Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

19 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 19η

Σήμερα ολοκληρώνεται το 5ο κεφάλαιο και το ταξίδι του "Δήλος" από Κωνσταντινούπολη προς Απάμεια.
Ο τίτλος αυτού του μέρους "Χωρισμός" τα λέει όλα. Ο Νικηφόρος πρέπει να αποχωριστεί την Ζωή που στην Βιθυνία μπορεί να ζήσει, με την μάνα της, σε μια σχετική ασφάλεια.
Στην Πόλη μπαινοβγαίνουν οι σταυροφόροι κι απαιτούν πληρωμή από τον Αλέξιο Δ'. Ο Θεόδωρος διέφευγε στη Βιθυνία με άδηλο το μέλλον του.
 
************************************
 
Δ’   Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ


Τον άφησε να τα σκεφτεί μόνος. Ο Νικηφόρος έβλεπε τους απλούς ανθρώπους σε όλη τη Ρωμανία να απογοητεύονται από τη Βασιλεύουσα. Θεωρούσαν πως αντιμετώπιζε όλα της τα εδάφη σαν μια Οικουμενική Πολιτεία εξισώνοντας βαρβάρους και γηγενείς. Της αρκούσε να έδιναν τον οβολό τους στο ταμείο του κράτους. Έβλεπε ότι η νεολαία έφευγε από την πραγματική ζωή και οδηγείτο στα μοναστήρια. Κινιόταν από προλήψεις κι από αναχωρητικές τάσεις οι οποίες είχαν γίνει επιδημία. Ο λαός ήταν πεπεισμένος ότι δεν είχε καμιά αξία αυτή η ολιγόχρονη ισοπεδωτική ζωή μπροστά στην αιώνια «άλλη». Δεν έβρισκε τον λόγο να πολεμήσει για μια «πατρίδα» που δεν ήταν δική του. Δική του και αιώνια θα ήταν μόνο η άλλη ζωή και γι αυτήν έπρεπε να νοιάζεται.
Είδε τη Ζωή να του γνέφει από την άλλη πλευρά του πλοίου και την πλησίασε. Ήταν με την κυρά Ευανθία.
«Θέλουμε να σου μιλήσουμε» του είπαν.
«Σας ακούω» είπε εκείνος νευρικά καθώς έβλεπε ότι κάτι στραβό συνέβαινε.
«Όπως ξέρεις, χωρίς τον πατέρα μου, είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση» είπε πρώτη η Ζωή.
«Θα σας στηρίξουμε όλοι, μην ανησυχείτε. Δεν θα σας αφήσει κανένας να χαθείτε.»
«Δεν αμφιβάλω για τα αισθήματα των Αθηναίων, όμως δεν θέλουμε ελεημοσύνη. Επί πλέον, στην Αθήνα θα υπάρχει πάντα ο φόβος των τοκογλύφων.»
«Τι σκέφτηκες;» την ρώτησε επιθετικά προαισθανόμενος ότι η λύση της θα τον άφηνε απ’ έξω με κάποιο τρόπο.
«Μου πρότεινε η Δέσποινα Άννα Αγγελίνα να πάμε μαζί της, να τους ακολουθήσουμε στη Νίκαια.»
«Στη Νίκαια; Μα, εκεί δεν γνωρίζετε κανέναν! Τι θα κάνετε εκεί;»
«Οι Λασκαραίοι έχουν δύναμη στη Βιθυνία. Ο Θεόδωρος είναι δεσπότης κι η Άννα Αγγελίνα έχει δική της περιουσία σαν κόρη αυτοκράτορα. Μου πρότεινε να γίνουμε ακόλουθές της κι εγώ και η μητέρα μου.»
«Ακόλουθες; Θα γίνεις υπηρέτρια; Ήσουν ελεύθερη και θα καταντήσεις δούλη;»
Η Ζωή κοκκίνισε με την τόσο αδικαιολόγητη κι άδικη επίθεσή του. Καταλάβαινε όμως την ταραχή του για τον χωρισμό που συνεπαγόταν αυτή η λύση.
«Δεν θα είμαστε υπηρέτριες γιε μου» είπε η Ευανθία.
«Συγνώμη κυρία Ευανθία» είπε ο Νικηφόρος νιώθοντας ντροπή που είχε προσβάλει και την μητέρα της. «Θα είστε τόσο μακριά από την πατρίδα.»
«Όπου γης πατρίς αγόρι μου» είπε η κυρία Ευανθία.
«Καλά. Αφού το θέλετε εσείς, εγώ τι να πω;» έκανε ο Νικηφόρος. «Πάω να δω αν μαζέψανε τα πανιά, μπαίνουμε στο λιμάνι σε λίγο.»
Ήταν εκνευρισμένος όχι γιατί ήταν κακή η λύση αλλά γιατί, με τον τρόπο αυτό, θα έχανε τη Ζωή. Ήταν αμφίβολο αν θα την ξαναέβλεπε στη ζωή του. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Καταλάβαινε πως δεν μπορούσε και ούτε ήταν σωστό να έχει την απαίτηση να την έχει κοντά του. Ταυτόχρονα, δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα την έχανε οριστικά από τη ζωή του. Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να την γνωρίσει. Δεν ήταν έτοιμος για ένα τόσο γρήγορο χωρισμό. Τον πλησίασε ο Λάσκαρης και τον είδε που ήταν εμφανώς πολύ στενοχωρημένος. Του μίλησε εγκάρδια για να του αλλάξει τη διάθεση.
«Λοιπόν φίλε και σωτήρα μου» του είπε χαμογελώντας, «δεν ξέρω τι σε απασχολεί. Κάτι σε στενοχωρεί ενώ θα έπρεπε να χαίρεσαι. Παίρνεις τον δρόμο για την αγαπημένη σου πατρίδα, ας ξεχάσεις τις στενοχώριες σου. Εμείς θα κατέβουμε σε λίγο, φτάνουμε στον προορισμό μας.»
«Ναι, σίγουρα φτάνετε! Σε λίγο θα βρίσκεστε κι εσείς στα αγαπημένα σας μέρη!»
«Θα πάρουμε μαζί μας την Ευανθία με την κόρη της. Μου είπε η Άννα ότι συμφώνησαν να μείνουν μαζί μας.»
«Το έμαθα» είπε ο Νικηφόρος με μαυρισμένη ψυχή.
«Η Άννα μου τα είπε για σένα. Είσαι νιόπαντρος και περιμένεις παιδί, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, η γυναίκα μου είναι έγκυος και το φθινόπωρο θα γεννηθεί ένα παιδί δικό μου.»
«Σου εύχομαι να γεννηθεί γερό και καλορίζικο.»
«Ευχαριστώ τη Χάρη σας για τις ευχές, Εξοχότατε.»
«Όποτε θέλεις να έρθεις στα μέρη μας, θα σε υποδεχτώ με χαρά. Θα τύχεις βασιλικής φιλοξενίας.»
«Ευχαριστώ για την πρόσκληση, άρχοντα Λάσκαρη. Να ξέρετε, είναι πολύ πιθανό να έρθω! Θα κάνω κι άλλα ταξίδια Αθήνα-Κωνσταντινούπολη, έμπορος είμαι! Η Βιθυνία θα είναι πάντα στον δρόμο μου.»
«Είμαι βέβαιος ότι θα έρθεις» είπε εκείνος. «Θα χαρώ να σε ξαναδώ.»
Ο Νικηφόρος αναρωτήθηκε αν ο Λάσκαρης γνώριζε για το πάθος του για την Ζωή. Ο ίδιος δεν είχε πει τίποτε σε κανέναν. Ήταν, όμως, πιθανό να είχε μιλήσει η Ζωή στην Άννα Αγγελίνα κι εκείνη στη συνέχεια με τον άντρα της. Αν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, τότε το μυστικό του δεν ήταν καθόλου μυστικό πλέον. Ωστόσο ο Λάσκαρης δεν έθιξε καθόλου αυτό το ζήτημα.
«Θέλω να σε αποζημιώσω για όλα όσα έκανες για εμάς» του είπε. «Αντιλαμβάνομαι ότι είναι ανεκτίμητα, ωστόσο έχω πολύ χρυσάφι μαζί μου και κοσμήματα.»
«Μην συνεχίζετε, άρχοντα Θεόδωρε. Δεν θέλω να γίνω αγενής, αλλά, δεν θέλω κανένα αντάλλαγμα. Ήταν τιμή μου να ταξιδέψω μαζί σας και με την σεβαστή συμβία σας!»
«Μα νιώθω ευγνωμοσύνη και θέλω να την εκφράσω με κάποιον τρόπο. Δεν πρέπει να αρνηθείς ένα δώρο που θέλω να σου κάνω.»
«Πολύ καλά, λοιπόν! Ό,τι νομίζετε πως το χρωστάτε σε εμένα, σας παρακαλώ θερμά να το δώσετε στις δυο γυναίκες που παίρνετε μαζί σας!»
«Το ξέρεις ότι είσαι πολύ γενναιόδωρος; Γιατί αυτά που σου χρωστάω είναι πολλά.»
«Τότε, ευγενικέ Λάσκαρη, χρωστάτε αυτά τα πολλά στις δυο κυρίες που παίρνετε υπό την προστασία σας! Έτσι, θα είμαι κι εγώ ήσυχος που υποσχέθηκα στον πατέρα και σύζυγό τους να τις προσέχω!»
Έφτασαν στο επίνειο της Προύσας, την Απάμεια, όπου θα αποβιβάζονταν. Βρήκαν ένα χάνι που θα φιλοξενούσε ένα βράδυ τον Λάσκαρη, την γυναίκα του και την Ευανθία με την κόρη της. Το άλλο πρωί με ένα άλογο και μια άμαξα, έφευγαν για την Νίκαια. Το “Δήλος” θα άνοιγε τα πανιά του για τον Ελλήσποντο και το Αιγαίο.
Το βράδυ εκείνο κάθισαν οι τέσσερις του πανδοχείου κι ο Νικηφόρος σε ένα τραπέζι στην τραπεζαρία. Απόλαυσαν τις περιποιήσεις των πανδοχέων σε ένα αποχαιρετιστήριο δείπνο. Γεύτηκαν τους καλύτερους μεζέδες της περιοχής. Οι ντόπιοι είχαν αναγνωρίσει τον άρχοντα Λάσκαρη που έχαιρε εκτίμησης σε αυτά τα μέρη. Ήθελαν με κάθε τρόπο να τον περιποιηθούν. Εξ άλλου το βαρύ από χρυσό κι άργυρο πουγκί του ήταν βέβαιο ότι ενίσχυε την προθυμία τους.
Έκαναν προπόσεις κι αντάλλαξαν ευχές. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης είπε στον Νικηφόρο ότι θα μελετούσε όσα είπαν για την πολιτική της αυτοκρατορίας. Θα χαιρόταν να είχε ακόμη περισσότερες κουβέντες μαζί του γι αυτά τα θέματα. Η Άννα Αγγελίνα του ευχήθηκε με το καλό να αποκτήσει το παιδί που περίμενε υγιές κι όμορφο. Του ευχήθηκε μια καλή ζωή στην Αθήνα όπου έφτιαχνε το αρχοντικό του. Όλο το κλίμα εδώ ήταν ευχάριστο. Οι προσκυνητές έξω από τα τείχη της Πόλης κι οι ανίκανοι αυτοκράτορες είχαν ξεχαστεί για λίγο.
