Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Τρεις κοινότητες για Κερατσίνι Δραπετσώνα.

Ο υπερτροφικός Δήμος Κερατσινίου Δραπετσώνας με 90.000 κατοίκους δεν μπορεί να βρίσκεται κοντά στον Πολίτη. Είναι εκ των πραγμάτων μια απλή γραφειοκρατική προέκταση του κεντρικού κράτους. Οι ευαισθησίες του είναι πολιτικής και πολιτιστικής υφής αλλά οι δυνατότητες ουσιαστικής αυτόνομης παρέμβασης είναι μηδενικές. Η πολιτική του ηγεσία παίζει τον ρόλο του συνδικαλιστή που απειλεί, διαμαρτύρεται και κάνει προτάσεις, ελπίζοντας οι "αρμόδιοι" θα φοβηθούν (παίζει κι αυτό), θα μας λυπηθούν (πιο πιθανό) ή θα μετρήσουν τις ψήφους μας (κοντά στις εκλογές το κάνουν κι αυτό).

Ως εκ τούτου δύο δρόμοι υπάρχουν:
ή
Α. Θα πρέπει ο δήμος να αποκτήσει αρμοδιότητες περιφέρειας και αποκεντρωμένης διοίκησης
ή
Β. Θα πρέπει με κάποιο τρόπο ο δήμος να πλησιάσει περισσότερο στον Πολίτη.

Από τους δύο δρόμους ο Α έχει αποκλειστεί από όλες τις εξουσίες, είτε αριστερές είτε δεξιές.
Τουλάχιστον ας ακολουθήσουμε τον Β δρόμο. Κι ο μόνος τρόπος για να το πετύχουμε είναι να μειώσουμε τον πληθυσμό της κάθε αυτοδιοικητικής ενότητας. Το σπάσιμο του δήμου μας σε 2 ή 3 δήμους θα ήταν η καλύτερη λύση. Έχει όμως προβλήματα εφαρμογής. Για αυτό προτείνω -σε πρώτη τουλάχιστον φάση- κάτι εύκολο και λειτουργικό.

Να γίνουν τρεις οι δημοτικές ενότητες και να επαναποκτήσουν τις -έστω και λίγες- αρμοδιότητες που τους στέρησαν οι πρόσφατες ρυθμίσεις.

Προτείνω τρεις κοινότητες.
Α. ΑΜΦΙΑΛΗ. Από Σαλαμίνος και πάνω.
Β. ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ. Από Σαλαμίνος μέχρι Πλάτωνος.
Γ. ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ. Από Πλάτωνος μέχρι το λιμάνι.

Η Αμφιάλη αξίζει και λόγω πληθυσμού και λόγω αυτόνομης ιστορίας και λόγω των ιδιαίτερων δικών της προβλημάτων να είναι Κοινότητα με δικό της κοινοτικό συμβούλιο.
Σήμερα, έτσι όπως είναι τα πράγματα όλο το ενδιαφέρον του δήμου το τραβάει η Δραπετσώνα. Λόγω της παραλίας της, των αρχαιοτήτων της, του επιβατικού λιμανιού ή και των προβλημάτων της. Προσωπικά, εμένα τον γράφοντα δεν με χαλάει, ωστόσο δεν παύει να είναι άδικο. 
Είναι άδικο να μην μπορούν οι πολίτες να μιλήσουν, και να μπορούν μόνο να λένε "μπράβο" ή αίσχος". Ο κόσμος της Αμφιάλης δεν έχει κανένα θεσμικό τρόπο για να εκφραστεί. Κάτι δημοτικοί σύμβουλοι, μόνο, λένε  πού και πού κάποια παράπονα στο ΔΣ αλλά αυτό δεν είναι αντάξιο μιας τέτοιας πόλης.
Η Αμφιάλη πρέπει να είναι Κοινότητα στα πλαίσια του  κοινού μας δήμου και το Κερατσίνι επίσης, πιθανόν με το ιστορικό του όνομα του Αγίου Γεωργίου. Κι η Δραπετσώνα μπορεί να αποκτήσει έκταση και πληθυσμό που ιστορικά ήταν πάντα δικά της.

Οι τρεις αυτές κοινότητες θα έχουν ένα πληθυσμό 25-35.000 κατοίκων η κάθε μία και θα μπορούν να βρίσκονται πολύ πιο κοντά στα προβλήματα του Πολίτη και της κάθε γειτονιάς.
Η εφαρμογή της πρότασης δεν έχει σχεδόν κανένα οικονομικό κόστος κι η ρύθμιση αυτή, διοικητικά, μπορεί να εφαρμοστεί από αύριο κιόλας.
Τα μόνα που χρειάζονται είναι ΛΟΓΙΚΗ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ.
Ελπίζω να υπάρχουν στους ιθύνοντες.

Μπετά και γκρεμίσματα στο Καστράκι, αλλά ... για ποιο σκοπό;

Στο δημοτικό συμβούλιο του Κερατσινίου-Δραπετσώνας θα συζητηθεί την ερχόμενη Πέμπτη μεταξύ άλλων και ένας συγκριτικός πίνακας που αφορά στο έργο στα Καστράκι. Περιλαμβάνει εργασίες υδραυλικές-ηλεκτρολογικές και απρόβλεπτα γκρεμίσματα (καθαιρέσεις) και μπετά. 
Αν πρόκειται για εργασίες αποκατάστασης του τείχους του αίσχους, δεν θα διαφωνήσω. Αν όμως πρόκειται για "άλλα λόγια να αγαπιόμαστε" έτσι ώστε ο εργολάβος να επωφεληθεί από τα προβλεφθέντα "απρόβλεπτα" και να πάρει κάποια επιπλέον χρήματα τότε θα διαφωνήσω. Όχι για τα "απρόβλεπτα", αφού δεν μπορώ να ξέρω αν πρόκειται για αναγκαίες εργασίες ή εργασίες που εμφανίζονται ως αναγκαίες, αλλά για το γεγονός ότι χάνεται μια ευκαιρία να επιδιορθωθεί το λάθος στο Καστράκι.
Θα ενημερώσω σχετικά.

47 «ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ» συνέχεια 47η

Σήμερα, είμαστε στο Δ' μέρος του 13ου κεφαλαίου. Όλοι ετοιμάζονται για κάτι.
Ο Κωνσταντίνος πρέπει να κλείσει εκκρεμότητες πριν φύγει με την Ζωή για την αναζήτηση του Ιερέα Ιωάννη. 
Ο Καϊχοσρόης ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον του Λάσκαρη. Οι Βενετοί είναι πίσω τγου με τον Αλέξιο να διεκδικεί τον θρόνο της Νίκαιας.
Ο Λάσκαρης ετοιμάζει την άμυνά του, δεν ξέρει ομως πού να στηριχτεί.
Ο Νικηφόρος ετοιμάζεται να εκτρατεύσει για να ελευθερώσει τη Ζωή.
************************************

