Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

23 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 23η

 Οι φίλοι του Ερμόδωρου προετοιμάζουν την περιφορά της κηδείας και επιθεωρούν την διαδρομή που θα κάνει στον Πειραιά. Τα πράγματα είναι ανήσυχα.

*************************************


 (Μεσημέρι της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

Ο Ζείκρατος είχε φτάσει στο Άστυ των Αθηνών και πήγε ξανά στο δεσμωτήριο. Πριν μερικές ώρες είχαν έρθει εδώ ο Μύρων με την Κλεοτίμα ψάχνοντας τον Ιάσονα. Τώρα ήταν ο Ζείκρατος που έψαχνε για τον Αγακάτη. Ό,τι κι αν είχε συμβεί, σχετικά με την εξαφάνιση των Ιάσονα και Δάφνης, ο Αγακάτης θα το είχε μάθει.

Ο αρχηγός των Σκυθών ήταν ο μόνος άνθρωπος στην Αθήνα που είχε το νου του κυρίως στην καθημερινότητα. Αυτή τον ένοιαζε περισσότερο, παρά η εξέγερση που είχε ξεσηκώσει την πόλη στο πόδι. Ήταν δημόσιος δούλος κι εκτελούσε εντολές, είτε αφέντης ήταν ο τύραννος είτε ο κληρωμένος αστυνόμος των Αθηνών. Γνώριζε, βέβαια, πως αν ο δήμος κέρδιζε οριστικά την εξουσία, θα τού ήταν εύκολο να πετύχει να ελευθερωθεί. Για την ίδια ελευθερία είχε πολεμήσει τους Μακεδόνες και γι αυτήν είχε σκλαβωθεί. Δεν ήταν όμως σίγουρος ότι την ήθελε αυτή την “ελευθερία”.

Στη Λαμία η ζωή του ήταν μίζερη. Δεν είχε παιδιά και τσακωνόταν συνεχώς με τη γυναίκα του και τους γείτονες. Εδώ, η δουλειά του ως αρχιαστυνόμου του άρεσε. Η ενασχόληση του με μικροεγκλήματα καθώς και με την επιβολή της τάξης ήταν ενδιαφέρουσα. Είχε ένα καλό μισθό, μακριά από τη μιζέρια της ζωής στη Λαμία. Όλα αυτά ήταν σοβαροί λόγοι για να προτιμά τη ζωή του εδώ, έστω και σαν δημόσιος δούλος.

«Ψάχνω τον Αγακάτη» είπε ο Ζείκρατος στον πρώτο Σκύθη που είδε αραχτό έξω από το δεσμωτήριο. Έπινε κρασί με λίγες ελιές στο πιάτο του.

«Δεν είναι εδώ. Τι τον θέλεις;»

«Θέλω να μάθω αν συλλάβατε χτες δυο φίλους μου, έναν άντρα και μια γυναίκα».

«Αν τους είχαμε συλλάβει θα ήταν εδώ, δεν έχει αλλού για να τους πάμε» είπε ο Σκύθης.

Η προφορά του ήταν βαριά. Πρέπει να ήταν από την Θράκη. Εκεί υπήρχαν αβασίλευτα μέρη όπου οι άνθρωποι δεν δέχονταν να τους εξουσιάζει κανείς.

«Μάθατε μήπως τίποτε χειρότερο; Κάτι για φόνους το βράδυ ή χτες, ή κάτι τέτοιο;»

«Όχι, δεν συνέβη τίποτε. Παρά τις φασαρίες και τις φωνές δεν έγινε κανένα επεισόδιο».

«Πώς βρέθηκες εδώ Σκύθη;» τον ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Και τι σε νοιάζει εσένα;»

Ο Σκύθης δεν φαινόταν καθόλου διαθέσιμος να μιλήσει για τον εαυτό του.

«Θα έχεις κι εσύ φίλους, δεν μπορεί. Θα ξέρεις τι θα πει να χάσεις δικούς σου ανθρώπους. Βοήθησέ με να τους βρω» τον παρακάλεσε ο Ζείκρατος.

«Δεν έχω φίλους κι ούτε θέλω να κάνω. Πάντως σου λέω πως, όποιον κι αν συλλάβουμε, πρέπει να τον φέρνουμε εδώ. Αυτός είναι ο νόμος σας. Αν είχαμε πιάσει τους φίλους σου θα τους έβλεπες τώρα κλεισμένους εδώ μέσα».

«Μήπως ξέρεις πού είναι ο Επιμελητής;»

«Νομίζω ότι έφυγε. Είδα τη συνοδεία του να φεύγει απ’ τις Πειραϊκές Πύλες».

«Το έσκασε;»

«Όχι βέβαια. Σε δουλειές πρέπει να πήγαινε. Εξάλλου γιατί να το σκάσει; Τι έχει να φοβηθεί;»

«Πήγε κι ο Αγακάτης μαζί του;»

«Δεν ξέρω, μη με ρωτάς» είπε ο Σκύθης.

Ο Ζείκρατος κατανοούσε την μοιρολατρική στάση του. Είχε υποδουλωθεί εκούσια για ένα μισθό και για να ζήσει στην ξακουστή πόλη. Δεν τον ένοιαζε η δημοκρατία των Αθηναίων. Ο αβασίλευτος Θραξ, ήξερε πως οι Μακεδόνες δεν θα έφευγαν από εδώ ποτέ, όπως δεν είχαν φύγει ποτέ κι απ’ την Θράκη.

Απογοητευμένος απ’ την άκαρπη αναζήτηση ο Ζείκρατος επέστρεψε στον Πειραιά. Έβρισκε πόρτες κλειστές, όμως, δεν τα παρατούσε. Ο Ιάσων ήταν μοναδικός άνθρωπος και φίλος και δεν θα αποδεχόταν την απώλειά του. Ούτε της Δάφνης βέβαια. Όσο ταραγμένες κι αν ήταν αυτές οι μέρες, όσο κι αν τον ανησυχούσαν οι φόνοι, θα συνέχιζε να ψάχνει.

.............................................

