Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

47 «ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ» συνέχεια 47η

Σήμερα, είμαστε στο Δ' μέρος του 13ου κεφαλαίου. Όλοι ετοιμάζονται για κάτι.
Ο Κωνσταντίνος πρέπει να κλείσει εκκρεμότητες πριν φύγει με την Ζωή για την αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη. 
Ο Καϊχοσρόης ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον του Λάσκαρη. Οι Βενετοί είναι πίσω τγου με τον Αλέξιο να διεκδικεί τον θρόνο της Νίκαιας.
Ο Λάσκαρης ετοιμάζει την άμυνά του, δεν ξέρει ομως πού να στηριχτεί.
Ο Νικηφόρος ετοιμάζεται να εκτρατεύσει για να ελευθερώσει τη Ζωή.
************************************

Δ’    ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ

Έτρωγαν πρωινό όταν ακούστηκαν ποδοβολητά έξω από το σπίτι του Εφραίμ. Ήταν ο Καϊχοσρόης που ήρθε να πιει μαζί τους ένα ρόφημα και να κουβεντιάσει. Ήθελε βασικά να μάθει αν η Ζωή θα πήγαινε με τον Κωνσταντίνο στην “τελική” του αποστολή. Η Ζωή ήξερε πως ο Καϊχοσρόης δεν πίστευε σε αυτή την αποστολή. Ήξερε ότι θεωρούσε τρέλα τα οράματα του Λάσκαρη για τον Ιερέα Ιωάννη και για την ανόρθωση του νέου ελληνισμού. Για τον Γιγιαθαντίν, όπως και για τη Ζωή, αυτός ο θαυμάσιος αρχαίος πολιτισμός είχε πια τελειώσει. Κάποτε είχε εξαπλωθεί σε όλο τον γνωστό κόσμο με τους επίγονους του Αλέξανδρου και τους Ρωμαίους. Όμως, είχε δεχτεί συντριπτικά χτυπήματα από τις επιδρομές των άγριων νομαδικών λαών. Ούννοι, Γερμανοί, Σλάβοι και τόσοι άλλοι τον εξάλειψαν. Δεν είχε -κατά την γνώμη τους- καμιά ελπίδα για να ανθίσει ξανά. Το περιβάλλον της γενικευμένης αμάθειας, των δεισιδαιμονιών και του φόβου είχε επικρατήσει στην οικουμένη χίλια χρόνια. Αυτός ο φόβος είχε επηρεάσει τον απλό άνθρωπο που έψαχνε πλέον να βρει θρησκείες της παρηγοριάς. Τέτοιες θρησκείες ήταν οι μονοθεϊσμοί κι όχι ένα σύστημα ελευθερίας, όπως το ελληνικό. Εκείνο ζητούσε να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την φύση, την πόλη και τον θάνατο.
«Θα πας μαζί του;» την ρώτησε ο Καϊχοσρόης.
Από το βλέμμα της κατάλαβε ότι θα πήγαινε. Δεν του χρειαζόταν η απάντησή της.
«Ήξερα ότι θα σε πείσει» της είπε με ένα παράπονο που μόλις διακρινόταν. «Δεν μπορεί κανείς ποτέ να πει όχι σ’ αυτόν τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη.»
«Θα ψάξουμε μαζί, την χρειάζομαι» είπε ο Λάσκαρης.
«Την χρειάζομαι κι εγώ αυτή την αναζήτηση» του είπε η Ζωή. «Το μόνο μου πρόβλημα είναι ο Μουτζαφέρ. Θέλω να μεγαλώσει σαν Έλληνας.»
«Θα φροντίσω να τον μεγαλώσει ο πατέρας του. Θα τον στείλω στην Αθήνα με άνθρωπο που του θα εξηγήσει τι θέλεις. Θα στείλω οδηγίες και χρήματα» της είπε ο Καϊχοσρόης. «Μην σε ανησυχεί αυτό.»
«Δεν θα φύγουμε αμέσως» είπε ο Κωνσταντίνος. «Πρέπει να μαζέψω χάρτες και πληροφορίες. Θα φύγω σε λίγες μέρες και θα ξαναγυρίσω την άνοιξη. Τότε θα μπορούμε να φύγουμε. Ως τότε ας προετοιμαστεί η Ζωή, ας τακτοποιήσει τον γιο της -με τη βοήθειά σου Ιαθατίνη- κι ας με περιμένει.»
