Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

51 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 51η

Τέλος και του 14ου κεφαλαίου.
Ο Νικηφόρος συναντά επιτέλους τη Ζωή. Μεγάλη χαρά και απογοήτευση ταυτόχρονα. Η χαρά είναι ο Νικηφορίσκος, ο γιος του που θα τον πάρει μαζί του στην Αθήνα. Η απογοήτευση τον καταλαμβάνει όταν διαπιστώνει ότι η Ζωή είναι πιο ελεύθερη από ποτέ κι ότι δεν θέλει να φύγει μαζί του γιατί έχει έναν απώτερο, πιο σπουδαίο, σκοπό.
*********************************

Δ’ ΤΟ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ

Ήταν ακόμη στο καπηλειό όταν ένα παιδί ήρθε κι είπε στον Νικηφόρο ότι ένας σούφι τον περίμενε έξω. Κατάλαβε ότι θα ήταν ο Διογένης. Βγήκε κι είδε σε μια γωνιά μια φιγούρα με το κεφάλι σκεπασμένο να τον κοιτά και να στρίβει προς ένα σοκάκι. Τον ακολούθησε και τον πλησίασε. Ο σούφι ξεσκέπασε το πρόσωπό του κι ο Νικηφόρος αναγνώρισε τον ερημίτη. Ήταν τελικά ένας καλός εξπλοράτορας, ένας κατάσκοπος για όλες τις δουλειές. Έκανε να τον αγκαλιάσει, εκείνος, όμως, του υπέδειξε να κάτσει φρόνιμος και να μη δίνει στόχο. Ένας σούφι μουσουλμάνος δεν θα αγκαλιαζόταν με άπιστους.
«Σε χαιρετώ Νικηφόρε. Με λένε Γιάσουα Μπεν Ραμπίν. Μου ζητάς πληροφορίες για τους Αγίους Τόπους» του είπε ο Διογένης βιαστικά.
«Εντάξει, Γιάσουα-Διογένη» του είπε ο Νικηφόρος. «Να ξέρεις, όμως, ότι ο Καϊχοσρόης ξέρει τι ζητάω εδώ κι εγώ και οι φίλοι μου. Μου είπε, μάλιστα, ότι θα κανονίσει μια συνάντηση δική μου με τη Ζωή. Καταλαβαίνεις ότι το θέμα της απαγωγής έχει δυσκολέψει πολύ;»
«Μίλα μου σκυφτός με σεβασμό» του τόνισε ο Διογένης. «Δεν είναι μόνο ο Σουλτάνος, είναι κι οι ντόπιοι. Αν καταλάβουν ότι είμαι εξπλοράτορας, θα με ξεσκίσουν.»
Ο Γιάσουα του είπε στα γρήγορα πως έχει η κατάσταση.
«Άκου. Εδώ ετοιμάζονται για πόλεμο. Πρέπει να μάθει ο Λάσκαρης τι συμβαίνει. Χρειάζεται πληροφορίες που θα έχει μαζέψει η Ζωή. Αφού θα συναντηθείς μαζί της, να μάθεις και να μου πεις. Πρέπει να ξέρουμε πότε θα φύγει ο στρατός, ποια διαδρομή θα ακολουθήσει, τι αδύνατα σημεία έχει. Εγώ ίσως να μην μπορέσω να την δω, γι αυτό, ρώτα την εσύ. Θα φύγουμε για τη Βιθυνία, στον Λάσκαρη. Αν έρθει μαζί σου η Ζωή θα την πάρουμε, αλλιώς, θα φύγουμε μόνοι μας με τις πληροφορίες. Πόσοι είστε και πόσα άλογα έχεις;»
«Είμαστε έξι εμείς κι η Ζωή επτά. Έχω επτά άλογα έτσι κι αλλιώς» είπε ο Νικηφόρος. «Εσύ έχεις κάποιο σχέδιο;»
«Το Ικόνιο και το Σουλτανάτο είναι σε επιστράτευση. Οι πύλες φρουρούνται διπλά και τριπλά. Ξέρω όμως την πόλη και την περιοχή και θα φτιάξω ένα σχέδιο.»
«Το Πανδοχείο που μένουμε θα παρακολουθείται πολύ καλά. Μην πλησιάσεις ξανά εδώ.»
«Θα με βρεις στο πίσω μέρος του μιναρέ του Μεγάλου Τζαμιού στην Πύλη της Άγκυρας. Θα περνάω από εκεί κάθε μεσημέρι. Εσύ νά ’σαι έτοιμος κάθε στιγμή» του είπε ο Διογένης-Γιάσουα και εξαφανίστηκε.
Οι επόμενες μέρες, μέχρι να κανονιστεί η συνάντηση με τη Ζωή, κύλησαν με άγχος κι αγωνία για τον Νικηφόρο. Για τους Φράγκους κι Έλληνες φίλους του ήταν βαρετές. Η πόλη ήταν κέντρο θρησκευτικό. Στον μουσουλμανικό τομέα, όπου τους είχαν, επικρατούσε μια σοβαρότητα και μια αυστηρότητα που τους τσάκιζε. Στον χριστιανικό τομέα υπήρχαν καπηλειά αλλά κι εκεί δεν μπορούσαν να πιουν πολύ. Κι όταν έπιναν δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν σε ευθυμία καθώς οι φρουροί τους απειλούσαν άμεσα με σύλληψη. Η εμφάνισή τους θύμιζε στους ντόπιους τις σταυροφορίες και, για τον λόγο αυτό, τους έβλεπαν με μισό μάτι. Ήταν κάτι ανάμεσα σε διαβολικά όντα και ληστές για τους ευσεβείς ντόπιους που θεωρούσαν την πόλη τους ιερή. Δεν θα αργούσαν να μπλέξουν σε καυγάδες που θα έληγαν με την επέμβαση των φρουρών και την σύλληψή τους. Οι φίλοι του Νικηφόρου το ήξεραν και σώπαιναν. Ωστόσο, είχαν βαρεθεί την πειθαρχία και ανυπομονούσαν για περιπέτεια.
Κάποια στιγμή, επιτέλους, ο Νικηφόρος ενημερώθηκε από σουλτανικό απεσταλμένο. Το άλλο πρωί πήγε στο Παλάτι, στην πύλη του Σουλεϊμάν. Τον περίμεναν τέσσερις φρουροί που τον έβαλαν ανάμεσά τους και τον οδήγησαν σε ένα κήπο, τον Μπαχτσέ Σεράι. Αυτοί σταμάτησαν και του είπαν να συνεχίσει. Ήταν εκπληκτικός ο κήπος, απίστευτης ομορφιάς σε χρώματα, σχήματα και οσμές. Ήξερε πως κατά την περσική συνήθεια, οι μουσουλμάνοι αγαπούσαν τους κήπους. Δέντρα, λουλούδια, πρασινάδες και φυσικοί διάδρομοι με ξύλινα κιόσκια και τέντες έφτιαχναν ένα θαυμάσιο τοπίο. Ήταν υπέροχα για περπάτημα και για να μιλήσει κανείς ή να ξεκουραστεί.