Την ίδια ώρα, ο Μύρων κι η Κλεοτίμα προσπαθούσαν να δουν τι θα γινόταν στο Εμπορείο. Από εκεί θα περνούσε η περιφορά του Ερμόδωρου πριν καταλήξει στον Τραπεζώνα. Εξω από τα Μακρά Τείχη, πολύ κοντά στην Ηετιώνεια Πύλη, είχαν ετοιμάσει τον τάφο. Είχαν φτιάξει μια ταφόπλακα με την οποία θα σκέπαζαν το νεκρό του σώμα.

Πέρασαν πρώτα από το καπηλειό του Λυκανία να μάθουν τις εξελίξεις. Τα πράγματα ήταν ήρεμα στο Εμπορείο και τον Κάνθαρο κι η ένταση είχε μετακομίσει στη Μουνιχία. Ο κόσμος είχε μαζευτεί εκεί και γιουχάϊζε τους Μακεδόνες. Όλοι περίμεναν τον Δημήτριο να επιτεθεί.

«Δεν θα τους κάνει τη χάρη» είπε ο Λυκάνιος.

Είχε παραβλέψει το βασικό του δόγμα ότι έπρεπε να μεταδίδει τις ειδήσεις ξερά και χωρίς σχόλια.

«Λες να φοβηθεί την αιματοχυσία;» είπε ο Μύρων.

«Μάλλον. Δεν θα τα καταφέρει με τις δυνάμεις του».

«Θα έχει και τους Αθηναίους μαζί του».

«Δεν πέφτουν τα φρούρια. Οι Λακεδαιμόνιοι τριάντα χρόνια πάλευαν και δεν πέρασαν τα Μακρά Τείχη».

«Αν περιμένει να λιμοκτονήσουν για να παραδοθούν, θα αργήσει πολύ» είπε η Κλεοτίμα.

«Λένε ότι με τις πολιορκητικές μηχανές που έχει αυτός ο Δημήτριος μπορεί να ρίξει κάθε φρούριο» είπε ο Μύρων.

«Θέλει χρόνο για να τις φτιάξει» είπε ο Λυκάνιος. «Κι έχει τα Μέγαρα να καταλάβει».

«Ήρθαν, άραγε, οι εκπρόσωποι των Μεγαρέων;» ρώτησε η Κλεοτίμα.

«Ναι, ήρθαν από τον δήμο. Του ζητούν να επέμβει και θα τον βοηθήσουν, αρκεί να επαναφέρει τα πάτρια(*1)».

Η περιφορά της κηδείας δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να περάσει από εδώ ως τον Τραπεζώνα. Για σιγουριά, πήγαν στο κεντρικό λιμάνι να δουν την κατάσταση με τα μάτια τους.

«Κοίτα, ετοιμάζουν την κληρωτίδα» είπε η Κλεοτίμα καθώς περνούσαν από την Ιπποδάμεια αγορά.

Με το που επικράτησε ο Ελευθερωτής Δημήτριος του Αντιγόνου κι έκανε τις εξαγγελίες του, ο δήμος δεν περίμενε. Πολίτες ήταν και πάλι όλοι οι Αθηναίοι. Είχαν αποκτήσει ξανά τα πολιτικά τους δικαιώματα κι όσοι τα είχαν στερηθεί απ’ τον Φαληρέα και τους Μακεδόνες. Θα έμπαιναν στην κληρωτίδα όλα τα ονόματα από όλες τις φυλές σε όλους τους δήμους. Θα μοιράζονταν εξ αρχής όλα τα αξιώματα κι οι θέσεις ευθύνης κι εξουσίας. Άλλος θα γινόταν βουλευτής ή δικαστής ή επώνυμος άρχων. Άλλος θα γινόταν πρύτανης, μετρονόμος, σιτοφύλακας, οδοποιός, αθλοθέτης, ιεροποιός ταμίας, λογιστής, γραμματέας. Ένα σωρό ακόμα αξιώματα της πολιτείας θα καταλαμβάνονταν από τους πολίτες χωρίς κριτήριο πλούτου ή φήμης. Μόνο κριτήριο η τύχη μέσα από την κλήρωση. Θα έμεναν σε αυτά τα αξιώματα για ένα έτος και δεν θα είχαν δικαίωμα επανεκλογής στην ίδια θέση. Πριν αναλάβουν τη θέση που θα τους έδινε η κληρωτίδα, θα καταγραφόταν λεπτομερώς όλη η περιουσία τους. Όταν ξαναγύριζαν στη θέση του απλού πολίτη, θα έπρεπε να μην έχουν πλουτίσει. Αν αυτό συνέβαινε, τότε ο δήμος θα έπαιρνε το παραπανίσιο που θα είχε αποκτηθεί.

«Ο δήμος με αυτά τα κληρωτήρια ξαναπαίρνει στα χέρια του την εξουσία» είπε ο Μύρων. «Καταργούνται οι επόπτες κι οι επιστάτες του επιμελητή».

«Λένε πως θα τον δικάσουν» είπε η Κλεοτίμα.

«Τότε δεν την γλιτώνει. Δεν θα βρεθούν εύκολα πολίτες που να αποφασίσουν ότι είναι αθώος».

«Δεν τον λυπάμαι καθόλου. Τα ήθελε και τα έπαθε».

Προχώρησαν προς τον Τραπεζώνα. Καθώς περπατούσαν κατά μήκος της παραλίας είδαν το «Εμπορείο». Ήταν ένα κτίσμα με πλάτος ενός και μήκος πέντε σταδίων(*2). Εκεί ήταν κι η «Μακρά Στοά» που είχε κτιστεί τον καιρό του Περικλή. Λίγο πιο κάτω ήταν το «Δείγμα» όπου εξέθεταν τα προϊόντα τους οι έμποροι. Αριστερά τους έβλεπαν την Ηετιώνεια Πύλη και την κατάληξη των Μακρών Τειχών. Μπροστά τους απλωνόταν ο Τραπεζών κι εκεί ήταν ο τάφος, η τελευταία κατοικία, του αγαπητού τους Ερμόδωρου.