«Όποτε είσαι έτοιμος, συνέταιρε» είπε ο Καϊχοσρόης «μπορείς να ξεκινήσεις.»
«Και … κάποτε … θα ξαναγυρίσουμε …» είπε η Ζωή. «Έτσι δεν είναι Κωνσταντίνε;»
«Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψουμε. Θα είναι δύσκολη η αναζήτηση. Μιλάνε για ένα βασίλειο πέρα από τις Ινδίες, σε μια απέραντη χώρα που την λένε Κίνα. Κανείς ποτέ δεν γύρισε από εκεί. Νομίζω πως αν με ακολουθήσεις, γλυκιά μου Ζωή, θα πρέπει να πάρεις αποφάσεις. Να εξασφαλίσεις τον μικρό σου Μουτζαφέρ και να ξέρεις πως δεν θα νοσταλγήσεις γρήγορα την επιστροφή.»
Η Ζωή δεν είχε χρειαστεί πολύ χρόνο για να καταλάβει ότι θα ξεκινούσαν για την χώρα του πουθενά και του απίθανου. Είχε πάρει την απόφασή της και δεν την άλλαζε.
«Εγώ φεύγω» είπε ο Καϊχοσρόης. «Σας αφήνω μόνους να συζητήσετε τις λεπτομέρειες. Έτσι κι αλλιώς θα μείνεις, φίλε μου, μερικές μέρες και θα σε ξαναδώ.»
Χαιρέτισε τη Ζωή με μια υπόκλιση και τον Κωνσταντίνο με μια αγκαλιά κι έφυγε.
«Δεν πιστεύει στον Ιερέα Ιωάννη και στο Βασίλειό του» είπε ο Κωνσταντίνος για τον Καϊχοσρόη.
Ο Σουλτάνος με την συνοδεία του απομακρύνθηκε απ’ του Μεΐρ Εφραίμ και τους άφησε πάλι μόνους..
«Νομίζω ότι θέλει να σε διώξει από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται» είπε η Ζωή.
«Ναι, το έχω καταλάβει. Δεν με νοιάζει» είπε εκείνος. «Πρέπει, όμως, να πάω στην Σινώπη, στην Άγκυρα και στην Αδριανούπολη. Θα βρω χάρτες και κείμενα απαραίτητα για το ταξίδι. Δεν θα φύγουμε πριν το καλοκαίρι.»
«Θα σε περιμένω» του είπε η Ζωή «και θα φροντίσω για τον Νικηφορίσκο.»
«Άκουσα πως ο Καϊχοσρόης ετοιμάζει πόλεμο κατά του αδελφού μου.»
«Είναι αλήθεια. Θα εκστρατεύσει την άνοιξη. Έφεραν εδώ τον Αλέξιο Γ’ οι Βενετοί και τον σπρώχνουν να συμμαχήσει με τον Ερρίκο. Θέλουν να επιτεθούν στον Θεόδωρο από τις δυο
μεριές, βορά και νότο. Ο Καϊχοσρόης είναι δεμένος με όρκους απέναντι στον Αλέξιο και θα κάνει ότι του πουν.»
«Πρέπει ο αδελφός μου να ειδοποιηθεί. Να ξέρει τί τον περιμένει.»
«Μην ανησυχείς. Θα έρθει αύριο ο Διογένης στο παλάτι και θα του μιλήσω. Παριστάνει τον σούφι και κατασκοπεύει για λογαριασμό του Θεόδωρου. Με ειδοποίησαν ότι μόλις έφτασε από την Νίκαια. Θα τον δω και θα του πω όσα ξέρω για τον Καϊχοσρόη.»
«Πρόσεχε. Δεν θέλω να σε χάσω.»
«Εγώ θα είμαι εδώ. Εσύ κοίτα να γυρίσεις όρθιος» του είπε εκείνη και χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπό του.
