Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

29 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 29η

Η Πόλη έχει πέσει στους Φράγκους μετά την άτιμη φυγή του αυτοκράτορα Αλέξιου Ε' και την πορεία των μοναχών και ιερέων με την οποία ζητούσαν το έλεος των σταυροφόρων. Καμιά αντίσταση δεν ήταν πλέον δυνατή. Για τους Ρωμαίους άρχοντες, έμενε μόνο η φυγή, κι η Βιθυνία ήταν το πιο κοντινό μέρος για να βρουν καταφύγιο.
Η προσπάθεια των Λασκαραίων και των άλλων Ρωμιών αρχόντων να κερδίσουν την Προύσα και την Νίκαια σκοντάφτει στην δικαιολογημένη καχυποψία κι εχθρότητα του λαού και των τοπικών αρχόντων.
Στο Α' μέρος του 9ου κεφαλαίου, βλέπουμε πώς γίνεται τελικά αυτή η εγκατάσταση και αποδοχή. Έπρεπε "να βάλει το χέρι του ο Άγιος".
********************************
 παραπομπή (*)
[Από την Βικιπέδια]: Ο στυλίτης είναι τύπος Χριστιανού ασκητή που ζει σε πυλώνες και κάνει κήρυγμα, νηστεία και προσευχή. Οι Στυλίτες πιστεύουν ότι η εξολόθρευση του σώματός τους θα βοηθούσε στη διασφάλιση της σωτηρίας της ψυχής τους. Οι στυλίτες ήταν συνηθισμένοι στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο πρώτος γνωστός στυλίτης ήταν ο Άγιος Συμέων ο Στυλίτης ο Λέσβιος ο οποίος ανέβηκε σε στύλο στη Συρία το 423 και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του 37 χρόνια αργότερα. Ο Παλλαδίος της Γαλατίας μιλά για τον Επείδιο, ερημίτη στην Παλαιστίνη που κατοικούσε σε κορυφή σπηλαίου για είκοσι πέντε χρόνια μέχρι το θάνατό του. Στην Patrologia Graeca, 37, 1456, αναφέρεται ένας μοναχός που στέκεται όρθιος εδώ και πολλά χρόνια, απορροφάται με περισυλλογή, χωρίς ποτέ να ξαπλώνει. Ο Θεόδωρος ισχυρίστηκε ότι είδε έναν ερημίτη που είχε περάσει δέκα χρόνια σε μια μπανιέρα αναρτημένη σε πόλου; (Φιλοθεος κεφ. 28).
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο : ΣΤΗ ΒΙΘΥΝΙΑ


Α’ ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΙΑΣΩΝ

Ο ερημίτης Διογένης Ιάσων, ήταν ένας πασίγνωστος θεότρελος στην Προύσα. Είχε διαλέξει το όνομα «Διογένης» απ’ τον ξακουστό αρχαίο φιλόσοφο. Όλοι γνώριζαν πως είχε πει στον Μέγα Αλέξανδρο το περίφημο “μη μου κρύβεις τον ήλιο”. Αυτή ήταν η μόνη χάρη που είχε ζητήσει από τον στρατηλάτη. Το όνομα «Ιάσων» παρέπεμπε στον αρχαίο ήρωα που έψαχνε στην πατρίδα του Διογένη, στον Πόντο, το χρυσόμαλλο δέρας. Κάποτε είχε κανονικό όνομα κι επάγγελμα αλλά αυτά ήταν παλιές ιστορίες που δεν τις γνώριζε κανείς. Τις είχε ξεχάσει κι ο ίδιος. Ζούσε από τις ελεημοσύνες. Είχε εξασκηθεί στο να μην τρώει τίποτα ακόμα και για μέρες. Αναχωρούσε συχνά από την κοινωνία των ανθρώπων για κάποια κελιά όπου δόξαζε τον Κύριο, όπως έλεγε. Μέσα στο θρησκόληπτο κλίμα της εποχής, κάθε τέτοια ακραία, φανατική εκδήλωση λατρείας προκαλούσε σεβασμό και τον φόβο. Έτσι ο ερημίτης Διογένης έβρισκε πάντα “κατανόηση” από τους Προυσιανούς. Δεν ήταν από λύπη για την κατάντια του ή από θαυμασμό για την αγέρωχη στάση του. Ήταν από φόβο μην τους καταραστεί. Την κατάρα ενός τέτοιου ανθρώπου, όλοι ήταν σίγουροι ότι θα την άκουγε ο Θεός και θα την εκτελούσε αμέσως.
