Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

32 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 32η

Ενώ η αγωνία για την εξεύρεση του Ιάσονα και της Δάφνης κινητοποιεί τους πάντες, τους καθυστερεί ο Δημήτριος ο Ελευθερωτής καθώς γίνεται άθελά του όργανο του Μύστη που τον παγιδεύει. Μετά από αυτή την επιτυχία του, ο Μύστης αποφασίζει να απαλλαγεί κι από άλλα βαρίδια που έχει γύρω του.

***********************************


Πρωί της 11ης Ιουνίου 307 π.Χ. (γ' μέρος)

..........................

Υπήρχαν όμως κι άλλοι που ανησυχούσαν για τα παιδιά τους. Από νωρίς είχαν έρθει εδώ ο Λέων απ’ τους Κολονούς, ο πατέρας του Ιάσονα κι ο Ανθέστης, ο πατέρας της Δάφνης. Κι οι δυο είχαν μάθει πως είχαν εξαφανιστεί αδικαιολόγητα τα παιδιά τους. Ήταν εξαιρετικά ανήσυχοι για την εξαφάνιση των δύο νέων.

«Να μην καθυστερήσουμε άλλο» είπε ο Μύρων. «Πάμε στο Φάληρο. Αν τους έχουν κρύψει κάπου ο Φαληρέας κι οι Σκύθες, εκεί θα βρίσκονται».

«Μου είπαν χτες ότι θα έρθουν μαζί κι ο Φανοκράτης κι η Ιππαρχία, ίσως και κάποιοι άλλοι» είπε ο Καινέας. «Να μην περιμένουμε λίγο ακόμη;»

Ο Καινέας ήθελε να πάει στο Φάληρο για δυο λόγους. Ο ένας ήταν τα παιδιά που είχαν χαθεί. Παράλληλα ήλπιζε να βρει τον Φαληρέα και να του ζητήσει να μην υπογράψει την αντίδοση εις βάρος του.

«Ας πάμε όσοι είμαστε εδώ» είπε ο Ζείκρατος. «Ο Μύρων έχει δίκιο που λέει να μην καθυστερήσουμε. Κάθε ώρα που περνά, μπορεί να αποβεί κρίσιμη».

«Φεύγουμε λοιπόν αμέσως;» ρώτησε η Κλεοτίμα.

«Πάμε!» είπε ο Καινέας.

Δεν πρόλαβαν όμως να φύγουν.

«Για πού το έβαλες, Καινέα;» ακούστηκε η βαριά φωνή του Αγακάτη. Ο επικεφαλής των Σκυθών πέρασε την πόρτα του σπιτιού και τους είδε όλους μαζεμένους. «Τι δουλειά έχετε εδώ πρωί-πρωί τόσοι άνθρωποι;»

«Εμείς έχουμε δουλειά, εσύ τι θέλεις Αγακάτη;»

Οι Σκύθες που είχε μαζί του ο Αγακάτης έκλεισαν την πόρτα και σκορπίστηκαν κυκλικά τριγύρω. Έμοιαζε σαν να τους συνελάμβαναν.

«Καινέα, πες σε όλους να κάτσουν ήσυχοι. Έχουμε να πούμε κάποια πράγματα».

«Πρέπει να φύγουμε Σκύθη» είπε ο Λέων.

«Ποιος είσαι εσύ;»

«Είμαι ο Λέων από Κολονούς, ο πατέρας του Ιάσονα, ενός φίλου του Ερμόδωρου» είπε αυτός.

Ο Αγακάτης είχε παρατηρήσει πως βρισκόταν εκεί ο Ανθέστης, ο πατέρας της Δάφνης. Τώρα άκουγε πως είχε έρθει κι ο πατέρας του Ιάσονα. Δικαιολογημένα τον έζωσαν φίδια. Ίσως ετοιμάζονταν όλοι μαζί να πάνε να κάνουν καταγγελία. Βέβαια δεν του είχαν επιτεθεί ακόμα φραστικά, άρα μπορεί να μην ήταν απόλυτα σίγουροι για την ενοχή του. Αν τους άφηνε να φύγουν, όμως, πολύ σύντομα θα βρισκόταν κατηγορούμενος. Μετά την διαφυγή του Φαληρέα δεν θα υπήρχε κανείς για να τον σώσει.

«Δεν θα πάει κανείς πουθενά. Πρώτα θα απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις μου» είπε ο Αγακάτης.

Ήταν φανερό πως οι Σκύθες θα έκαναν οτιδήποτε για να τους καθυστερήσουν. Όλοι ήξεραν ότι, αν κατηγορούνταν ο επικεφαλής τους, θα μπλέκονταν κι αυτοί.

«Εγώ φεύγω» είπε ο Ζείκρατος.

Έκανε να κινηθεί ανάμεσα από δυο Σκύθες. Εκείνοι τον κράτησαν με το ζόρι και κούνησαν τα μαστίγια απειλητικά για τους άλλους. Ο Μύρων κι ο Καινέας έδειξαν την δυσαρέσκειά τους και σπρώχτηκαν με τους Σκύθες. Με τους ώμους και με τα στήθη, αλλά και με τα χέρια στη συνέχεια άρχισαν να χειροδικούν ο ένας με τον άλλον. Πολύ σύντομα είχε γενικευτεί μια σύγκρουση έστω κι αν χρησιμοποιούσαν μονάχα γροθιές και φωνές. Δεν υπήρχαν τραυματισμοί αλλά η αναστάτωση ήταν μεγάλη. Σύντομα θα μαζευόταν κόσμος κι ας ήταν ακόμα πολύ νωρίς. Η φασαρία γενικευόταν ώσπου ο Αγακάτης με μια δυνατή φωνή σταμάτησε τον καυγά.

«Σταματήστε όλοι!» φώναξε.

Χρειάστηκε χρόνος να εισακουστεί. Αναγκάστηκε να χτυπήσει το μαστίγιο στο πάτωμα και τους σταμάτησε.

«Ας μιλήσουμε» είπε στον Καινέα και τον Ζείκρατο.

«Έλα κι εσύ Μύρων» είπε ο Καινέας.

«Πολύ ωραία. Οι άντρες θα αποσυρθούν να λύσουν το ζήτημα» είπε ειρωνικά η Κλεοτίμα.

«Ξέρεις ... ο Αγακάτης...» πήγε να πει ο Μύρων.

«Ξέρω, μη σε νοιάζει» είπε εκείνη. «Τελειώστε γρήγορα να φύγουμε. Ο Ιάσων κι η Δάφνη μπορεί να μας χρειάζονται».

Πέρασαν στον χώρο όπου μέχρι χτες ήταν εκτεθειμένο το νεκρό σώμα του Ερμόδωρου. Το δωμάτιο ήταν παντελώς άδειο. Ο Αγακάτης εξηγήθηκε.

«Έχω διαταγές από τον Επιμελητή Αθηνών να κάνω ανακρίσεις για συνωμοσία ενάντια στην εξουσία του. Ακόμα και για προδοσία» τους είπε.

Δεν γέλασαν παρ' όλο που ακουγόταν παράξενο να μιλά για προδοσία της πόλης ο Φαληρέας. Εξάλλου, σε ποιον εχθρό την πρόδιδαν; Οι τελευταίες αλλαγές όχι μόνο αμφισβητούσαν την εξουσία του Επιμελητή αλλά τον έκαναν εκείνον ύποπτο για προδοσία. Δεν γνώριζε ο Αγακάτης πως ο άλλος Δημήτριος, ο γιος του Αντιγόνου, ήταν πλέον ευεργέτης; Δεν γνώριζε πως η εξουσία του τυράννου είχε ξεφτίσει; Ωστόσο, τα γεγονότα έδειχναν ότι το παλιό καθεστώς διατηρούσε ακόμη δυνάμεις. Η πιο ζωντανή απόδειξη γι αυτό ήταν οι Σκύθες, η φρουρά του Φαληρέα κι οι Μακεδόνες στη Μουνιχία. Ναι, από ώρα σε ώρα έχαναν την εξουσία, αλλά, ακόμα υπήρχαν. Αν αποφάσιζαν να δράσουν δυναμικά ίσως γίνονταν επικίνδυνοι.

«Είναι γελοίο να μιλά ο Φαληρέας για προδοσία» είπε ο Μύρων.

«Κάνατε κι άλλες συλλήψεις αλλού σήμερα πρωί-πρωί, Αγακάτη, ή ήρθατε μόνο σε μάς;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Δεν πρέπει να το πω αυτό, είναι πολιτειακό μυστικό».

«Σαν πολιτειακό αστείο ακούγεται» είπε ο Μύρων.

«Αν είστε αθώοι, όπως λέτε, δεν θα φοβηθείτε μια ανάκριση» είπε ο Αγακάτης.

«Ποια είναι η κατηγορία;»

«Υπονομεύετε τον Επιμελητή και τον συκοφαντείτε».

Τον κοίταζαν απορημένοι.

«Θα τα πούμε με τον καθένα σας ξεχωριστά» τους είπε.

«Έχω κι εγώ να σε ρωτήσω κάτι» του είπε ο Ζείκρατος. «Εμπρός λοιπόν, ας ξεκινήσουμε το παιχνίδι της ανάκρισης.».