Στο βάθος του διαδρόμου όπου προχωρούσε διέκρινε την σιλουέτα μιας γυναίκας. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα κι είχε το κεφάλι της καλυμμένο με μια καλύπτρα, σαν κουκούλα για τη βροχή. “Θεέ μου, τη βλέπω! Είναι η Ζωή. Πόσο αλλιώτικη από τότε στη Μονή!” σκέφτηκε. Πλησίασαν και σιγουρεύτηκε πως ήταν εκείνη. Έβγαλε την κουκούλα από το κεφάλι της και αποκάλυψε τα όμορφα κυματιστά μαύρα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν το ίδιο διαπεραστικά όπως πάντοτε. Στο πρόσωπό της διαγραφόταν ένα χαμόγελο που έδειχνε την ικανοποίησή της. Τον κατέλαβε ταραχή και την πλησίασε γρήγορα σκοπεύοντας να την αγκαλιάσει αλλά εκείνη τον συγκράτησε. Έτεινε το χέρι της μπροστά κάνοντάς του ένα νόημα να κρατηθεί σε εύλογη απόσταση και να μην την ακουμπήσει. Άπλωσε, όμως, τα χέρια της και τον άγγιξε σφίγγοντας με τις παλάμες της τα δικά του χέρια.
«Έχει κανόνες εδώ» του είπε. «Πρέπει κι οι δυο να τους σεβαστούμε. Δεν μπορούμε να πλησιάσουμε περισσότερο.»
«Γλυκιά μου Ζωή, σε ξαναβλέπω μετά από τρία χρόνια» της είπε κι έτρεμε ολόκληρος από τη συγκίνηση.
«Χαίρομαι κι εγώ που σε ξαναβλέπω μετά από αυτά τα τρία πολύ δύσκολα χρόνια! Ήταν πολύ γενναίο εκ μέρους σου, Νικηφόρε, να έρθεις μέχρι εδώ για να με βρεις!»
«Ήρθα γιατί σε αγαπώ» της είπε τρέμοντας από ταραχή. «Όταν έμαθα ότι σε είχαν αρπάξει τρελάθηκα, φοβήθηκα πως θα σε είχαν πουλήσει για σκλάβα. Μόλις έμαθα ότι ήσουν εδώ, οργάνωσα το ταξίδι και ήρθα! Πες μου, όμως, πως είσαι; Ο Καϊχοσρόης μου είπε ότι, τουλάχιστον, εδώ είσαι καλά, κι εσύ κι ο μικρός γιος σου!»
Δεν της είπε “και γιος μου”, περίμενε να το πει εκείνη. Μέχρι να το ακούσει από το δικό της στόμα είχε ακόμη μιαν αμφιβολία μέσα του. Αν ο έρωτάς τους είχε επισφραγιστεί με τη γέννηση ενός παιδιού, τότε θα είχε γίνει αιώνιος.
«Σωστά στα είπε ο Ιαθατίνης» του είπε εκείνη που καταλάβαινε καλά την αβεβαιότητά του. «Εδώ στο Ικόνιο είμαι καλά! Ο Εμίρης που με είχε αρπάξει από την Αγία Παρασκευή με σεβάστηκε κι αυτός, δεν με πούλησε σκλάβα. Με άφησε ήσυχη, χάρη στο ότι ήμουν έγκυος. Ύστερα έγινα μητέρα ενός βρέφους. Αυτό με έσωσε απ’ τη σκλαβιά.»
Ο Νικηφόρος την άκουγε με κομμένη την ανάσα.
«Όταν γεννήθηκε το μωρό, τον είπα Νικηφορίσκο αφού ήταν δικό σου παιδί. Ο Ιαθατίνης τον είπε Μουτζαφέρ που θα πει νικηφόρος στα τούρκικα. Να ξέρεις ότι στον μικρό μας, που θα τον δεις σε λίγο, χρωστάω τη ζωή μου. Χάρη σε αυτόν επιβίωσα κι είμαι τώρα εδώ, ελεύθερη!»
«Ελεύθερη;» απόρησε εκείνος.
«Ναι, Νικηφόρε, ελεύθερη. Πιο ελεύθερη από όσο ήμουν ποτέ, εκτός απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Δεν είναι εύκολο να ζεις στον γυναικωνίτη ενός παλατιού, στο χαρέμι ενός Σουλτάνου. Όμως, μπροστά στη απόλυτη μοναξιά της μονής και μπροστά στην άλλη μοναξιά της Νίκαιας, εδώ είναι καλύτερα! Αλλά ας τα αφήσουμε τώρα αυτά. Είναι ώρα να δεις τον Νικηφορίσκο μας. Θα πω στην Αϊσέ να τον φέρει.»
Γύρισε κι έγνεψε σε μια γυναίκα που, προφανώς, ήταν η βοηθός της. Η Αϊσέ πλησίασε κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μικρό παιδί. Το έδωσε στη Ζωή που το κράτησε κι εκείνη στην αγκαλιά της και το φίλησε τρυφερά. Τον χάιδεψε απαλά και του μίλησε σαν να ήταν κιόλας έφηβος.
«Νικηφορίσκο αγάπη μου, αυτός είναι ο μπαμπάς σου. Χαιρέτησέ τον γλυκό μου αγόρι. Είναι ο Νικηφόρος, ο μπαμπάς σου! Ήρθε απ’ την Αθήνα για σένα.»
Το μικρό παιδί κοίταξε τον Νικηφόρο και χαμογέλασε. Άπλωσε τα χεράκια του και άγγιξε το πρόσωπο του άντρα που τον κοιτούσε έκπληκτος.
«Είσαι ο μπαμπάς μου;» ρώτησε.
«Ναι μωρό μου, εγώ είμαι. Ήρθα για να σε δω. Είμαι ο Νικηφόρος, έχεις το όνομά μου.»
«Εγώ είμαι ο Νικηφορίσκος» είπε το μόλις δίχρονο παιδί. «Με λένε και Μουτζαφέρ, κι αγαπώ πολύ την αϊνέ μου, και την Αϊσέ, τη νανά μου.»
«Κι εγώ αγαπάω τη μαμά σου μωρό μου» του είπε ο Νικηφόρος που είχε λιώσει από την συγκίνηση. «Κι αγαπάω κι εσένα αγόρι μου!»
Η Ζωή άφησε κάτω τον μικρό κι είπε στον Νικηφόρο να κάνει μια βόλτα μαζί του. Ο νεαρός προχώρησε κρατώντας τον ευτυχισμένο πατέρα του απ’ το χέρι. Όταν γύρισαν ο μικρός αναζήτησε πάλι την αγκαλιά της μάνας του.
«Πήγαινε τώρα, αγάπη μου» του είπε εκείνη.
Τον έβαλε να χαιρετίσει τον Νικηφόρο με μια αγκαλιά και τον παρέδωσε στην Αϊσέ. Όταν έμειναν μόνοι τους, η Ζωή τού μίλησε με σοβαρό ύφος.
«Ξέρω πως ήρθες για να με ελευθερώσεις κι ότι θέλεις να με πάρεις μαζί σου. Θέλω, όμως, να ακούσεις κάτι και να το ακούσεις σοβαρά. Και πρώτα από όλα, να ξέρεις πως δεν θα έρθω μαζί σου. Δεν θέλω να πάω στη χριστιανική Ρωμανία, κι αυτό δεν μου το επιβάλλει κανείς, είναι κάτι που το θέλω εγώ! Εξάλλου πρέπει να ξέρεις πως είμαι απόλυτα ελεύθερη. Αν θέλω να φύγω, μπορώ να πάω όπου θέλω!»