Ο Λάσκαρης δεν είχε ανάγκη από την συνηγορία ενός θεοπάλαβου ερημίτη για να εγκατασταθεί στην Προύσα. Θα το κατάφερνε και με την βία, αν χρειαζόταν. Όμως, ήταν βολικό που ο “τρελός του Θεού” είχε ανέβει σε ένα στύλο και ζητούσε ένα «δεσπότη» για να κατέβει. Εκείνον τον καιρό στην Προύσα, μόνος διαθέσιμος δεσπότης ήταν ο Θεόδωρος. Οι Λασκαραίοι είχαν σπουδαίους τίτλους για να επιδείξουν αν ήθελαν. Ήταν «αυτοκράτορας» των Ρωμαίων ο ένας και «συναυτοκράτορας» ο άλλος. Είχαν αποφασίσει, όμως, να μην τους επικαλεστούν μετά την ψυχρή κι ανάποδη υποδοχή που έτυχαν στη Νίκαια. Τους είχαν πει ότι αυτοί οι τίτλοι αμφισβητούσαν την εξουσία των δύο Αλέξιων, Γ’ και Ε’, που περιφέρονταν στην Ρωμανία. Περιφρονούσαν επίσης και τους Φράγκους που κατείχαν την Κωνσταντινούπολη κι είχαν δικό τους αυτοκράτορα. Αν τους δέχονταν ως αυτοκράτορες, καθιστούσαν την ίδια στιγμή την πόλη συνυπεύθυνη σε στάση. Τέτοιους μπελάδες κανείς δεν ήθελε να βάλει στο κεφάλι του. Έτσι λοιπόν εδώ στην Προύσα ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήρθε ως «Δεσπότης» μόνο. Ήταν ένας τίτλος που κατείχε αδιαμφισβήτητα σαν γαμπρός του Αλέξιου Γ’. Αν όχι αυτοκράτωρ, λοιπόν, Δεσπότης ήταν.
Ο Θεόδωρος πήγε έφιππος στο κέντρο της πόλης και ξεπέζεψε κάτω από τον στύλο όπου είχε θρονιαστεί ο Διογένης.
«Διογένη άγιε, θα κατέβεις από τον στύλο;» του είπε.
«Ποιος είσαι εσύ που με καλείς;» ρώτησε ο στυλίτης(*).
«Είμαι ο Δεσπότης Θεόδωρος Λάσκαρης.»
«Σε δέχονται όλοι για Δεσπότη;»
«Τον έχω τον τίτλο δίκαια και με τιμή» είπε ο Θεόδωρος κοιτώντας ψηλά στον στύλο. «Κατέβα κάτω να μου μιλήσεις. Η Προύσα χρειάζεται τις καλές σου ευχές.»
Του ζήτησε ευγενικά να κατέβει όπως του το ζητούσε επίμονα ο λαός. Οι Προυσιανοί και οι Προυσιανές φοβόντουσαν τον Θεό όσο και τον Διάβολο. Ήξεραν ότι από εκεί ψηλά, από τον στύλο, οι κατάρες του Διογένη ακούγονταν πιο εύκολα στον ουρανό. Είκοσι πέντε μέτρα ύψος, πάνω από την επιφάνεια της γης δεν ήταν αμελητέο. Οι δικές του κατάρες ακούγονταν στον Θεό πιο καθαρά από τις δικές τους προσευχές.
Αν ο Θεός τις άκουγε κι έπιαναν, θα έθεταν σε κίνδυνο την πόλη τους. Γι αυτό είχαν μαζευτεί κάτω από τον στύλο κι έκαναν δεήσεις. Ήθελαν να εισακουστεί ο Δεσπότης και να κατέβει ο ερημίτης κάτω. Παπάδες είχαν φέρει ευαγγέλια κι ιερά κειμήλια για να γίνει η δέηση πιο ισχυρή. Όταν είδαν τον ερημίτη να δέχεται την παράκληση και να κατεβαίνει αλαλαγμοί χαράς ξέσπασαν. Όλοι θεώρησαν ήρωα κι ευεργέτη τους τον Θεόδωρο Λάσκαρη.
