Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

04 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 4η

Σήμερα το 4ο μέρος του 1ου κεφαλαίου, πάντα στο πρωινό της 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.. Βλέπουμε καλύτερα τις σχέσεις των φιλοσοφικών σχολών με την πολιτική, την αυταρχική διακυβέρνηση του Δημήτριου Φαληρέα, που είναι επιτηρητής των Μακεδόνων του Αντίπατρου και μαθαίνουμε πως ένας στόλος πλησιάζει την Αθήνα.

*****************************

4ο μέρος του 1ου κεφαλαίου. 

Πρωί 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.

Δημήτριος Φαληρέας

Η Δάφνη είχε μια μακρινή συγγένεια με τον Περικλή. Όλοι την πρόσεχαν και, πιο πολύ από όλους, δυο άνδρες έτοιμοι να της προσφέρουν τα πάντα για να κερδίσουν την καρδιά της: Ο Ιάσων κι ο Δημήτριος! Ποιος Δημήτριος; Μα ... ο Φαληρέας! Ο Επιμελητής κι ουσιαστικός άρχων της πόλης. Την είχε βάλει στο μάτι κι ήθελε να την ζητήσει. Ήξερε πως ο πατέρας της θα δεχόταν τον γάμο, δεν θα μπορούσε να τού πει όχι. Κανείς στην Αθήνα δεν μπορούσε να του πει όχι. Μόνο ένας του το είχε πει, έστω κι έμμεσα. Η Δάφνη! Βέβαια, για τον Δημήτριο αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να αλλάξει. Δεν είχε ανάγκη από την δική της συναίνεσή της για τον γάμο.

Ο Φαληρέας σκεφτόταν ότι ήταν τέτοια η τιμή, για την ίδια και την οικογένειά της, που δεν θα μπορούσε να αρνηθεί. Το όχι της ήταν μια απλή απερισκεψία. Δεν αρνείται κανείς τον πιο δυνατό πολίτη, που είναι φιλόσοφος και προικισμένος με τόσες χάρες. Πίστευε πως όλοι τον θεωρούσαν μεγάλο άνδρα. Στρατιωτικά, είχε αποδειχθεί ικανός, και, σαν πολιτικός, είχε κάνει μεγάλα έργα κι είχε φροντίσει για τα χρηστά ήθη. Ακόμα, σαν φιλόσοφος ήταν ο έξοχος μαθητής του Θεόφραστου, του Λυκειάρχη που είχε επισκιάσει τον Αριστοτέλη. Γνώριζε πως κυκλοφορούσαν κατηγορίες και κουτσομπολιά εναντίον του. Έλεγαν πως ήταν ματαιόδοξος άστατος και καλοζωιστής. Όλα αυτά προέρχονταν από εκείνους που τον ζήλευαν. Αυτοί οι κατήγοροί του πολύ πρόθυμα θα έπαιρναν τη θέση του αν ήταν δυνατόν. Με ευχαρίστησα θα έκαναν τη ζωή του, αν τύχαιναν ποτέ μιας τέτοιας μεγαλοσύνης.

Δεν το υπολόγιζε καθόλου αυτό το «όχι» της Δάφνης ο Δημήτριος. Ήταν στο χέρι του να το αλλάξει με μια του κίνηση ηγεμονική, με μια του νέα προσπάθεια. Ίσως η νεαρή δεν είχε κατανοήσει πόσο την ήθελε και πόσο σοβαρά σκεφτόταν γι αυτήν, Ίσως είχε νομίσει -ή ίσως και να της είχαν πει έτσι- πως ήταν μια στιγμή τρέλας εκ μέρους του χωρίς συνέχεια. Αν ήταν έτσι, καλά έκανε κι εκείνη κι είπε το όχι. Πάει να πει πως είχε δείξει αρετή κι όχι βιασύνη. Θα έβλεπε όμως πόσο την ήθελε και πόσο την τιμούσε και θα καταλάβαινε σίγουρα τι έπρεπε να κάνει. Μετά τον γάμο τους θα τον αγαπούσε κι εκείνη, ό,τι κι αν είχε στο νου της τώρα.

Δεν τα υπολόγιζε καλά, όμως, ο επιμελητής. Ίσως γιατί ήταν πάντα επηρμένος, ίσως γιατί η παντοδυναμία του δεν του επέτρεπε να δεχτεί την άρνησή της. Η Δάφνη, πάντως, όχι μόνο δεν ήθελε έναν άντρα που είχε τα διπλά της χρόνια, αλλά, ήταν κι ερωτευμένη με άλλον. Ένα ειδύλλιο είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σε αυτήν και τον Ιάσονα. Την είχε πλησιάσει με αφάνταστη ευγένεια και δισταγμό που έμοιαζε σχεδόν με φόβο. Ίσως δεν ταίριαζε σε άντρα τέτοιος συγκρατημός, όμως το ένιωσε πως ήταν πόθος και πυρετός κι όχι δειλία. Ανταποκρίθηκε πρόθυμα στο αίσθημά του κι εύκολα ξεπήδησε ο έρωτας.

Ο Ιάσων ήταν εικοσιπέντε χρόνων, σε πολύ καλή ηλικία για να κάνει οικογένεια, κι εκείνη είκοσι. Της είχε πει πως θα την παντρευόταν κι εκείνη το είχε συζητήσει ήδη με την μάνα της. Θα μιλούσαν στον πατέρα της, τον Ανθέστη, και μαζί θα κανόνιζαν τις λεπτομέρειες του γάμου. Γιατί να είχε αντίρρηση ο πατέρας της; Η Δάφνη ήταν σίγουρη πως θα χαιρόταν που η κόρη του θα ζούσε με έναν λαμπρό νέο που τον ήθελε κι εκείνη. Τώρα, ο ξαφνικός θάνατος του Ερμόδωρου γινόταν αιτία μιας καθυστέρησης ημερών ή εβδομάδων. Δεν αποθαρρύνθηκε όμως. Αυτά συνέβαιναν στη ζωή.