«Συκοφαντείτε τον Επιμελητή σαν τύραννο. Είστε με το μέρος των εχθρών που εισέβαλαν στην πόλη, το αρνείσαι; Όταν ο Επιμελητής ήρθε να αποδώσει τιμές στον Ερμόδωρο, του επιτέθηκαν οι φίλοι σου εδώ μέσα. Το αρνείσαι;»

«Αντιστρέφεις την πραγματικότητα» φώναξε ο Καινέας. «Πώς μας λες προδότες; Τα αγάλματά του Δημήτριου έπεσαν παντού. Εμάς βρήκες να ανακρίνεις;»

Ο Ζείκρατος τους είπε να σωπάσουν. Γι αυτόν ήταν οι ερωτήσεις του Σκύθη.

«Δεν αρνιέμαι τίποτα, Αγακάτη» του είπε.

Ο Αγακάτης περίμενε άλλη αντιμετώπιση, αλλά, τώρα μόλις διαπίστωνε ότι δεν είχε κανένα κύρος απέναντί τους.

«Ο Επιμελητής σου είναι κι επισήμως τύραννος. Ο γιος του Αντιγόνου είναι ελευθερωτής κι ο Φαληρέας δέχτηκε την δίκαιη επίθεση του φίλου μας. Καλά του έκανε! Αν τον σκότωνε θα ήταν τώρα δοξασμένος τυραννοκτόνος.»

Πριν προλάβει ο Αγακάτης να μιλήσει ο Ζείκρατος που είχε πάρει φόρα συνέχισε.

«Κι είναι σειρά μας να σε κατηγορήσουμε ότι εσύ κι οι Σκύθες σου απαγάγατε τον φίλο μας και την Δάφνη. Δεν στο ζήτησε ο δήμος. Εξυπηρέτησες εσύ προσωπικά το αφεντικό σου τον Φαληρέα».

Ο Σκύθης ήξερε ότι μπορεί να έβρισκε τον μπελά του εδώ που είχε έρθει. Ο στόχος του ήταν να τους καθυστερήσει κι ως τώρα το πετύχαινε. Αν ο Φαληρέας κατάφερνε να πείσει τη Δάφνη να την κάνει γυναίκα του, αυτοί θα τον έβλεπαν σαν σωτήρα. Αλλιώς, ας προλάβαινε τουλάχιστον να φύγει πριν του τα φορτώσουν όλα. Ο Αγακάτης κι οι Σκύθες ήταν εκτελεστικά όργανα. Κινούνταν στο όριο των δικαιοδοσιών τους κι έπρεπε να προσέξει.

«Ο Φαληρέας έχει πάρει την υπόσχεση του Ανθέστη για την κόρη του. Νά, εδώ είναι ο Ανθέστης. Το αρνείται;»

Ο Ανθέστης διαμαρτυρήθηκε.

«Μου το ζήτησε ο Δημήτριος και με απείλησε. Δεν του απάντησα θετικά, μόνος του έβγαλε συμπεράσματα. Εγώ του είπα ότι η κόρη μου θέλει τον Ιάσονα» είπε εκείνος.

«Αν δεν το είπες καθαρά, τότε τι φταίει ο Επιμελητής, Ανθέστη;» είπε ο Αγακάτης. «Ο Φαληρέας είχε το δικαίωμα να μιλήσει με τη μέλλουσα γυναίκα του. Εμπόδισε τον Ιάσονα να ανακατεύεται στα πόδια του».

«Ομολογείς λοιπόν, Σκύθη ότι εσύ και το αφεντικό σου απαγάγατε το παιδί μου» φώναξε ο Λέων.

«Άτιμοι κι οι δυο» φώναξε ο Ανθέστης.

Ο Αγακάτης τα είχε βρει σκούρα. Ούτε καθυστέρηση μπορούσε να κάνει πια ούτε να πάρει πίσω όσα είχε πει. Άθελά του είχε ομολογήσει ότι αυτοί ήταν πίσω απ’ την απαγωγή.

«Λέγε, πού τους έχετε; Στο Φάληρο, ε;» του φώναξαν.

Τίποτε πια δεν τους κρατούσε στο σπίτι του Καινέα. Το δείπνο ας έπαιρνε αναβολή. Προείχε να πάνε στο Φάληρο αφήνοντας τον Αγακάτη γι αργότερα. Αυτό θα έκαναν, αν δεν κατέφτανε στο σπίτι του Καινέα ένα σώμα είκοσι Μακεδόνων οπλιτών του Αντίγονου. Η εισβολή των είκοσι Μακεδόνων ήταν αναπάντεχη και τους εξέπληξε δυσάρεστα. Ένας λοχαγός, με φανταχτερή στολή και περικεφαλαία, ξεχώρισε μπροστά και τους μίλησε.

«Εδώ είναι το σπίτι του Καινέα;»

«Ναι, είμαι ο Καινέας. Τι θέλετε;»

«Είμαι ο λοχαγός Αρίστιππος Αλμωπαίος. Ήρθαμε για μια έρευνα με εντολή του Δημήτριου Αντιγονίδη. Μπορούμε να σας μιλήσουμε;»

«Ξέρετε, βιαζόμαστε, φεύγαμε» πήγε να πει ο Καινέας.

«Θα αρνηθείτε να βοηθήσετε σε έρευνα που σας ζητά ο άνθρωπος που τον λέτε ελευθερωτή της πόλης σας;»

Το ύφος του λοχαγού ήταν ειρωνικό. Απορούσαν όλοι τι είδους έρευνα ήταν αυτή. Τι τους ήθελε ο Ελευθερωτής;

«Εμείς πρέπει να φύγουμε» είπε ο Αγακάτης κι απέσυρε τους Σκύθες. Το έργο του είχε αναλάβει να το συνεχίσει, για άγνωστους λόγους ο στρατός του Αντιγονίδη.

«Γιατί είστε συγκεντρωμένοι τόσοι πολλοί σε αυτό το σπίτι πρωί-πρωί;» ρώτησε ο λοχαγός.

Του είπαν για την κηδεία που είχε γίνει χτες και για την προετοιμασία του δείπνου.

«Από τώρα ήρθατε για ένα βραδινό;» αναρωτήθηκε με καχυποψία ο Μακεδόνας.

«Λοχαγέ Αρίστιππε» του είπε ο Ζείκρατος «πες μας τι είδους έρευνα κάνετε;»

«Δεν μπορώ να πω λεπτομέρειες, δεν θα φύγει όμως κανείς από εδώ αν δεν τελειώσουμε» είπε ο λοχαγός.

Ο Αρίστιππος μπήκε στο δωμάτιο όπου ήταν εκτεθειμένη η σωρός μέχρι χτες. Ζήτησε να μπαίνουν ένας-ένας όλοι όσους είχε βρει στην αυλή.

«Ας έρθει ο οικοδεσπότης».

Ο Καινέας μπήκε πρώτος. Άρχισε να απαντά σε κάποιες άσχετες ερωτήσεις. Του φαίνονταν ανόητες κι εκνευριστικές, αλλά, δεν είχε τον τρόπο να τις σταματήσει.

«Ας περάσει ο επόμενος».

Ένας ένας έμπαιναν στο πρόχειρο ανακριτικό γραφείο που είχε στήσει ο Αρίστιππος. Υποβάλλονταν όλοι στο μαρτύριο μιας άσκοπης εξέτασης. Ο λοχαγός το απολάμβανε να ρωτά αυτούς τους ψηλομύτες. Όλοι οι Αθηναίοι ήταν ψηλομύτες γι αυτόν. Φαινόταν περίεργο που είχαν μαζευτεί εδώ πρωί-πρωί τόσοι πολλοί χωρίς να δίνουν ικανοποιητική εξήγηση. Ίσως πραγματικά έκρυβαν κάποια συνωμοσία και δεν είχε τίποτε να χάσει ερευνώντας την. Χρόνο εκείνος είχε αρκετό, οι άλλοι δεν είχαν καθόλου. Ήταν σε αναμμένα κάρβουνα όσο περνούσε η ώρα άσκοπα, όμως δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Ήταν εκεί εγκλωβισμένοι απ’ τους Μακεδόνες και τον καχύποπτο λοχαγό τους.

.............................................

Εκείνο το βράδυ, ο Ιεροφάντης, η Πανδότη κι ο Υπάνωρ το πέρασαν στο πατρικό του Δημήτριου. Κοιμήθηκαν στο κτίσμα του πατέρα του. Πάνω ο Φανόστρατος κι οι οικοδεσπότες και κάτω, σε ένα στάβλο, φιλοξενήθηκαν τα μέλη της οργάνωσης. Σκοπός ήταν το πρωί, να ετοιμάσουν την Δάφνη, σωστά αυτή τη φορά, για τον Επιμελητή. Ξύπνησαν κι έπλυναν τα μούτρα τους αναλογιζόμενοι τα όνειρά τους. Η Πανδότη έβλεπε τον Υπάνορα. Έλιωνε όλη νύχτα στην αγκαλιά του. Ο Ιεροφάντης έβλεπε την Πανδότη σαν προσωπική του ιέρεια κι ερωτική του σύντροφος. Μαζί της κατείχε και ξεκοκάλιζε την περιουσία των νεκρών. Ο Υπάνωρ έβλεπε την Εριφύλη του κι ένα ταξίδι σε άγνωστες πολιτείες, στην Ατλαντίδα ή την Παγγαία. Μετά τα όνειρα, είχε έρθει η πραγματικότητα.

«Απορώ πώς δεν μας φώναξε ως τώρα ο Φαληρέας» είπε ο Ιεροφάντης.

