο πολύ έμοιαζαν μεταξύ τους. Μίλησαν για την προνοητικότητα ή την ανοησία κάποιων απαγορεύσεων και κάποιων επιβολών. Το θέμα τους γύριζε πάντα στον έρωτα και στις χαρές της ζωής. Ο μικρός Νικηφορίσκος-Μουτζαφέρ κι οι δικοί του γιοι και διάδοχοι του θρόνου του ήταν πάντα στη σκέψη τους. Της είπε για τα προβλήματα του σουλτανάτου. Της μιλούσε για κάθε τι, μεγάλο ή μικρό, που τον βασάνιζε. Όλα ήθελε να τα μοιράζεται μαζί της. Αφού δεν την είχε ερωμένη, της είχε δώσει τη θέση του εξομολογητή.
«Μετά από το καλοκαίρι θα σου δώσω την ελευθερία σου» της ανήγγειλε. «Σκέψου εσύ τι θα κάνεις με αυτή την ελευθερία. Πού προτιμάς να πας; Θες να επιστρέψεις στη μονή της Αγίας Παρασκευής ή θα γυρίσεις στη Νίκαια;»
«Σ’ ευχαριστώ Ιαθατίνη. Αυτό είναι ένα καλό νέο» του είπε φανερά ευχαριστημένη.
«Λυπάμαι που θέλεις τόσο πολύ να φύγεις από εδώ και χαίρεσαι γι αυτό» της είπε.
«Κάνεις λάθος, δεν θέλω να φύγω. Απλά θέλω να έχω την ελευθερία μου. Εδώ νιώθω σαν να είμαι κλεισμένη σε ένα χρυσό κλουβί.»
«Αν είναι κλουβί ο γυναικωνίτης μου, τότε η μονή τι ήταν;»
«Μια φυλακή ήταν κι εκεί. Μια φυλακή στην οποία, όμως, είχα κλειστεί από μόνη μου.»
«Ε, λοιπόν, τι σου είναι αυτός ο τυχερός ναύαρχος απ’ την Αθήνα, ε; Σου έδωσε ένα παιδί και δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξή του. Σε έκλεισε μέσα σε ένα μοναστήρι που κι εσύ μόνη σου το λες φυλακή. Σε παράτησε τόσες φορές, αλλά, εσύ ακόμα αυτόν σκέφτεσαι! Είστε πολύ μυστήρια πλάσματα εσείς οι γυναίκες!»
«Δεν ξέρω ποιον σκέφτομαι στ’ αλήθεια ούτε κι εγώ!» του είπε με ένα μυστήριο ύφος. «Θα γυρίσω στη Νίκαια και θα προσπαθήσω να ξεχάσω ό,τι μου συνέβη. Θέλω να αφήσω πίσω μου το παρελθόν. Μόνο ο μικρός μου Μουτζαφέρ με νοιάζει από εδώ και μπρος.»
«Δεν αργεί η ώρα που θα πας όπου θέλεις» της είπε ο Καϊχοσρόης και σηκώθηκε.
Η ώρα της επίσκεψής του είχε τελειώσει. Σηκώθηκε κι εκείνη και τον χαιρέτισε.
«Εις το επανιδείν, Μεγαλειότατε» του είπε σκύβοντας το κεφάλι της. «Ευχαριστώ για την επίσκεψη.»
«Προτιμώ να με λες “Ιαθατίνη”. Έχει πλάκα να ακούω το όνομά μου στα ελληνικά!» της είπε.
Φεύγοντας έδωσε τις συνηθισμένες εντολές του προς την Αϊσέ και τον ευνούχο.
«Ό,τι θέλουν η Ζωή κι ο Μουτζαφέρ θα το έχουν» τους είπε. «Το νου σας.»