«Η Κλεοτίμα, η Ολύνθια κι ο Καινέας είναι δίπλα στον νεκρό. Ε, λοιπόν, εγώ περισσεύω» ακούστηκε η Ιππαρχία.

Μόλις είχε βγει από την πόρτα κι είχε πλησιάσει τους φίλους του Ερμόδωρου, που μιλούσαν. Δεν της άρεσαν καθόλου τα μοιρολόγια κι οι τελετές. Τα θεωρούσε περιττά, άσχετα αν η ίδια είχε έρθει να τιμήσει τον νεκρό, που τον εκτιμούσε και τον θεωρούσε φίλο της.

«Προσοχή στην Κλεοτίμα. Τώρα, χωρίς τον Ερμόδωρο, πολλοί θα θελήσουν να την υποβιβάσουν» τους είπε.

«Θα παραμείνει πάντα στην θέση που την είχε ο φίλος μας» την διαβεβαίωσε ο Ζείκρατος.

«Θα την βάλουν στον αργαλειό. Θα την πουν “κυρία του υπηρετικού προσωπικού”. Αυτή την μοίρα επιφυλάσσουν για εμάς τις γυναίκες» είπε η Ιππαρχία.

«Για μας θα είναι πάντα φίλη, ισάξιά μας κι ενσάρκωση του Ερμόδωρου» της είπαν.

Πλησίασε κοντά τους ένας θείος του Ερμόδωρου. Έφερε νέα που αφορούσαν την πολιτική. Το αγαπημένο θέμα των Αθηναίων είχε ξεχαστεί για λίγο με τον θάνατο.

«Έμαθα ότι πλησιάζει την πόλη μας ένας μακεδονικός στόλος» είπε. «Τον είδαν να έρχεται. Έχει περάσει το Σούνιο και το απόγευμα θα είναι εδώ».

«Εγώ έμαθα πως έρχεται ένας αιγυπτιακός στόλος. Λένε ότι πάει στην Κόρινθο» είπε ο Μύρων.

«Έτσι νόμισαν όλοι στην αρχή» είπε ο θείος. «Έστριψαν όμως στο Σούνιο προς βορρά κι έρχονται κατά 'δω».

Ο Ζείκρατος δεν βρήκε το νέο και τόσο σπουδαίο.

«Σύμμαχοι είναι Κάσσανδρος και Πτολεμαίος» είπε.

«Όλοι το ίδιο σκέφτονται» είπε ο θείος κι έφυγε.

«Άραγε που θα ελλιμενιστεί ο στόλος, στο Φάληρο ή στον Πειραιά;» αναρωτήθηκε ο Μύρων.

«Είναι σίγουρα αιγυπτιακός(*1) ρώτησε ο Φανοκράτης. «Και τι θα κάνει η μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία;»

«Ο Κάσσανδρος κι ο Πτολεμαίος είναι σύμμαχοι. Αν μας οπλίσουν για να πολεμήσουμε γι αυτούς, εμείς θα γυρίσουμε τα όπλα κατά των τυράννων» είπε ο Ζείκρατος

«Για ποιον πόλεμο μιλάς, Ζείκρατε; Μήπως θα τολμούσε ο Δημήτριος να μας δώσει όπλα; Ξέρει ότι πρώτον απ' όλους θα ξεπαστρέψουμε τον ίδιο!» είπε ο Ιάσων.

«Πάμε στο λιμάνι, κοντά είμαστε» είπε ο Φανοκράτης

Το σπίτι του Ερμόδωρου, όπου γινόταν η κηδεία, ήταν στον δήμο του Πειραιά, κοντά στο λιμάνι του Κανθάρου(*2). Στους δρόμους μακεδονικές περίπολοι κατευθύνονταν προς Μουνιχία. Εκεί είχαν δικές τους αμυντικές οχυρώσεις. Αν κι ο Πτολεμαίος ήταν σύμμαχος, ωστόσο ήταν φανερό ότι δεν τον εμπιστεύονταν. Ναύτες και κωπηλάτες πηγαινοέρχονταν και μαζεύονταν στο καλά προστατευμένο λιμάνι της Μουνιχίας.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησαν έναν ναυτικό στον δρόμο τους.

«Έρχεται ένας στόλος του Πτολεμαίου, δεν είναι πολλά τα πλοία» είπε αυτός.

«Τι λένε στο λιμάνι; Έρχονται σαν φίλοι ή τσακώνονται πάλι μεταξύ τους οι διάδοχοι;» ρώτησε ο Μύρων.

«Πτολεμαίος και Κάσσανδρος δεν είναι εχθροί. Εδώ και δυο χρόνια τα έχουν βρει, συμβιβάστηκαν. Θα είναι φιλικά τα πλοία» είπε ένας άλλος.

«Κι όμως ... θα έπρεπε να πάνε στην Κόρινθο, στην πόλη του Πτολεμαίου» είπε ο Μύρων.

«Σωστά! Γιατί έστριψαν προς τα εδώ από το Σούνιο και δεν πάνε στην Κόρινθο;» αναρωτήθηκε ο Ιάσων.

«Θα τα δούμε αυτά. Προς το παρόν πρόβλημα έχουν ο Διονύσιος κι ο Δημήτριος(*3)» είπε ο Ζείκρατος.

«Μήπως να γυρίζαμε πίσω στου Ερμόδωρου;» ρώτησε ο Ιάσων.