Την άλλη μέρα η Ζωή, κατέβηκε από τον γυναικωνίτη στον κήπο του παλατιού κι εκεί συνάντησε τον Γιάσουα. Του είπε για την άφιξη του Αλέξιου Δ’ στο Ικόνιο. Τον συνόδευε κι ο Κωνσταντίνος Δούκας, αδελφός του Μιχάλη Δούκα, δεσπότη της Ηπείρου. Δεν ήταν τυχαίες αυτές οι αφίξεις. Ο Αλέξιος είχε αξιώσεις στον τίτλο του αυτοκράτορα. Είχε πάρει μαζί του, όταν έφυγε από την Πόλη, τα αυτοκρατορικά διάσημα. Εδώ τον είχαν φέρει για να αμφισβητήσει τον Θεόδωρο. Είπε ακόμη ότι οι Βενετοί προσπαθούσαν να οργανώσουν μια συμμαχία του Σουλτάνου με τους Λατίνους.
«Μην ανησυχείς κυρά» είπε ο Διογένης. «Ο Θεόδωρος το ξέρει αυτό κι οργανώνει κι αυτός συμμαχίες. Συζητά με τον Λέοντα Β’ τον βασιλιά της Μικρής Αρμενίας. Αν χρειαστεί, θα περικυκλώσει αυτός τον Σουλτάνο!»
«Ωραία, λοιπόν. Αυτά να πας να πεις στον Θεόδωρο.»
«Εντάξει με αυτά, Κυρά. Πες μου, όμως, πότε θέλεις να φύγουμε; Εγώ είμαι έτοιμος. Αρκεί να μου πεις πότε θα είσαι έτοιμη κι εσύ.»
«Να φύγουμε;» έκανε αμήχανα. «Πού να πάμε;»
«Στη Νίκαια! Ξεχνάς τι είπαμε την προηγούμενη φορά; Εγώ δεν το ξέχασα ούτε ο αυτοκράτορας. Ήρθα με ένα σώμα στρατιωτών που περιμένουν έξω από το Ικόνιο μια ειδοποίηση. Μόλις βγούμε από το Παλάτι, θα εξαφανιστούμε με άλογα κι άμαξες. Σε μια εβδομάδα, Κυρά, θα είσαι ελεύθερη με τους δικούς σου στη Νίκαια!»
Η Ζωή πάγωσε. Πριν μερικούς μήνες θα ήθελε πολύ να φύγει, τώρα όμως όχι.
«Να πεις στους στρατιώτες που έφερες να γυρίσουν πίσω. Εγώ δεν φεύγω!»
Στο απορημένο ύφος του έδωσε πειστική απάντηση.
«Τώρα είναι το κρίσιμο διάστημα, τώρα που γίνονται οι προετοιμασίες» του είπε η Ζωή. «Τώρα θα μάθω πόσο στρατό θα έχει, από πού σκοπεύει να επιτεθεί, αν ισχύουν ή χάλασαν οι συμμαχίες του. Τώρα χρειάζομαι πιο πολύ εδώ! Φύγε εσύ και να ξανάρθεις την άνοιξη. Τότε θα έχω πραγματικά να σου πω πολλά και σημαντικά.»
Τον έδιωχνε αλλά είχε καλά επιχειρήματα. Ο Διογένης, που ήταν έξυπνος, σκέφτηκε πως είχε δίκιο. Υπολόγιζε πως η Ζωή, μετά τις ταλαιπωρίες της με τον Γαζή και τον Σουλτάνο, θα ήθελε να φύγει. Θα έβαζε τον πόθο της για ελευθερία πιο μπροστά από τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αφού όμως η ίδια πρότεινε να μείνει εδώ όλον τον χειμώνα, εκείνος δεν θα έφερνε αντίρρηση. Πήρε, λοιπόν, τους στρατιώτες που είχε φέρει για να την ελευθερώσουν από την τυραννία του Σουλτάνου κι έφυγε. Κι αυτό είπε στον Θεόδωρο που απόρησε όταν τον είδε να γυρνά χωρίς εκείνην.
«Πώς περνάει η Ζωή στο Ικόνιο;» ρώτησε τον Διογένη.
«Δεν ζει άσχημα. Ο Καϊχοσρόης την φροντίζει.»
«Είναι καλός φίλος ο σουλτάνος.»
«Όμως, πολύ επικίνδυνος με τους άτιμους του Βενετούς και τον Αλέξιο δίπλα του» είπε ο Διογένης.