«Ακούω βήματα, έρχεται κάποιος» είπε ο Υπάνωρ.

Ήταν ο Μεγάλος Μύστης. Είχε έρθει αποφασισμένος να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες και να καλύψει τα νώτα του. Φυσικά, οι άλλοι δεν ήξεραν τι είχε πει με τον Επιμελητή ούτε τις αποφάσεις του. Είπε στον Ιεροφάντη και τον Υπάνορα να βγουν έξω για λίγο και τον υπάκουσαν. Στον λόγο του δεν χωρούσε αντίρρηση, ούτε κάν απορία. Έμεινε μόνος του με την Πανδότη.

«Τα έκανες θάλασσα χτες» της είπε.

«Θα επανορθώσουμε σήμερα» του είπε εκείνη. «Και δεν είναι ωραίο αυτό που συμφώνησες για το κορίτσι».

«Δεν σου πέφτει λόγος τι είναι ωραίο και τι όχι» της είπε αυστηρά.

«Είμαι Ιέρεια, μπορώ να έχω γνώμη» είπε εκείνη.

«Είσαι Ιέρεια, όπως είπες, και ... θα τιμωρηθείς!»

Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα αλλά δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Όχι μόνο είχε αποτύχει με την κοπέλα αλλά είχε εκφράσει κι αντιρρήσεις στα σχέδια του Μύστη. Με αυτό είχε ξεπεράσει τα όρια. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο έγκλημα στην οργάνωση από την απειθαρχία, επομένως άξιζε μια, έστω και συμβολική, τιμωρία.

Γονάτισε πρόθυμα μπροστά του και περίμενε καρτερικά τις αποφάσεις του. Θα μπορούσε ακόμα και να την χτυπήσει, αν υπήρχε σοβαρός λόγος. Μπορούσε, όμως, μόνο συμβολικά να χτυπήσει ελαφρά τον λαιμό της και να καλέσει τον Ορφέα να συγχωρήσει το λάθος. Ήταν βέβαιη πως αυτό θα της έκανε, μια συμβολική τιμωρία, αφού δεν είχε ενεργήσει κακόβουλα. Έσκυψε το κεφάλι της και τον περίμενε. Ένιωσε ένα τσούξιμο στον λαιμό, σαν να την έκοψε κάτι. Ενοχλήθηκε κι έκανε να το αποφύγει. Τον αισθάνθηκε που της έπιασε το κεφάλι από τα μαλλιά πιο σταθερά και συνέχισε με τον λαιμό της. Ένιωσε ένα κόψιμο να την καίει. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή, έσπρωξε απότομα το χέρι του κι αποτραβήχτηκε.

«Τι κάνεις; τρελάθηκες;» του φώναξε.

Τα χέρια της πήγαν στον λαιμό της κι ένιωσε εκεί μιαν υγρασία. Είδε τα δάχτυλά της κατακόκκινα από το αίμα της. Στο χέρι του Μεγάλου Μύστη ήταν ένα μικρό μαχαίρι με μια λάμα που ήταν επίσης κατακόκκινη από το αίμα της. Πάγωσε από τη σκέψη ότι ο Μύστης έκοβε απαλά και εν ψυχρώ τον λαιμό της τόση ώρα.

«Ηρέμησε» της είπε ο Μύστης «τελειώσαμε»

Της έδωσε ένα μαντίλι. Η Πανδότη, έκπληκτη, έσφιξε το τραύμα για να πάψει η αιμορραγία. Τον κοίταξε απορημένη και πολύ θυμωμένη.

«Τι έκανες; Με έσφαξες; Είσαι τρελός;»

Ο Μύστης σκούπισε το μαχαίρι και το έβαλε με κινήσεις τελετουργικές στη ζώνη του. Αναστατωμένοι από τις φωνές που άκουσαν, μπήκαν μέσα ο Ιεροφάντης κι ο Υπάνωρ.

«Πρόσεξε πώς μου μιλάς» της είπε με ψυχραιμία. «Μην ξεχνάς τη θέση σου και ποιος είμαι».

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Ιεροφάντης.

«Τι έχεις στον λαιμό Πανδότη; Σε μαχαίρωσε;» είπε ο Υπάνωρ κοιτώντας την έκπληκτος.

«Τα βλέπεις;» της είπε ο Μύστης. «Με την ακολασία και τον βρομερό σαρκικό σου πόθο, έκανες αυτόν τον νεαρό να αυθαδιάζει ενώπιόν μου».

Ο Ιεροφάντης καθόταν καθηλωμένος από γεγονότα που δεν έλεγχε. Ο Υπάνωρ έβλεπε πράγματα που τον ξεπερνούσαν. Η Πανδότη ένιωθε ξεγελασμένη κι αηδιασμένη από τον Μύστη. Την είχε πάρει στο κρεβάτι του όταν ήταν να την μυήσει, αλλά, τώρα την έλεγε «ακόλαστη». Τον μίσησε και της χρειάστηκε μια μόνο στιγμή αναλαμπής γι αυτό.

«Είσαι ένας βρομερός παλιόγερος» του είπε.

Τον έφτυσε αν και το σάλιο της δεν πήγε πολύ μακριά. Εκείνος δεν αντέδρασε, μόνο χαμογέλασε ειρωνικά σίγουρος πως τίποτα δεν τον άγγιζε. Εξ άλλου είχε ήδη πάρει την δική του εκδίκηση προκαταβολικά.

«Πρόσεχε πώς μιλάς, είμαι ο Μεγάλος Μύστης!» της είπε. «Ξέρεις ότι είμαι ανέγγιχτος. Όποιος από την οργάνωση με βλάψει, βλάπτει τον εαυτό του!»

Ο Ιεροφάντης, είδε κάτι τρελό στο βλέμμα του και κάτι ακόμα πιο τρελό έπιασε στον τόνο της φωνής του. Πάγωσε. Ο Μύστης τον πλησίασε. Ο Ιεροφάντης έκανε σαν να τον άγγιξε λεπρός και βγήκε απ' το δωμάτιο. Ο Μύστης είδε πως ξέφευγε κι ο Ιεροφάντης και γύρισε προς τον Υπάνορα.

«Έλα εδώ εσύ νεαρέ» του είπε.

Ο Μύστης κρατούσε και πάλι στο χέρι το μαχαίρι του.

«Πρόσεχε!» είπε η Πανδότη με φωνή αδύναμη.

Ο Υπάνωρ έβγαλε απ’ τη ζώνη, κάτω από τον μανδύα του, ένα σπαθί. Το έστρεψε απειλητικά προς τον Μύστη.

«Άσε κάτω το σπαθί» είπε ο Μύστης.

«Σκότωσέ τον, είναι κάθαρμα» ακούστηκε η Πανδότη.

Ο Υπάνωρ θα εκτελούσε τη διαταγή της Πανδότης κι όχι του Μύστη, όμως για λίγο έμεινε ακίνητος. Η φυσική του δειλία τον εμπόδισε να κινηθεί. Ο Μεγάλος Μύστης είδε πως δεν μπορούσε πια να μαχαιρώσει τον Υπάνορα όσο εκείνος είχε το σπαθί προτεταμένο. Αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο γι αυτόν να φύγει. Βγήκε έξω κι έψαξε με το βλέμμα του να βρει τον Ιεροφάντη. Εκείνος είχε κρυφτεί πίσω από ένα δεμάτι άχυρα και δεν φαινόταν.

«Την άμαξα. Φέρτε την άμαξα αμέσως εδώ!» φώναξε από μακριά στον Ληθόνου και τον Φερεθάνη.

Ο Μύστης ανέβηκε στην άμαξα. Ο Ληθόνους κρατούσε τα γκέμια κι ο Φερεθάνης τον βοηθούσε. Βγήκαν από την πύλη του αγροκτήματος. Όλη αυτή την ώρα ο Ιεροφάντης παρέμενε στην κρυψώνα του. Αν τον έβλεπαν, ήξερε ότι κινδύνευε. Ο Μύστης θα έστελνε ξοπίσω του τους δυο παλικαράδες για να τον κυνηγήσουν κι αυτοί ήταν ικανοί για φόνο. Ήταν βέβαιος, απ’ το βλέμμα του, πως ο Μύστης τον προτιμούσε νεκρό. Έτσι δεν βγήκε καθόλου από την κρυψώνα. Ούτε πήγε στο δωμάτιο όπου είχε γίνει ο καυγάς, περίμενε μόνο να χαθεί ο Μύστης εντελώς από το βλέμμα του.

Στο μεταξύ ο Υπάνωρ είχε πλησιάσει την Πανδότη. Η Ιέρεια είχε ξαπλώσει χάμω και φαινόταν χλωμή σαν άρρωστη. Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει κι η ανάσα της δεν έβγαινε παρά με μεγάλη δύσκολα.

«Ο άτιμος, με δηλητηρίασε» είπε χαμογελώντας πικρά στον Υπάνορα που ήθελε να την βοηθήσει αλλά δεν μπορούσε.

«Μα πώς;» τη ρώτησε μόνο.

«Το μαχαίρι είχε δηλητήριο. Το μαντίλι που μου έδωσε να σκουπιστώ, ήταν δηλητηριασμένο κι αυτό».

«Μα πώς; γιατί;» έκανε ο Υπάνωρ με μια μεγάλη θλίψη να τον κυριεύει.

«Καλέ μου Υπάνωρ, εγώ φεύγω, εσύ πρόσεχέ τον!» του είπε η Πανδότη με τη φωνή της να σβήνει σιγά σιγά.

