Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

39 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 39η

Στην πρώτη ενότητα με τίτλο "κομμάτι του τελευταίου κεφαλαίου, με τίτλο "Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος" βλέπουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουν το θέμα της εξουσίας, στη νέα εποχή, οι φίλοι Αθηναίοι, ο Δημήτριος Φαληρέας που φεύγει κι ο Δημήτριος Αντιγονίδης που έρχεται.

************************************ 


11η Ιουνίου Απόγευμα. 

"Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος" (μέρος β')

................

Στην Αθήνα η τρέχουσα διοίκηση της πόλης γινόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από δούλους. Ήταν ικανοί άνθρωποι κι εργάζονταν κάτω από αυστηρό έλεγχο.

«Η διοίκηση της πόλης ορίζεται από τους κληρωτούς πολίτες. Οι στρατηγοί εκλέγονται απ’ όλους» συνέχισε ο Μύρων. «Έτσι η πόλη αξιοποιεί όλα τα ταλέντα της και τις ικανότητές των πολιτών της».

«Η αλήθεια είναι» παραδέχτηκε ο Καινέας «ότι με τον Φαληρέα μπερδεύτηκα. Την πολιτεία του Πλάτωνα την έκανε να μοιάζει με τυραννία».

«Ας πιούμε ένα ποτήρι ακόμα κι ας πούμε ένα εβίβα ακόμα» είπε ο Ζείκρατος.

«Εγώ σας αφήνω τώρα να φιλοσοφήσετε όσο θέλετε. Μπορείτε να παινέψετε το "ελεύθερο" πολίτευμά σας χωρίς τις δικές μου φιλοσοφικές ενοχλήσεις» είπε η Ιππαρχία. «Πάω να βρω τον Κράτη».

«Φεύγω κι εγώ» είπε ο Καινέας. «Ελπίζω, μόνο, να μη μετανιώσουμε πολύ σύντομα που ανεβάσαμε στον Όλυμπο αυτόν τον νεαρό γιο του Αντίγονου».

«Συμμερίζομαι τους φόβους σου, Καινέα. Η δημοκρατία αυτή τη φορά δεν είναι και τόσο σταθερή» είπε ο Μύρων.

«Συμφωνώ κι εγώ» είπε κι ο Ζείκρατος.

Όταν έφυγαν η Ιππαρχία κι ο Καινέας, ο Ζείκρατος γύρισε προς τον φίλο του.

«Γιατί δεν φωνάζεις την Κλεοτίμα; Ξέρω πως θα σου άρεσε να είναι στην παρέα μας».

«Αν φωνάξεις εσύ την Νικάτα, τότε, θα πω κι εγώ στην Κλεοτίμα!» του απάντησε ο Μύρων.

Πείραζαν ο ένας τον άλλον. Μετά το έντονο τριήμερο των εξελίξεων μπορούσαν να χαλαρώσουν. Ανησυχούσαν όμως για το μέλλον.

«Η αλήθεια είναι ότι ο Δημήτριος, μοιάζει πολύ με τον Αλέξανδρο σε όλα και, κυρίως, στην αλαζονεία» είπε ο Μύρων.

«Την ελευθερία οι Μακεδόνες την νιώθουν μόνο στα όπλα, μόνο μέσα από την δύναμη. Πολίτης είναι ο οπλίτης και μόνο ο στρατός παίρνει αποφάσεις».

«Γι αυτό δεν βρίσκουν διάδοχο βασιλέα. Δεν έχουν ένα τρόπο να συγκεντρωθούν στρατιώτες που είναι στις άκρες της γης, σε Βακτρία, Θράκη Αίγυπτο... Είναι, βλέπεις, σκορπισμένοι στα πέρατα του κόσμου! Κι όσο δεν αποφασίζουν, τρώγονται οι διάδοχοι με συνεχείς πολέμους».

«Δεν είναι πολύ διαφορετικό το δικό τους πολίτευμα απ’ την ολιγαρχία της Σπάρτης. Στους Λάκωνες, πολίτες είναι μόνο οι όμοιοι. Στους Μακεδόνες πολίτες είναι οι οπλίτες. Και σε εμάς έτσι ήταν παλιά. Μόνο που εμείς την ισοκρατία την κάναμε θεσμό. Κάναμε πολίτες τους ναυτικούς και τους θήτες. Έτσι φτιάξαμε το πολίτευμα που έχουμε» είπε ο Ζείκρατος.

«Όχι “έχουμε”. “Είχαμε” εννοείς, Ζείκρατε! Κι από όταν το χάσαμε παλεύουμε να το αποκτήσομε ξανά».

«Έχεις δίκιο, αφού ακόμα χρειαζόμαστε σωτήρες».

«Αξίζει τον κόπο να παλεύει κανείς» είπε ο Μύρων.

«Να άρχει και να άρχεται εξ ίσου ο καθένας! Πολίτης κι όχι υπήκοος! Μόνο έτσι αξίζει να κυβερνιέται ένας τόπος!»

«Συμφωνώ, Ζείκρατε, μόνο έτσι!»

...................................................

Ο Φαληρέας κι ο Θεόφραστος βρίσκονταν σ’ ένα πλοίο με το όνομα “Θεσσαλονίκη”. Ναύαρχος ήταν ο Ολόστρατος, ένας Μακεδόνας που είχε πολλά χρόνια στη θάλασσα. Δεν είχε έρθει μαζί τους ο Πολέμων. Έμεινε στην Ακαδημία για να ζητήσει άδεια λειτουργίας από την Εκκλησία του δήμου. Το επιχείρημα του Πολέμονα έναντι του Θεόφραστου ήταν πως θα επικαλείτο τον Πλάτωνα. Το όνομά του ήταν καλύτερο απ’ του Αριστοτέλη που είχε κατηγορηθεί ως προδότης.

