Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Ο χρόνος παραμορφώθηκε

 (476) Ο χρόνος παραμορφώθηκε - Αντώνης Καλογιάννης & Μαρία Φαραντούρη (1977) - YouTube

Διαβάστε το ποίημα της Ρένας Χατζηδάκη, γραμμένο στα κρατητήρια της χούντας στις πιο μαύρες μέρες του ελληνισμού.
Δείτε το λίγο θεατρικά με τον τρόπο που θέλω εγώ να το δώσω. Μέσα από έξι σκηνές, διαβάστε το ποίημα κι ακούστε μετά τον Θεοδωράκη να το μελοποιεί θεϊκά.
Α. Μιλά η ίδια (όντας μελλοθάνατη) στο παιδί της και σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Φυσικά μέσα στην φυλακή ο χρόνος παραμορφώθηκε, τίποτε δεν γίνεται σωστά ούτε θα γίνει ποτέ στο μέλλον πια. Τους λέει: "Είμαι ο φόβος, ο θάνατος, η μνήμη, είμαι κι ο καημός της χαλασμένης μας ζωής", χαλασμένης αφού χωριστήκαμε κι είμαι μέσα στη φυλακή εγώ αντί να είμαστε μαζί.
Β. Δεν ησυχάζω. Πολιορκώ (με τον λόγο και τις πράξεις μου) τους εφησυχασμένους, την αδιαφορία τους, εγώ που -όντας πεθαμένη- δεν γίνεται να σκοτωθώ.
Γ. Τα παιδιά κληρονομούν την εμπειρία μας, τα λάθη μας, τα ψέματα με τα οποία μεγαλώσαμε, τους μύθους που μας έθρεψαν, με ό,τι εμείς δεν καταφέραμε να φτιάξουμε από αδυναμία. Θα καταλάβουν όμως και θα τα διορθώσουν εκείνα. Η νέα γενιά δεν θα χαθεί.
Δ.- Κι αν σε γυρεύω τώρα είναι γιατί θέλω να τραντάξω τον κόσμο με την γλώσσα μου που βγαίνει από την θυσία μου (τον θάνατο), πετάω κραυγές από την ταράτσα των βασανιστηρίων
Ε.- Εσύ θα βγεις από τον λαβύρινθο, θα είσαι δέντρο περήφανο που το ποτίζουν όλα τα ποτάμια, εσύ θα προλάβεις να ζήσεις, εσύ και τα παιδιά σου.
ΣΤ.- Κι αν εγώ θα έχω πεθάνει ωστόσο θα δικαιωθώ γιατί το κορμί μου, νεκρό μεν αλλά ακέραιο, θα αναπαύεται με την θύμησή σου και την θύμηση μιας ζωής ηλιόλουστης.


Ο χρόνος παραμορφώθηκε,

Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.

Ξέρεις που θα με βρεις,

Εγώ ο Φόβος. Εγώ ο θάνατος. Εγώ η μνήμη, ανήμερη.

Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,

εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.

Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.

Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,

ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν

ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.

Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.

Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,

πλούσια απ’ την κληρονομιά μας

πρώτη φορά, τα παιδιά

σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,

θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα

τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών

διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα,

ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,

χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας

σημαδεμένα από την αστραπή τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης

που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα

στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου

κι αν τώρα κάθε που ανασαίνω 

βγαίνει τ’ όνομά σου

όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,

με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν

τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,

της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,

κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,

με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν

τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου

ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο

ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,

στο σταυροδρόμι του κόσμου,

μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,

ίσως τότε τα παιδιά σου, μαζί μ’ όλα τα παιδιά,

να προλάβουν τον καιρό και τη ζωή

μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα

ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω

ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου

ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,

μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου

θα `χω γράψει τ’ όνομά σου σ' όλα τα χιόνια των γραμμών

θά 'χω διασχίσει το σκοτάδι που φοβόμουνα,

ως την άλλη όχθη

και το κορμί μου ίσως νεκρό

μα πάλι ακέραιο θ’ αναπαύεται

με γύρω του τη θύμησή σου

και τη λιόλουστη ζωή.