Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

26 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 26η

Η περιφορά της κηδείας οδεύει προς το πειραϊκό νεκροταφείο της Τραπεζώνας.

***************************************


(Απόγευμα της 10ης Ιουνίου 307 π.Χ.)

..................................

Η κηδεία είχε φτάσει στο Εμπορείο όταν, από τη Μακρά Στοά, εμφανίστηκε ο Φανοκράτης. Είχε αφήσει για λίγο σε έναν αντικαταστάτη την κληρωτίδα κι είχε έρθει να χαιρετίσει τον Καινέα και την Ολύνθια. Η κηδεία σταμάτησε εκεί για λίγο για να ξεκουραστούν εκείνοι που μετέφεραν τον νεκρό. Ο Μύρων ρώτησε τον Φανοκράτη να μάθει τι έλεγε ο κόσμος για την κατάσταση.

«Ο Δημοχάρης κι ο Στρατοκλής είναι μέσα σε όλα!»

«Συμφωνούν τώρα, ενώ σκοτώνονταν μέχρι χτες» είπε πικρόχολα ο Μύρων.

«Ο Δημοχάρης έχει αποδείξει την πίστη του στον δήμο» είπε ο Ζείκρατος. «Ο Στρατοκλής είναι ευκαιριακός κόλακας».

«Οι κολακείες αρέσουν στον Αντιγονίδη και σε όλους τους τυράννους» είπε ο Μύρων.

«Ο Στρατοκλής "βασιλιά" τον ανεβάζει, "σωτήρα" και “θεό” τον κατεβάζει» τόνισε ο Φανοκράτης.

«Άρχισε η κατάπτωση της Αθήνας» είπε ο Ζείκρατος. «Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να κάνει τον “βασιλιά", και δίνουν τώρα τον τίτλο στον γιο του Αντίγονου!»

«Κοιτάξτε την πινακίδα» τους έδειξε ο Φανοκράτης.

Σε ένα πανί έγραφε: «ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΤΑΒΑΤΗ»

«Επειδή κατέβηκε εδώ ο ίδιος ο θεός! "Ο καταβάτης"!» κορόιδεψε ο Μύρων.

«Τι χάλια είναι αυτά; Τι γελοιότητα!» είπε η Ιππαρχία που τους πλησίασε.

«Θα μπλέξουμε με καινούριο φρούτο» είπε ο Ζείκρατος.

«Όμως επαναφέρει στ' αλήθεια τα πάτρια. Δείτε που η κληρωτίδα έπιασε πάλι δουλειά» είπε ο Φανοκράτης.

«Ακόμα κι αν έχει κάτι καλό στο μυαλό του ο γιος του Αντιγόνου, δεν θα το πετύχει. Θα τον αποτρελάνουν και θα τον διαφθείρουν οι κόλακες γύρω του» είπε η Κλεοτίμα.

«Με πρώτον απ' όλους τον Στρατοκλή» συμπλήρωσε η Ιππαρχία.

Ο Φανοκράτης έγνεψε στον Ζείκρατο.

«Ρώτησα για τον τρίτο νεκρό, τον Χρηστία».

«Βρήκες να του έχουν κάνει καταγγελία;»

«Ναι. Ο Δέξιππος το έψαξε και μου είπε ότι έχουν κάνει και σ' αυτόν την ίδια καταγγελία. Δεν έκανε την χορηγία που του είχαν αναθέσει και την έκανε ένας άλλος, ένας Λοξίας από τον Κεραμικό».

«Είχε μεγάλη περιουσία ο Χρηστίας;»

«Ο ίδιος είχε λίγα, όμως ήταν κληρονόμος ενός θείου του που έφυγε πρόσφατα και θα έπαιρνε όλη την κληρονομιά. Σ' αυτήν στοχεύει η καταγγελία».

«Δηλαδή για τρίτη φορά έχουμε τα ίδια χαρακτηριστικά στην δολοφονία. Είναι το ίδιο ακριβώς κίνητρο κι η μέθοδος» είπε ο Ζείκρατος. «Έχουμε να κάνουμε με μια συμμορία που διαθέτει δολοφόνους και προσβάσεις στο καθεστώς. Επιπλέον, δεν έχει καμιά πρωτοτυπία».

«Πρέπει να τους βρούμε» είπε ο Φανοκράτης.

Η πομπή ξεκίνησε πάλι. Αργά-αργά πλησίαζε προς τον χώρο με τα μνήματα, προς τον Τραπεζώνα. Θα έβγαιναν από την Πύλη των Μακρών Τειχών που ήταν δίπλα στο Αφροδίσιο, με τον ολάνθιστο κήπο και τις σκιές. Ο Μύρων έριξε το βλέμμα του στην Κλεοτίμα κι είδε ότι κι εκείνη του το ανταπέδωσε. Χτες, εδώ, είχαν πει κάποια λόγια που τώρα ξαναζωντάνευαν. Θα ήθελε να της πιάσει το χέρι και να της δώσει κουράγιο, αλλά θα ήταν απαράδεκτο. Κι εκείνη θα ήθελε να του μιλήσει όπως χτες και να τον ακούσει να την καθησυχάζει. Ηρεμούσε την ταραγμένη ψυχή και το μυαλό της με τον τρόπο του, όμως δεν ήταν τώρα η στιγμή για κάτι τέτοιο.

«Κλεοτίμα, πώς είσαι σήμερα;» τη ρώτησε ξαφνικά μια φωνή από δίπλα της διακόπτοντας τις σκέψεις της.

«Εριφύλη, εσύ;»

«Είμαι στην πομπή από την αρχή» της είπε η Εριφύλη «αλλά δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Ήρθα να σας δω κι εσένα και την Ιππαρχία».

«Αχ, κρίμα, δεν πρόλαβα να της μιλήσω ως τώρα» είπε η Κλεοτίμα. «Πάμε, όμως, να την βρούμε μαζί».

Έμειναν λίγο πιο πίσω. Πλησίασαν προς την Ιππαρχία, που ακολουθούσε την πομπή μόνη της και κάπως απόμακρη. Ήταν απορροφημένη από τις σκέψεις της.

«Από εδώ η Εριφύλη» την σύστησε η Κλεοτίμα, «κι από εδώ η Ιππαρχία».

«Σε ξέρω, σε έχω ακούσει σε ιεροτελεστίες κι επετείους» είπε η Εριφύλη στην Ιππαρχία.

«Ελπίζω να σου άρεσαν αυτά που άκουσες» είπε η Ιππαρχία.

«Σε θαυμάζω για ό,τι έχεις κάνει».

«Υπάρχει πρόβλημα» παρενέβη η Κλεοτίμα. «Η Εριφύλη έχει βρει τον άντρα των ονείρων της, Υπάνωρ λέγεται, και θέλει να φύγουν από την Αθήνα».

«Δεν σας αρέσει η πόλη του Περικλή;»

«Ο Υπάνωρ μου, έχει μπλέξει με ορφικούς. Θέλω να φύγουμε για να χάσουν τα ίχνη μας» εξήγησε η Εριφύλη.

«Χμ, με ορφικούς, ε; άσχημο μπλέξιμο!» είπε η Ιππαρχία. «Και πότε θέλεις να φύγετε;»

«Και αύριο, αν είναι δυνατόν!» είπε η Εριφύλη.

Η Ιππαρχία κι η Κλεοτίμα απόρησαν. Τους εξήγησε:

«Σας είπα ότι ο Υπάνωρ μου έχει μπλέξει. Τον έβαλαν να κάνει κάποιες τελευταίες βρομοδουλειές και τον θέλουν και σήμερα. Μετά ξεμπερδεύει μαζί τους».

«Και η βιασύνη;»

«Φοβάμαι ότι δεν θα τον αφήσουν ήσυχο. Πρέπει να φύγει αμέσως. Όσο πιο ξαφνικά φύγουμε τόσο πιο πιθανό είναι να μας χάσουν» είπε η Εριφύλη.

«Μην φοβάσαι καθόλου, καλή μου» της είπε η Ιππαρχία. «Θα φροντίσουμε να φύγετε, έστω και βιαστικά. Στο πατρικό του Κράτη στη Θήβα θα σας δεχτούν πρόθυμα. Θα φτιάξουμε μιαν επιστολή και θα σας την δώσουμε».