Στην Νίκαια, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, πάνω που είχε αρχίσει να νιώθει κάπως σταθερός, έμαθε τα άσχημα νέα. Οι Λατίνοι παραμόνευαν στον βορά κι οι Τούρκοι στον νότο. Από φόβο για μια διπλή περικύκλωση, έτρεξε να συμμαχήσει με τον Λέοντα Β’, βασιλιά της Μικρής Αρμενίας. Έτσι τοποθετούσε και το σουλτανάτο ανάμεσα σε δυο εχθρούς.
Ήξερε ωστόσο ότι ούτε οι Λατίνοι απειλούσαν άμεσα τη Νίκαια ούτε οι Αρμένιοι τον Γιγιαθαντίν. Μ’ αυτές τις συμμαχίες κάλυπταν μόνο τα νώτα τους. Στην ουσία η μάχη θα κρινόταν στα σύνορα του μουσουλμανικού με τον χριστιανικό κόσμο. Θα ήταν η μάχη των δύο Ρωμανιών κι έπρεπε να αποκρούσει πάση θυσία την επίθεση. Μόνο έτσι θα είχε ένα κράτος που θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.
Ο Καϊχοσρόης ήταν φίλος του αλλά η υποχρέωσή του στον Αλέξιο ήταν μεγάλη. Φαινόταν λογικό που οι Βενετοί είχαν καταφέρει να τον παρασύρουν σε πόλεμο κόντρα στη Νίκαια. Τώρα ο Θόδωρος έπρεπε να παλέψει κατά του Γιγιαθαντίν κι οι πληροφορίες της Ζωής θα του ήταν πολύτιμες. Ιδιαίτερα τον ένοιαζε να μάθει πώς θα εκτυλισσόταν την άνοιξη η επίθεση του Σουλτανάτου. Το ουσιαστικό ερώτημα ήταν, από πού θα ξεκινούσε ο Καϊχοσρόης και πώς θα έκανε την επίθεσή του. Η παραμονή της Ζωής στο παλάτι του Ικονίου ήταν γι αυτόν δώρο Θεού!
Αν ο Θεόδωρος ευχαριστούσε τον Θεό που η Ζωή έμενε στο Ικόνιο, δεν είχε την ίδια γνώμη κι ο Νικηφόρος. Έμαθε τα συμβάντα από μια επιστολή του Μιχαήλ Ακομινάτου. Πάντοτε είχαν αλληλογραφία κι αντάλλασσαν πληροφορίες. Διάβασε την επιστολή κι έμαθε ότι η Ζωή βρισκόταν κλεισμένη στο Ικόνιο στο παλάτι του Καϊχοσρόη. Θύμωσε, νοστάλγησε, ένιωσε να φουντώνει η επιθυμία του γι αυτήν. Βρήκε ξανά το κουράγιο που είχε χάσει τον τελευταίο καιρό και, μαζί μ’ αυτό, βρήκε νέο νόημα στη ζωή του. Αποφάσισε πως άξιζε να δώσει και την ζωή του ακόμα για να την ελευθερώσει.
Ως τότε ζούσε μέσα σε πλήρη απογοήτευση. Πέρα απ’ την οικογενειακή του δυστυχία, φοβόταν πως η Ζωή είχε πουληθεί στο χαρέμι κάποιου εμίρη. Με την επιστολή, τουλάχιστον, έμαθε πως ήταν ζωντανή. Δεν είχε πουληθεί σε σκλαβοπάζαρο της Ανατολίας, όμως ήταν φυλακισμένη σε ένα γυναικωνίτη. Ήταν εγκλεισμός σε μια πολυτελή φυλακή. Ο Μιχαήλ του έγραφε ότι η Ζωή είχε κι ένα μωρό παιδί μαζί της, που ήταν και δικό του παιδί. Η Ζωή το είχε ονομάσει Νικηφορίσκο. Μετά απ’ αυτό δεν γινόταν να κρατηθεί στην Αθήνα. Η παραμονή της στο Ικόνιο, που ο Θεόδωρος Λάσκαρης την είπε “Δώρο Θεού”, για εκείνον ήταν “Κατάρα του Διαβόλου”.