«Σ’ αρέσει να μένεις εδώ; Στον γυναικωνίτη;»
«Όχι, κι ούτε θα μείνω εδώ! Έχω κι εγώ μιαν αποστολή να εκτελέσω κι αυτό θα κάνω. Θα μου πάρει χρόνια και θα πάω μακριά, αλλά αυτό θέλω να κάνω και θα το κάνω!»
«Ποια αποστολή; Δεν θέλεις να έρθω μαζί σου;»
«Όχι Νικηφόρε. Εκεί που πάω ούτε μπορείς ούτε και πρέπει να έρθεις.»
«Μα … πού πας; Και για ποιο λόγο;»
«Πάω μακριά στην ανατολή, κάπου μετά την Ευδαίμονα Αραβία, μετά την Κίνα, δεν ξέρω πού ακριβώς. Έχει να κάνει με τον στόχο μας, με τον νέο ελληνισμό, αυτό μόνο μπορώ να σου πω. Μη με ρωτάς άλλα, και τόσα που είπα ήταν πολλά. Σέβομαι ό,τι έχουμε ζήσει και δεν θέλω να σου πω ένα ψυχρό αντίο. Μη με πιέσεις, όμως, για τίποτε άλλο. Δεν θα έρθω μαζί σου, θα μείνω εδώ.»
Ο Νικηφόρος είχε μείνει άναυδος. Ήταν ελεύθερη κι αν ήθελε να φύγει μπορούσε να φύγει! του είχε πει. Κι είχε σκοπό να ταξιδέψει για χρόνια, να φτάσει ως την άκρη της γης. Για τον νέο ελληνισμό! Και δεν τον ήθελε μαζί της! Ήταν όλα τόσο απίθανα κι απίστευτα που δεν μπορούσε να τα χωνέψει. Όμως ήξερε, το καταλάβαινε, πως όλα αυτά τα εννοούσε. Ήξερε πως η Ζωή ήταν ειλικρινής μαζί του, του έλεγε την αλήθεια.
«Έμαθα πως η Αγνή πέθανε και πως έχασες ένα παιδί και πολλούς συγγενείς» είπε η Ζωή συνεχίζοντας. «Κατάφερες να συνέλθεις κάπως από όλα αυτά;»
«Ήταν πολλά, αλλά, περάσανε. Ο χρόνος βλέπεις μπορεί να ισοπεδώνει τις χαρές και τις λύπες.»
«Θέλω να πάρεις μαζί σου τον Νικηφορίσκο και να τον μεγαλώσεις με τα άλλα σου παιδιά. Δεν μπορώ να τον πάρω στο ταξίδι μου.»
«Αλήθεια … θα πας; Είναι τόσο σημαντικό;»
«Είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου, ίσως το μόνο που μου έχει μείνει.»
«Ο Καϊχοσρόης μού ’πε ότι είσαι ερωτευμένη. Εννοούσε τον έρωτα με αυτόν τον σκοπό;»
«Ναι, προφανώς» έκανε η Ζωή λίγο δυσαρεστημένη που αναγκαζόταν να πει ένα ψέμα.
«Όταν μου τό ’πε, νόμισα πως εννοούσε εμένα. Έκανα λάθος όμως, έτσι;»
«Ναι γλυκέ μου, έκανες λάθος. Δεν είμαι ερωτευμένη πια μαζί σου. Σε σέβομαι και σε αγαπάω αλλά δεν είναι το ίδιο όπως παλιά. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό.»
«Το καταλαβαίνω» έκανε ο Νικηφόρος με τη φωνή του σχεδόν σβησμένη. «Το νιώθω …»
«Πήγαινε τώρα και θα βρεθούμε αύριο σε ένα σπίτι όπου θα σε φέρει ο Γιάσουα» του είπε η Ζωή. «Έχουμε να πούμε για τα σχέδια του Καϊχοσρόη.»
Την είδε να απομακρύνεται τυλιγμένη με την κόκκινη κάπα και του φάνηκε σαν οπτασία. Έφυγε κι εκείνος με μια γλυκόπικρη γεύση από όσα είχε ακούσει. Αν του έλεγε πως στη ζωή της είχε μπει άλλος, θα μπορούσε να το παλέψει. Με ένα σκοπό, όμως, πώς να τα βάλει; Του είχε κλείσει την πόρτα με πάταγο, όμως, του είχε δώσει ένα ανεκτίμητο δώρο. Ήταν ένα παιδί δικό τους, ο νεαρός Νικηφορίσκος!
Πήγε στους άλλους και τους ανήγγειλε ότι δεν υπήρχε θέμα απαγωγής. Η Ζωή ήταν ελεύθερη να φύγει κι έμενε εδώ με τη δική της θέληση. Θα γινόταν, όμως, αύριο μια συνάντηση για να συζητήσουν το θέμα του επερχόμενου πολέμου και μετά θα έφευγαν. Κανείς δεν θα τους κυνηγούσε. Θα χαιρετούσαν τον Σουλτάνο που δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από αυτούς, και θα αναχωρούσαν επίσημα.
«Καλύτερα να φύγουμε από εδώ» είπε ο Ρομπέρ. «Πάμε στον στρατό του Λάσκαρη. Έχει ολόκληρη δρούγγα Ιταλών στο στράτευμά του. Αυτοί, όταν λένε Ιταλούς, εννοούνε εμάς τους Φράγκους, Γερμανούς και Πισάνους.»
«Μάθε όσα πρέπει να μεταφέρουμε στον αυτοκράτορα κι ας φύγουμε αύριο κιόλας» πρότεινε ο Ιγνάτιος.
Πραγματικά το άλλο μεσημέρι ο Νικηφόρος συνάντησε τον Γιάσουα στο τζαμί της Πύλης της Άγκυρας. Εκείνος τον οδήγησε στο σπίτι του Εβραίου Μεΐρ Εφραίμ όπου περίμενε η Ζωή. Κάθισαν στον οντά. Ο Νικηφόρος προσπαθούσε να δει μέσα στο βλέμμα της αν αυτά που του είχε πει ήταν αληθινά. Έπρεπε να χωνέψει πως οι δυο τους θα ήταν πλέον, απλά και μόνο, καλοί φίλοι και πρώην εραστές. Θα ήταν και οι γονείς ενός παιδιού που θα το έπαιρνε μαζί του. Ο Νικηφορίσκος είχε γεννηθεί στο Ικόνιο, αλλά, θα μεγάλωνε στην Αθήνα. Θα είχε, λοιπόν, μαζί της μια σχέση που θα κρατούσε για πάντα, έστω κι αν ο έρωτας είχε σβήσει.