Η Εριφύλη ησύχασε κάπως.

«Μόλις τελειώσουμε με την κηδεία θα φτιάξει ο Κράτης την επιστολή. Μείνε ήσυχη» της επανέλαβε.

«Είστε πολύ καλές, με ανακουφίζετε» είπε η Εριφύλη.

«Πες μας όμως, Εριφύλη, γιατί άναψες την περιέργειά μου» της είπε η Ιππαρχία. «Τι ομάδα είναι αυτή που έμπλεξε τον άνθρωπό σου; Μήπως τους ξέρω;»

«Δεν τους ξέρω ούτε κι εγώ, δεν τους βλέπει κανείς. Ακόμα κι όταν είναι μπροστά στον Υπάνορα οι Μύστες φορούν μάσκες. Τους αποκαλεί "η οργάνωση". Έχουν γι αρχηγούς μιαν Ιέρεια, ένα Μύστη κι έναν Ιεροφάντη. Κάνουν καθαρμούς σε πεθαμένους για να μη τους βασανίζουν -λένε- τα αδικήματα που έκαναν όταν ζούσαν. Κάνουν κι εξορκισμούς. Με κάτι τέτοιες βλακείες κοροϊδεύουν τον κόσμο κι έμπλεξαν τώρα και τον Υπάνορα».

«Κι ο Υπάνωρ γιατί κάθεται με αυτούς;»

«Του αναθέτουν διάφορες δουλειές κι έτσι ο Υπάνωρ βγάζει κάποια χρήματα. Τα χρειαζόμαστε για να μπορέσουμε να φύγουμε».

«Ίσως έπρεπε να ψάξει αλλιώς για να βρει αυτά τα χρήματα. Πάντως, πολύ σωστά τα λες "βλακείες" αγαπητή μου Εριφύλη» συμφώνησε η Ιππαρχία. «Πες μου όμως, κάτι ακόμα. Μήπως ξέρεις ποιες ήταν αυτές οι "βρομοδουλειές", όπως τις είπες, που αναθέσανε αυτές τις μέρες στον Υπάνορα; Τι ήταν αυτό το τελευταίο που θα έκανε;»

«Δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι ήταν παράνομα πράγματα. Ο Υπάνωρ φοβόταν να τα κάνει αλλά φοβόταν και να αρνηθεί για να μην τον εκδικηθούν».

«Δηλαδή... τον εκβιάζουν;» απόρησε η Κλεοτίμα.

«Μην σου φαίνεται παράξενο, Κλεοτίμα» της είπε η Ιππαρχία. «Αυτές οι μυστικές οργανώσεις με τα μυστήριά τους στο τέλος εκεί καταλήγουν. Εκβιάζουν και παρασύρουν ο ένας τον άλλον σε παρανομίες».

«Τότε έχουμε ένα λόγο παραπάνω να ξεμπλέξουμε την φίλη μας και τον ερωμένο της».

«Θα το κάνουμε, μην ανησυχείτε».

Στην Πύλη των Μακρών Τειχών προς τους Θυμοιτάδες φαίνονταν οι βάσεις δυο σπασμένων αγαλμάτων. Ήταν και τα δυο του Δημήτριου Φαληρέα. Τα είχε σπάσει το πλήθος κατά τους πανηγυρισμούς μετά την απόβαση του άλλου Δημήτριου, του Ελευθερωτή. Κι άλλα αγάλματα του Φαληρέα στο Άστυ των Αθηνών είχαν γκρεμιστεί.

«Κοιτάτε εδώ! Δείτε την αποκαθήλωση του τυράννου» είπε ο Μύρων.

«Ο Φαληρέας δίδασκε τον λαό να ζει με λιτότητα και να μην ζητά πολλά, αλλά, ο ίδιος μεγάλωνε την περιουσία του. Απ’ την άλλη γέμιζε την πόλη με αγάλματα για να ικανοποιήσει την ματαιοδοξία του» είπε ο Ζείκρατος.

«Χρήμα και ματαιοδοξία!» είπε η Ιππαρχία.

«Πού να βρίσκονται τώρα οι κόλακες του Φαληρέα;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Νικάτα.

«Εκπαιδεύονται για κόλακες του ελευθερωτή!» της είπε ο Ζείκρατος και κέρδισε ένα βλέμμα της γεμάτο θαυμασμό.

«Εγώ φεύγω προς τη Μακρά Στοά» είπε ο Φανοκράτης. «Πρέπει να γυρίσω πίσω στην κληρωτίδα».

«Πάρε αυτή την επιστολή για την Λάμψακο» του είπε ο Ζείκρατος και του έδωσε ένα πάπυρο. Ήταν τυλιγμένος καλά μέσα σε ένα δερμάτινο ρολό. «Φρόντισε να φύγει με ένα πλοίο που πάει προς τον Ελλήσποντο».

«Εντάξει. Κι εσείς ρίξτε ένα λουλούδι και για μένα στον Ερμόδωρο» είπε ο Φανοκράτης κι έφυγε με την επιστολή.

«Γράφεις στον Επίκουρο;» ρώτησε η Ιππαρχία.

«Ναι, του έγραψα χτες» της απάντησε ο Ζείκρατος.

«Δεν φοβάσαι μην απογοητευτεί;»

«Για μερικά χρόνια, τουλάχιστον, θα ζήσει η Αθήνα μια άνοιξη, Ιππαρχία. Θέλω να έρθει να την γευτεί. Ξέρω πόσο του λείπει η πόλη, ξέρω πόσο του λείπουμε όλοι εμείς».

«Καλώς να έρθει! Μακάρι να έρθει. Αυτοί οι άνδρες λείπουν από την Αθήνα» είπε η Ιππαρχία.

«Θα έρθει. Όσο ο δήμος θα έχει την εξουσία θα μπορέσει να φτιάξει κι εδώ έναν κήπο. Θα κάνει και για μας το ίδιο που έφτιαξε στη Λάμψακο για τους εκεί φίλους του».

Η Νικάτα τους κοίταζε παράξενα. Δεν γνώριζε τον Επίκουρο που είχε φύγει από την Αθήνα όταν εκείνη ήταν ακόμη μωρό παιδί. Καταλάβαινε πως τον εκτιμούσαν πολύ.

«Είναι φιλόσοφος» της είπε η Κλεοτίμα.

«Κι εγώ νόμισα πως ήταν κηπουρός!» είπε η Νικάτα κι όλοι γέλασαν με το αστείο της.

***************************************

Η συνέχεια αύριο Τρίτη 27/10

 

 

 

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Πτωχοί κι Έξυπνοι

Ο νέος κώδικας που εισάγει η κυβέρνηση δημιουργεί για πρώτη φορά και νομικά πτωχούς ανθρώπους. Μέχρι τώρα ο όρος ήταν δημοσιογραφικός, λογοτεχνικός, πολιτικός, φορολογικός, αλλά όχι νομικός. Είχαμε πτώχευση νομικών προσώπων, τώρα θα έχουμε και φυσικών.

Διάβασα μια ανάρτηση του φίλου μου Δημήτρη Ζεβόλη που κάνει μια εξαιρετική ανάλυση του θέματος. Το λινκ για να την βρείτε στο Φ/Μ είναι:

https://www.facebook.com/profile.php?id=100047516501041

Πέρα από όσα αναφέρει, στέκομαι σε μια διάταξη που δεν μπορώ να το πιστέψω ότι μπήκε στο νομοσχέδιο. Λέει αυτή η παράγραφος της ανάρτησης τα εξής:

« ... η παροχή δυνατότητας να παραμείνει, ως μισθωτής, στην κατασχεμένη κατοικία του, καταβάλλοντας ενοίκιο (που δεν θα είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, θα εξαρτάται από την αξία του ακινήτου) με μία παροχή δικαιώματος προαίρεσης (option) επαναγοράς του, μετά δωδεκαετία ….. στην τιμή της τότε αγοραίας αξίας του, διαγραφομένης και μη συνυπολογιζόμενης, κάθε εκ μέρους του καταβολής, σε όλη την διάρκεια ισχύος της δανειακής συμβάσεως καθώς επίσης και των καταβληθέντων «μισθωμάτων».
Αυτή η τρίτη «δυνατότητα» δεν έχει προσεχθεί επαρκώς, δεν είναι μόνο απολύτως ανεπιεικής αλλά και εξόχως δόλια, γιατί μοναδικός της σκοπός είναι (και εδώ) να εξυπηρετήσει (αποκλειστικά) τις δανείστριες τράπεζες.
Κι αυτό γιατί σε ένα καθεστώς γενικευμένων πλειστηριασμών οι τράπεζες θα βρεθούν με έναν τεράστιο αριθμό ακινήτων που δεν θα ξέρουν τι να τα κάνουν. Με την ρύθμιση έχουν έτοιμη την πελατεία (μισθωτές) οι οποίοι επί μία δωδεκαετία θα είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν μίσθωμα, ακόμα και αν, για οποιοδήποτε λόγο, θελήσουν να αποχωρήσουν από το μίσθιο πρόωρα.
Οι τράπεζες, μέσα στην δωδεκαετία, θα έχουν αποσβέσει, από τα μισθώματα που θα εισπράξουν, πλήρως την αξία τους και θα έχουν όλο τον χρόνο να αξιοποιήσουν την ακίνητη περιουσία που θα έχουν συγκεντρώσει, κατά τον τρόπο που θα κρίνουν, γιατί για επαναγορά ούτε λόγος να γίνεται.»
 
Δηλαδή τα δώδεκα χρόνια που σε κρατά στο σπίτι σου (που απαλλοτριώνει) θα πληρώνεις νοίκι θέλεις δεν θέλεις. Ακόμα κι αν πεις "βρε αδελφέ, είναι ακριβό, φεύγω, πάω σε ένα πιο φτηνό" η τράπεζα σε υποχρεώνει να πληρώνεις το νοίκι επί δώδεκα χρόνια. Με 6% της αξίας που είναι το νοίκι σε 12 χρόνια ο οφειλέτης θα έχει πληρώσει την αξία του σπιτιού κατά 72% δηλαδή θα το έχει πληρώσει, απλά, με ένα εύλογο κούρεμα. Κι η τράπεζα, μετά την δωδεκαετία θα ζητά νέα αποπληρωμή χωρίς να υπολογίζονται αυτά που θα έχει εισπράξει το δωδεκάμηνο.

Στέκομαι έκπληκτος μπροστά στην ασυνειδησία, την δολιότητα, την κακοβουλία των νομοθετών αυτού του νομοσχεδίου. Παράλληλα υποκλίνομαι μπροστά στην απίστευτη εξυπνάδα τους, αφού έπιασαν κορόιδα τους Έλληνες και πιστεύουν πως ακόμα "στο τσεπάκι τους" τούς έχουν.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

25 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 25η

Φτάνουμε πια στο τέλος της δεύτερης μέρας από τις τρεις συγκλονιστικές αθηναϊκές μέρες του 307 π.Χ.. Είμαστε στο απόγευμα της Τετάρτης φθίνοντος Θαργηλιώνος.

Η Αθήνα ετοιμάζεται για να φορέσει το δημοκρατικό της ένδυμα με τις κληρώσεις όλων των αξιωμάτων μεταξύ όλων των πολιτών σε κάθε δήμο της Πολιτείας.

****************************

10η Ιουνίου 307 π.Χ. απόγευμα

ς' Τετάρτη φθίνοντος Θαργηλιώνος, απόγευμα

Η δεύτερη μέρα της εξέγερσης που πυροδοτήθηκε από την άφιξη του Δημήτριου, είχε πανηγυρικό χαρακτήρα. Όλες οι φυλές κι οι δήμοι έβαζαν κληρωτίδες με αριθμούς. Κάθε ένας αντιστοιχούσε σε μια οικογένεια και σε έναν Αθηναίο πολίτη της οικογένειας. Τα ονόματα που έβγαιναν από την κλήρωση μαζεύονταν στο Πρυτανείο. Εκεί αποδίδονταν όλα τα αξιώματα της πόλης, από τα πιο ασήμαντα ως τα πιο σημαντικά, σ’ όλους τους πολίτες. Είχε πλέον πάψει να υπάρχει περιορισμός λόγω εισοδήματος, όπως είχαν επιβάλει ο Φαληρέας κι οι Μακεδόνες. Οι κυβερνητικές θέσεις, το δικαστικό και το βουλευτικό σώμα, ήταν ανοιχτά για όλους. Με την κλήρωση θα αποκτούσαν, για ένα χρόνο, έξι χιλιάδες δικαστές, χίλιους βουλευτές και χιλιάδες κυβερνητικά στελέχη. Όλα θα ήταν επιλεγμένα απ’ τους θεούς, δηλαδή από την τύχη και την κληρωτίδα. Ο δήμος ξανάπαιρνε την εξουσία που είχε στερηθεί.

Από αύριο, τρίτη μέρα φθίνοντος του Θαργηλιώνος, ο δήμος αποκτούσε πάλι ισοκρατία κι ισονομία, με τα πάτρια. Οι πλούσιοι κι οι φιλομακεδόνες που, πρόθυμα, είχαν στηρίξει την τυραννία, προβληματίζονταν. Θα δρούσε ο δήμος εκδικητικά ή θα επικρατούσε αμνηστία και κοινωνική ειρήνη; Ο Δημοχάρης, πάντως, ηγέτης ως τώρα της αντιπολίτευσης, ήθελε ηρεμία. Μόνο μερικούς “μακεδονίζοντες” είχε στο στόχαστρο. Τα βέλη του θα έπεφταν σ’ αυτούς που είχαν καταντήσει να προδώσουν την πόλη στον Αντίπατρο ή τον Κάσσανδρο. Αύριο η Εκκλησία του Δήμου στην Πνύκα θα επικύρωνε την δημοκρατία και τα αποτελέσματα της κληρωτίδας.

Από το σπίτι του Ερμόδωρου έλειπε ο Φανοκράτης, που ήταν κληροθέτης. Θα διενεργούσε μαζί με άλλους την κλήρωση των Πειραιωτών στην Μακρά Στοά. Όλοι οι άλλοι φίλοι του νεκρού Ερμόδωρου είχαν μαζευτεί στο σπίτι. Θα τον συνόδευαν στην τελευταία γύρα που θα έκανε στην γειτονιά και στην πόλη του. Ήταν ένα σημαντικό μέρος της κηδείας, η περιφορά, και γινόταν ακριβώς πριν από την ταφή του. Το νεκρό σώμα θα ενταφιαζόταν οριστικά στον Τραπεζώνα, έξω από τα Μακρά Τείχη. Εκεί, κοντά στο Αφροδίσιο και στην Ηετιώνεια, ήταν ήδη ανοιχτός ένας λάκκος. Ήταν έτοιμη κι η τράπεζα, η πλάκα που θα σκέπαζε τον τάφο του.

Όλοι ήταν εκεί, αλλά, όλοι είχαν το μυαλό τους αλλού. Ο Μύρων ήταν απογοητευμένος που αργούσαν τόσο να βρουν τους φονιάδες. Ανησυχούσε ιδιαίτερα για τον Ιάσονα και την Δάφνη που είχαν χαθεί. Σκεφτόταν και την Κλεοτίμα που του είχε δώσει το δικαίωμα να ελπίζει. Δίπλα του, η Κλεοτίμα ένιωθε κι αυτή πως η Δάφνη κι ο Ιάσων είχαν προτεραιότητα αλλά ήταν αναστατωμένη. Η συζήτηση με τον Μύρωνα ήταν σημαντική. Η Νικάτα ένιωθε περίεργα που ο πατέρας της είχε πάθει το ίδιο με τον Ερμόδωρο κι ήθελε να εκδικηθεί. Για την περιφορά είχε έρθει κι η Ιππαρχία. Η Εριφύλη ήταν επίσης εκεί. Ήθελε να δει και να μιλήσει στην Κλεοτίμα και στην Ιππαρχία που της είχαν υποσχεθεί βοήθεια για να φύγει. Ο Καινέας κι η Ολύνθια ήταν περίλυποι που θα συνόδευαν τον γιο τους στον τελευταίο του περίπατο στην πόλη.