Μετά από αυτό, οι άρχοντες τον δέχτηκαν σαν Δεσπότη. Τον προσκύνησαν στο όνομα του αυτοκράτορα των Ρωμαίων κι ας μην ήξεραν ποιος ακριβώς ήταν. Μήπως ήταν ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος-Κομνηνός που βρισκόταν κάπου στη Θράκη, πιθανώς στη Μοσυνούπολη; Μήπως ήταν ο μετέπειτα αυτοκράτορας, ο Αλέξιος Ε’ Μούρτζουφλος, που κι αυτός βολόδερνε στη Θράκη; Μήπως ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης που ισχυριζόταν ότι φόρεσε το στέμμα την αποφράδα μέρα που έπεσε η Πόλη; Ή μήπως ήταν ο Βαλδουίνος των Φράγκων που, κατέχοντας την Κωνσταντίνου Πόλη, είχε απτό δικαίωμα στον θρόνο; Όποιος κι αν ήταν ο αυτοκράτορας, ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήταν ένας Δεσπότης. Έτσι τον αποδέχτηκαν επικεφαλής της Προύσας, οι άρχοντές της.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ήρωας των Ρωμαίων, που είχε αποδείξει ότι δεν φοβόταν τους Φράγκους, χαμογέλασε. Ήταν ο ένας από τα πέντε πρόσωπα που ήξεραν τι είχε συμβεί. Η γυναίκα του Θεόδωρου Άννα Αγγελίνα κι η κυρία επί των τιμών Μακρυπολίτη Ζωή γνώριζαν επίσης. Ακόμη το ήξεραν ο ναύαρχος Νικηφόρος κι ο νεαρός σκριβάνος του, Καλλίμαχος Κρωμναίος, που είχε την ιδέα. Ο Καλλίμαχος ήξερε πολύ καλά τον Διογένη μια και ήταν από τα μέρη του, τον Πόντο. Πρότεινε στον Κωνσταντίνο να χρησιμοποιήσουν τον ερημίτη έτσι ώστε να αποφύγουν οι Λασκαραίοι μια νέα ψυχρολουσία. Αρκετή απόρριψη είχαν εισπράξει στη Νίκαια. Του είχε εξηγήσει ποια βοήθεια μπορούσε να τους προσφέρει ο Διογένης. Για να τον πείσουν να συνεργαστεί, έπρεπε να του στείλουν μιαν όμορφη γυναίκα να του εξηγήσει τον ρόλο του. Αυτό ήταν και το μόνο αδύνατο σημείο του προφήτη.
«Δεν θα της κάνει τίποτε κακό, μην ανησυχείτε» είπε ο Καλλίμαχος στον Κωνσταντίνο.
«Και τότε, τι την θέλει;»
«Θα κολακευτεί που μια όμορφη κυρά θα του ζητάει μια χάρη. Θα πιστέψει ότι το θέλουμε πολύ.»
«Και θα βοηθήσει; Θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο;»
«Σίγουρα. Θα του αρέσει κιόλας. Θα είναι πρόθυμος. Μ’ αυτό που του ζητάμε θα μαζευτεί όλη την πόλη στην πλατεία. Ο λόγος του θα τρομάξει τους Χριστιανούς.»
Το σχέδιο του Καλλίμαχου που ενέκρινε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης έλεγε ότι ο Διογένης θα ανέβαινε σε έναν στύλο. Θα εξαπέλυε, από εκεί πάνω, μαύρους χρησμούς ενάντια στην πόλη της Προύσας. Αν γλίτωνε και δεν τον λιντσάριζαν από την πρώτη στιγμή, θα εξηγούσε με ποιον τρόπο που θα έπαυε τις κατάρες. Θα το έκανε αν το ζητούσε ένας δεσπότης. Κι αφού δεσπότης θρησκευτικός δεν υπήρχε στην Προύσα, μόνος έμενε ο Δεσπότης Θεόδωρος Λάσκαρης. Από αυτόν οι Προυσιανοί θα ζητούσαν να τους κάνει τη χάρη να σταματήσει τον Διογένη. Μετά από αυτό ο Θεόδωρος θα γινόταν δημοφιλής στον λαό. Τότε οι άρχοντες της Προύσας θα αναγκάζονταν να δεχτούν τον τίτλο του και να τον βάλουν επικεφαλής. Όχι αυτοκράτορα, βέβαια, αλλά, έστω, Δεσπότη.
Ο Κωνσταντίνος είπε το σχέδιο του Καλλίμαχου στην Άννα Αγγελίνα, εκείνη το είπε στον Νικηφόρο. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως γι αυτή τη δουλειά η Ζωή ήταν η κατάλληλη νεαρή, όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Συναντήθηκαν στη σκηνή του Κωνσταντίνου και συνεννοήθηκαν αμέσως. Ο Καλλίμαχος έφερε τον Διογένη έξω από τα τείχη της πόλης σε ένα ξέφωτο. Εκεί έφερε κι ο Νικηφόρος τη Ζωή, ντυμένη και στολισμένη με αραχνοΰφαντα φορέματα και πετράδια της Άννας-Αγγελίνας. Με τα μεθυστικά αρώματα στο κορμί της, τον συνάντησε σαν μια οπτασία ονειρική. Ο καημένος ο ερημίτης δεν είχε τύχει ποτέ στη ζωή του να δει ένα τέτοιο πλάσμα στη Γη. Όχι μόνο υπήρχε το πλάσμα, αλλά, του μίλησε κιόλας. Θα ήταν άγγελος Κυρίου. Τότε κατάλαβε ο Διογένης γιατί έλεγαν ότι οι άγγελοι ήταν τα πιο όμορφα πλάσματα του Θεού.