«Ο Καϊχοσρόης θα ξεκινήσει στις είκοσι Μαΐου» είπε η Ζωή. «Θα ακολουθήσει τον νότιο δρόμο. Θα μετακινήσει στρατό, άλογα, όπλα και πολιορκητικές μηχανές με πλοία. Θα πάει από την Αττάλεια ως το Μποντρούμ, απέναντι από την νήσο Κω. Με βάση αυτά, θα χρειαστεί ένα μήνα περίπου για να περάσει στην περιοχή του Λάσκαρη. Από εκεί έχει δυο δρόμους, μπορεί να πάει από τη Σμύρνη ή από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Θα διαλέξει την Αντιόχεια που έχει και την μεγάλη Γέφυρα του ποταμού. Ο Λάσκαρης πρέπει να το ξέρει και να ετοιμαστεί για να τον αντιμετωπίσει εκεί.»
«Στα είπε αυτά ο ίδιος;» την ρώτησαν.
«Όχι, βέβαια. Τον έχεις για χαζό; Τα έμαθαν η Αϊσέ κι ο Ευστάθιος από πολλές πηγές ταυτόχρονα.»
«Πόσο στρατό θα έχει;» ρώτησε ο Γιάσουα-Διογένης.
«Θα είναι σίγουρα μεγάλο ασκέρι. Δεν ξέρουμε πόσους ακριβώς θα καταφέρει να μαζέψει στο Μποντρούμ. Πάντως θα είναι πάνω από είκοσι χιλιάδες πολεμιστές, ιππείς, τοξότες και πεζικάριοι μαζί.»
«Θα ξεπερνάει κατά πολύ τη δύναμη των Ρωμαίων» είπε ο Γιάσουα. «Ούτε τρεις χιλιάδες στρατό δεν θα μπορέσει να συγκεντρώσει ο Λάσκαρης.»
«Ξέρουμε τουλάχιστον, να έχει κάποιο αδύνατο σημείο;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Αδύνατο σημείο στο στρατό δεν έχω εντοπίσει» είπε ο Διογένης. «Γι αυτό και δεν κρύβεται καθόλου. Δεν φοβάται.»
«Αδύνατο σημείο είναι η αλαζονεία του» είπε η Ζωή.
«Πώς να εκμεταλλευτεί ένας στρατός ή ένας ηγέτης την αλαζονεία του αντιπάλου;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Υπάρχει κάτι που ο Λάσκαρης μπορεί να εκμεταλλευτεί αν υπάρξει ανάγκη» είπε η Ζωή. «Ο Ιαθατίνης, από χαρακτήρα, αλλά, και για εντυπωσιασμό, αν προκληθεί θα δώσει προσωπική μάχη με τον Λάσκαρη. Είναι παλιοί φίλοι κι ο Τούρκος κάνει τον πόλεμο για χατίρι του Αλέξιου Γ’ που δεν εκτιμάει. Σέβεται τον Λάσκαρη. Έτσι λοιπόν, αν οι Ρωμαίοι χάνουν, τότε ο Λάσκαρης μπορεί να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Να τον προσκαλέσει σε προσωπική μονομαχία.»
«Μακάρι να μην φτάσει εκεί το πράγμα. Ο Σουλτάνος μοιάζει ανίκητος έτσι θηρίο που είναι» είπε ο Νικηφόρος. «Αν χρειαστεί, όμως, θα είναι αυτό μια τελευταία ευκαιρία για τους Ρωμαίους. Εντάξει, λοιπόν, θα του τα πούμε.»
«Πότε θα φύγετε;» τον ρώτησε η Ζωή. «Πρέπει να σου δώσω τον Νικηφορίσκο.»
«Θα φύγουμε από σήμερα κιόλας. Εσύ, Ζωή μου, δεν θα έρθεις μαζί μας οριστικά, ε;»
«Ναι, οριστικά» επέμεινε εκείνη χωρίς την παραμικρή ταλάντευση. «Θα πάρεις το μικρό μας αγόρι μαζί σου από τώρα. Θα έρθει κι η Αϊσέ μαζί σας.»
Φώναξε την Αϊσέ που έφερε μέσα τον μικρό. Τον φίλησε και τον αποχαιρέτισε συγκινημένη λέγοντάς του να ακούει τον μπαμπά του. Εκείνη θα έλειπε για λίγο καιρό αλλά μια μέρα θα τον έβλεπε και πάλι. Ο μικρός ήταν ψύχραιμος καθώς τον είχε προετοιμάσει. Έφυγαν αμέσως. Ένα φιλί στο μάγουλο και μια ζεστή αγκαλιά ήταν ο αποχαιρετισμός του Νικηφόρου με τη Ζωή. Για εκείνον ήταν πολύ σκληρό που ένας μεγάλος έρωτας τελείωνε με αυτό το σχεδόν ψυχρό φιλί. Αυτή ήταν η κατάσταση, όμως, και δεν μπορούσε να την αλλάξει.
Έφυγαν χωρίς να αποχαιρετίσουν τον Καϊχοσρόη που έλειπε γιατί επιθεωρούσε το στράτευμά του. Όλες οι πύλες ήταν ανοιχτές γι αυτούς κι η αναχώρησή τους επίσημη. Επτά άνδρες, μια γυναίκα κι ένα παιδί έφευγαν από το μουσουλμανικό Ρουμ για την χριστιανική Ρωμανία βιαστικά. Μετέφεραν μαζί τους πληροφορίες που θα αποδεικνύονταν καθοριστικές για το μέλλον της Μικρασίας.
Η επιβίωση της νέας ρωμαϊκής -και λίγο-λίγο ελληνικής- αυτοκρατορίας ήταν στην κόψη του ξυραφιού. Το νέο κράτος που χτιζόταν μετά την άλωση της Πόλης στη Βιθυνία με κέντρο τη Νίκαια ήταν ακόμα αδύναμο. Η καταξίωση του Λάσκαρη ως ηγέτη που θα ενέπνεε τους ελληνόφωνους και χριστιανικούς πληθυσμούς δεν ήταν βέβαιη. Θα παίζονταν στις επόμενες σκληρές μάχες που ετοιμάζονταν να δώσουν οι Ρωμαίοι εν εξορία. Είχαν συγκρουστεί με τους Λατίνους κι είχαν αντέξει. Τώρα θα συγκρούονταν και με τους αλλόθρησκους που τους είχαν περικυκλώσει.
Το μαντίλι του αποχαιρετισμού με τον δικέφαλο αετό το κουνούσε στον Νικηφόρο και τους φίλους του η Ζωή. Ήταν στο πλάι του άλλου Λάσκαρη, του Κωνσταντίνου, του εστεμμένου την αποφράδα ημέρα της πτώσης αυτοκράτορα. Το είχε δεχτεί απ’ τον Πατριάρχη λίγο πριν το ξημέρωμα της μαύρης Τρίτης και δεκατρείς του 1204. Όμως, είχε αρνηθεί το στέμμα και την πορφύρα κι ετοιμαζόταν για μια γιγαντιαία πορεία στην άκρη της Γης. Θα κυνηγούσε ένα απίστευτο όνειρο. Ήθελε να φέρει πίσω στην οικουμένη έναν εκτυφλωτικά λαμπρό πολιτισμό που είχε σβήσει στο σκοτάδι του Μεσαίωνα. Όποιος έβλεπε το φως του, τυφλωνόταν και ξεσηκωνόταν. Οργάνωνε συνωμοσίες, είτε στον κόσμο αυτόν τον πραγματικό είτε στον κόσμο τον ονειρικό των θεών και των ηρώων.