Ήταν εκεί κι ο Ζείκρατος, που σκεφτόταν ότι ακόμη δεν είχαν ανακαλύψει τους δολοφόνους. Τουλάχιστον, το κίνητρο του φόνου είχε γίνει πλέον σαφές. Ο Ζωσιφάντης ο Κεραμέας κι ο Ονησίφιλος ο Παιανεύς ήταν εκτεθειμένοι στα μάτια του. Απαιτούσαν αντίδοση από δύο νεκρούς που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Έλειπε βέβαια η υπογραφή του Επιμελητή. Δεν ήθελε να φτάσει στο σημείο να παρακαλέσει τον Φαληρέα. Θα το έκανε, όμως, προκειμένου να μην μείνουν στον δρόμο οι οικογένειες του Ερμόδωρου και της Νικάτας. Από την άλλη, ο Ζωσιφάντης κι ο Ονησίφιλος δεν φαίνονταν ικανοί να έχουν οργανώσει και διαπράξει τις δολοφονίες.

Πριν γίνει οποιαδήποτε άλλη κίνηση θα έπρεπε να γίνει καταγγελία για τους δυο που ζητούσαν αντίδοση. Έπρεπε να κατατεθεί κι ένα αίτημα να χαρακτηριστούν οι θάνατοι φόνοι και να συνδεθούν με της αντίδοση. Για να γίνουν αυτά έπρεπε να υπάρχει αρχή αναγνωρισμένη, όμως, τούτη τη στιγμή δεν υπήρχε κανείς. Ο Φαληρέας ήταν στη φάση της αποχώρησης κι οι νέες αρχές δεν είχαν κληρωθεί ακόμα. Θα έπρεπε να περιμένουν τουλάχιστον δυο-τρεις μέρες. Αν για τις αντιδόσεις αυτό το διάστημα δεν ήταν μεγάλο, για τον Ιάσονα και τη Δάφνη ήταν υπερβολικό. Ήδη έλειπαν από χτες κι όλοι ήταν ανήσυχοι. Δεν μπορούσαν να φανταστούν τι μπορεί να είχαν γίνει. Όποιοι τους κρατούσαν, πρέπει να τους είχαν μακριά απ’ το άστυ. Ίσως τους είχαν μεταφέρει σε κάποιο αγρόκτημα σε δήμο της Μεσογαίας ή των Παραλίων. Είχε έρθει, όμως, η στιγμή να ξεκινήσει η πομπή με τον νεκρό.

«Ξεκινάμε!» έδωσε το σύνθημα ο Καινέας.

Τους συνόδευε μεγάλο πλήθος κόσμου. Ο Ερμόδωρος ήταν αγαπητός σε όλους, γενναιόδωρος, καλός κι ευγενικός νέος. Δεν είχε εχθρούς, μόνο φίλους κι είχε χαθεί τόσο ξαφνικά. Όλη η γειτονιά κι ο δήμος κι ένα σωρό γνωστοί Αθηναίοι κι Αθηναίες ακολουθούσαν το φέρετρο. Η Ιππαρχία πλησίασε τον Μύρωνα και τον ρώτησε.

«Είναι αλήθεια πως κάποιος Ζωσιφάντης πήγε και ζήτησε αντίδοση από τον νεκρό;»

«Ναι. Ο Ερμόδωρος δεν είναι μόνος. Υπάρχουν κι άλλοι δύο νεκροί με τα ίδια συμπτώματα, δηλητηρίαση και πνιγμό» της είπε ο Μύρων.

«Τι λες; Δηλαδή, είναι σπείρα δολοφόνων;»

«Έτσι πέθανε κι ο πατέρας της Νικάτας» είπε ο Μύρων. «Υπάρχει και τρίτος νεκρός με τον ίδιο τρόπο, ο Χρηστίας».

Η Ιππαρχία προχώρησε λίγο πιο γρήγορα και πλησίασε την Νικάτα με τον Ζείκρατο.

«Είσαι η Νικάτα; Έμαθα καλή μου για τον πατέρα σου. Είναι τρομερό» της είπε με συμπάθεια.

«Λένε ότι ζητούν αντίδοση από τους συγγενείς των νεκρών. Είναι αλήθεια;» ρώτησε η Ιππαρχία τον Ζείκρατο.

«Ναι. Ζητούν από τον Ερμόδωρο κι απ’ τον πατέρα της νεαρής από εδώ. Δεν ξέρουμε ακόμα για τον Χρηστία».

«Αυτό είναι κίνητρο για φόνο» είπε η Ιππαρχία.

«Αυτό λέμε κι εμείς, όμως δεν υπάρχει σήμερα αρχή για να γίνει η καταγγελία» είπε ο Ζείκρατος. «Εξάλλου πρέπει να βρούμε και τους δολοφόνους».

«Τι ξέρετε γι αυτούς;»

«Είναι μια ομάδα. Μάλλον πυθαγόρειοι ή ορφικοί ή μυστικιστές. Μόνο αυτοί μπορούν να δρουν συντονισμένα».

«Υποπτεύεσαι κάποιους;»

«Προς το παρόν είμαι στο σκοτάδι» είπε ο Ζείκρατος.

«Είσαι η Ιππαρχία, ε;» είπε η Νικάτα, «σε θαυμάζω!»

«Εγώ θαυμάζω τα νιάτα και το κουράγιο σου» είπε η Ιππαρχία. «Έχασες πατέρα, αλλά, είσαι εδώ. Δεν κλείστηκες σε τέσσερις τοίχους να μοιρολογείς στους θεούς και να κλαις».

«Η νεαρή είναι αξιοθαύμαστη» είπε ο Ζείκρατος.

«Θέλω να εκδικηθώ, όπως κι οι φίλοι του Ερμόδωρου» είπε η Νικάτα, «Ο πατέρας μου ήταν ο δάσκαλός μου στη φιλοσοφία και τη μουσική. Θα μου λείψει πολύ. Δεν μπορώ να μην κάνω κάτι».

«Δασκάλους θα βρεις κι άλλους, σημασία έχει να σου μάθουν την αρετή. Μην μετατρέψεις τον πόνο σε μίσος. Αυτό θα σου προσφέρει μόνο δυστυχία» είπε η Ιππαρχία.

Η Νικάτα δεν είπε τίποτε, αλλά, την θαύμασε. Ναι, είχε δίκιο. Ήταν εύκολο όταν μισείς να εισπράττεις δυστυχία. Με το μίσος δεν θα ελευθερωνόταν από το βάρος του θανάτου του. Αντίθετα, ίσως έτσι να μεγάλωνε την μιζέρια της ζωής της. Η κυνική Ιππαρχία είχε δίκιο. Η απώλεια του πατέρα της θα αναπληρωνόταν μόνο με τη λογική.

«Ποιος ζητά από εσάς αντίδοση;» ρώτησε η Ιππαρχία.

«Κάποιος Ονησίφιλος από την Παιανία».

«Τον γνωρίζω» είπε η Ιππαρχία. «Ένας απατεώνας είναι και συχνάζει με κάποιους ορφικούς ».

«Κι ο Ζωσιφάντης απατεώνας είναι» είπε ο Ζείκρατος.

«Κι είναι κι οι δυο φίλοι του Παρμίονα του Ακαμαντίδη» είπε η Ιππαρχία.

«Ο Παρμίων είναι από τον δήμο του Κεραμικού όπως κι ο Ζωσιφάντης» είπε ο Ζείκρατος. «Λες να έχουν κι άλλα κοινά στοιχεία μεταξύ τους όλοι αυτοί;»

«Θα δω» είπε η Ιππαρχία. «Ίσως ξέρει κάτι περισσότερο ο Κράτης».

Η Νικάτα είχε ακούσει την ιστορία της Ιππαρχίας. Είχε προτιμήσει να πάει με έναν πολύ μεγαλύτερό της άντρα που εκτιμούσε το μυαλό και την προσωπικότητά του. Προτίμησε την ελευθερία που θα της χάριζε από τα πλούτη ή τα νιάτα. Δεν μπόρεσε να αποφύγει την σύγκριση Κράτη και Ζείκρατου. Είχε κι εκείνη αισθήματα για τον Ζείκρατο, που ήταν μεγαλύτερός της αλλά της φερόταν με συμπάθεια κι ευγένεια. Έδειχνε πως την ήθελε σαν γυναίκα, αλλά, όχι μόνο σαν υποτακτική. Την έβλεπε σαν άνθρωπο, την βοηθούσε να γίνεται καλύτερη. Όσο κι αν ήταν μικρή η Νικάτα, ήξερε να ξεχωρίζει τους άντρες. Καταλάβαινε και ξεχώριζε αυτούς που την έβλεπαν αδιάφορα από εκείνους που την ποθούσαν με την πρώτη ματιά. Για τον Ζείκρατος ήξερε πως ανήκε στη δεύτερη ομάδα, αν κι ήταν συγκρατημένος και τρυφερός μαζί της. Όμως, κι εκείνη τον είχε συμπαθήσει. Δεν τολμούσε να σκεφτεί, βέβαια, πως θα έκανε κάτι παραπάνω μαζί του. Όμως, το ζωντανό παράδειγμα της Ιππαρχίας τής επέτρεπε να κάνει όνειρα.