Η Ζωή δεν μπορούσε να νιώθει πλήρης σ’ αυτό το παλάτι όσο κι αν ο Γιγιαθαντίν μαζί της ήταν άψογος. Ο Νικηφορίσκος είχε γεννηθεί τον Ιανουάριο του 2009 σε μια σκηνή έξω από την Αττάλεια. Έκανε τώρα τα πρώτα του βήματα και σχημάτιζε τις πρώτες του λέξεις και φράσεις. Έμοιαζε πολύ στον πατέρα του, κυρίως στα χρώματα και στα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Θα έλεγες πως αυτοί οι δυο είχαν το ίδιο ύφος. Μερικές φορές, στο πρόσωπό του, η Ζωή έβλεπε καθαρά τον Νικηφόρο να χαμογελά και να την αγκαλιάζει. Στη μονή, πάντως, δεν θα ξαναγύριζε. Είχε μετανιώσει και που πήγε. Δεν της ταίριαζε τίποτε εκεί, ούτε ο τρόπος ζωής ούτε αυτά που άκουγε ή που αναγκαζόταν να λέει. Επιπλέον, είχε κι ένα παιδί μαζί της. Ούτε και στη Νίκαια, όμως, θα ήθελε να ξαναγυρίσει. Έτσι, δια του αποκλεισμού όλων των άλλων, το Ικόνιο ήταν προς το παρόν το καλύτερο μέρος γι αυτήν. Κι όσο ήταν τόσο φιλόξενο γι αυτήν και τον Μουτζαφέρ, το απολάμβανε.
Η Προύσα κι η Νίκαια της φαίνονταν άδειες όταν έφυγε ο Νικηφόρος. Είχε τη συνωμοσία τους να την απασχολεί. Ο Κωνσταντίνος, ενθουσιώδης κι αυθόρμητος σαν παιδί, αρχικά, την διασκέδαζε και την κέρδιζε. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για τον αρχαίο και τον νέο ελληνισμό. Μιλούσε πολύ μαζί του και συμμεριζόταν τα οράματά του που, πολλές φορές, έμοιαζαν με ενατενίσεις του μέλλοντος. Σύντομα, όμως, διαπίστωσε πως είχε αρχίσει να νιώθει εξαρτημένη από όλο αυτό το ενδιαφέρον. Αυτή η εξάρτηση, μάλιστα, είχε να κάνει πιο πολύ με τον ίδιο τον Λάσκαρη παρά με το όραμά του.
«Εϊ εσύ» του έλεγε. «Είσαι αυτοκράτορας, όχι παιδί.»
«Είμαι ελεύθερος» της απαντούσε. «Όπως ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. Όπως ο Κινγκινάτος (*) στη Ρώμη.»
Τον ένιωθε σαν παιδί της κι ας ήταν όχι μικρότερος αλλά και λίγα χρόνια μεγαλύτερός της. Της προξενούσε μητρικά συναισθήματα. Ήθελε να τον προφυλάσσει από τις κακοτοπιές, Απολάμβανε το σπινθηροβόλο πνεύμα του και την φυσικότητα με την οποία αντιμετώπιζε ακόμη και τα πιο δύσκολα θέματα. Κατάλαβε πολύ γρήγορα ότι δεν τον ένοιαζαν ούτε ο θρόνος της αυτοκρατορίας ούτε οι νίκες στα πεδία της μάχης. Πρόθυμα θα θυσίαζε την ζωή του για να κερδηθεί μια μάχη, όμως το έβλεπε σαν απλό ζήτημα τιμής, σαν παιχνίδι.
Η ζωή είχε δει πως η συντροφικότητα κι η φιλία ήταν τα κίνητρά του. Δεν υπήρχε η γνωστή ανδροπρεπής επιθετικότητα ούτε η επιθυμία για κέρδη και δικαίωση. Δεν αναζητούσε την αναγνώριση εκεί όπου την έψαχναν οι φίλοι και συμπολεμιστές του. Γι αυτόν μετρούσαν περισσότερο ένας στίχος, ένας μύθος, μια οπτασία, ένα πέταγμα του νου. Ονειροβατούσε συνειδητά και δεν άφηνε κανέναν να τον κατεβάσει από τους ουρανούς του. Η Ζωή αυτόν τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη έβλεπε. Αυτόν θεωρούσε ως τον πραγματικό και βαθύτερο εαυτό του. Με τον υψιπετή Κωνσταντίνο επικοινωνούσε. Ένιωθε πάντα πως είχε καθήκον να τον προσγειώνει και να τον προστατεύει, ώστε να μη χτυπήσει πέφτοντας.