Δ’    ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ

Έτρωγαν πρωινό όταν ακούστηκαν ποδοβολητά έξω από το σπίτι του Εφραίμ. Ήταν ο Καϊχοσρόης που ήρθε να πιει μαζί τους ένα ρόφημα και να κουβεντιάσει. Ήθελε βασικά να μάθει αν η Ζωή θα πήγαινε με τον Κωνσταντίνο στην “τελική” του αποστολή. Η Ζωή ήξερε πως ο Καϊχοσρόης δεν πίστευε σε αυτή την αποστολή. Ήξερε ότι θεωρούσε τρέλα τα οράματα του Λάσκαρη για τον Ιερέα Ιωάννη και για την ανόρθωση του νέου ελληνισμού. Για τον Γιγιαθαντίν, όπως και για τη Ζωή, αυτός ο θαυμάσιος αρχαίος πολιτισμός είχε πια τελειώσει. Κάποτε είχε εξαπλωθεί σε όλο τον γνωστό κόσμο με τους επίγονους του Αλέξανδρου και τους Ρωμαίους. Όμως, είχε δεχτεί συντριπτικά χτυπήματα από τις επιδρομές των άγριων νομαδικών λαών. Ούννοι, Γερμανοί, Σλάβοι και τόσοι άλλοι τον εξάλειψαν. Δεν είχε -κατά την γνώμη τους- καμιά ελπίδα για να ανθίσει ξανά. Το περιβάλλον της γενικευμένης αμάθειας, των δεισιδαιμονιών και του φόβου είχε επικρατήσει στην οικουμένη χίλια χρόνια. Αυτός ο φόβος είχε επηρεάσει τον απλό άνθρωπο που έψαχνε πλέον να βρει θρησκείες της παρηγοριάς. Τέτοιες θρησκείες ήταν οι μονοθεϊσμοί κι όχι ένα σύστημα ελευθερίας, όπως το ελληνικό. Εκείνο ζητούσε να συμφιλιώσει τον άνθρωπο με την φύση, την πόλη και τον θάνατο.
«Θα πας μαζί του;» την ρώτησε ο Καϊχοσρόης.
Από το βλέμμα της κατάλαβε ότι θα πήγαινε. Δεν του χρειαζόταν η απάντησή της.
«Ήξερα ότι θα σε πείσει» της είπε με ένα παράπονο που μόλις διακρινόταν. «Δεν μπορεί κανείς ποτέ να πει όχι σ’ αυτόν τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη.»
«Θα ψάξουμε μαζί, την χρειάζομαι» είπε ο Λάσκαρης.
«Την χρειάζομαι κι εγώ αυτή την αναζήτηση» του είπε η Ζωή. «Το μόνο μου πρόβλημα είναι ο Μουτζαφέρ. Θέλω να μεγαλώσει σαν Έλληνας.»
«Θα φροντίσω να τον μεγαλώσει ο πατέρας του. Θα τον στείλω στην Αθήνα με άνθρωπο που του θα εξηγήσει τι θέλεις. Θα στείλω οδηγίες και χρήματα» της είπε ο Καϊχοσρόης. «Μην σε ανησυχεί αυτό.»
«Δεν θα φύγουμε αμέσως» είπε ο Κωνσταντίνος. «Πρέπει να μαζέψω χάρτες και πληροφορίες. Θα φύγω σε λίγες μέρες και θα ξαναγυρίσω την άνοιξη. Τότε θα μπορούμε να φύγουμε. Ως τότε ας προετοιμαστεί η Ζωή, ας τακτοποιήσει τον γιο της -με τη βοήθειά σου Ιαθατίνη- κι ας με περιμένει.»
«Όποτε είσαι έτοιμος, συνέταιρε» είπε ο Καϊχοσρόης «μπορείς να ξεκινήσεις.»
«Και … κάποτε … θα ξαναγυρίσουμε …» είπε η Ζωή. «Έτσι δεν είναι Κωνσταντίνε;»
«Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψουμε. Θα είναι δύσκολη η αναζήτηση. Μιλάνε για ένα βασίλειο πέρα από τις Ινδίες, σε μια απέραντη χώρα που την λένε Κίνα. Κανείς ποτέ δεν γύρισε από εκεί. Νομίζω πως αν με ακολουθήσεις, γλυκιά μου Ζωή, θα πρέπει να πάρεις αποφάσεις. Να εξασφαλίσεις τον μικρό σου Μουτζαφέρ και να ξέρεις πως δεν θα νοσταλγήσεις γρήγορα την επιστροφή.»
Η Ζωή δεν είχε χρειαστεί πολύ χρόνο για να καταλάβει ότι θα ξεκινούσαν για την χώρα του πουθενά και του απίθανου. Είχε πάρει την απόφασή της και δεν την άλλαζε.
«Εγώ φεύγω» είπε ο Καϊχοσρόης. «Σας αφήνω μόνους να συζητήσετε τις λεπτομέρειες. Έτσι κι αλλιώς θα μείνεις, φίλε μου, μερικές μέρες και θα σε ξαναδώ.»
Χαιρέτισε τη Ζωή με μια υπόκλιση και τον Κωνσταντίνο με μια αγκαλιά κι έφυγε.
«Δεν πιστεύει στον Ιερέα Ιωάννη και στο Βασίλειό του» είπε ο Κωνσταντίνος για τον Καϊχοσρόη.
Ο Σουλτάνος με την συνοδεία του απομακρύνθηκε απ’ του Μεΐρ Εφραίμ και τους άφησε πάλι μόνους..
«Νομίζω ότι θέλει να σε διώξει από εδώ όσο πιο γρήγορα γίνεται» είπε η Ζωή.
«Ναι, το έχω καταλάβει. Δεν με νοιάζει» είπε εκείνος. «Πρέπει, όμως, να πάω στην Σινώπη, στην Άγκυρα και στην Αδριανούπολη. Θα βρω χάρτες και κείμενα απαραίτητα για το ταξίδι. Δεν θα φύγουμε πριν το καλοκαίρι.»
«Θα σε περιμένω» του είπε η Ζωή «και θα φροντίσω για τον Νικηφορίσκο.»
«Άκουσα πως ο Καϊχοσρόης ετοιμάζει πόλεμο κατά του αδελφού μου.»
«Είναι αλήθεια. Θα εκστρατεύσει την άνοιξη. Έφεραν εδώ τον Αλέξιο Γ’ οι Βενετοί και τον σπρώχνουν να συμμαχήσει με τον Ερρίκο. Θέλουν να επιτεθούν στον Θεόδωρο από τις δυο
μεριές, βορά και νότο. Ο Καϊχοσρόης είναι δεμένος με όρκους απέναντι στον Αλέξιο και θα κάνει ότι του πουν.»
«Πρέπει ο αδελφός μου να ειδοποιηθεί. Να ξέρει τί τον περιμένει.»
«Μην ανησυχείς. Θα έρθει αύριο ο Διογένης στο παλάτι και θα του μιλήσω. Παριστάνει τον σούφι και κατασκοπεύει για λογαριασμό του Θεόδωρου. Με ειδοποίησαν ότι μόλις έφτασε από την Νίκαια. Θα τον δω και θα του πω όσα ξέρω για τον Καϊχοσρόη.»
«Πρόσεχε. Δεν θέλω να σε χάσω.»
«Εγώ θα είμαι εδώ. Εσύ κοίτα να γυρίσεις όρθιος» του είπε εκείνη και χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπό του.
Την άλλη μέρα η Ζωή, κατέβηκε από τον γυναικωνίτη στον κήπο του παλατιού κι εκεί συνάντησε τον Γιάσουα. Του είπε για την άφιξη του Αλέξιου Δ’ στο Ικόνιο. Τον συνόδευε κι ο Κωνσταντίνος Δούκας, αδελφός του Μιχάλη Δούκα, δεσπότη της Ηπείρου. Δεν ήταν τυχαίες αυτές οι αφίξεις. Ο Αλέξιος είχε αξιώσεις στον τίτλο του αυτοκράτορα. Είχε πάρει μαζί του, όταν έφυγε από την Πόλη, τα αυτοκρατορικά διάσημα. Εδώ τον είχαν φέρει για να αμφισβητήσει τον Θεόδωρο. Είπε ακόμη ότι οι Βενετοί προσπαθούσαν να οργανώσουν μια συμμαχία του Σουλτάνου με τους Λατίνους.