«Θέλεις να ξαναδείς την Δάφνη, ε; Λίγο έφυγες από κοντά της κι αμέσως σου έλειψε. Όμως δεν σου φταίμε εμείς σε τίποτα, Ιάσονα» του είπε ο Φανοκράτης.

«Θα γυρίσουμε έτσι κι αλλιώς για να δούμε τι θα βρει ο Λήστος. Ως το μεσημέρι που θα τον αφήσουν οι μοιρολογίστρες, έχουμε χρόνο» είπε ο Ζείκρατος

«Ας πάμε να δούμε τι συμβαίνει» είπε κι ο Μύρων.

«Έτσι κι αλλιώς ό,τι αφορά την Αθήνα αφορά κι εμάς τους πολίτες της» είπε ο Ζείκρατος.

«Αν είμαστε κι όσοι είμαστε ακόμα πολίτες!» πέταξε το καρφί του ο Φανοκράτης.

Μιλούσε για τον νόμο του Δημήτριου Φαληρέα, που τον είχαν επιβάλει οι Μακεδόνες με την σάρισα. Ο Φανοκράτης κι ο Μύρων δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες λόγω χαμηλού εισοδήματος, αντίθετα από τον Ζείκρατο και τον Ιάσονα. Αλλά κι όσοι είχαν απομείνει σαν πολίτες δεν κυβερνούσαν πια την πόλη. Σε όποια σημαντική θέση κι αν κληρωνόταν ένας πολίτης, ο Φαληρέας έβαζε από πάνω του κάποιον δικό του. Συνήθως έβαζε έναν συγγενή ή φίλο, κι έτσι είχε αυτός σε όλα τον έλεγχο. Αθηναίοι, που είχαν γεννηθεί στην Αττική από γονείς Αθηναίους, είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αυτό ήταν σε πλήρη αντίθετη με την ελληνική παιδεία κι έξω από τα πατρώα έθιμα και τους νόμους. Πράγματα που ίσχυαν από παλιές εποχές, πριν κι από τον Σόλωνα ακόμη, είχαν ανατραπεί. Ο Μύρων κι ο Φανοκράτης δεν ήταν πια πολίτες. Αυτό πάντως δεν έφερνε τους φίλους σε αντίθεση μεταξύ τους.

«Καμώματα του Δημήτριου» είπε ο Μύρων.

«Και παριστάνει τον φιλόσοφο ο τυραννίσκος» είπε ο Ιάσων που δεν τον χώνευε.

«Φιλόσοφος της ολιγαρχίας και του πλούτου. Να τους βράσω τέτοιους φιλόσοφους που διδάσκουν ότι θα βρει κανείς την ευτυχία σε μιαν άλλη ζωή. Για ετούτον τον κόσμο το μόνο που μας λένε είναι να περιμένουμε ήσυχα πότε θα πεθάνουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Όπως ο Πλάτων» είπε γελώντας ο Μύρων. «Φαγώθηκε να μας πείσει ότι δεν φταίνε οι ολιγαρχικοί που μας παιδεύουν αλλά οι σκιές τους»

«Τα ίδια χνάρια βαδίζουν Πλατωνικοί κι Αριστοτελικοί» είπε ο Ζείκρατος.

«Κι όμως αυτή είναι η σκληρή αλήθεια» είπε ο Ιάσων. «Κανείς τους δεν εναντιώνεται στον Φαληρέα. Βλέπεις ότι κι οι περιπατητικοί κι οι πλατωνικοί κι οι πυθαγόρειοι κάνουν τα ίδια. Ούτε καν οι κυνικοί. Ο δε Θεόφραστος(*4) είναι ο καλύτερός του σύμβουλος!»

«Φοβούνται να εναντιωθούν γιατί ο Φαληρέας είναι ο κύριος “αποφασίζω και διατάσσω”. Είναι δήθεν ένας δικός τους, φιλόσοφος κι αυτός» είπε θυμωμένα ο Μύρων. «Όχι μόνο δεν του εναντιώνονται, αλλά, τον στηρίζουν κιόλας».

«Οι κυνικοί τουλάχιστον τον κοροϊδεύουν. Όλο βγάζουν στιχάκια που θίγουν το καθεστώς. Κρατούν αποστάσεις από τις αθλιότητες» είπε ο Ζείκρατος.

«Λένε μερικά ωραία για τον Φαληρέα. Τους έχει στο μάτι γι' αυτά που κυκλοφορούν» είπε ο Φανοκράτης.

«Στέκονται όμως μακριά από όλα όσα απασχολούν τον κόσμο. Δεν λύνουν τα προβλήματα, απλά απομακρύνονται οι ίδιοι από αυτά» είπε ο Ζείκρατος. «Ξέρετε πόσο εκτιμώ και την Ιππαρχία και τον Κράτη και τον Μητροκλή, όμως δεν μπορώ να μην ασκώ κριτική. Είναι άλλο πράγμα η φιλία που νιώθω κι άλλο η αλήθεια που πιστεύω».

«Δεν θα κρατήσει πολύ αυτή η ατιμία κι η απώλεια της ελευθερίας μας» είπε ο Μύρων.

«Έχει δίκιο ο Μύρων» είπε ο Ιάσων. «Θα βρούμε ξανά τη δύναμη να αποκτήσουμε την δημοκρατία».

«Ίσως να έχουν πόλεμο ο Κάσσανδρος κι ο Πτολεμαίος» είπε ο Μύρων. «Ίσως ο στόλος αυτός να φέρνει καλά νέα».

«Μακάρι να τρώγονται οι διάδοχοι του Αλέξανδρου για την εξουσία. Θα βρούμε έτσι κι εμείς το περιθώριο που θέλουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Πιστεύω πως μπορούμε να αποτινάξουμε και μόνοι μας την τυραννία» είπε ο Μύρων. «Δεν θα αργήσει η εξέγερση! Αυτή η πόλη, η δόξα της Ελλάδας, δεν μπορεί να ζει για πάντα με τυράννους

«Μακάρι να είναι αυτή η ώρα» είπε ο Ιάσων.