***********************************

Αύριο Πέμπτη 5/11 η 33η συνέχεια.


Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

31 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 31η

Δεύτερο μέρος στο πρωινό της 11ης Ιουνίου. Η Δάφνη (όπως κι ο Ιάσων) έχουν κοιμηθεί στο σπίτι του Δημήτριου στο Φάληρο. Ο Δημήτριος ενδιαφέρεται να δεσμεύσει την Δάφνη για να την πάρει μαζί του φεύγοντας. Βάζει όλα τα μέσα για να το πετύχει.

Βέβαια ο καθένας έχει τα σχέδιά του. Ο Μύστης θέλει να εκμεταλλευτεί τον άλλο Δημήτριο, τον Ελευθερωτή, κι οι φίλοι του Ερμόδωρου θέλουν να ξαναβρούν τον Ιάσονα και τη Δάφνη και να εξιχνιάσουν τους φόνους. 

*************************************


Πρωινό της 11ης Ιουνίου 307π.Χ. (β' μέρος)

...........

Ο Αγακάτης κατέβασε τον Μεγάλο Μύστη ως την έξοδο του σπιτιού και του έδειξε την είσοδο του άλλου κτίσματος.

«Εκεί πήγαινε να τους βρεις. Μάζεψέ τους και φύγετε από εδώ» του είπε.

Στο μεταξύ τους είδαν και πλησίασαν ο Φερεθάνης κι ο Ληθόνους. Ο Μεγάλος Μύστης τους είπε να μείνουν λίγο πιο μακριά και να περιμένουν. Ζήτησε από τον Αγακάτη να του μιλήσει κατ' ιδίαν.

«Πρέπει να σου πω κάποια πράγματα Σκύθη» του είπε.

Ο Αγακάτης τον κοίταξε με επιφύλαξη.

«Πες μου όμως πρώτα κάτι, θα φύγεις με τον Φαληρέα ή θα μείνεις εδώ;»

«Θα μείνω».

«Τότε πρέπει να προσέξεις κάποια πράγματα, αλλιώς θα βρεθείς σε κίνδυνο».

Ο Αγακάτης δεν έδειξε να κατανοεί τι έλεγε ο Μύστης. Γιατί ενδιαφερόταν γι αυτόν και ποιος ήταν ο κίνδυνος που τον απειλούσε. Κι εκείνος του εξήγησε πρόθυμα.

«Πρόκειται για τον Καινέα, τον πατέρα του Ερμόδωρου και τους φίλους του νεκρού. Όλοι αυτοί έχουν την εντύπωση πως εσύ φταις για την απαγωγή του Ιάσονα και της Δάφνης. Θα σε καταγγείλουν!»

Ο Αγακάτης ανησύχησε πραγματικά αλλά προσπάθησε να το κρύψει. Πού ήξερε ο Μύστης ότι είχε εμπλακεί σ’ αυτή την απαγωγή; Και πώς το είχαν ανακαλύψει ο Καινέας κι οι φίλοι του γιου του;

«Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα» είπε.

«Αν σε καταγγείλουν θα μπλέξεις πολύ άσχημα. Ίσως να καταγγείλουν κι άλλους Σκύθες» του είπε ο Μύστης. «Κάνε μια βόλτα στου Καινέα να δεις και μόνος σου».

«Η κηδεία έγινε χτες ... τελείωσε».

«Ετοιμάζουν σήμερα το δείπνο που δεν έκαναν χτες. Όλη μέρα θα είναι εκεί και θα συζητούν. Για τους φίλους τους που λείπουν θα λένε, και θα θέλουν να εκδικηθούν».

«Και τι λες να κάνω;» ρώτησε ανήσυχος ο Αγακάτης.

«Πήγαινε να τους προλάβεις, γιατί αύριο το μεσημέρι θα είναι πια αργά».

«Δεν έχω κανένα λόγο να κάνω κάτι τέτοιο» του είπε ο Αγακάτης κι έφυγε.

Ο Μύστης είχε δει στα μάτια του Σκύθη την ανησυχία που προκάλεσαν οι πληροφορίες που μόλις του είχε δώσει. Ήταν βέβαιος πως θα πήγαινε στου Καινέα. Ο λόγος που έστελνε τον Σκύθη δεν ήταν βέβαια αυτός που του είχε πει. Είχε μάθει από την επιμελητεία ότι ο Δέξιππος είχε δώσει πληροφορίες σε κάποιον φίλο του Καινέα για μιαν αντίδοση. Ήταν εκείνη που ζητούσε ο Ζωσιφάντης. Αν το έψαχναν πολύ, δεν θα αργούσαν να φτάσουν και σε αυτόν. Ίσως να έβλεπαν και τις άλλες περιπτώσεις και τότε θα τον κατηγορούσαν σαν εγκέφαλο της απάτης. Γι αυτόν τον λόγο ο Καινέας έπρεπε να βρει εγκαίρως μιαν αντίσταση. Ο Αγακάτης ήταν ένα η πιο καλή περίπτωση εκφοβισμού. Όμως ο Σκύθης δεν θα πήγαινε στου Ερμόδωρου αν ήξερε πως έτσι θα βοηθούσε τον Μύστη. Έπρεπε να έχει ο ίδιος προσωπικό κίνητρο για να πάει. Γι αυτό του είχε ενσπείρει την ανησυχία πως όλες οι υποψίες για την απαγωγή Ιάσονα και Δάφνης θα έπεφταν πάνω του. Ήξερε απ’ τον Φαληρέα πως οι απαγωγές ήταν έργο των Σκυθών του. Με τον τρόπο αυτό είχε βεβαιωθεί πως ο Αγακάτης είχε ενοχές και θα ήταν αρκετά φοβισμένος ώστε να πάει.

Το σχέδιο ήταν καλό αλλά μόνο του δεν έφτανε. Γι αυτό ο Μύστης είχε και δεύτερο σχέδιο. Είχε φτιάξει μιαν επιστολή για τον Δημήτριο Αντιγονίδη ώστε να κινητοποιήσει μιαν ακόμα εξουσία κατά του Καινέα. Αυτή τη στιγμή, οι μόνες εξουσίες ήταν οι Σκύθες κι ο Ελευθερωτής. Ο Σκύθης θα πήγαινε για λογαριασμό του να εκφοβίσει τον Καινέα και τους φίλους του νεκρού. Ο Ελευθερωτής θα έκανε τον δεύτερο εκφοβισμό. Με όλα αυτά ήλπιζε να ξεμπερδέψει ο Μύστης με τους τύπους που ανακατεύονταν στα πόδια του τούτες τις μέρες.

«Φερεθάνη» είπε εμπιστευτικά στον ένα υποτακτικό του. «Θα πας δυο επιστολές στον Δημήτριο τον Ελευθερωτή».

«Στον Ελευθερωτή;;; Δεν είναι εχθρός μας;»

«Όχι, βέβαια, ανόητε!» είπε ο Μύστης. «Ποτέ και καμιά εξουσία δεν είναι εχθρός μας. Θα πας να τον βρεις και θα του δώσεις δυο επιστολές. Την μια θα την δώσεις επίσημα και την άλλη κρυφά, μόνο στα χέρια του. Κατάλαβες;»

«Εντάξει, Μεγάλε Μύστη» είπε υπάκουα ο Φερεθάνης.

«Φύγε αμέσως, πρέπει να πας όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πάρε το ένα από τα άλογα της άμαξας και τρέξε!»

Ο Μύστης είχε εξαπολύσει τα όπλα που μπορούσε κατά του σπιτιού του Ερμόδωρου. Ήθελε να κερδίσει χρόνο. Τον είχε ανάγκη για να θωρακιστεί από τυχόν κατηγορίες που θα τον βάρυναν. Έπρεπε να αποφύγει την καταδίκη, αν γινόταν μια καταγγελία εις βάρος του από τον Καινέα.

Πολύ γρήγορα είχε κάνει τους υπολογισμούς του: Ο Φαληρέας θα έφευγε ή θα σκοτωνόταν από ώρα σε ώρα. Έτσι, θα εξέλειπε ο κύριος μάρτυρας που μπορούσε να καταθέσει για τη συνωμοσία του. Κανείς άλλος δεν ήξερε τη συμφωνία του που είχε κάνει με τον Δημητριο για τις αντιδόσεις των περιουσιών. Χωρίς την σιγουριά ότι ο Επιμελητής θα υπέγραφε την αντίδοση, γιατί να σκοτώσει αθώους; Ο Δέξιππος ίσως να είχε βάσιμες υποψίες, όμως, δεν μπορούσε να είναι βέβαιος για τίποτε. Δεν ήξερε αν ο Επιμελητής θα του χάριζε τις περιουσίες των δολοφονηθέντων. Οι τρεις που ζητούσαν αντίδοση δεν θα μιλούσαν γιατί έτσι θα ομολογούσαν συνενοχή σε φόνο. Δεν θα κινδύνευε λοιπόν από αυτή την πλευρά.