Ο Ολόστρατος είχε ξεκινήσει από το απόγευμα για να πιάσει στο ναό του Απόλλωνα Ζωστήρα(*1). Θα διανυκτέρευαν εκεί κι αύριο το πρωί θα ξεκινούσαν για την Αυλίδα. Δεν ήθελε να φύγουν το πρωί από τη Μουνιχία, μήπως αντιμετώπιζαν καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Καλύτερα να ήξεραν όλοι πως το πλοίο του είχε ήδη αναχωρήσει. Τη σκέψη του βέβαια δεν την είχε πει στον Θεόφραστο που ανησύχησε.

«Πού μας πάει ο Μακεδόνας; Σε λίγο νυχτώνει. Θέλει να μας ρίξει στα βράχια;»

«Ησύχασε» του είπε ο Δημήτριος. «Φεύγει από σήμερα από τη Μουνιχία αλλά θα διανυκτερεύσει εδώ κοντά».

«Πού πάμε; ... στο άγνωστο!» είπε ο Θεόφραστος.

«Δεν είναι τόσο άγνωστη η Θήβα, Θεόφραστε. Εκεί θα μας περιμένουν. Τα κανόνισε όλα η Ευρυδίκη».

«Θέλω να γυρίσω όσο πιο σύντομα μπορώ».

«Θα περιμένεις, δάσκαλε, ειδοποίηση του Αντιγονίδη» του είπε ο Θεόδωρος. «Αλλιώς, θα είναι επικίνδυνο».

«Θα ασχοληθεί μαζί μου ο σωτήρας και θεός;» έκανε εκείνος με διάθεση ειρωνείας.

«Θέλει να τον μάθεις φιλοσοφία! Υπάρχει Μακεδόνας που να μην λιγουρεύεται τον Περίπατο;» είπε ο Φαληρέας.

«Α, ειδικά όταν θέλει να περάσει για φιλοσοφημένος στρατηγός!» συμπλήρωσε ο Θεόδωρος.

«Ήταν αιχμή για μένα αυτό;» τον ρώτησε ο Φαληρέας.

«Όχι Δημήτριε!» είπε ο Θεόδωρος. «Εξάλλου εσύ ήσουν στ' αλήθεια φιλοσοφημένος, όχι όπως οι βάρβαροι».

«Η ανταλλαγή επιστολών με τον Πτολεμαίο αργεί. Μου είπε η Ευρυδίκη πως είναι καλύτερα να πάω στην Πέλλα μέχρι να πάρει απάντηση. Εξ άλλου θέλω να δω τον Κάσσανδρο και να προετοιμάσω το ταξίδι στην Αίγυπτο».

«Εγώ δεν πάω τόσο μακριά» είπε ο Θεόφραστος.

«Εγώ θα πάω» είπε ο Δημήτριος. «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μου, Θεόδωρε;»

«Μα φυσικά. Εξάλλου, δούλος σου είμαι».

«Στο γράμμα που άφησα για το προσωπικό, σημειώνω πως είσαι πλέον ελεύθερος».

«Θέλεις να φύγω;»

«Λέω μόνο πως, αν θέλεις, μπορείς να φύγεις».

«Θα έρθω μαζί σου όπου πας. Αν φτάσουμε κάποτε στην Αλεξάνδρεια, ίσως κάνω ένα ταξίδι στη Ρόδο».

«Αλεξάνδρεια!» είπε ο Δημήτριος. Αφέθηκε να πλανηθεί στα μέρη της Αφρικής με τη φαντασία του. «Όλοι λένε πως εκεί φτιάχνεται μια καινούρια Ελλάδα».

«Όλα είναι καινούργια στις νέες πόλεις της Ανατολής. Νέες χώρες, τεράστιες εκτάσεις, πλούτος. Ένας καινούριος κόσμος φτιάχνεται εκεί».

«Νά πεδίο δόξης λαμπρό για να συμβάλεις κι εσύ!»

«Ίσως εκεί με ακούσουν» είπε σκεπτικός ο Δημήτριος.

«Ο Λαγίδης είναι άνθρωπος σοφός κι αποτελεσματικός. Ξέρει να ακούει και ξέρει να κρίνει» είπε ο Θεόδωρος. «Θέλει να κάνει την Αλεξάνδρεια πρώτη πόλη στον κόσμο κι αν τον βοηθήσεις θα στο αναγνωρίσει».

«Θα του δώσω την ιδέα και τα σχέδια για ένα τέμενος των Μουσών και μια παγκόσμια βιβλιοθήκη. Αυτός έχει χρήμα κι εργάτες και μια σπουδαία πόλη για να τα φτιάξει. Ελπίζω να με ακούσει για το δικό του το καλό».

«Αφού δεν σε άφησε η Αθήνα ..».

«Στην Αθήνα οι σοφοί όλου του κόσμου έρχονται μόνοι τους να την δουν κι οι συγγραφείς γράφουν βιβλία. Ίσως να μην είχε ανάγκη το Μουσείο η Αθήνα. Η Αλεξάνδρεια όμως, αν θέλει να την φτάσει ή να την ξεπεράσει, πρέπει να βρει τρόπο να τους προσελκύσει».

«Πώς το φαντάζεσαι το Μουσείο, Δημήτριε;»

«Έναν τεράστιο χώρο με καταλύματα για τους σοφούς που θα έρχονται. Πρυτανείο για την τροφή τους, γυμναστήρια, στάδια με εξέδρες για να μιλούν, κήπους για περιπάτους. Θα χρειάζονται κι εργαστήρια για να φτιάχνουν μηχανές».