Από το σπίτι του Ερμόδωρου ήταν εύκολο να ανέβουν σε ένα διπλανό λοφάκι. Από εκεί είδαν να απλώνεται στα πόδια τους το λεκανοπέδιο και τα άστεα Αθηνών και Πειραιώς. Η Ακρόπολη ήταν επιβλητική και το δόρυ της Αθηνάς γυάλιζε στον ήλιο. Ολόκληρη η πόλη, η πιο όμορφη του κόσμου, ήταν χάρμα να την κοιτάς. Έβλεπαν τους αγρούς με τις ελιές και τα σιτηρά, και τα νησιά μέσα στον Σαρωνικό κόλπο. Όμως δεν είχαν ανέβει για να θαυμάσουν τη θέα. Παρατήρησαν τον στόλο που ερχόταν. Στο βάθος στην θάλασσα, αρκετά μακριά ακόμα, φαίνονταν τα πλοία αλλά τα πανιά τους δεν έδειχναν σε ποιον ανήκαν. Ίσως να ήταν του Κάσσανδρου, ίσως, όμως, να ήταν του Πτολεμαίου.

«Είναι καμιά πενηνταριά πλοία» είπε ο Μύρων.

«Κάν' τα σαράντα. Τα μέτρησα κι ας είναι ακόμα κάπως μακριά» τον διόρθωσε ο Ιάσων.

«Και πάλι πολλά είναι» είπε ο Ζείκρατος, «με τέσσερις-πέντε χιλιάδες οπλίτες μέσα σε σαράντα πλοία θα μπορούσε κανείς να κυριεύσει την Αθήνα».

«Ο Διονύσιος δεν έχει δυνάμεις να αντιπαρατάξει αν χρειαστεί. Μόνο να μείνει κλεισμένος στη Μουνιχία μπορεί. Όσο για τον Δημήτριο, δεν θα βρει Αθηναίους πρόθυμους για να στρατολογήσει» είπε ο Ιάσων.

Έβλεπαν ανθρώπους να συρρέουν από όλους τους δρόμους προς τον Πειραιά και το κεντρικό λιμάνι του Κανθάρου. Το Εμπορείο κι η Μακρά Στοά ήταν γεμάτα κόσμο.

«Δεν κινούνται επιθετικά» παρατήρησε ο Φανοκράτης.

«Δυστυχώς ... φαίνονται φιλικά» είπε κι ο Μύρων.

«Οι φίλοι του Δημήτριου είναι εχθροί μας» είπε ο Ιάσων.

Ακόμα και οικογένειες ολόκληρες κατέβαιναν για να δουν. Οι πιο πολλοί ήταν τεχνίτες κι αγρότες από το άστυ, τα μεσόγεια ή τα παράλια. Ο στόλος που ερχόταν ήταν όχι μόνο θέαμα για να χαζέψει κανείς αλλά και μια αχνή ελπίδα. Ίσως κάτι να άλλαζε επιτέλους στην πόλη που ένιωθε ηττημένη και καταπιεσμένη από την μακεδονική σάρισα.

«Κοίτα τι γίνεται. Κοίτα κόσμος! Κάνουν λες κι είναι γιορτή. Το κλίμα είναι πανηγυρικό. Όλη η Αθήνα θα κατέβει στον Πειραιά σήμερα» είπε ο Ιάσων.

«Τι βλέπετε; Τα πλοία πάνε, αλήθεια, στον Κάνθαρο;» ρώτησε ο Φανοκράτης.

«Προφανώς παρακάμπτουν το Φάληρο» είπε ο Μύρων.

«Γι αυτό έρχεται ο κόσμος εδώ. Ετοιμάζονται για μια ενθουσιώδη υποδοχή» είπε ο Ζείκρατος.

Κάποιες δυνάμεις του Φαληρέα κινούνταν προς το λιμάνι. Οι οπλίτες έσπρωχναν τον κόσμο πίσω για να μπορέσουν αυτοί να παραταχθούν στην προκυμαία. Δεν ήταν Μακεδόνες του Διονυσίου αλλά Αθηναίοι πεζοί.

«Κοιτάξτε, στέλνει οπλίτες ο Δημήτριος» είπε ο Ιάσων κι έδειξε την προκυμαία. «Όμως δεν κλείνει την αλυσίδα. Θα είναι σίγουρος ότι πρόκειται για ειρηνική επίσκεψη».

Ένα στράτευμα Αθηναίων έπιανε θέσεις στον Κάνθαρο για την υποδοχή. Όπως όλα έδειχναν, τα πλοία έκαναν φιλική επίσκεψη. Γι αυτό δεν είχε σηκωθεί κι η αλυσίδα που έκλεινε το λιμάνι από την Ηετιώνεια Πύλη ως τον Άλκιμο. Δεν ήταν μεγάλο το αθηναϊκό στράτευμα που είχε κατέβει στο λιμάνι, Οι δυνάμεις του Φαληρέα έπαιζαν ρόλο αστυνομίας περισσότερο παρά υπερασπιστή της πόλης.

«Τιμητικά ή όχι, ότι μπορούσε να μαζέψει ο Δημήτριος το κατέβασε εδώ» παρατήρησε ο Μύρων.

Ο ρόλος του υπερασπιστή της πόλης, είχε παραχωρηθεί στους Μακεδόνες στην οχυρωμένη Μουνιχία. Πολλοί απ’ αυτούς δεν ήταν καν Μακεδόνες αλλά μισθοφόροι από διάφορα μέρη. Στρατιώτες του Κάσσανδρου που πληρώνονταν απ’ τα αθηναϊκά ταμεία. Η Αθήνα, ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, με τον Φαληρέα στο τιμόνι, στα οικονομικά τα πήγαινε καλά. Μπορούσε να αντέχει το βάρος αυτής της φρουράς.