Στο δείπνο ο Νικηφόρος καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Ήθελε να της μιλήσει. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα την έβλεπε εδώ για τελευταία φορά. Η αδέξια προσπάθειά του να της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει έξω, τον έκανε να νιώσει ανήμπορος. Μια προσπάθεια να τρέξει πίσω της, όταν εκείνη σηκώθηκε απ’ το τραπέζι, τον έκανε να νιώσει γελοίος. Όλοι είχαν αντιληφθεί ότι κάτι έτρεχε μεταξύ τους.
Επί τέλους κατάφερε να βρεθεί μόνος με την Ζωή όταν όλοι ανέβηκαν στα δωμάτιά τους. Έμειναν οι δυο στο τραπέζι. Οι τελευταίοι πελάτες του καπηλειού το ισόγειο του πανδοχείου αποχωρούσαν κι οι ιδιοκτήτες μάζευαν τα τραπέζια. Καθάριζαν τον χώρο κι έκλειναν το μαγαζί ετοιμάζοντάς το για τις πρωινές εργασίες. Μπορούσαν να μιλήσουν για λίγο έτσι που βρέθηκαν μόνοι. Δεν είχαν χρόνο για να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες, βέβαια, αλλά, κι έτσι καλά ήταν. Εξάλλου, είχαν πει πολλά με τα μάτια τους εκείνο το βράδυ.
«Θα χωρίσουμε, λοιπόν» είπε εκείνη.
«Δεν θα είναι για πάντα!» της υποσχέθηκε.
«Είναι αδιέξοδο. Δεν θέλω μιαν ευτυχία στηριγμένη στη δυστυχία τόσων άλλων ανθρώπων.»
«Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να απογοητεύσω όχι μόνο την Αγνή, αλλά και όλη την οικογένεια των Καρτεράνων. Στάθηκαν πολύ καλοί μαζί μου. Χτίσαμε μια τίμια σχέση εδώ και πολλά χρόνια.»
«Δυστυχώς, έτσι ήρθαν τα πράγματα» του είπε εντελώς απογοητευμένη και παραιτημένη από κάθε διεκδίκηση.
«Θα έρθω όμως να σε δω. Θα έρθω οπωσδήποτε. Ό,τι κι αν γίνει να το ξέρεις πως δεν είναι η τελευταία φορά αυτή που με βλέπεις τώρα εδώ.»
«Θα σε σκέφτομαι ... σίγουρα για πολύ καιρό» του είπε. «Δεν ξέρω πότε θα αποχωριστώ τα εγκόσμια, από την δική σου ανάμνηση όμως δύσκολα θα χωρίσω.»
«Μήπως να περίμενες λίγο … ίσως»
«Αν μπορούσα, γλυκέ μου, θα ερωτευόμουνα τον πρώτο άντρα που θα τύχαινε μπρος μου. Θα σε ξεχνούσα αμέσως. Δεν αντέχω μιαν αναμονή χωρίς τέλος, δεν μπορώ σε μια κατάσταση συνεχούς ακύρωσης κάθε μου επιθυμίας. Ίσως σε στενοχωρούν τα λόγια μου, αυτή είναι όμως η αλήθεια.»
Έκανε μια διακοπή κι έβγαλε ένα αναστεναγμό.
«Η μοναδική μου διάθεση είναι να σε περιμένω για πάντα, όμως εσύ το βρίσκεις δίκαιο κι έντιμο αυτό; Να κλειστώ σ’ ένα μοναστικό κελί ή σε ένα γυναικωνίτη, και να τρέφομαι με ελπίδες που ποτέ δεν θα εκπληρωθούν;»
Τώρα αναστέναξε ο Νικηφόρος. Έβλεπε το δίκιο της.
«Το βρίσκεις αυτό αντάξια πληρωμή για την αγάπη που νιώθω;» τον ρώτησε. «Ξέρω πως ακούγεται σκληρό, αλλά, είναι η αλήθεια που είναι σκληρή! Μακάρι να μη σε ερωτευόμουνα ποτέ, μακάρι να μη σε γνώριζα ποτέ, πιο ήσυχη θα ήμουνα. Θα ζούσα τη ζωή μου στην ηρεμία, στην άγνοια του έρωτα. Ξέρεις τι θα πει να νιώθεις την αγάπη τόσο βασανιστικά;»
Ο Νικηφόρος δεν μπορούσε να μιλήσει. Την άκουγε λές κι είχε ένα κόμπο στον λαιμό. Ένιωθε πως δεν είχε τίποτε να πει μπροστά στον χείμαρρο των συναισθημάτων απογοήτευσης και θλίψης που εξέπεμπε.
«Αγάπη μου, δεν θέλω να πονέσεις» του είπε η Ζωή στενοχωρημένη. «Δεν είναι γι αυτό που μιλάω έτσι. Υποφέρω, όμως, τώρα που ξέρω ότι δεν θα σε ξαναδώ. Ίσως, ό,τι έζησα μέσ’ στο μυαλό μου, να ήταν παρά μόνο ένα παιχνίδι της δικής μου φαντασίας.»
«Το μοιραστήκαμε αυτό το αίσθημα» της είπε εκείνος. «Είναι κάτι που έγινε και μας ακολουθεί. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει! Θα μ’ ακολουθεί παντού, εμένα τουλάχιστον. Δεν είναι τίποτε ψεύτικο απ’ ότι ένιωσες!»
«Κρίμα, γλυκέ μου Νικηφόρε, κρίμα» είπε η Ζωή. «Θα ήταν τόσο όμορφα αν όλα αυτά ήταν ένα ψέμα που έληξε όπως, κάποτε, όλα τα ψέματα τελειώνουν.»
«Ζωή, γλυκό μου κορίτσι, αγαπημένη μου γυναίκα. Ούτε που σε έχω αγγίξει κι όμως σε έχω ερωτευτεί. Δεν πρόκειται θα σε ξεχάσω ποτέ.»
Η Ζωή τον κοίταζε στα μάτια, όχι με δυσπιστία, αλλά, με μιαν ευδιάκριτη απογοήτευση.
«Ο κόσμος είναι σκληρός για τις γυναίκες, το ξέρω» της είπε εκείνος. «Νιώθω ανήμπορος να ανταποκριθώ στον έρωτά μου, όμως μέσα μου με τρώει το πάθος μου για σένα. Δεν θα με αφήσει ήσυχο ποτέ. Θα σου γράφω όποτε βρίσκω ευκαιρία. Θα στέλνω τα γράμματα στην Άννα Αγγελίνα για να τα παίρνεις από εκείνην. Εντάξει;»
«Θα της μιλήσω και νομίζω δεν θα το αρνηθεί. Να ξέρεις, όμως, όλα είναι εις μάτην» του είπε.
«Αν χρειαστεί να μου γράψεις κάτι, καν’ το μόνο αν είναι ανάγκη. Στείλε την επιστολή στον μητροπολίτη Μιχαήλ. Είναι ο μόνος που μπορώ να του μιλήσω. Θα εξομολογηθώ τι μου συνέβη και πόσο σε αγαπώ!»
Ένα δάκρυ φάνηκε να κυλάει από το μάτι της και το σκούπισε αμέσως. Εκείνος έκανε μια κίνηση για να την φιλήσει αλλά εκείνη δεν τον άφησε. Στο βάθος φαίνονταν άνθρωποι που εργάζονταν, μάζευαν τραπέζια κι έφτιαχναν τη φωτιά. Κάποιοι άλλοι τακτοποιούσαν τα σκεύη ή καθάριζαν. Παντού υπήρχαν άνθρωποι και από παντού μπορούσαν να δουν μιαν ύποπτη κίνησή τους. Η Ζωή δεν ήθελε να τον δουν να αγγίζει το κορμί της κι εκείνη να το αποδέχεται. Αύριο χώριζαν, ίσως για πάντα. Ο Νικηφόρος συγκρατήθηκε. Μόνο με τα μάτια, με το βλέμμα, μπορούσε να την αγγίζει. Αυτό το άυλο άγγιγμα του το ανταπέδιδε κι εκείνη πρόθυμα.
«Είμαι ευτυχής που σε γνώρισα, Ζωή» της είπε. «Το πρωί θα φύγουμε χαράματα και δεν θα σε δω. Θα κάνω πολύ καιρό ώσπου να σε ξαναδώ, όμως θα ξαναέρθω!»
Καθώς τον άκουγε, ένιωθε φυλακισμένη σε ένα κλουβί με αόρατα κάγκελα. Ήθελε να ακούει τα ωραία του λόγια κι ας ήξερε πως, τελικά, μόνο κακό θα της έκαναν.
«Μόνο που με γνώρισες είσαι ευτυχής;» τον ρώτησε με την διαπεραστική της ματιά να τον στοχεύει.
«Και που … σε αγάπησα.»
«Κι εγώ σε αγάπησα» του είπε θλιμμένη. «Ήταν, όμως, μια αστραπή που δεν έφερε βροχή.»
«Ίσως να φέρει αργότερα καταιγίδα» της είπε.
«Εγώ θα είμαι εδώ. Γεια σου Νικηφόρε, φεύγω τώρα, καληνύχτα. Θα σε σκέφτομαι.»
Έφυγε βουρκωμένη χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Του άφησε μόνο ένα μαντίλι της, κόκκινο με ένα λευκό κρίνο στο μέσον κεντημένο. Εκείνος έκατσε στην ταβέρνα μέχρι που τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν. Ο ταβερνιάρης είχε φύγει για ύπνο αφήνοντάς τον με μια κανάτα κρασί. Κοίταξε το μαντίλι κι ήπιε ώσπου βυθίστηκε στον ύπνο κι αυτός, εκεί πάνω στο τραπέζι, μόνος στο καπηλειό.
Το πρωί τον πήραν οι ναύτες και τον έσυραν μέχρι το πλοίο. Κοιμόταν στο κατάστρωμα σε μια κατάσταση που ποτέ δεν τον είχαν ξαναδεί. Στην Καλλίπολη ξύπνησε, πλύθηκε και συνήλθε. Πήρε τον έλεγχο του πλοίου και κοίταξε μπροστά. Έβγαιναν πια από τον Ελλήσποντο και στα ανοιχτά φαίνονταν τα πρώτα νησιά του Αιγαίου. Εδώ ο αέρας ήταν διαφορετικός. Και όπως έδειχναν τα πράγματα, όλη του η ζωή θα ήταν πια διαφορετική. Προσπάθησε να σκεφτεί την Αγνή και το κτήμα του στο Δίπυλο. Το πρόσωπο της Ζωής κι η μορφή της μπροστά στον ήλιο του καλοκαιριού σχηματίστηκε στα μάτια του. Αφέθηκε να το απολαύσει. Το κόκκινο μαντήλι της με τον άσπρο κρίνο ήταν ακόμη στην παλάμη του. Ήταν μάταιο να προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτόν τον γλυκό εφιάλτη. Ούτε και το ήθελε εξ άλλου.
****************************************
Η συνέχεια την Δευτέρα 22/6

