Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Σώπα ρε που δε σ' αρέσει!

Ένα ενδιαφέρον και όμορφο άρθρο θα φιλοξενήσω σήμερα. Είναι γραμμένο από τον φίλο μου Φάνη στην ιστοσελίδα "Σταγόνα" κι αφορά τα "ωραίο" και "μου αρέσει" για τα έργα τέχνης.
Το άρθρο:

Σώπα ρε που δε σ' αρέσει!”


Ο ολιγόλεπτος, τρυφερός διάλογος, έγινε μ' ένα φίλο μου αγαπητό, κοιτάζοντας τον διάσημο ζωγραφικό πίνακα του Πικάσο "Γκουέρνικα" στον τοίχο του μαγαζιού που πίναμε καφέ.
-Αριστούργημα δεν είναι; είπε.
-Δεν μ' αρέσει, είπα.
-Σοβαρά μιλάς; Δεν σ' αρέσει ένα έργο που αρέσει σε όλη την υφήλιο; είπε.
-Εμένα δεν μου αρέσει, είπα.
-Καλά, ξέρεις τι απεικονίζει αυτό το εμβληματικό ποίημα; ρώτησε.
-Ξέρω αλλά δε μου αρέσει, απάντησα.
Λίγο μετά.
-Χάλια ο καφές, είπε.
-Εγώ τον βρίσκω εξαιρετικό, είπα.
Όταν γύρισα σπίτι, μού 'ρθε να γράψω κάποιες παλιές μου σκέψεις γύρω από την Τέχνη. Απόψεις ανυπολόγιστης αξίας που λέει ο λόγος.
Κάθε φορά που παρακολουθούμε ένα, πρωτίστως κατανοητό, καλλιτεχνικό δημιούργημα , - Μουσική, Κινηματογράφο, Θέατρο, Λογοτεχνία, Εικαστικά και άλλα -, αυτομάτως και χωρίς να μεσολαβήσει καν ο μηχανισμός της κρίσης μας, χωρίς την παρεμβολή του λογικού μας και χωρίς καμία σκέψη μας, μάς κυριεύει ένα κάποιο αίσθημα: χαρά , λύπη, έκπληξη, συμπάθεια, αντιπάθεια, γενικά μια συγκίνηση, ίσως και κλάμα.
Για ελάχιστο ή περισσότερο χρόνο, είμαστε μονάχοι μας, εμείς και το αγνώστου καταγωγής, αίσθημα.
Είναι εξακριβωμένο, ότι κατόπιν, όσο κι αν  προσπαθήσουμε, μα και ο θεός να κατέβει, είναι αδύνατον να εξηγήσουμε τι έγινε και νοιώσαμε αυτά που νοιώσαμε. Και αυτό σημαίνει ότι ένα έργο Τέχνης, (οποιοδήποτε ) ακαριαία μας αρέσει ή ακαριαία δεν μας αρέσει, χωρίς να ξέρουμε ούτε το γιατί, ούτε το πώς. Όπως ακριβώς δεν ξέρουμε γιατί μας αρέσει, ας πούμε, ένα ηλιοβασίλεμα, μια μαϊμού, μια παπαρούνα, ένα σπουργίτι στο τζάμι του παραθύρου. Όπως ακριβώς, η αχνιστή φασολάδα μια κρύα μέρα του χειμώνα, ή τα κιτρινισμένα φθινοπωρινά φύλλα πεσμένα στο δρόμο.
Μας αρέσουνε! Αυτό μόνο και έτερον ουδέν.
Όμως η πιο ενδιαφέρουσα ανακάλυψη σ' αυτή την παράλληλη ζωή μας που την λέμε Τέχνη, είναι η ακόλουθη:
Έχει διαπιστωθεί ότι αν, λόγου χάριν, έρθεις εσύ σε επαφή με ένα καλλιτεχνικό έργο κι αυτό δεν σου αρέσει διόλου, τότε, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, δεν πρόκειται ν' αλλάξει αυτό που εσύ ένοιωσες. Δεν υπάρχει περίπτωση να σου αρέσει με τίποτα, με καμία κυβέρνηση, ακόμα κι αν το έργο αυτό αρέσει στους φιλότεχνους ολόκληρου του πλανήτη, ακόμα κι αν τα βραβεία του είναι αμέτρητα ή η αξία του ανεκτίμητη.
Όλα αυτά μας πείθουν αποστομωτικά, ότι η Τέχνη ούτε νόμους έχει, ούτε κανόνες ανέχεται, ούτε σε φιρμάνια υπακούει.
