Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

35 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 35η

 Ο Δημήτριος ο Φαληρέας έχει στο κρεβάτι του την Δάφνη, ναρκωμένη και χαμένη στις παραισθήσεις, κι όμως δεν την έχει κάνει δική του. Μια τον διακόπτουν, μια τον ξυλοφορτώνει ο Ιάσων, μια τον σταματά η αξιοπρέπειά του, ζει ένα δικό του δράμα, ενώ γύρω του εκτυλίσσονται όλα πολύ γρήγορα. Ευτυχώς που ο πιστός ου Θεόδωρος φροντίζει γι αυτόν.

*******************************


(Μεσημέρι της 11ης Ιουνίου (γ' μέρος)

.........

Ο Αγακάτης ήταν πολύ θυμωμένος με τον Φαληρέα που του είχε μιλήσει με τρόπο απαράδεκτο νωρίτερα. Τον άφηνε ακάλυπτο για τις δυο απαγωγές. Πήγαινε πολύ να φορτωθεί ο Αγακάτης τέτοιες κατηγορίες που θα του στερούσαν την θέση του αρχηγού των Σκυθών. Ήταν πιθανό να τον εξόριζαν κι από την Αθήνα. Το φευγιό του, σαν κυνηγημένος στη Θήβα, δεν ήταν λύση ούτε και μια επιστροφή του, σαν εξόριστος πια, στη Λαμία. Ο Δημήτριος θα πλήρωνε, αλλά, αυτός ήταν Επιμελητής και τύραννος. Τι είχε κάνει ο Αγακάστης για να πληρώσει το ίδιο; Ήθελε να μείνει εδώ και θα υπηρετούσε τον δήμο μια χαρά όπως το είχε κάνει τόσα χρόνια. Στο κάτω κάτω για τον δήμο είχε πολεμήσει τον Αντίπατρο. Εξαιτίας των δημοκρατικών του πεποιθήσεων είχε γίνει αιχμάλωτος και κατόπιν δούλος.

Ο Φαληρέας τον είχε βάλει στην κεφαλή των Σκυθών και του το αναγνώριζε, αλλά, μέχρις εκεί. Ποτέ δεν του άρεσαν οι αυταρχικοί τρόποι του Επιμελητή. Έδειχνε πολύ ψηλομύτης αριστοκράτης έστω κι αν ήταν κατά βάθος καλός άνθρωπος με αγαθή ψυχή. Δεν είχε αντίρρηση να τον υπηρετεί. Δεν ήταν άδικος κι έδειχνε λογικός άνθρωπος. Δεν είχε πρόβλημα να τού είναι πιστός και υπάκουος, όμως, πριν λίγο είχε ξεπεράσει τα όρια. Ο Αγακάτης έπρεπε να σκεφτεί το συμφέρον του, αλλιώς θα γινόταν, κι αυτός, θύμα του Επιμελητή.

Μάζεψε όσους από τους Σκύθες βρίσκονταν στο πατρικό του Φαληρέα. Πήγαν κάτω από ένα υπόστεγο στην αυλή, έτσι ώστε να προστατεύονται από τον ήλιο. Εκεί δεν θα τους έβλεπε κανείς από τον επάνω όροφο.

«Γιατί μας μάζεψες εδώ, Αγακάτη;» τον ρώτησαν.

«Ατρόμητοι Θράκες» τους είπε «πρέπει να πάρουμε όλοι μαζί μερικές αποφάσεις».

«Σε ποιο θέμα;»

«Πρέπει να αποφασίσουμε με ποιον είμαστε από εδώ και πέρα. Θεωρούμαστε δημόσιοι δούλοι άρα δεν ανήκουμε στον Δημήτριο. Μας χρησιμοποιούσε αποκλειστικά σαν προσωπικό του στρατό όσο ήταν Επιμελητής. Τώρα χάνει την εξουσία και θα κυβερνά πάλι ο δήμος. Αν θέλουμε να μείνουμε στις θέσεις μας, να μην έχουμε την δική του τύχη, πρέπει να ξεχωρίσουμε. Πρέπει να πάρουμε θέση υπέρ της δημοκρατίας και να είμαστε πιστοί στο πατρώο πολίτευμα των Ελλήνων».

«Όμως, τόσα χρόνια δεθήκαμε με τον Επιμελητή. Μας φέρθηκε πολύ καλά» είπαν κάποιοι.

«Συμφωνώ, αλλά ο Δημήτριος δεν είναι Επιμελητής και σε λίγο φεύγει από την πόλη. Εμείς θα έχουμε να κάνουμε με κάποιους άλλους που ακόμα δεν τους γνωρίζουμε, όποιους βγάλει η κλήρωση».

«Εγώ δεν προδίδω τον Φαληρέα» είπε κάποιος.

«Όσο είναι ακόμα εδώ δεν μπορώ να πάω εναντίον του. Μας φέρθηκε πολύ καλά!» είπε ένας άλλος.

«Θα δηλώσουμε νομοταγείς σε όποιον έρθει αλλά μέχρι τότε θα ακούμε τον Φαληρέα» είπε κάποιος άλλος.

«Εντάξει, λοιπόν» είπε ο Αγακάτης. «Μείνετε πιστοί μέχρι να έρθει η νέα εξουσία. Εγώ όμως φεύγω από τώρα, δεν θα τον υπακούω άλλο πια»

«Καλύτερα να γίνει έτσι» είπαν κάποιοι. «Θα μπορείς να μεσιτεύσεις για εμάς όταν έρθει η στιγμή»

«Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας κι εσύ κοίτα να κάνεις τη δουλειά σου» είπαν άλλοι.

«Ωραία, λοιπόν, τα συμφωνήσαμε» είπε ο Αγακάτης «σκορπιστείτε τώρα».

Ο Αγακάτης ένιωθε ελεύθερος να κάνει ό,τι ήθελε χωρίς να έρθει σε σύγκρουση με τους φίλους του Σκύθες. Πήγε στο υπόγειο όπου είχαν αφήσει κρατούμενο τον Ιάσονα. Κοιμόταν ακόμα, αλλά, ξυπνούσε σιγά-σιγά απ’ τον λήθαργο. Με το χέρι του τον σκούντηξε κι όταν είδε ότι δεν ήταν αρκετό, τού έριξε ένα κουβά νερό στο πρόσωπο. Ο Ιάσων με το που δέχτηκε το νερό άνοιξε τα μάτια του, αλλά, και πάλι έγειρε και κόντεψε να βυθιστεί ξανά στον ύπνο. Ένας ακόμη κουβάς με νερό τον έκανε να τρανταχτεί και να ξυπνήσει περισσότερο.

«Ξύπνα, Ιάσων, αν θέλεις να γλιτώσεις τη Δάφνη» του είπε ο Αγακάτης.

Αυτό ισοδυναμούσε με άλλους δυο τρεις κουβάδες νερό. Αν και ζαλισμένος ο Ιάσων, σηκώθηκε.

«Πού είναι η Δάφνη;» ρώτησε.

«Στον γυναικωνίτη. Είναι μόνη της με τον Φαληρέα που ετοιμάζεται να της ριχτεί».