*********************************
Η συνέχεια αύριο, Τετάρτη 5/8

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020

50 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 50η

Σήμερα, έχουμε το Γ' μέρος του 14ου κεφαλαίου.
Είναι η τελευταία εβδομάδα αυτών των δημοσιεύσεων καθώς το βιβλίο ολοκληρώνεται. Όπως είναι φυσικό, κι η δράση κορυφώνεται.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας προσπαθεί να γίνει κράτος αναγνωρισμένο από τους γείτονές της. Στην Κωνσταντινούπολη βασιλεύει ο Ερρίκος και το σουλτανάτο του Ρουμ ο Καιχοσρόης.
Ο Νικηφόρος κι οι Ρωμιοί και Φράγκοι φίλοι του ιππότες, οδεύουν προς Ικόνιο. Σκοπό έχουν να ελευθερώσουν την Ζωή από την σκλαβιά της στον γυναικωνίτη του Καϊχοσρόη, όμως τα πράγματα εξελίσσονται αλλιώς. Αντί για σωτήρες, βρίσκονται φυλακισμένοι στο έλεος του σουλτάνου. Η αποστολή τους αποτυγχάνει παταγωδώς.
**************************************


Γ’   ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ


Τέλος Απρίλη έφτασαν στο Ικόνιο οι έξι καβαλάρηδες απ’ την Αθήνα και, μια μέρα μετά, ήρθε ο Διογένης Γιάσουα. Οι έξι, Φράγκοι κι Έλληνες, ξεχώριζαν καθαρά από τους ντόπιους από τις φορεσιές τους. Έδειχναν πολεμιστές κι όχι έμποροι. Ο Καϊχοσρόης, ειδοποιημένος από τον Μαυροζώμη, τους περίμενε. Μεσημέρι της πρωτομαγιάς τούς συνέλαβε. Μόλις μπήκαν σε ένα καπηλειό, ξαφνικά ο δρόμος άδειασε. Πριν το καταλάβουν, περίπου εκατό στρατιώτες του σουλτάνου τούς περικύκλωσαν. Οι Σαρακηνοί μουσουλμάνοι μπήκαν φωνάζοντας στα τούρκικα διάφορες εντολές. Έβγαλαν τους πελάτες έξω κι άφησαν μόνο τους ταξιδευτές. Με τα σπαθιά προτεταμένα τούς απειλούσαν. Τους φώναζαν να μην προβάλουν αντίσταση και να παραδοθούν ειρηνικά.
«Σαρακηνοί του Καϊχοσρόη» είπε ο Νικηφόρος.
«Πολύ φίλος μας, λοιπόν, αυτός ο σουλτάνος του είπε ειρωνικά ο Εστάς.
«Κι ο Μαυροζώμης πρέπει να είναι πολύ σπιούνος!» είπε θυμωμένος ο Νικηφόρος.
«Μην σκεφτείτε να πολεμήσετε. Είναι καμιά εικοσαριά εδώ μέσα και καμιά εκατοστή απ’ έξω» είπε ο Στέφανος που κοίταξε απ’ το παράθυρο.
«Θα περάσουν μόνο πάνω από το πτώμα μου» είπε ο νεαρός Γουλιέλμος Ντελφόρ.
«Ήρεμα νεαρέ» του είπε ο Ρομπέρ. «Εμείς είμαστε έξι κι αυτοί είναι εκατόν έξι.»
Για να μην μείνει η παραμικρή αμφιβολία, μπήκαν στο καπηλειό καμιά δεκαριά τοξότες. Στήθηκαν μπροστά από τους στρατιώτες του Καϊχοσρόη και σημάδεψαν με τα βέλη τους τους έξι. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο.
«Αφήστε κάτω τα όπλα σας» τους είπε ο διοικητής του σώματος των μουσουλμάνων.
«Να τα αφήσουμε παιδιά» πρότεινε ο Νικηφόρος. «Δεν έχουμε καμιάν ελπίδα αν αντισταθούμε.»
«Εντάξει» είπε ο Ρομπέρ με σφιγμένα χείλη. «Δεν έχει νόημα να χαθούμε άδικα.»
Άφησαν κάτω τα όπλα τους κι αμέσως οι στρατιώτες του σουλτανάτου τους έδεσαν πισθάγκωνα. Δεν τους φέρθηκαν άσχημα, αλλά, δεν τους άφησαν κανένα περιθώριο να σκεφτούν να δραπετεύσουν. Τους πήγαν στο παλάτι. Χωρίς δικαιολογίες κι άλλες περιττές διατυπώσεις, τους έριξαν μέσα στο κελί μιας φυλακής. Τους έβαλαν όλους μαζί σε ένα δωμάτιο που είχε μέσα ένα τραπέζι και μερικούς οντάδες ξύλινους τριγύρω. Σε λίγο τους έφεραν φαγητό και κρασί.
«Ωραίες φυλακές έχουν οι Τούρκοι» είπε ο Ρομπέρ.
«Από το πανδοχείο στην Λαοδίκεια, αυτό εδώ το κελί είναι καλύτερο» είπε ο Εστάς.
«Δεν νομίζω πως είναι έτσι όλα τα κελιά τους» είπε ο Ιγνάτιος. «Εδώ πρέπει να είναι ένα ειδικό κελί για εμάς. Ξέρουν ποιοι είμαστε και δεν θέλανε φασαρίες. Γι αυτό ήρθαν εκατό άνθρωποι για να πιάσουνε έξι.»
«Έχει δίκιο ο Ιγνάτιος. Ίσως ο Καϊχοσρόης θέλει να μας δείξει τη δύναμή του. Να ξέρουμε με ποιον μιλάμε όταν θα μας καλέσει» είπε ο Νικηφόρος.
«Ωραία λοιπόν, ας φάμε, ας πιούμε, ας κοιμηθούμε και ας περιμένουμε. Να δούμε πότε ο μεγάλος σουλτάνος θα δεχτεί να μας μιλήσει» είπε ο Ρομπέρ.
«Παρατηρήσατε ότι το Ικόνιο είναι ένα στρατόπεδο;» είπε ο Εστάς. «Παντού στρατός. Φαίνεται ότι, πραγματικά, εδώ γίνονται προετοιμασίες για πόλεμο.»
«Πριν μπούμε στην πόλη είδα παρά πολλές σκηνές σε μια πεδιάδα. Απόρησα που ο σουλτάνος άφησε τους νομάδες να κατασκηνώσουν τόσο κοντά» είπε ο Ρομπέρ. «Φαίνεται ότι δεν είναι νομάδες, πρέπει είναι στρατόπεδο. Έχει δίκιο ο Εστάς, ετοιμάζει εκστρατεία.»
«Λοιπόν, ας δούμε και την θετική πλευρά» είπε ο πιο ανυπόμονος από όλους, ο Νικηφόρος. «Φτάσαμε επιτέλους στο Ικόνιο! Δεν είναι λίγο. Ας περιμένουμε, λοιπόν, να μας φωνάξει ο σουλτάνος. Θα μας εξηγήσει γιατί στο καλό μας έκλεισε εδώ μέσα και βλέπουμε.»
Σκεφτόταν ότι η Ζωή βρισκόταν πια πολύ κοντά του. Βρίσκονταν κι αυτός κι αυτή στο Ικόνιο. Απλά, εκείνη δεν ήξερε ακόμη πως είχαν έρθει εδώ τόσοι άνθρωποι από την Αθήνα για να την σώσουν. Δεν είχε έτοιμο ένα σχέδιο για να την βγάλει από την φυλακή. Δεν ήξερε τι προθέσεις είχε ο σουλτάνος. Δεν γνώριζε πώς θα κατάφερναν όλοι να επιστρέψουν σε ρωμαϊκά εδάφη ασφαλείς. Ήταν πολλά τα κενά στο σχέδιό του κι αυτό τους έκανε όλους να ανησυχούν.
Την άλλη μέρα ο φρουρός τους μίλησε. Ήταν χριστιανός και μιλούσε ελληνικά. Τον έλεγαν Δημήτριο.
«Ρωμιός είμαι κι εγώ» τους είπε.
«Κι εδώ τι δουλειά έχεις;»
«Πληρώνει καλά ο σουλτάνος.»
Τους έφερε ένα πλούσιο γεύμα με πίτες, παστουρμά, ελιές, κρεμμύδια και κρέας αρνίσιο. Έφερε κι αρκετό κρασί που ήταν καλής ποιότητας. Ο Καϊχοσρόης τους έκανε βασιλικά τραπέζια αλλά τους κρατούσε κλεισμένους. Ο φρουρός πήρε μόνο τον Νικηφόρο μαζί του και τον έβγαλε από την φυλακή. Τον έβαλε σε μια άμαξα και του είπε ότι δεν υπήρχε λόγος να το σκάσει.
«Η άμαξα θα σε πάει στον Σουλτάνο. Η Μεγαλειότητά του ζήτησε να σε δει.»
Ο Νικηφόρος αναρωτήθηκε γιατί να τον ήθελε μόνο του. Μετά σκέφτηκε πως ήταν ο μόνος από τους έξι που τον είχε γνωρίσει προσωπικά. Αναρωτιόταν αν μπορούσε να κρύψει από τον Καϊχοσρόη τον πραγματικό λόγο για τον οποίο βρισκόταν εδώ. Του φαινόταν γελοίο να πει ότι πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Ο Καϊχοσρόης γνώριζε τον έρωτά του με την Ζωή και θα ήξερε ότι το παιδί της ήταν δικό του. Προς τι, λοιπόν το ψέμα, σκεφτόταν, τόσο κακόγουστο και, ταυτόχρονα, τόσο αναποτελεσματικό;