«Κι η βιβλιοθήκη;»

«Θέλω να μαζευτεί όλη η σοφία του κόσμου σε ένα κτίριο, με χιλιάδες αντιγραφείς και αναγνωστήρια. Το Μουσείο κι η βιβλιοθήκη θα κάνουν την Αλεξάνδρεια το νέο κέντρο του κόσμου».

«Μακάρι να καταλάβουν τα όνειρά σου!»

«Δεν είναι όνειρα, είναι σχέδια» είπε ο Δημήτριος.

Ο Θεόδωρος δεν του μίλησε άλλο. Τον είδε που είχε βυθιστεί στο δικό του όραμα. Ήξερε πόσο φευγαλέα κι απατηλά ήταν, συχνά, τα όνειρα των ανθρώπων. Από την άλλη πάλι, γνώριζε πόσο άλλαζαν τον κόσμο και πόσο ακατανίκητα γίνονταν όταν η τύχη στεκόταν πλάι τους.

Τα οράματα του Ξέρξη και του Αλέξανδρου ήταν το ίδιο ισχυρά, Είχαν καταλήξει το ένα σε μια τραγωδία και το άλλο σε θρίαμβο. Έπλεαν έξω από τον φαληρικό όρμο. Ο ήλιος αυτό το απόγευμα ήταν πολύ μεγάλος, ζεστός και πορτοκαλής.

«Χωρίς οράματα ο άνθρωποι θα ζούσαν στις σπηλιές» είπε ο Δημήτριος, σπάζοντας την σιωπή. «Τα πολιτεύματα τούς βοηθούν να ζουν όλοι μαζί».

Ο Θεόδωρος κούνησε το κεφάλι.

«Για να κυβερνηθεί όμως η πολιτεία χρειάζεται ο νόμος κι αυτό σημαίνει στιβαρή κυβέρνηση. Θέλει βασιλιά σοφό και λαό ευπειθάρχητο» συνέχισε ο Δημήτριος. «Έχω τη γνώμη πως αυτό συμβαίνει στην Αίγυπτο».

«Λένε καλά λόγια για τον Πτολεμαίο» είπε ο Θεόδωρος.

«Έχει οράματα. Κάνει ό,τι έκανα κι εγώ, μόνο που έχει άφθονους πόρους και δικό του στρατό».

Ο Δημήτριος ξαναχώθηκε στις σκέψεις του. Μετά από λίγο είπε στον Θεόδωρο το απόφθεγμά του.

«Στιβαρή κυβέρνηση κι οράματα. Έτσι κυβερνιέται μια πολιτεία!»

«Μόνο έτσι» συμφώνησε σαν ηχώ κι ο Θεόδωρος.

..........................................................

Ο Αντιγονίδης ετοιμαζόταν για τα Μέγαρα. Μέσα του είχε ωριμάσει η απόφαση. Στην Αθήνα όλα πήγαιναν καλά. Γιατί να έμενε εδώ και να άρχιζε την πολιορκία της Μουνιχίας χάνοντας τον καιρό του; Έτσι κι αλλιώς η πολιτεία τού είχε παραδοθεί κι ο δήμος ήταν μαζί του ψυχή τε και σώματι. Οι Μακεδόνες του Κάσσανδρου, πολιορκημένοι, θα τον περίμεναν να έρθει και να τους πάρει με την ησυχία του. Στο μεταξύ θα έφθαναν κι άλλα πλοία του από το Αιγαίο, με μηχανικούς που ήξεραν να φτιάχνουν πολιορκητικές μηχανές. Ήθελε να δουν οι Αθηναίοι τις μηχανές του, να πάθουν την πλάκα τους. Ο Δημήτριος ο «ελευθερωτής» και «σωτήρ» θα λεγόταν από εδώ και στο εξής «πολιορκητής»! Ναι, αυτό ήταν μια καλή, σωστή προσφώνηση. Θα πήγαινε, λοιπόν, στα Μέγαρα. Θα έδιωχνε τη φρουρά του Κάσσανδρου και θα έδινε στην πόλη το πολίτευμά της, το ελεύθερο, το ελληνικό.

«Πώς κρίνεις την απόφασή μου να πάμε στα Μέγαρα;» ρώτησε τον Αριστόδημο.

«Σωστή απόφαση. Η Μουνιχία θα πέσει έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ανάγκη να βιαστούμε» είπε ο εταίρος του.

Σεβόταν τη γνώμη του Αριστόδημου. Ήταν τυχερός που τον είχε μαζί του.

«Έμαθες αν φεύγει αύριο το πλοίο από τη Μουνιχία;»

«Ξεκίνησε ήδη με ναύαρχο τον Ολόστρατο. Θα μείνει να διανυκτερεύσει κάπου κοντά. Και θα συνεχίσει για την Αυλίδα αύριο το πρωί. Φαίνεται ότι φοβάται» είπε γελώντας ο Αριστόδημος.

«Είναι ανόητος. Δεν του είπαν ότι έχει την άδεια μας;» είπε χαμογελώντας ο Δημήτριος. «Ξέρεις αν πήρε μαζί του τον Θεόφραστο και τον Πολέμονα;»

«Ο Θεόφραστος πήγε με τον Φαληρέα, ο Πολέμων όμως δεν θέλησε να φύγει».

«Να προσέχεις μην γίνει καμιά κίνηση εις βάρος του. Να έχεις στο νου σου την Ακαδημία του».

«Θα προσέχω» είπε ο Αριστόδημος.

«Ετοίμασες το πλοίο για την Έφεσο;»

«Ετοίμασα. Θα φύγει αύριο πρωί-πρωί και θα γυρίσει με τους καλύτερους μηχανικούς μας».