Δεν ήταν καλά ο Ιάσων, αυτό έδειχνε το πρόσωπό του. Τα γλαρωμένα μάτια κι οι κινήσεις του τον έκαναν να μοιάζει με μεθυσμένο. Όταν τον ξύπνησε ο Αγακάτης, ο Ιάσων νόμιζε πως τον καλούσαν οι θεοί. Όταν λούστηκε με το νερό νόμισε ότι ήταν κεραυνός του Δία που τον χτύπησε. Ο δεύτερος κουβάς ήταν του Ποσειδώνα. Θεοί κι άνθρωποι είχαν βαλθεί να τον ξυπνήσουν από τον λήθαργο. Ο Αγακάτης έπιασε τους ώμους του και τον ταρακούνησε δυνατά.

«Άκουσέ με πρώτα. Θυμάσαι ότι εγώ σε έφερα εδώ για να μην σε φάνε οι αγριόγατες στο Τείχος; Θα θυμάσαι ότι τώρα είμαι εγώ που σε ελευθερώνω;»

«Ναι, εσύ ... αλλά ... γιατί μου τα λες αυτά;»

«Γιατί θα σε χρειαστώ να τα θυμηθείς πολύ σύντομα».

«Τα θυμάμαι ... πες μου, όμως, πού είναι η Δάφνη;»

Είχε τον σκοπό του ο αρχι-αστυνόμος. Εξασφάλιζε τον πιο καλό μάρτυρα, αν τον κατηγορούσαν για απαγωγή. Από την άλλη, έστελνε τον Ιάσονα να καθαρίσει με τον Δημήτριο. Δεν χρειαζόταν να φανεί αχάριστος ο ίδιος απέναντι στο μέχρι τώρα αφεντικό του. Ας έβρισκε την άκρη ο Ιάσων, που είχε και προσωπικούς λόγους.

«Θα σε πάω εκεί που την έχει» του είπε ο Σκύθης.

Βγήκαν από το υπόγειο και προχώρησαν προς τα πάνω. Σε μια στιγμή ο Αγακάτης τράβηξε τον Ιάσονα πίσω από μια κολόνα και του έκλεισε το στόμα για να μην τους ακούσουν. Ο Θεόδωρος είχε μόλις τελειώσει την κουβέντα με τον Φαληρέα κι έβγαινε από το δωμάτιο του γυναικωνίτη. Κρατήθηκαν ώσπου να φύγει και πλησίασαν στην πόρτα. Ο Αγακάτης του έδειξε ότι εδώ μέσα ήταν η Δάφνη με τον Δημήτριο. Ο Ιάσων πήρε στα χέρια του σαν όπλο ένα αγαλματίδιο και έσπρωξε την πόρτα δυνατά για να μπει. Ο Αγακάτης είχε ήδη εξαφανιστεί γυρνώντας στο υπόγειο. Δεν ήταν δική του δουλειά η συνέχεια. Αν ο Φαληρέας την είχε άσχημα, ήταν δικό του το φταίξιμο και δική του η πληρωμή.

Ο Ιάσων μπήκε με φόρα και ... χάθηκε. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σ’ αυτό το δωμάτιο και δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει για να την δει. Το δυνατό φως που έμπαινε από το μπαλκόνι τον τύφλωνε. Με δυσκολία κατάφερε να διακρίνει το κρεβάτι με τα κατακόκκινα σεντόνια. Είδε τον Δημήτριο πάνω από την Δάφνη. Όρμησε αμέσως, χωρίς την παραμικρή σκέψη, κραδαίνοντας το αγαλματίδιο.

Ο αιφνιδιασμός του Φαληρέα ήταν απόλυτος. Κάποιος τον έκοβε για δεύτερη φορά πάνω στο καλύτερο. Εκεί που είχε έρθει, επιτέλους, η ποθητή στιγμή, χωρίς να έχει πια τύψεις ή δισταγμούς, τον σταματούσαν. Τούτη τη φορά ήταν ο Ιάσων, το φάντασμα που προσπαθούσε να ξορκίσει. Ο Δημήτριος, σχεδόν γυμνός, ένιωσε ανυπεράσπιστος. Δεν είχε δίπλα του ούτε ξίφος ούτε κάποιο αντικείμενο για να το χρησιμοποιήσει για άμυνα. Μαστουρωμένος κι έξαλλος, ο Ιάσων ήταν μαινόμενος ταύρος. Έπεσε πάνω του και τον χτύπησε πρώτα με το αγαλματίδιο, μετά με τις γροθιές, μετά με το κεφάλι. Χτυπούσε με ό,τι έβρισκε πρόσφορο. Ο Φαληρέας του ξέφυγε. Έτρεξε στο μπαλκόνι κι έβαλε μια φωνή για τους φρουρούς του. Ο Ιάσων τον πρόλαβε και τον τράβηξε μέσα στο δωμάτιο. Του επιτέθηκε ξανά και τον σάπισε στο ξύλο. Θα τον σκότωνε -για δεύτερη φορά μετά την χτεσινή απόπειρα- αν δεν άκουγαν τις φωνές του οι Σκύθες και δεν επενέβαιναν.

«Βοήθεια, είναι τρελός» φώναζε ο Δημήτριος.

«Θα σε σκοτώσω τύραννε, παλιάνθρωπε» τού φώναζε ο Ιάσων.

«Σταμάτα!» του φώναζαν οι Σκύθες.

Τον κατάφεραν σχετικά εύκολα. Με ένα χτύπημα στο κεφάλι τον ζάλισαν ακόμα περισσότερο. Τον έστειλαν ξανά μεσ’ στον βαθύ ύπνο από τον οποίο, ξαφνικά, είχε βγει. Η Δάφνη, με το κεφάλι σφηνωμένο κάτω απ’ το μαξιλάρι για να μην ακούει θορύβους, έμενε ακίνητη κι αμίλητη. Ακόμη δεν είχε συνέλθει. Ο ονειρικός κόσμος της για πολύ λίγο μόνο είχε χαθεί από το προσκήνιο. Στο διάστημα της φασαρίας και του καυγά είχε και πάλι αποκοιμηθεί, τυλιγμένη από τα ζεστά ερωτικά της όνειρα. Στο δωμάτιο επικρατούσε μια σιγή παράξενη μετά από τόση φασαρία.

«Τι θα κάνουμε με αυτόν τον παλαβό που σου ρίχνεται, Επιμελητή;» ρώτησαν οι Σκύθες τον Δμήτριο.

«Κρατήστε τον κάπου μερικές ώρες. Και μην σας φύγει πάλι, είναι επικίνδυνος» τους είπε εκείνος.

Ο Δημήτριος κοίταξε τους μώλωπες που του είχε κάνει με τα χτυπήματά του ο Ιάσων.

«Να φωνάξουμε έναν γιατρό, Επιμελητή;» τον ρώτησαν.

«Όχι, δεν χρειάζεται» τους είπε.

«Ξάπλωσε λίγο, τουλάχιστον να ξεκουραστείς».

«Πηγαίνετε, είμαι καλά» είπε και τους απομάκρυνε.