Στην πραγματικότητα, αν κινδύνευε από κάποιους ήταν από τους δικούς του ανθρώπους, τον Ιεροφάντη και την Ιέρεια. Κινδύνευε κι από τα τρία εκτελεστικά όργανα. Το θέμα ήταν να μη έσπαγαν κι ομολογούσαν αν έμπαιναν κάτω από πίεση. Γι αυτό χρειαζόταν λίγο χρόνο. Έπρεπε σήμερα κιόλας, εδώ στο Φάληρο ή έστω στη «Σπηλιά», να έχει τακτοποιήσει το θέμα των δικών του. Να τους εξηγήσει γιατί δεν θα έπρεπε ποτέ να πουν το παραμικρό σε κανέναν και να τους φοβίσει. Δεν ήταν αρκετή η ορφική θρησκεία για να επιβληθεί η σιωπή. Έπρεπε να τους επισείσει τον φόβο μιας δίκης στον Άρειο Πάγο που θα τους έκρινε όλους δολοφόνους. Χρειαζόταν χρόνο για να το τακτοποιήσει αυτό, πριν λειτουργήσει αυτή η αναθεματισμένη δημοκρατία. Πριν τρέξουν ο Καινέας κι οι φίλοι του Ερμόδωρου στις νέες αρχές να τον καταγγείλουν.

«Εγώ τι θα κάνω, Μεγάλε Μύστη;» ρώτησε ο Ληθόνους.

Τον είχε ξεχάσει αυτόν. Θα ήθελε να του απαντήσει «να πας να πνιγείς» αλλά φοβήθηκε ότι θα μπορούσε και να το κάνει. Τόσο ανόητος ήταν αυτός ο νεαρός!

«Κάτσε εδώ στην αυλή και κρύψου να μην φαίνεσαι. Όταν σε φωνάξω να έρθεις» του είπε.

Έπρεπε να λογαριαστεί με τον Ιεροφάντη και την Ιέρεια. Θα ήταν κι ο Υπάνωρ μαζί τους, άρα θα νουθετούσε κι αυτόν με την ευκαιρία.

........................................................

Όταν ο Δημήτριος Ελευθερωτής έμαθε ποιος ζητούσε να τον δει αντέδρασε με ειρωνικά χαμόγελα. Είχε έρθει κάποιος με επιστολή από τον Μεγάλο Μύστη μιας οργάνωσης ορφικών. Δεν θα χαλούσε τον χρόνο του με ορφικούς, βέβαια! Είπε στον υπασπιστή του να διώξει τον απεσταλμένο του Μύστη όταν μπήκε ο Αριστόδημος. Του πρότεινε να τον δεχτεί.

«Έχει, λέει, μιαν επιστολή να σου δώσει. Ισχυρίζεται ότι περιέχει πληροφορίες για τον Δημήτριο τον Φαληρέα που θα σε ενδιαφέρουν».

«Πιστεύεις ότι έχει τέτοιες πληροφορίες;»

«Δεν ξέρω, έτσι λέει, αλλά, χάνεις τίποτα αν τον δεις;»

«Εντάξει, φέρε τον μέσα!»

Η παρουσία του Φερεθάνη στη σκηνή εκστρατείας του γιου του Αντίγονου ήταν παράταιρη. Δεν ήταν μόνο που ένας φοβισμένος νεαρός, μέλος μιας μυστικιστικής οργάνωσης με κακή φήμη. Είχε απέναντί του έναν πανίσχυρο στρατηγό, γιο του πιο δυνατού από τους πολλούς διαδόχους του Αλέξανδρου. Η σύγκριση ήταν καταλυτική. Ένας ημίθεος με έναν δούλο. Ο Φερεθάνης ήξερε πως και τα νέα που έφερνε δεν ήταν καθόλου νέα. Επρόκειτο να φύγει ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, έγραφε η επιστολή, από το λιμάνι του Φαλήρου! Θα έπαιρνε μαζί τον δάσκαλο Θεόφραστο. Ο Ελευθερωτής χαμογέλασε και μαζί του γέλασε κι ο Αριστόδημος. Δεν ήταν μόνο μπαγιάτικα τα νέα αλλά και γελοία, αφού «κάρφωναν» στον Δημήτριο τις ίδιες τις δικές του αποφάσεις. Παρά λίγο τον βάλει ο Μακεδόνας να καταπιεί το άχρηστο γράμμα, τόσο εκνευρισμένος έδειξε πως ήταν. Είχε καλύτερες δουλειές να κάνει από το να διαβάζει τέτοιες πληροφορίες.

«Αυτά είχες να μας πεις, νεαρέ;»

«Όχι εγώ, ο Μεγάλος Μύστης. Μου έδωσε κι αυτό» είπε φοβισμένος και διστακτικός. «Είπε να το δώσω μόνο στα δικά σου χέρια, Μεγάλε Βασιλιά».

«Φύγε από μπροστά μου, ανόητε» του είπε ο Δημήτριος αηδιασμένος και τον έδιωξε.

Τον έλεγαν «ελευθερωτή» «σωτήρα» και τώρα άκουγε να τον λεν «μεγάλο» και «βασιλιά». Τι τους είχε πιάσει αυτούς τους περήφανους κάποτε πολίτες και συναγωνίζονταν τώρα σε δουλοπρέπεια; Τόσο πολύ μισούσαν, λοιπόν, τους Μακεδόνες; Όποιος τους απάλλασσε από την μακεδονική σάρισα γινόταν αμέσως σωτήρας και θεός τους; Έβλεπαν την μακεδονική σάρισα σαν αντίποδα της δημοκρατίας; Μα, ο Δημήτριος ήταν Μακεδόνας κι αυτός, το ξεχνούσαν; Αυτή η μανία με τα πατρώα τους πολιτεύματα καταντούσε εκνευριστική. Ήθελαν, λοιπόν, τόσο πολύ να τους κυβερνούν οι κωπηλάτες κι όχι οι στρατηγοί ή οι ναύαρχοι;

«Δημήτριε, γίνεται συμβούλιο σε λίγο. Έχουμε την υπόθεση των Μεγάρων να εξετάσουμε. Πρέπει να έρθεις για μας πεις εσύ τη γνώμη σου».

«Θα ακούσω πρώτα τις δικές σας».

Ο Δημήτριος διάβασε την δεύτερη επιστολή φωναχτά να ακούει κι ο Αριστόδημος. Αυτά που του έγραφε ο Μεγάλος Μύστης έδειχναν ότι μια συνωμοσία εξυφαινόταν εναντίον του κάπου στον Πειραιά. Ήταν μια προσπάθεια κάποιων να τον συκοφαντήσουν και να πλήξουν το όνομά του. Δεν τα πίστευε αυτά ο Δημήτριος αλλά ούτε κι ήθελε να αφήσει κάτι χωρίς να το έχει ελέγξει. Αυτή η συνήθεια να καταδίδουν οι εχθροί του ο ένας τον άλλον είχε φανεί χρήσιμη ως τώρα και δεν θα την αγνοούσε. Φώναξε τον Πολεμίωνα, που είχε στις διαταγές του τους οπλίτες της προσωπικής του φρουράς.

«Πολεμίων, στείλε μια ομάδα οπλιτών. Να ερευνήσει αυτούς εδώ που γράφει το γράμμα» είπε στον φίλο του και στρατηγό του. Του έδωσε την επιστολή.

«Θα στείλω» είπε εκείνος.

«Δεν φοβάμαι καμιά ομάδα ούτε θέλω να φανεί ότι αποδίδω μόνος μου δικαιοσύνη» είπε ο Δημήτριος. «Δεν θέλω, όμως, να έχουν την εντύπωση όποιοι ενεργούν εναντίον μου ότι θα μένουν ατιμώρητοι».

«Θα πω να τους τρομάξουν» είπε ο Πολεμίων.

Ο Αριστόδημος μπήκε πάλι στη σκηνή του Δημήτριου.

«Να σου πω και το τελευταίο: χτες βράδυ συζητούσαν μετά την κύρωση των κληρώσεων. Κάποιος έκανε μια πρόταση για τη Βουλή να απαγορευτεί η λειτουργία των σχολών αν δεν έχουν άδεια του δήμου».

«Το ξέραμε ότι το σκέφτονται, έχουμε όμως καιρό μέχρι να γίνει. Θα το δούμε τότε».

«Κάποιος όμως είπε, εκείνη την ώρα, ότι οι σχολάρχες θα σηκωθούν να φύγουν από την Αθήνα για να μην δικαστούν. Η εκκλησία του δήμου -γιατί έτσι αυτονομάστηκαν- πήρε τότε μια βιαστική απόφαση. Είπαν να μην μπορεί να φύγει κανείς μέχρις ότου δικαστούν».

«Για ποιους μιλάνε;»

«Νομίζω ότι πρόβλημα έχουν οι δύο σχολάρχες: ο Θεόφραστος του Λυκείου κι ο Πολέμων της Ακαδημίας».

«Ήταν να φύγει ο Πολέμων;»

«Όχι. Αυτός δεν το έχει σκοπό. Μόνο ο Θεόφραστος ετοιμάζεται να φύγει με τον Φαληρέα».

«Ας φύγουν. Καλύτερα να είναι μακριά. Φρόντισε να μην τους εμποδίσει κανείς» είπε ο Δημήτριος.

«Εντάξει στρατηγέ» είπε ο Αριστόδημος.

......................................................

Πρωί-πρωί μαζεύτηκαν στου Ερμόδωρου -όπου ποτέ δεν θα τον ξανάβλεπαν- ο Ζείκρατος, ο Μύρων κι η Κλεοτίμα. Πριν μπουν πλύθηκαν με το καθαρό νερό μιας υδρίας που στεκόταν από χτες έξω από το σπίτι. Την είχε τοποθετήσει η Ολύνθια που τηρούσε σχολαστικά τα έθιμα λες κι έτσι θα άλλαζε κάτι. Η κανάτα θα έμενε εκεί για να μπορούν να καθαρίζονται, όσοι έρχονταν. Χρειαζόταν μια και το πνεύμα του θανάτου για δυο μέρες τώρα τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι.