«Θα φτάσουν μετά το μεσημέρι» είπε ο Ιάσων.

«Έχω το προαίσθημα ότι αυτός ο στόλος έρχεται για να τα κάνει όλα άνω κάτω» είπε ο Μύρων.

παραπομπές:

(*1) Από τους διαδόχους του Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος κρατούσε την Αίγυπτο, ο Αντίγονος την Ασία, ο Λυσίμαχος τη Θράκη κι ο Κάσσανδρος τη Μακεδονία και τις ελληνικές πόλεις στις οποίες είχε εγκαταστήσει φρουρές. Δυο χρόνια νωρίτερα, Πτολεμαίος και Κάσσανδρος πολεμούσαν αλλά τώρα βρίσκονταν σε μια συμφωνία-συμμαχία.

(*2) Ο λιμήν του Κανθάρου ήταν το κεντρικό λιμάνι του Πειραιά. Τα άλλα λιμάνια της Αθήνας ήταν το Φάληρο κι η Μουνιχία (Τουρκολίμανο).

(*3) Ο Διονύσιος ήταν ο επικεφαλής της μακεδονικής φρουράς στην Αθήνα (στη Μουνιχία) κι ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ήταν ο «Επιμελητής» Αθηνών. Κι οι δυο ήταν όργανα του Κάσσανδρου. Η Αθήνα ήταν περιζήτητο λιμάνι στρατηγικής σημασίας για τους πολέμους των διαδόχων του Ακλέξανδρου.

(*4) Ο Θεόφραστος (371-287 π.Χ.) από την Ερεσό, ήταν φιλόσοφος κι ο διάδοχος του Αριστοτέλη στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής (Λυκείου). Είχε πολλούς μαθητές και μεταξύ αυτών ήταν και ο Κάσσανδρος και ο Δημήτριος Φαληρέας. Παρ' όλο που ο ίδιος δεν ασχολήθηκε με την πολιτική, σαν ο επικεφαλής της σχολής των ιδεαλιστών ήταν πάντα πολύ κοντά στην αριστοκρατία κι, επίσης, κοντά στον Δημήτριο Φαληρέα.

 *************************

Αύριο Παρασκευή ολοκληρώνεται το 1ο κεφάλαιο.

Από Δευτέρα μπαίνουμε στο 2ο κεφάλαιο που είναι το μεσημεριανό της 9ης Ιουνίου 307 π.Χ.

 


Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

03 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" 3η συνέχεια

Είμαστε πάντα στο πρωινό της 5ης φθίνοντος Θαργηλιώνος ή 9ης Ιουνίου. Από τις συζητήσεις και τα γεγονότα, βλέπουμε τις φιλοσοφικές σχολές των Αθηνών και τις πολιτικές που ακολουθούνται στην πόλη. Η Αθήνα έχει χάσει το κλέος της αλλά συνεχίζει να αναπολεί τα μεγαλεία. 

************************************ 



1ο Κεφάλαιο (τρίτο μέρος, συνέχεια).

.................

Η περιποίηση του νεκρού για τους Έλληνες σε όλες τις πόλεις ήταν πράξη τελετουργική. Ο Ερμόδωρος ήταν πλυμένος και ντυμένος με καθαρά και λευκά ρούχα. Ήταν τοποθετημένος σε ένα κρεβάτι, στο μέσον της μεγάλης τραπεζαρίας του σπιτιού. Όπως ήταν το σωστό,. είχε τα πόδια του γυρισμένα προς την έξοδο. Γύρω του γυναίκες του οικογενειακού περιβάλλοντος ή φίλοι και συγγενείς. Εκεί ήταν κι η Δάφνη κι η Φιλογένεια. Κάτω από το κεφάλι είχε ένα μαξιλάρι με λουλούδια. Κάποια πράγματα ήταν σημαδιακά.

Δεν είχαν βάλει οβολό στο στόμα. Ο Καινέας δεν πίστευε στον μύθο ότι έπρεπε να πληρώσει μεταφορικά στον Άδη και το είχε αρνηθεί. Ωστόσο η Ολύνθια -που φοβόταν πιο πολύ και γι' αυτό πίστευε στους θεούς- είχε αφήσει δίπλα του ένα γλυκό. Το είχε φτιάξει από μέλι για να απαλύνει τον Κέρβερο στις πύλες του Άδη. Έτσι ισορροπούσε την ασέβεια του συζύγου της με την δική της ευσέβεια. Μοιρολογίστρες, λουλούδια, λήκυθοι με αρώματα, συμπλήρωναν τη σκηνή. Η ενδελεχής ιατρική εξέταση ήταν πρακτικά αδύνατη. Κάποια στιγμή το μεσημέρι, όμως, θα υπήρχε τέτοια δυνατότητα όπως πολύ σωστά είχε διαβλέψει ο Λήστος.

«Δηλητηρίασαν τον Ερμόδωρο! Απίστευτο!» σκέφτονταν ο Μύρων κι ο Ιάσων και περίμεναν την δεύτερη εξέταση.

.............................................

Απέναντι από το σπίτι, κάποιοι στέκονταν ανακατεμένοι με τον κόσμο που είχε έρθει στην πρόθεση(*1). Ήταν η Πανδότη, ο Ληθόνους, ο Υπάνωρ κι ο Φερεθάνης. Ήθελαν να φαίνονται φυσιολογικοί, αλλά, μόνο φυσιολογική δεν ήταν η παρουσία τους. Ούτε συγγενείς ήταν, ούτε φίλοι. Ήταν οι δολοφόνοι του Ερμόδωρου. Είχαν έρθει να βεβαιωθούν ότι ο νεκρός ήταν όντως νεκρός, κι ότι είχε σκοτωθεί ο σωστός άνθρωπος.