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

ΟΙ "ΑΡΙΣΤΟΙ" ΣΤΟΝ ΒΟΥΡΚΟ.


ΛΟΓΟΚΛΟΠΗ ΚΑΙ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ.
ΟΙ "ΑΡΙΣΤΟΙ" ΣΤΟΝ ΒΟΥΡΚΟ

Αυτό που συνέβη στις πανελλήνιες με ξεπερνά.
Το θέμα που δόθηκε στους υποψηφίους της έκθεσης για να γράψουν ήταν προϊόν λογοκλοπής και κακής μετάφρασης. Ήταν μάλιστα τόσο κακή η μετάφραση που δικαίως δυσκόλευε την κατανόηση του κειμένου από τους μαθητές.
Το άρθρο ρου Νίκου Σαραντάκου τα λέει όλα. Παρακαλώ όσους ενδιαφέρονται για τα θέματα αυτά, καθηγητές, δασκάλους, μαθητές, λογοτέχνες, αναγνώστες, ενδιαφερόμενους για τα δημόσια και κοινά, να το διαβάσουν.
Εν ολίγοις, οι άριστοι βρέθηκαν να κυλιούνται στον βούρκο της ανικανότητας. Δεν συνέλαβαν την λογοκλοπή που έκανε ο συγγραφέας (Α.Σταμάτης) που διάλεξαν να παραθέσουν κείμενό του. Κι αν αυτό είναι το μικρό κακό, υπάρχει το χειρότερο. Οι "άριστοι" που εξετάζουν τους δυστυχείς μαθητές, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ότι η κακή μετάφραση του λογοκλόπου οδηγούσε τους μαθητές σε προβλήματα κατανόησης του κειμένου και παρερμηνείες.
Μόνοι τους, λόγω ανικανότητας, έβαζαν εμπόδια στους μαθητές που εξέταζαν.
Οι "άριστοι" για μια ακόμη φορά κυλίστηκαν στον βούρκο που έσκαψαν για να ελέγξουν την ικανότητα των άλλων να τον περνούν χωρίς να λασπωθούν.

Το άρθρο βρίσκεται στη διεύθυνση
Πρέπει να την επισκεφθείτε εσείς για να την διαβάσετε καθώς την έχουν μπλοκάρει από το φέισμπουκ (όχι οι "άριστοι" βέβαια).

Οδεύοντας προς το τέλος

Ένας δικηγόρος (Νικ. Αντωνιάδης, στο i-dimokratia το σχετικό) ήδη έστειλε εξώδικο στον Τσιόδρα και τον εγκαλεί γιατί, χωρίς να έχει σίγουρες οδηγίες από τον ΠΟΥ ότι η μετάδοση του κορωνοϊού γίνεται και ασυμπτωματικώς, εισηγήθηκε το λοκντάουν. Μετά την 8η Ιουνίου, όταν ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι η ασυμπτωματική μετάδοση του κορωνοϊού είναι πολύ σπάνια, ο Τσιόδρας θα έπρεπε να εισηγηθεί άμεσα την κατάργηση κάθε είδους λοκντάουν. Αφού δεν το έκανε, σύμφωνα με τον δικηγόρο που ζήτησε την δίωξη, ο λοιμοξιολόγος είναι μηνύσιμος εκτός αν δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις. Βεβαίως ένα εξώδικο δεν είναι ένα πολύ σπουδαίο νομικά έγγραφο, όμως δείχνει μια αλλαγή κλίματος στον δημόσιο χώρο και στην μονοκαλλιέργεια του φόβου των τελευταίων μηνών. Δεν ξέρω πού και αν υπάρχει σε όλα αυτά υπερβολή, όμως κάτι αλλάζει στον δημόσιο διάλογο. Από την τρομοκρατία του στυλ «όποιος δεν υπερασπίζεται τα μέτρα, τα πολεμά, άρα είναι κίνδυνος για την δημόσια υγεία» τώρα οι φωνές του σκεπτικισμού και του προβληματισμού ακούγονται πιο ελεύθερα.

Δεν είναι, όμως, μόνο το παραπάνω η έκπληξη των ημερών. Έχει κι άλλα. Όπως ας πούμε ότι ασχέτως αν κάποιοι αρκετοί συμπολίτες μας έχασαν τις δουλειές τους, ωστόσο, η ανεργία μειώθηκε. Ναι, μειώθηκε γιατί αυτοί οι πολλοί άνεργοι βγήκαν (στατιστικώς) από την κατηγορία του ενεργού οικονομικά πληθυσμού με αποτέλεσμα να πέσει το ποσοστό των ανέργων σαν μέρος ενός μικρότερου συνόλου. Επίσης η ανάπτυξη έρχεται. Δεν ήταν αναμενόμενα όλα αυτά μετά τα μαγαζιά που έκλεισαν και το γεγονός ότι τουρίστας δεν φάνηκε όλον τον προηγούμενο καιρό ούτε για δείγμα.

Υπάρχουν κι άλλα. Ένα κανάλι (το Μέγκα) πρόβαλε το θέμα των οσμών στη Δραπετσώνα κι αμέσως άρχισε μια σειρά δημοσιευμάτων, εκπομπών και ρεπορτάζ που έκαναν το πρόβλημα πανελλήνιο αν όχι και οικουμενικό. Ο εισαγγελέας κινήθηκε, ο υπουργός έστειλε αμέσως συνεργείο για να σβήσει τη φωτιά που άναψε ο Μαρινάκης και μπαγιάτικα δημοσιεύματα για ραδιενέργεια ξαναβγήκαν στο φως της δημοσιότητας. Δεν ήταν αναμενόμενα όλα αυτά μετά από κάμποσα χρόνια σιγής που επικρατούσε γύρω από το θέμα.

Και δεν σταματούν εδώ οι εκπλήξεις. Πήζει το κέντρο από μια Μπακογιάννεια πεζοδρόμηση χωρίς πρόγραμμα, ερωτεύονται αίφνης όλα τα παιδιά (που δίνουν πανελλήνιες) την ποίηση και ο Παναθηναϊκός, μετά το ποδόσφαιρο, σβήνει μηχανές και στο μπάσκετ.

Κι ενώ στο Περού και τις ΗΠΑ συνεχίσουν να ανακοινώνονται θάνατοι από κορωνοϊό, όλοι καταλαβαίνουν πως αλλού ανασαίνει ο κόσμος. Οι ζωές των μαύρων αξίζουν, γράφουν διάφοροι λευκοί ή μαύροι στους δρόμους, και αγάλματα ρατσιστών γκρεμίζονται.

Σε ένα μόνο σημείο δεν υπάρχουν εκπλήξεις: Κανείς δεν νοιάζεται για την αιτία των φαινομένων. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον υπερπληθυσμό που απειλεί να πνίξει κάθε άλλο ζωντανό ή μη οργανισμό στον πλανήτη. Κανείς δεν νοιάζεται που οι ελάχιστοι κυβερνούν τον κόσμο επειδή η δημοκρατία έχει γίνει κουρέλι. Κανείς δεν νοιάζεται που ονομάζουν δημοκρατία τον κοινοβουλευτισμό (ολιγαρχία) ή την ισλαμική του εκφορά (θεοκρατία). Κανείς δεν ασχολείται με τα αυτονόητα. 
Οδεύοντας προς το τέλος.