«Άκουσα για τον Κράτη» είπε η Νικάτα στην Ιππαρχία. «Λένε πως είναι σοφός».

«Δεν ξέρω τι είναι «σοφός»» είπε η Ιππαρχία. «Ξέρω, όμως, ότι ο Κράτης ζει σοφά».

«Γι αυτό ζεις μαζί του;»

«Ναι, γι αυτό, παρά τη διαφορά της ηλικίας μας».

Η Ιππαρχία κοίταξε τον Ζείκρατο με βλέμμα γεμάτο υπονοούμενα. Εκείνος είχε πάψει να μιλά, μόνο προχωρούσε και τις άκουγε. Ένιωθε πως η ατμόσφαιρα ηλεκτριζόταν γύρω του κι απολάμβανε να ακούει.

«Ώστε, λες πως δεν έχει σημασία η διαφορά ηλικίας;» είπε η Νικάτα.

«Καμιά, σε διαβεβαιώνω» είπε η Ιππαρχία και κοίταξε πάλι λοξά τον Ζείκρατο.

Είχε καταλάβει πως κάτι «έπαιζε» ανάμεσα στη νεαρή και τον φίλο της. Εκείνη ήταν δεκαέξι κι εκείνος είχε διπλάσια χρόνια από αυτήν. Οι ψυχές και τα σώματα, σαν αδιάσπαστο σύνολο, δεν κοίταζαν ηλικίες. Προχώρησε μαζί τους νιώθοντας κι εκείνη κάτι από το όμορφο κλίμα μιας διάχυτης επιθυμίας. Ήταν κάτι που, ακόμα, δεν έχει προλάβει να εκφραστεί με τις λέξεις και, έτσι, έμενε μόνο στα υπονοούμενα. Συνοδευόταν κι από κάποιες αδέξιες κινήσεις που μαρτυρούσαν αμηχανία.

****************************

Οι αναρτήσεις με τις συνέχεια του μυθιστορήματος θα συνεχιστούν από την Δευτέρα 26/10 και τότε θα έχουμε το δεύτερο μέρος εκείνου του απογεύματος της 10ης Ιουνίου.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Πόλεμος και Ειρήνη


 Η Ελλάδα βρίσκεται, για δεύτερη ή τρίτη φορά στην μεταπολεμική της ιστορία, τόσο κοντά σε ένα πόλεμο. Η πρώτη, φυσικά, ήταν το 1974 όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας απέδειξε πόσο ανίκανο ήταν ακριβώς στον τομέα του. Οι "ειδικοί" επί των στρατιωτικών είχαν αποσύρει μια ταξιαρχία από την Κύπρο που την είχε στείλει εκεί ο Γεώργιος Παπανδρέου, Κι όταν κατέρρευσαν, είχαν στα χέρια τους έναν στρατό παραλυμένο που ήταν πιο πρόθυμος να στρέψει τα όπλα κατά των δικτατόρων παρά να ακούσει τις διαταγές τους. Οι δικτάτορες παραδόθηκαν αμαχητί στους πολιτικούς, αλλά, ο στρατός που άφησαν συνέχισε να είναι διαλυμένος. Είχε ακόμη χουντικούς στρατηγούς και συνταγματάρχες στο κεφάλι του και σε όλες τις μονάδες, αξιωματικούς που ψάχνονταν για ένα νέο πραξικόπημα ή για την δολοφονία του τότε πρωθυπουργού Καραμανλή. Όπως ήταν φυσικό, ακολούθησε η νέα ήττα στον δεύτερο Αττίλα. Η μισή Κύπρος κατελήφθη.

Στα Ίμια το 1996 υπήρξε μια συμπλοκή πολύ μικρής έκτασης που έδειξε ότι υπάρχουν μηχανισμοί (κυρίως το ΝΑΤΟ) που μπορούν να μεσολαβήσουν. Αυτή ήταν η πρώτη εμπλοκή μετά την Κύπρο.

Σήμερα είμαστε κοντά σε μια συμπλοκή που θα είναι αντίστοιχη με εκείνη των Ιμίων. Είναι αμφίβολο όμως αν θα λειτουργήσουν αυτή τη φορά οι "μηχανισμοί" καθώς έχουν απαξιωθεί αρκετά. Η ΕΕ δεν είναι σημαντικός εταίρος για την Τουρκία, και πάντως όχι όσο ήταν παλιά κι ειδικότερα την δεκαετία του '90. Η Αμερική έχει αποτραβηχτεί στα εσωτερικά της κι επομένως το ΝΑΤΟ είναι σχεδόν ανίκανο για στρατιωτική δράση. Η μόνη του επέμβαση ήταν που έφτιαξε μια τηλεφωνική γραμμή για έκτακτες κρίσεις. Αυτό το έφτιαχναν κι η Vodafone κι η Cosmote κι οι άλλες εταιρείες αν χρειαζόταν. Μηχανισμό επιβολής της ειρήνης μόνο η Γαλλία διαθέτει (αεροπλανοφόρο), δεν ξέρουμε όμως αν θα τον χρησιμοποιήσει σε περίπτωση ανάγκης.

ΚΡΙΣΙΜΗ ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι κάνουμε λοιπόν; 

ΑΚΡΙΤΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Περιμένουμε.

Περιμένουμε γιατί είμαστε απροετοίμαστοι. Τρέξαμε βέβαια μέσα σε λίγους μήνες και κλείσαμε όλα όσα μπορούσαμε από πλευράς ΑΟΖ. Με την Ιταλία η συμφωνία ήταν έτοιμη, με την Αίγυπτο ήταν έτοιμη η μισή, με την Αλβανία είχαν καταγραφεί οι διαφορές. Κλείσαμε με την Ιταλία κάνοντας παραχωρήσεις, κλείσαμε μερικώς με την Αίγυπτο και τώρα συμφωνούμε με την Αλβανία να πάμε Χάγη. Καλά όλα αυτά και πρέπει να οφείλονται εν πολλοίς στον δραστήριο Δένδια. (Παρένθεση: Θυμίζω πως και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής ένα παρόμοιο μπλιτς του Δένδια είχε γίνει κι αποδείχτηκε πετυχημένο). Δεν φτάνουν όμως αυτά όταν έχεις έναν αντίπαλο διατεθειμένο να τραβήξει το σκοινί κι όσο πάει.

Αν δούμε τα πράγματα ψύχραιμα θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η εμπλοκή -αν συμβεί- δεν θα είναι και καταστροφή. Για οποιοδήποτε επεισόδιο μικρής έκτασης, χωρίς ολοκληρωτικό πόλεμο -που πρακτικά αποκλείεται- έχουμε στρατιωτικές δυνάμεις αποτροπής. Ο τουρισμός μας δεν κινδυνεύει καθώς τουρισμός δεν υφίσταται λόγω ιού και χειμώνα. Ούτε από τις αγορές εξαρτιόμαστε χάρη στα 37 δις του πακέτου που έφτιαξε ο Σύριζα. Δεν είναι, λοιπόν, η θέση μας τόσο λεπτή όσο ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Μετά από μια πιθανολογούμενη "εμπλοκή μικρής έκτασης" η προσφυγή στην Χάγη για την ΑΟΖ θα είναι πλέον μονόδρομος.

Είναι καιρός, με εμπλοκή ή όχι, με Χάγη ή όχι, με Ερντογάν ή χωρίς αυτόν, με Τραμπ ή Μπάϊντεν, να λήξει αυτή η αντιπαλότητα Ελλάδας-Τουρκίας.  