Πονούσε κι ένιωθε πως τού χρειαζόταν να ξαπλώσει. Δεν ήθελε όμως να έρθει γιατρός, δεν ήθελε κανέναν. Μόνος του θα συνερχόταν. Κοίταξε την Δάφνη που κοιμόταν ξανά. Ήταν ελαφρύς αυτός ο ύπνος της, δεν είχε πέσει σε κώμα. Θα την ξυπνούσε εύκολα όταν θα ήταν κι αυτός έτοιμος, μόνο που χρειαζόταν λίγο χρόνο για να συνέλθει.

«Άραγε, θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο;» σκέφτηκε.

Ξεκουράστηκε για λίγο δίπλα της. Ήταν τόσο βυθισμένη στον κόσμο της που ελάχιστα πράγματα είχε καταλάβει απ’ την πάλη που είχε προηγηθεί. Ήταν όμορφη και ποθητή έτσι που την έβλεπε μισόγυμνη και παραδομένη στις επιθυμίες της. Την ήθελε όλο και πιο πολύ.

«Πρέπει να μαζευτώ και να συνέλθω» σκέφτηκε. Η ώρα περνούσε κι η ζέστη ήταν έντονη. Έπρεπε να τακτοποιήσει τον χώρο, να φροντίσει τα τραύματά του κι η υπέροχη κόρη ήταν δική του. Θα έπαιρνε ό,τι πιο πολύτιμο είχε, την παρθενία της και θα της πρότεινε να ζήσουν μαζί τον υπόλοιπο βίο τους.

Πλύθηκε, καθάρισε τα αίματα, έβαλε αρώματα, πούδρες και προσπάθησε να ανασυνταχθεί. Είχε μια δουλειά να κάνει. Από ευχάριστη κι ηδονική είχε καταντήσει σισύφειο μαρτύριο, έτσι που άρχιζε συνέχεια απ’ την αρχή. Ήταν αποφασισμένος. Τίποτε δεν θα τον σταματούσε, ούτε ο εαυτός του με τις ανόητες τύψεις ούτε κανείς άλλος. Πονούσε όλο του το σώμα. Έκανε κουράγιο και την πλησίασε. Ήταν πανέμορφη κι ανέγγιχτη από την βία και την ταραχή που επικρατούσε. Την ράντισε με μύρα για να μυρίζει όμορφα.

«Πώς νιώθεις, αγάπη μου;» τη ρώτησε.

Με κλειστά πάντα τα μάτια της αλλά με τα βλέφαρά της να τρεμοπαίζουν του ψιθύρισε σαγηνευτικά.

«Νιώθω τόσο όμορφα, πάρε με στην αγκαλιά σου».

«Ναι, κορίτσι μου γλυκό, ό,τι θέλεις εσύ!» της είπε και την αγκάλιασε τρυφερά.

«Ω Ιάσων, πόσο σε θέλω!» του ψιθύρισε.

...................................................

Ο Θεόδωρος ένιωθε και πάλι τη δύναμη του Αντιγονίδη. Δεν αισθανόταν μυρμήγκι μπροστά σε ελέφαντα αλλά ούτε και ίσος προς ίσον. Όχι μόνο γιατί ήταν δούλος αυτός κι άρχοντας ο άλλος, αλλά γιατί ο Δημήτριος ήταν ξεχωριστός. Απέπνεε ένα μεγαλείο και μιαν ανεμελιά που μόνο ο Φιλίππου Αλέξανδρος, είχε επιδείξει ως τώρα. Κατά βάθος τού άρεσε του Θεόδωρου κι ας ήταν ο εχθρός που τους έσπρωχνε στην εξορία.

Ο Ελευθερωτής δεν είχε λόγο να συζητά με τον Έλληνα, που είχε σταθεί με στους Πέρσες κόντρα στους Μακεδόνες. Απ’ τη σημερινή του θέση, του δούλου, κι από το παρελθόν του, ήταν άξιος περιφρόνησης. Παρ' όλα αυτά, όταν άκουσε πως είχε έρθει στη σκηνή του, είπε να τον περάσουν μέσα.

«Χαίρε γιε του Αντιγόνου, κύριε κατακτητή της Ασίας» είπε ο Θεόδωρος όταν μπήκε.

«Θα μού απευθύνεσαι με τον τίτλο μου, σαν αυτό που είμαι δούλε. "Ελευθερωτή" θα με λες!»

«Χαίρε Ελευθερωτή των Αθηνών και της Ελλάδας».

«Την Ελλάδα δεν την ελευθέρωσα ακόμη».

«Είμαι βέβαιος πως θα το κάνεις» είπε ο Θεόδωρος.

«Τι θέλει ο κύριός σου;»

«Ο ίδιος δεν ζητά άλλο από ό,τι του υποσχέθηκες».

«Και γιατί σε έστειλε; Ποια χάρη θα μού ζητήσεις;»

«Ο Επιμελητής έχει έρθει στο πατρικό του. Σκοπεύει να φύγει από το λιμάνι του Φαλήρου με ένα μακεδονικό πλοίο που θα τον μεταφέρει στην Αυλίδα. Ο φόβος του είναι μήπως του στήσουν παγίδα».

«Του έχω εγγυηθεί την ασφαλή διαφυγή».

«Δεν το γνωρίζουν όλοι. Ίσως κάποιοι το αγνοήσουν επίτηδες» είπε ο Θεόδωρος.

«Δίκιο έχεις. Θα στείλω ένα απόσπασμα από δικούς μου οπλίτες στο σπίτι του Φαληρέα. Θα τον συνοδεύσουν στο λιμάνι. Πες του να είναι ήσυχος».

«Θα το πω, άρχοντά μου, κι εκείνος θα σε ευγνωμονεί» είπε ο Θεόδωρος κι έκανε να φύγει.

Οπισθοχώρησε προς την έξοδο κρατώντας τους τύπους με σεβασμό. Πριν βγει τον σταμάτησε η φωνή του Δημήτριου.

«Για πες μου κάτι, δούλε, πριν φύγεις» ρώτησε. «Δεν νιώθει καμιά ντροπή ένας Έλληνας που στάθηκε στο πλευρό των Περσών ενάντια στον Αλέξανδρο;»

«Είναι λίγο περίπλοκα τα πράγματα άρχοντά μου».

«Δυσκολεύεσαι να μου εξηγήσεις; Φοβάσαι μήπως και δεν καταλάβω; Ρωτώ: ντρέπεται ο Ρόδιος που πολέμησε με τους Πέρσες ενάντια στους Έλληνες ή όχι;»

Ο Θεόδωρος ούτε ντρεπόταν ούτε φοβόταν ή δίσταζε, απλά δεν το έβρισκε σωστό να σκαλίζει παλιές πληγές.

«Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από ό,τι οι Αθηναίοι».

«Αθηναίοι πολεμούσαν στο πλευρό του Αλέξανδρου».

«Στις μάχες του με τους Πέρσες, οι Αθηναίοι ζητούσαν απ’ τους θεούς να νικήσει ο Μεγάλος Βασιλιάς. Ήλπιζαν έτσι να απαλλαγούν από αυτόν» είπε ο Θεόδωρος.

«Οι πολλοί, όμως, ήταν μαζί του» είπε ο Δημήτριος.