Η Πανδότη είχε κάθε λόγο να φοβάται ότι μπορεί και να είχε γίνει λάθος! Δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Μόλις λίγες μέρες νωρίτερα τα τρία ξεφτέρια της είχαν επιτεθεί σε λάθος θύμα. Ευτυχώς δεν τον είχαν σκοτώσει. Ήταν νέοι στο επάγγελμα αλλά αυτό δεν ήταν δικαιολογία, σκεφτόταν η Πανδότη. Αν άθροιζες τα χρόνια τους -είκοσι έκαστος- μόλις που περνούσαν τα πενήντα πέντε δικά της. Παρομοίως, αν άθροιζες και τα μυαλά τους δεν θα έφτανες το δικό της. Ίσως, μάλιστα, αυτοί να μην είχαν ούτε κουκούτσι μυαλό. Γι' αυτό έπρεπε να γίνει επιτόπια παρατήρηση. Ήδη είχαν περάσει μια φορά κι είχαν ρωτήσει κάποιους γείτονες.

Για σιγουριά η Πανδότη μπήκε στην τραπεζαρία του σπιτιού όπου ήταν το σώμα του νεκρού. Είδε τον γιο του Καινέα με τα μάτια της. Βεβαιώθηκε ότι οι δολοφόνοι που του είχαν επιτεθεί το βράδυ δεν είχαν κάνει λάθος. Έδωσε στους γονείς του νεκρού τα συλλυπητήριά της κι εκδήλωσε κι αυτή τον πόνο της για τον χαμό του. Δεν έδειξε την ικανοποίησή της, βέβαια, που η αποστολή είχε εκτελεστεί επιτυχώς χωρίς κανένα μοιραίο λάθος.

«Τι κρίμα, τόσο νέος!» είπε με θλιμμένο ύφος σε μια από τις συγγένισσες του νεκρού.

«Δία και Περσεφόνη, πώς χάθηκε ένα τέτοιο παλικάρι! Σταμάτησε η καρδιά του, λένε .... Πώς σταματάει έτσι μια νέα καρδιά;» είπε αυτή.

«Θα ξανάρθει, κυρά, μην ανησυχείς, όλες οι ψυχές έρχονται πίσω μετά από λίγο» της είπε.

Τα πίστευε αυτά η Πανδότη. Δεν μπορεί να χανόταν η ψυχή, αυτό το υπέροχο δημιούργημα του θεού, του υπέρτατου όντος. Δεν είχε σημασία που το υπέρτατο ο εκφραζόταν με τις διάφορες μορφές των δώδεκα θεών ή των επί μέρους θεοτήτων. Με όποια μορφή κι αν το έβλεπες, ήταν πάντα ο κύριος της ζωής και του θανάτου όλων μας. Ήταν φυσικό να επανερχόταν κάθε τόσο η ψυχή, όπως ακριβώς πίστευαν οι ιερείς της ορφικής διδασκαλίας. Ήταν κοινό μυστικό και το πίστευαν όχι μόνο οι Ορφικοί κι οι Πυθαγόρειοι. Ακόμα κι οι Περιπατητικοί έλεγαν πως η ψυχή ήταν άφθαρτη. Γιατί λοιπόν να μην πίστευε το ίδιο κι εκείνη; Οι ψυχές έφευγαν από το σώμα με τον θάνατο αλλά ξανάρχονταν εδώ στη γη αφού έκαναν μια στάση στα αστέρια. «Κάθε αστέρι και μία ψυχή» σκέφτηκε. «Γι' αυτό είναι τόσο πολλά, επειδή είναι τόσο πολλοί κι οι άνθρωποι».

Πέρασε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, που ήταν πλατύς μπροστά από το σπίτι του Καινέα. Ήταν γεμάτα το σπίτι κι ο δρόμος με ανθρώπους που θρηνούσαν. Την πρόσεξαν οι τρεις συνοδοί της και την κοίταξαν από μακριά ερωτηματικά. Προσπάθησαν να διακρίνουν αν είχε επιβεβαιώσει πως είχαν κάνει το σωστό όταν επιτέθηκαν στον Ερμόδωρο. Εκείνη τους έγνεψε αμέσως ότι όλα ήταν εντάξει.

«Αυτή τη φορά τα καταφέρατε» τους είπε.

«Γιατί; Αμφέβαλλες, Πανδότη;»

«Φυσικά και αμφέβαλλα, ευτυχώς, όμως, αυτή τη φορά δεν έγινε λάθος».

«Και τώρα, τι κάνουμε;» τη ρώτησαν.

«Πάμε πίσω στην οργάνωση» τους είπε. «Δεν έχουμε τελειώσει. Έχετε κι άλλες δουλειές να κάνετε εσείς οι τρεις,»

.............................................................

Οι φίλοι του Ερμόδωρου συζητούσαν όρθιοι έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού. Πέρασαν από μπροστά τους μερικοί από την παρέα των Κυνικών, που είχαν έρθει να πουν το τελευταίο τους αντίο. Ο νεκρός συνήθιζε να συμμετέχει στις συζητήσεις τους και τον αγαπούσαν. Ανάμεσά τους ήταν η Ιππαρχία(*2), η γυναίκα του Κράτη(*3), πασίγνωστη σε όλη την Αθήνα. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια κι αντάλλαξαν λόγια παρηγοριάς. Με ευχαρίστηση άκουσαν ότι οι Κυνικοί, παρά την συνήθη αταραξία τους, είχαν συγκλονιστεί απ’ τον χαμό του Ερμόδωρου. Η Ιππαρχία, ειδικά, κράτησε σφιχτά τα χέρια της Κλεοτίμας.