«Μην ανησυχείς κυρά» είπε ο Διογένης. «Ο Θεόδωρος το ξέρει αυτό κι οργανώνει κι αυτός συμμαχίες. Συζητά με τον Λέοντα Β’ τον βασιλιά της Μικρής Αρμενίας. Αν χρειαστεί, θα περικυκλώσει αυτός τον Σουλτάνο!»
«Ωραία, λοιπόν. Αυτά να πας να πεις στον Θεόδωρο.»
«Εντάξει με αυτά, Κυρά. Πες μου, όμως, πότε θέλεις να φύγουμε; Εγώ είμαι έτοιμος. Αρκεί να μου πεις πότε θα είσαι έτοιμη κι εσύ.»
«Να φύγουμε;» έκανε αμήχανα. «Πού να πάμε;»
«Στη Νίκαια! Ξεχνάς τι είπαμε την προηγούμενη φορά; Εγώ δεν το ξέχασα ούτε ο αυτοκράτορας. Ήρθα με ένα σώμα στρατιωτών που περιμένουν έξω από το Ικόνιο μια ειδοποίηση. Μόλις βγούμε από το Παλάτι, θα εξαφανιστούμε με άλογα κι άμαξες. Σε μια εβδομάδα, Κυρά, θα είσαι ελεύθερη με τους δικούς σου στη Νίκαια!»
Η Ζωή πάγωσε. Πριν μερικούς μήνες θα ήθελε πολύ να φύγει, τώρα όμως όχι.
«Να πεις στους στρατιώτες που έφερες να γυρίσουν πίσω. Εγώ δεν φεύγω!»
Στο απορημένο ύφος του έδωσε πειστική απάντηση.
«Τώρα είναι το κρίσιμο διάστημα, τώρα που γίνονται οι προετοιμασίες» του είπε η Ζωή. «Τώρα θα μάθω πόσο στρατό θα έχει, από πού σκοπεύει να επιτεθεί, αν ισχύουν ή χάλασαν οι συμμαχίες του. Τώρα χρειάζομαι πιο πολύ εδώ! Φύγε εσύ και να ξανάρθεις την άνοιξη. Τότε θα έχω πραγματικά να σου πω πολλά και σημαντικά.»
Τον έδιωχνε αλλά είχε καλά επιχειρήματα. Ο Διογένης, που ήταν έξυπνος, σκέφτηκε πως είχε δίκιο. Υπολόγιζε πως η Ζωή, μετά τις ταλαιπωρίες της με τον Γαζή και τον Σουλτάνο, θα ήθελε να φύγει. Θα έβαζε τον πόθο της για ελευθερία πιο μπροστά από τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Αφού όμως η ίδια πρότεινε να μείνει εδώ όλον τον χειμώνα, εκείνος δεν θα έφερνε αντίρρηση. Πήρε, λοιπόν, τους στρατιώτες που είχε φέρει για να την ελευθερώσουν από την τυραννία του Σουλτάνου κι έφυγε. Κι αυτό είπε στον Θεόδωρο που απόρησε όταν τον είδε να γυρνά χωρίς εκείνην.
«Πώς περνάει η Ζωή στο Ικόνιο;» ρώτησε τον Διογένη.
«Δεν ζει άσχημα. Ο Καϊχοσρόης την φροντίζει.»
«Είναι καλός φίλος ο σουλτάνος.»
«Όμως, πολύ επικίνδυνος με τους άτιμους του Βενετούς και τον Αλέξιο δίπλα του» είπε ο Διογένης.
Στην Νίκαια, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, πάνω που είχε αρχίσει να νιώθει κάπως σταθερός, έμαθε τα άσχημα νέα. Οι Λατίνοι παραμόνευαν στον βορά κι οι Τούρκοι στον νότο. Από φόβο για μια διπλή περικύκλωση, έτρεξε να συμμαχήσει με τον Λέοντα Β’, βασιλιά της Μικρής Αρμενίας. Έτσι τοποθετούσε και το σουλτανάτο ανάμεσα σε δυο εχθρούς.
Ήξερε ωστόσο ότι ούτε οι Λατίνοι απειλούσαν άμεσα τη Νίκαια ούτε οι Αρμένιοι τον Γιγιαθαντίν. Μ’ αυτές τις συμμαχίες κάλυπταν μόνο τα νώτα τους. Στην ουσία η μάχη θα κρινόταν στα σύνορα του μουσουλμανικού με τον χριστιανικό κόσμο. Θα ήταν η μάχη των δύο Ρωμανιών κι έπρεπε να αποκρούσει πάση θυσία την επίθεση. Μόνο έτσι θα είχε ένα κράτος που θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.
Ο Καϊχοσρόης ήταν φίλος του αλλά η υποχρέωσή του στον Αλέξιο ήταν μεγάλη. Φαινόταν λογικό που οι Βενετοί είχαν καταφέρει να τον παρασύρουν σε πόλεμο κόντρα στη Νίκαια. Τώρα ο Θόδωρος έπρεπε να παλέψει κατά του Γιγιαθαντίν κι οι πληροφορίες της Ζωής θα του ήταν πολύτιμες. Ιδιαίτερα τον ένοιαζε να μάθει πώς θα εκτυλισσόταν την άνοιξη η επίθεση του Σουλτανάτου. Το ουσιαστικό ερώτημα ήταν, από πού θα ξεκινούσε ο Καϊχοσρόης και πώς θα έκανε την επίθεσή του. Η παραμονή της Ζωής στο παλάτι του Ικονίου ήταν γι αυτόν δώρο Θεού!
Αν ο Θεόδωρος ευχαριστούσε τον Θεό που η Ζωή έμενε στο Ικόνιο, δεν είχε την ίδια γνώμη κι ο Νικηφόρος. Έμαθε τα συμβάντα από μια επιστολή του Μιχαήλ Ακομινάτου. Πάντοτε είχαν αλληλογραφία κι αντάλλασσαν πληροφορίες. Διάβασε την επιστολή κι έμαθε ότι η Ζωή βρισκόταν κλεισμένη στο Ικόνιο στο παλάτι του Καϊχοσρόη. Θύμωσε, νοστάλγησε, ένιωσε να φουντώνει η επιθυμία του γι αυτήν. Βρήκε ξανά το κουράγιο που είχε χάσει τον τελευταίο καιρό και, μαζί μ’ αυτό, βρήκε νέο νόημα στη ζωή του. Αποφάσισε πως άξιζε να δώσει και την ζωή του ακόμα για να την ελευθερώσει.
Ως τότε ζούσε μέσα σε πλήρη απογοήτευση. Πέρα απ’ την οικογενειακή του δυστυχία, φοβόταν πως η Ζωή είχε πουληθεί στο χαρέμι κάποιου εμίρη. Με την επιστολή, τουλάχιστον, έμαθε πως ήταν ζωντανή. Δεν είχε πουληθεί σε σκλαβοπάζαρο της Ανατολίας, όμως ήταν φυλακισμένη σε ένα γυναικωνίτη. Ήταν εγκλεισμός σε μια πολυτελή φυλακή. Ο Μιχαήλ του έγραφε ότι η Ζωή είχε κι ένα μωρό παιδί μαζί της, που ήταν και δικό του παιδί. Η Ζωή το είχε ονομάσει Νικηφορίσκο. Μετά απ’ αυτό δεν γινόταν να κρατηθεί στην Αθήνα. Η παραμονή της στο Ικόνιο, που ο Θεόδωρος Λάσκαρης την είπε “Δώρο Θεού”, για εκείνον ήταν “Κατάρα του Διαβόλου”.