Ας μας πει λοιπόν κάποιος, πού πατάνε όλοι αυτοί οι αυτόκλητοι δικαστές ( κριτικοί και παρόμοιοι ) και αφρόσυνα επιμένουν να ανακρίνουνε τα έργα και της ημέρες της; 
Πού βασίζονται και αδιάκριτα χώνονται ανάμεσα σε μας, τους κυνηγούς συγκινήσεων και στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα; Εμείς πότε θα αξιωθούμε να ρωτηθούμε, τυπικά έστω, αν μας αρέσει κάποιο μικρό ή μεγάλο έργο, ο Παρθενώνας  ας πούμε;
Με κάποιο τρόπο οι πάσης φύσεως ιθύνοντες αρκούνται να μας υπενθυμίζουν ότι, ως Έλληνες , οφείλουμε μόνο να μας αρέσει και μόνο να τον θαυμάζουμε εσαεί.
Έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί τόσα πολλά που αρχίζω να βλέπω, με καχυποψία εξαπατηθέντος τον Ναό της Παρθένου Αθηνάς. Ρε μπας και δεν θα μου άρεσε αν δεν με κατηχούσανε μια ζωή ότι είναι γέννημα και σύμβολο της Δημοκρατίας, ότι οι κολώνες του είναι στραβές  για να τις βλέπουμε ίσιες, ότι ο Φειδίας, για να σχεδιάσει τα γλυπτά του, έμεινε τρεις μήνες νηστικός και δύο άυπνος, ότι οι αναλογίες του οικοδομήματος και η θέση του πάνω στον ιερό βράχο είναι σαν από χέρι θεού και χίλια άλλα;
Ομολογώ ότι δεν θα ήθελα να βάλω μια τέτοια καινούργια σκοτούρα στο κεφάλι μου. Όμως για χάρη του Παρθενώνα λύγισα κι επειδή τρώγομαι με τα ρούχα μου θέλω να παραφράσω την ρήση του Κλεμανσό για τον πόλεμο και τους στρατιωτικούς, αυθαδιάζοντας όσο λιγότερο μπορώ:
Η Τέχνη είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την εμπιστευτούμε στους κριτικούς της Τέχνης.
Μ' όλα αυτά τα αρκετά περιπεπλεγμένα, μακάρι να ξεχωρίσει κάτι, για να μας συνετίζει που και που, ώστε να μην απορρίπτουμε με την ευκολία παντογνώστη ό, τι δεν μας αρέσει, επιβραβεύοντας και προβάλλοντας άλλα,  επειδή μας αρέσουνε. Για παράδειγμα οι απαράδεκτες, προσβλητικές, οργισμένες κριτικές-δηλώσεις κάποιων συνθετών και στιχουργών για το "χάλι" τον "ξεπεσμό" και την "κατάντια" μεγάλου κομματιού του ελληνικού τραγουδιού. Νόμιζα  ότι οι σωτήρες, μάς είχανε τελειώσει.
Στην άλλη πλευρά του φεγγαριού, επείγει η προώθηση μιας παράκλησης υπέρ κάποιων σιωπηλών αντιφρονούντων:  Σε όσους δεν αρέσουνε ζωγραφικές τύπου "Γκουέρνικα", κινηματογραφικές ταινίες τύπου Αγγελόπουλου, τραγούδια μη κατανοητά τύπου "Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι" και γενικά ό ,τι ακαταλαβίστικο, ας τους επιτρέπουμε να ζούνε κι αυτοί κοντά μας, δίχως σνομπισμούς, χωρίς παρακολουθήσεις, χωρίς φακελώματα, χωρίς το φόβο του αναμορφωτηρίου και προς θεού, όχι λοβοτομές.
Τελικά την πήρα την απόφαση μου:
Ο Παρθενώνας μου αρέσει επειδή μου αρέσει.
Για να κοιμάμαι το βράδυ ήσυχος.
Για να πάψει να με τρώει ότι μπορεί και να 'ζησα μια ζωή ξεγελασμένος.