«Όταν πέθανε στήσανε πανηγύρια» είπε ο Θεόδωρος.

Στον Δημήτριο δεν άρεσε καθόλου η συζήτηση αυτή.

«Εσένα όμως σε έχουν για ελευθερωτή. Δεν σε έχουν το ίδιο ούτε με τον Αλέξανδρο ούτε με τον πατέρα του» είπε ο Θεόδωρος.

«Μου προφήτεψες ότι θα με μισήσουν».

«Λόγια ενός δούλου, άρχοντά μου» είπε εκείνος. «Το είπα γιατί ξέρω πόσο εύκολα αλλάζουν γνώμες».

«Πότε δεν θα αλλάξουν γνώμη; Τι θέλουν από μένα;»

«Θέλουν κάτι που δεν μπορείς ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος, να τούς δώσει. Θέλουν την χαμένη περηφάνια και την αλλοτινή τους δόξα. Θέλουν δημοκρατία αλλά δεν μπορούν να την στηρίξουν με τις ασπίδες τους. Την ζητάνε πότε από σένα και πότε από τον Πολυπέρχοντα».

«Φύγε» είπε ο Δημήτριος. «Θα σου δώσω κι οπλίτες μου για να προστατέψουν τον Φαληρέα».

Γύρισε προς τον υπασπιστή του.

«Επέστρεψε ο Αρίστιππος;» ρώτησε.

«Μόλις γύρισε».

«Πες του να πάρει μαζί του δέκα οπλίτες κι αυτόν εδώ και να πάει στο Φάληρο. Αποστολή του είναι να φτάσει σώος ο Επιμελητής σε ένα μακεδονικό πλοίο που θα τον περιμένει στο λιμάνι».

*******************************

Αύριο Τρίτη η συνέχεια (3ο μέρος του Μεσημεριού της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Όχι εργοστάσιο σκουπιδιών στο Σχιστό!

ΕΝ ΜΕΣΩ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΜΗΧΑΝΕΥΟΝΤΑΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΗΝ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΑΣ

Η κυβέρνηση αποφάσισε χτες να φτιάξει μονάδα επεξεργασίας αποβλήτων στο Σχιστό.

Το κάνουν εν κρυπτώ σαν τους κλέφτες.

Χωρίς διαβούλευση και σε εποχή πανδημίας, για να μην υπάρξει αντίδραση.

Πτωχευτικό, εργασιακά, αντιδημοκρατικά μέτρα, όλα λαμβάνονται με την ευκαιρία της υγειονομικής κρίσης και με τον φόβο και τον πανικό που έχουν σκορπίσει παντού.

Θα αντιδράσουμε. 

Ο δήμος θα κλείσει (έτσι διάβασα σε ανακοίνωση του Χρήστου Βρεττάκου) το Σχιστό σαν πρώτη αντίδραση. Κι εγώ και όλοι οι επικεφαλής τον έχουμε εξουσιοδοτήσει να κλιμακώσει τις αντιδράσεις. Στο δημοτικό συμβούλιο εκφράστηκε αυτή η διάθεση. Ξέρουμε τις δυσκολίες αλλά δεν θα το βάλουμε κάτω.

Ο λαός της πόλης δεν θα αποδεχθεί να γίνει εργοστάσιο στο Σχιστό για να έρχονται εδώ (και στην Φυλή) τα σκουπίδια όλης της Αττικής.

Γιατί, άραγε, στην Άπω Ανατολή δεν κυκλοφορεί πια ο ιός;


ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ ΣΚΕΨΕΙΣ, ΑΤΕΚΜΗΤΡΙΩΤΕΣ ΓΙΑΤΙ ΚΑΘΕ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕ ΒΟΗΘΟΥΣΕ ΝΑ ΤΙΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΩ ΕΧΕΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΕΙ. 



 

Η εικόνα αυτή (που υπήρχε αρχή της πανδημίας) έχει αντιστραφεί εντελώς.

 Μαθαίνω από δημοσιογραφικές κυρίως πηγές ότι στην Άπω Ανατολή, Κίνα, Βιετνάμ, Κορέα κτλ. δεν κυκλοφορεί πια ο ιός, ο covid-19 που, αν θυμάστε, από εκεί είχε ξεκινήσει.

Αν ζητήσετε στοιχεία στο Google για "Κίνα και Κορωνοϊός" θα βγει μια εικόνα όπου η Κίνα έχει σχεδόν μηδενικά σχεδόν κρούσματα, 10 με 12 ή στις χειρότερες 45 με 50 την ημέρα, σε μια χώρα με πληθυσμό 1,5 δισ. Λίγα έως ελάχιστα είναι και τα κρούσματα στην Αφρική και σχεδόν κοντά στο μηδέν στην Αυστραλία.

Τι έγινε κι εξαφανίστηκε ο ιός από όλα αυτά τα μέρη;

Κάποιος σε ένα ραδιόφωνο έδινε την εξήγηση ότι εκεί οι πληθυσμοί υπακούν στις κυβερνήσεις τους κι εφαρμόζουν τα μέτρα ευλαβικά. Οπότε νίκησαν τον ιό. Το επιχείρημα φαίνεται αρχικά καλό για την πειθαρχική κίτρινη φυλή αλλά σκοντάφτει στην Αυστραλία και την Αφρική. Εκεί δεν υπάρχει τέτοια παράδοση. 

Το σημαντικότερο όμως επιχείρημα εναντίον του παραπάνω επιχειρήματος βρίσκεται αλλού. Εφόσον πρόκειται για επιδημία (πανδημία αν είναι παγκόσμια) τότε ο ιός σταματά μόνο με την ανοσία αγέλης, όταν δηλαδή αντιμετωπίσει τον ιό το 70% περίπου του πληθυσμού. Η Κίνα θα έπρεπε να έχει περίπου 1 δισ. "κρούσματα" για να πάψει να κυκλοφορεί ο ιός, πράγμα που δεν έγινε. Η ανοσία αγέλης επιτυγχάνεται με το εμβόλιο που "αρρωσταίνει" ελαφρά όλον σχεδόν τον πληθυσμό κι έτσι σταματά η επιδημία. Μαθαίνει ο οργανισμός μας να αντμετωπίζει την ελαφριά ή ελεγχόμενη αρρώστια και ξέρει μετά πώς να αντιμετωπίσει και την πιο επικίνδυνη μορφή της. Αυτό λέει η επιστήμη της ιατρικής, αυτή που μας έχει πρήξει με τον ιό. Κι επειδή δεν υπάρχει εμβόλιο, δεν σταματά η επιδημία. Κάνουμε λοκντάουν όχι για να την σταματήσουμε (αυτό δεν γίνεται) αλλά για να μην τα παίξει το σύστημα υγείας. Όμως, οι ένα δισεκατομμύριο Κινέζοι δεν αρρώστησαν, άρα, πώς σταμάτησε η μετάδοση εκεί; Πώς σταμάτησε ή δεν άρχισε στην Αφρική;

Η απάντηση λέω πως είναι απλή. Δεν λέω ότι την ανακάλυψα με έρευνα. Δεν πήγα Κίνα ούτε Αυστραλία. Δυστυχώς, δεν έχω καμιά επιστημονική τεκμηρίωση γιατί κάθε αντίθετη άποψη έχει απαγορευτεί. Έτσι χρησιμοποιώ μόνο την λογική μου. Απλά σκέφτομαι, φαντάζομαι, πείτε ό,τι θέλετε. Μόνος μου το βγάζω το συμπέρασμα και είναι το εξής:

Στην Κίνα και την Άπω Ανατολή έπαψαν να μετρούν τον ιό όπως συνεχίζουμε να κάνουμε εμείς. Τους άρρωστους από κάποιο πνευμονικό νόσημα που εισάγονται στα νοσοκομεία με αναπνευστικό πρόβλημα τους ονομάζουν "άρρωστους με πνευμονικό νόσημα" κι όχι "άρρωστους από κορωνοϊό με υποκείμενο πνευμονικό νόσημα". Τα νοσήματα έπαψαν να είναι υποκείμενα κι έγιναν κανονικά νοήματα όπως ήταν πριν την εκδήλωση του πανικού. 