Την άνοιξη του 1208 την είχε αφήσει στη Νίκαια και, πριν την ξαναδεί, έμαθε ότι την απήγαγαν. Την είχε για χαμένη αφού οι Τουρκομάνοι που την είχαν πάρει απ’ την Μονή έγιναν άφαντοι. Έφτασε Δεκέμβρης του 1210 όταν έμαθε το νέο ότι ήταν ζωντανή, έστω κι αιχμάλωτη. Είχαν περάσει δυόμιση πολύ δύσκολα χρόνια. Μέσα στο διάστημα αυτό έζησε καταστροφές, τρομακτικές απώλειες και ταπεινώσεις που τον είχαν τσακίσει. Ο άλλοτε περήφανος πλοιοκτήτης του “Δήλος” ήταν πια ένας σκελετός. Περισσότερο ήταν το κρασί που έβαζε στο στομάχι του παρά το φαγητό που έτρωγε. Μπορεί να είχε για παρηγοριά τα παιδιά και τους φίλους του, όμως όλα γύρω ήταν ανυπόφορα. Τίποτε δεν φαινόταν ικανό να τον ευθυμήσει. Το γράμμα του Ακομινάτου τα άλλαξε όλα.
Δεν διευκρίνιζε ο Μιχαήλ από πότε βρισκόταν η Ζωή στο Ικόνιο. Σίγουρα όμως πριν από το καλοκαίρι του 1210 που ο Θεόδωρος είχε επικοινωνήσει μαζί της μέσω του Διογένη. Προφανώς οι φιλικές σχέσεις του Λάσκαρη με τον Καϊχοσρόη δεν αρκούσαν για να ελευθερωθεί η Ζωή. Αν αρκούσαν θα είχε κιόλας φύγει, θα βρισκόταν στη Νίκαια. Εξ άλλου ο Νικηφόρος γνώριζε καλά πόσο πολύ επιθυμούσε ο Καϊχοσρόης να κάνει δική του τη Ζωή. Τον είχε δει πόσο την ήθελε από τον καιρό που γνωρίστηκαν στην Πόλη, πριν την άλωση. Είχε παρατηρήσει πως ο Τούρκος συνέχιζε να την βλέπει έτσι και στην Προύσα. Μετά την εγκατάστασή του στο Ικόνιο, προφανώς, την είχε χάσει αλλά, επίσης προφανώς, δεν την είχε ξεχάσει. Και τώρα, που είχε βρει την ευκαιρία να την πάρει από τους απαγωγείς της, την κρατούσε –ο άτιμος!- στο παλάτι του. Είχε το πάνω χέρι. Εκείνος ήταν Σουλτάνος κι η Ζωή ήταν σκλάβα που την είχε αγοράσει από δουλέμπορο.
Δεν τον βαστούσε πλέον ο τόπος. Ήταν χειμώνας και δεν υπήρχε πλοίο για να περάσει απέναντι. Αυτό τον σκότωνε. Έψαχνε να βρει την πρώτη ευκαιρία για να σαλπάρει προς τις απέναντι ακτές του Αιγαίου. Όσο έμενε εγκλωβισμένος στην Αθήνα κατέστρωνε σχέδια. Ήταν ακόμα ιππότης του Ντε Λα Ρος, επομένως είχε πρόσβαση στην φράγκικη διοίκηση. Από εκεί θα έπαιρνε την άδεια να αποπλεύσει παρά το ότι ήταν χειμώνας. Χρειαζόταν όμως κι άλλες πληροφορίες προκειμένου να φτάσει μέχρι το Ικόνιο.
Έμαθε όσο περισσότερα μπορούσε για τα μέρη εκείνα όπου θα πήγαινε να την βρει και να την ελευθερώσει. Τρεις μέρες απόσταση από την Σμύρνη ως την Φιλαδέλφεια κι άλλες δυο για τη Λαοδίκεια. Από εκεί ήθελε άλλες τέσσερις μέρες για την Αντιόχεια της Καππαδοκίας και άλλες τρεις για το Ικόνιο. Σύνολο έντεκα μέρες για να φτάσει από τη Σμύρνη στην Ζωή. Δεκαπέντε μέρες χρειάζονταν, όμως, για να ταξιδέψει απ’ τον Πειραιά ως τη Σμύρνη. Υπολόγιζε άλλες τέσσερις μέρες για τις καθυστερήσεις στα λιμάνια. Όλα μαζί έκαναν ένα μήνα. Πότε να φύγει και πότε θα έφτανε, όλο αυτά τον απασχολούσαν και τον συνέπαιρναν.
«Ένας μήνας ταξίδι αν βρω πλοίο να με πάρει κι άνδρες για να έρθουν μαζί μου» έλεγε στους φίλους του.
«Να υπολογίζεις σ’ εμάς. Θα έρθουμε μαζί σου» του είχαν ανακοινώσει ο Ρομπέρ κι ο Φιλίπ. «Είπαμε ότι είμαστε αδέλφια και θα τηρήσουμε τον λόγο μας. Νικηφόρε, μην υπολογίζεις να φύγεις χωρίς εμάς!»
Πρόθυμοι παρουσιάστηκαν πολλοί. Οι Φράγκοι βασικά ήταν πολεμιστές. Όσοι είχαν μέχρις έρθει εδώ, ακολουθώντας την σταυροφορία, ήθελαν δράση και πλούτη. Είχαν μείνει για έξι κι επτά χρόνια χωρίς πόλεμο κι είχαν σκουριάσει. Κόντευαν να γίνουν μαλθακοί σαν τους Ρωμιούς κι αυτό τους τρόμαζε. Αναζητούσαν την περιπέτεια όπως ο διψασμένος πεθαίνει για λίγο νερό. Είχε λοιπόν αρκετούς Φράγκους πρόθυμους. Οι Έλληνες Ρωμιοί φίλοι του κι οι παλιοί συνεργάτες του από το “Δήλος» ήταν κι αυτοί πρόθυμοι. Ήθελαν να τον βοηθήσουν και ζήτησαν να κάνουν μαζί του αυτό το ταξίδι στη Μικρασία. Φτιάχνοντας σχέδια κι οργανώνοντας την εκστρατεία πέρασε ο χειμώνας. Ήταν γεμάτος δημιουργική έξαψη που τού ’χε δώσει ξανά ενδιαφέρον για την ζωή.
Αυτή τη φορά δεν φοβόταν την υποδοχή από την Ζωή. Όταν είχε πάει το 1208, μετά από τριών χρόνων απουσία, δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε. Είχε ένα φόβο στην καρδιά για την αντίδρασή της. Τώρα δεν ήταν έτσι, ένιωθε πολύ πιο σίγουρος. Τότε φοβόταν, αλλά, είχε συναντήσει μιαν ερωτευμένη γυναίκα που είχε διαψεύσει τους φόβους του. Τον είχε δεχτεί σαν να μην είχε περάσει στιγμή απ’ τον χωρισμό τους. Αυτή τη φορά πίστευε πως θα ήταν ακόμα καλύτερα.
Τώρα φοβόταν λιγότερο. Θα της έδινε την ελευθερία της παίρνοντας την από έναν αλλόθρησκο. Και, το πιο σπουδαίο, τώρα εκείνη κρατούσε στην αγκαλιά της τον δικό τους παιδί. Ο γιος τους, ο Νικηφορίσκος, θα ήταν τώρα δύο κιόλας χρονών, κι ήταν ένας ακατάλυτος δεσμός ανάμεσά τους. Ήξερε ότι αυτή την φορά η Ζωή θα τον περίμενε με αδημονία μεγαλύτερη κι απ’ την δική του.
«Όσο σκέφτομαι πως θα την ξαναδώ, δεν μπορώ να κοιμηθώ» έλεγε στον φίλο του Εστάς.
«Θα πάμε και θα την ελευθερώσουμε για σένα, Γκριέ φίλε μου» του έλεγε με σιγουριά ο Φράγκος.
Θυμόταν τότε που, ντυμένη με το ράσο της μοναχής, τον είχε δει μπροστά της, στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Ήθελε να ξαναζήσει αυτή την ευτυχία και να δει στα μάτια της ξανά τον ίδιο πόθο. Ο ίδιος ήξερε πως όταν την ξανάβλεπε θα την ερωτευόταν όπως την πρώτη στιγμή. Όσο κι αν τα θλιβερά γεγονότα τον είχαν τσακίσει, όσο κι αν η Αγνή είχε κυριεύσει την ύπαρξή του, ήταν βέβαιος. Μετά από τρία σχεδόν χρόνια κατάθλιψης ένιωθε πάλι ζωντανός. Έκανε όνειρα για έρωτες και ζωές που μπορούσαν να ξανακερδηθούν εκεί που έμοιαζε να έχουν χαθεί όλα!