Στάθηκαν λίγο στο Αφροδίσιο. Ο ναός ήταν ουσιαστικά ένα θεραπευτικό κέντρο. Ήταν σχεδόν κήπος παρά κτίσμα. Ήταν κατασκευασμένος λιγότερο από κολόνες κι αετώματα και περισσότερο με δέντρα, λουλούδια και θάμνους. Είχε και δωμάτια για ανθρώπους που έρχονταν εδώ να θεραπευτούν. Υπήρχαν τριγύρω λιμνούλες, ρυάκια κι αίθρια ή λουτρά κι από παντού αναδύονταν μυρωδιές αρωματικών φυτών. Μέσα σε αυτόν τον χώρο κάθισαν σε ένα ξύλινο παγκάκι. Η δροσιά κι η ομορφιά του τοπίου τούς ξεκούρασε αμέσως.

«Πολύ όμορφα και γαλήνια είναι εδώ» είπε η Κλεοτίμα.

«Μετά το έλος(*3) παύει εντελώς η κίνηση κι ο Πειραιάς είναι μαγεία» συμφώνησε ο Μύρων.

«Εδώ θα αφήσουμε τον Ερμόδωρο» είπε συγκινημένη.

«Όλοι θα πάρουμε τον ίδιο δρόμο» την παρηγόρησε.

«Νιώθω εντελώς μόνη μου Μύρων!» ξέσπασε επιτέλους κοντά του η Κλεοτίμα.

Κρατούσε καλά τη θέση και την αξιοπρέπειά της όσο υπήρχαν κι άλλοι τριγύρω. Τώρα όμως, που ήταν μόνοι τους σε ένα τόσο όμορφο μέρος, κοντά στον τάφο του Ερμόδωρου, δεν κρατήθηκε. Αφέθηκε στον πόνο της.

«Τι θα κάνω Μύρων; Είχα συνδέσει απόλυτα τη ζωή μου με τον Ερμόδωρο. Τώρα που χάθηκε νιώθω απροστάτευτη και πολύ μόνη».

«Μην ανησυχείς γι αυτό Κλεοτίμα, είμαστε κι εμείς εδώ, οι φίλοι σου. Δεν θα είσαι ποτέ μόνη».

Ο Μύρων πάντα την συμπαθούσε, περισσότερο απ' όσο ένας άντρας μπορούσε να συμπαθεί τη γυναίκα του φίλου του. Είχε την αδιόρατη εντύπωση πως κι εκείνη τον συμπαθούσε, ήταν όμως ανάρμοστο να κάνει τέτοιες σκέψεις. Γι αυτό, πάντα τις έδιωχνε από το μυαλό του. Όταν έμαθε για τον θάνατο του Ερμόδωρου κι έτρεξε να της το αναγγείλει δεν μπόρεσε να αποφύγει κάποιες σκέψεις. Τώρα θα έμενε μόνη. Ο Ερμόδωρος προηγείτο, αλλά, ήταν νεκρός. Οι ζωντανοί θα συνέχιζαν. Δεν τολμούσε να σκεφτεί «ουδέν κακόν αμιγές καλού» όμως νά που ερχόταν στο μυαλό του διαρκώς. Αυτές οι ανάρμοστες σκέψεις δεν τον άφηναν καθόλου να ησυχάσει.

«Μιλάς σαν να μην ξέρεις την κοινωνία» του είπε.

Την τράβηξε κοντά και την έγειρε να ακουμπήσει στον ώμο του. Θα ήθελε να την χαϊδέψει και να την καθησυχάσει αλλά δεν τολμούσε να την αγγίξει. Δεν φοβόταν κανέναν άλλον από την ίδια την Κλεοτίμα κι από την εντύπωση που θα της δημιουργούσε. Απέφυγε την βιαστική κίνηση. Μέσα στο πένθος της δεν θα έπρεπε να την φορτώνει με διλήμματα και τύψεις. Ένιωθε το πρόσωπό της να ακουμπά στον γυμνό του ώμο και τα μαλλιά της να πέφτουν στο μπράτσο του. Η Κλεοτίμα, που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι έγερνε πάνω του, πετάχτηκε ξαφνιασμένη. Στάθηκε λίγο μακριά του κι ένιωσε πως είχε μόλις ξεπεράσει κάθε όριο ντροπής. Κι ήταν ακριβώς η μέρα της κηδείας του Ερμόδωρου.

«Ω, θεοί, κόντεψα να αποκοιμηθώ» του είπε. «Θα είμαι πολύ κουρασμένη από το ξενύχτι».

«Ηρέμησε Κλεοτίμα, κανείς δεν μας κυνηγά».

Με τα χέρια της έπιασε το κεφάλι της κι η κίνησή της έδειχνε απελπισία. Για τον Μύρωνα, εκτός απ’ την απελπισία, αποκάλυπτε κι ένα όμορφο σημείο του κορμιού της, το όμορφο χέρι της. Απέφυγε να την πιάσει από τους αγκώνες ή τις μασχάλες της. Βασανιζόταν από τον πόθο το ίδιο όσο κι εκείνη βασανιζόταν από τις τύψεις.

«Ω, θεοί, θεοί, τι θα κάνω;» αναρωτήθηκε η Κλεοτίμα χωρίς να περιμένει καμιάν απάντηση.

«Θα συνεχίσεις να ζεις και να ομορφαίνεις τη ζωή μας» της είπε ο Μύρων θαρρετά.

«Δεν είναι μόνο που χάνω τον Ερμόδωρο» είπε εκείνη. «Είναι κι όσα με περιμένουν».

«Μπορεί να είναι όμορφα αυτά που σε περιμένουν».

Ήταν γοητευμένος από την παρουσία της. Η αδυναμία που έδειχνε σχεδόν τον μεθούσε όσο οι μυρωδιές των ανθέων κι οι ομορφιές του τοπίου.

«Η σχέση μου μαζί του ήταν γνωστή σε όλους. Κανείς δεν θα θέλει πια μια “χρησιμοποιημένη” γυναίκα».

«Ε, όχι και «κανείς» Κλεοτίμα. Δεν είναι όλοι ηλίθιοι εδώ στην Αθήνα!»

Τον κοίταξε παραξενεμένη.