Όσο για τα κρούσματα: Υποθέτω πως μετρούν ακόμη αλλά υπολογίζουν όσους έχουν συμπτώματα (όπως περίπου της γρίπης) κι έχουν κορωνοϊό. Αυτοί οι λίγοι, οι ελάχιστοι, είναι τα "κρούσματα κορωνοϊού" κι όχι οι ασυμπτωματικοί, αυτοί που δεν έχουν τίποτε, αλλά, μετρώντας τους με ράπιντ τεστ βρίσκουν να έχουν μέσα τους κορωνοϊούς. Συγνώμη, αλλά η ίδια η επιστήμη λέει ότι πάντα ο άνθρωπος είχε μέσα του κορωνοϊούς. Και θα συνεχίσει να έχει. "Αν δεν μού βρήκατε, ίσως δεν ψάξατε καλά" θα έπρεπε να λέει ο καθένας μετά από μια τέτοια εξέταση. Αν πάψεις να μετράς κάθε μέρα "κρούσματα" που δεν είναι κρούσματα αλλά ανεύρεση ίχνους κορωνοϊού σε ασυμπτωματικό, σε άνθρωπο που δεν έχει τίποτε δηλαδή, τότε θα δεις και τα κρούσματα να μηδενίζονται.

Τώρα θα πάμε σε λοκντάουν και κάθε αντίθετη άποψη θα αντιμετωπίζεται με ποινές, πειθαρχικές ή ακόμα και ποινικές. Βλέπετε τα πρόστιμα, διαβάζετε για τις δικαστικές αποφάσεις, βλέπετε το κόψιμο κάθε αντίθετης άποψης. Μια μέρα πριν το λοκντάουν καλοπροαίρετα έχω να προτείνω στην κυβέρνηση το εξής. Δείτε τι γίνεται στην Κίνα και την Άπω Ανατολή, την Αυστραλία και την Αφρική.
 
Αν πέσει στην αντίληψή σας ότι:
1. τα "υποκείμενα" νοσήματα έγιναν κανονικά νοσήματα όπως ήταν πάντα, και ότι 
2. "κρούσμα κορωνοϊού" ονομάζουν τον άρρωστο που η αρρώστια του οφείλεται κορωνοϊό
τότε αλλάξτε ρότα κι εσείς.
 
Δεν λέω, αν δείτε ότι εκεί συνεχίζει να γίνεται το ίδιο που γινόταν πέρυσι τον Νοέμβρη-Δεκέμβρη και το οποίο εξακολουθεί να γίνεται εδώ και σήμερα, τότε συνεχίστε ακάθεκτοι κι αλλάξτε μας τον αδόξαστο. 
Αν όμως κάτι άλλαξε εκεί στον τρόπο που μετράνε πλέον τα πράγματα, τότε κοιτάξτε να το αλλάξετε και σε μας πριν μας αλλάξετε εντελώς τα φώτα.

34 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 34η

Ο Δημήτριος Φαληρέας έχει επιτέλους στο κρεβάτι του την Δάφνη, διαθέσιμη καθώς είναι ναρκωμένη από τα φαρμάκια των ορφικών. Θέλει να την κάνει δική του για να την δεσμεύσει και να την πάρει μαζί του στην Αλεξάνδρεια. Θα κάνει το βήμα να την βιάσει ο φιλόσοφος κυβερνήτης ή θα κρατήσει την αξιοπρέπειά του;

*******************************


11η Ιουνίου 307 π.Χ. μεσημέρι

Η' Τρίτη φθίνοντος Θαργηλιώνος μεσημέρι


Ο Φαληρέας ετοιμαζόταν, πλενόταν, αρωματιζόταν και σκόρπιζε λουλούδια και μύρα στο δωμάτιο με τις τοιχογραφίες. Η Δάφνη είχε ήδη αρχίσει να τεντώνεται στο κρεβάτι χωρίς να έχει ανοίξει ακόμα τα μάτια. Ήταν ένας ύπνος βαθύς, σχεδόν σαν κώμα Στην τελευταία φάση του, είχε βυθιστεί σε έντονες νυχτερινές ονειρώξεις. Τα όνειρά της ήταν ευεξήγητα καθώς μιλούσαν από μόνα τους.

» ... Είδε πως ήταν η Ευρυδίκη(*1). Την δάγκωσε το ερπετό και πέθαινε. Ήρθε Ορφέας με την λύρα για να σαγηνέψει τον Άδη και να την πάρει πίσω. Στου Άδη τα σκαλιά, της έκανε έρωτα. Χάθηκε από την ένταση του πάθους και λιποθύμησε την ώρα που ο Ορφέας της έλεγε «όχι, μη φεύγεις, σ' αγαπώ». Τότε έγινε Ηχώ(*2) που επαναλάμβανε τα τελευταία λόγια του αγαπημένου της. «Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ» έλεγε συνέχεια, ώσπου να μαγέψει μ' αυτά τον ... Ιάσονα. Είχε έρθει για να την βρει. Τής έκανε έρωτα, αλλά, όταν τον παρατήρησε καλά είδε πως ήταν ο Νάρκισσος που την έδιωξε από δίπλα του ...

» ... Ευχήθηκε τον θάνατο του Νάρκισσου μετά απ’ αυτή την απόρριψη. Τον είδε να πνίγεται, αλλά, οι θεοί δεν την άφησαν να τον εκδικηθεί. Στη θέση του επανήλθε ο Ιάσων κι εκείνη όρμησε πάλι στην αγκαλιά του. Ένιωσε σαν την Ωραία Ελένη του Τυνδάρεω, δωδεκάχρονη παιδούλα στην αγκαλιά του ξαδέλφου της(*3). Δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον Θησέα ούτε τον Μενέλαο ή τον Πάρη ...