«Θα κάνεις ό,τι σου είπε ο Καλλίμαχος» ρώτησε η Ζωή.
«Ποια είσαι; Είσαι οπτασία; Είσαι άγγελος;»
«Θα σε παρακολουθώ. Να κάνεις αυτό που είπαμε.»
«Θα ανέβω στον στύλο και θα τους καταραστώ.»
«Και θα κατέβεις όταν στο ζητήσει ο Λάσκαρης.»
Ό,τι του ζήτησε η Ζωή να κάνει, το πήρε σαν μια άμεση εντολή του Πλάστη που έφτασε σε αυτόν με έναν άγγελο. Το πίστεψε τόσο πολύ που τίποτε από ό,τι έκανε στη συνέχεια δεν φαινόταν θεατρικό. Ανέβηκε στον στύλο φωνάζοντας κατάρες για την Προύσα με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Δήλωσε ότι θα πέθαινε με μεγάλη του ευχαρίστηση από την πείνα εκεί πάνω, σαν στυλίτης μοναχός. Μόνο αν ερχόταν ένας αληθινός δεσπότης να τον διατάξει, μόνο τότε θα κατέβαινε. Ο Νικηφόρος κι ο Καλλίμαχος κάτω από τον στύλο, εξηγούσαν στο πλήθος ότι δεν χρειαζόταν να τον πετροβολήσουν. Αρκούσε μόνο να έφερναν έναν “δεσπότη” για να τον κατεβάσει ειρηνικά. Τότε θα μετατρέπονταν οι κατάρες του σε ευλογία Θεού. Θύμιζαν κι ότι “δεσπότης” στην Προύσα ήταν ο Λάσκαρης.
Λίγο μετά, στο τρίκλινο κεντρικό δωμάτιο του στρατηγού διοικητή της Προύσας, συγκεντρώθηκαν άρχοντες κι ιερείς. Με τιμές αποδέχτηκαν τον Θεόδωρο Λάσκαρη σαν δεσπότη. Ήταν ο εκπρόσωπος του άγνωστου κι αμφισβητούμενου Βασιλέα των Ρωμαίων Του ζήτησαν να προστατέψει την πόλη και να μην βάλει συμφέρον του πάνω από το συμφέρον όλων και του λαού. Ο Θεόδωρος αποδέχτηκε την τιμή και τους έβγαλε ένα λόγο με δραματικούς τόνους. Τους είπε, με λίγα λόγια, ότι η λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ήταν μια αμαρτωλή πράξη. Οι άνθρωποι που την έκαναν, είχαν ξεκινήσει με σκοπό να πολεμήσουν αλλόθρησκους. Όμως, σκότωσαν, βίασαν, έκλεψαν και λεηλάτησαν μόνο χριστιανικές πόλεις. Ξεκίνησαν από την Ζάρα και κατέληξαν στην Βασιλεύουσα. Υποσχέθηκε να είναι πιστός στον Χριστό Δεσπότης. Υποσχέθηκε να προστατεύει τους Ρωμαίους από τις απειλές των Τούρκων ή των Φράγκων. Θα το έκανε με διπλωματία κι ειρηνικά μέσα πριν τον πόλεμο. Ακόμη είπε ότι σκοπός του θα ήταν η επανάκτηση της Πόλης του Κωνσταντίνου από τους Ρωμαίους.
Οι Προυσιανοί άρχοντες δεν ξεχνούσαν τι είχαν πάθει η πόλη τους κι η γειτονική Νίκαια, πριν εκατόν είκοσι χρόνια. Είχαν καταληφθεί απ’ τους Τούρκους κι οι Σταυροφόροι ήταν εκείνοι που τις είχαν απελευθερώσει. Τις είχαν αποδώσει ξανά στον Ρωμαίο αυτοκράτορα τιμώντας τον λόγο τους. Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο κάθετα αντίθετοι με τους στρατιώτες του Χριστού. Κάποτε τους είχαν σώσει. Οπωσδήποτε, αυτή την φορά, είχαν θορυβηθεί από την πολύμηνη πολιορκία της Βασιλεύουσας. Είχαν τρομάξει με την τελική έκβαση, με την δήωσή της και με την σύληση των θησαυρών της. Τα λόγια του Θεόδωρου ότι θα τους προστατέψει με διπλωματία ηχούσαν στα αυτιά τους καθησυχαστικά. Ήθελαν την προστασία αλλά φοβούνταν την ισχύ των όπλων των δυτικών σιδηρόφρακτων σταυροφόρων. Θα προτιμούσαν να αποφύγουν να εμπλακούν σε έναν ανοιχτό πόλεμο εναντίον τους.