Ο Καϊχοσρόης διέλυσε με μιας κάθε προβληματισμό. Δεν τον άφησε να ξαπλώσει μπρούμυτα για να τον χαιρετίσει, κατά τα δέοντα σε ένα σουλτάνο. Τον πλησίασε και τον κράτησε από τα χέρια ώστε απλά και μόνο το γόνυ να κλίνει, να χαιρετίσει με τον φράγκικο τρόπο. Τον σήκωσε, του χαμογέλασε και του έδειξε έναν οντά λίγο πιο χαμηλό από τον δικό του. Έκπληκτος ο Νικηφόρος είδε στην πανοπλία του σουλτάνου τον ίδιο δικέφαλο αετό με τον δικό του. Ο δικός του ήταν χρυσοκόκκινος, του σουλτάνου ήταν άσπρος σε γαλάζιο φόντο.
«Η Ζωή είναι εδώ κι είναι καλά» του είπε μόλις κάθισαν.
Ο Νικηφόρος, ανακουφισμένος, κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Δεν ήξερε τι να πει κι ένιωθε αμηχανία. Δεν ήθελε να πει ψέματα και δεν μπορούσε να πει την αλήθεια. Τι να έλεγε; Ότι είχε έρθει με τους φίλους του για να την αρπάξουν από το παλάτι του; Το λες αυτό σε ένα σουλτάνο;
«Κι ο γιος σου, ο μικρός Μουτζαφέρ, που στα ελληνικά θα πει “Νικηφόρος”, είναι κι αυτός πολύ καλά. Είναι πάνω από δυο χρονών τώρα, εικοσιοχτώ μηνών παλικάρι. Θα τον δεις και θα χαρείς πολύ!»
«Θα … θα τον δω;» έκανε έκπληκτος και χαρούμενος ο Νικηφόρος. «Πότε;»
«Θα δεις και τη Ζωή, αλλά όχι τώρα. Θα την ειδοποιήσω ότι ήρθες και θα σε δεχτεί.»
«Είναι παλλακίδα σας, Μεγαλειότατε;» τον ρώτησε.
Ο Νικηφόρος έτρεμε για την απάντηση που θα έπαιρνε. Αν του έλεγε “ναι” θα έπρεπε να εγκαταλείψει πάραυτα την προσπάθεια. Η απόπειρά του θα είχε νόημα όσο δεν γνώριζε πόσο την ήθελε ο Καϊχοσρόης. Δίστασε αλλά δεν κρατήθηκε να μην ρωτήσει. Η απάντηση, όμως, τον ικανοποίησε.
«Παλλακίδα μου; Α, όχι! Αυτό δεν έγινε ποτέ. Δυστυχώς για μένα, δεν δέχτηκε.»
Ο Νικηφόρος δεν είπε τίποτε αλλά από μέσα του έβγαλε κραυγή θριάμβου. Ήταν βέβαια απορίας άξιο που ο σουλτάνος την είχε ρωτήσει αν θα τον δεχόταν.
«Είναι βλέπεις ερωτευμένη» συνέχισε ο Καϊχοσρόης, «κι όχι με εμένα, με κάποιον άλλον!»
Ο Νικηφόρος φούσκωσε μέσα του. Φυσικά, εννοούσε αυτόν, αλλά, δεν ήθελε να φανεί η ικανοποίησή του. Δεν θίγεις κατάμουτρα έναν σουλτάνο. Εξάλλου ο Καϊχοσρόης πρέπει να την ήθελε ακόμη. Το είχε, μάλιστα, ομολογήσει.
«Αν επιτρέπετε, είναι στον γυναικωνίτη, Μεγαλειότατε;» τόλμησε να ρωτήσει.
«Γιατί με ρωτάς; Για να οργανώσεις απαγωγή με τους κουτόφραγκους. Πώς σου ήρθε να τους κουβαλήσεις στα μέρη μας;» ρώτησε ο Καϊχοσρόης.
Είχε ένα βλέμμα ειρωνικό κι ένα χαμόγελο που έδειχνε καθαρά πως το διασκέδαζε.
«Το ξέρουν οι φίλοι σου ότι έχω κάνει συμμαχία με τον αυτοκράτορά τους; Ξέρουν ότι προδίδουν το στέμμα του τώρα που βρίσκονται εδώ; Ήρθαν σε χώρα συμμάχου με εχθρικές διαθέσεις και σκοπό να με κλέψουν. Ξέρουν τι σημαίνουν όλα αυτά και πώς τιμωρούνται;»
«Μα …» έκανε να πει ο Νικηφόρος αλλά δεν έβγαινε μιλιά από το στόμα του
«Η ποινή για την κλοπή -κι η απαγωγή είναι κλοπή ιδιοκτησίας άλλου- σ’ εμάς τιμωρείται με κόψιμο χεριού. Μπορεί να φτάσει μέχρι και κόψιμο κεφαλιού! Και ο δικαστής που αποφασίζει την ποινή είμαι εγώ! Τα ξέρατε όλα αυτά όταν ξεκινήσατε να έρθετε στα μέρη μας;»
«Μα, δεν θα κλέβαμε την Μεγαλειότητά σας.»
«Και ποιος είναι ο σκοπός σας; Μήπως θα πάτε στους Άγιους Τόπους; Πρόσεξε γιατί σε εμάς το ψέμα τιμωρείται κι αυτό αυστηρά. Το ψέμα στις αρχές τιμωρείται αυστηρότερα. Όσο για το ψέμα στον σουλτάνο, τιμωρείται ακόμα πιο πολύ. Ξεκινά από κόψιμο μύτης μέχρι και κόψιμο του κεφαλιού αν το ψέμα είναι σοβαρό.»
Ήταν φανερό ότι ο Καϊχοσρόης διασκέδαζε παίζοντας το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ο Νικηφόρος προτίμησε να σιωπήσει. Αν μπορούσε να φύγει θα το έβαζε στα πόδια, ήταν κι αυτό, όμως, αδύνατο. Στεκόταν λοιπόν αμίλητος και περίμενε. Τον έβγαλε από την δύσκολη θέση ο ίδιος ο Καϊχοσρόης που του είπε.
«Θα ρωτήσω τη Ζωή αν θέλει να σε δει. Αν μου πει “ναι”, θα κανονίσω να την δεις. Είσαι ευχαριστημένος;»
«Απολύτως Μεγαλειότατε» του είπε ο Νικηφόρος σχεδόν ανακουφισμένος
«Είπα “αν θέλει”» τόνισε ο Καϊχοσρόης. «Γιατί, όπως ξέρεις, οι γυναίκες είναι απρόβλεπτες.»
Ο Νικηφόρος δεν καταλάβαινε καλά που το πήγαινε ο Σουλτάνος, προτίμησε όμως να μην ρωτήσει. Ήδη του είχε φανεί επικίνδυνος και αρκετά μυστηριώδης, δεν υπήρχε λόγος να τον προκαλεί με ερωτήσεις. Δεν ρωτάνε έναν απόλυτο άρχοντα ούτε καν του απευθύνονται οι κοινοί θνητοί. Έσκυψε το κεφάλι του δείχνοντας πως συμφωνεί γενικά με όσα άκουσε. Περίμενε να ακούσει πως ήταν ελεύθερος να φύγει.
Ο Καϊχοσρόης έκανε επιτέλους το σχετικό νεύμα κι ο Νικηφόρος υποκλίθηκε. Υποχώρησε με προσοχή και βήματα προς τα πίσω προς την πόρτα της εξόδου από την αίθουσα του θρόνου. Δεν γυρίζεις την πλάτη σ’ ένα σουλτάνο. Τον παρέλαβαν οι φύλακες που τον είχαν φέρει μέχρι εδώ και τον ξαναγύρισαν στο κελί. Διηγήθηκε στους άλλους τι είχε γίνει και τι ακριβώς του είχε πει ο Καϊχοσρόης. Όλοι υπέθεσαν ότι σύντομα θα ήταν ελεύθεροι, αλλά, η περίπτωση της απαγωγής είχε γίνει απίθανη. Ο Καϊχοσρόης τα ήξερε όλα και θα είχε λάβει τα μέτρα του. Οι απειλές του, εξ άλλου, ήταν ξεκάθαρες.
Πραγματικά, την άλλη κιόλας μέρα, τους έβγαλαν από το κελί. Τους μετέφεραν σ’ ένα πανδοχείο όπου μπορούσαν να μείνουν όσο καιρό θα ήταν στο Ικόνιο. Τους είπαν ότι όλα ήταν πληρωμένα από τον σουλτάνο. Είχαν ανάγκη από ένα καθαρό μέρος για να πλυθούν και να συνέλθουν από την ταλαιπωρία του εγκλεισμού. Το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πιουν κρασί σε ένα καπηλειό για να γιορτάσουν την ελευθερία τους. Τέτοια καπηλειά υπήρχαν στον χριστιανικό τομέα της πόλης, που ήταν ο μεγαλύτερος σε έκταση και πληθυσμό. Στις συνοικίες των μουσουλμάνων η πώληση ποτών που προκαλούσαν μέθη ήταν απαγορευμένη. Εκεί υπήρχαν μόνο τεκέδες όπου οι Τούρκοι κάπνιζαν ναργιλέδες.
Οι έξι ταξιδευτές ήπιαν αρκετά καθώς είχαν ανάγκη να ξεδώσουν. Σιγοτραγούδησαν και μέθυσαν. Πήραν κοντά τους γυναίκες που η δουλειά τους ήταν να κάνουν παρέα σε πελάτες του μαγαζιού. Έψαχναν παρηγοριά για την απογοήτευσή τους. Ταξίδεψαν πολύ και ταλαιπωρήθηκαν πολύ, για να δουν στο τέλος την αποτυχία να στεφανώνει τους κόπους τους.