Την άνοιξη του 1208 την είχε αφήσει στη Νίκαια και, πριν την ξαναδεί, έμαθε ότι την απήγαγαν. Την είχε για χαμένη αφού οι Τουρκομάνοι που την είχαν πάρει απ’ την Μονή έγιναν άφαντοι. Έφτασε Δεκέμβρης του 1210 όταν έμαθε το νέο ότι ήταν ζωντανή, έστω κι αιχμάλωτη. Είχαν περάσει δυόμιση πολύ δύσκολα χρόνια. Μέσα στο διάστημα αυτό έζησε καταστροφές, τρομακτικές απώλειες και ταπεινώσεις που τον είχαν τσακίσει. Ο άλλοτε περήφανος πλοιοκτήτης του “Δήλος” ήταν πια ένας σκελετός. Περισσότερο ήταν το κρασί που έβαζε στο στομάχι του παρά το φαγητό που έτρωγε. Μπορεί να είχε για παρηγοριά τα παιδιά και τους φίλους του, όμως όλα γύρω ήταν ανυπόφορα. Τίποτε δεν φαινόταν ικανό να τον ευθυμήσει. Το γράμμα του Ακομινάτου τα άλλαξε όλα.
Δεν διευκρίνιζε ο Μιχαήλ από πότε βρισκόταν η Ζωή στο Ικόνιο. Σίγουρα όμως πριν από το καλοκαίρι του 1210 που ο Θεόδωρος είχε επικοινωνήσει μαζί της μέσω του Διογένη. Προφανώς οι φιλικές σχέσεις του Λάσκαρη με τον Καϊχοσρόη δεν αρκούσαν για να ελευθερωθεί η Ζωή. Αν αρκούσαν θα είχε κιόλας φύγει, θα βρισκόταν στη Νίκαια. Εξ άλλου ο Νικηφόρος γνώριζε καλά πόσο πολύ επιθυμούσε ο Καϊχοσρόης να κάνει δική του τη Ζωή. Τον είχε δει πόσο την ήθελε από τον καιρό που γνωρίστηκαν στην Πόλη, πριν την άλωση. Είχε παρατηρήσει πως ο Τούρκος συνέχιζε να την βλέπει έτσι και στην Προύσα. Μετά την εγκατάστασή του στο Ικόνιο, προφανώς, την είχε χάσει αλλά, επίσης προφανώς, δεν την είχε ξεχάσει. Και τώρα, που είχε βρει την ευκαιρία να την πάρει από τους απαγωγείς της, την κρατούσε –ο άτιμος!- στο παλάτι του. Είχε το πάνω χέρι. Εκείνος ήταν Σουλτάνος κι η Ζωή ήταν σκλάβα που την είχε αγοράσει από δουλέμπορο.
Δεν τον βαστούσε πλέον ο τόπος. Ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε πλοίο για να περάσει απέναντι. Αυτό τον σκότωνε. Έψαχνε να βρει την πρώτη ευκαιρία για να σαλπάρει προς τις απέναντι ακτές του Αιγαίου. Όσο έμενε εγκλωβισμένος στην Αθήνα κατέστρωνε σχέδια. Ήταν ακόμα ιππότης του Ντε Λα Ρος, επομένως είχε πρόσβαση στην φράγκικη διοίκηση. Από εκεί θα έπαιρνε την άδεια να αποπλεύσει παρά το ότι ήταν χειμώνας. Χρειαζόταν όμως κι άλλες πληροφορίες προκειμένου να φτάσει μέχρι το Ικόνιο.
Έμαθε όσο περισσότερα μπορούσε για τα μέρη εκείνα όπου θα πήγαινε να την βρει και να την ελευθερώσει. Τρεις μέρες απόσταση από την Σμύρνη ως την Φιλαδέλφεια κι άλλες δυο για τη Λαοδίκεια. Από εκεί ήθελε άλλες τέσσερις μέρες για την Αντιόχεια της Καππαδοκίας και άλλες τρεις για το Ικόνιο. Σύνολο έντεκα μέρες για να φτάσει από τη Σμύρνη στην Ζωή. Δεκαπέντε μέρες χρειάζονταν, όμως, για να ταξιδέψει απ’ τον Πειραιά ως τη Σμύρνη. Υπολόγιζε άλλες τέσσερις μέρες για τις καθυστερήσεις στα λιμάνια. Όλα μαζί έκαναν ένα μήνα. Πότε να φύγει και πότε θα έφτανε, όλο αυτά τον απασχολούσαν και τον συνέπαιρναν.
«Ένας μήνας ταξίδι αν βρω πλοίο να με πάρει κι άνδρες για να έρθουν μαζί μου» έλεγε στους φίλους του.