«Κουράγιο, αγαπημένη μου φίλη» της είπε. «Να ξέρεις ότι όλοι είμαστε μαζί σου»

«Όμως ο Ερμόδωρος ..». πήγε να πει η Κλεοτίμα.

«Ξέρω, καλή μου, αυτή η απουσία δεν αναπληρώνεται ποτέ. Όμως η ζωή που μας απομένει για να ζήσουμε πρέπει να είναι βιώσιμη. Αυτό, είναι υπόθεση όσων μένουμε ζωντανοί για να το εξασφαλίσουμε».

«Κρίμα, Κλεοτίμα, πολύ κρίμα!» της είπε ο Φίλων, ένας από τους Κυνικούς.

«Ο Ερμόδωρος δεν είχε βλάψει κανέναν» είπε ο Ιάσων.

«Όμως κάποιοι θα χαρούν με τον θάνατό του» είπε ο Φίλων.

«Ποιους εννοείς;» ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Παρά την καταγωγή του ήταν πρώτα απ' όλα πολίτης, κι αυτό προκαλούσε στους αριστοκρατικούς ανησυχία. Θα τον προτιμούσαν με απόψεις αλλιώτικες» είπε ο Φίλων. «Ίσως να χάρηκαν που έφυγε από τη μέση».

«Καλός πολίτης ήταν, δεν είχε όμως τόσο ενοχλητική φωνή ώστε να τον μισήσουν» είπε ο Ιάσων. «Υπάρχουν φωνές πολύ πιο ενοχλητικές».

«Πολλοί Πυθαγόρειοι και Περιπατητικοί(*4) θίγονταν από τις απόψεις του» συνέχισε ο Φίλων. «Όχι, βέβαια, ο ίδιος ο Θεόφραστος, αλλά, κάποιοι στο Λύκειο θα χάρηκαν που έφυγε από την μέση».

«Άλλο να διαφωνείς φιλοσοφικά κι άλλο να χαίρεσαι με τον θάνατο του άλλου» είπε ο Μύρων.

«Η φιλοσοφία είναι ο τρόπος που βλέπουμε την ζωή» είπε η Ιππαρχία. «Ζωή είναι -κατά μεγάλο μέρος- το πολίτευμα. Με τη μακεδονική φρουρά και τον Δημήτριο να παριστάνει τον φιλόσοφο τύραννο, όλα παίζουν ρόλο. Ο Φαληρέας λέει πως φτιάχνει την αριστοτέλεια «πολιτεία». κι οι Πυθαγόρειοι τον επικροτούν. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που ήταν σε αντίθεση με τον Ερμόδωρο. Πάντως κι εγώ δεν πιστεύω ότι θα έφταναν ποτέ στον φόνο».

«Ε, όχι και φόνο!» είπε η Κλεοτίμα.

«Ο Ερμόδωρος δεν ήταν ούτε ακραιφνής δημοκρατικός ούτε ολιγαρχικός. Κάποιοι άρχοντες που τον είχαν για δικό τους θα στενοχωρήθηκαν, κάποιοι άλλοι θα χάρηκαν» είπε η Ιππαρχία.

«Γι' αυτό σας λένε κυνικούς» είπε ο Φανοκράτης

«Γιατί τα λέμε χύμα; Καλά κάνουμε!» είπε η Ιππαρχία.

«Χύμα αλλά και με παρρησία» είπε η Κλεοτίμα.

Τους συμπαθούσε τους Κυνικούς, όπως κι ο Ερμόδωρος, κι ας μην ακολουθούσε τον τρόπο ζωής τους. Η Ιππαρχία είχε απαρνηθεί τα πάντα. Ο Κράτης είχε χαρίσει την περιουσία του στην πόλη του, την Θήβα. Το ίδιο έκανε κι ο Διογένης κι ένα σωρό άλλοι. Δεν πίστευαν σε προκαταλήψεις ή δεισιδαιμονίες. Δέχονταν μόνο όσα μπορούσαν να αντιληφθούν οι αισθήσεις κι η εμπειρία τους. Στη ζωή αναζητούσαν την αρετή. Η Κλεοτίμα δεν ήταν Κυνική, θαύμαζε όμως την Ιππαρχία, που μπορούσε να είναι συνεπής με τις ιδέες της. Ζούσε ευτυχισμένη, στα τριάντα εννέα της, κι ας μην είχε ούτε στοιχειώδεις ανέσεις της ζωής. Δεν της έλειπαν, γιατί, δεν τις αποζητούσε.

«Ο Δέξιππος είπε ότι έχει γίνει καταγγελία κατά του Ερμόδωρου στην επιμελητεία» είπε ο Ζείκρατος.

«Ποιος ξέρει ποιος άθλιος θα έκανε κάτι τέτοιο! Τρώνε πολλές περιουσίες με κάτι τέτοια κόλπα οι τύραννοι που μας κυβερνούν» είπε η Ιππαρχία.

«Πάμε λίγο μέσα Ιππαρχία» της είπε ο Φίλων

Μπήκαν για τον τελευταίο ασπασμό. Βγήκε ο Δέξιππος με τη συνοδεία του και τον πλησίασε ο Ζείκρατος.

«Δέξιππε, μου είπες κάτι. Ισχύει;»

«Για την καταγγελία;»

«Ακριβώς, θέλω να μάθω τι έχει συμβεί. Μπορώ να έρθω στην επιμελητεία να μου την δείξεις;»

«Δεν μπορώ σήμερα, έλα αύριο το πρωί».

«Θα έρθω και ... σ' ευχαριστώ».

«Ο Ερμόδωρος ήταν πάντα άψογος. Του το χρωστάω» είπε ο Δέξιππος.