«Εντάξει, μπορείς να φύγεις».

Ο Δημήτριος σωτήρ, γιος του Αντιγόνου Μονόφθαλμου είχε τις φιλοδοξίες του. Θα ήταν σύντομα ο κατακτητής κι ο ελευθερωτής της Ελλάδας. Τα νησιά του Αιγαίου ήταν το πρώτο του βήμα, δεύτερο η Αττική, μετά η Πελοπόννησος, ανυπόμονη να εξεγερθεί κι αυτή. Μετά η Θεσσαλία, ίσως η Ήπειρος και στο τέλος ... η Μακεδονία! Αυτή την πορεία είχαν σχεδιάσει με τον πατέρα του, τον πιο ισχυρό άνδρα της οικουμένης. Έπρεπε να κάνουν γρήγορα, πριν συνασπιστούν εναντίον του οι άλλοι. Δεν ήταν λίγοι, ο Λυσίμαχος, ο Πτολεμαίος, ο Κάσσανδρος κι ο Σέλευκος. Ήταν βέβαιο πως δεν θα άντεχαν να μαζεύει όλη την αυτοκρατορία του Αλέξανδρου μόνος του ο Αντίγονος. Θα ήθελαν να γίνουν εκείνοι κοσμοκράτορες ή να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Γι αυτό, έπρεπε να βιαστεί.

Αν φοβόταν κάτι ήταν ... τον εαυτό του! Φοβόταν τις ασωτίες στις οποίες ήταν επιρρεπής και τις διασκεδάσεις που τον τραβούσαν σαν μαγνήτης. Αναζητούσε τις απολαύσεις της σάρκας και του πνεύματος. Δεν μπορούσε να αποφεύγει τις ωραίες γυναίκες που, για χάρη τους, τα έδινε όλα. Ενέδιδε στο πιοτό συχνά. Τον χαρακτήριζε μια ανεμελιά και -το χειρότερο όλων- μια ριψοκινδύνευση με την οποία επέμενε να φλερτάρει. Λες και τον απωθούσε η σιγουριά ενώ τον έλκυε ο κίνδυνος. Ο πατέρας του γνώριζε τις αδυναμίες του, όμως, εξακολουθούσε πιστεύει σ' αυτόν. Κι εκείνος, τώρα, θα του αποδείκνυε ότι δεν είχε κάνει λάθος σε αυτή την πίστη. Θα του έδειχνε πως στις κρίσιμες στιγμές ήταν ο άξιος γιος του πατέρα του, ικανός για το καλύτερο.

Ο Αντίγονος ήταν ο στρατηγός-αυτοκράτωρ όλης της Ασίας. Είχε ανακηρυχθεί επίσημα Επιμελητής των διαδόχων του Αλέξανδρου. Ήταν δύο, ο νεαρός Αλέξανδρος Δ', γιος της Ρωξάνης, κι ο Φίλιππος Αρριδαίου, ο ετεροθαλής αδελφός του Αλέξανδρου. Σαν Επιμελητής ήταν ο νόμιμος διεκδικητής του αχανούς κράτους που είχε δημιουργηθεί. Είχε καθήκον να το ενώσει και πάλι για λογαριασμό των διαδόχων. Φυσικά, αν τα κατάφερνε, δεν επρόκειτο να παραδώσει το τεράστιο κράτος σε ανίκανους. Ούτε ο ανήλικος γιος της Ρωξάνης το άξιζε ούτε ο καθυστερημένος Αρριδαίος. Θα γινόταν κοσμοκράτορας ο ίδιος, με την έγκριση του μακεδονικού στρατού. Κατόπιν θα παρέδιδε την αχανή αυτοκρατορία στον γιο του.

Πραγματικά, ο Αντίγονος, στα εβδομήντα πέντε του, δεν εργαζόταν για τον εαυτό του αλλά για τον Δημήτριο. Οι δυο τους, όμως, έπρεπε να βρουν τρόπο να ενώσουν -με το σπαθί και την σάρισα- το τεράστιο κράτος. Σε αυτούς είχε πέσει ο κλήρος να συνεχίσουν το έργο του μεγάλου στρατηλάτη. Ο ξαφνικός θάνατός του είχε ματαιώσει την προγραμματισμένη εκστρατεία του στην Αραβία. Στη δύση υπήρχαν η Ρώμη κι η Καρχηδόνα για να κατακτηθούν. Ήταν βαριά και προκλητική αυτή η κληρονομιά που παραλάμβανε ο Δημήτριος από τους Μακεδόνες προγόνους του. Ένιωθε πως ήταν, αληθινά, ικανός να ανταποκριθεί.

Είχε δύναμη, πόρους, ικανότητα και διάθεση. Ήταν, στ’ αλήθεια, ο κατάλληλος άνθρωπος για να δώσει στον κόσμο ένα νέο είδος διακυβέρνησης. Ένα κόσμο ενωμένο από τη μια άκρη ως την άλλη, με μια γλώσσα, έναν ηγέτη, κι ένα σκοπό, την ευημερία των ανθρώπων.

«Μόνο έτσι μπορεί να κυβερνηθεί ο κόσμος» σκέφτηκε.

Αν γίνονταν όλα αυτά, θα ξεπερνούσε σε δόξα και τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Θα γινόταν κατακτητής ανατολής και δύσης και, δικαίως, θα αποθεωνόταν. Στο έργο αυτό είχε την αμέριστη βοήθεια του Αντιγόνου, γι αυτό και τον τιμούσε βαθιά. Τον άκουγε και του φερόταν όπως ίσως κανείς άλλος γιος για τον βασιλιά-πατέρα(*2) του.