» ... ο ξάδελφος έγινε Ιάσων κι η Δάφνη αισθάνθηκε να μαγεύεται. Έτσι κι η Μήδεια(*4), τα ίδια είχε νιώσει για τον άλλο Ιάσονα, τον γιο του Πελία. Έζησε την αγωνία του κορμιού που σπαράζει για να ενωθεί με το άλλο. Αισθάνθηκε την μανία της Μήδειας-Δάφνης. Τόσο δυνατή ήταν που πρόδωσε πατέρα και πατρίδα της να τον ακολουθήσει στην Ιωλκό ... »

Ήταν χαμένη στους έρωτες θεών κι ηρώων. Βυθιζόταν στην αποθέωση του έρωτα και της ηδονής. Ήταν σε κόσμους φανταστικούς και παραδεισένιους. Εκεί την είχαν στείλει τα βοτάνια της Πανδότης κι ο έρωτας του Ιάσονα. Η φαντασία κι η πραγματικότητα εναλλάσσονταν κι ερέθιζαν τις αισθήσεις της. Προκαλούσαν αναστατώσεις για τις οποίες ήταν ανέτοιμη. Ο χτεσινός έρωτας με τον Ιάσονα για πρώτη της φορά, μαζί με τα παραισθησιογόνα βότανα των ορφικών, την είχαν τρελάνει. Επιθυμούσε το σεξ χωρίς φραγμό. Βρισκόταν πέρα από τον τόπο και τον χρόνο, σχεδόν χωρίς συνείδηση.

» ...γύρισε πλευρό κι έγινε Κίρκη. Μάγεψε τον περαστικό Οδυσσέα, τον Αχιλλέα και τον Έκτορα. Τράβηξε στο νησί της ήρωες κι ημίθεους. Ζεμάτισε τις καρδιές τους ρουφώντας τον πόθο τους, ανικανοποίητη και πάντοτε πρόθυμη για το ερωτικό παιχνίδι. «Σ' αγαπώ» έλεγε σαν την Ηχώ κι άκουγε στα αυτιά της το ερωτικό κάλεσμα της λύρας του Ορφέα ...

Η νεαρή κοπέλα στριφογύριζε στο κρεβάτι, ξυπνώντας αργά από το κώμα αλλά συνεχίζοντας μέσα στην παραίσθηση. Ο Δημήτριος ολοκλήρωνε τις προετοιμασίες του. Την έβλεπε που ήταν πια σχεδόν έτοιμη να του παραδοθεί και δεν ήθελε να υπάρξει άλλο παρατράγουδο. Χτες, εκείνη είχε αποκοιμηθεί και τον είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού. Τώρα, με κλειστά πάντα τα μάτια και με τις αισθήσεις σε υπερένταση, ξάπλωνε δίπλα του μισόγυμνη και ποθητή. Αναζητούσε ένα αντρικό κορμί για να σβήσει την τρομερή φλόγα που την έκαιγε μέχρι βαθιά στα σωθικά της.

«Ω, Δία, έλα! Έλα, λοιπόν, σε μένα, Δία!» ξέφυγε απ’ το στόμα της μια επίκληση.

Στα αυτιά του Δημήτριου η επίκληση ακούστηκε σαν κεραυνός. Νά λοιπόν που ήταν έτοιμη. Την πλησίασε.

«Ω Δία Μειλίχιε, Φίλιε, κι εσύ Έρωτα φτερωτέ, ελάτε! Έλα Απόλλωνα σε μένα, την Δάφνη(*5) σου! Ω, θεοί, υμνήστε μαζί μου τον έρωτα» έλεγε η Δάφνη μισοκοιμισμένη με τα βλέφαρα να πεταρίζουν.

Ο Δημήτριος δεν ξεχώριζε τί ακριβώς έλεγε έτσι που ψιθύριζε, όμως κατάλαβε πως ήταν η στιγμή του. Μπορούσε να της εμφανιστεί ως Δίας ή Απόλλων και να έχει την πλήρη συγκατάθεση της.

«Είσαι καλά κορίτσι μου;» τη ρώτησε απαλά.

«Είμαι η Γαία, είμαι η Ρέα, είμαι η Σεμέλη» έλεγε εκείνη.

Άκουγε ο Δημήτριος τις ονομασίες που έδινε το κορίτσι στον εαυτό του και καταλάβαινε. Η νεαρή κοπέλα εξέπεμπε με τον τρόπο της ερωτικά καλέσματα. Άντρα ζητούσε κι αυτός ήταν διαθέσιμος. Άκουσε ένα θόρυβο. Δεν ήθελε να χαλάσει η στιγμή. Άφησε για πολύ λίγο την Δάφνη και κοίταξε να δει τι έτρεχε. Ήταν ο Αγακάτης.

«Τι θέλεις;» του είπε εκνευρισμένος.

«Ήρθα να δω αν όλα είναι εντάξει» είπε ο Αγακάτης. «Να ξέρεις ότι η απαγωγή του Ιάσονα ξεσήκωσε σάλο. Οι φίλοι του μπορεί να με καταγγείλουν».

«Μην δίνεις σημασία» είπε ο Φαληρέας.

«Εσύ θα φύγεις. Αν κατηγορήσουν κάποιον θα τα ρίξουν σε μένα» είπε ο Αγακάτης.

«Φύγε κι εσύ. Σου είπα να έρθεις μαζί μου» του είπε ο Δημήτριος. «Όμως, άσε με τώρα, έχω δουλειά».

«Πρέπει να ασφαλιστώ ότι δεν θα δικάσουν κι εμένα» είπε θυμωμένος ο Αγακάτης.

«Είναι δικό σου πρόβλημα!» του φώναξε ο Φαληρέας. «Άσε με ήσυχο τώρα» του είπε ανήσυχος ότι με όλα αυτά θα έχανε την Δάφνη.

Γύρισε στο δωμάτιο του γυναικωνίτη. Όσο περνούσε η ώρα η νεαρή κοπέλα γινόταν όλο και πιο έτοιμη. Ήταν πια διαθέσιμη για οποιονδήποτε άντρα θα βρισκόταν δίπλα της. Βογκούσε κι αναστέναζε με μικρές, γρήγορες ανάσες. Έδειχνε πόσο ερεθισμένη ήταν με κλειστά μάτια, χωρίς κάν να βλέπει ποιος ήταν μπροστά της. Ζητούσε τον Ιάσονα αλλά Ιάσων γι' αυτήν ήταν οποιοσδήποτε άνδρας θα βρισκόταν εκεί γι αυτήν. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που την όριζε δεν ήταν ούτε οι αισθήσεις της ούτε το λογικό της. Μέσα στο μυαλό και βαθιά στην ψυχή της κυριαρχούσαν οι ουσίες με τις οποίες την είχαν ποτίσει. Αυτές την οδηγούσαν τώρα.

«Πώς είσαι τώρα γλυκιά μου; Ξύπνησες;» της ψιθύρισε.

«Αγκάλιασέ με Ιάσων! Αγκάλιασέ με!»

Έφυγε από κοντά της σχεδόν εκνευρισμένος. Την ήθελε μεν αλλά δεν μπορούσε να παραστήσει τον Ιάσονα. Μετά, όμως, ξαναγύρισε και της μίλησε πάλι τρυφερά.

«Ξύπνα, καλή μου, είμαι εγώ εδώ για σένα».

«Αγκάλιασέ με» του ζήτησε πάλι.

«Είμαι ο Δημήτριος αγάπη μου» της ψιθύρισε.

«Ναι, Δημήτριε» είπε εκείνη σαν μεθυσμένη «σε θέλω».