«Μήπως θα είναι καλύτερα να αναγνωρίσεις τον τίτλο του αυτοκράτορα στον Βαλδουίνο;» του είπαν κάποιοι.
«Αν το κάνω, ίσως κρατήσω το θέμα της Βιθυνίας, αλλά, θα πρέπει κι εσείς να προσκυνήσετε τον Πάπα. Εξάλλου δεν ξέρω αν θα μας αφήσει επιλογή. Θα ασκήσω διπλωματία, αλλά, δεν τους φοβάμαι» είπε ο Θεόδωρος.
«Όλα καλά» είπε η Άννα Αγγελίνα ανακουφισμένη μόλις τελείωσε η σύσκεψη των αρχόντων της Προύσας. «Με το ορμητήριό μας να είναι στην Προύσα θα γυρίσουμε εύκολα και στη Νίκαια.»
«Ήμασταν τυχεροί με αυτόν τον τρελό μοναχό που έφτιαξε το κλίμα υπέρ μας» είπε ο Θεόδωρος στον αδελφό του. «Πριν να εμφανιστεί αυτός, οι Προυσιανοί ήταν πιο ψυχροί κι από τους Νικαιώτες.»
«Ε, δεν φτάνει μόνο η τύχη αγάπη μου» είπε η Άννα Αγγελίνα στον άντρα της. «Οι αρχαίοι έλεγαν «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Κάτι ήξεραν.»
«Αν εννοείς ότι το χειριστήκαμε σωστά, εντάξει» είπε ο Θεόδωρος που δεν ήξερε το κόλπο με τον Διογένη. «Πάμε τώρα στο πατρικό μας σπίτι. Σήμερα γιορτάζουμε επιτέλους μετά από καιρό. Σήμερα θα φάμε όλοι μαζί!»
Η γιορτή ήταν για όλη την οικογένεια αλλά καλεσμένοι ήταν και φίλοι του Οίκου των Λασκαραίων. Μεταξύ αυτών των φίλων ξεχώριζε ο Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόης. Ήταν ο νόμιμος σουλτάνος του Ικονίου που θα διεκδικούσε τον θρόνο του με τη βοήθεια του Θεόδωρου. Παρών ήταν ο ναύαρχος του “Δήλος”, ο Νικηφόρος, που σύντομα θα έφευγε για την πατρίδα του την Αθήνα. Ήταν ο Καλλίμαχος, ο πολυμήχανος νεαρός σκριβάνος του Κωνσταντίνου, που είχε την ιδέα με τον Διογένη.-Ιάσωνα. Παρούσες κι η κυρά Ευανθία Μακρυπολίτη με την κόρη της Ζωή. Ήταν κυρίες επί των τιμών αλλά και φίλες με την Άννα Αγγελίνα. Όλοι έφαγαν και ήπιαν ευχόμενοι δυο βασικές ευχές: «Με το καλό και στη Νίκαια!» και «Με το καλό ξανά και στην Πόλη!»
Όλοι ένιωθαν προσωρινοί εδώ. Είχαν αποφασίσει πως η Νίκαια θα ήταν, τελικά, πρωτεύουσα της εξόριστης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτό θα ίσχυε μέχρι την επάνοδο των Ρωμαίων στην Κωνσταντινούπολη. Εγκαταστάθηκαν όμως στην Προύσα μέχρι να πείσουν τους Νικαιώτες γι αυτό. Η κυρά Ευανθία με τη Ζωή εγκαταστάθηκαν σε μια πτέρυγα του αρχοντικού των Λασκαραίων. Έμεναν μαζί με την Άννα Αγγελίνα, τον Θεόδωρο και τις κόρες τους. Σε μιαν άλλη πτέρυγα έμεινε ο Κωνσταντίνος με την υπόλοιπη οικογένεια των Λασκαραίων. Ο Νικηφόρος έμεινε κι αυτός στο μεγάλο σπίτι για μερικές εβδομάδες πριν αναχωρήσει για την Αθήνα. 
********************************
Η συνέχεια την Δευτέρα