Ούτε που το κατάλαβε πως αντικατέστησε τον έναν με τον άλλον. Στη σκέψη της δεν τριγύριζε πια ο αγαπημένος που έλειπε στην Αθήνα αλλά αυτός που ήταν στη Νίκαια. Ήταν ο Κωνσταντίνος, ο αρχηγός της συνωμοσίας, που είχε πάρει την θέση του Νικηφόρου. Δεν εξέφρασε ποτέ της ανοιχτά αυτό το συναίσθημα που την κατέκλυζε. Ήξερε να βλέπει την ψυχή των ανθρώπων. Ήξερε πως κι εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Σεβόταν την –παράνομη- σχέση της και δεν έθεσε διλήμματα. Ο Κωνσταντίνος, που πάντα αγνοούσε όλους τους κανόνες, εδώ στάθηκε βράχος αυτοπειθαρχίας. Ήταν κι οι δυο εγκρατείς. Δεν έδωσαν δικαίωμα ούτε μεταξύ τους αλλά ούτε σε τρίτους να καταλάβουν το παραμικρό. Δεν υποψιάστηκε ποτέ κανείς ότι κάτι έτρεχε ανάμεσά τους.
Όταν ο Κωνσταντίνος χάθηκε, η Ζωή ένιωσε να χάνεται ο κόσμος. Με τον Νικηφόρο η γεύση του αποχωρισμού τους ήταν αλλιώτικη. Ζούσαν εξαρχής σε αδιέξοδο. Δεν μπορούσε να παρατήσει την οικογένειά του κι ήταν μακριά, στην Αθήνα. Θα επέστρεφε ίσως, ίσως και όχι. Με τον Κωνσταντίνο η απώλεια ήταν πολλαπλά τρομακτική. Ήταν οριστική όσο οριστικός είναι ο θάνατος. Έλειπε από την καθημερινότητά της, αφού, τον είχε συνεχώς κοντά της. Δεν μπόρεσε να τον πενθήσει όπως θα ήθελε κι όπως η καρδιά της υπαγόρευε. Ο πόνος της περίσσεψε κι άρχισε να μαραζώνει. Έχασε κάθε ενδιαφέρον κι έμεινε κλειστή στον εαυτό της. Φίλοι και γνωστοί το απέδωσαν στον χωρισμό της με τον Νικηφόρο. Κι όταν πια ο πόνος έγινε αβάσταχτος, αποφάσισε να κλειστεί σε μοναστήρι.
Όταν ο Νικηφόρος ήρθε και την πήρε για τη στέψη του Θεόδωρου Λάσκαρη, ένιωσε κάτι να αλλάζει. Σκέφτηκε πως θα μπορούσε μαζί του να αναπνεύσει ξανά τον καθαρό αέρα και να ξεφύγει από τη θλίψη. Έτσι κι αλλιώς με τον άλλον δεν είχε κάνει τίποτε παραπάνω από σκέψεις και, μετά, εκείνος είχε πεθάνει. Ακολούθησε τον Νικηφόρο και προσπάθησε να νιώσει σαν ερωτευμένη γυναίκα που ξαναβρήκε τον χαμένο της εραστή. Τα κέρδη δεν ήταν πολλά. Μερικές όμορφες μέρες με ξενοιασιά κι ένα έμβρυο που άρχισε να μεγαλώνει μέσα στην κοιλιά της. Δυόμιση μηνών έγκυος στο παιδί του Νικηφόρου την βρήκε η σκλαβιά. Πριν προλάβει να δει πως θα κατάφερνε να γεννήσει, στη μονή ή κάπου αλλού, ήρθε ο Καγή Γιορντάν. Μπήκε με τους πολεμιστές του, σύλησε την Αγία Παρασκευή και την πήραν αιχμάλωτη. Θα την πουλούσαν σκλάβα όπως και άλλες μοναχές και Ρωμιές. Τις μάζευαν από τις πόλεις που δέχονταν τις επιθέσεις των νομάδων του.
Τώρα, στο Ικόνιο, υπό την προστασία του Καϊχοσρόη, ήταν ουσιαστικά ελεύθερη από καταναγκασμούς. Πέρασε το καλοκαίρι του 1210 κι έφτασε φθινόπωρο. Ήδη είχε έρθει στο Ικόνιο ο πρώην Ρωμαίος αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’. Μαζί του ήταν ο Κωνσταντίνος Δούκας, αδελφός του Μιχάλη, Δεσπότη της Ηπείρου. Ήταν φανερό ότι είχε έρθει για να επηρεάσει τον Καϊχοσρόη να επιτεθεί στον Θεόδωρο Λάσκαρη. Ήταν επίσης φανερό ότι τα είχε καταφέρει.

****************************************
Η συνέχεια, καλώς εχόντων των πραγμάτων (αν λυθεί το πρόβλημα που έχω στα ημέιλ εννοώ) την Δευτέρα, 27 Ιουλίου 2020.