************************************
Η συνέχεια αύριο Πέμπτη 30/7

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

Η ΔΕΗ ανήκει στον λαό του Κερατσινίου και της Δραπετσώνας


Βλέπετε το πολεοδομικό σχέδιο της περιοχής της ΔΕΗ, όπως το αποτύπωσε η τεχνική υπηρεσία με βάση τις τροποποιήσεις του ΓΠΣ του 2014.

Τα πράσινα κομμάτια είναι πράσινο κι ανήκουν στον δήμο. Τα κόκκινα είναι κτήρια προς διατήρηση και επανάχρηση. Ανήκουν στην ΔΕΗ. Δεν μπορεί να τα κάνει εργοστάσιο, μπορεί όμως να τα πουλήσει, αν εμείς κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια.
Δεν θα κάτσουμε!
Ο δήμος θα επιδιώξει να χαρακτηριστούν διατηρητέα ως μνημεία νεώτερης βιομηχανικής ιστορίας αλλά και ιστορίας της χώρας μας με δεδομένο ότι εκεί δόθηκε η τελευταία μάχη με τους Γερμανούς το 1944.
Αυτά πρότεινε ο δήμαρχος σήμερα εκ μέρους της διοίκησης και συμφώνησαν όλοι οι παρόντες στη σύσκεψη των επικεφαλής που έγινε σήμερα το απόγευμα στο δημαρχείο.

Απαλλοτρίωση Λιπασμάτων - Μια απόφαση του 2013


Τον μακρινό χρονικά Οκτώβρη του 2013, πριν ακόμα χρισθεί καν υποψήφιος δήμαρχος ο Χρήστος Βρεττάκος, είχα καταθέσει με πλήρες σκεπτικό πρόταση για Κοστολόγηση της Απαλλοτρίωσης των Λιπασμάτων.
Η πρόταση τότε είχε ψηφιστεί ΟΜΟΦΩΝΑ από τους 29 παρόντες (αριθμός ασυνήθιστος για τα συμβούλια εκείνης της εποχής). Ήταν η 15η Οκτώβρη 2013 και ο αριθμός της απόφασης είναι 352/2013
Το σκεπτικό της πρότασής μου ήταν (μεταξύ άλλων) το εξής:
******************
Σε όλη αυτή την περίοδο πάντοτε υπήρχε ως πρόταση και η απαλλοτρίωση της γης υπέρ του δημοσίου και η δημιουργία χώρων κοινοχρήστων, μητροπολιτικού πάρκου, ελεύθερων ακτών κλπ. με την άνεση που όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν αν ο χώρος ήταν δημόσιος. Η πρόταση αυτή συνήθως απορριπτόταν εκ προοιμίου λόγω του μεγάλου κόστους της γης και της απροθυμίας των ιδιοκτητών να πουλήσουν.
Σήμερα που η αγορά ακινήτων έχει καταρρεύσει, η τιμή κτήσης μπορεί να είναι πολύ μικρότερη. Αν προστεθεί μάλιστα και η βούληση του δημοσίου (δήμου) να την μετατρέψει σε χώρο πρασίνου και αναψυχής, τότε η τιμή πέφτει ακόμα περισσότερο καθώς δεν έχει κανένα συντελεστή δόμησης ή μόνο έναν ελάχιστο για κτήρια διατηρητέα και καταστήματα αναψυχής ή χώρους πολιτισμού. Με την τιμή να πέφτει κάτω από το μισό εκείνης του 2010 η αγορά από το δημόσιο δεν είναι πλέον απαγορευτική.
Επί πλέον έχουμε το δεδομένο ότι και η Εθνική Τράπεζα, μετά την πτώχευσή της το 2008 και τις κρατικές ανακεφαλαιοποιήσεις είναι πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου κρατική. Η προοπτική της απαλλοτρίωσης δεν είναι πλέον απαγορευτική. Είναι όμως μέχρι σήμερα ένα απλό πολιτικό σύνθημα, μια ευχή, μια διεκδίκηση. Χρειάζεται πλέον να μελετηθεί επισταμένα και να γνωρίζουμε κατά πόσον στέκεται η πρόταση και τι κοστίζει ή τι κέρδη αφήνει για την πόλη, τους κατοίκους, τη χώρα. Πρέπει το θέμα να μελετηθεί με τρόπο επιστημονικό. Να εκτιμηθεί αντικειμενικά το κόστος (και όχι μόνο για τα Λιπάσματα πλέον), να εξεταστούν τα πολεοδομικά και νομοθετικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι εναλλακτικές λύσεις, να εκτιμηθεί το κόστος διατήρησης, να καταγραφούν σενάρια ανάπτυξης κέντρων πολιτισμού, αναψυχής κλπ. και τα έσοδα που μπορούν να αποφέρουν, να μελετηθεί το πλεόνασμα καταναλωτή που αφήνουν αυτές οι δράσεις, να μελετηθεί το είδος της χλωρίδας που μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το “πράσινο”, να εξεταστεί αν υπάρχει μέρος της παραλίας που μπορεί να δοθεί για μαρίνα, να εξεταστεί η συνάφεια των δράσεων στον χώρο αυτόν με τον Πειραιά γενικώς και την περιβάλλουσα περιοχή της πόλης μας κλπ.
Μας χρειάζεται μια μελέτη που να έχει για άξονά της την ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ (ή αγορά) των χώρων και την αξιοποίηση της τέως βιομηχανικής ζώνης με βάση αυτή την ιδέα.

*********
Βεβαίως τα πράγματα άλλαξαν μετά τις εξελίξεις του 2015-16 όταν πουλήθηκε ο ΟΛΠ και η παραλία εξαιρέθηκε από την πώληση και χαρίστηκε στον δήμο.

 Ο κύριος στόχος της απαλλοτρίωσης, η πρόσβαση στις ακτές, η ανάκτηση των ακτών, είχε πλέον κερδηθεί μέσα από άλλα κανάλια. 