Ένα ρίγος τον διαπέρασε με τις ίδιες του τις σκέψεις. «Θεοί, μπορεί άραγε να ξεπεραστεί ο Αλέξανδρος;» ήταν η ανίερη σκέψη. Μπορούσε η Μεσόγειος να γίνει ελληνική λεκάνη ειρήνης με τους Μακεδόνες κυρίαρχους του νέου κόσμου; Αν κάποιος μπορούσε να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο όνειρο, ποιος άλλος από τον ίδιο θα μπορούσε να είναι; Μόνο αυτός είχε τα νιάτα, την όρεξη και την δύναμη για να αναλάβει ένα τέτοιο εγχείρημα. Θα το έκανε!

«Μόνο έτσι αξίζει να κυβερνηθεί αυτός ο κόσμος! Ναι, μόνο έτσι!» σκέφτηκε.

................................................

Παραπομπές:

(*1) Ο ναός βρίσκεται στην Ακτή του Αστέρα Βουλιαγμένης (στο Astir beach) στο μεσαίο από τα τρία γλωσσίδια αμμουδιάς.

(*2) Υπήρχε μια παράδοση να κινδυνεύουν με πατροκτονία οι βασιλείς από τους διαδόχους τους. Ο Δημήτριος έσπασε αυτή την παράδοση κι ο Αντίγονος τον δεχόταν στη σκηνή του ακόμα και οπλισμένο, πράγμα που ως τότε ήταν ταμπού.

************************************

Την Δευτέρα η συνέχεια με την δεύτερη ενότητα του τελευταίου κεφαλαίου.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Ας σοβαρευτούμε επιτέλους

ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΑΝΑΧΑΙΤΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΗΠΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ
 
Σύμφωνα με το Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ (υπουργείο εξωτερικών) προς το Κογκρέσο, περιλαμβάνει μια πολύ αρνητική για την Ελλάδα δήλωση, ανεξάρτητα από Τραμπ ή Μπάιντεν.

Συγκεκριμένα αναφέρει ότι ο ελληνικός εναέριος χώρος καθορίζεται από τα χωρικά ύδατα και άρα αναγνωρίζεται στα 6 μίλια.
Κατόπιν τούτου, όπως είναι φυσικό, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, δεν θεωρεί ότι υπάρχουν τουρκικές παραβιάσεις, από την 1η Ιανουαρίου 2017.

Είναι προφανές λοιπόν ότι Ελλάδα και ΗΠΑ (ή μήπως να πούμε καλύτερα Ελλάδα και Γη) δεν έχουν την ίδια άποψη ως προς το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου. Εμείς λέμε 6 μίλια χωρικά ύδατα και 10 μίλια εναέριος χώρος αλλά όλα τα κράτη της Γης λένε ότι εναέριος και υδάτινος χώρος είναι ίσοι, ή και οι δύο 6 ή και οι δύο 10. Κι επειδή προς το παρόν μόνο τα 6 μίλια είναι διεθνώς κατοχυρωμένα, άρα και οι δυο χώροι είναι 6 μίλια.
Ξέρετε τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι κάθε φορά που αναχαιτίζουμε τα τουρκικά αεροπλάνα διαπράττουμε (εμείς κι όχι αυτοί) παράνομη πράξη.

Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να λέμε ότι ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΘΝΙΚΕΣ ΜΑΣ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ κάτι πρέπει να κάνουμε με αυτό. Δεν θα έχουμε FIR 10 μίλια και χωρικά ύδατα 6 μίλια και θα λέμε ότι οι Τούρκοι κάνουν παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας.

Μπορούμε να συνεχίσουμε να το λέμε, κανείς δεν μας εμποδίζει. Να πάψουμε όμως να λέμε ότι οι θέσεις μας βασίζονται στο διεθνές δίκαιο.  
 
Φτάνουν πια τα ψέματα με τα οποία φουσκώνουν οι εκάστοτε κυβερνώντες και το "βαθύ κράτος" τα μυαλά των εθνικιστών και φανατικών. «Σε όλα έχει δίκιο η Ελλάδα κι όλοι μας κατακρίνουν γιατί είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων που είχαν φιλοσοφία όταν εκείνοι έμεναν πάνω στα δέντρα». Δεν λένε ότι όταν αυτοί είχαν Μπαχ και Μπετόβεν και Νεύτωνα και Νταβιντσι εμείς είχαμε κάτι Αγάδες Χαλδούπηδες να τους παίζουμε το ντέφι κι έτσι ξεμείναμε πολύ πίσω. Κι αντί να ανασκουμπωθούμε για να τους φτάσουμε, συνεχίζουμε την εθνική μας μιζέρια.
 
Το διεθνές δίκαιο μας δίνει το δικαίωμα να αυξήσουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια. Καμιά χώρα δεν το αμφισβητεί αυτό πλην της Τουρκίας που το έχει κηρύξει casus belli, δηλαδή αιτία πολέμου. 
Ας γίνουμε επιτέλους σοβαροί. Ας κηρύξουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια αρχικά παντού εκτός από το Αιγαίο κι ας κάνουμε στο Αιγαίο τα χωρικά ύδατα 10 μίλια (ή 9, αν νομίζουν οι ειδικοί ότι αυτό θα είναι καλύτερο ως ενδιάμεσα των 6 και των 12). Και μετά ας υπερασπιστούμε και την πατρίδα μας και τα χωρικά μας ύδατα και τον εθνικό μας εναέριο χώρο στηριζόμενοι πλέον στο διεθνές δίκαιο που, τότε, θα μας δικαιώνει.