Μαλώνουμε για ορυκτά καύσιμα που θα εκμεταλλεύονται ξένες χώρες και ξένες εταιρείες χωρίς σπουδαία κέρδη για την Ελλάδα. 

Μαλώνουμε για κυριαρχίες που έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε (π.χ. 12 μίλια, ΑΟΖ 200 μιλίων που είναι αμφισβητούμενη άρα ανενεργή κτλ). Δεν έχουμε εμείς, δεν έχουν ούτε κι αυτοί. Υπερασπιζόμαστε "δυνητικά" κυριαρχικά δικαιώματα με άσφαιρα πυρά κι αυτοί κάνουν "πειρατείες" επεμβαίνοντας σε αμφισβητούμενες περιοχές.

Μαλώνουμε για νησιά που δεν μπορούν να πάρουν ακόμα κι αν τους τα χαρίζαμε (τι θα έκαναν ... κατοχή;), και για μια Πόλη (ο δήθεν πόθος μας) που ακόμα κι αν μας την χάριζαν θα τους την γυρίζαμε πίσω. Μιλάμε και για διαφορές ανύπαρκτες όπως της Αγιασοφιάς, για τις Μειονότητες που έχουν ρυθμιστεί από χρόνια κι από την ιστορία, και για το Προσφυγικό που είναι άλλης (ευρωπαϊκής) αρμοδιότητας.

Μια ειρήνη ανάμεσα στις δυο χώρες θα φέρει πολλαπλά θετικά αποτελέσματα σε σχέση με την σημερινή κατάσταση. Η Τουρκία (με την βοήθεια των συμφωνιών της ΕΕ) μπορεί να αποτελέσει για την Ελλάδα μια τεράστια οικονομική ενδοχώρα. Ελπίζω να βρεθούν κάποτε ηγεσίες που να το καταλάβουν και να το επιδιώξουν.

24 "ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ" συνέχεια 24η

Εδώ τελειώνει το μεσημέρι της δεύτερης μέρας από τις τρεις που συγκλόνισαν την Αθήνα. Μεσημέρι ακόμα της 10ης Ιουνίου7 307 π.Χ. 

Ο Δημήτριος ξέρει πως θα φύγει και στηρίζεται στους ορφικούς για να καταφέρει να κερδίσει την Δάφνη.

*****************************


(τέλος του μεσημεριού της 10ης Ιουνίου)

............................................

 «Θεόδωρε, είναι αλήθεια όσα μου είπε η Αγαπάνθη;» ρώτησε ο Επιμελητής σκεπτικός τον δούλο και φίλο του.

«Αν στα είπε, Δημήτριε, αλήθεια θα είναι. Θα τολμούσε ποτέ η Αγαπάνθη να σου πει ψέμματα;»

«Άσε τις σοφιστείες και πες μου. Τι πρόταση κατέθεσε αυτός ο Σοφοκλής ο Σουνιεύς;»

«Στράφηκε καθαρά κατά του Λυκείου και ζήτησε να εξοριστεί ο Θεόφραστος».

«Δεν φοβάται το πρόστιμο;(*) Ποιος θα τολμήσει ποτέ να ψηφίσει κατά του διευθυντή του Λυκείου;»

«Φοβάμαι πως θα περάσει. Το κλίμα είναι πολύ βαρύ» του είπε με λύπη ο Θεόδωρος.

«Τι άλλο ξέρεις; Μιλάνε για μένα;»

«Για την ώρα δεν έχει υπάρξει πρόταση για σένα και μιλούν για όλες τις σχολές, όχι μόνο για το Λύκειο. Αυτός ο Σοφοκλής από το Σούνιο λέει πως οι σχολές εργάστηκαν κατά της δημοκρατίας και πρόδωσαν την Αθήνα. Ισχυρίζεται πως αυτός είναι αρκετά σοβαρός λόγος για να κλείσουν. Από εδώ και στο εξής πρέπει να αποφασίζει ο δήμος αν θα ανοίξει μια σχολή. Και γι αυτές που λειτουργούν θα πρέπει να αποφασίσει ξανά αν θα συνεχίσουν ή όχι».

«Ο Δημοχάρης τι λέει;»

«Υποστηρίζει τον Σοφοκλή, του βρίσκει μάλιστα και νέα επιχειρήματα».

«Δεν θα αργήσουν να φτάσουν και σε μένα».

«Κι εγώ αυτό πιστεύω» είπε ο Θεόδωρος.

«Η Αγαπάνθη είπε ότι ετοιμάζουν νέες κληρώσεις».

«Στήσανε παντού κληρωτίδες. Ετοιμάζονται να κάνουν κληρώσεις το απόγευμα. Πολίτες είναι όλοι ανεξάρτητα από περιουσία κι εισόδημα, κι οι θήτες κι οι άποροι».

«Καταστρέφουν την πολιτεία μου» είπε ο Φαληρέας.

«Το θέμα τώρα είναι να μην καταστρέψουν και σένα, Δημήτριε».

Ο Επιμελητής Αθηνών δεν ήθελε πολύ για να δει πως είχε λιγότερο χρόνο μπροστά του απ’ όσο νόμιζε αρχικά. Όταν συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει πια οριστικά, υπολόγιζε πως θα είχε μπροστά του ένα μήνα. Κι αν όχι ένα μήνα, θα είχε, έστω, δυο τρεις εβδομάδες για να οργανώσει τη φυγή του. Από χτες ως σήμερα, όμως, οι εξελίξεις έτρεχαν με ταχύτητα κι όλοι οι υπολογισμοί του έπρεπε να αλλάξουν. Ο Θεόδωρος τού είχε μεταφέρει την συζήτηση με τον Δημήτριο του Αντιγόνου. Κι εκείνος είχε την γνώμη πως έπρεπε να φύγει άμεσα, χαρίζοντας την περιουσία του στον δήμο.

«Πρέπει λοιπόν να κάνω γρήγορα» είπε.

«Όπως σου είπα. Αυτό πιστεύει κι ο Αντιγονίδης και το ίδιο πιστεύει κι η Ευρυδίκη».

«Θα αφήσω ένα τρίτο της περιουσίας στην Ευρυδίκη, άλλο ένα τρίτο στον δήμο και θα κρατήσω το ένα τρίτο εγώ. Ίσως αλλάξουν τα πράγματα και ξαναγυρίσω».

«Όπως νομίζεις, Επιμελητή» είπε ο Θεόδωρος

«Λέγε με Δημήτριο, Θεόδωρε, το “Επιμελητής” νομίζω πως είναι πια παρελθόν».

Ο Φαληρέας άρχισε να νιώθει όλο και πιο πολύ το επείγον της κατάστασης. Οι φόβοι του δεν ήταν αόριστοι, είχαν συγκεκριμένα πρόσωπα. Ήταν άνδρες σαν τον Δημήτριο τον γιο του Αντίγονου, τον Δημοχάρη, ανιψιό του Δημοσθένη και τον Σοφοκλή απ’ το Σούνιο. Υπήρχαν και γυναικεία πρόσωπα που τον στοίχειωναν ή που τροφοδοτούσαν τους φόβους του. Ήταν η Δάφνη που ποθούσε να κατακτήσει. Ήταν η Πανδότη, που θα του προσέφερε την Δάφνη στο πιάτο. Ήταν κι η Ευρυδίκη που θα του εξασφάλιζε την διαφυγή του. Ωστόσο ήταν ο ίδιος που έπρεπε να πάρει τις άμεσες αποφάσεις.

«Θεόδωρε, ετοίμασε εσύ προσωπικά μιαν άμαξα και φόρτωσέ την με όσο χρυσάφι μπορείς».

«Θα φροντίσω και για μια καλή συνοδεία οπλιτών».

«Πλήρωσέ τους καλά. Δώσε όσο πιο πολλές υποσχέσεις μπορείς. Θέλουμε πιστούς συνοδούς».

«Πότε θα φύγουμε;»

«Σε δυο τρεις μέρες το πολύ» είπε ο Δημήτριος.

«Θα είμαστε έτοιμοι ακόμα κι αύριο» είπε ο Θεόδωρος.

Μόλις ο δούλος-φίλος του βγήκε από το δωμάτιο ο Φαληρέας γύρισε προς τον Αγακάτη, που στεκόταν εκεί κοντά.