 Γι αυτό κύριος στόχος της απαλλοτρίωσης, η πρόσβαση στις ακτές, η ανάκτηση των ακτών, είχε πλέον κερδηθεί μέσα από άλλα κανάλια.ό η απαλλοτρίωση των Λιπασμάτων δεν ήταν η μόνη υποχρεωτική οδός. Μπορούσε να γίνει πολεοδόμηση στα Λιπάσματα και απαλλοτρίωση στην περιοχή της Όιλ Ουάν και της Λαφάρτζτ. Όμως το θέμα δεν είναι η διατύπωση διαφωνιών. Εξάλλου το ίδιο το κείμενο του 2013 και η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου εκείνου του Οκτώβρη πριν από επτά χρόνια συμφωνούν με ό,τι κινεί σήμερα η διοίκηση και ο δήμος γενικώς.
Μια και η υπόθεση της απαλλοτρίωσης των Λιπασμάτων είναι στην επικαιρότητα και αναμένουμε σχετική απόφαση δικαστηρίου, είπα να την θυμίσω.
Η ιστορία πρέπει να είναι γνωστή, και για να συμβεί αυτό, καλό είναι να την υπενθυμίζουμε.
Παρακάτω μπορείτε να δείτε την σχετική ανάρτηση στο μπλογκ μου της 30ης Οκτώβρη 2013.
Υπάρχει επίσης κι η ανάρτηση της 17ης Οκτώβρη 2013 με την οποία ανήγγειλα την ψήφιση της πρότασης στο ΔΣ πριν ακόμα εκδοθεί κι επίσημα η απόφαση. 

http://giorgostsiridis2012.blogspot.com/2013/10/
http://giorgostsiridis2012.blogspot.com/…/10/blog-post_17.h…

46 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 46η

Το Β' μέρος σήμερα του 13ου κεφαλαίου.
Είμαστε πάντα στο Ικόνιο. Εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης και ζητά από την Ζωή να γίνει η βοηθός του στο μεγάλο ταξίδι που ετοιμάζει.
Η είσοδος στη σκηνή του τελευταίου αυτοκράτορα που στέφθηκε στην Πόλη αλλά παραιτήθηκε του τίτλου του για χάρη του νέου ελληνισμού, δεν είναι μια απλή είσοδος στο προσκήνιο. Έρχεται με την φιλοδοξία να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων και την ιστορία του κόσμου.
Οι πολλές παραπομπές στο μέρος αυτό, οφείλονται στους τόπους που οδηγούν στον Ιερέα Ιωάννη και σε εκείνους που προηγήθηκαν στην αναζήτησή του.
********************************************
παραπομπές:
(*1)
Πνιγμός του Μπαρμπαρόσα: Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της Γ’ σταυροφορίας που έχασε έτσι ξαφνικά τον αρχηγό της και τελείωσε άδοξα
(*2)
Ασσασίνοι: Το Βασίλειο του Γέρου του Βουνού βρισκόταν στον βορά της Περσίας, ανάμεσα στα όρη του Καυκάσου και την Κασπία. Εκπαίδευε τους Ασσασίνους-του (από το Χασίς προέρχεται η λέξη) που εκτελούσαν αποστολές αυτοκτονίας όπου τους έστελνε. Οι Ασσασίνοι πίστευαν ότι με τον θάνατό τους θα πάνε κατ’ ευθείαν στον παράδεισο.
(*3)
Μπαουντολίνο: Ήρωας του μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο (με τον ομώνυμο τίτλο) που υποτίθεται ότι έψαξε στα χρόνια 1190-1204 το βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου
(*4)
Σαββατύων: Ο ποταμός αυτός σύμφωνα με τα ιερά βιβλία των Εβραίων, έσερνε πέτρες με τα ορμητικά νερά του και γι αυτό ήταν αδιάβατος εκτός από το Σάββατο που άφηνε πέρασμα για να περνούν οι πιστοί του. Γι αυτό τον ονόμασαν Σαββατύονα.
(*5)
Χαμένες φυλές: Εκτός από την φυλή του Ιούδα και του Βενιαμίν, οι άλλες δέκα από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ θεωρείται ότι έχουν χαθεί όταν τις μετακίνησαν οι Ασσύριοι στην περιοχή της Μηδίας και η αναζήτησή τους ήταν ένα θέμα που επανερχόταν σε όλες τις εποχές.
(*6)
Σχετικά με τις περιοχές αυτές έγραψε ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης που ταξίδεψε τα χρόνια 1159-1172 μΧ σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου, της Νότιας Γαλλίας, της Ιταλίας, των Βαλκανίων, του Αιγαίου, της Μεσοποταμίας, της Αραβίας και της Περσίας φθάνοντας μέχρι και την Ινδία και την Υεμένη. Ο Βενιαμίν κατέγραφε τις εβραϊκές κοινότητες αλλά ουσιαστικά αναζητούσε τις δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ και τον ποταμό Σαββατύονα