18 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 18η

Στο Γ' μέρος του 5ου κεφαλαίου που δημοσιεύουμε σήμερα, είμαστε ακόμα στο "Δήλος" στο ταξίδι του προς την Απάμεια. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης φεύγει κυνηγημένος από την Πόλη και κατευθύνεται στην Προύσα και την Νίκαια.
Ο Νικηφόρος βρίσκει την ευκαιρία και μιλά με τον Θεόδωρο για το όραμα του Ακομινάτου, που είναι και δικό του όραμα, περί ενός νέου ελληνισμού που μπορεί και πρέπει να ανανεώσει το Ρωμαίικο. 
*********************************
παραπομπή: 
(*)Στρατεία: Υποχρέωση των πολιτών με γαιοκτησία να στρατεύονται με άλογο και στολή και συνοδό  

Γ’   ΤΟ ΟΡΑΜΑ


Μια βενετική πολεμική γαλέρα τους σταμάτησε κοντά στα Πριγκιποννήσια για έλεγχο. Είδαν το σταυροφορικό λευκό πανί με τον μαύρο σταυρό στο κατάστρωμα. Κατάλαβαν ότι η σαχτούρα ήταν πλοίο φιλικό προς την Βενετία. Ο πλοίαρχος και αξιωματικοί επιθεώρησαν το “Δήλος”. Ο Νικηφόρος τους έδειξε τα συμβόλαια που είχε υπογράψει πριν δυο χρόνια και πρόσφατα με την Γαληνοτάτη. Είχε το περσινό συμφωνητικό για τη συμμετοχή του στη Ζάρα. Είχε και το συμβόλαιο που τον μίσθωνε από την Εύβοια ως την Κωνσταντινούπολη. Όλα ήταν σωστά και νόμιμα. Τον ρώτησαν για τους επιβάτες.
«Ο κουνιάδος μου Θεόδωρος κι η γυναίκα του Άννα, η αδελφή της γυναίκας μου, Ζωής. Η πεθερά μου κυρά Ευανθία» είπε ο Νικηφόρος. «Ταξιδεύουμε οικογενειακώς για την Αθήνα, από εκεί είμαστε. Το πλήρωμά μου είναι όλοι ναυτικοί από τον τόπο μου, την Αττική, τη Βοιωτία και την Κόρινθο.»
Η Άννα Αγγελίνα αγκάλιασε τον άντρα της για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του. Η Ζωή τον αγκάλιασε κι εκείνη, δειλά βέβαια αλλά –όπως και να το κάνουμε- ήταν αγκαλιά. Εκείνος έχασε προσωρινά τα λόγια του από το άγγιγμά της. Η Ευανθία κοίταξε λίγο αυστηρά την κόρη της γι αυτή την κίνησή της αλλά το κατάπιε. Υπήρχε προφανής σκοπιμότητα που την δικαιολογούσε. Ο Βενετσιάνος έριξε μια ματιά στο πλήρωμα και στα αμπάρια χωρίς να βρει κάτι στραβό. Η Άννα πλησίασε τη Ζωή. Καθώς οι δυο τους ήταν μόνες πάνω στην κουπαστή και, χωρίς να τις ακούει κανείς άλλος, της μίλησε.
«Ζωή» της είπε. «Είσαι πολύ καλή. Σ’ έχω συμπαθήσει. Βλέπω ότι με τον Νικηφόρο ταλαιπωρείστε. Όποτε σου μιλά χάνει τα λόγια του. Είναι ναύαρχος στις θάλασσες αλλά, όποτε σε βλέπει, πνίγεται σε μια κουταλιά νερό.»
«Δεν νομίζω πως είναι έτσι» πήγε να πει η Ζωή.
«Μη μου το αρνηθείς, καλή μου. Είμαι βέβαιη ότι σε έχει ερωτευτεί και βλέπω ότι κι εσύ νιώθεις τα ίδια πράγματα. Γιατί δεν προχωράτε σε μια δέσμευση, σε έναν αρραβώνα; Σου προτείνω μάλιστα να σας αρραβωνιάσουμε εγώ κι ο Θεόδωρος. Θα μας κάνατε τιμή αν το αποδεχόσασταν.»
Να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα, σκέφτηκε η Ζωή.
«Ξέρετε Δέσποινα» της είπε. «Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.»
Η Άννα Αγγελίνα κατάλαβε ότι υπήρχαν προβλήματα που δεν επέτρεπαν στη σχέση να ολοκληρωθεί.
«Είσαι παντρεμένη;»
«Όχι. Εγώ όχι» απάντησε η Ζωή. «Εκείνος όμως είναι παντρεμένος. Κι η γυναίκα του στην Αθήνα τον περιμένει να γυρίσει κι έχει στην κοιλιά της το πρώτο τους παιδί.»
«Ω, Θεέ μου, τι μεγάλη ατυχία για τους δυο σας!»
«Γιατί το λέτε ατυχία;» έκανε αποκαρδιωμένη η Ζωή. «Εκείνος έχει τη γυναίκα του και το παιδί του. Έχει αυτό που πρέπει στον κάθε άντρα!»
«Μα δεν τον βλέπω πως λιώνει για σένα; Είσαι νέα και δεν ξέρεις καλά τους άντρες. Εκείνος είναι πιο άτυχος από σένα, καλή μου. Εσύ θα βρεις ένα παλικάρι να τον ξεχάσεις, εκείνος δεν θα το καταφέρει αυτό ποτέ!»
«Ας μην το συζητήσουμε άλλο» την παρακάλεσε η Ζωή. «Αυτό το ζήτημα όσο το σκέφτομαι, τόσο με πληγώνει.»
«Και τώρα, πού πάτε με την μητέρα σου;»
«Πάμε στην Αθήνα. Γυρνάμε πίσω χωρίς τον πατέρα μου. Τον χάσαμε καθώς ερχόμασταν» είπε η Ζωή δακρύζοντας. «Κόλλησε στο πλοίο μια αρρώστια που θέριζε τους Φράγκους και δεν συνήλθε ποτέ!»
«Και πώς θα ζήσετε εκεί;»
«Θα ζητήσω βοήθεια. Ο Ακομινάτος κάτι θα μας βρει.»
«Ένας μητροπολίτης το πολύ που μπορεί να σας βρει είναι ένα μοναστήρι για να σε κλείσει μέσα! Μην πας Αθήνα, καλή μου. Θα αντέξεις να είσαι τόσο κοντά του κι αυτός να είναι με μιαν άλλη;»
Το δάκρυ της Ζωής είχε αρχίσει να γίνεται κλάμα κι η Άννα την αγκάλιασε προστατευτικά.
«Μην κλαις καλή μου. Όλα είναι μέσα στη ζωή και, δυστυχώς, περισσότερο από όλα ο θάνατος! Νομίζω, όμως, πως μπορώ να σε βοηθήσω εγώ. Ελάτε με την μητέρα σου μαζί μας. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα βρούμε στη Νίκαια, αλλά, έχουμε μεγάλη περιουσία στη Βιθυνία και τα βγάζουμε πέρα εύκολα, Έλα σαν ακόλουθός μου, σαν φίλη μου, όπως θέλεις. Εκεί θα μπορώ να σε βοηθήσω.»
«Φοβάμαι πως τίποτε πια δεν μπορεί να με βοηθήσει» είπε η Ζωή καθώς την τράνταζαν οι λυγμοί.
«Εγώ καλή μου έχασα τον πρώτο μου άντρα. Μού τον σκότωσαν σε πόλεμο, κι όμως ξαναβρήκα τη ζωή μου με τον Θεόδωρο. Είμαι τώρα ερωτευμένη μαζί του. Ο χρόνος είναι ο πιο μεγάλος γιατρός.»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ. Ίσως, ούτε και θέλω να τον ξεχάσω!» είπε η Ζωή.
«Έλα μαζί μας. Θα έχεις τουλάχιστον μια φυσιολογική ζωή» της είπε η Άννα Αγγελίνα.
Την άφησε να το σκεφτεί. Ήταν μια διέξοδος για τις δυο γυναίκες που, έχοντας χάσει τον προστάτη τους είχαν μείνει στον αέρα. Η Ζωή δεν ήξερε πώς και τι να απαντήσει. Δεν ήταν προετοιμασμένη να μείνει για πάντα μακριά από την Αθήνα, αλλά, η επιστροφή της ήταν προβληματική. Δεν ήταν μόνο η επιβίωση πρόβλημα, αλλά, και τα χρέη του πατέρα της. Θα την ορέγονταν οι τοκογλύφοι να την πουλήσουν για σκλάβα. Και, το κυριότερο, πώς θα ζούσε με τον Νικηφόρο συμπολίτη της και ξένο ταυτόχρονα;
«Ευχαριστώ πολύ τη Δεσποσύνη σας για την πρόταση» της είπε, «αλλά …»
«Αλλά, τι; Θέλεις να το συζητήσεις μαζί του, ε;»
«Και μαζί του και με την μητέρα μου.»
«Εντάξει, ως την Πάνορμο έχουμε χρόνο.»
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν υπήρχε καθόλου χρόνος, έπρεπε να σκεφτεί και να αποφασίσει πολύ γρήγορα.
«Θα μιλήσετε γι αυτό με τον σύζυγό σας;» την ρώτησε.
«Δεν χρειάζεται η έγκρισή του. Η πρότασή μου ισχύει. Εσύ κοίτα τι θα κάνεις, εντάξει;»
Έφυγαν από την κουπαστή, η Άννα Αγγελίνα για να ξεκουραστεί κι η Ζωή για να πάει στην μητέρα της. Ο Λάσκαρης πλησίασε τον Νικηφόρο. Ακούμπησε στην κουπαστή, στο ίδιο σημείο όπου στέκονταν οι δυο γυναίκες και συζητούσαν. Οι ακτές της Μικρασίας διακρίνονταν μπροστά τους. Σε λίγο, εκεί θα χώριζαν οι δρόμοι τους. Ο Λάσκαρης ονειρευόταν να γυρίσει σύντομα στην Κωνσταντίνου Πόλη θριαμβευτής για να διώξει τους Λατίνους. Θα μπορούσε να το έχει κάνει ο Αλέξιος Δ', αλλά, δίστασε. Ας καθόταν στον θρόνο όποιος να ήταν, αν και σιχαινόταν τον πεθερό του που είχε αποδειχτεί δειλός.
«Νικηφόρε σ’ ευχαριστούμε εγώ κι η Άννα για όλα όσα κάνεις. Αναγνωρίζουμε ότι χάρη σε σένα σωθήκαμε.»
«Καθήκον μου και υποχρέωσή μου ήταν, Εξοχότατε» του είπε ο Νικηφόρος.
«Φοβάμαι ότι η Πόλη του Κωνσταντίνου δεν θα έχει καλό μέλλον. Έξω από τα τείχη της υπάρχουν στίφη πειρατών κι ο αυτοκράτορας μέσα με τρομάζει.»
«Έχετε δίκιο να βλέπετε το μέλλον μαύρο, Εξοχότατε» είπε ο Νικηφόρος. «Επιτρέψτε μου να πω ότι μια αυτοκρατορία δεν διοικείται έτσι! Ζητώ συγνώμη για το θράσος μου να σας μιλώ ανοιχτά όμως νιώθω ότι έτσι πρέπει να κάνω. Να σας τα πω όπως τα καταλαβαίνω.»
«Μίλησέ μου ελεύθερα, θέλω να ακούσω τη γνώμη σου.»
«Μην θεωρήσετε, Εξοχότατε, ότι εγώ ο αδαής τολμώ να κάνω υποδείξεις. Πρέπει να σας όμως ότι, στη Βασιλεύουσα, δεν έχετε ιδέα τι κάνει ο κόσμος στις επαρχίες για να ζήσει. Εσείς μόνο φόρους και βάρη ξέρετε να βάζετε. Φτιάχνετε στρατούς και κάνετε πολέμους, αλλά, ο κόσμος δεν ξέρει γιατί υπομένει και γιατί πληρώνει. Δεν πιστεύει σε τίποτα. Εύκολα θα δόξαζε έναν οποιονδήποτε ηγεμόνα αρκεί να τού υποσχόταν ότι οι φόροι θα λιγόστευαν
«Δεχόμαστε επιθέσεις από παντού. Χρειάζεται στρατός για να τις αποκρούουμε και γι αυτό υπάρχουν οι φόροι. Δεν φτάνουν οι ευχές και τα θαύματα.»
«Όλος ο στρατός σας πια είναι μισθοφορικός. Ξένοι σας υπερασπίζονται. Ούτε στρατείες(*) έχετε πια, ούτε ιππείς, ούτε στρατιώτες της αυτοκρατορίας. Όλοι είναι ξένοι μισθοφόροι, μάχονται μόνο για τον μισθό τους.»
«Δεν έχεις άδικο. Κάθε φορά που οδηγώ ένα στράτευμα, τρέμω μη με παρατήσουν μόνο μου στη μάχη και φύγουν» είπε ο Λάσκαρης.