«Ναι, αγάπη μου, κι εγώ σε θέλω» της είπε θαρρετά.

«Ω θεοί, καίγομαι. Πώς νιώθω έτσι, καίγονται όλα μέσα μου!» είπε εκείνη.

Ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε. Πρόθυμη εκείνη τον δέχτηκε με ανακούφιση.

«Ηρέμησε, γλυκιά μου, εγώ είμαι εδώ» της είπε απαλά.

«Ω, Ιάσων, πόσο σε θέλω Ιάσων!» του ψιθύρισε.

Ο Φαληρέας τραβήχτηκε θυμωμένος και πληγωμένος από το πλάι της. Ήθελε να την κερδίσει, ήθελε να την φέρει κοντά του με βότανα κι ουσίες, αλλά, όχι να τον λέει «Ιάσονα»! Ήθελε να την κατακτήσει, όχι να την κλέψει, δεν του πήγαινε! «Τι δίλημμα κι αυτό! Μπορώ να της πάρω την παρθενιά, να την κάνω δική μου, να την δέσω με τη ζωή μου και διστάζω. Τι θέλω λοιπόν; Γιατί ζητάω να με θέλει;»

Υπήρχε μέσα του μια περηφάνια που τον εμπόδιζε να κάνει αυτό που εξ αρχής είχε σκοπό. Δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του ως τώρα μιαν ανήμπορη γυναίκα. Τόσες γυναίκες τον ήθελαν και τόσα αγόρια ακόμη θα έδιναν τα πάντα γι αυτόν. Περπατούσε στους δρόμους της Αθήνας, ντυμένος με πορφυρές ή γαλάζιες χλαμύδες κι εξέπεμπε αισθησιασμό. Αρωματιζόταν με μύρα, ευθυτενής, όμορφος κι ήταν εκείνος το αντικείμενο του πόθου των άλλων. Τα μαλλιά του χρύσιζαν και κυμάτιζαν ενώ το πρόσωπό του έλαμπε και κέρδιζε τις καρδιές, θάμπωνε τα βλέμματα. Για χάρη του εταίρες και γυναίκες, παντρεμένες ή ελεύθερες, κατέθεταν τα όπλα τους στα πόδια του. Θα τού δίνονταν μόνο και μόνο για να αγγίξουν την αίγλη του και να αγγιχτούν από την δύναμή του.

Τώρα, πού τα πετούσε όλα αυτά; Για πόσο θα συνέχιζε να εκλιπαρεί μια νεαρή που απερίσκεπτα τον είχε αρνηθεί και τώρα ζητούσε περιπαθώς έναν άλλον; Γιατί άραγε θα έπρεπε να της ζητά κι όχι να παίρνει; Μπορούσε να της κάνει έρωτα χωρίς εκείνη να καταλάβει τίποτε. Μόνο μετά θα της εξηγούσε τι είχε γίνει. Θα ήταν βία, βέβαια, αλλά τί άλλο στην κοινωνία γινόταν χωρίς βία; Γιατί να το αρνείτο αυτός;

Πήγε στο μπαλκόνι να πάρει αέρα. Δεν άντεχε την πίεση. Ο χρόνος περνούσε αμείλικτος. Ήταν καταμεσήμερο αλλά πριν νυχτώσει έπρεπε να έχει φύγει. Τώρα θα γινόταν ό,τι ήταν να γίνει, έστω και με τη βία! Κι όμως. Χωρίς να το θέλει, αντί να δράσει χωρίς τύψεις, άρχισε να βάζει μόνος του ερωτήματα που διέτρεχαν όλη του τη ζωή. Τον αντιπροσώπευε η βία; Ποιος ήταν, τελικά, ο πραγματικός Δημήτριος; Πότε και πού σε όλη του τη ζωή ήταν αληθινά ο εαυτός του;

Ήταν μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου και μόνιμος θαμώνας του Περίπατου. Θυμόταν τον εαυτό του, από μικρός, να κάνει αταξίες. Πότε το έσκαγε απ’ το γυμνάσιο, πότε απέφευγε τον Περίπατο, πότε προφασιζόταν αρρώστια. Είχε γίνει ειδικός στο να ξεφεύγει με στρεψοδικίες, με λόγια άλλοτε στομφώδη κι άλλοτε θεατρικά. Πάντοτε κινιόταν στην κόψη μεταξύ ψέματος κι αλήθειας. Κι αν ήταν έτσι σαν μαθητής, μήπως σαν φιλόσοφος ήταν καλύτερος; Ποια δική του σκέψη αληθινή είχε ποτέ του καταγράψει; Αντέγραφε τον Αριστοτέλη και μασούσε το εύπεπτο υλικό πού του έφτιαχνε ο Θεόφραστος. Ποτέ δεν είχε παράξει δικές του σκέψεις, δεν είχε φτιάξει μια φράση με βαθύτερο νόημα. Εφάρμοζε μόνο όσα διάβαζε έτοιμα καταγραμμένα. Είχε τον Θεόφραστο από πάνω του για να τον διορθώνει και να τον καθοδηγεί.

Τι πολιτικός μπορούσε να είναι μετά από αυτά; Αν και ονειρευόταν να γίνει Περικλής -ή έστω Αριστείδης- τελικά έγινε τύραννος. Είχε κάνει νόμους για να περιορίσει την φιλαυτία και την ματαιοδοξία. Τους ήθελαν οι πολίτες από χρόνια, κι όμως, ακόμα και για τους επιθυμητούς νόμους τον κορόιδευαν. Μονά-ζυγά χαμένος δηλαδή! Οι δουλειές είχαν ανοίξει στην Αθήνα, το εμπόριο είχε κινηθεί κι η οικονομία της πόλης είχε φτιάξει. Ήταν εμφανή επιτεύγματα που καείς δεν τα μετρούσε. Τα περιφρονούσαν μόνο και μόνο γιατί τα είχε κάνει αυτός κι όχι οι ίδιοι. Αντί για αναγνώριση, γκρέμιζαν τα αγάλματά του. Τι απίστευτη αποτυχία!

Αλλά και σαν άντρας, πόσο στ' αλήθεια καλύτερα τα είχε καταφέρει; Μόνο με εταίρες που έβαζαν το συμφέρον τους πάνω από όλα τα πήγαινε καλά. Και στους φιλάρεσκους νέους, κενούς περιεχομένου, είχε επιτυχίες. Τον σέβονταν, ίσως και να τον φοβούνταν όταν τριγυρνούσε μυρωδάτος και καλοντυμένος, όμως, πόσοι τον αγαπούσαν; Ίσως ελάχιστοι, ίσως κανείς. Γι' αυτό, μόνο ο Θεόδωρος ήταν πραγματικός του φίλος. Ο δούλος έβλεπε σ’ αυτόν πράγματα που δεν έβλεπαν άλλοι. Ίσως γιατί δεν επηρέαζε τον Θεόδωρο το θολό πέπλο φόβου και ισχύος που τυλιγόταν γύρω του. Ίσως αυτό χάλαγε όλες του τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους.