«Ναι αυτό ακριβώς εννοώ! Υπάρχουν πολλοί που θα ήθελαν την Κλεοτίμα. Αν θες να ξέρεις, εγώ είμαι ο πρώτος στη λίστα!» της είπε ο Μύρων χωρίς δισταγμό.

«Ω, καλέ μου» είπε εκείνη κεραυνοβολημένη απ' την ομολογία του.

Αν για τον Μύρωνα ήταν άπρεπο να την σκέφτεται, για εκείνην ήταν εξ ίσου άπρεπο να τον βάζει στο νου της. Ήταν ο φίλος του άντρα που θα γινόταν ο άντρας της ζωής της. Ήταν και δικός της φίλος επίσης. Όσο κι αν της άρεσε ο Μύρων, δεν είχε το δικαίωμα να κάνει όνειρα γι αυτόν. Νά όμως που ο θάνατος, είχε ανατρέψει όλες τις σταθερές της ζωής της και νά που είχε κάνει το αδύνατο δυνατό. Εξακολουθούσε βέβαια να ντρέπεται και να έχει τύψεις.

«Μύρων, καλύτερα να το αφήσουμε αυτό» του είπε.

«Σωστά!» είπε κι εκείνος βιαστικά.

Κάθισαν για λίγα λεπτά αμίλητοι.

«Όμως, δεν θα ξεχάσουμε να το συζητήσουμε μιαν άλλη φορά. Εντάξει;» της είπε.

«Ναι, μιαν άλλη φορά» του είπε εκείνη κι άγγιξε με το χέρι της το δικό του.

Έμειναν για λίγο ακόμα ακίνητοι κι αμίλητοι, ίσως γιατί, ήδη, είχαν πει πάρα πολλά.

..........................

Παραπομπές:

(*1) Εννοείται πως όταν λένε «πάτρια» εκείνη την εποχή, εννοούν το πάτριο πολίτευμα των Ελλήνων, δηλαδή την δημοκρατία.

(*2) Το Εμπορείοι με τις σημερινές μονάδες μέτρησης είχε μήκος χίλια μέτρα και πλάτος περίπου 250 μέτρα. Είχε «κρηπίδες» και «υποδοχές» που ανάμεσά τους σχηματίζονταν «νηοδόχοι» για να πιάνουν ντα πλοία.

(*3) Ολόκληρη η περιοχή «Αλίπεδον» που βρίσκεται ανάμεσα στον σημερινό ηλεκτρικό σταθμό του Πειραιά και τον Άγιο Διονύσιο ήταν ένα έλος.

*************************************

Αύριο Πέμπτη η συνέχεια της ιστορίας πάντα το μεσημέρι της 10ης Ιουνίου, της δεύτερης από τις τρεις συγκλονιστικές μέρες της Αθήνας του 307 π.Χ.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

22 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 22η

 Η οργάνωση των ορφικών βρίσκεται πίσω από όλα. Δεν είναι εύκολη δουλειά η αποκάλυψή της.

*************************************


(ακόμη συνεχίζουμε στο μεσημέρι της 10ης Ιουνίου 307 πΧ.)

Η Πανδότη έδειχνε εξωτερικά σκληρή και άκαμπτη. Ήταν η ανέγγιχτη ιέρεια μιας αυτόνομης ορφικής ιερής ομάδας που είχε για σκοπό της την σωτηρία της ψυχής. Οι ορφικοί πίστευαν πως ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις. Η μια ήταν η θεϊκή, κι ήταν η ψυχή του. Η άλλη ήταν η τιτανική, προερχόμενη απ’ τους Τιτάνες κι ήταν το σώμα του. Όποιος ήθελε να αποκτήσει μεταθανάτια ευδαιμονία έπρεπε, να καταφέρει κάτι για όσο θα ζούσε σε αυτή τη ζωή. Έπρεπε η ευγενική θεϊκή του φύση να νικήσει την τιτανική. Αυτό γινόταν μέσα από την άσκηση και τον έλεγχο των επιθυμιών. Η ευγενής ψυχή απαλλασσόταν από το βρομερό της περίβλημα, την ύλη. Τότε ο άνθρωπος έβρισκε την μακαριότητά του. Αυτήν είχε πριν γεννηθεί και φυλακιστεί η αιώνια ψυχή του στο φθαρτό σώμα του.

Ήταν μια θεωρία ιδεαλιστική, όμοια με τις δοξασίες των πυθαγορείων και του Πλάτωνα. Οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας και των άλλων σχολών θεωρούσαν τους ορφικούς τσαρλατάνους και μάγους. Διαφωνούσαν με τους καθαρμούς που έκαναν για να καθαρίσουν την ψυχή από τις βρομιές του σώματος. Ούτε κι η Πανδότη πίστευε στους καθαρμούς. Προτιμούσε να διαβάζει τα ιερά βιβλία του Μουσαίου ή του Ορφέα(*1) που ήταν γεμάτα ποίηση. Ωστόσο πρόθυμα εκτελούσε τις εντολές των Μυστών που στέκονταν ψηλά στην ιεραρχία. Φυσικά, δεν αποκάλυπτε τι πίστευε και τι όχι.

Παρά την φαινομενική αυστηρότητά της, ήξερε πως το δικό της βρόμικο περίβλημα, το σώμα, ήταν αληθινά επίμονο. Πάλευε δυνατά με την ευγενική ψυχή της για να της στερήσει την μεταθανάτια ευδαιμονία. Τα πενήντα πέντε της χρόνια δεν είχαν κάμψει τις σφοδρές ερωτικές της επιθυμίες. Η εξάσκηση στην ολιγάρκεια δεν την είχε βοηθήσει. Δεν της ήταν αρκετοί οι Μεγάλοι Μύστες για να βρίσκει ερωτική ικανοποίηση. Της άρεσαν τα νεανικά γυμνασμένα ανδρικά σώματα, ιδιαίτερα ο Υπάνωρ. Κι άλλοι νεαροί της προκαλούσαν πόθο, γι αυτό και απέφευγε να πηγαίνει στα γυμναστήρια. Ο Υπάνωρ, όμως, ήταν συνεχώς μπροστά της. Ήταν κι οι άλλοι δυο βέβαια κοντά της, αλλά, δεν της έκαναν. Ο Φερεθάνης ήταν ψυχρός κι άψυχος ενώ ο Ληθόνους χαζός. Ο Υπάνωρ ήταν λίγο δειλός, όμως, τον ήθελε. Υπέφερε η ψυχή της όταν πάλευε για να κατανικήσει αυτόν τον πόθο που της επέβαλλε το κορμί της.