Ο Καινέας αυτό το βράδυ δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά. Στριφογυρνούσε συνεχώς στο κρεβάτι του τριγυρισμένος από σκέψεις. Πότε σκεφτόταν την αβάσταχτη απώλεια του γιου του και πότε τον πίεζε το πρόβλημα που είχε κληρονομήσει. Στα καλά καθούμενα κινδύνευε να χάσει την περιουσία του. Η καταγγελία που είχε γίνει στον Ερμόδωρο φαινόταν κανονική κι αυτός έπρεπε να την αντικρούσει. Αν υποχρεωνόταν τελικά σε αντίδοση θα καταστρεφόταν. Αυτός ο Ζωσιφάντης δεν είχε παρά πολύ μικρή περιουσία.

Απορούσε πώς ο Ερμόδωρος είχε κάνει τέτοιο σφάλμα. Πώς είχε δεχτεί να ανταλλάξει χορηγία με κάποιον που είχε περιουσία πολύ μικρότερη από τη δική τους. Ο Ζωσιφάντης είχε ήδη καταθέσει το αίτημα και, με τον Ερμόδωρο νεκρό, δεν ήταν εύκολο να αποδειχθεί ότι ήταν ψέμα. Γιατί ήταν βέβαιος πως ήταν ψέμα. Ήταν απίθανο να είχε κάνει ο γιος του κάτι τόσο απερίσκεπτο, θέτοντας σε κίνδυνο την περιουσία τους. Προφανώς θα υπήρχε κάποια λογική εξήγηση που, όμως, την είχε πάρει μαζί του στον τάφο. Και τώρα έπρεπε να ελπίζουν στην γενναιοδωρία του Επιμελητή ή της Πρυτανείας. Όμως, με τις νέες εξελίξεις κι αυτά άλλαζαν. Ούτε ο Επιμελητής γνώριζε την τύχη του ούτε κι η Πρυτανεία θα παρέμενε η ίδια. Αυτή η αβεβαιότητα τον είχε κάνει να μην κοιμάται.

*************************************

Αύριο Τετάρτη η συνέχεια με το τρίτο μέρος εκείνου του πρωινού.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

30 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ" 30η συνέχεια

Είμαστε στην τρίτη από τοις τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα. Είναι το πρωινό της 11ης Ιουνίου ή τρίτης φθίνοντος Θαργηλιώνος και τα περιθώρια για τον Δημήτριο έχουν στενέψει. Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει γρήγορα. 

*******************************

 

11η Ιουνίου 307 π.Χ. πρωί

Ζ' Τρίτη φθίνοντος Θαργηλιώνος(*), πρωί

Δεν χόρτασε ύπνο εκείνο το τελευταίο αθηναϊκό βράδυ του ο Δημήτριος Φαληρέας. Κάπου τον κατανικούσε η κούραση από το έντονο διήμερο που είχε προηγηθεί αλλά αμέσως ξυπνούσε. Άλλοτε είχε εφιάλτες κι άλλοτε προβληματισμούς. Και τα δυο είδη αφύπνισης ήταν τρομακτικά. Του φαίνονταν εξίσου δυσβάστακτα μαρτύρια: Το ένα ξύπνημα ερχόταν από εφιάλτες πραγματικούς. Αφορούσαν τα αληθινά αδιέξοδά του: Η Θήβα, η Αίγυπτος, το Μουσείο που δεν θα γινόταν στην Αθήνα, οι τυραννοκτόνοι κι οι ανδριάντες του που έπεφταν. Το άλλο ξύπνημα ήταν από εφιάλτες που μετάλλαζαν τα υπαρκτά θέματα. Γίνονταν φανταστικές περιπέτειες. Τεράστια κήτη κι αμμώδεις νερόλακκοι τον κατάπιναν. Έψαχνε απεγνωσμένα για την έξοδο, για μιαν ανάσα παραπάνω. Οι εφιάλτες του τον ταλαιπώρησαν ολόκληρο το βράδυ.

Όταν αποφάσισε να σηκωθεί από το κρεβάτι μόλις που είχε αρχίσει να χαράζει. Ο ήλιος πίσω από τον Υμηττό φώτιζε τον ουρανό και τον έκανε γαλάζιο. Δεν υπήρχε σύννεφο στον ορίζοντα. Το χτεσινό αεράκι είχε πάρει την αχλή της θάλασσας κι ο αέρας όπως κι ο ορίζοντας ήταν πεντακάθαρος. Παρά το γκρίζο χρώμα της αυγής, η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καθαρή που λες και θα άγγιζες τα απέναντι βουνά. Θα έπιανες την Αίγινα αν άπλωνες το χέρι. Είχε μιαν ανακουφιστική δροσιά τριγύρω κι οι ευωδιές που έρχονταν από παντού, έσπαγαν τη μύτη.

Πώς θα αποχωριζόταν το μέρος αυτό που λάτρευε; Πού θα πήγαινε αυτός ο από πολλές γενιές Αθηναίος, απόγονος των Λαπιθών, ο απ’ τα αρχαία χρόνια Φαληρέας; Ποια χώρα θα μπορούσε να αναπληρώσει ετούτη εδώ την απώλεια; Ήξερε πως καμία γη, όσο εύφορη κι αν ήταν, όσο λαμπρά κτίσματα κι αν διέθετε, δεν θα ξεπερνούσε αυτή την πόλη. Ήξερε πως όσο λαμπρούς και καλούς ανθρώπους κι αν είχε, δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει τους Αθηναίους. Καμιά χώρα δεν θα γεννούσε μέσα του την λατρεία που του γεννούσε αυτή εδώ η Αττική γη. Εδώ ήταν η γη του κι η γη των πατέρων του.

Απέναντι από το αρχοντικό του, μέσα στη μεγάλη έπαυλη, υπήρχε το κτίσμα όπου έμεναν οι δικοί του. Εκεί ήταν ο πατέρας, η μητέρα του κι οι αδελφές του. Είδε κάποιον στην βεράντα να κουνά το χέρι. Ήταν ο Φανόστρατος, ο πατέρας του. Είχε ξυπνήσει κι αυτός απ’ τα χαράματα. «Τι όμορφη στιγμή» σκέφτηκε κι αναπόλησε τα παιδικά του χρόνια. Πότε θα τα έβλεπε ξανά όλα αυτά; Ίσως ποτέ! Ήξερε πως το ταξίδι που θα έκανε τώρα, δεν ήταν όπως τότε, πριν ένδεκα χρόνια, ως απέναντι, στη Μουνιχία. Τότε η εξέγερση στηριζόταν σε έναν γέροντα στρατηγό διάδοχο του Αντίπατρου που είχε τάξει ελευθερία κι ισοκρατία. Όμως ο στρατηγός ήταν μακριά κι οι υποσχέσεις του δεν ήταν εύκολο να τηρηθούν. Τότε δεν είχε παρά να περιμένει την επιστροφή του. Τώρα, όμως, εξοριζόταν μακριά γιατί κι ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Τώρα ο γιος του Αντίγονου, είχε καταλάβει την Αθήνα και πολύ σύντομα θα έπαιρνε και τη Μουνιχία. Δεν υπήρχε κανένα ασφαλές μέρος στην Αττική, έπρεπε να φύγει.

Νοστάλγησε την οικογένειά του που την αποχωριζόταν, ίσως και για πάντα. Έγνεψε στον πατέρα του κι έφυγε από το μπαλκόνι. Με ανυπομονησία πήγε απέναντι, στο προσωπικό. Κανείς δεν κοιμόταν εκεί. Τους αγκάλιασε και τους φίλησε όλους. Τους είπε ότι έπρεπε να φύγει, κι εκείνοι του είπαν πως τον καταλάβαιναν. Τους είπε ότι είναι εξασφαλισμένοι. Άφηνε περιουσία στον δήμο για να φερθεί καλά στους ανθρώπους του. Άφηνε και σε εκείνους χρήματα. Τους χαιρέτισε κι έδωσε υποσχέσεις πως, οπωσδήποτε, θα επέστρεφε.

Ξαναγύρισε στο μπαλκόνι. Ο ήλιος είχε φανεί, ανέβαινε πίσω από τον Υμηττό. Όλα γίνονταν χρυσοκόκκινα κι ήταν όλο και πιο δύσκολο να τα αποχαιρετίσει. Αγαπούσε αυτό εδώ το κτήμα, όπως αγαπούσε την Αθήνα, το λιμάνι, τα βουνά και τους αγαπημένους φίλους. Αγαπούσε τον Περίπατο, τις όμορφες γυναίκες και τις εταίρες που τον είχαν αγαπήσει κι αυτές. Αγαπούσε τους πολίτες που τον είχαν -τόσο ανεξήγητα- μισήσει. Ήταν δύσκολο να φύγει χωρίς να πάρει κάτι από όλα αυτά, ίσως το πιο πολύτιμο, τη Δάφνη! Που ήταν βυθισμένη σε κώμα όλο το βράδυ δίπλα του.