38 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 38η

Φτάσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Είμαστε στο απόγευ7μα της τρίτης ημέρας (11ης Ιουνίου 307 πΧ) από τις τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα. Η δράση έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και απομένουν κάποιες ρυθμίσεις και κάποιες σκέψεις για όσα έγιναν. Αυτά περιλαμβάνονται σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο και είναι χωρισμένα σε τρεις ενότητες με τους παρακάτω τίτλους.

Ενότητα πρώτη: "Μόνο έτσι κυβερνιέται ο κόσμος"

Ενότητα δεύτερη: "Τίς πταίει;"

Ενότητα τρίτη: "Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα"

Σήμερα Πέμπτη 12/11 και αύριο 13/11 (με την 38η και 39η συνέχειες) θα δημοσιευτεί η πρώτη ενότητα. Την Δευτέρα 16/11 (40η συνέχεια) η δεύτερη, την Τρίτη 17/11 λόγω Πολυτεχνείου έχουμε αργία και Τετάρτη 18/11 και Πέμπτη 19/11 (41η και 42η συνέχειες) ολοκληρώνεται κι η τρίτη ενότητα και τέλος.

****************************************


11η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα

Θ' Τρίτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα

 

Δεν είχαν περάσει καλά-καλά ούτε τρεις μέρες από την ημέρα που εμφανίστηκε ο γιος του Αντιγόνου στον Σαρωνικό. Λίγος καιρός, αλλά, όλα είχαν αλλάξει στην πόλη των Αθηνών. Δυο στρατοί, μακεδονικοί κι οι δυο, βρίσκονταν στην πόλη. Ο στρατός του Κάσσανδρου κατείχε το λιμάνι του Κανθάρου κι ο στρατός του Αντιγόνου το λιμάνι της Μουνιχίας. Η, κατά τους τύπους, ανεξάρτητη Αθήνα είχε απαλλαγεί από τον δυνάστη Διονύσιο, εντολοδόχο του Κάσσανδρου. Αποκλεισμένος στη Μουνιχία ετοιμαζόταν να αμυνθεί. Η Αθήνα είχε απαλλαγεί κι από τον φιλόσοφο-τύραννο Δημήτριο Φαληρέα. Ετοιμαζόταν κι αυτός για αναχώρηση. Απαλλαγμένη από τους δυνάστες, είχε, με τη θέλησή της, ανακηρύξει τον Δημήτριο «ελευθερωτή». Έμεναν ακόμη εκκρεμότητες να διευθετηθούν αλλά η μοίρα της πόλης είχε αλλάξει. Οι εξελίξεις των χρόνων που έρχονταν είχαν ήδη δρομολογηθεί.

Οι ζωές των πολιτών είχαν αλλάξει μέσα σε τρεις μόνο μέρες. Τόσο χρειάστηκε για να φύγει η παλιά εξουσία κι η τάξη πραγμάτων που στηριζόταν σε αυτήν. Την αντικατέστησε η νέα τάξη των κληρωτών αρχόντων του δήμου. Οι «άριστοι» του Φαληρέα αντικαθίσταντο από πολίτες που ήταν άνθρωποι όλων των επαγγελμάτων. Μαρμαράδες, κτίστες, αγρότες, και ναυτικοί. Ο ίδιος ο λαός εντέλει, έπαιρνε στα χέρια του την εξουσία. Κάποιες ζωές χτισμένες στην εύνοια και τις σχέσεις με την απερχόμενη εξουσία γκρεμίζονταν. Κάποιες άλλες ζωές, ξεχασμένες απ' την αριστοκρατία και τον πλούτο γυρνούσαν και πάλι στο προσκήνιο.

Οι φίλοι του Ερμόδωρου, έζησαν σε αυτήν ακριβώς την συγκυρία, γεγονότα μοναδικά. Εκτός από την κηδεία του φίλου τους, έζησαν αποκαλύψεις, κρυφούς έρωτες, συνωμοσίες και ατιμίες. Έφτασαν σε ένα τέλος που έλυσε τις απορίες τους και τους άφησε μιαν αίσθηση δικαίου. Βρήκαν τους φονιάδες του φίλου τους, αποκάλυψαν τα κίνητρα τους κι εκδικήθηκαν τον θάνατό του, όπως είχαν χρέος.

Οι ζωές των δύο Δημήτριων, του φιλόσοφου που έφευγε και του στρατηγού που ερχόταν άλλαξαν κι αυτές. Τα άστρα τους έλαμψαν, το ένα σαν τρεμοσβήνον πεφταστέρι και το άλλο σαν ορμητικός κομήτης, στον αττικό ουρανό. Συγκλονίστηκαν οι σχολές, οι ορφικοί, οι κυνικοί, οι πυθαγόρειοι, οι πλατωνικοί, οι περιπατητικοί κι οι ισοκρατικοί. Άλλες δικαιώθηκαν κι άλλες λοιδορήθηκαν για ένα διάστημα. Για μιαν ακόμη φορά, τέθηκαν μπροστά στον άνθρωπο αιώνια ερωτήματα.

Στις τρεις αυτές μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα, άλλαξαν πολλά. Άλλαξε το πολίτευμα με την επάνοδο μιας επίφασης δημοκρατίας. Άλλαξαν οι ζωές των ανθρώπων κι οι τρόποι που έβλεπαν το μέλλον τους. Άλλαξαν οι φιλοσοφίες, άλλαξαν κι οι έρωτες. Μέσα στο γόνιμο χώμα της αλλαγής, άνθισαν και έβγαλαν ρίζες.

1.-

Μόνον έτσι κυβερνιέται ο κόσμος!