Οι αντιρρήσεις του Υπάνορα για τη σκοπιμότητα των εντολών της, την έκαναν να παθιάζεται ακόμα περισσότερο. Στο πρόσωπό του αναγνώριζε μια πλούσια κι ανεξάρτητη ψυχή. Ήθελε να νιώσει αυτή την ψυχή στο μεδούλι της και να τον φάει -αν ήταν δυνατόν- ζωντανό. Ήθελε να λιποθυμήσει στην αγκαλιά του από την ηδονή και να πεθάνει κι η ίδια από τον πόθο. Τόσο πολύ τον ήθελε και τέτοιο αγώνα έδινε συνεχώς για να τον κρατά μακριά της. Όμως, εις μάτην, γιατί αυτός ήταν συνεχώς κοντά της σαν φυσική παρουσία.

Όταν ένιωσε πως είχε προσβληθεί, σήκωσε το χέρι της να τον χαστουκίσει. Εκείνος την έπιασε από τον καρπό και την ακινητοποίησε. Τότε τής ήρθε της Πανδότης να ξεσπάσει. Σαν μικρό κορίτσι ήθελε να κλάψει επιτέλους σε μιαν αγκαλιά, κι ας ήταν ο Υπάνωρ σχεδόν εγγονός της. Της έλειπαν δυο χέρια που θα την έκλειναν ανάμεσά τους. Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος που είχε δεθεί με την οργάνωση τόσο πολύ. Ίσως ήταν το υποκατάστατο της αγκαλιάς που γύρευε από μικρή και δεν είχε ποτέ της αποκτήσει. Έτσι έχανε το μυαλό της μαζί του και γύρευε να ριχτεί στην αγκαλιά του. Έτσι είχε συμβεί πάλι και τώρα. Ευτυχώς, η είσοδος των άλλων δύο, την είχε γλιτώσει απ’ την αμηχανία και τον εξευτελισμό.

Μίλησαν και διαπίστωσαν ότι νεκρός ήταν πραγματικά ο Χρηστίας κι όχι κανένας άλλος. Ήταν προσβλητικό να είναι αναγκαία τέτοια επιβεβαίωση, αλλά, αυτή ήταν η κατάσταση. Αφού, λοιπόν, είχαν σκοτώσει το σωστό άτομο, πληρώθηκαν. Οι Μύστες είχαν δώσει αρκετά, εκατό δραχμές πήρε έκαστος γι αυτή την αποστολή(*2). Η Πανδότη τους εξήγησε, άλλη μια φορά, πόσο προσεκτικοί έπρεπε να είναι όλοι στο μέλλον. Δεν έπρεπε να ανοίξουν ποτέ και πουθενά το στόμα. Κανόνισε να έρθουν αύριο το βράδυ στη «Σπηλιά» για ένα επινίκιο συμπόσιο με τα κορίτσια και τις ουσίες.

«Θα έρθεις;» ρώτησε τον Υπάνορα,

«Γιατί με ρωτάς εμένα; Ρώτα τους άλλους»

Ήταν επιθετικός, ίσως, γιατί είχε πια καταλάβει την αδυναμία της. Η Πανδότη, όμως, δεν σκόπευε να παραιτηθεί ούτε των επιθυμιών ούτε των δυνατοτήτων της. Είχε βότανα, χόρτα, δηλητήρια, ποτά και σκόνες. Είχε όλα όσα χρειαζόταν για να μετατρέψει τον Υπάνορα σε φλογερό εραστή υποτακτικό της, έστω και για λίγες ώρες.

«Ας συμφιλιωθούμε» του είπε.

«Εντάξει» είπε εκείνος. «Όμως, μη με πλησιάζεις».

«Έλα μέσα. Θα σου ετοιμάσω να φας και συζητάμε»

«Πρέπει να φύγω».

«Θα φύγεις, μη βιάζεσαι τόσο».

Ο Υπάνωρ δεν την συμπαθούσε, αν κι είχε κάτι πάνω της που το σεβόταν και του άρεσε. Δεν την φοβόταν. Τώρα ήταν η καλύτερη ευκαιρία να της πει ότι έφευγε από την οργάνωση. Άφηνε αυτή τη ζωή για μιαν άλλη, όχι την μετά θάνατο αλλά για κάπου αλλού. Ίσως να του έδιναν κάποια βοήθεια κι αυτοί. Προς το παρόν μπορούσε να μείνει για λίγο εδώ, στη Σπηλιά, ώσπου να έρθει η ώρα να συναντήσει την Εριφύλη. Έτσι κι αλλιώς μετά το βραδινό φονικό του φέρονταν όλοι πολύ καλά. Το έδειχνε κι ο Μύστης, που είχε φανεί μαζί τους γενναιόδωρος, αλλά κι η περιποίηση της Πανδότης.

Έφαγε κι ήπιε αυτά που του έδωσε η ιέρεια. Σύντομα άρχισε να νιώθει μια γλυκιά χαλάρωση και μια κατάσταση αφασίας. Όλα άρχισαν να γίνονται όμορφα κι επιθυμητά ακόμα κι η Πανδότη. Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκαν αγκαλιά στο ίδιο κρεβάτι να κάνουν έρωτα. Αυτό που δεν της έδινε όλες τις άλλες φορές, τώρα, ζαλισμένος και ναρκωμένος, το έδινε χωρίς μέτρο ή συγκράτηση. Εκείνη ρουφούσε την ηδονή του νεανικού κορμιού του. Ήξερε πως γι αυτή την απόλαυση θα πλήρωνε πολλά. Το τιτάνιο, δηλαδή το γήινο, κορμί βεβήλωνε την θεϊκή κι άφθαρτη ψυχή της. Καθαρμοί, μυστικές ενώσεις με το θείο και φυλαχτά θα επιστρατεύονταν για να ξαναβρεί η ψυχή της την γαλήνη. Τώρα, όμως, αφηνόταν να ζει μέσα στην τρικυμία της ερωτικής αναστάτωσης, στην ηδονή και την απόλαυση.

«Γλυκό μου αγόρι» του ψιθύριζε.

«Τι έγινε; Τι κάναμε; Γιατί είσαι πάνω μου;»

Ο Υπάνωρ την είχε ακολουθήσει στον ερωτικό της ρυθμό χωρίς καλά καλά να αντιλαμβάνεται τι γινόταν. Μεθυσμένος από την υπερβολική δόση των βοτάνων που του είχε δώσει, ζούσε την ηδονή μέσα στην παράκρουση. Καθώς συνερχόταν, όμως, καταλάβαινε τι είχε γίνει.

«Γιατί είμαστε στο κρεβάτι; γιατί δεν φοράς ρούχα;»

«Μην ανησυχείς, άντρα μου δυνατέ» του ψιθύρισε.

«Με πότισες φαρμάκια! καταραμένη, σκύλα!»

«Ήπιαμε λίγο από την ουσία της ζωής και οι δυο. Όλα τα άλλα, τα θέλαμε κι έγιναν».

«Τι "θέλαμε" μου λες; εγώ, ακόμα και τώρα, δεν βλέπω καλά μπροστά μου. Τι μου έδωσες να πιω;»

Η Πανδότη, που ουσιαστικά τον είχε βιάσει, ήθελε τώρα να τον ηρεμήσει. Ο Υπάνωρ δεν ήταν άμεμπτος, πολλές φορές είχε κάνει έρωτα φτιαγμένος από τις ουσίες. Δεν ένιωθε σαν ένα βιασμένο κοριτσάκι, αλλά, κι αυτό που είχε γίνει δεν του είχε αρέσει.

«Δεν έχει νόημα να φωνάζεις τώρα πια» είπε η Πανδότη. «Ό, τι έγινε, έγινε!»

«Πρέπει να φύγω, με περιμένουν» της είπε.

Δεν ήθελε να τον κρατήσει άλλο. Ας έφευγε πριν έρθουν και τους τσακώσουν εδώ στην κατάστασή τους. Εξ άλλου είχε να τα βρει και με τον εαυτό της.

«Θα ξαναρθείς πιο αργά το απόγευμα;» τον ρώτησε.

«Όχι, έχω δουλειά. Ίσως αύριο» της είπε.

Ο Υπάνωρ έπρεπε να φύγει, θα τον περίμενε η Εριφύλη. Κι εκείνη, όμως, ήθελε να μείνει μόνη για να τακτοποιήσει τον χώρο. Σε λίγη ώρα οι Μύστες θα έρχονταν για να της δώσουν την ανταμοιβή της. Μετά την επιτυχία των τριών αποστολών η Πανδότη από απλή «ορφεοτελέστρια» θα γινόταν πια κανονική ιέρεια. Θα ανέβαινε ένα σκαλί πιο ψηλά στην ιεραρχία. Την ιεροπραξία της αναβάθμισης θα έκαναν οι δυο Μεγάλοι, ο Μύστης κι ο Ιεροφάντης.

Είχε κι εκείνη να τους πει πολλά κι ας ήταν δυσάρεστα. Κάτι είχε πάρει το αυτί της κι ήθελε να το ξεκαθαρίσει. Για ποιο λόγο ενδιαφέρονταν τόσο για την οικονομική κατάσταση των νεκρών; Τι σχέση είχε η περιουσία τους με την πορεία μας προς την τελειότητα; Ο Μεγάλος Μύστης είχε μιλήσει στον Μεγάλο Ιεροφάντη -το «Μεγάλος» την ενοχλούσε- με λόγια ύποπτα. Είχε πει πως ο Χρηστίας «δεν έχει σημαντική περιουσία». Ο άλλος είχε απαντήσει: «κάνεις λάθος, είναι πλουσιότερος από τους άλλους δυο». Τι τους ένοιαζε η περιουσία του Χρηστία ή του κάθε επικίνδυνου για την οργάνωση ατόμου; Ήδη, της ήταν δύσκολο να εκτελεί εντολές θανάτου. Αν ήταν χρηματικό το κίνητρο τότε γινόταν σχεδόν αδύνατο. Πίσω από τέτοιες εντολές, μόνο μια θεολογική ανάγκη μπορούσε να κρύβεται.

Όταν έφυγε ο Υπάνωρ, έμεινε μέσα κλειδώνοντας την πόρτα. Όταν έφτασαν ο Μύστης κι ο Ιεροφάντης στη «Σπηλιά», νόμιζαν πως ήταν μόνοι. Δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία της. Η Πανδότη βρισκόταν στο μέσα δωμάτιο. Εκεί παρασκεύαζε τις ουσίες κι οργάνωνε τα όργια μετά από τις επικίνδυνες αποστολές. Υπήρχε ένα ξύλινο κρεβάτι για να μπορεί κανείς να ξεκουραστεί πρόχειρα. Ξάπλωσε εκεί κι έκανε πως κοιμόταν. Ακόμη κι αν αντιλαμβάνονταν πως βρισκόταν εκεί μέσα, δεν θα υποψιάζονταν μήπως τους παρακολουθούσε. Θα πίστευαν ότι είχε ξεμείνει εκεί από το πρωί.

«Πήγες στην επιμελητεία;» ρώτησε ο Μεγάλος Μύστης.

«Πήγα. Όλα είναι άνω-κάτω από χτες που βγήκε αυτός ο καταραμένος στον Πειραιά» είπε ο Μεγάλος Ιεροφάντης.

«Υποβλήθηκαν κανονικά τα αιτήματα;»

«Όλα εντάξει, η επιμελητεία θα τα εγκρίνει».

«Πήραμε και την έγκριση του Φαληρέα;»

«Πρέπει να βάλει τη δική του σφραγίδα και ζητάει κάτι από εμάς».

«Τι ζητάει;» ρώτησε ο Μύστης με θυμό.

«Θέλει να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις που έχουμε για τις ουσίες σε μια εξυπηρέτηση. Φοβάται, βλέπεις, υπερβολικά τον Αντιγονίδη και δεν έχει καθαρή κρίση».

«Δεν μας νοιάζει ο Δημήτριος. Μας νοιάζει η έγκρισή του. Μας νοιάζει επίσης να μην πειράξουν τους ανθρώπους μας» υπενθύμισε ο Μύστης στον Ιεροφάντη. «Αν θέλει από ’μάς μιαν εξυπηρέτηση, δεν θα έχουμε αντίρρηση».

«Η Πανδότη ξέρει τι ζητά ο Επιμελητής. Ας κάνουμε την τελετή και μετά θα πάμε να τακτοποιήσουμε το θέμα» είπε ο Ιεροφάντης.

«Θέλεις να κάνεις εσύ την τελετή, ε;» είπε ο Μύστης. «Ξέρω τι νταλκά μεγάλο έχεις για την Πανδότη».

«Μου αποδίδεις σαρκικές δουλείες!» είπε ο Ιεροφάντης.

«Φίλε μου, ο μόνος λόγος που ακόμα δεν έχεις γίνει το θύμα ενός γεροντικού έρωτα, είναι γιατί εκείνη σε αποφεύγει».

«Μην την κακολογείς» είπε ο Ιεροφάντης.

«Μη ξεμωραίνεσαι! Μια στρίγγλα είναι!» είπε ο Μύστης.

«Εγώ σου λέω, είναι καλή» επέμεινε ο Ιεροφάντης. «Για να υπηρετήσει με το σώμα της έναν άντρα, είναι έξοχη.»

«Καλά ... δεν θα σου χαλάσω το χατίρι».

Η Πανδότη άκουσε έκπληκτη τη στιχομυθία. Όσα έλεγαν γι αυτήν και για τον κρυφό πόθο του Ιεροφάντη ήταν αλήθεια. Είχε παρατηρήσει πώς την ζαχάρωνε, αλλά, δεν του είχε δώσει το παραμικρό δικαίωμα. Ήταν πολύ μεγάλος, ακόμα και γι αυτήν, και προτιμούσε τον εικοσάχρονο Υπάνορα από έναν εβδομηντάρη. Ο Ιεροφάντης απλά τύχαινε να είναι ιερέας με μεγαλύτερο βαθμό από τον δικό της. Αν όμως το πάθος του Ιεροφάντη δεν ήταν έκπληξη, η συζήτηση για τις «δουλειές» τους ήταν αποκαλυπτική. Όσα πίστευε για την οργάνωσή τους κλονίζονταν. Άρα, δεν λειτουργούσαν για την ψυχή τους και για την πίστη στην μετά θάνατον ευδαιμονία, όπως πίστευε. Ό,τι έκαναν είχε σχέση με τις περιουσίες των θυμάτων τους, όπως είχε μόλις ακούσει!

Σκέφτηκε να τους φανερωθεί από μόνη της πριν την ανακαλύψουν. Σηκώθηκε και πήγε σε μία γωνιά του δωματίου όπου υπήρχε ένας νιπτήρας και μια λήκυθος με νερό. Άρχισε να πλένει το πρόσωπό της κάνοντας εντέχνως θόρυβο. Την άκουσαν και μπήκαν μέσα.

«Εδώ είσαι;» τη ρώτησε παγωμένος ο Ιεροφάντης.

«Με είχε πάρει ο ύπνος αλλά φαίνεται πως σας άκουσα που ήρθατε και ξύπνησα».

«Και γιατί δεν μας μίλησες;»

«Μα ... τώρα σηκώθηκα και πλενόμουν για να έρθω να σας χαιρετίσω».

«Έλα στον βωμό για να κάνουμε η τελετή» της είπε ο Μύστης και κοίταξε με βλέμμα ερωτηματικό τον Ιεροφάντη.

Η Πανδότη κατά βάθος ήξερε πως αυτές οι τελετές δεν είχαν τίποτε το μυστήριο ή το ιερό. Απλά λόγια κι ευχές ήταν χωρίς καμιά θεϊκή παρέμβαση. Αληθινό μυστήριο ήταν αυτά που συνέβαιναν στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Εκεί, υπαίτιοι ήταν αναμφίβολα οι θεοί.

«Δεν χαίρεσαι που θα γίνεις ιέρεια;»

«Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη, Μεγάλε Μύστη».

Η αναβάθμισή της είχε γίνει πια αναγκαία μετά από τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Αυτή η τελετή δεν θα της πρόσθετε τίποτε περισσότερο. Δουλειά της ήταν οι τελετές καθαρμών, μέσα από τις οποίες οι άνθρωποι ζητούσαν να «καθαρίσουν» τις ψυχές τους. Ήξερε καλά πως το μόνο στο οποίο βοηθούσαν οι τελετές ήταν να τους απομονώνουν από τις μικρές σκέψεις. Τους απέκοβαν από το ποταπό περιβάλλον για να μπορέσουν να γίνουν αποδέκτες της θείας χάρης. Σαν ορφεοτελέστρια που ήταν, ήξερε πως η σχέση του ανθρώπου με το θείο ήταν πολύ προσωπική υπόθεση.

Στο μεταξύ η τελετή αναβάθμισής της είχε ξεκινήσει. Της άλειψαν τα χέρια με πηλό κι άρχισαν την «απόμαξη» με πίτουρα. Όπως την «καθάριζαν» ο Μεγάλος Μύστης άρχισε να παίζει μουσική με μια λύρα. Έκανε απαγγελία στίχων του Μουσαίου, ενώ ο Ιεροφάντης τον συνόδευε με μιαν άρπα και με στιχους του Ορφέα.

«Όσοι πεθάνουν ατέλεστοι από καθαρμούς θα βρίσκονται αιώνια στις λάσπες του Άδη» έλεγε ο ένας.

«Οι καθαρμένοι και τετελεσμένοι θα λάβουν τη θέση τους στο πλευρό των θεών» έλεγε ο άλλος.

«Οι όσιοι κι οι ευ βεβιωκότες θα απολαμβάνουν ένα διαρκές συμπόσιο με στεφάνια κι αιώνια μέθη»(*3), έλεγαν κι οι δύο.

«Η Πανδότη νυμφεύεται τον Ορφέα»

«Χαίρε ιέρεια, χαίρε κόρη των μεγάλων θεών, χαίρε μεσολαβήτρια μεταξύ θνητών κι αθανάτων».

Με κάτι τέτοια κι άλλα πολλά, πέρασαν ένα περιδέραιο στο λαιμό της. Είχε το σήμα της ιδιαίτερης ορφικής οργάνωσής τους. Της φόρεσαν κι ένα στεφάνι με χάλκινα στολίδια και με δημητριακά στα μαλλιά της.

«Από εδώ και πέρα, αγαπημένη των θεών Πανδότη, είσαι ιέρεια» της είπε ο Μεγάλος Μύστης.

«Κι έχεις δικαίωμα πλέον στα μυστήρια του Ορφέα» της είπε κι ο Μεγάλος Ιεροφάντης.

Εκείνη τους άκουγε και δεχόταν όλες τις περιποιήσεις και τις ευχές τους. Μόνο στο τέλος, όταν ησύχασαν κι η τελετή ολοκληρώθηκε, τους ρώτησε:

«Μεγάλε Μύστη και Μεγάλη Ιεροφάντη, μπορώ πια να μετέχω όλων των μυστικών μας. Θέλω, λοιπόν, να ρωτήσω για να μου λυθούν οι απορίες».

«Βεβαίως!» της είπαν.

«Ζητώ να μου εξηγήσετε ποιος λόγος μας υποχρέωσε να εκτελέσουμε τους τρεις Αθηναίους. Ως ορφεοτελέστρια δεν είχα το δικαίωμα να ρωτώ, τώρα όμως θέλω να ακούσω τις εξηγήσεις σας».

Δεν τους άρεσε η ερώτηση και δεν έκρυψαν καθόλου την δυσαρέσκειά τους.

«Αυτό δεν σε αφορά. Από σήμερα είσαι ιέρεια. Για τις νέες αποστολές θα τα μαθαίνεις όλα» είπε ο Ιεροφάντης.

«Μην γίνεσαι αυθάδης» της είπε ο Μύστης.

«Μου είχατε πει ότι η υπεράσπιση της οργάνωσής μας ήταν ο λόγος για ό,τι έγινε».

«Αυτό που σου είπαμε ισχύει».

«Και τι δουλειά έχουμε με τις περιουσίες των νεκρών;»

Ο Μύστης έδειξε μεγάλο εκνευρισμό.

«Θα τα πούμε αυτά μιαν άλλη φορά» είπε ο Ιεροφάντης.

«Κι έχουμε μια σημαντική δουλειά ακόμα να κάνουμε» της είπε ο Μύστης.

Της εξήγησαν. Μιλούσαν μια ο ένας μια ο άλλος.

«Ο Δημήτριος θέλει τις υπηρεσίες μας».

«Κι εσύ μπορείς να του δώσεις αυτό που θέλει».

«Μια γυναίκα θέλει να αποπλανήσει ο άμοιρος!»

«Να της δώσεις κάτι για να μην του αντισταθεί».

«Να φανεί ότι τον θέλει. Θα του πούμε πως οι θεοί την έκαναν να τον θέλει».

«Χάρη σε εμάς!»

Η Πανδότη είχε γίνει ειδική στις φαρμακευτικές ουσίες. Επηρέαζε όχι τόσο το μυαλό όσο τις αισθήσεις. Μπορούσε να φτιάχνει ιδανικές ερωτικές παραισθήσεις.

«Πού την έχει;» τους ρώτησε. «Στη Βασίλειο Στοά;»

«Στο πατρικό του, στο Φάληρο».

Απορούσε πού την έβρισκε την όρεξη τέτοιες δύσκολες ώρες ο Επιμελητής να θέλει αποπλανήσεις. Είχε εναντίον του τον δήμο που είχε επαναστατήσει κι αποζητούσε τον θάνατό του. Πώς μπορούσε να έχει στο μυαλό του καρφωμένη την ιδέα πώς να κατακτήσει μια γυναίκα;

«Πάρε μαζί σου όλα τα φάρμακα που έχεις. Κοίταξε να είναι τα πιο δραστικά. Πρέπει να δώσουμε στον Δημήτριο αυτό που ζητάει» της είπαν.

«Πότε θα πάμε στο Φάληρο;»

«Τώρα θα πάτε, εσύ κι ο Ιεροφάντης» είπε ο Μύστης.

Η Πανδότη σκεφτόταν ότι της ζητούσαν να κάνει ακόμα μιαν ατιμία. Ήταν αρκετά σκληρή ώστε να μην κάμπτεται από ηθικού τύπου δισταγμούς. Όταν επρόκειτο για κάτι που θα είχε ευρύτερη σημασία για την οργάνωση, δεν είχε αντίρρηση να το κάνει. Όμως δεν θα κορόιδευε τον εαυτό της. «Πάμε λοιπόν για την τελευταία σας ατιμία» σκέφτηκε.

«Θέλω να με υπολογίζετε σαν ιέρεια που (*3) Τείμαι» είπε.

Ήξερε πως θα τους πονούσε αλλά δεν την ένοιαζε πια!

........................................

Παραπομπές:

(*1) Ο Μουσαίος ήταν μαθητής του Ορφέα κι είχε γράψει πολλά ιερά βιβλία. Οι Πλατωνικοί τα θεωρούσαν όλα ρυπαρογραφήματα. Οι αρχαίοι γενικως δεν είχαν κανένα ιερό βιβλίο.

(*2) Περίπου μια δραχμή ήταν το κανονικό μεροκάματο ενός τεχνίτη ή ενός μισθοφόρου οπλίτη εκείνη την εποχή. Μισή δραχμή ημερησίως ήταν η βουλευτική αποζημίωση.

(*3) Τέτοια λόγια περίπου έλεγαν οι ορφικοί και τέτοιες ήταν οι τελετές τους. Ήταν μυστικά που έμεναν κρυφά. Μερικά από αυτά τα έχει καταγράφει ο Πλάτων από όπου προέρχονται τα χωρία με τις πιο πάνω περιγραφές.

*************************************

Αύριο, Τετάρτη, η συνέχεια