Μέσα στην πλήρη ησυχία και την γαλήνη του τοπίου, τα βήματα ενός αλόγου ακούστηκαν. Μαζί του ακούστηκε κι ο θόρυβος των τροχών μιας άμαξας, που σερνόταν πίσω του. Ο ήχος ήταν παράταιρος, δεν ταίριαζε στην ησυχία του τοπίου. Είδε την άμαξα να σταματά στην πύλη και τον επισκέπτη να μιλά με τον Αγακάτη. Κατόπιν, την είδε να μπαίνει στην μεγάλη αυλή. Είχε έρθει ο Μεγάλος Μύστης. Ήταν ο επικεφαλής της ορφικής οργάνωσης που τού ’χε υποσχεθεί -ανεπιτυχώς μέχρι στιγμής- την καρδιά της. Η υπόσχεση συνοδευόταν από κάποια ανταλλάγματα, βεβαίως, που ο Μύστης είχε έρθει να εισπράξει. Δεν θα έπαιρνε τίποτε έτσι που πήγαινε. Κοίταξε πίσω του την Δάφνη. Κοιμόταν βυθισμένη στα πιο βαθιά όνειρα εξ αιτίας των πολλών ναρκωτικών με τα οποία την είχαν ποτίσει. Ήταν παρθένα ακόμη, χωρίς την στάμπα που θα την έδενε μαζί του για πάντα. «Άχρηστοι ορφικοί!» σκέφτηκε. «Έχουν δίκιο που σας λένε τσαρλατάνους!»

Προτίμησε να τον υποδεχτεί στο δωμάτιο συμποσίων, στο ισόγειο. Κατέβηκε φορώντας έναν κόκκινο μανδύα κι ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι. Με την εμφάνισή του ήθελε να θυμίζει στο Μύστη ποιος ήταν ο συνομιλητής του. Κανείς δεν ήξερε ακόμα ότι ετοίμαζε την φυγή του κι ότι δεν είχε πια στα χέρια του καμιά εξουσία. Δυο τύποι που συνόδευαν τον Μύστη έμειναν έξω από την πόρτα. Κάθισαν σε ένα πεζούλι και τον περίμεναν. Εκείνος έσπρωξε την μισάνοιχτη πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Ο Δημήτριος Φαληρέας, ντυμένος στην τρίχα ως Επιμελητής, τον υποδέχτηκε εγκάρδια.

«Καλή σου μέρα άρχοντα Δημήτριε» είπε ο Μύστης.

«Καλή μέρα και για σένα» είπε ο Δημήτριος.

Δεν τον χώνευε τον τύπο, άσχετα αν τον είχε προσλάβει γιατί είχε πάρει τις καλύτερες συστάσεις γι αυτόν. «Με τα βότανά του μπορεί να κάνει θαύματα» του είχαν πει. «Με φάρμακα κι εξορκισμούς ένας ορφικός εξαλείφει προπατορικές αδικίες. Γητεύει γαμπρούς για να πάρουν νύφες χωρίς προίκα. Γιατί να μην κερδίσω κι εγώ την καρδιά μιας κοπέλας με τα κόλπα τουείχε σκεφτεί. Δεν ήταν τόσο ανοήτη η σκέψη του όσο εξ αρχής φαινόταν. Ας του έφερναν αυτοί οι απατεώνες την Δάφνη πρόθυμη στο κρεβάτι του και μετά ήξερε αυτός να ενεργήσει. Όμως, φαίνεται, πως είχαν κάνει λάθος στην δόση. Την είχαν κοιμίσει κι ένα ολόκληρο βράδυ αυτός ξεροστάλιαζε ανήμπορος δίπλα της!

«Πέρασα από το Λύκειο» είπε ο Μύστης. «Ο Θεόφραστος απ’ τη νύχτα ακόμη ετοιμάζεται να έρθει να σε βρει».

«Χμ... θα έχει φοβηθεί πολύ φαίνεται».

«Επιτέθηκαν κάποιοι θρασείς στο Λύκειο και κάποιοι άλλοι ενόχλησαν ακόμα και την Ακαδημία»

«Αυτά έχει η ισοκρατία! Όταν ο όχλος γίνεται ίσος με τους φιλόσοφους νομίζει ότι μπορεί να γκρεμίσει τη φιλοσοφία όπως γκρεμίζει ένα άγαλμα» είπε ο Δημήτριος.

«Γιατί δεν βγάζεις τους τοξότες και τους Σκύθες να τους βάλουν στη θέση τους;» ρώτησε ο Μεγάλος Μύστης.

«Γιατί δεν τους ελέγχω» είπε ο Δημήτριος. «Μόνον ο Αγακάτης κι οι Σκύθες μου έμειναν πιστοί»

Ο Μύστης άκουσε τα λόγια του, είδε και το πρόσωπό του και κατάλαβε. Αυτός που στεκόταν απέναντί του δεν ήταν πια ο ισχυρός Επιμελητής, αλλά, ένας φοβισμένος κι αδύναμος άνθρωπος. Έκανε γρήγορα υπολογισμούς και τις αναγκαίες ανακατατάξεις στο μυαλό του.

«Αν είναι έτσι, πρέπει να φύγεις» του είπε.

«Αυτό θα κάνω» είπε ο Δημήτριος. «Εσένα περίμενα να μου το πεις; Τα δικά σου τώρα: Το ξέρεις ότι ο Ιεροφάντης κι η ιέρειά σου απέτυχαν; Το κορίτσι έπεσε σε κώμα, την νάρκωσαν και δεν έγινε τίποτα!»

«Μπορεί ακόμα να γίνει αν το θέλεις».

«Και βέβαια το θέλω. Φρόντισέ το!»

«Θα πρέπει να συζητήσουμε τα ανταλλάγματα».

Τι ήθελε να πει τώρα ο Μύστης; Αφού είχαν συζητήσει τα ανταλλάγματα, θα ήταν η έγκριση της αντίδοσης για τρεις πλούσιους. Με την υπογραφή του έχαναν τις περιουσίες τους υπέρ των ανθρώπων που είχε καθορίσει η οργάνωση. «Τι άλλο θέλει τούτος εδώ;» σκέφτηκε ο Φαληρέας.

«Ισχύει ακόμη η υπογραφή σου;» ρώτησε ο Μύστης.

«Και βέβαια ισχύει. Είμαι ακόμα Επιμελητής».

«Κι όταν φύγεις σε λίγο; Θα ισχύει ακόμα; Μήπως αν δείξω αύριο την υπογραφή σου στη πρυτανεία θα με πάνε και μένα σε δίκη;»

«Δεν ξέρω τι θα κάνεις. Αυτό συμφωνήσαμε».

«Θα αλλάξουμε τη συμφωνία μας» είπε ο Μύστης.

«Τι ζητάς;» τον ρώτησε απελπισμένα ο Φαληρέας.

«Αυτήν εδώ την έπαυλη» είπε ο Μύστης κι έδειξε γύρω.

«Αγακάτη!» έβαλε μια φωνή ο Δημήτριος.

Ο Σκύθης εμφανίστηκε στο λεπτό. Ήταν κάπου κοντά και παρακολουθούσε αν ο Μύστης θα ήταν ήσυχος απέναντι στον επιμελητή.

«Πάρ' τον από εδώ, διώξ' τον από το σπίτι μου!»

«Όπως διατάζεις επιμελητή» είπε αυτός.

Η συνεργασία τους είχε λήξει άδοξα κι ο Αγακάτης δεν θα αστειευόταν. Ο Μεγάλος Μύστης έδειξε στον Σκύθη πως δεν έπρεπε να τον αγγίξει. Δεν χρειαζόταν. Με αξιοπρέπεια γύρισε και βγήκε από τον οίκο του Φαληρέα. Αποχωρώντας, τού ζήτησε λίγο χρόνο για να μιλήσει πρώτα με τους δικούς του ανθρώπους.

«Έχει δίκιο» είπε ο Φαληρέας. «Οι δικοί του βρίσκονται στο απέναντι σπίτι, στου πατέρα μου. Πήγαινέ τον εκεί. Ας τους πάρει μαζί του, δεν τους χρειάζομαι»

Γύρισε στο δωμάτιό του, στον πάνω όροφο του σπιτιού. Η Δάφνη εξακολουθούσε να κοιμάται στο κρεβάτι του. Ήταν ακόμα νωρίς, μόλις είχε βγει ο ήλιος, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, δεν είχε υπομονή.

«Ξύπνα γλυκό μου κορίτσι» της ψιθύρισε.

Ουδεμία ανταπόκριση. Την ταρακούνησε. Όπως εκείνη δεν αντιδρούσε της έριξε ένα ελαφρύ χαστούκι.

«Ξύπνα αγάπη μου γλυκιά» της είπε πιο δυνατά.

Εις μάτην. Της φώναξε στο αυτί. Τίποτα! Την κούνησε.

«Ξύπνα λοιπόν άτιμο θηλυκό!» της φώναξε.

Αν συνέχιζε να κοιμάται έτσι του καλού καιρού, θα την ξυπνούσε με δυνατά χαστούκια. Δεν είχε πια την άνεση να την περιμένει, δεν ήταν ήρεμος όπως άλλες φορές. Άφηνε τον χρόνο να κυλά κι απολάμβανε την κίνηση μέσα στην αλλαγή. Να αλλάζουν όλα γύρω σου κι εσύ να μένεις ακίνητος. Ν’ ανοίγει τα φύλλα του το τριαντάφυλλο, ο ήλιος να κινείται πάνω από το κεφάλι σου, να κρύβεται το φεγγάρι. Να πορεύονται οπλίτες σε εκστρατείες και πλοία σε θάλασσες κι εσύ να μένεις εκεί, σταθερό σημείο στον χώρο. Να γλιστράς μονάχα στον χρόνο, τέλειο ακίνητο ον χωρίς τα μικροσκοπικά αεικίνητα άτομα των Ιώνων φυσικών. Μια αιθέρια μείξη των πλατωνικών ιδεών και του αριστοτελικού νου, ψυχή χωρίς υλική υπόσταση.