Ο Ζείκρατος κι ο Μύρων ήταν ευχαριστημένοι με την εξέλιξη που είχαν πάρει τα πράγματα. Μπορεί να είχαν χάσει μέσα από τα χέρια τους τον Φαληρέα, όμως, δεν είχαν στόχο να τον εκδικηθούν. Ας έφευγε, αρκεί να μην ξαναγύριζε ποτέ. Αφού είχε χαρίσει το ένα τρίτο της περιουσίας του στον δήμο κι άλλο ένα τρίτο στο προσωπικό, όλα καλά! Οι Αθηναίοι θα ήταν ελεύθεροι με πολίτευμα το κράτος του δήμου. Όσο για τον νεαρό Αντιγονίδη και -κυρίως- τον πατέρα του, θα τα έβγαζαν πέρα μαζί τους. Για να γίνει, όμως, αυτό έπρεπε η πόλη, δηλαδή οι πολίτες, να κατάφερναν να ισχυροποιηθούν. Μια αδύναμη Αθήνα, ο Αντίγονος κι ο γιος του θα την έκαναν ό,τι ήθελαν, μια ισχυρή Αθήνα θα την άφηναν ήσυχη.

Ο ήλιος είχε γείρει αυτό το απομεσήμερο αλλά μέχρι να σκοτεινιάσει υπήρχε ακόμα πολύς χρόνος. Η ζέστη ήταν αρκετή αλλά στη σκιά του δέντρου φυσούσε ένα απαλό και δροσιστικό αεράκι που την μετρίαζε. Είχαν μπροστά τους ένα κανάτι με αραιωμένο κρασί και λίγες ελιές κι έτρωγαν ελαφριά πίνοντας και μιλώντας. Η θέα που έβλεπαν ήταν πανοραμική. Απ’ τη μια το οχυρό και το λιμάνι της Μουνιχίας, απ’ την άλλη το λιμάνι κι οι οχυρώσεις του Κανθάρου. Οι στόλοι των δύο Μακεδόνων στρατηγών αναπαύονταν στα προστατευμένα λιμάνια έτοιμοι για όλα. Προορίζονταν, έτσι κι αλλιώς, να συγκρουστούν κάποια στιγμή σε ένα ευρύτερο παγκόσμιο παιχνίδι κυριαρχίας. Η Αθήνα κι οι ελληνικές πόλεις ήταν το πρώτο στάδιο στο σχέδιο του Αντίγονου να κατακτήσει τη Μακεδονία. Ήθελε να ενοποιήσει ξανά το κράτος του Αλέξανδρου.

«Χάσαμε έναν Δημήτριο αλλά βρήκαμε αντικαταστάτη του πολύ γρήγορα» σχολίασε η Ιππαρχία.

Παρενέβη ειρωνικά έτσι που τους είδε να μιλούν κάτω απ’ τη σκιά για τις εξελίξεις.

«Ναι, αλλά, ο δικός μας είναι νέος και ωραίος!» είπε ειρωνικά ο Μύρων,

«Κι έχει λεφτά!» συμπλήρωσε γελώντας ο Ζείκρατος. «Ξυλεία, σιτηρά, νησιά ... πολλά τα δώρα του!»

«Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας» είπε η Ιππαρχία.

«Τι σε προβληματίζει;» την ρώτησε ο Ζείκρατος.

«Τα ίδια που σας προβληματίζουν κι εσάς, η απίστευτη αφέλεια των Αθηναίων. Μα, να τον λένε ελευθερωτή, σωτήρα και θεό;»

«Πάντως, έστω και για δικές του σκοπιμότητες, σε εμάς χάρισε την ελευθερία» είπε ο Μύρων. «Αυτό, έστω, δεν του το αναγνωρίζεις;»

«Δεν την εκτιμώ και πολύ αυτή την ελευθερία, Μύρων, το ξέρεις» είπε η Ιππαρχία. «Αυτή η τρελή χαρά για ισοκρατία και κράτος του δήμου με αφήνει αδιάφορη».

Από μακριά τους είδε και τους χαιρέτισε ο Καινέας. Πονούσε για την απώλεια του Ερμόδωρου, ωστόσο η διάσωση της περιουσίας του κι η ανακάλυψη των δραστών του φόνου τού είχαν δώσει ικανοποίηση. Του έκαναν νεύμα «εβίβα»(*1) και του έδειξαν πως ήταν ευπρόσδεκτος στην παρέα. Ο Καινέας τους πλησίασε.

«Λοιπόν, είστε ευχαριστημένοι;» είπε. «Τουλάχιστον ο γιος μου θα ησυχάσει κι οι απατεώνες θα βρουν τον μπελά τους. Μέχρι κι η δημοκρατία αποκαταστάθηκε».

«Χαρήκαμε που μπορέσαμε να εκδικηθούμε τον χαμό του φίλου μας. Όσο για το τελευταίο, ο χρόνος θα δείξει» είπε ο Ζείκρατος.

«Εμένα με προβληματίζει που η Αθήνα χρειάζεται τους σωτήρες» είπε ο Μύρων. «Κάποτε αυτή η πόλη ήταν ο σωτήρας των Ελλήνων».

«Χάσαμε στη Χαιρώνεια και στην Κραννώνα(*2) και γίναμε υποχείρια των διαδόχων» είπε ο Καινέας.

«Και τώρα συναγωνίζονται οι Αθηναίοι κολακεύοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλον βάρβαρο» είπε ο Μύρων. «Τη μια τον Πολυπέρχοντα και τώρα τον γιο του Αντιγόνου».

«Πάψαμε να τους λέμε βαρβάρους από τότε που χάσαμε τον Δημοσθένη» είπε ο Ζείκρατος.

«Τώρα κάποιοι από τους βαρβάρους είναι ισόθεοι» είπε ο Μύρων χαμογελώντας πικρά.