«Θα έρθεις μαζί μας;» τον ρώτησε.

«Θα έρθω» είπε εκείνος.

«Πού είναι η Δάφνη τώρα;»

«Στο Φάληρο ... κάπως αγριεμένη».

«Πες στους Μύστες να στείλουν την Πανδότη για να μου την ετοιμάσει. Θα πάω πρώτα στην Μουνιχία να μιλήσω με τον Διονύσιο κι ύστερα θα πάμε στο Φάληρο».

Έπρεπε να βιαστεί και, κυρίως, έπρεπε πριν φύγει να την κάνει δική του. Θα την υποχρέωνε να τον ακολουθήσει στη νέα του ζωή.

........................................................

Η βιασύνη του Επιμελητή είχε μεταβιβαστεί και στον Ιεροφάντη σαν διαταγή άμεσης εκτέλεσης. Εκείνος έβλεπε την Πανδότη να καθυστερεί κι άρχισε τις φωνές.

«Πάμε επιτέλους, Ιέρεια» της φώναξε.

Ο Σκύθης τους είχε πει να βιαστούν. Τους μετέφερε την ρητή εντολή -έτσι την είχε αναφέρει- του Επιμελητή να πάνε στο Φάληρο. Στο πατρικό του θα γινόταν η δουλειά που τους είχε αναθέσει και περίμενε να την κάνουν σωστά. Ήξερε κι ο Ιεροφάντης από μαντζούνια, όμως, για μια τέτοια δουλειά, για ερωτικά φίλτρα, η Πανδότη ήταν ειδική. Αυτός ήταν ο λόγος που την ήθελε μαζί του οπωσδήποτε.

«Φώναξε την Ιέρεια» είπε στον Σκύθη. «Φαίνεται πως δεν ακούει που την καλώ».

Εκείνη τη στιγμή η Πανδότη βγήκε από τη «Σπηλιά» με ένα σωρό σακουλάκια πάνινα και χάρτινα μαζί της.

«Μη φωνάζεις, έρχομαι» τους είπε.

Πλησίασε την άμαξα όπου την περίμεναν από ώρα ο Μύστης κι ο Ιεροφάντης και κοίταξε μέσα. Προφανώς αυτό που είδε δεν της άρεσε.

«Δεν βλέπω τον Υπάνορα» είπε.

«Τι τον θέλεις τον Υπάνορα;» είπε ο Μύστης. «Θα πάτε οι δυο σας, εσύ κι ο Μέγας Ιεροφάντης».

«Χωρίς τον Υπάνορα δεν πάω πουθενά» είπε εκείνη.

Κόντεψαν να έρθουν στα χέρια. Ο Μεγάλος Μύστης ήταν έξαλλος με την ασέβειά της να τους φέρνει αντιρρήσεις. Δεν μπορούσε να αμφισβητεί τις κρίσεις και τις αποφάσεις τους. Την είχαν κάνει Ιέρεια κι εκείνη σε ανταπόδοση τους πλήρωνε με αυθάδεια κι ανυπακοή. Θα ήθελε να της ρίξει ένα χαστούκι ή γροθιά, αλλά, θα γινόταν δημόσιο θέαμα, ανέκδοτο στα χείλη των Αθηναίων. Ο Σκύθης που ήταν εκεί δεν θα έχανε την ευκαιρία να αναμεταδώσει στην αγορά και στα καπηλειά τα γεγονότα. Ο Μεγάλος Μύστης του Ορφέα να έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και να δέρνει μιαν Ιέρεια! Όχι, δεν θα έδινε τέτοια τροφή στο πλήθος!

«Οι δυο μας είμαστε αρκετοί» της είπε μαλακά και πιο ήρεμα ο Ιεροφάντης.

«Χρειαζόμαστε κάποιον μαζί μας, κι από τους τρεις προτιμώ τον Υπάνορα» επέμεινε εκείνη.

«Θα σε καταργήσω από Ιέρεια αν συνεχίσεις έτσι» την απείλησε ο Μεγάλος Μύστης.

«Μην επιμένεις» της είπε κι ο Ιεροφάντης.

Σίγουρα ετούτος ο Ιεροφάντης ήταν κάπως καλύτερος από τον Μύστη, που δεν χώνευε. «Μεγάλοι και κουραφέξαλα!» σκεφτόταν. Η αυταρχική συμπεριφορά του Μύστη έσπαγε τα νεύρα της. Ως τώρα τον σεβόταν, αλλά, η υπομονή είχε φτάσει στα όριά της. Αυτή τη φορά, τουλάχιστον, δεν θα υποχωρούσε με κανένα τρόπο. Ο έρωτας που είχε κάνει με τον νεαρό την είχε τρελάνει κι ήθελε να το επαναλάβει. Όλο αυτό σκεφτόταν, ιδιαίτερα τώρα που θα ετοίμαζε το μαντζούνι για την νεαρή που ήθελε στο κρεβάτι του ο Φαληρέας. Η Πανδότη ήθελε τον Υπάνορα και δεν θα έφευγε χωρίς αυτόν.

«Περιμένετε λίγο» τους είπε.

Πήγε μόνη της να τον φωνάξει. Ήξερε ότι θα τον έβρισκε στο γυμναστήριο του Κυνόσαργες κοντά στη “Σπηλιά” τους. Τον ειδοποίησε με ένα νεαρό και σύντομα ο Υπάνωρ βγήκε και την ρώτησε τι τον ήθελε.

«Έχουμε μια δουλειά, πρέπει να φύγουμε» του είπε.

«Κι ήρθες εσύ να με φωνάξεις;»

«Ναι! Έλα, μας περιμένουν ο Μεγάλος Μύστης κι ο Μέγας Ιεροφάντης»

Ο θυμός τους που την περίμεναν ήταν φανερός, αλλά, την είχαν ανάγκη κι έτσι δεν είπαν τίποτε. Ανέβηκαν στο κάρο οι τρεις κι ο Μεγάλος Μύστης τους χαιρέτισε. Τους τόνισε πως έπρεπε να εκτελέσουν την αποστολή τους σωστά.

«Ιεροφάντη, να προσέχεις. Κι εσύ, νεαρέ, να ακούς την Ιέρεια» τους είπε καθώς έφευγαν.

Στη διαδρομή η Πανδότη κοιτούσε τον Υπάνορα που είχε λιγότερα από τα μισά της χρόνια. Απολάμβανε το ότι τον είχε κατακτήσει έστω και με έξωθεν βοήθεια. Θα έπρεπε να έχει τύψεις και να νιώθει ρυπαρή και βεβηλωμένη στο σώμα. Αντίθετα, ένιωθε δυνατή και πιο ισορροπημένη από κάθε άλλη φορά. Ήταν παράξενο που ένιωθε έτσι, γιατί οι θεοί θα έπρεπε, κανονικά, να τιμωρήσουν την βέβηλη συμπεριφορά της. Όμως της έστελναν το μήνυμα ότι όλα είχαν γίνει καλώς. Κι αφού εμπιστευόταν τα αισθήματά της, άρα, το λάθος δεν ήταν δικό της. Η ίδια η θεωρία κι η πίστη της έπρεπε να έχουν μέσα τους κάτι το εντελώς λανθασμένο.

Ο μεσημεριανός καλοκαιρινός ήλιος χτυπούσε από παντού. Το κάρο είχε ένα στοιχειώδες προστατευτικό κάλυμμα για τον ήλιο από πάνω τους αλλά η ζέστη ήταν αποπνικτική. Το ζώο που έσερνε την άμαξα έδειχνε εξαντλημένο. Με το ζόρι τους πήγε μέχρι το Φάληρο. Το νότιο φαληρικό τείχος, δίπλα από το οποίο προχωρούσαν, ήταν στο μεγαλύτερό του μέρος γυμνό από σκιές. Το πατρικό του επιμελητή ήταν μέσα σε ένα μεγάλο αγρόκτημα με πολλούς δούλους που έκαναν αγροτικές εργασίες. Τους έδωσαν λίγο νερό για να δροσιστούν και τους έδειξαν το σπίτι.

«Εμείς δεν θα μπούμε από την κεντρική πύλη» είπε ο Ιεροφάντης. «Ελάτε, ξέρω πώς θα μπούμε μέσα».