«Να υπολογίζεις σ’ εμάς. Θα έρθουμε μαζί σου» του είχαν ανακοινώσει ο Ρομπέρ κι ο Φιλίπ. «Είπαμε ότι είμαστε αδέλφια και θα τηρήσουμε τον λόγο μας. Νικηφόρε, μην υπολογίζεις να φύγεις χωρίς εμάς!»
Πρόθυμοι παρουσιάστηκαν πολλοί. Οι Φράγκοι βασικά ήταν πολεμιστές. Όσοι είχαν μέχρις έρθει εδώ, ακολουθώντας την σταυροφορία, ήθελαν δράση και πλούτη. Είχαν μείνει για έξι κι επτά χρόνια χωρίς πόλεμο κι είχαν σκουριάσει. Κόντευαν να γίνουν μαλθακοί σαν τους Ρωμιούς κι αυτό τους τρόμαζε. Αναζητούσαν την περιπέτεια όπως ο διψασμένος πεθαίνει για λίγο νερό. Είχε λοιπόν αρκετούς Φράγκους πρόθυμους. Οι Έλληνες Ρωμιοί φίλοι του κι οι παλιοί συνεργάτες του από το “Δήλος» ήταν κι αυτοί πρόθυμοι. Ήθελαν να τον βοηθήσουν και ζήτησαν να κάνουν μαζί του αυτό το ταξίδι στη Μικρασία. Φτιάχνοντας σχέδια κι οργανώνοντας την εκστρατεία πέρασε ο χειμώνας. Ήταν γεμάτος δημιουργική έξαψη που τού ’χε δώσει ξανά ενδιαφέρον για την ζωή.
Αυτή τη φορά δεν φοβόταν την υποδοχή από την Ζωή. Όταν είχε πάει το 1208, μετά από τριών χρόνων απουσία, δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε. Είχε ένα φόβο στην καρδιά για την αντίδρασή της. Τώρα δεν ήταν έτσι, ένιωθε πολύ πιο σίγουρος. Τότε φοβόταν, αλλά, είχε συναντήσει μιαν ερωτευμένη γυναίκα που είχε διαψεύσει τους φόβους του. Τον είχε δεχτεί σαν να μην είχε περάσει στιγμή απ’ τον χωρισμό τους. Αυτή τη φορά πίστευε πως θα ήταν ακόμα καλύτερα.
Τώρα φοβόταν λιγότερο. Θα της έδινε την ελευθερία της παίρνοντας την από έναν αλλόθρησκο. Και, το πιο σπουδαίο, τώρα εκείνη κρατούσε στην αγκαλιά της τον δικό τους παιδί. Ο γιος τους, ο Νικηφορίσκος, θα ήταν τώρα δύο κιόλας χρονών, κι ήταν ένας ακατάλυτος δεσμός ανάμεσά τους. Ήξερε ότι αυτή την φορά η Ζωή θα τον περίμενε με αδημονία μεγαλύτερη κι απ’ την δική του.
«Όσο σκέφτομαι πως θα την ξαναδώ, δεν μπορώ να κοιμηθώ» έλεγε στον φίλο του Εστάς.
«Θα πάμε και θα την ελευθερώσουμε για σένα, Γκριέ φίλε μου» του έλεγε με σιγουριά ο Φράγκος.
Θυμόταν τότε που, ντυμένη με το ράσο της μοναχής, τον είχε δει μπροστά της, στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Ήθελε να ξαναζήσει αυτή την ευτυχία και να δει στα μάτια της ξανά τον ίδιο πόθο. Ο ίδιος ήξερε πως όταν την ξανάβλεπε θα την ερωτευόταν όπως την πρώτη στιγμή. Όσο κι αν τα θλιβερά γεγονότα τον είχαν τσακίσει, όσο κι αν η Αγνή είχε κυριεύσει την ύπαρξή του, ήταν βέβαιος. Μετά από τρία σχεδόν χρόνια κατάθλιψης ένιωθε πάλι ζωντανός. Έκανε όνειρα για έρωτες και ζωές που μπορούσαν να ξανακερδηθούν εκεί που έμοιαζε να έχουν χαθεί όλα!

************************************
Η συνέχεια αύριο Πέμπτη 30/7