«Όταν μάχονται μόνο για το χρήμα, ποιος ο λόγος να κινδυνεύσουν να πεθάνουν; Αν είναι να μην το χαρούν, γιατί να δώσουν την μάχη; Λογικό είναι, λοιπόν, να φύγουν αν δουν ότι μπορεί στα σοβαρά να χτυπηθούν με τον εχθρό. Φεύγουν πριν την μάχη. Γι αυτό διαλύονται οι στρατοί σας μπροστά στις επιθέσεις των βαρβάρων. Οι βάρβαροι ελπίζουν σε λεηλασία κι έχουν κίνητρο.»
Ο Λάσκαρης ήξερε πως ο συνομιλητής του είχε δίκιο. Εξ αιτίας αυτής της συμπεριφοράς των μισθοφόρων ο ρωμαϊκός στρατός έμοιαζε σαν ένα άθροισμα δειλών.
«Ήμουν δίπλα στον Αλέξιο Γ’» συνέχισε ο Νικηφόρος. «Είδα την αντίδρασή του όταν βρέθηκε απέναντι στον στρατό των Φράγκων. Εντάξει, ήταν διστακτικός, δειλός, αλλά ήταν και πολύ σκεπτικός. Είχε ένα στρατό τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερο των Φράγκων αλλά ένιωθε μειονεκτικός. Εκείνοι πολεμούσαν για τη ζωή τους, για πλούτη και δόξα ενώ ο δικός του δεν είχε κίνητρο. Θα πέθαιναν για τον αυτοκράτορα και για ανθρώπους που τους περιφρονούν;. Θα πολεμούσαν για ένα μισθό; Αν ήταν να πεθάνουν, καλύτερα να έφευγαν. Αυτό φοβήθηκε ο Αλέξιος και γι αυτό υποχώρησε.»
«Υπήρχαν γενναίοι άρχοντες. Ο Βρανάς, ο αδελφός μου, ο Παλαιολόγος, ο Κοντοστέφανος και τόσοι άλλοι. Αυτοί θα μάχονταν μέχρι θανάτου» είπε ο Θεόδωρος.
«Εσείς θα πολεμούσατε. Αν υποταχτείτε χάνετε φέουδα ολόκληρα και πρόνοιες και πόλεις δικές σας που σας υπηρετούν. Οι στρατιώτες σας όμως τι έχουν να χάσουν; Γιατί να πεθάνουν πολεμώντας για σας; Αν φύγουν, έχουν τουλάχιστον τη ζωή τους! Χωρίς στρατείες και ιππείς, ο στρατός δεν πιστεύει σε τίποτε πια!» είπε ο Νικηφόρος που είχε οίστρο.
Μ’ αυτά που έλεγε προβλημάτιζε τον Λάσκαρη.
«Και τι μπορούμε να κάνουμε; Οι άντρες, κι ιδιαίτερα οι νέοι, προτιμούν τα μοναστήρια. Πληρώνουν για να αποφεύγουν τον στρατό.»
«Αν δεν θέλουν να υπερασπιστούν τον τόπο τους, ποιος λόγος υπάρχει για να μπουν στη μάχη; Αν αδιαφορούν για το ποιος θα είναι ο αφέντης τους, αν νιώθουν ξένοι με όλους, για ποιο λόγο να πολεμούν;»
«Μα ... θα υπερασπιστούν την αυτοκρατορία.»
«Συγνώμη και πάλι Εξοχότατε, αλλά δεν πολεμούν για την αυτοκρατορία. Πολεμούν για τους αυτοκράτορες και για την αυλή!» είπε ο Νικηφόρος.
Φοβήθηκε μήπως ο λόγος του έρεπε προς την ασέβεια.
«Χωρίς τον ρωμαϊκό στρατό θα επικρατήσει πλήρης αναρχία» είπε ο Θεόδωρος.
«Και τώρα, τι επικρατεί, τάξη; Αν κοιτάξετε γύρω σας θα δείτε τα σημάδια της διάλυσης» είπε ο Νικηφόρος. «Ο Λέων Σγουρός έχει το δικό του φέουδο στην Ελλάδα. Ο Μαυροζώμης διοικεί όπως θέλει τον Μαίανδρο. Ο Καλογιάννης είναι Τσάρος στη Βουλγαρία. Ο Γαβαλάς είναι άρχοντας στη Ρόδο. Ο Δαβίδ Κομνηνός έχει δική του την Τραπεζούντα! Στη Μικρασία, στο στήριγμα της αυτοκρατορίας, δεκάδες Γαζήδες πολιορκούν και τρομοκρατούν τις πόλεις μας. Αυτοανακηρύσσονται άρχοντες, Κομνηνοί, Δούκες και Άγγελοι. Όλοι, Ρωμιοί και ξένοι, τον λαό απομυζούν. Δεν βλέπει η Ευγένειά σας ότι δεν υπάρχει κάτι που νσ ενώνει τους λαούς της αυτοκρατορίας; Ή μήπως θεωρείτε ότι οι Βλάχοι κι οι Βούλγαροι είναι δικοί μας, ότι νιώθουν -έστω και λίγο- Ρωμαίοι;»
«Τι θα μπορούσε να γίνει κατά τη γνώμη σου ναύαρχε;» ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Κατά τη γνώμη μου, Εξοχότατε, ο κόσμος χρειάζεται μιαν έμπνευση!» είπε ο Νικηφόρος.
Δεν το είχε καλοσκεφτεί αλλά ένιωθε ότι έλεγε κάτι σωστό. Άγγιξε κάτι που απασχολούσε τον συνομιλητή του
«Και πώς την εννοείς εσύ αυτή την έμπνευση που μου λες;» ρώτησε ο Θεόδωρος.
«Να υπάρχει κάτι πολύ παραπάνω από το συμφέρον του αυτοκράτορα. Ένα λάβαρο για όλη τη Ρωμιοσύνη.»
«Λάβαρο της Ρωμανίας είναι η χριστιανοσύνη.»
«Χριστιανοί είναι κι αυτοί που σας πολιορκούσαν και σας επιτέθηκαν!»
«Να το διορθώσω, λοιπόν, λάβαρό μας η Ορθοδοξία!»
«Ορθόδοξοι είναι κι οι Βούλγαροι που περιμένουν να φύγουν οι σταυροφόροι για να πάρουν εκείνοι την Πόλη! Και οι Σέρβοι το ίδιο, κι οι Ρώσοι που καραδοκούν, Ορθόδοξοι είναι κι εκείνοι!»
Ο Λάσκαρης προβληματιζόταν. Αυτά που έλεγε τώρα ο Νικηφόρος ήταν και δικές του σκέψεις. Τον στενοχωρούσαν, αλλά, δεν έβλεπε και διέξοδο.
«Και τι πιστεύεις ότι θα μπορούσε να γίνει;»
«Δεν είμαι πολιτικός ούτε φιλόσοφος» είπε ο Νικηφόρος. «Άκουσα όμως σοφούς ανθρώπους να μιλούν και μπορώ να μεταφέρω στην Χάρη σας τη γνώμη τους.»
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης έδειχνε να είναι όλος αυτιά. Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον. Βρισκόταν στο κέντρο των εξελίξεων που τον έστελναν αυτή τη στιγμή στην εξορία.
«Ο Μιχαήλ, ο μητροπολίτης μας, έχει μια γνώμη. Λέει πως πρέπει να πάψουμε να αντιδρούμε και να διαφωνούμε όταν οι Λατίνοι μας χαρακτηρίζουν Γραικούς.»
Ο Θεόδωρος περίμενε κάτι περισσότερο. Του φάνηκε λίγο αυτό που άκουσε.
«Ο Ακομινάτος λέει πως είναι πιο ένδοξο το γένος των Ελλήνων από εκείνο των Ρωμαίων» συνέχισε ο Νικηφόρος.
«Κι είναι μητροπολίτης, ε; Θαρραλέος, λοιπόν, αυτός ο αδελφός του Νικήτα. Σαν τον αδελφό του που η πένα του δεν έχει αφήσει αυτοκράτορα σε χλωρό κλαρί!»
«Λέει πως έστω κι αν γίναμε χριστιανοί, παραμένουμε Έλληνες. Αυτό πρέπει να το θυμηθούμε ξανά.»
«Μα θα έχει συνέπειες στην οικουμενική πολιτική μας» είπε ο Θεόδωρος. «Η αυτοκρατορία μας ισχυρίζεται ότι είναι το Βασίλειο του Θεού. Είμαστε προορισμένοι να διατηρούμε τον κόσμο ολόκληρο κάτω από το σκήπτρο του Θεού.» Όσο μιλούσε σκεφτόταν. Δεν απέρριπτε αυτά που είχε μόλις ακούσει από τον Νικηφόρο, αντιθέτως τα ζύγιζε καλά στο νου του.
«Βέβαια, θα μου πεις ότι με αυτά που κάνουμε πιο πολύ για βασίλειο του Διαβόλου μοιάζουμε» συνέχισε ο Λάσκαρης.
Είχε ένα ύφος εξομολογητικό μιλώντας.
«Ωστόσο, το σημαντικό δεν είναι το ηθικό μέρος. Όταν λέμε “Βασίλειο του Θεού” εννοούμε ότι είμαστε προορισμένοι να κυβερνάμε όλη την οικουμένη. Διεκδικούμε όλα όσα είχαν κατακτήσει ο Ιουστινιανός, ο Ηράκλειος ή ο Βασίλειος. Κάποτε απλωνόμασταν από τον Δούναβη ως τον Ευφράτη και από την Αφρική ως τη Χερσώνα.»
«Όμως είμαστε πια σε άλλη εποχή, Εξοχότατε.»
«Ναι» παραδέχτηκε ο Θεόδωρος. «Η αλήθεια είναι ότι τώρα συρρικνωθήκαμε. Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορούμε να τα ξανακερδίσουμε όλα αυτά!»
Αναπολούσε τα χαμένα μεγαλεία και συνέχισε να μιλά.
«Η Ρωμανία είχε σε όλα αυτά τα μέρη χριστιανικούς πληθυσμούς που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Δυστυχώς αυτό έχει αλλάξει οριστικά. Η Μικρασία γέμισε Τούρκους. Στη Δύση χάσαμε την Ιταλία και τη Σικελία και κινδυνεύουμε από τους Νορμανδούς. Αλλά μήπως μπορούμε να ξαναπάρουμε την Αίγυπτο ή την Συρία; Οι Άραβες είναι εκεί πεντακόσια χρόνια. Μας θυμάται πια κανείς εκεί;»
«Η Ρωμανία εξουσιάζει πια μέρη που μιλάνε ελληνικά. Παντού στη Ρωμανία οι άνθρωποι νιώθουν να κατάγονται από τους Έλληνες» είπε ο Νικηφόρος.
«Μια ελληνική αυτοκρατορία, λοιπόν! Αυτό είναι που ονειρεύεται ο Ακομινάτος, ε; Ένα βασίλειο με μια γλώσσα, μια θρησκεία και μια ταυτότητα, άνθρωποι με κοινές ρίζες! Ωραίο ακούγεται» είπε ο Λάσκαρης.
«Μου επιτρέπετε να σας θυμίσω κάτι που μου είπε ο Μιχαήλ Ακομινάτος;»
«Τι σου είπε ο σοφός άνθρωπος;»
«Κάτι για τον Βασίλειο τον δεύτερο που τον λέμε και Βουλγαροκτόνο.»
«Τι σου είπε ο Μιχαήλ γι αυτόν;»
«Αυτός ο μεγάλος αυτοκράτορας, όταν κατανίκησε τους Βούλγαρους δεν πήγε για τον θρίαμβό του στην Πόλη. Διάλεξε να περάσει πρώτα από τις Θερμοπύλες κι απέδωσε φόρο τιμής στον Λεωνίδα. Μετά πήγε στην Αθήνα για να προσευχηθεί για την νίκη του. Ήταν συμβολική η κίνησή του, έδειχνε από που έπαιρνε δύναμη. Δεν ήταν ειδωλολάτρης. Προσευχήθηκε στο ιερό της Παρθένας Αθηνάς που τώρα έχει γίνει Παρθένα κυρά-Παναγιά!»
«Ναι, αυτό το ξέρω κι εγώ. Έτσι έκανε ο Βασίλειος.»
«Ίσως λοιπόν αυτό να είναι ο συνεκτικός ιστός για όλη τη Ρωμανία, άρχοντα Θεόδωρε. Η ελληνική ιδέα, η γλώσσα, η καταγωγή, η αρχαιότητα!» είπε ο Νικηφόρος. «Αυτό πιστεύει ο Ακομινάτος παρά το γεγονός ότι είναι ο ίδιος μητροπολίτης.»
«Δεν ακούγεται άσχημο» είπε ο Λάσκαρης. «Μήπως, όμως, είναι ο μόνος;»
«Απ’ ό,τι φαίνεται υπάρχουν κι αρκετοί άλλοι που το βλέπουν εφικτό.»
«Μοιάζει μακρινό αυτή τη στιγμή» είπε ο Λάσκαρης.
«Αν μου επιτρέπετε, πρέπει να δω την πορεία μας» είπε ο Νικηφόρος κι έφυγε.
***********************************
Η συνέχεια αύριο

