Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Έρωτας κι Επανάσταση


Λόγω εορτών κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε αξιόλογο για να ασχοληθώ μαζί του πέρα από τα σκουπίδια της ενημέρωσης και των σχολιασμών για την "13η σύνταξη" για την "επιστολή Τσακαλώτου", για τον Σόιμπλε και τους θεσμούς, δεν έγραψα τίποτε στο μπλογκ και προτίμησα να ολοκληρώσω ένα μυθιστόρημα που είχα αρχίσει πριν 2-3 μήνες. 

Έχει τον πιασάρικο τίτλο "Έρωτας κι Επανάσταση" αλλά είναι ακριβώς ένα βιβλίο για τον ΕΡΩΤΑ εν μέσω ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (του '21) κι ο τίτλος αυτός είναι η πιο σύντομη δυνατή περίληψη του περιεχομένου. Δυο λόγια γι αυτό:

Οι πρωταγωνιστές του είναι πέντε: Ως προς την καταγωγή είναι δυο Κερκυραίοι και τρεις Ηπειρώτες, ως προς το φύλο δύο είναι γυναίκες και τρεις άντρες και ως προς το θρήσκευμα δύο είναι μουσουλμάνοι και τρεις χριστιανοί. Ο χρόνος μέσα στον οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα είναι από την άνοιξη του 1819 ως το καλοκαίρι του 1822 κι ο χώρος όπου διαδραματίζονται αυτά τα γεγονότα είναι η Κέρκυρα, τα Γιάννινα, η Πίζα, η Οδησσός, η Μολδοβλαχία (Γαλάτσι, Δραγατσάνι, Ιάσιο), η Λιβαδειά κι η Αθήνα. Νομίζω ότι πέρα από την (κατά τη δική μου αισθητική και γνώμη) ενδιαφέρουσα ιστορία (περιπέτεια ερωτική, επαναστατική) ο αναγνώστης θα "ζήσει" και θα μάθει πολλά για χρόνους και τόπους που θεωρούνται γνωστά αλλά μας είναι σχεδόν παντελώς άγνωστα. Αυτό θα το διαπιστώσει κανείς όταν εκδοθεί αυτό το βιβλίο, πράγμα που δεν ξέρουμε πότε θα συμβεί. Προς το παρόν γράφτηκε και μου άφησε μια πολλή μεγάλη δόση ευχαρίστησης και ικανοποίησης για όσα περιέχονται σε αυτό κι ιδιαίτερα για το τέλος του.

Δεν θα αποφύγω τον πειρασμό να βάλω ένα μικρό απόσπασμα μόλις 340 λέξεις. Ο Ομέρ είναι απαγωγέας της γυναίκας που αναφέρεται στο απόσπασμα:

Προχώρησαν προς το ποτάμι για να πιουν νερό και να γεμίσουν τα παγούρια. Ο Καλαμάς ήταν ήρεμος εδώ ενώ λίγο παρακάτω έπεφτε απότομα σαν καταρράκτης. Το τοπίο ήταν γεμάτο δέντρα και χαμηλή βλάστηση καθώς οι σκιές των υψηλών δέντρων δεν άφηναν θάμνους και χορτάρια να γεμίσουν τον τόπο. Ξεπέζεψαν για να ξεκουραστούν κι αυτοί, να φάνε κάτι, να ξεδιψάσουν και να ξαποστάσουν και τα ζωντανά τους. Προχωρούσαν από τα χαράματα κι ήταν ήδη σχεδόν μεσημέρι. Της έλυσαν χέρια και πόδια αλλά την έδεσαν με ένα σχοινί από τη μέση και το λαιμό και την έσερναν όπως έσερναν τα άλογά τους.
-Άντε να πιεις νερό, της είπε ο Ομέρ
Πήγε στο ποτάμι κι ήπιε το πεντακάθαρο γάργαρο ποταμίσιο νερό που κυλούσε ήρεμα. Τα γκέμια που της είχαν φορέσει τα κρατούσε γερά ο Ομέρ. Δεν θα την άφηνε να τους φύγει. Την θεωρούσε ικανή να τους κάνει ζημιά και δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί ούτε για μια στιγμή.
-Να πλυθώ λίγο; του ζήτησε
-Δεν σε λύνω, της είπε εκείνος
-Μη με λύνεις, άσε με όμως να πλυθώ
-Δεν θα βγάλεις τα ρούχα σου! της τόνισε
-Όχι. Μόνο τα μανίκια θα σηκώσω λίγο
Έσκυψε στο ποτάμι κι έπλυνε το πρόσωπό της. Σήκωσε όσο μπορούσε τα μανίκια της κι έπλυνε τα χέρια της. Έβαλε και τα πόδια της στο νερό για να ανακουφιστεί. Ο Ομέρ έκανε πως δεν έβλεπε αλλά κρυφοκοίταζε λοξά κι αυτό που είδε τον έκανε να την ποθήσει. Είχε όσες γυναίκες ήθελε για να τον ξεδιψούν από την ερωτική του δίψα αλλά αυτή εδώ του φαινόταν να τις ξεπερνάει. Όχι μόνο ήταν νέα κι όμορφη αλλά είχε κότσια που θα ζήλευαν πολλοί άντρες. Είχε την ψυχή να ζητήσει εκείνη εκδίκηση για τους γονιούς της κι είχε σκοτώσει η ίδια τον Μουσταφά στη βάρκα. Για έναν κλέφτη των Ορέων όπως ήταν ο Ομέρ, όλα αυτά ήταν θαυμαστά και σκλάβωναν την ψυχή του.

Συγνώμη αν σας κούρασα αν και ήταν πολύ μικρό το κομμάτι.
... και με την ευκαιρία
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