Είδε τον Θεόδωρο να βγαίνει από την πύλη. Τον φώναξε κι εκείνος κοντοστάθηκε. Του έδειξε με νοήματα να έρθει πίσω, να ανέβει επάνω γιατί ήθελε κάτι να τον ρωτήσει. Ώσπου να έρθει, ο Δημήτριος είχε, σχεδόν, πάρει την απόφασή του. Θα ορμούσε πάνω στο τρυφερό σώμα της κοπέλας με ήσυχη τη συνείδησή του. Ό,τι κι αν της έκανε δεν θα ήταν παρά η απλή συνέπεια αυτού που στην πραγματικότητα ήταν η ουσία του. Δεν είχε λόγο να διστάζει, μια επιβεβαίωση χρειαζόταν μόνο. Αν ήταν δεισιδαίμων θα έπαιρνε την άδεια από τους θεούς. Όμως, είχε μάθει να τους αμφισβητεί κι έτσι δεν μπορούσαν κι αυτοί τώρα να βοηθήσουν. Ευτυχώς υπήρχε ο Θεόδωρος. Μόλις ανέβηκε στο δωμάτιο, του έδειξε την Δάφνη. Η κοπέλα, γεμάτη με τις ουσίες που την είχε ποτίσει, συνέχιζε να τεντώνεται στο κρεβάτι του με νάζι. Έδειχνε καθαρά πόσο ερεθισμένη ήταν μέσα στην κατάσταση που είχαν φτιάξει τα φάρμακα.

«Κοίτα την, είναι έτοιμη» του είπε.

«Ε, και λοιπόν;» είπε ο Θεόδωρος «γιατί καθυστερείς;»

«Να, λέω ... έτσι που είναι αβοήθητη ... μήπως ..».

«Τι θέλεις να πεις, Επιμελητή;»

«Λέω πως είναι αβοήθητη και ... πώς να στο πω;»«

Ο Θεόδωρος διέκρινε τις ψυχολογικές δυσκολίες που είχε ο πρώην επιμελητής. Κατάλαβε πως χρειαζόταν ένα πρόσχημα μόνο. Αυτό εδώ, θα αποτελούσε την τελευταία αυταρχική πράξη της θητείας του στην Αθήνα.

«Δημήτριε, την θέλησες αβοήθητη για να κάνεις μαζί της ό,τι σ’ αρέσει. Τα κατάφερες. Γιατί διστάζεις;»

«Μα ... πώς; ... με την βία;»

Ο Θεόδωρος τον κοίταξε με ένα βλέμμα που ανακάτευε την απορία και την αηδία σε ίσες αναλογίες.

«Τελείωνε Δημήτριε» του είπε. «Είχες χρόνο ως τώρα να λύσεις τις απορίες σου περί βίας. Ό,τι έμαθες, έμαθες. Τώρα να κοιτάξεις πώς θα προλάβεις να φύγεις. Τελείωνε!»

«Εσύ, πού πας;»

«Πάω στον άλλο Δημήτριο, τον "ελευθερωτή". Πρέπει να βεβαιωθώ ότι θα φύγουμε από το Φάληρο ασφαλείς».

«Εντάξει, πήγαινε».

«Καλή δύναμη!» του είπε ο Θεόδωρος κι έφυγε.

Ο Δημήτριος κοίταξε στο κρεβάτι του γυναικωνίτη. Τα απαλά σεντόνια φιλοξενούσαν το τρυφερό νεανικό σώμα που ποθούσε πολύ. Κι ήταν διαθέσιμο και γεμάτο επιθυμίες. Ήταν ανόητο που είχε αργήσει τόσο να το τρυγήσει. Ξεπερνώντας και τους τελευταίους δισταγμούς, πήγε κοντά για να το τρυγήσει. Ήθελε να απολαύσει τις τελευταίες του στιγμές στην Αθήνα και να πάρει μαζί του, φεύγοντας, το πιο πολύτιμο τρόπαιο.

«Ιάσων, επιτέλους ήρθες;» είπε εκείνη απαλά.

«Ναι, αγάπη μου» της είπε κι εκείνος τρυφερά

Την χάιδεψε απαλά. Δεν νοιαζόταν πια αν θα τον έλεγε Ιάσωνα, Δημήτριο ή Δία.

..............................

παραπομπές:

(*1) Πρόκειται για την Ευρυδίκη, την γυναίκα του Ορφέα, που την δάγκωσε ένα ερπετό και πέθανε. Ο Ορφέας τραγούδησε τόσο λυπητερά που έκλαψαν νύμφες και θεοί και τον πήγαν στον Άδη και την Περσεφόνη για να τους τραγουδήσει. Εκείνοι τον λυπήθηκαν (ήταν η μοναδική εξαίρεση που έκαναν ποτέ) και του έδωσαν την Ευρυδίκη να την γυρίσει στον πάνω κόσμο. Του έβαλαν όρο να προπορεύεται αυτός και να μην γυρίσει να την δει, αλλά δεν άντεξε, γύρισε κι η Ευρυδίκη χάθηκε οριστικά.

(*2) Η Ηχώ αγαπήθηκε από τον Δία κι η Ήρα που την ζήλεψε την τιμώρησε να χάσει την ομιλία της και να επαναλαμβάνει μόνο τα τελευταία λόγια των άλλων. Έτσι παρέσυρε τον Νάρκισσο που όμως δεν δέχτηκε να της κάνει έρωτα και τιμωρήθηκε γι αυτό από τους θεούς να χάσει τη ζωή του. Έπεσε στο νερό όταν είδε την μορφή του να καθρεφτίζεται και του άρεσε τόσο που θέλησε να την αγκαλιάσει.

(*3) Σύμφωνα με τους μύθους για την Ωραία Ελένη, ο πρώτος της έρωτας ήταν, στα δώδεκά της χρόνια, ο ξάδελφός της Ερναφόρος, με τον οποίο έκανε και παιδί. Ύστερα την έκλεψε ο πενηντάχρονος Θησέας και την πήρε στην Αθήνα κι αργότερα την ξαναπήραν από αυτόν τα αδέλφια της. Κατοπινοί έρωτές της ήταν ο Μενέλαος και μετά ο Πάρις.

(*4) Η Μήδεια βοήθησε τον Ιάσονα να κλέψει από τον πατέρα της το Χρυσόμαλλο δέρας γιατί τον ερωτεύτηκε. Μετά την αργοναυτική εκστρατεία τον ακολούθησε στην Ιωλκό, τον παντρεύτηκε κι έκαναν μαζί παιδιά, αλλά αργότερα, όταν εκείνος την παραμέλησε, η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά τους για να τον εκδικηθεί. Αυτά βέβαια κατά τον μισογύνη Ευριπίδη που πληρώθηκε από τους Κορίνθιους να ενοχοποιήσει την Μήδεια και να τους αθωώσει για την δολοφονία των παιδιών της.

(*5) Η Δάφνη ήταν νύμφη στο πλευρό της Άρτεμης, δίδυμης αδελφής του Απόλλωνα. Ο θεός την ερωτεύτηκε κι εκείνη έγινε δέντρο για να γλιτώσει από τον παράφορο έρωτά του.

*******************************

Την Δευτέρα το β' μέρος αυτού το μεσημεριού της τρίτης μέρας που συγκλόνισε την Αθήνα, της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ.