Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

03 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" 3η συνέχεια

Είμαστε πάντα στο πρωινό της 5ης φθίνοντος Θαργηλιώνος ή 9ης Ιουνίου. Από τις συζητήσεις και τα γεγονότα, βλέπουμε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών και τις πολιτικές που ακολουθούνται στην πόλη. Η Αθήνα έχει χάσει το κλέος της αλλά συνεχίζει να αναπολεί τα μεγαλεία. 

************************************ 



1ο Κεφάλαιο (τρίτο μέρος, συνέχεια).

.................

Η περιποίηση του νεκρού για τους Έλληνες σε όλες τις πόλεις ήταν πράξη τελετουργική. Ο Ερμόδωρος ήταν πλυμένος και ντυμένος με καθαρά και λευκά ρούχα. Ήταν τοποθετημένος σε ένα κρεβάτι, στο μέσον της μεγάλης τραπεζαρίας του σπιτιού. Όπως ήταν το σωστό,. είχε τα πόδια του γυρισμένα προς την έξοδο. Γύρω του γυναίκες του οικογενειακού περιβάλλοντος ή φίλοι και συγγενείς. Εκεί ήταν κι η Δάφνη κι η Φιλογένεια. Κάτω από το κεφάλι είχε ένα μαξιλάρι με λουλούδια. Κάποια πράγματα ήταν σημαδιακά.

Δεν είχαν βάλει οβολό στο στόμα. Ο Καινέας δεν πίστευε στον μύθο ότι έπρεπε να πληρώσει μεταφορικά στον Άδη και το είχε αρνηθεί. Ωστόσο η Ολύνθια -που φοβόταν πιο πολύ και γι' αυτό πίστευε στους θεούς- είχε αφήσει δίπλα του ένα γλυκό. Το είχε φτιάξει από μέλι για να απαλύνει τον Κέρβερο στις πύλες του Άδη. Έτσι ισορροπούσε την ασέβεια του συζύγου της με την δική της ευσέβεια. Μοιρολογίστρες, λουλούδια, λήκυθοι με αρώματα, συμπλήρωναν τη σκηνή. Η ενδελεχής ιατρική εξέταση ήταν πρακτικά αδύνατη. Κάποια στιγμή το μεσημέρι, όμως, θα υπήρχε τέτοια δυνατότητα όπως πολύ σωστά είχε διαβλέψει ο Λήστος.

«Δηλητηρίασαν τον Ερμόδωρο! Απίστευτο!» σκέφτονταν ο Μύρων κι ο Ιάσων και περίμεναν την δεύτερη εξέταση.

.............................................

Απέναντι από το σπίτι, κάποιοι στέκονταν ανακατεμένοι με τον κόσμο που είχε έρθει στην πρόθεση(*1). Ήταν η Πανδότη, ο Ληθόνους, ο Υπάνωρ κι ο Φερεθάνης. Ήθελαν να φαίνονται φυσιολογικοί, αλλά, μόνο φυσιολογική δεν ήταν η παρουσία τους. Ούτε συγγενείς ήταν, ούτε φίλοι. Ήταν οι δολοφόνοι του Ερμόδωρου. Είχαν έρθει να βεβαιωθούν ότι ο νεκρός ήταν όντως νεκρός, κι ότι είχε σκοτωθεί ο σωστός άνθρωπος.

Η Πανδότη είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι μπορεί και να είχε γίνει λάθος! Δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Μόλις λίγες μέρες νωρίτερα τα τρία ξεφτέρια της είχαν επιτεθεί σε λάθος θύμα. Ευτυχώς δεν τον είχαν σκοτώσει. Ήταν νέοι στο επάγγελμα αλλά αυτό δεν ήταν δικαιολογία, σκεφτόταν η Πανδότη. Αν άθροιζες τα χρόνια τους -είκοσι έκαστος- μόλις που περνούσαν τα πενήντα πέντε δικά της. Παρομοίως, αν άθροιζες και τα μυαλά τους δεν θα έφτανες το δικό της. Ίσως, μάλιστα, αυτοί να μην είχαν ούτε κουκούτσι μυαλό. Γι' αυτό έπρεπε να γίνει επιτόπια παρατήρηση. Ήδη είχαν περάσει μια φορά κι είχαν ρωτήσει κάποιους γείτονες.

Για σιγουριά η Πανδότη μπήκε στην τραπεζαρία του σπιτιού όπου ήταν το σώμα του νεκρού. Είδε τον γιο του Καινέα με τα μάτια της. Βεβαιώθηκε ότι οι δολοφόνοι που του είχαν επιτεθεί το βράδυ δεν είχαν κάνει λάθος. Έδωσε στους γονείς του νεκρού τα συλλυπητήριά της κι εκδήλωσε κι αυτή τον πόνο της για τον χαμό του. Δεν έδειξε την ικανοποίησή της, βέβαια, που η αποστολή είχε εκτελεστεί επιτυχώς χωρίς κανένα μοιραίο λάθος.

«Τι κρίμα, τόσο νέος!» είπε με θλιμμένο ύφος σε μια από τις συγγένισσες του νεκρού.

«Δία και Περσεφόνη, πώς χάθηκε ένα τέτοιο παλικάρι! Σταμάτησε η καρδιά του, λένε .... Πώς σταματάει έτσι μια νέα καρδιά;» είπε αυτή.

«Θα ξανάρθει, κυρά, μην ανησυχείς, όλες οι ψυχές έρχονται πίσω μετά από λίγο» της είπε.

Τα πίστευε αυτά η Πανδότη. Δεν μπορεί να χανόταν η ψυχή, αυτό το υπέροχο δημιούργημα του θεού, του υπέρτατου όντος. Δεν είχε σημασία που το υπέρτατο ο εκφραζόταν με τις διάφορες μορφές των δώδεκα θεών ή των επί μέρους θεοτήτων. Με όποια μορφή κι αν το έβλεπες, ήταν πάντα ο κύριος της ζωής και του θανάτου όλων μας. Ήταν φυσικό να επανερχόταν κάθε τόσο η ψυχή, όπως ακριβώς πίστευαν οι ιερείς της ορφικής διδασκαλίας. Ήταν κοινό μυστικό και το πίστευαν όχι μόνο οι Ορφικοί κι οι Πυθαγόρειοι. Ακόμα κι οι Περιπατητικοί έλεγαν πως η ψυχή ήταν άφθαρτη. Γιατί λοιπόν να μην πίστευε το ίδιο κι εκείνη; Οι ψυχές έφευγαν από το σώμα με τον θάνατο αλλά ξανάρχονταν εδώ στη γη αφού έκαναν μια στάση στα αστέρια. «Κάθε αστέρι και μία ψυχή» σκέφτηκε. «Γι' αυτό είναι τόσο πολλά, επειδή είναι τόσο πολλοί κι οι άνθρωποι».

Πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, που ήταν πλατύς μπροστά από το σπίτι του Καινέα. Ήταν γεμάτα το σπίτι κι ο δρόμος με ανθρώπους που θρηνούσαν. Την πρόσεξαν οι τρεις συνοδοί της και την κοίταξαν από μακριά ερωτηματικά. Προσπάθησαν να διακρίνουν αν είχε επιβεβαιώσει πως είχαν κάνει το σωστό όταν επιτέθηκαν στον Ερμόδωρο. Εκείνη τους έγνεψε αμέσως ότι όλα ήταν εντάξει.

«Αυτή τη φορά τα καταφέρατε» τους είπε.

«Γιατί; Αμφέβαλλες, Πανδότη;»

«Φυσικά και αμφέβαλλα, ευτυχώς, όμως, αυτή τη φορά δεν έγινε λάθος».

«Και τώρα, τι κάνουμε;» τη ρώτησαν.

«Πάμε πίσω στην οργάνωση» τους είπε. «Δεν έχουμε τελειώσει. Έχετε κι άλλες δουλειές να κάνετε εσείς οι τρεις,»

.............................................................

Οι φίλοι του Ερμόδωρου συζητούσαν όρθιοι έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού. Πέρασαν από μπροστά τους μερικοί από την παρέα των Κυνικών, που είχαν έρθει να πουν το τελευταίο τους αντίο. Ο νεκρός συνήθιζε να συμμετέχει στις συζητήσεις τους και τον αγαπούσαν. Ανάμεσά τους ήταν η Ιππαρχία(*2), η γυναίκα του Κράτη(*3), πασίγνωστη σε όλη την Αθήνα. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια κι αντάλλαξαν λόγια παρηγοριάς. Με ευχαρίστηση άκουσαν ότι οι Κυνικοί, παρά την συνήθη αταραξία τους, είχαν συγκλονιστεί απ’ τον χαμό του Ερμόδωρου. Η Ιππαρχία, ειδικά, κράτησε σφιχτά τα χέρια της Κλεοτίμας.

«Κουράγιο, αγαπημένη μου φίλη» της είπε. «Να ξέρεις ότι όλοι είμαστε μαζί σου»

«Όμως ο Ερμόδωρος ..». πήγε να πει η Κλεοτίμα.

«Ξέρω, καλή μου, αυτή η απουσία δεν αναπληρώνεται ποτέ. Όμως η ζωή που μας απομένει για να ζήσουμε πρέπει να είναι βιώσιμη. Αυτό, είναι υπόθεση όσων μένουμε ζωντανοί για να το εξασφαλίσουμε».

«Κρίμα, Κλεοτίμα, πολύ κρίμα!» της είπε ο Φίλων, ένας από τους Κυνικούς.

«Ο Ερμόδωρος δεν είχε βλάψει κανέναν» είπε ο Ιάσων.

«Όμως κάποιοι θα χαρούν με τον θάνατό του» είπε ο Φίλων.

«Ποιους εννοείς;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Παρά την καταγωγή του ήταν πρώτα απ' όλα πολίτης, κι αυτό προκαλούσε στους αριστοκρατικούς ανησυχία. Θα τον προτιμούσαν με απόψεις αλλιώτικες» είπε ο Φίλων. «Ίσως να χάρηκαν που έφυγε από τη μέση».

«Καλός πολίτης ήταν, δεν είχε όμως τόσο ενοχλητική φωνή ώστε να τον μισήσουν» είπε ο Ιάσων. «Υπάρχουν φωνές πολύ πιο ενοχλητικές».

«Πολλοί Πυθαγόρειοι και Περιπατητικοί(*4) θίγονταν από τις απόψεις του» συνέχισε ο Φίλων. «Όχι, βέβαια, ο ίδιος ο Θεόφραστος, αλλά, κάποιοι στο Λύκειο θα χάρηκαν που έφυγε από την μέση».

«Άλλο να διαφωνείς φιλοσοφικά κι άλλο να χαίρεσαι με τον θάνατο του άλλου» είπε ο Μύρων.

«Η φιλοσοφία είναι ο τρόπος που βλέπουμε την ζωή» είπε η Ιππαρχία. «Ζωή είναι -κατά μεγάλο μέρος- το πολίτευμα. Με τη μακεδονική φρουρά και τον Δημήτριο να παριστάνει τον φιλόσοφο τύραννο, όλα παίζουν ρόλο. Ο Φαληρέας λέει πως φτιάχνει την αριστοτέλεια «πολιτεία». κι οι Πυθαγόρειοι τον επικροτούν. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που ήταν σε αντίθεση με τον Ερμόδωρο. Πάντως κι εγώ δεν πιστεύω ότι θα έφταναν ποτέ στον φόνο».

«Ε, όχι και φόνο!» είπε η Κλεοτίμα.

«Ο Ερμόδωρος δεν ήταν ούτε ακραιφνής δημοκρατικός ούτε ολιγαρχικός. Κάποιοι άρχοντες που τον είχαν για δικό τους θα στενοχωρήθηκαν, κάποιοι άλλοι θα χάρηκαν» είπε η Ιππαρχία.

«Γι' αυτό σας λένε κυνικούς» είπε ο Φανοκράτης

«Γιατί τα λέμε χύμα; Καλά κάνουμε!» είπε η Ιππαρχία.

«Χύμα αλλά και με παρρησία» είπε η Κλεοτίμα.

Τους συμπαθούσε τους Κυνικούς, όπως κι ο Ερμόδωρος, κι ας μην ακολουθούσε τον τρόπο ζωής τους. Η Ιππαρχία είχε απαρνηθεί τα πάντα. Ο Κράτης είχε χαρίσει την περιουσία του στην πόλη του, την Θήβα. Το ίδιο έκανε κι ο Διογένης κι ένα σωρό άλλοι. Δεν πίστευαν σε προκαταλήψεις ή δεισιδαιμονίες. Δέχονταν μόνο όσα μπορούσαν να αντιληφθούν οι αισθήσεις κι η εμπειρία τους. Στη ζωή αναζητούσαν την αρετή. Η Κλεοτίμα δεν ήταν Κυνική, θαύμαζε όμως την Ιππαρχία, που μπορούσε να είναι συνεπής με τις ιδέες της. Ζούσε ευτυχισμένη, στα τριάντα εννέα της, κι ας μην είχε ούτε στοιχειώδεις ανέσεις της ζωής. Δεν της έλειπαν, γιατί, δεν τις αποζητούσε.

«Ο Δέξιππος είπε ότι έχει γίνει καταγγελία κατά του Ερμόδωρου στην επιμελητεία» είπε ο Ζείκρατος.

«Ποιος ξέρει ποιος άθλιος θα έκανε κάτι τέτοιο! Τρώνε πολλές περιουσίες με κάτι τέτοια κόλπα οι τύραννοι που μας κυβερνούν» είπε η Ιππαρχία.

«Πάμε λίγο μέσα Ιππαρχία» της είπε ο Φίλων

Μπήκαν για τον τελευταίο ασπασμό. Βγήκε ο Δέξιππος με τη συνοδεία του και τον πλησίασε ο Ζείκρατος.

«Δέξιππε, μου είπες κάτι. Ισχύει;»

«Για την καταγγελία;»

«Ακριβώς, θέλω να μάθω τι έχει συμβεί. Μπορώ να έρθω στην επιμελητεία να μου την δείξεις;»

«Δεν μπορώ σήμερα, έλα αύριο το πρωί».

«Θα έρθω και ... σ' ευχαριστώ».

«Ο Ερμόδωρος ήταν πάντα άψογος. Του το χρωστάω» είπε ο Δέξιππος.

Η Φιλογένεια κι η Δάφνη βγήκαν από την τραπεζαρία στην αυλή και στάθηκαν με τους άλλους.

«Είναι πνιγηρή η κατάσταση. Το νιώθεις πως ο νεκρός είναι ακόμα εκεί» είπε η Φιλογένεια.

«Αρκετά κάτσατε εσείς οι δυο, πάω στη θέση σας» είπε η Κλεοτίμα και γύρισε στο προσκεφάλι του νεκρού.

«Θλιβερό καθήκον» παρατήρησε η Δάφνη «μα ο νεκρός ακόμα δεν έχει φύγει από κοντά μας. Θα θέλει να βλέπει τους φίλους μας και φίλους του γύρω του».

Η Δάφνη ήταν πανέμορφη. Ανήκε σε παλιά αθηναϊκή οικογένεια κι είχε πίστη στις παραδόσεις, άρα είχε πεποιθήσεις δημοκρατικές. Ταυτόχρονα πίστευε στους θεούς. Είχαν χαρίσει τόση καλοτυχία στην πόλη και στους κατοίκους της. Οι θεοί της δεν καταπίεζαν, βοηθούσαν τους ανθρώπους και την πόλη που ήταν η εστία τους, ο τρόπος ζωής τους. Τελευταία, κι ιδιαίτερα μετά την τραγική ήττα στην μάχη της Χαιρώνειας(*5), ο δήμος είχε αποκτήσει αρκετά προβλήματα. Είχαν έρθει κακοτυχίες και ξένοι εισβολείς. Παρ’ όλα αυτά, η πίστη στις παραδόσεις, για την Δάφνη, ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος για την ευημερία και την δημοκρατία. Κι αν δέχεσαι τους θεούς για την ζωή, τους δέχεσαι και για τον θάνατο.

«Θα φύγουν οι μοιρολογίστρες καθόλου από δίπλα του;» την ρώτησε ο Ιάσων

«Το μεσημέρι θα κάνουν διάλειμμα, γιατί ρωτάς;»

«Για να κάνει ο Λήστος καλύτερη εξέταση μήπως μάθει από τι πέθανε» της είπε ο Ζείκρατος.

«Ούτε εμένα μου αρέσει η εξήγηση που δώσανε για αυτόν τον θάνατο» είπε η Δάφνη.

«Έλα να ξεκουραστείς. Μήπως θέλεις λίγο δροσερό νερό;» τη ρώτησε ο Ιάσων. 

Παραπομπές: 

(*1) «Πρόθεση ήταν η πρώτη μέρα της κηδείας, την αμέσως επομένη του θανάτου, και γινόταν στο σπίτι του νεκρού, όπως γίνεται και σήμερα. Διαρκούσε μία μέρα με σκοπό να γίνει ο παραδοσιακός θρήνος από τους συγγενείς και τις μοιρολογίστρες κι επίσης να γίνει η απόδοση του τελευταίου χαιρετισμού από τους φίλους και την οικογένεια του νεκρού πριν φύγει για την τελευταία του κατοικία.

(*2) Η Ιππαρχία ήταν Αθηναία που είχε γεννηθεί το 346 π.Χ. στην Μαρώνεια της Θράκης. Παντρεύτηκε επεισοδιακά το 326 π.Χ. τον Κράτη, που τον ερωτεύτηκε όχι τόσο για την ομορφιά του αλλά για το μυαλό του. Για να το καταφέρει απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει αν δεν την άφηναν από το σπίτι. Ως τότε προτιμούσε να μένει ανύπαντρη παρά να νυμφευθεί από σκοπιμότητα με βάση τις πατρικές υποδείξεις. Ήταν κυνική φιλόσοφος και μια γνήσια φεμινίστρια της εποχής της. Παραβρισκόταν σε συζητήσεις μεταξύ των ανδρών και στα συμπόσια, αντίθετα προς τις επικρατούσες αντιλήψεις.

(*3) Κυνικοί ονομάζονταν οι «Αντισθενικοί» φιλόσοφοι (που πήραν αρχικά το όνομά τους από τον Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη). Πήραν το όνομα αυτό γιατί συνήθιζαν να βρίσκονται και να φιλοσοφούν στο αθηναϊκό γυμναστήριο στις Κυνόσαργες. Ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης και ο Μητροκλής ήταν κατά σειρά οι εκπρόσωποι της Σχολής των Κυνικών.

(*4) Στην Αθήνα του 4ου αι π.Χ. υπήρχαν πυθαγόρειες ομάδες που λειτουργούσαν με μυστικισμό και κλειστή οργάνωση. Η Περιπατητική σχολή ( το Λύκειο) ιδρύθηκε από τον Αριστοτέλη το 342 π.Χ... Τον διαδέχθηκε το 322 π.Χ. ο Θεόφραστος που έμεινε διευθυντής για πολλά χρόνια

(*5) Στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. ηττήθηκαν οι ενωμένες ελληνικές πόλεις που υπεράσπιζαν τη δημοκρατία από τους Μακεδόνες του Φιλίππου Β' και του νεαρού τότε γιου του Αλέξανδρου. Μετά την ήττα, ισοπεδώθηκε η Θήβα κι η Αθήνα συνθηκολόγησε άνευ όρων κι έχασε το δημοκρατικό πολίτευμά της. Τότε δημιουργήθηκε το «Κοινό των Ελλήνων» με στρατηγό τον Φίλιππο και στόχο την Περσία.

*****************************

Αύριο Πέμπτη 24/9 η συνέχεια του 1ου κεφαλαίου που ολοκληρώνεται μεθαύριο, την Παρασκευή.

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΕΤΟ ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ Ε.Ε.

.........................................................................
Αυτές τις μέρες προετοιμάζεται η σύνοδος κορυφής που θα ασχοληθεί με τα ελληνοτουρκικά. Το Ουρούτς Ρέι αποσύρθηκε στην Αττάλεια για να μπορέσει να περάσει η σύνοδος χωρίς να επιβάλλει κυρώσεις. Μετά την σύνοδο θα είναι ΑΡΓΑ, πολύ αργά.
...........................................................................
ΜΟΝΗ λύση για την Ελλάδα είναι η επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία αν ξαναβγεί το Ουρούτς Ρέι. Όχι να περιμένουμε αν ξαναβγεί, αλλά να ληφθεί απόφαση για κυρώσεις αν και όποτε βγει.
...........................................................................
Η Κύπρος έβαλε ΒΕΤΟ στις κυρώσεις στην Λευκορωσία αν δεν υπάρξουν κυρώσεις και στην Τουρκία. Η Ελλάδα λέει πως συμπαρίσταται αλλά δέχεται τις πιέσεις των Γερμανών. Αν η ΕΕ πάει να συζητήσει για έναρξη διαλόγου ΧΩΡΙΣ κυρώσεις, τότε η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει την Κύπρο και να βάλει κι αυτή ΒΕΤΟ στο Λευκορωσικό συνδέοντας τις κυρώσεις για την Λευκορωσία και την Τουρκία ώστε να πιέσει τους Ευρωπαίους. Η Ελλάδα κι η Κύπρος θα μπορούν να έχουν συμπαράσταση τουλάχιστον από τους Μεσόγειους γείτονες. Άρα, μπορούν και πρέπει να το κάνουν. Η Κύπρος το έκανε. Η Ελλάδα;
..............................................................................
Το ποιος είναι πατριώτης και ποιος ενδοτικός, φαίνεται στην πράξη.
Καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα έφευγε από την σύνοδο χωρίς κυρώσεις. Θα έβαζε βέτο όχι μόνο στο Λευκορωσικό αλλά σε όλα. Θα το κάνει κι αυτή η κυβέρνηση; Ελπίζω πως ναι.

02 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" ............ 2η συνέχεια

Είμαστε ακόμα στο πρωινό της 5ης φθίνοντος Θαργηλιώνος, ή 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.. Οι φίλοι του νεκρού Ερμόδωρου συζητούν τα πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας και την ανάγκη να μάθουν τι έγινε με τον θάνατο του φίλου τους που ίσως να μην είναι τόσο καθαρή περίπτωση.

Εδώ δημοσιεύουμε ένα δεύτερο κομμάτι του πρώτου, ακόμα, κεφαλαίου που περιγράφει το πρωινό της 9ης Ιουνίου.

********************************

1ο κεφ. β' μέρος: Πρωί 9ης Ιουνίου)

................................................................

Στο βάθος της αυλής ήταν οι συγγενείς και γείτονες που είχαν έρθει για τα συλλυπητήρια. Πολλοί άνθρωποι απ' όλη την Αθήνα θα περνούσαν από εδώ όλη μέρα. Ο Ερμόδωρος γνώριζε πολύ κόσμο κι ήταν σε όλους αγαπητός. Τον εκτιμούσαν τόσο οι σοφοί όσο κι απλοϊκοί, τόσο οι πλούσιοι όσο κι οι φτωχοί. Θα έρχονταν, σίγουρα, κι οι «άρχοντες» της πόλης. Η αριστοκρατία τον εκτιμούσε κι ας μην ήταν αμοιβαίο συναίσθημα. Χάρη στην τυραννία του Φαληρέα και τους μισητούς Μακεδόνες φρουρούς, οι λίγοι εξουσίαζαν τους πολλούς(*1). Είχαν καταστρατηγήσει την δημοκρατία διαστρεβλώνοντας το πατρώο πολίτευμα. Αν ήταν, ακόμα, Αθηναίος πολίτης ο Ερμοκράτης, οφειλόταν στο ότι είχε πάνω από χίλιες δραχμές εισόδημα. Από τις σαράντα χιλιάδες πολίτες, επί δημοκρατίας, τώρα είχαν απομείνει δέκα χιλιάδες. Οι θήτες, οι ναυτικοί κι οι αγρότες με μικρό κλήρο είχαν πάψει πια να θεωρούνται πολίτες.

Πιο εκεί στέκονταν μαζεμένοι οι φίλοι του Ερμόδωρου που ήταν και δικοί της φίλοι. Αυτό βέβαια, το ότι οι φίλοι του, αν και άνδρες, ήταν και δικοί της φίλοι, οφειλόταν στον νεκρό αγαπημένο της. Μια γυναίκα ανύπαντρη δεν γινόταν να έχει φίλους, όμως εκείνος την είχε συστήσει σε όλους. Είχε φροντίσει να την δεχτούν σαν παρέα τους κι επί πλέον να την σέβονται και να την υπολογίζουν. Της φέρονταν σαν ίση με αυτούς κι άκουγαν τη γνώμη της για όλα τα θέματα που συζητιούνταν. Της άρεσε γιατί ένιωθε πως δεν το έκαναν προσποιητά, αλλά, την είχαν αποδεχτεί ουσιαστικά.

Η παρέα του Ερμόδωρου ήταν άνθρωποι με ιδέες που ταίριαζαν με τις ιδέες του. Στην γυναίκα, όπως και στον καθένα, είτε πολίτη, έποικο, είτε ακόμα και δούλο, αναγνώριζαν αξία και τιμή. Κανένα ανθρώπινο ον δεν το υποτιμούσαν, όπως οι πολλοί που ακολουθούσαν τη συνήθεια και την παράδοση. Είχαν τη γυναίκα σε θέση υποδεέστερη. Και στα συμπόσια, ακόμη, ο αγαπημένος της πάντα την καλούσε να συμμετάσχει. Γίνονταν σε αυτό το δωμάτιο που φιλοξενούσε τώρα το νεκρικό του κρεβάτι. Της άρεσε να ακούει συζητήσεις των προσκεκλημένων. Παρακολουθούσε τους συλλογισμούς τους κι εξέφραζε κι η ίδια θαρραλέα τη γνώμη της. Μάθαινε έτσι η Κλεοτίμα πράγματα από τα οποία οι περισσότερες γυναίκες ήταν αποκλεισμένες. Ήξερε για την πολιτική, την φύση του κόσμου και τα θέματα της φιλοσοφίας ή της καθημερινότητας.

Τώρα, έβλεπε νεκρό τον άνθρωπο με τον οποίο είχε δέσει τη ζωή της. Ήλπιζε πως θα γερνούσαν μαζί, όμως, αυτός είχε κλείσει τα μάτια του για πάντα. Ήταν αβάσταχτο να είναι εκεί δίπλα του και να μην επικοινωνούν. Δεν διέκρινε πια μέσα στα μάτια του την επιθυμία και την αγάπη του γι αυτήν. Γυναίκες τον έκλαιγαν και τον μοιρολογούσαν.

«Νέε μου δυνατέ και γενναίε, ευγενική ψυχή, πού πας χτυπιόταν η μία.

«Πώς αφήνεις την ζωή σου εδώ στην γλυκιά γη για του κάτω κόσμου τα μονοπάτια;» έλεγε η άλλη.

«Εσύ, που δεν πέρασες απαρατήρητος, σού πρέπει να πας στα Ηλύσια Πεδία, κι όχι στον Άδη» συμπέραινε μια άλλη.

«Η μάνα κι ο πατέρας σου πώς θα ζήσουν χωρίς εσένα, γιε μου; Πώς γίνεται να βλέπει πατέρας τον γιο του ξαπλωμένο στο νεκροκρέβατο;» ρωτούσε μια άλλη.

Η Κλεοτίμα έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να μην ακούει. Αν μπορούσε θα τις έβγαζε όλες έξω. Ο θάνατος δεν ήταν τόσο φρικτό πράγμα. Όχι γιατί θα πήγαινε η ψυχή κάπου αλλού, δεν πίστευε σε τέτοιες αφέλειες. Ο θάνατος δεν υπήρχε για τους ζωντανούς, όσο ζούσαν, ούτε για τους πεθαμένους, που δεν ένιωθαν πια. Μόνο η λύπη κι η αίσθηση της απώλειας που ένιωθαν οι ζωντανοί, εκείνη, οι γονείς κι οι φίλοι του, μόνο αυτά ήταν αληθινά. Έπρεπε να τα ξεπεράσουν ψύχραιμα και λογικά κι όχι με δεισιδαιμονίες.

«Ω, θεοί, τι είναι αυτά που σκέφτομαι» είπε από μέσα της η Κλεοτίμα. «Λέω ακριβώς τα δικά του λόγια. Αυτά θα έλεγε ο Ερμόδωρος αν έβλεπε να κλαίνε για έναν νεκρό. Τόσο πολύ με έχει επηρεάσει, λοιπόν;». Παραδόξως, ένιωσε σαν να τον είχε δίπλα της ολοζώντανο. Λίγο ακόμα και θα του χαμογελούσε, τόσο κοντά της τον αισθανόταν.

«Κόρη μου, θα πάει στα Ηλύσια Πεδία, έτσι δεν είναι;» την ρώτησε μια γυναίκα δίπλα της.

«Ασφαλώς, αλίμονο» είπε η Κλεοτίμα.

Βγήκε από την τραπεζαρία του σπιτιού, όπου είχαν τοποθετήσει τον νεκρό για τον τελευταίο ασπασμό. Είχε κάτσει αρκετή ώρα. Ήταν αποπνικτικά τα μοιρολόγια κι οι δυσάρεστες κουβέντες για την άλλη ζωή και τα Ηλύσια Πεδία. Όλοι ήταν βέβαιοι πως για εκεί θα ταξίδευε σε δυο-τρεις μέρες η ψυχή του Ερμόδωρου. Στην εσωτερική αυλή ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος. Στην πόρτα στέκονταν ο Ζείκρατος, ο Φανοκράτης, ο Μύρων κι ο Ιάσων, οι κοντινοί φίλοι του Ερμόδωρου. Ο Μύρων της έκανε νόημα κι εκείνη πλησίασε. Της έσφιξαν το χέρι με κατανόηση, καθώς αυτοί καταλάβαιναν καλύτερα τον πόνο της. Για πολύ καιρό τώρα, οι φίλοι του ήταν αψευδείς μάρτυρες της σχέσης της με τον αδικοχαμένο νέο.

«Πού είναι η Δάφνη, η Φυλογένεια;» τους ρώτησε.

«Είναι μέσα, με τις συγγένισσες και τις θειάδες του, έπρεπε να περάσουν από εκεί» της είπαν.

«Δεν μπορώ να τον βλέπω νεκρό» είπε η Κλεοτίμα με τα μάτια κλαμένα.

«Αναρωτιέμαι πώς να πέθανε» είπε ο Ζείκρατος

«Η εξήγηση του Λήστου, δεν φτάνει;» ρώτησε ο Ιάσων.

Λήστος λεγόταν ο γιατρός που τον εξέτασε.

«Δεν αρκεί αυτό που είπε. Αμφιβάλλω αν τον εξέτασε».

«Τι θα πει "σταμάτημα της καρδιάς", ε;» πετάχτηκε κι η Κλεοτίμα. «Από την στιγμή που μου είπε ο Μύρων την αιτία θανάτου, δεν μπορώ να μην αμφιβάλλω όσο το σκέφτομαι».

«Κι εγώ το ίδιο» είπε ο Ζείκρατος.

«Νά ‘τος ο γιατρός, εκεί είναι» είπε ο Φανοκράτης κι έδειξε τον Λήστο που κουβέντιαζε με κάποιους.

«Πάω να τον φέρω» είπε ο Μύρων.

Πήγε, όντως, τον βρήκε και τον έφερε στην παρέα.

«Λήστε, πες μας, πώς ξέρεις ότι το ξαφνικό σταμάτημα της καρδιάς είναι η αιτία θανάτου;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Μα ... δεν είδα κανένα άλλο λόγο. Ούτε χτυπημένος ήταν, ούτε είχε αίματα, ούτε πληγή, τι άλλο έμενε;»

«Τον έγδυσες; Τον εξέτασες;» ρώτησε ο Ιάσων.

«Δεν χρειαζόταν, νομίζω» είπε ο Λήστος μουδιασμένος. Ήξερε πως είχε κάνει πρόχειρη εξέταση κι ήταν σαν να τον είχαν πιάσει στα πράσα έτσι που τον ρωτούσαν. Κι αυτοί, πάλι, τι ζητούσαν;

«Καλά, αν σε χρειαστούμε θα σε βρούμε» του είπαν.

«Γιατί ρε παιδιά; έχετε λόγο να πιστεύετε ότι συνέβη κάτι άλλο;»

«Ήταν πολύ νέος και πολύ δυνατός. Πώς πέθανε τόσο ξαφνικά;» είπε η Κλεοτίμα.

«Αυτό που είπα σαν αιτία θανάτου είναι κάτι σπάνιο, αλλά, έχει συμβεί και σε άλλους» είπε ο Λήστος. «Φαίνεται πως η καρδιά κάποιων ανθρώπων κουράζεται πιο γρήγορα από το αναμενόμενο. Κάποια στιγμή σταματάει να δουλεύει και τότε, βεβαίως, πεθαίνουν».

«Δεν υπάρχουν τίποτε σημάδια πριν το μοιραίο;»

«Συνήθως οι άνθρωποι αυτοί νιώθουν κάποιους πόνους στο στήθος και κουράζονται εύκολα».

«Ο Ερμόδωρος δεν παραπονέθηκε ποτέ για πόνους στο στήθος» είπε η Κλεοτίμα.

«Ούτε κουραζόταν στο γυμναστήριο» είπε ο Ιάσων.

«Συμβαίνει, όμως, μερικές φορές χωρίς προειδοποιήσεις» είπε ο Λήστος.

«Αναρωτιέμαι» είπε η Κλεοτίμα «αν ήταν αυτός ο λόγος του ξαφνικού θανάτου. Ίσως από την λύπη μου να μην μπορώ να αποδεχτώ την πραγματικότητα ... όμως ..».

«Δεν είσαι η μόνη που δυσκολεύεται» είπε ο Ιάσων

«Όχι Κλεοτίμα. Ούτε κι εσείς οι φίλοι του δεν φαίνεστε να έχετε χάσει τα λογικά σας. Απλά ο Ερμόδωρος ήταν τόσο νέος και δυνατός που δεν μπορείτε να το δεχτείτε. Δεν είναι κι εύκολο να δεχτεί κανείς τον θάνατο» είπε ο Λήστος. «Πάντως εγώ θα ρίξω ακόμα μια ματιά στον νεκρό»

Ο Λήστος έφυγε κι εκείνη τη στιγμή πέρασε την πόρτα ο Δέξιππος. Ήταν ένας από τους Ιππάρχους που είχε ορίσει με δική του απόφαση ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Τον είχε εγκρίνει η εκκλησία του δήμου βέβαια, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Τα αξιώματα στον καιρό της δημοκρατίας, στο πατρώο πολίτευμα, δίνονταν σε όλους τους πολίτες με κλήρωση. Τώρα τα έδινε κατ' απονομή ο «Επιμελητής» τύραννος, στηριγμένος στις σάρισες των Μακεδόνων. Αυτοί τον είχαν επιβάλει. Είχαν φτιάξει ένα φρούριο στην Μουνιχία του Πειραιά, κι από εκεί, διαφέντευαν την πόλη.

Ο Δέξιππος πλησίασε τον Ζείκρατο. Δεν είχαν καλές σχέσεις αφού ο Ζείκρατος ήταν δημοκρατικός. Δεν είχε κρύψει ποτέ τα αντιμακεδονικά του αισθήματα. Είχε πανηγυρίσει όταν μαθεύτηκε ο θάνατος του Αλέξανδρου και είχε πολεμήσει για την ανεξαρτησία(*2). Πιάστηκε αιχμάλωτος των Μακεδόνων στην αποτυχημένη εξέγερση των Ελλήνων. Δεν του άρεσε που κάποιοι είχαν φιλομακεδονικές απόψεις, τώρα μάλιστα που οι Μακεδόνες ήταν κατακτητές.

Ο Δέξιππος ήταν της αντιμακεδονικής παράταξης. Είχε ανταμειφθεί με αξιώματα και τιμές, δηλαδή με δύναμη και με χρήμα. Στο πέρασμά του έκαναν όλοι στην άκρη. Δεν ήταν να τα βάζεις με έναν από τους ανθρώπους του Φαληρέα αυτόν τον καιρό. Ο Ζείκρατος δεν είπε κουβέντα και γύρισε το κεφάλι από την άλλη επιδεικτικά αλλά ο Δέξιππος τον πλησίασε. Του έτεινε το χέρι και τον συλλυπήθηκε για τον φίλο του που ήταν και δικός του φίλος.

«Χάσαμε έναν μεγάλο Αθηναίο πολίτη» του είπε.

«Η Αθήνα θα είναι φτωχότερη τώρα» είπε ο Ζείκρατος.

«Ξέρεις ότι διαφωνούσαμε αλλά τον εκτιμούσα βαθιά».

«Μοιραζόμασταν την ίδια εκτίμηση» είπε ο Ζείκρατος

«Ο Ερμόδωρος ήταν αγαπητός» είπε ο Δέξιππος. «Αν κάποιοι χαρούν με τον θάνατό του θα είναι ή αποβράσματα ή απατεώνες».

«Συμφωνώ, Δέξιππε. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ κι εγώ κάποιους να χαίρονται με τον θάνατό του».

Ο Δέξιππος πλησίασε στο αυτί του και του ψιθύρισε.

«Κι όμως κάποιοι τον κατάγγειλαν!» είπε ο Δέξιππος κι απομακρύνθηκε.

Ο Ζείκρατος έμεινε άφωνος. Ήταν απίστευτο. Υπήρχαν Αθηναίοι που θα κατήγγειλαν τον Ερμόδωρο; Και ... για ποιο πράγμα; «Δεν μπορεί, σίγουρα θα πρόκειται για κάποιο λάθος» σκέφτηκε. Ωστόσο θα έψαχνε να βρει τι είχε συμβεί έστω κι αν αυτή η καταγγελία ήταν προορισμένη να χαθεί στην λήθη. Ο Ζείκρατος δεν θα άφηνε την λήθη να καλύψει ένα τέτοιο, τόσο παράλογο, γεγονός. Θα μάθαινε για τον συκοφάντη και θα τον κατάγγελλε αυτός στην εκκλησία του δήμου.

Πριν προλάβει να ζητήσει περισσότερες εξηγήσεις έγινε σούσουρο. Μαθεύτηκε ότι μόλις είχε καταφθάσει ο καλός φίλος του Φαληρέα, ο Παρμίων Ακαμαντίδης, ο Κεραμεύς. Ήταν κι αυτός διορισμένος κατ' απονομή άρχων στρατηγός. Όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι του. Τον έλεγαν «αρπακτικό» αφού συνήθιζε να υφαρπάζει αξιώματα, όταν μπορούσε, ή ακόμα και περιουσίες. Για τις αρπαγές του, χρησιμοποιούσε την ισχύ που του έδινε η θέση του κοντά στον τύραννο.

«Ήρθε το αρπακτικό, φυλαχτείτε» είπε ο Φανοκράτης

«Για οικογενειακούς λόγους ο φίλος μας είχε μερικά τέτοια φρούτα στη συλλογή των γνωστών του» είπε ο Ιάσων.

Σαν ακραιφνής δημοκρατικός ο Ιάσων αισθανόταν θυμό κι οργή με τους φιλομακεδόνες συμφεροντολόγους. Τέτοιος ήταν ο Παρμίων και κάποιοι άλλοι που είχαν έρθει στο σπίτι για να αποχαιρετίσουν τον Ερμόδωρο.

«Αφήστε τον ήσυχο» είπε η Κλεοτίμα «κηδεία έχουμε».

«Καλά θα έκανε να μας άφηνε ήσυχους εκείνος» είπε με οργή ο Ιάσων, έτοιμος να τσακωθεί.

«Ηρέμησε φίλε μου, δεν είναι ώρα» του είπε ο Μύρων και του έκοψε τη φόρα.

Εκείνη τη στιγμή τους πλησίασε ο Λήστος. Μαζεύτηκε όλη η παρέα γύρω του να ακούσει.

«Δεν έκανα κανονική εξέταση» τους είπε «αλλά μάλλον έχετε δίκιο. Κάτι άλλο έχει συμβεί. Είδα ότι τα ακροδάχτυλα του νεκρού είναι μελανιασμένα».

«Είναι αφύσικο αυτό;»

«Δεν έχει αναφερθεί ποτέ ότι μελανιάζουν τα άκρα του παθόντος σε περίπτωση ξαφνικού σταματήματος της καρδιάς».

«Τι σημαίνει αυτό; Τι συνέβη;» ρώτησε ο Μύρων.

«Δεν ξέρω ακόμη» είπε ο Λήστος. «Θα έρθω αργότερα το μεσημεράκι που θα κοπάσουν οι επισκέπτες. Τότε θα τον εξετάσω καλύτερα και θα σας πω».

«Είναι, μήπως, δηλητηρίαση;» είπε ο Ιάσων.

«Ω, θεοί, κάποιοι τον σκότωσαν» είπε με θυμό ο Μύρων.

.................................................................

Παραπομπές:

(*1)  Από το 317 π.Χ. ο Μακεδόνας ηγέτης «Στρατηγός της Ευρώπης» Κάσσανδρος, είχε επιβάλει στην πόλη των Αθηνών ένα αυταρχικό τιμοκρατικό (ολιγαρχικό) καθεστώς καταργώντας τη δημοκρατία. Είχε ορίσει ως Επιμελητή -έτσι ονόμαζε τον κατ' ουσία τύραννο- τον Δημήτριο Φαληρέα κι είχε εγκαταστήσει μακεδονική φρουρά στον Πειραιά.

(*2)  Πρόκειται για πόλεμο του 323-322 π.Χ. (λέγεται »ελληνικός ή και «λαμιακός») που ξέσπασε με την αναγγελία του θανάτου του Αλεξάνδρου (του μεγάλου). Παρά τις αρχικές επιτυχίες, οι ελληνικές δημοκρατικές πόλεις συγκρατήθηκαν από τους Μακεδόνες στη Λαμία. Τελικά ηττήθηκαν από τον τότε ηγεμόνα της Μακεδονίας Αντίπατρο που επέβαλε την κυριαρχία του στην Ελλάδα και πάλι.

****************************

 Αύριο Τετάρτη η συνέχεια του πρώτου κεφαλαίου (3ο μέρος)

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

01 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 1η

Όλη η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε τρεις συνεχόμενες μέρες. Είναι η 9η Ιουνίου (Πέμπτη Φθίνοντας Θαργηλιώνος), η 10η Ιουνίου (Τετάρτη Φθίνοντος Θαργηλιώνος) και η 11η Ιουνίου (Τρίτη Φθίνοντας Θαργηλιώνος) του 307 π.Χ.. 

Όπως φαίνεται από την παραπάνω αντιστοίχιση οι αρχαίοι Αθηναίοι μετρούσαν τις (δέκα) τελευταίες μέρες κάθε μήνα ανάποδα. Τις πρώτες τις μετρούσαν κανονικά κι είχαν και δέκα μεσαίες. Εδώ είμαστε στο τέλος του Θαργηλιώνος (που πιάνει από μέσα Μαΐου ως μέσα Ιουνίου) λαο συγκεκριμένα από τις 9 ως τις 11 Ιουνίου. 

Το βιβλίο χωρίζεται σε 9 κεφάλαια, που περιλαμβάνουν το καθένα ένα κομμάτι της κάθε μέρας. Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Τρία μέρη της μέρας επί τρεις μέρες μας κάνουν εννέα κεφάλαια.

Μέσα σε αυτές τις τρεις μέρες βλέπουμε μιαν ιστορία που εξελίσσεται σε τρία κυρίως επίπεδα. 

Κατά πρώτον είναι μια ιστορία φόνων που πραγματοποιούνται στην Αθήνα και που -στο τέλος- εξιχνιάζονται. 

Κατά δεύτερον είναι οι συναισθηματικές ιστορίες που αναπτύσσονται μεταξύ των πρωταγωνιστών της ιστορίας. 

Κατά τρίτον και σημαντικότερο, είναι η επάνοδος της δημοκρατίας στην Αθήνα που προκύπτει σαν "δώρο" λόγω του ανταγωνισμού των διαδόχων του Αλέξανδρου για την κυριαρχία στο Αιγαίο και την παλαιά Ελλάδα.

Ξεκινάμε από το πρωί της 9ης Ιουνίου, ή Πέμπτης φθίνοντος Θαργηλιώνος. Η κηδεία του Ερμόδωρου, ενός νέου με καλή καταγωγή, μαζεύει στο σπίτι του την παρέα του που συζητά και για τον ξαφνικό θάνατο αλλά και τις πολιτικές εξελίξεις. Το πρώτο κεφάλαιο (πρωί της 9η Ιουνίου) θα ολοκληρωθεί σε πέντε συνέχειες μέχρι και την Παρασκευή 25/9/.

**********************************

9η Ιουνίου 307 π.Χ. πρωί

Α' Πέμπτη Φθίνοντος Θαργηλιώνος(*1), πρωί

Ήταν ένα καλοκαιρινό πρωινό, όχι πολύ ζεστό. Ο ήλιος κρυβόταν κάθε τόσο πίσω από τα λίγα σύννεφα που στέκονταν στον ορίζοντα. Ήταν η πέμπτη φθίνοντος Θαργηλιώνος κατά το δέκατο έτος της επιμελητείας του Φαληρέα στην Αθήνα. Ήταν το δεύτερο έτος της ενενηκοστής τρίτης Ολυμπιάδας (*2).

Ο Μύρων ήταν θλιμμένος από αυτά που είχε μάθει και για το καθήκον που είχε αναλάβει να εκτελέσει. Έπρεπε να ενημερώσει την Κλεοτίμα ότι κατά το χάραμα, μόλις λίγες ώρες νωρίτερα, είχε βρεθεί νεκρός ο Ερμόδωρος. Γι αυτόν ήταν ο καλός του φίλος, για εκείνην ήταν ο ερωμένος κι αγαπημένος της άνδρας. Με αυτόν σκόπευε να δέσει την ζωή της. Ο νεκρός ήταν τριανταδύο ετών κι έμενε στον δήμο Πειραιά. Ανήκε στην Ιπποθοωντίδας φυλής κι ήταν γιος του Καινέα. Ήταν κι εκείνη από τον Πειραιά, απ' την ίδια φυλή κι έμενε κοντά στο δικό του σπίτι. Σε αυτό το σπίτι είχε μεταφερθεί τώρα το νεκρό σώμα του Ερμόδωρου για τις περιποιήσεις πριν το στερνό ταξίδι. Εκεί θα τον αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά οι συγγενείς κι οι φίλοι. Η Κλεοτίμα, ακόμα, δεν γνώριζε τίποτε κι ο Μύρων πήγαινε στο σπίτι της για να της πει τα δυσάρεστα. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος γι αυτό που είχε αναλάβει, ήταν όμως αναγκαίο. Εκείνη τον είδε από τον γυναικωνίτη του σπιτιού της και του άνοιξε την κεντρική πόρτα.

«Τι έχεις Μύρων; Γιατί είσαι έτσι αναστατωμένος;» τον ρώτησε μόλις τον είδε να μπαίνει. Είχε ένα πένθιμο ύφος στο πρόσωπό του και μια θλίψη στα μάτια του που φανέρωναν πως κάτι κακό είχε συμβεί.

«Κλεοτίμα, κρατήσου. Ο ... Ερμόδωρος ... χάθηκε!»

«Τι θα πει χάθηκε;» απόρησε εκείνη.

«Είναι ... είναι ... νεκρός, πέθανε!» κατάφερε να της πει.

«Τι λες; παλάβωσες; Δεν είναι δυνατόν!»

Όλοι αντιδρούσαν με αποστροφή σαν μάθαιναν το νέο. Ήταν φυσικό να πέφτει σαν κεραυνός σε όποιον το άκουγε. Για έναν άνθρωπο τριανταδύο μόλις ετών κανείς δεν αναμένει έναν αναπάντεχο κι αδικαιολόγητο θάνατο. Μόνο σε περίπτωση ενός πολέμου ή κάποιου μεγάλου θανατικού είναι δικαιολογημένο. Για τον Ερμόδωρο, όμως, δεν υπήρξε κάποιο έκτακτο γεγονός. Ο γιατρός που τον εξέτασε είπε, απλά, ότι είχε σταματήσει η καρδιά του. Ε, καλά τώρα ... Όλων των νεκρών η καρδιά σταματάει, ήταν εξήγηση αυτή;

Ήταν πολύ σπάνιο, είπαν. Αραιά και πού συνέβαινε σε κάποιους άνδρες. Ενώ φαίνονταν καθ' όλα υγιείς, ξαφνικά, έχαναν τις δυνάμεις τους κι έσβηναν με ένα ισχυρό πόνο στην καρδιά. Έφευγαν χωρίς να μπορούν να πάρουν ανάσες. Αυτό το σπάνιο γεγονός είχε συμβεί στον Ερμόδωρο, είχαν πει.

«Κουράγιο καλή μου! Ξέρω πόσο στεναχωριέσαι, αλλά, πρέπει να το αντέξεις. Κρίμα τον φίλο μου, κρίμα το παλικάρι, έφυγε τόσο νέος και δυνατός!» συνέχισε ο Μύρων.

«Θα τρελαθώ. Πες μου πως είναι αστείο. Κακόγουστο μεν αλλά ... αστείο! Πώς να το χωνέψω ότι δεν ζει πια;»

«Δυστυχώς, καλή μου, αυτή είναι η αλήθεια».

«Όχι, δεν μπορεί να μου το έκαναν αυτό οι θεοί! Μα, πότε; πώς;» ρώτησε με απόγνωση η Κλεοτίμα κλαίγοντας.

«Το βράδυ πρέπει να έγινε το κακό. Μέχρι αργά έλειπε από το σπίτι. Τον έψαξαν στο καπηλειό του Πολέμη, κοντά στην αγορά, αλλά, δεν ήταν ούτε εκεί. Είχε φύγει από νωρίς κι η καρδιά σταμάτησε λίγο πριν φτάσει σπίτι του. Τον βρήκαν μόλις ξημέρωσε, ακίνητο και παγωμένο. Κι ο γιατρός διέγνωσε απλά τον θάνατό του».

Μιλώντας γι αυτά, ο Μύρων κάπως ξαλάφρωνε από το βαρύ καθήκον που είχε αναλάβει να της πει τα καθέκαστα.

«Τον έχουν σπίτι του;» ρώτησε η Κλεοτίμα βουτηγμένη στο κλάμα κι απαρηγόρητη.

«Ναι, εκεί είναι από το πρωί, έλα να πάμε μαζί».

Η Κλεοτίμα ντύθηκε για να τον ακολουθήσει. Ο Μύρων σκεφτόταν πως, από το πρωί που διαδόθηκε το νέο, ένιωσαν όλοι σαν να έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Οι κοινοί τους φίλοι κι οι συγγενείς του νεκρού αναστατώθηκαν. Τριανταδύο χρόνια ζωής είναι ελάχιστα για να μπορέσει κανείς να χωνέψει τον θάνατο. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν δίνει παρηγοριά η σκέψη ότι όλοι οι θνητοί κάποτε θα φύγουμε από τον κόσμο ετούτο. Θα φύγουμε, αλλά ας προλάβουμε να ζήσουμε τα χρόνια που μας πέφτουν, εν ειρήνη κι ευδαιμονία. Αυτό το απλό πράγμα επιθυμούσε κι ο Ερμόδωρος, αλλά, δεν εισακούστηκε από τους θεούς. Δεν πρόλαβε ούτε την ειρήνη να γνωρίσει καλά-καλά, ούτε και της ευδαιμονίας την εποχή να απολαύσει. Ο Μύρων κι η Κλεοτίμα το γνώριζαν πολύ καλά αυτό.

Ο Ερμόδωρος είχε αποφασίσει πως θα παντρεύονταν με την Κλεοτίμα, σύντομα, ίσως αυτό το καλοκαίρι. Ήταν θαυμάσια κι όμορφη γυναίκα, εικοσιεπτά χρόνων. Είχε μείνει ανύπαντρη εξ αιτίας μιας κακοτυχίας. Είχε χάσει τους δυο γονείς της από μικρή κι η θεία της Πολυξένη, που την μεγάλωνε, δεν νοιαζόταν να την αποκαταστήσει. Είχε τις δικές της κόρες να φροντίσει. Δεν θα χαράμιζε τα καλά προξενιά με ευυπόληπτους νέους για την ανιψιά και ψυχοκόρη της. Έτσι η Κλεοτίμα είχε βρεθεί “στο ράφι”, πράγμα που η ίδια θεωρούσε παραδόξως καλοτυχία. Γνώρισε τον Ερμόδωρο κι έφτιαξε μαζί του μιαν όμορφη σχέση. Είχαν στενή ψυχική -στα κρυφά ήταν και σαρκική- επαφή κι ήθελαν να δέσουν περισσότερο τις ζωές τους.

Ο Καινέας κι η Ολύνθια, ο πατέρας κι η δύστυχη μάνα του Ερμόδωρου, τον είχαν μοναχοπαίδι. Ο θάνατός του τους συγκλόνισε κι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Ήξεραν για την πρόθεσή του να δεσμευτεί με την Κλεοτίμα, κι όταν την είδαν βούρκωσαν ακόμα περισσότερο. Τους θύμισε με μιας τα χαμένα όνειρα του γιου τους.

«Κόρη μου, τι κακό είναι αυτό που μας βρήκε!» είπαν κι οι δυο στην Κλεοτίμα όταν ήρθε για τον ύστατο αποχαιρετισμό στον σύντροφό της.

«Αχ αυτός ο κακορίζικος Θαργηλιών! Όλα τα άσχημα σ’ αυτόν τον μήνα μού συμβαίνουν» είπε ο Καινέας ψάχνοντας για λογική στο παράλογο του θανάτου.

Η Ολύνθια την αγκάλιασε σφιχτά. Το παλικάρι τους ήταν νέος κι όμορφος, αλλά, και χρήσιμος στην οικογένειά του και στην πόλη. Δυστυχώς, δεν είχε προλάβει να κάνει, με τούτη 'δώ την όμορφη γυναίκα, κάποια παιδιά. Μ’ αυτά θα διαιώνιζαν τη μνήμη τους.

«Εσείς, εμείς, οι φίλοι του, η Αθήνα, όλοι χάσαμε κάτι» είπε βουρκώνοντας η Κλεοτίμα. «Ένα σπουδαίο άνθρωπο!»

Πώς να παρηγορήσει άλλους όταν ήταν απαρηγόρητη η ίδια κι έχανε τα λόγια της;

«Κορίτσι μου, τι να σου πω ... θα γινόσουν κόρη μου ...το παλικάρι μου σε ήθελε πολύ» είπε η Ολύνθια.

Παραπομπές:

(*1) Ο μήνας «Θαργηλιών» αντιστοιχεί στα μέσα Μαΐου έως μέσα Ιουνίου και «5η φθίνοντος» ήταν η πέμπτη μέρα πριν φύγει ο μήνας δηλαδή η 9η Ιουνίου

(*2) Το δεύτερο έτος της 93ης Ολυμπιάδας (από 308-305 π.Χ.) ήταν το έτος 307 π.Χ. της δικής μας χρονολογίας και ήταν το 10ο έτος κατά το οποίο ο Δημήτριος Φαληρέας ήταν Επιμελητής (περίπου κυβερνήτης-τύραννος) των Αθηνών (317-307 π.Χ.).

*******************************************

Αύριο η συνέχεια με το δεύτερο μέρος του πρώτου κεφαλαίου.