Ο Θεόδωρος τού το είχε εξηγήσει καλά, μεταφέροντας τις εντολές του ίδιου του επιμελητή. Δεν θα έμπαιναν ορφικοί τσαρλατάνοι απ’ την κεντρική πόρτα της έπαυλης. Δεν άρμοζαν τέτοιες παρέες στον φιλόσοφο κυβερνήτη. Του είχε κάνει ένα πλήρες σχεδιάγραμμα υποδεικνύοντάς του πώς θα έμπαιναν στην μεγάλη πίσω αυλή. Του είχε δώσει και τα κλειδιά για να ανοίξει την έξω πόρτα της αυλής αλλά και την έσω πόρτα του σπιτιού. Θα μιλούσαν μόνο με έναν επιστάτη και μια δούλα έμπιστη του σπιτιού που θα ήταν ενήμεροι. Ο Θεόδωρος είχε δείξει στον Ιεροφάντη λεπτομερώς πάνω στο σχέδιο από ποια πόρτα θα έμπαινε η ομάδα του στο σπίτι. Το θέμα ήταν να μην γίνει αντιληπτή από κανέναν.

Περπάτησαν κάνοντας ησυχία όπως τους είχε ζητήσει ο Ιεροφάντης. Πλησίασαν την πίσω πόρτα της έπαυλης από όπου θα έμπαιναν. Άκουσαν τότε κάποιους θορύβους κι ομιλίες από κάπου ψηλά. Κρύφτηκαν κάτω από ένα υποστύλωμα για να μην τους δουν. Άκουσαν έναν γδούπο. Πριν προλάβουν να δουν τι είχε πέσει από τον ουρανό, άκουσαν κι ένα δεύτερο γδούπο. Δεν έπεφταν από τον ουρανό, το σωστό ήταν πως έπεφταν από την οροφή- Προς μεγάλη τους έκπληξη, δυο ανθρώπινα κορμιά είχαν πέσει μπροστά τους. Η πτώση είχε γίνει κάπως άτσαλα με αποτέλεσμα να έχουν χτυπήσει.

Σαν μεγάλο καρποφόρο δέντρο, η έπαυλη του Φαλήρου, άφησε δυο καρπούς της να σκάσουν με πάταγο στο χώμα. Γύρω από τα δυο πεσμένα κορμιά σηκώθηκε σκόνη. Ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα.

......................................................

Εκείνο το μεσημέρι της ημέρας τετάρτης φθίνοντος του Θαργηλιώνος ο Ιάσων κι η Δάφνη ήταν εγκλωβισμένοι. Τους είχαν φυλακίσει στο υπόγειο του πατρικού οίκου του Φαληρέα, Ήταν ευτυχισμένοι κι εξ ίσου δυστυχισμένοι την ίδια στιγμή. Ευτυχισμένοι γιατί είχαν ζήσει για πρώτη τους φορά τον τέλειο έρωτα. Ήταν δυστυχισμένοι όταν αναλογίζονταν το μέλλον που επιφύλασσε και στους δυο ο δεσμώτης τους.

Ο Ιάσων δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Το πάλεψε πολύ και βρήκε ένα τρόπο για να το σκάσουν. Παρατήρησε ότι στο πατάρι ο τοίχος ήταν λεπτός. Σκάβοντας με τα χέρια του κατάφερε να αφαιρέσει τα χώματα. Βγήκε από την φυλακή τους σε ένα διάδρομο. Βοήθησε και τη Δάφνη να βγει, αλλά, τους πήραν χαμπάρι οι φύλακες. Δύο Σκύθες τους κυνήγησαν με τα ρόπαλα και τα μαστίγιά τους. Άλλοι δύο πιο εκεί είχαν στα χέρια κοφτερά σπαθιά κι απειλούσαν να τους σκοτώσουν.

«Από εδώ, Δάφνη» φώναξε ο Ιάσων κι ανέβηκε κάποιες σκάλες.

Δεν μπορούσε να τα βάλει με τέσσερις οπλισμένους κι εξασκημένους δυνατούς άντρες. Μπορούσε, όμως, να τρέξει για να ξεφύγει. Μαζί του έτρεχε κι η Δάφνη. Όλο αυτό που της είχε συμβεί έμοιαζε παράλογο. Ακόμα δεν ήξερε γιατί την είχαν συλλάβει ούτε γιατί κυνηγούσαν τον Ιάσονα. Δεν γνώριζε γιατί τον είχαν φυλακίσει και, μετά, γιατί τον έβαλαν στο ίδιο δωμάτιο μαζί της. Ο Δημήτριος τής δήλωνε πως ήθελε να την παντρευτεί και μετά την φυλάκιζε χωρίς ακόμα να της έχει κάν μιλήσει. Ο παραλογισμός συνεχιζόταν με αυτό εδώ το κυνήγι απ’ τους Σκύθες. Ακολουθούσε τον Ιάσονα αμίλητη. Ευχόταν να ξεφύγουν για να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν κάποτε την ευτυχία τους. Μόλις πριν λίγο εκείνη είχε ανακαλύψει την πλήρη διάσταση αυτής της ευτυχίας.

«Πού πάμε;» τον ρώτησε. «Πώς θα ξεφύγουμε;»

«Αν φτάσουμε στον στάβλο του και πάρουμε ένα άλογο, τότε, σωθήκαμε» της απάντησε.

«Φοβάμαι!» του είπε.

«Κάνε κουράγιο, θα τα καταφέρουμε!»

Δεν τα κατάφεραν. Καθώς έτρεχαν από σκεπή σε σκεπή οι Σκύθες έτρεχαν ξοπίσω τους. Έφτασαν σε ένα σημείο από όπου μπορούσαν να πηδήσουν στην πίσω αυλή της έπαυλης. Η πίσω πόρτα ήταν παραδόξως ανοιχτή και, αν κατάφερναν να φτάσουν ως εκεί, θα ξέφευγαν.

«Πρέπει να πηδήσουμε» της είπε.

«Είναι ψηλά!»

«Με προσοχή. Θα πέσουμε στα χώματα» της έδειξε.

Ο Ιάσων θα πηδούσε πρώτος, όμως ήθελε να της δώσει το απαραίτητο θάρρος για να πηδήσει κι αυτή.

«Έλα. γλυκιά μου, κάνε το, μη φοβάσαι» της είπε.

Ήταν ένα ύψος τεσσάρων ή πέντε μέτρων. Δεν ήταν τεράστιο, αλλά, ούτε μικρό. Η Δάφνη πήδησε κι όταν χτύπησε κάτω στο έδαφος ακούστηκε ένας άσχημος γδούπος. Μάλλον είχε τραυματιστεί. Ανήσυχος ο Ιάσων πήδησε κι αυτός κι έπεσε επίσης άτσαλα. Βογκούσαν και οι δυο όταν ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους εμφανίστηκαν έκπληκτα τα κεφάλια των ορφικών. Ήταν ο Υπάνωρ, ο Ιεροφάντης κι η Πανδότη. Δεν είχαν γνωριστεί, όμως, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι είχε γίνει και ποιοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν.

«Δέστε τους!» ακούστηκε η φωνή του Ιεροφάντη.

Σε λίγο κατέφθασαν κι οι Σκύθες. Τα χτυπήματα από το πέσιμο ήταν ασήμαντα, μόνο πόνο προξενούσαν. Το θέμα ήταν πως τους είχαν εξουδετερώσει. Πιο μεγάλος ήταν ο ψυχικός τους πόνος που βρίσκονταν και πάλι δέσμιοι. Αυτή τη φορά οι Σκύθες τους έβαλαν χώρια και φρόντισαν να τους φυλάξουν καλά. Ο Δημήτριος ήθελε τους δυο αιχμάλωτους στη διάθεσή του και μόλις που είχαν γλιτώσει την οργή του. Δεν θα έκαναν το ίδιο λάθος για δεύτερη φορά.

.................................................

Παραπομπή:

(*) Αν κάποιος έκανε πρόταση στην Εκκλησία του δήμου και δεν συγκέντρωνε τουλάχιστον το 1/5 των ψήφων (20%), πλήρωνε πρόστιμο.

*****************************

Αύριο Παρασκευή, το πρώτο μέρος του απογεύματος εκείνης της μέρας.