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

17 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 17η

Κεφάλαιο 5 μέρος Β'
Το "Δήλος" κάνει το ταξίδι Κωνσταντινούπολη-Απάμεια.
Με αυτό διαφεύγει ο Θεόδωρος Λάσκαρης από την Κωνσταντινούπολη στην Απάμεια, με στόχο την Προύσα και την Νίκαια.
Ο Νικηφόρος κι η Ζωή γνωρίζουν καλύτερα τον Θεόδωρο Λάσκαρη και την γυναίκα του Άννα Αγγελίνα.
***************************************
Β’ Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ
Το πλοίο όπου είχαν αποκοιμηθεί εκείνο το βράδυ ο Λάσκαρης κι η Άννα Αγγελίνα ήταν το “Δήλος”. Κι αυτός που κράδαινε το σπαθί στον λαιμό του Θεόδωρου Λάσκαρη, ήταν ο Νικηφόρος. Είχε έρθει εδώ, με την Ζωή, νωρίς το πρωί, από τα χαράματα, για να επιθεωρήσουν το πλοίο που ήταν δεμένο στο λιμάνι. Σε λίγο θα αναχωρούσαν από την Πόλη. Η επιθεώρηση αυτή, στην πραγματικότητα, ήταν μια πρόφαση για να μείνουν για λίγο μόνοι. Ήθελαν πολύ να απομονωθούν και να μιλήσουν ή, έστω, να νιώσουν ελεύθερα. Αυτό όμως δεν θα γινόταν στο αρχοντικό του Νικήτα όπου η Ζωή ήταν όλη μέρα με την μάνα της. Ούτε κι αργότερα στο πλοίο θα μπορούσαν αφού θα ήταν κι άλλοι δίπλα τους. Ο Νικηφόρος είδε αυτή την πρόφαση σαν ευκαιρία και το πρότεινε. Εκείνη ντύθηκε αμέσως και βγήκε μαζί του λέγοντας στην κυρά Ευανθία πως ήταν υποχρέωσή της να τον βοηθήσει. Είχαν έρθει με ένα άλογο κι εκείνη είχε κάτσει μπροστά του, σχεδόν στην αγκαλιά του. Τα κορμιά τους είχαν αγγίξει για λίγο το ένα με το άλλο κι είχαν μεταδώσει ένα ρίγος. Ήταν όλο αυτό έντονα ερωτικό έστω κι αν δεν ήταν ούτε καν μια χειρονομία.
«Χαίρομαι τουλάχιστον που σε γνώρισα!» της είχε πει μόνο σε μια στιγμή.
Την είχε στην αγκαλιά του καθώς ίππευαν το άλογο.
«Κι εγώ» του είχε απαντήσει γυρνώντας το κεφάλι της και κοιτάζοντάς τον με το έντονο βλέμμα της.
«Αν δεν ήμουν παντρεμένος...» της είπε.
Με τα δάχτυλά της του έκλεισε το στόμα. Εκείνος με μια πολύ ελαφριά, σχεδόν ανεπαίσθητη, κίνηση έσπρωξε το σώμα του μπροστά και την άγγιξε. Εκείνη δεν τραβήχτηκε, αντίθετα αφέθηκε με τα μάτια της κλειστά. Αυτό ήταν όλο.
Μπορεί να εκφραστεί αυτό που νιώθω με μια τέτοια σχεδόν ανύπαρκτη κίνηση; αναρωτιόταν ο Νικηφόρος. Σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν πως την είχε αγκαλιά. Την σεβάστηκε απόλυτα και δεν επωφελήθηκε να κάνει απρεπείς χειρονομίες. Ένιωσε σαν να είχαν πει πολλά εκείνες τις ελάχιστες στιγμές αυτού του βουβού διαλόγου των σωμάτων τους. Έφτασαν στο πλοίο. Ίσως να μιλούσαν λίγο εδώ. Ίσως να συνέχιζαν τη μικρή, γεμάτη πάθος, κουβέντα των σωμάτων τους που είχε αρχίσει καθώς ίππευαν το ίδιο άλογο. Ωστόσο τίποτε δεν πρόλαβαν να κάνουν γιατί βρήκαν μπροστά τους δυο ξένους κρυμμένους στο πλοίο. Οι σκέψεις τους επανήλθαν στην πραγματικότητα. Είχαν να αντιμετωπίσουν μια περίεργη εισβολή. Οι δυο λαθρεπιβάτες ξάπλωναν στο κατάστρωμα, αναμαλλιασμένοι και με τα ρούχα τους τσαλακωμένα. Ένα καραβόπανο τους σκέπαζε.
«Ποιοι είστε εσείς, λοιπόν;» επανέλαβε ο Νικηφόρος.
Κρατούσε την αιχμή του ξίφους του προς το μέρος του άντρα που πάσχιζε να συνέλθει απ’ την έκπληξη.
«Μην τρομάζεις, φαίνονται άρχοντες» ψιθύρισε από δίπλα του η Ζωή.
«Είσαι ο βαρκάρης;» ρώτησε ο Θεόδωρος τον απειλητικό αλλά και ξαφνιασμένο Νικηφόρο, χωρίς να δείχνει φόβο.
«Πάρε το ξίφος σου από πάνω μας» είπε τρομαγμένη αλλά αυστηρή η Άννα Αγγελίνα.
«Είμαι ο Ναύαρχος της σακτούρας» είπε ο Νικηφόρος. «Τι δουλειά έχετε στο πλοίο μου;»
«Είμαι ο δεσπότης Θεόδωρος Λάσκαρης. Η αρχόντισσα από εδώ είναι η σύζυγός μου Άννα Αγγελίνα. Είναι η κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου.»
Περίμενε πως θα τους εντυπωσιάσει με τους τίτλους του αλλά δεν πέτυχε ακριβώς το αποτέλεσμα που ήθελε. Η μεν Ζωή τους κοίταξε καλά-καλά σαν να τους μετρούσε, ο δε Νικηφόρος γέλασε κοροϊδευτικά. Δεν τους είχε γνωρίσει προσωπικά παρ’ όλο που είχε μιλήσει με πολλούς Ρωμαίους άρχοντες. Στο σπίτι του Νικήτα δεν είχαν συναντηθεί. Ιδιαίτερα, μάλιστα, με αυτά που φορούσαν δεν έμοιαζαν με άρχοντες.
«Κι εγώ ο Πάπας Ιννοκέντιος» είπε ο Νικηφόρος.»
Ο Θεόδωρος κοίταζε εκνευρισμένος αλλά ανήμπορος.
«Τα σέβη μου, άρχοντα!» συνέχισε το ίδιο ειρωνικά ο Νικηφόρος. «Τι δουλειά έχουν ένας Λάσκαρης και μια κόρη του αυτοκράτορα κάτω από το φτωχικό μου καραβόπανο;»
«Νικηφόρε, φαίνεται πως είναι συγγενείς του Αλέξιου που έφυγε, και όχι του Αλέξιου που ήρθε» του είπε η Ζωή. «Θα κρύφτηκαν στο πλοίο σου για να μην τους βρουν. Πρέπει να είναι κυνηγημένοι.»
Ο Νικηφόρος τους πρόσεξε καλύτερα. Κάπως θυμήθηκε το πρόσωπο του Λάσκαρη. Τον είχε δει με αστραφτερά ρούχα ενώ, τώρα, ήταν ντυμένος φτωχικά.
«Έχω μαζί μου χρυσάφι και χρήμα» είπε ο Θεόδωρος. «Θα σε χρυσώσω αν με περάσεις με τη σαχτούρα σου απέναντι στη Μικρασία.»
«Κινδυνεύω με ανθρώπους σαν κι εσάς» είπε εκείνος. «Αν με πιάσουν θα χάσω και το πλοίο και το κεφάλι μου!»
«Θα σου δώσουμε ό,τι θέλεις άνθρωπε, βοήθησέ μας. Έχουμε ανάγκη. Δεν θα χάσεις από εμάς!» είπε η γυναίκα που έδειχνε αναστατωμένη.
Ο Νικηφόρος κι η Ζωή, στη στιγμή, συνεννοήθηκαν με ένα βλέμμα μόνο που αντάλλαξαν. Θα τους βοηθούσαν. Είχαν δει την τρομερή πίεση κάτω από την οποία ζούσε η Πόλη αυτόν τον μήνα που ήταν εδώ. Είχαν ακούσει και για αντεκδικήσεις του νέου αυτοκράτορα. Γι αυτό εξάλλου είχαν αποφασίσει να φύγουν απ’ την αρρώστια που κυριαρχούσε στη Βασιλεύουσα. Ήταν επικίνδυνο να βοηθήσουν συγγενείς του φυγάδα πρώην βασιλιά, δεν μπορούσαν όμως να τους αφήσουν πίσω. Δεν θα είχαν κανένα έλεος οι διώκτες τους. Ακόμη και τυχοδιώκτες μπορεί να τους βασάνιζαν ή να τους σκότωναν προκειμένου να τους ληστέψουν.
«Ελάτε μαζί μας» είπε ο Νικηφόρος. «Θα σας βγάλω από την Πόλη σήμερα κιόλας. Έχετε άλογο;»
«Ναι, πάω να το φέρω» είπε ο Θεόδωρος.
Με τα δυο άλογα γύρισαν κι οι τέσσερις στο αρχοντικό του Νικήτα. Μπήκαν από το πίσω μέρος του κήπου, όπου είχε μια πόρτα, για να μην τους δει κανείς και τους καρφώσει.
«Ώστε, γνωρίζεις τον κυρ-Νικήτα;» είπε ο Θεόδωρος όταν είδε που είχαν φτάσει.
«Εγώ γνωρίζω τον αδελφό του» απάντησε ο Νικηφόρος. «Εδώ γνώρισα και τον ίδιο.»