«Πότε θα ηρεμήσω άραγε για να μπορέσω να απολαύσω και πάλι τη ζωή;» αναρωτήθηκε ο Δημήτριος. Ας τελείωνε πια το μαρτύριο της μετάβασής του από την απόλυτη δράση στην απόλυτη αδράνεια. «Ας πάρουν την εξουσία ναύτες, ψαράδες και γεωργοί να την μοιράσουν μεταξύ τους όπως θέλουν. Ας μου αφήσουν εμένα τη ζωή μου, τις ιδέες και τα όνειρά μου» σκεφτόταν.

Ο Θεόδωρος μπήκε στο δωμάτιό του, αφού του χτύπησε την πόρτα, και τον έβγαλε από τις σκέψεις του.

«Ξύπνησες, βλέπω, πρωί-πρωί» του είπε ο Θεόδωρος.

«Δεν ξέρω αν κοιμήθηκα καθόλου, ούτε και πότε» είπε ο Δημήτριος.

«Έγινε τίποτα;» ρώτησε ο Θεόδωρος δείχνοντας με το βλέμμα του στο κορίτσι πάνω στο κρεβάτι.

«Κοιμάται βαθιά λες και δεν ανασαίνει. Τι της δώσανε;»

«Πρέπει να ξέφυγε η δόση. Θέλαν να την χαλαρώσουν. Εξάλλου ... τους ξέρεις ..».

Ο Θεόδωρος καθόλου δεν τους συμπαθούσε.

«Μη με στραβοκοιτάς. Τέτοιες δουλειές, δεν γίνονται παρά με τέτοιους ανθρώπους» είπε ο Φαληρέας.

«Και τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Θα περιμένω».

«Με την περιουσία σου, εννοώ. Θα στην πάρει ο Δήμος αν δεν προλάβεις να την χαρίσεις εσύ».

«Τα είπαμε αυτά. Έδωσα ήδη ένα τρίτο στην Ευρυδίκη. Θα αφήσω ένα τρίτο στον δήμο για να μην πειράξουν το σπίτι και την οικογένειά μου. Θα δώσω το υπόλοιπο ένα τρίτο στο προσωπικό».

«Μπράβο άρχοντα, είσαι σωστός. Αυτό να κάνεις!»

«Έλα να με βοηθήσεις να τα ετοιμάσω».

Έκατσαν μαζί και μοίρασαν ακριβοδίκαια ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του Δημήτριου στο προσωπικό. Είχε δυο οίκους, έναν εδώ κι έναν στο Άστυ. Έφτιαξε τις βεβαιώσεις. Ελευθέρωνε κάποιους απ’ τους δούλους ενώ άλλους τους άφηνε ως δημόσιους. Όταν τελείωσε η μοιρασιά, υπέγραψε κι αυτό το έγγραφο σε πάπυρο και τον έκλεισε σε μια θήκη από δέρμα.

«Αυτό θα πάει στον Δημοχάρη, τον εμπιστεύομαι» είπε ο Δημήτριος.

«Με τον Μύστη τι έγινε;»

«Τον έδιωξα! Όταν είδε ότι δεν μετρά η υπογραφή μου, μου ζήτησε περιουσία. Ήθελε το αγρόκτημα. Τον πέταξα έξω από το σπίτι».

«Το είδα και ... φοβήθηκα. Είναι ικανός να σε σκοτώσει και να παριστάνει τον τυραννοκτόνο!»

«Το ίδιο φοβήθηκε κι ο Αγακάτης, γιατί καθόταν εκεί πίσω, σαν σκιά μου».

«Καλά έκανε! Ο Μύστης τώρα έχει πάει απέναντι, είναι στου πατέρα σου».

«Εκεί είναι οι δικοί του, τους μαζεύει για να φύγουν».

«Και με τη Δάφνη, τι θα κάνεις;»

«Χαμένη υπόθεση!» είπε απογοητευμένος ο Δημήτριος.

«Καλύτερα για σένα ... νομίζω» είπε ο Θεόδωρος.

«Τι είναι καλύτερο για μένα, άσε Θεόδωρε, να το ξέρω καλύτερα εγώ!» φώναξε θυμωμένος ο Δημήτριος.

Ήταν φανερό ότι τον πείραζε πολύ που θα εγκατέλειπε την Δάφνη φεύγοντας. Η μανία του να την πάρει μαζί του, όπου κι αν πήγαινε, ήταν κάτι περισσότερο από την επιθυμία για μια γυναίκα μόνο. Θα ήταν ένα κομμάτι της Αθήνας, το καλύτερο! Θα ήταν η σύνδεσή του με το παρελθόν, η πιο τρανή απόδειξη ότι η ζωή του είχε συνέχεια.

«Θεόδωρε, αν ο Μύστης δεν τα βρει με τους δικούς του, ίσως μπορέσεις να κάνεις εσύ μια συμφωνία μαζί τους».

«Τι συμφωνία;»

«Να με βοηθήσουν με τη Δάφνη κι ας πάρουν ό,τι βρουν από εδώ μέσα. Έχω χρυσαφικά κι ωραίες χρυσές κούπες σαν αυτές εδώ. Τι λες;»

«Θα το δω. Ας κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια».

Παραπομπή:

(*) Όπως προαναφέρθηκε ο Θαργηλιών αντιστοιχεί στο διάστημα από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου και «Τρίτη Φθίνοντος» ήταν η τρίτη μέρα πριν φύγει ο μήνας δηλαδή η 11η Ιουνίου (307 πΧ)

*******************************

Αύριο Τρίτη η συνέχεια 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Η Χρυσή Αυγή είναι ακόμα παντού γύρω μας


 
Για όσους πιστεύουν ότι με την φυλάκιση της ΧΑ τελειώσαμε, παραθέτω τα λόγια του Βαρουφάκη. Έζησε κι επιβεβαίωσε προσωπικά το γεγονός ότι η ΧΑ είναι ακόμα εδώ, είναι παντού τριγύρω μας.
********
Λέει ο Γιάννης Βαρουφάκης:
 
«Το αφήγημα της Χρυσής Αυγής κυριαρχεί παντού. Ουσιαστικά έχει εμπεδωθεί σε μία κοινωνία φοβική, μία κοινωνία που μετά από την ανατροπή του ΟΧΙ του Ιουλίου του 2015, έχει στραφεί στον εαυτό της, έχει εξατομικευτεί, έχει γίνει πλέον ακόμα πιο ανοιχτή στην ξενοφοβία, στον ρατσισμό και γενικά σε όλο το αφήγημα της Χρυσής Αυγής. Μπορεί αυτοί, λοιπόν, να μπήκαν στην φυλακή αλλά οι ιδέες τους έχουν μεταφερθεί στα νομοσχέδια της κυβέρνησης και μέσα στην Ολομέλεια της Βουλής και να μην σου πω (Σ.Σ. μιλά σε δημοσιογράφο) ότι είναι και πλειοψηφικό ρεύμα οι ιδέες τους.
Και μιας και αναφέρθηκες στο περιστατικό, το είδαμε αυτό και μπροστά μας. Δεν ήταν αναπάντεχο. Όποιος έχει πάει σε διαδήλωση στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια το ξέρει αυτό. Απλά όταν ένας αστυνομικός τον ΜΑΤ ο οποίος έριχνε δακρυγόνα στην πλάτη την ώρα που προσπαθούσαν να φύγουν, και μάλιστα άνθρωποι ηλικιωμένοι, οι οποίοι προσπαθούσαν απλά να φύγουν, να πάνε προς τον Λυκαβηττό, να αποφύγουν τα δακρυγόνα, τον σταματάω και του λέω
«Μην ρίχνετε, φεύγουν. Σκορπίζουν».
Και γυρνάει και με βρίζει με τον χυδαιότατο τρόπο που περιμένει κανείς, αλλά εντάξει αυτό δεν ήταν το αναπάντεχο, το απρόσμενο. Το ενδιαφέρον ήταν ότι όταν έβγαλα τη μάσκα και του έδειξα ότι είμαι βουλευτής και με την βουλευτική μου ταυτότητα, μου λέει:
«Άλλος ένας λόγος να σε…».
Οπότε, αυτό, η στοχοποίηση του κοινοβουλευτισμού είναι ακρογωνιαίος λίθος του φασισμού και της Χρυσής Αυγής. Και ήταν φοβερή ειρωνεία και πάρα πολύ ενδιαφέρον ότι την ώρα που ανακοινωνόταν η καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και ο κόσμος έξω γιόρταζε, γιορτάζαμε, γι’ αυτό είχαμε μαζευτεί, η αστυνομία όχι μόνο χτύπησε, αλλά μέσα από το στόμα αυτού του συγκεκριμένου ανθρώπου των ΜΑΤ, βλέπεις ότι είναι διαποτισμένη η Αστυνομία και το Κράτος και τελικά και η Βουλή, τουλάχιστον η πλειοψηφία της αν κρίνεις από τη Νέα Δημοκρατία με την ιδεολογία του αυγού του φιδιού.»