**************************************
Η συνέχεια αύριο, Τρίτη 4/8

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

Στον τουρισμό, όλα πήγαν στραβά.

Τη θέση μου για το θέμα του κορωνοϊού την έχω εκθέσει επανειλημμένα. Ωστόσο δεν είμαι εγώ στην θέση ευθύνης για να αποφασίζω κι αυτό το αναγνωρίζω. Το θέμα δεν είναι προσωπικά δικό μου αφού αφορά στην υγιεινή του συνολικού πληθυσμού. Είναι η κυβέρνηση που θα πάρει τα μέτρα, σωστά ή λάθος, και θα κριθεί εκείνη από αυτά.

Στο θέμα αυτό, πολλά ψέμματα έχουν ακουστεί από επίσημα και μη στόματα, πολλές βλακείες έχουν διατυπωθεί άλλοτε με τη στόφα του επιστήμονα κι άλλοτε με την δύναμη του εξουσιαστή. Πιστεύω πως άδικα ξέσπασε ο πανικός που ενέσκηψε σε όλη την ανθρωπότητα. Φτάσαμε σε ακραίες συμπεριφορές όπως τα λοκντάουν στη ζωή μας και στις οικονομίες όλων των χωρών. Όμως, η γνώμη μου δεν μετράει. Αυτό που μετράει είναι οι θέσεις του ΠΟΥ (κι ας μου φαίνεται όλο και πιο αναξιόπιστος), οι θέσεις της κυβέρνησης (που έχει την ευθύνη του γενικού πληθυσμού) και κατόπιν η λογική μου.

Αφού, λοιπόν, δέχομαι την εξουσία των εξουσιαστών, δηλαδή της κυβέρνησης και των επίσημων ενώσεων των γιατρών, ακολουθώ τα μέτρα που προτείνουν, αλλά, διατηρώ κι εξασκώ το δικαίωμά μου να ασκώ και κριτική.

Παρατηρώ λοιπόν τι έχει γίνει:

Η κυβέρνηση μας έκλεισε όλους μέσα και πήρε τα συγχαρητήρια ημεδαπών και αλλοδαπών για την προνοητικότητά της. Κι αμέσως μετά, άνοιξε τα σύνορα για τους τουρίστες. Ταυτόχρονα κατάργησε όλα σχεδόν τα μέτρα, κυρίως αυτά που αφορούν σε γιορτές και πανηγύρια, σε εκκλησίες και πάρτι. Δημιούργησε ένα κλίμα εφησυχασμού με εμφανίσεις πολιτικών και δημόσιων προσώπων χωρίς μάσκες, αποστάσεις κτλ. Το κλίμα αυτό πέρασε σε όλους τους πολίτες που ξέχασαν μάσκες, απολυμαντικά, αποστάσεις και όλα τα άλλα μέτρα.

Άρχισαν οι εισαγωγές κρουσμάτων και θορυβήθηκαν. Και τώρα, με το ξεκίνημα του Αυγούστου, παίρνουν κι άλλα μέτρα. Αποτελειώνουν, μεσούντος του καλοκαιριού, την δουλειά που άρχισαν με το έμπα της άνοιξης. Αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν ήταν ούτε επιστημονική σκέψη ούτε πολιτικός ορθολογισμός αυτό που τους οδηγούσε, αλλά, πανικός. Από πανικό τα έκλεισαν όλα, από πανικό ότι η οικονομία πάει στράφι τα άνοιξαν κι από πανικό τείνουν να τα ξανακλείσουν.