Ο Νικήτας γνώρισε αμέσως τους δυο άρχοντες. Ήταν φίλοι του και τους εκτιμούσε. Τους απέδωσε τον απαιτούμενο σεβασμό. Χάρηκε που τους είδε. Καταλάβαινε τις δυσκολίες τους κι ήταν πρόθυμος για κάθε βοήθεια.
«Μην ανησυχείτε, θα σας βοηθήσει ο Νικηφόρος να φύγετε» είπε ο Νικήτας.
«Δεσπότη Θεόδωρε, συγνώμη που σου έτεινα το σπαθί μου» του είπε ο Νικηφόρος.
«Κι όμως, ήσουν ευγενικός κι υπομονετικός με τους δύο λαθρεπιβάτες σου Ναύαρχε» του είπε ο Θεόδωρος. «Σε σένα εξ άλλου στηριζόμαστε για τη συνέχεια.»
«Χαρά μου και τιμή μου να σας βοηθήσω, Ευγενέστατε» είπε ο Νικηφόρος.
«Στη Νίκαια να πάτε» τους είπε ο Νικήτας.
«Η Απάμεια κι η Πάνορμος, τα λιμάνια που βγάζουν στη Νίκαια, είναι στον δρόμο μας» είπε ο Νικηφόρος. «Θα σας αφήσω όπου νομίζετε καλύτερα.»
«Θα πάμε στη Βιθυνία» είπε ο Θεόδωρος. «Εκεί έχουμε εκτάσεις κι ανθρώπους. Ελπίζω να επιστρέψουμε γρήγορα! Σε ευχαριστώ Νικήτα, εσένα και τους φίλους σου για την βοήθεια. Δεν θα ξεχαστεί ποτέ!»
Κατέστρωσαν ένα γρήγορο σχέδιο για τον τρόπο που θα αντιμετώπιζαν τον έλεγχο από τα βενετσιάνικα πλοία. Είχαν επιβάλει τον νόμο της Βενετίας όχι μόνο στον Κεράτιο, αλλά, και στον Βόσπορο και στην Προποντίδα. Θα παρίσταναν πως ήταν όλοι τους μια οικογένεια ναυτικών.
«Εμείς που θα πάμε κόρη μου;» ρώτησε με ανησυχία η Ευανθία τη Ζωή.
«Θα γίνουμε για λίγο όλοι παιδιά σου μητέρα. Μέχρι την Πάνορμο τουλάχιστον» της απάντησε.
Η κυρά Ευανθία την κοίταξε απορημένη γι αυτά τα παράξενα λόγια της κι ο Νικηφόρος της εξήγησε.
«Αν μας ρωτήσουν, θα πούμε ότι είμαστε γαμπροί σου, εγώ και ο Θεόδωρος. Παντρευτήκαμε τις κόρες σου, την Ζωή και την Άννα. Ήρθαμε για δουλειές και γυρίζουμε όλοι μαζί στην Αθήνα. Είμαστε οικογένεια και γυρνάμε σπίτι μας.»
«Όπως θέλετε παιδιά μου. Ελπίζω να τα έχετε σκεφτεί καλά όλα αυτά.»
«Είναι ο μόνος τρόπος αν μας ελέγξουν οι Βενετοί» είπε ο Νικηφόρος.
Χαιρέτισαν τον Νικήτα που υποσχέθηκε στον Λάσκαρη κάθε βοήθεια. Του ζήτησε να επιστρέψει γιατί η αυτοκρατορία χρειαζόταν τα παλικάρια της. Στον Νικηφόρο έδωσε κάποια αντίγραφα των χρονικών του και μια επιστολή για τον Μιχαήλ στην Αθήνα. Ύστερα έφυγαν με δυο άλογα και μια άμαξα του Νικήτα για το λιμάνι. Το «Δήλος» και το πλήρωμά του τους περίμεναν για το ταξίδι της επιστροφής.
Ο Νικηφόρος ήταν χαρούμενος. Έστω και κατ’ όνομα, θα ήταν ο «σύζυγος» της Ζωής. Έβλεπε ότι το ίδιο αισθανόταν κι εκείνη και ένιωθε σαν μικρό παιδί. Εξόρκιζαν τον αμοιβαίο πόθο τους άλλοτε χάρη στην αυτοσυγκράτησή του κι άλλοτε χάρη στην αξιοπρεπή της στάση. Αυτή την αυτοσυγκράτηση και την αξιοπρέπεια, αισθήματα με ευγένεια κι ανωτερότητα, θα έφταναν να τα μισήσουν. Γιατί με αυτά διέστρεφαν το νόημα της ζωής και στερούσαν τους εαυτούς τους από την ευτυχία. Με αυτά προστάτευαν μια «τάξη» που μέτρο της ήταν η δυστυχία που θα προκαλούσε στην Αγνή.
Άφησαν την Πόλη σχεδόν ανακουφισμένοι. Το “Δήλος” έβγαινε από το λιμάνι του Κοντοσκάλιου. Σκέφτονταν κι οι δύο την Αγνή. Με τη σκέψη της κρατούσαν μακριά τους πειρασμούς του σώματος, αλλά, όχι και της ψυχής. Η Ζωή ζωγράφιζε σε παπύρους και δέρματα ζωγραφιές που ήταν μικροζωγραφική. Εκφραζόταν μέσα από αυτά με μια τεχνοτροπία πρωτότυπη για τους ρωμαϊκούς τρόπους. Χρησιμοποιούσε τα χρώματα μέσα από καινούργιες τακτικές. Εκείνος ήταν συνέχεια με ένα φτερό χήνας στο χέρι, ένα βαζάκι μελάνης δίπλα και μια περγαμηνή μπροστά του. Έγραφε σκέψεις, συνέθετε στίχους, εκφραζόταν όπως μπορούσε για να την έχει δίπλα του συνεχώς.
Το πλοίο ταξίδευε με το πλήρωμα. Ο Λάσκαρης κι η Άννα βρίσκονταν κάπου εκεί, το ίδιο κι η Ευανθία,. Αυτός όμως. ήταν δίπλα της. Ό,τι έγραφε, ήταν γι αυτήν. Φιλοτέχνησαν ένα ποίημα, στην αρχαΐζουσα αττική διάλεκτο, και μια ζωγραφιά. Έφτιαξαν ένα κοινό πνευματικό πόνημα.
Οράν εξεστι και γεγραμμένον
Τούτον τον ασύγκριτόν γε νουν
Πως εκ μελιχρών χειλέων μένων
Αναμφιλέκτοις συλλογισμοίς δεικνύουν
Έρωτα μαθόντες εν ευτυχία σέβειν
Ως η Ζωής πέπονθεν φύσις
Ως Νικηφόρου ύπερθεν, εμβαίνειν
Καταγλυκάζων κρινέτω εκμελιτούσης
Καρδίας λάρυγγα και ψυχής στόμα
Τούτον πας αναπτύσσων λόγοις δώμα
Η ζωγραφιά που το συνόδευε ήταν μια όσο γινόταν πιο φυσική απεικόνιση των δυο τους. Κάθονταν στην κουπαστή του “Δήλος” με ανοιγμένα τα μεγάλα πανιά του.
«Κράτησέ εσύ, αγάπη μου, το ποίημα και τη ζωγραφιά» της είπε. «Εγώ θα έρθω μια μέρα να σε βρω και τότε, εκεί, θα τα ξαναδούμε μαζί. Στο υπόσχομαι!»
«Θα έρθεις να με βρεις; Όπου κι αν είμαι;»
«Δίνω υπόσχεση ζωής και θανάτου γλυκιά μου» της είπε. «Θα έρθω όπου κι αν είσαι!»
Τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση και εμπιστοσύνη. Δεν κρυβόταν, βέβαια, και το διέκρινε κι εκείνος, ένας ανικανοποίητος πόθος όπως κι ένα πάθος. Αυτά που η Ζωή υπονοούσε, -πιο πολύ από αυτά που έλεγε- τον τρέλαναν. Ήταν οι δυο τους απολύτως μόνοι στην πλώρη και το σκοτάδι στο κατάστρωμα ήταν πηχτό. Εκεί, στην απόλυτη μοναξιά, με τον ήχο των λέξεων να τριγυρνά στα αυτιά, το συναίσθημα υπερχείλισε. Καθώς βγήκε από την καρδιά τους, έγινε αυτό που κι οι δυο απέφευγαν επιμελώς επί τόσες μέρες. Η Ζωή έστρεψε το κεφάλι της και τον φίλησε στα χείλη. Ήταν απαλό φιλί, σχεδόν φιλικό, παιδικό, αθώο, όμως έδειχνε όλη τη φωτιά που έκαιγε μέσα της.
Η ανταπόκρισή του ήταν κεραυνοβόλα. Την αγκάλιασε και το δικό του φιλί έσκασε πάνω της σαν κεραυνός. Έτσι, την κράτησε για μια στιγμή δική του. Εκείνη αφέθηκε εντελώς στην φωτιά του για να την κάψει. Ήτανε μόνο μια στιγμή, τίποτε άλλο, μόνο μια στιγμή! Ήταν αρκετή, όμως, για να αντέξει μια ολόκληρη ζωή. Την κράτησε έτσι μερικά δευτερόλεπτα ακόμη, μη πιστεύοντας ότι αυτό που ποθούσε, είχε συμβεί. Το «Δήλος» συνέχιζε την πορεία του μέσα στο ζεστό αυγουστιάτικο πρωινό. Η θάλασσα ήταν ακίνητη σαν λάδι κι η Κωνσταντίνου Πόλη όλο και ξεμάκραινε. Με ένα συναίσθημα πληρότητας μέσα στις ψυχές τους, άφηναν πίσω το βαρύ κλίμα της παρακμής. Δεν θα το άφηναν να τους αγγίξει. Προτίμησαν να κοιτάξουν μπροστά, στην ανοιχτή θάλασσα, κατά τον νοτιά.
***********************************
αύριο η συνέχεια


Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Η εκδίκηση των ονείρων.

Στο Μπρίστολ της Αγγλίας γκρέμισαν το άγαλμα του δουλέμπορου Κολτον και το έστειλαν στον βυθό του γειτονικού ποταμού. Στις Βρυξέλλες αποκαθηλώνουν το άγαλμα του Λεοπόλδου, πρώην βασιλιά τους, στον οποίο χρωστούν μεγάλο μέρος της σημερινής ευημερίας τους, γιατί ήταν σφαγέας και γενοκτόνος ενός ολόκληρου λαού. Πιο παλιά αποκαθήλωναν αγάλματα ή μνημεία του φασισμού. Ακόμα και τον Λένιν έριξαν όταν ο φιλελευθερισμός νίκησε τον σοσιαλισμό.

Η καταβαράθρωση των αγαλμάτων ή των μνημείων έχει μια λογική. Από την ακραία των Ταλιμπάν και του Άισις ως την ήπια της πολιτικής ορθότητας. Έτσι κι αλλιώς τα αγάλματα και τα μνημεία στήνονται για λόγους διδακτικούς σαν παραδείγματα προς μίμηση. Όταν η κοινωνία θεωρεί το παράδειγμα κακό και θέλει να διδάσκεται το αντίθετο από αυτό που συμβολίζει το άγαλμα, τότε η αποκαθήλωση είναι το ίδιο λογική όσο και το χτίσιμο.

Αν είχαμε άγαλμα του Ατατούρκ κάπου στην Ελλάδα θα το αφήναμε όρθιο; Κάναμε τζαμί το τέμενος στο Μοναστηράκι; Θα αφήναμε άγαλμα ή  μνημείο του Μεταξά ή του Παπαδόπουλου να μακροημερεύσει; Όχι, βέβαια!

Μια παρένθεση:
Νιώθω ξεχωριστή τιμή να είμαι απόγονος ανθρώπων που στο μεγάλο μνημείο τους (την Ακρόπολη) χάραξαν πάνω στις μετόπες όχι τυράννους ή ηγέτες, αλλά, τον ίδιο τον λαό. Τους απλούς ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, στη γιορτή των Παναθηναίων. Στις άλλες μετόπες η Γιγαντομαχία κι η αμαζονομαχία κι η κενταυρομαχία ήταν τα μεγάλα γεγονότα της υπεράσπισης αυτού του λαού από τις επιβουλές θεών κι ανθρώπων.  Μνημείο γιγαντιαίο χωρίς βασιλιάδες, γιατί δεν είχαν βασιλιάδες, και με θεούς σε μέτρα ανθρώπινα, ούτε μακρινούς ούτε παντοδύναμους και παντογνώστες και κατόχους μιας και μοναδικής αλήθειας.
Τον Παρθενώνα τον αλλοίωσαν και τον γκρέμισαν αυτοκράτορες και οπαδοί μονοθεϊστικών δογμάτων (Αλάριχος, Μοροζίνι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι), που μισούσαν την δημοκρατία την οποία ο Παρθενώνας τιμούσε και συμβόλιζε.

Ας επανέλθουμε στην σημερινή αποκαθήλωση των συμβόλων του ρατσισμού και της δουλείας. Δε είναι, λοιπόν, ανεξήγητο που γκρεμίζουν τον Κολτον και τον Λεοπόλδο. Ούτε είναι τσαλιμπανισμός αυτή η κατακρήμνιση. Το σωστό θα ήταν στη θέση του Κολτον να μπει το άγαλμα ενός από τους δούλους που ο δουλέμπορος εκμεταλλεύτηκε και στη θέση του Λεοπόλδου το άγαλμα ενός Κογκολέζου. Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.