Γ’ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

Η Αϊσέ ανήγγειλε την άφιξή του στον Κήπο. Μπορούσε εκεί να την δει και να της μιλήσει ελεύθερα. Η Ζωή κατέβηκε τρέχοντας. Ήταν όμορφος σαν θεός, όπως τον ήξερε, με τα σγουρά καστανόχρωμα μαλλιά και τα γαλαζοπράσινα μάτια του. Φαινόταν λίγο μεγαλύτερος. Είχαν περάσει πέντε χρόνια που είχε να τον δει. Για άνθρωπο που ερχόταν από τον Άδη, στεκόταν καλά. Φορούσε ρούχα Ενετού εμπόρου και κρατούσε στο χέρι το καπέλο του. Δεν ήταν στρατιώτης, μάλλον οδοιπόρος ήταν, αλλά, πάντως ο Κωνσταντίνος. Με μάτια που δάκρυζαν, άνοιξε την αγκαλιά της και τον έσφιξε εκεί μέσα. Ρουφούσε το είναι του, αυτό που της είχε λείψει. Δεν είχε ποτέ κατακτήσει το κορμί του ούτε είχε κατακτηθεί απ’ αυτό. Την βασάνιζε πάντα αυτή η έλλειψη, τόσο συνειδητή και τόσο αχρείαστη. Ένιωσε την ταραχή του και τραβήχτηκε λίγο πίσω για να τον κοιτάξει ίσια μέσα στα μάτια. Εκεί τα είδε όλα κι εκεί του απάντησε «ναι» σε ό,τι κι αν επρόκειτο να της ζητήσει.
«Είναι η δεύτερη πιο μεγάλη χαρά της ζωής μου που σε βλέπω ζωντανό» του είπε.
«Έμαθα ότι έχεις ένα παιδί. Είναι του Νικηφόρου;»
«Ναι. Αυτός ήταν η πρώτη χαρά! Τον λένε Μουτζαφέρ, στα ελληνικά Νικηφορίσκος. Είναι δυο χρονών τώρα. Αυτός με γλίτωσε από να πουληθώ σαν σκλάβα!»
«Τα έμαθα. Πέρασες κι εσύ πολλά, ε;»
«Όχι τόσα όσα εσύ, φαντάζομαι» του είπε. «Θέλω να μου τα διηγηθείς όλα.»
«Είσαι πολύ όμορφη!» της είπε. «Έτσι σε φανταζόμουν. Όποτε ήθελα παρέα, τότε σκεφτόμουν εσένα.»
Ήταν ακόμη κολλημένη στην αγκαλιά του και μιλούσαν με τα πρόσωπα να απέχουν ελάχιστα εκατοστά το ένα από το άλλο. Ήταν σκανδαλώδης αυτή η στάση μέσα στον κήπο του παλατιού του Σουλτάνου.
Ευτυχώς, δεν τους έβλεπε κανείς άλλος εκτός απ’ την Αϊσέ και τον Ευστάθιο. Κι αυτοί είχαν κοκκινίσει κι ένιωθαν άβολα. Τραβήχτηκε μακριά του, σε μια απόσταση αξιοπρεπή.
«Με σκεφτόσουν, λοιπόν;» τον ρώτησε. «Σε ποιους άλλους έκανες τέτοια τιμή;»
«Σε κανέναν! Μόνο εσένα σκεφτόμουνα, κανέναν άλλον και καμία άλλη! Με ποιον θα μπορούσα εξάλλου να τα πω εκεί πέρα μόνος, αν όχι με σένα;»
Το έλεγε τόσο πειστικά που φαινόταν αληθινό.
«Δεν μπορούμε να μιλήσουμε στον κήπο» της είπε. «Έλα το απόγευμα στο αρχοντικό του Μεΐρ Εφραίμ. Είναι Εβραίος και τον ξέρουν όλοι στο Ικόνιο. Θα μείνω στο σπίτι του απόψε. Έλα με άμαξα να μην σε δουν. Θα το ζητήσω απ’ τον Ιαθατίνη κι αυτός θα το κανονίσει.»
«Εννοείς ότι θα σου κάνει την χάρη ο Ιαθατίνης να με φέρει στο σπίτι σου;»
«Ναι! Μου κάνει όποια χάρη κι αν του ζητήσω. Είμαστε συνεταίροι. Μέχρι τώρα είμασταν δυο, τώρα θα είμαστε τρεις αφού μπήκες κι εσύ στο κόλπο.»
«Το “κόλπο” είναι το Βασίλειο του Θεού;»
«Μη με κοροϊδεύεις, σε παρακαλώ.»
«Θα έρθω. Το καλό που σου θέλω, κοίτα να έχεις μια καλή ιστορία να μου πεις. Βοηθός σε φαντασιόπληκτο καλόγερο που βλέπει οράματα, εγώ δεν γίνομαι!»
Τον απειλούσε γλυκά με ένα χαμόγελο που τον έκανε να λιώνει. Χαιρέτισε για να φύγει, αλλά, τον άκουσε να την καλεί.
«Εσύ με σκεφτόσουν;» την ρώτησε από μακριά.
«Ναι, στον Άδη! Με τον Λεωνίδα και τον Αχιλλέα!»
«Να έρθεις! Θα σε περιμένω με αγωνία!» της φώναξε κι ένιωθε πάλι σαν μικρό παιδί.
Το απόγευμα η Ζωή προσπάθησε να ντυθεί προσεκτικά. Ήθελε να είναι ποθητή αλλά αυτό να μην φαίνεται, να μοιάζει σοβαρή αλλά να μπορεί άνετα να λυθεί στα γέλια. Ήθελε να μοιάζει με νεαρή αλλά να μην κρύβει την ηλικία της, να φορά ρούχα που να του αρέσουν, αλλά, εκείνη να του αρέσει όχι για τα φορέματά της. Στο τέλος ντύθηκε με τα καθημερινά της ρούχα. Χωρίς την συνοδεία της Αϊσέ ή του Ευστάθιου, μπήκε στην άμαξα που της έστειλε ο Καϊχοσρόης.
Πήγε στου Μεΐρ Εφραίμ. Την υποδέχτηκε μόνος και την πέρασε στο δωμάτιό του. Ο Εβραίος είχε ετοιμάσει αρκετά για τον Έλληνα έμπορο που είχε την εύνοια του Σουλτάνου. Είχε ροφήματα, κουλούρια, γλυκά, και σερμπέτια.
«Πες μου όσα πέρασες, με λεπτομέρειες. Μη φοβάσαι να πεις πολλά, θέλω να τα μάθω όλα!» του ξεκαθάρισε.
Της είπε ιστορίες που έπιαναν πέντε χρόνια κι ήθελαν πέντε βιβλία για να γραφτούν. Σαν τις χίλιες και μία νύχτες οι περιπέτειές του δεν είχαν τέλος ούτε αρχή. Παρέλασαν από τ’ αυτιά κι από τ’ αόρατα μάτια του νου, βασιλιάδες, ζητιάνοι, παλάτια, καλύβες, βουνά και κάστρα. Της μίλησε για αφόρητες ταλαιπωρίες και θριάμβους. Είχε γυρίσει την Μεσοποταμία, τον Καύκασο και την Αραβία. Βρήκε φυλές εξωτικές ψάχνοντας παντού σημάδια του Ιωάννη.
«Δεν ήμουν ο μόνος που έψαξα τον Ιερέα Ιωάννη.»
«Υπήρξαν, δηλαδή, πολλοί τρελοί σαν εσένα;»
«Έψαξε κι ο Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Λένε πως πνίγηκε σε ένα ποτάμι στην Κιλικία(*1) ή, χάθηκε στο Βασίλειο του Ιωάννη.»
«Δεν είσαι, λοιπόν, ο μόνος αυτοκράτορας που ψάχνει.»
«Το έψαξαν κι οι Ναΐτες ιππότες της Ιερουσαλήμ. Αυτοί συνεργάστηκαν με τον τρομερό Γέρο του Βουνού, άρχοντα των φοβερών Ασσασίνων(*2). Πήραν το Δισκοπότηρο, αλλά στον Ιερέα Ιωάννη δεν μπόρεσαν να φτάσουν.»
«Μ’ έπεισες ότι είστε πολλοί τρελοί» του είπε γελώντας.
«Ανάμεσά τους κι ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος. Ξεκίνησε κι αυτός για το ιερό δισκοπότηρο, αλλά, γύρισε άπρακτος
Ο Κωνσταντίνος την ενημέρωσε ότι ανάμεσα σε αυτούς που έψαχναν τον Ιερέα Ιωάννη ήταν κι ο Σαλαντίν.
«Λένε πως ο λόγος που πήρε την Ιερουσαλήμ ήταν που πλησίασε πολύ στον Ιωάννη.»