Η Ιππαρχία ήπιε ένα ποτήρι κρασί κι αποφάνθηκε:

«Για όλους αυτούς τους κόλακες ισχύει πως ακόμη και τα κοράκια είναι καλύτερα από αυτούς. Τουλάχιστον εκείνα σε περιμένουν να πεθάνεις για να σε φάνε ενώ οι κόλακες σε τρώνε ζωντανό»(*3).

«Να τα πεις αυτά στον ελευθερωτή» της είπε ο Μύρων.

«Αυτός δεν βλέπει τίποτα, συνδιαλέγεται τώρα με του; θεούς και τις μοίρες!» είπε ειρωνικά εκείνη.

«Ιππαρχία, ως τώρα συμφωνούσαμε έχοντας απέναντι τους φιλομακεδόνες και την τυραννία» είπε ο Ζείκρατος. «Θα διαφωνήσουμε, όμως, αν οι κυνικοί συνεχίσετε να απορρίπτετε την Πολιτεία, ακόμα κι αν έχει ελεύθερο πολίτευμα».

«Δεν δίνει η εξουσία ευτυχία στον άνθρωπο, Ζείκρατε, ούτε ο πλούτος. Και τα δυο παγιδεύουν τον άνθρωπο, τον κάνουν να εξαρτάται από αυτά»

«Δεν είμαστε σαν τα ζώα πια, καλή μου φίλη» είπε ο Μύρων. «Έχουμε χάσει το ένστικτο, φοβόμαστε τον θάνατο και την μικρή μας ζωή. Για να αντιμετωπίσουμε τις ανθρώπινες αδυναμίες μας πρέπει να ζούμε οργανωμένα. Η πολιτεία, όταν είναι ελεύθερη, μας προσφέρει αυτά που χρειαζόμαστε και που μας λείπουν».

«Εμείς οι άνθρωποι περιπλέξαμε τα δώρα των θεών. Κάναμε τη ζωή δύσκολη, με τον φόβο για τον θάνατο και την αγάπη μας για τη ματαιοδοξία» είπε η Ιππαρχία.

«Κι είναι απάντηση αυτή η απάρνηση του κόσμου;» την ρώτησε ο Μύρων.

«Όταν διακηρύσσετε την αποχώρηση από τα εγκόσμια τι κάνετε; Αφήνετε τους λίγους, δυνατούς ή πλούσιους να εκμεταλλεύονται τους πολίτες» είπε ο Ζείκρατος.

«Γι' αυτό λέμε ισοκρατία, αυτοτέλεια κι αυτονομία. Δεν είναι κι αυτά δώρα των θεών;» είπε ο Μύρων.

«Ζείκρατε, Μύρων, δεν θα διαφωνήσω άλλο μαζί σας. Αν θέλετε να φιλοσοφείτε χωρίς βία, κάντε το. Η καλή σας πρόθεση με κάνει να σας θέλω φίλους μου».

Ο Καινέας που παρακολουθούσε τη συζήτησή τους θεώρησε καλό να πει την δική του γνώμη.

«Τώρα, με την ισοκρατία που μας φέρνει ο σωτήρας και θεός Αντιγονίδης θα γίνουν οι ψαράδες πρυτάνεις».

Είχε απόψεις ολιγαρχικές ο πατέρας του Ερμόδωρου. Ήταν θαυμαστής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κι είχε απόψεις κριτικές για τη δημοκρατία. Γι αυτόν ο όχλος ήταν εύκολο να παρασυρθεί και να κάνει λάθη. Κατά τη γνώμη του η δημοκρατία κι η ισοκρατία ήταν ατελείς. Η επικράτησή τους με τα ξένα όπλα ήταν ακόμα πιο ύποπτη.

«Γιατί να μην γίνουν κι αυτοί, σεβαστέ Καινέα; Τι δεν έχουν οι ψαράδες που έχουν οι άλλοι τον ρώτησε ο Μύρων.

«Μα ... τι γνωρίζει ένας ψαράς; μόνο να πιάνει ψάρια».

«Ο Πλάτων που ξέρω πόσο τον εκτιμάς, Καινέα» είπε ο Ζείκρατος «έλεγε άλλα. Θεωρούσε ότι αρμόδιος να επιλέξει τον καλύτερο τεχνίτη και να αποτιμήσει το έργο του δεν είναι ο ομότεχνός του. Αρμόδιος είναι αυτός που χρησιμοποιεί το προϊόν της εργασίας του. Στην περίπτωσή μας αρμόδιος είναι η ίδια η πόλη. Κι η πόλη μπορεί να αποφασίσει όπως θέλει εκείνη για τον καταλληλότερο».

«Μα είναι σωστό ένας ανίδεος, χάρη στην κλήρωση και την θεά Τύχη, να εκτελεί σπουδαίες λειτουργίες της διοίκησης;» ρώτησε ο Καινέας.

«Και θα απασχολούμε ένα διακεκριμένο πολίτη για να διοικεί έναν δημόσιο οργανισμό;» του είπε ο Μύρων. «Αυτό το έργο το αναθέτουμε σε έναν δούλο».

Παραπομπές:

(*1) Για τους αρχαίους ήταν «ευοί ευάν» που σήμερα έγινε εβίβα .

(*2) Στην Κραννώνα χάθηκε βασικά ο πόλεμος κόντρα στον Αντίπατρο (Λαμιακός 322 πΧ)

(*3) Είναι ένα από τα γνωστά κυνικά αποφθέγματα του Αντισθένη. Όλες οι προτάσεις που, κατά τον διάλογο, αποδίδονται στην Ιππαρχία περιέχουν απόψεις κυνικών όπως ο Διογένης, ο Κράτης και άλλοι.

****************************************

Αύριο Παρασκευή το δεύτερο μέρος αυτής της πρώτης ενότητας.