Η Φιλογένεια κι η Δάφνη βγήκαν από την τραπεζαρία στην αυλή και στάθηκαν με τους άλλους.

«Είναι πνιγηρή η κατάσταση. Το νιώθεις πως ο νεκρός είναι ακόμα εκεί» είπε η Φιλογένεια.

«Αρκετά κάτσατε εσείς οι δυο, πάω στη θέση σας» είπε η Κλεοτίμα και γύρισε στο προσκεφάλι του νεκρού.

«Θλιβερό καθήκον» παρατήρησε η Δάφνη «μα ο νεκρός ακόμα δεν έχει φύγει από κοντά μας. Θα θέλει να βλέπει τους φίλους μας και φίλους του γύρω του».

Η Δάφνη ήταν πανέμορφη. Ανήκε σε παλιά αθηναϊκή οικογένεια κι είχε πίστη στις παραδόσεις, άρα είχε πεποιθήσεις δημοκρατικές. Ταυτόχρονα πίστευε στους θεούς. Είχαν χαρίσει τόση καλοτυχία στην πόλη και στους κατοίκους της. Οι θεοί της δεν καταπίεζαν, βοηθούσαν τους ανθρώπους και την πόλη που ήταν η εστία τους, ο τρόπος ζωής τους. Τελευταία, κι ιδιαίτερα μετά την τραγική ήττα στην μάχη της Χαιρώνειας(*5), ο δήμος είχε αποκτήσει αρκετά προβλήματα. Είχαν έρθει κακοτυχίες και ξένοι εισβολείς. Παρ’ όλα αυτά, η πίστη στις παραδόσεις, για την Δάφνη, ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος για την ευημερία και την δημοκρατία. Κι αν δέχεσαι τους θεούς για την ζωή, τους δέχεσαι και για τον θάνατο.

«Θα φύγουν οι μοιρολογίστρες καθόλου από δίπλα του;» την ρώτησε ο Ιάσων

«Το μεσημέρι θα κάνουν διάλειμμα, γιατί ρωτάς;»

«Για να κάνει ο Λήστος καλύτερη εξέταση μήπως μάθει από τι πέθανε» της είπε ο Ζείκρατος.

«Ούτε εμένα μου αρέσει η εξήγηση που δώσανε για αυτόν τον θάνατο» είπε η Δάφνη.

«Έλα να ξεκουραστείς. Μήπως θέλεις λίγο δροσερό νερό;» τη ρώτησε ο Ιάσων. 

Παραπομπές: 

(*1) «Πρόθεση ήταν η πρώτη μέρα της κηδείας, την αμέσως επομένη του θανάτου, και γινόταν στο σπίτι του νεκρού, όπως γίνεται και σήμερα. Διαρκούσε μία μέρα με σκοπό να γίνει ο παραδοσιακός θρήνος από τους συγγενείς και τις μοιρολογίστρες κι επίσης να γίνει η απόδοση του τελευταίου χαιρετισμού από τους φίλους και την οικογένεια του νεκρού πριν φύγει για την τελευταία του κατοικία.

(*2) Η Ιππαρχία ήταν Αθηναία που είχε γεννηθεί το 346 π.Χ. στην Μαρώνεια της Θράκης. Παντρεύτηκε επεισοδιακά το 326 π.Χ. τον Κράτη, που τον ερωτεύτηκε όχι τόσο για την ομορφιά του αλλά για το μυαλό του. Για να το καταφέρει απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει αν δεν την άφηναν από το σπίτι. Ως τότε προτιμούσε να μένει ανύπαντρη παρά να νυμφευθεί από σκοπιμότητα με βάση τις πατρικές υποδείξεις. Ήταν κυνική φιλόσοφος και μια γνήσια φεμινίστρια της εποχής της. Παραβρισκόταν σε συζητήσεις μεταξύ των ανδρών και στα συμπόσια, αντίθετα προς τις επικρατούσες αντιλήψεις.

(*3) Κυνικοί ονομάζονταν οι «Αντισθενικοί» φιλόσοφοι (που πήραν αρχικά το όνομά τους από τον Αντισθένη, μαθητή του Σωκράτη). Πήραν το όνομα αυτό γιατί συνήθιζαν να βρίσκονται και να φιλοσοφούν στο αθηναϊκό γυμναστήριο στις Κυνόσαργες. Ο Αντισθένης, ο Διογένης, ο Κράτης και ο Μητροκλής ήταν κατά σειρά οι εκπρόσωποι της Σχολής των Κυνικών.

(*4) Στην Αθήνα του 4ου αι π.Χ. υπήρχαν πυθαγόρειες ομάδες που λειτουργούσαν με μυστικισμό και κλειστή οργάνωση. Η Περιπατητική σχολή ( το Λύκειο) ιδρύθηκε από τον Αριστοτέλη το 342 π.Χ... Τον διαδέχθηκε το 322 π.Χ. ο Θεόφραστος που έμεινε διευθυντής για πολλά χρόνια

(*5) Στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. ηττήθηκαν οι ενωμένες ελληνικές πόλεις που υπεράσπιζαν τη δημοκρατία από τους Μακεδόνες του Φιλίππου Β' και του νεαρού τότε γιου του Αλέξανδρου. Μετά την ήττα, ισοπεδώθηκε η Θήβα κι η Αθήνα συνθηκολόγησε άνευ όρων κι έχασε το δημοκρατικό πολίτευμά της. Τότε δημιουργήθηκε το «Κοινό των Ελλήνων» με στρατηγό τον Φίλιππο και στόχο την Περσία.

*****************************

Αύριο Πέμπτη 24/9 η συνέχεια του 1ου κεφαλαίου που ολοκληρώνεται μεθαύριο, την Παρασκευή.