Της είπε και για άλλους που έψαξαν τον Ιερέα. Ανάμεσά τους ο Λομβαρδός Μπαουντολίνο(*3) που, αρχικά, ήταν με τον Μπαρμπαρόσα. Μετά τον πνιγμό του αυτοκράτορα, έκανε την δική του πορεία για το Βασίλειο του Ιωάννη του Πρεσβύτερου. Έκανε πλαστές επιστολές, έζησε περιπέτειες με ξωτικά και μάγους, αλλά στον Ιερέα Ιωάννη δεν έφτασε. Γύρισε στην Πόλη ρακένδυτος κι απογοητευμένος.
«Κι άλλοι πολλοί έψαξαν και ψάχνουν για το Βασίλειο. Όποιος το βρει θα γίνει διάδοχος του Ιερέα Ιωάννη. Θα φτιάξει τον κόσμο έτσι όπως νομίζει αυτός.»
«Μετά από όλα αυτά πιστεύεις ακόμη ότι ένα τέτοιο Βασίλειο υπάρχει;»
«Δεν ξέρω αν υπάρχει» της είπε με ζέση στη φωνή του. «Ξέρω ότι πρέπει να υπάρχει! Και το θέλω τόσο πολύ που θα πει ότι υπάρχει!»
«Έχεις κάτι καινούργιο που δεν το ήξερες και δεν το αναζήτησες πέντε χρόνια τώρα;»
«Είδα όλα τα μέρη που ανέφεραν οι διάφορες φήμες που ακούγονταν. Σ’ αυτά δεν χρειάζεται να ψάξω ξανά. Ξέρω πού θα το βρω! Ακριβώς μετά τον ποταμό Σαββατύονα(*4), εκεί που βρίσκονται οι δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ(*5).»
«Μου φαίνεται λίγο θολό αυτό που λες ότι γνωρίζεις» του είπε διπλωματικά.
Δεν ήθελε να του μιλήσει προσβλητικά.
«Πιστεύω πως ξέρω πού θα βρω τον Ιερέα Ιωάννη. Δεν μπορεί να τον ψάχνουν τόσοι άνθρωποι με δύναμη και κύρος κι αυτός, απλά, να μην υπάρχει» της είπε πεισματικά.
«Έχεις καμιά νέα ιδέα στο μυαλό σου;» τον ρώτησε.
«Κάτι σκέφτομαι. Πού πήγαν οι ιερείς κι οι σοφοί της παλιάς θρησκείας; Ο Νόννος έγραψε τα “Διονυσιακά” του επί Αναστασίου. Τότε ακόμα, οι εθνικοί είχαν δύναμη και σοφία. Μπορούσαν να οργανωθούν, να προετοιμάσουν μια επιστροφή τους. Για σκέψου τους σοφούς της Πλατωνικής Ακαδημίας. Την έκλεισε ο Ιουστινιανός κι αυτοί πήγαν στον Χοσρόη στην Περσία. Λες να μην ετοίμασαν την αντεπίθεσή τους; Πρέπει να είναι οι Νεστοριανοί!»
«Αυτοί οργάνωσαν το Βασίλειο του Θεού;»
«Πιστεύω ότι έτσι το ονόμασαν, μόνο και μόνο για να του προσδώσουν κύρος.»
«Οι Νεστοριανοί ισχυρίζονται ότι είναι μουσουλμάνοι.»
«Τίποτε δεν είναι! Στις περιοχές των Χριστιανών λένε ότι είναι Χριστιανοί και στα μουσουλμανικά εδάφη λέγονται Μουσουλμάνοι. Μας δουλεύουν όλους!»
«Μπορεί να είναι έτσι, αυτό όμως δεν είναι αρκετό και το ξέρεις. Πού βρίσκονται οι Νεστοριανοί;»
«Βρήκα τις σημειώσεις κάποιου Βενιαμίν. Είναι Ισπανο-Εβραίος(*6). Πήγε και βρήκε τις δέκα χαμένες φυλές του Ισραήλ και τον Σαββατύονα ποταμό. Κατέγραψε τα πάντα για ό,τι βρήκε στον δρόμο του. Με το βιβλίο του για οδηγό δεν ψάχνω στο άγνωστο.»
Η Ζωή είδε ότι οι ερωτήσεις της δεν τον δυσκόλευαν. Για όλα είχε έτοιμη κάποια πληροφορία που έδινε απάντηση. Εξ άλλου, μέσα σε πέντε χρόνια αναζητήσεων δεν μπορεί να μην είχε βρει ορισμένες από τις απαντήσεις που έψαχνε. Ήταν λογικό ότι η διάψευση των ελπίδων του δεν μπορούσε να γίνει με χρήση λογικών συλλογισμών και μόνο.
«Θα πας να τα επαληθεύσεις επί τόπου όλα αυτά;»
«Ναι. Και θέλω να έρθεις κι εσύ μαζί μου!»
«Τι σε κάνει, Κωνσταντίνε, να μου το προτείνεις αυτό; Δεν είναι μια απλή πρόταση για ένα ταξίδι αυτό που λες. Είναι πολύ σοβαρό με άγνωστο χρόνο διάρκειας κι άγνωστη έκβαση. Πώς έφτασες να θέλεις εμένα;»
«Πριν το σκεφτώ, μού το επέβαλε η καρδιά μου.»
«Να μου πεις τι σκέφτηκες. Πέρα απ’ τα συναισθήματα» του ζήτησε.
«Είχα τρεις καλούς λόγους» της είπε. «Επιθυμείς κι εσύ διακαώς την επικράτηση του ελληνισμού. Με τόση αμορφωσιά τριγύρω μας, θα μείνουν όλα μακρινό όνειρο αν δεν βρεθεί κάτι συνταρακτικό να το επιβάλει.»
«Περιμένω να ακούσω τον δεύτερο λόγο.»
«Γιατί δεν έχεις τίποτε καλύτερο να κάνεις! Στη Νίκαια δεν αντέχεις να γυρίσεις, στην Αθήνα δεν μπορείς να πας. Εδώ είσαι σε ένα γυναικωνίτη σε μια χρυσή φυλακή. Το μοναστήρι πρέπει να είναι για σένα εφιάλτης.»
«Κι αυτός ο λόγος είναι καλός αλλά έχει ένα πρόβλημα, τον Νικηφορίσκο.»
«Θα βρούμε λύση για το μικρό» είπε ο Κωνσταντίνος.
«Κι ο τρίτος λόγος;»
«Γιατί … με αγαπάς και θέλεις να είσαι μαζί μου. Τώρα μάλιστα σε χρειάζομαι πολύ.»
«Γιατί σε αγαπάω, ε;» είπε η Ζωή χαμογελώντας και χαϊδεύοντας το πρόσωπο του. «Ώστε έτσι λοιπόν!… Κι εσύ; Εσύ ... απλά με χρειάζεσαι;»
«Κι εγώ σ’ αγαπάω και σε θέλω το ίδιο με σένα, ίσως ακόμα πιο πολύ!» της είπε εκείνος.
Ο Κωνσταντίνος την αγκάλιασε και δεν την άφησε ούτε να αναπνεύσει. Τη γέμισε φιλιά και την κράτησε σφιχτά πολλή ώρα. Η Ζωή πρόλαβε να του πει λόγια αγάπης τρυφερά, όλα όσα ήθελε χρόνια να του πει, αλλά, τον είχε για νεκρό. Εκείνος δεν είπε πολλά. Τού έβγαιναν αυθόρμητα ερωτικά αισθήματα και λόγια αφοσίωσης. Στα «σε αγαπάω» της Ζωής εκείνος απαντούσε «σε θέλω». Στα «σε είχα ερωτευτεί και μού ‘λειψες» εκείνος απαντούσε «δεν θέλω να ζω χωρίς εσένα». Έκαναν έρωτα κι έμειναν όλο το βράδυ μαζί. Ο Νικηφόρος πέρασε από το μυαλό της μια-δυο φορές χωρίς να νιώσει τύψεις ή ενοχές. Μέσα της τον έβλεπε δίπλα στην Αγνή και τα παιδιά του, έτσι τον έβγαζε εύκολα από την καρδιά της. Όλο της το είναι και το κορμί σκιρτούσε ερωτικά με αυτόν εδώ τον μεγάλο έφηβο που την έκανε να νιώθει σαν θεά.
Ένιωθε ερωτευμένη μαζί του κι ας ήξερε πως ο έρωτας δεν ήταν αμοιβαίος. Εκείνος ήταν αφιερωμένος στον στόχο του. Ο έρωτας ήταν δευτερεύουσα λειτουργία γι αυτόν. Όμορφη και σημαντική, όμως, όχι η πρώτη. Αλλά, η Ζωή δεν ζητούσε πια τον θυελλώδη έρωτα. Ήθελε από αυτόν να την έχει ανάγκη και να ικανοποιεί τη δίψα του σώματος και της ψυχής του, κι αυτά της ήταν αρκετά. Στους τρεις λόγους που μου είπε για να με πείσει, ο έρωτας ήταν ο τρίτος λόγος στη σειρά σκέφτηκε και χαμογέλασε. Δεν την πείραζε που ήταν έτσι τα πράγματα. Κι έτσι, πάλι υπέροχα ήταν.

********************************************
Η συνέχεια αύριο, Τετάρτη