Λύσεις για την οικονομία είχαν, τους έδωσε η ΕΕ και συναίνεσε, αν δεν υπερέβαλε μάλιστα, η αντιπολίτευση. Με τις ενισχύσεις της ΕΕ μπορούσαν να βάλουν σε καταλύματα σε όλη την χώρα τους αιτούντες ασύλου, έτσι ώστε να αποφύγουν εστίες μετάδοσης ιού στα νησιά χωρίς να χαθεί ο έλεγχος αυτών των πληθυσμών. Παράλληλα, και αυτό είναι το σπουδαιότερο, μπορούσε να επιδοτήσει γενναία τον εσωτερικό τουρισμό. Όχι με τα μίζερα προγράμματα που "όποιος πρόλαβε τον κύριον είδε". Το έκαναν άλλες χώρες, γιατί όχι κι εμείς; Θα κρατούσαμε έτσι ζωντανές τις περιοχές που τώρα πλήττονται ανεπανόρθωτα.

Τώρα η κυβέρνηση τρέχει να μαζέψει ό,τι μπορεί. Ανοίγει τα σύνορα για τους Βαλκάνιους, τα κλείνει, τα ξανανοίγει. Λέει ναι στους Βρετανούς, μετά λέει όχι, μετά ζητά τεστ κορωνοϊού από τους εισερχόμενους. Τους διώχνει χωρίς να εξασφαλίζει τίποτε, ούτε την υγεία, ούτε την οικονομία. Το θέμα όμως δεν είναι αν θα το πληρώσει. Το θέμα είναι ότι θα πληρώσουμε όλοι μας την ύφεση που θα προκαλέσει ο κορωνοϊός σε συνδυασμό με την κάκιστη διαχείρισή του.

Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Το Μανιφέστο του Όιλ-Ουάνιστικού κόμματος

Κατά τα πρότυπα της πρώτης κομμουνιστικής διεθνούς, υποστηρικτές της Όιλ Ουάν από όλες τις γειτονιές της πόλης μας συγκεντρώθηκαν στο "Σαμαράκης" για να εγκρίνουν το Μανιφέστο του Οιλ-Ουανιστικού κόμματος.
Λόγω της μεγάλης έκτασής του δεν θα δημοσιευτεί ολόκληρο. Δίνουμε εδώ κατ' αποκλειστικότητα μόνο τον πρόλογο και τον επίλογο. Τα ενδιάμεσα βάλ' τε τα μόνοι σας.
-------------------------------------------------------------
 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ένα φάντασμα πλανιέται στην Δραπετσώνα και το Κερατσίνι: το φάντασμα της Όιλ Ουάν. 
Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης πόλης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο δήμαρχος, η αντιπεριφερειάρχης, η αντιπολίτευση του δήμου, ο Τερψηχώρος, ο Δημόκριτος, η Φώφη Γεννηματά κι ο Βαρουφάκης, ακόμα κι οι δύσμοιροι ελεγκτές του υπουργείου Περιβάλλοντος.
Ποιος πολίτης που έχει ένα προφίλ στο φέισμπουκ, ένα βάιμπερ, ένα σμάρτφον, έχει παραλείψει να κατηγορήσει την Όιλ Ουάν για μυρωδιές και ρύπανση;
Ποιος πολιτικός δεν τα έχει ρίξει στις κυβερνήσεις που έφεραν, συντήρησαν και γιγάντωσαν την Όιλ Ουάν; 
Ποια κυβέρνηση δεν αντέκρουσε την κατηγορία ότι υποστηρίζει την επιχείρηση διαψεύδοντας τόσο τους πολίτες όσο και τους πολιτικούς της αντιπάλους;

Δυο πράγματα βγαίνουν απ' το γεγονός αυτό:
Η Όιλ Ουάν αναγνωρίζεται πια απ' όλες τις δυνάμεις του τόπου σαν μια δύναμη.
Είναι καιρός πια οι υποστηρικτές της, οι Οιλουανιστές, να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ' όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις τους, τους σκοπούς τους, τις επιδιώξεις τους και ν' αντιπαραθέσουν στο παραμύθι του περιβαλλοντικού φαντάσματος ένα Μανιφέστο της ίδιας της επιχείρησης.
Για το σκοπό αυτό συγκεντρώθηκαν στο Σαμαράκης υποστηρικτές από τις πιο διαφορετικές συνοικίες της πόλης και συνέταξαν το παρακάτω Μανιφέστο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Με μια λέξη, οι Οιλουανιστές υποστηρίζουν παντού κάθε κίνημα γειτονιάς που αντιστέκεται στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική εναντίωση προς την επιχείρηση.
Σε όλες τις περιπτώσεις τα κινήματα των γειτονιών προβάλλουν το ζήτημα της ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε μορφή, περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένη, κι αν έχει πάρει το ζήτημα, σαν το βασικό ζήτημα του κινήματος.
Τέλος, οι Οιλουανιστές εργάζονται παντού για τη σύνδεση και τη συνεννόηση των κομμάτων που στηρίζουν την βιομηχανία και την συλλογή υγρών αποβλήτων.
Οι Οιλουανιστές θεωρούν ανάξιό τους να κρύβουν τις απόψεις και τις προθέσεις τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι οι σκοποί τους μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα με τη ανατροπή όλης της σημερινής επικρατούσας εντύπωσης.
Ας τρέμουν οι αντιτιθέμενες παρατάξεις μπροστά σε μια Οιλουανιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν σ' αυτήν τίποτε άλλο, εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο.

ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΩΝ, ΕΝΩΘΕΙΤΕ! 

-----------------------------------------------------------------

ΥΓ:

Μερικές εξηγήσεις για όσους παρεξηγούνται εύκολα ή δύσκολα:

Το κομμουνιστικό μανιφέστο, γράφτηκε το 1847-48 ενόψει της πρώτης κομουνιστικής διεθνούς που συγκλήθηκε στο Λονδίνο. Περιέχει τις απόψεις του Μαρξ πολύ προτού γράψει το Κεφάλαιο. Το μανιφέστο συντάχτηκε με την βοήθεια και του Ένγκελς. Πρόκειται για κείμενο φοβερό, που θα μπορούσε να διδάσκεται σήμερα στις σχολές των διαφημιστών.

Όλα τα λεφτά το ξεκίνημά του «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη» και η κατάληξή του «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε, δεν έχετε να χάσετε παρά τις αλυσίδες σας κι έχετε να κερδίσετε έναν κόσμο ολόκληρο.» 

Το χρησιμοποιώ εδώ σαν παρωδία, όχι βέβαια για να το κοροϊδέψω (όπως μπορεί να σκεφτούν μερικοί) αλλά για να εκφράσω τον θαυμασμό μου, στο λογοτεχνικό του ύφος, πέρα από την ουσία του. Γι αυτό στην παρωδία μου, έβαλα στην θέση του κομμουνισμού την Όιλ Ουάν(!) και τους Οιλ-Ουανιστές στη θέση των κομμουνιστών! Η δύναμη της φόρμας. Εντάξει, δεν φτάνει η φόρμα για να σκεπαστεί η ουσία, αλλά, για λίγο, αυτό μπορεί να συμβεί. Όποιος έχει διαβάσει το μανιφέστο, έστω και μια μόνο φορά, θα μπορέσει εύκολα να δει την παρωδία  και να το διασκεδάσει. Αν κάποιος το πάρει στραβά, λυπάμαι και του ζητώ προκαταβολικά συγνώμη, αλλά, μάλλον εκείνος φταίει πιο πολύ από εμένα.