Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Οι σκέψεις ενός τιτάνα.



Δημοσιεύω και το δεύτερο κομμάτι από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου "Ο Μελέαγρος και το κυνήγι του Καλυδωνιου Κάπρου". Έχω προχωρήσει αρκετά και μου αρέσει που το γράφω. Επειδή μου έγραψαν με θετικά σχόλια για το κείμενο αρκετοί φίλοι και επειδή άλλοι μου είπαν προφορικά κάποια επίσης καλά λόγια γι αυτό, είπα να συμπληρώσω το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο "Μιλάει ο Καλυδώνιος Κάπρος" με την συνέχειά του. Ελπίζω να μην κουράζω κάποιους.
Θυμίζω ότι στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, ακούμε τις σκέψεις και τα λόγια του Καλυδώνιου Κάπρου που είναι ο τιτάνας Έξεχος. Είναι γιος της τιτανίδας Φαίας που κι αυτή μεταμορφώθηκε σε αγριογούρουνο και την σκότωσε ο Θησέας. Είναι γιος και του τιτάνα Τυφώνα που νίκησε τον Δία αλλά έχασε την τελική μάχη από έλλειψη πονηριάς και γκρεμίστηκε στον Τάρταρο μαζί με τον Κρόνο και τους άλλους ηττημένους τιτάνες.
Ο Έξεχος- Καλυδώνιος Κάπρος έχει νικήσει πάλι τους διώκτες του ήρωες που μαζεύτηκαν στην Αιτωλία να τον εξοντώσουν αλλά δεν τους σκοτώνει. Σκέφτεται την κατάστασή του περιμένοντας το αναπόφευκτο τέλος.

 
**************** 
Αποσύρομαι αργά από το πεδίο της μάχης. Τι να ξέρει ένας Θησέας; Τίποτε παραπάνω από όσα του έχουν πει. Η γνώση των ανθρώπων αυτής της εποχής μεταδίδεται με δασκάλους και διδαχές. Σε μας η γνώση υπάρχει μέσα μας. Εγώ είμαι το ένστικτο κι ο Θησέας η λογική. Παιδιά των πρωταρχικών δυνάμεων του σύμπαντος, της Γης, του Ουρανού και του Πόντου, είμαστε οι τιτάνες. Οι πρώτοι ήταν δώδεκα κι έγιναν περισσότεροι αργότερα γεννώντας εμάς, τα παιδιά τους. Είμαστε δυνάμεις της φύσης χωρίς επιτήδευση, καθαρές αλήθειες, ευτυχισμένα πλάσματα. Όταν οι Κρονίδες Θεοί νίκησαν, επέβαλαν τον δικό τους νόμο. Κι όσοι από εμάς δεν υποταχτήκαμε -γιατί δεν μας άφηνε η φύση μας να υποταχτούμε- υποστήκαμε τις βαριές συνέπειες. Όπως η πρόγονός μου η ξακουστή Μέδουσα.

Σκέφτομαι την αγνή Φορκίδα Μέδουσα. Όταν σκέφτομαι κι όταν αναπολώ, τότε πονώ λιγότερο. Από τους πιο ισχυρούς τιτάνες ήταν ο Φόρκυς. Κυριαρχούσε στη θάλασσα. Ισχυρή κι η Κητώ που βασίλευε στους βυθούς. Κόρες του Φόρκυ και της Κητώς ήταν οι Γραίες κι οι Γοργόνες κι ανάμεσα στις γοργόνες πιο όμορφη η Μέδουσα. Είχε χρυσούς πλοκάμους στα μαλλιά της και τα μεγάλα μάτια της ήταν κυανά. Όταν ανέβαινε στα σύννεφα για να τρέξει πάνω από τη θάλασσα, ακόμα κι ο Ήλιος κοντοστεκόταν για να την δει. Τον τραβούσαν τα άλογα, τα ζωσμένα στο άρμα του, για να τον επαναφέρουν στην τροχιά του. Έπρεπε συνεχίσουν για να ολοκληρωθεί ο κύκλος της μέρας. Κι η Ηώς, η Αυγή, ξεχνιόταν όταν η Μέδουσα, αγνή σαν κύκνος και παρθένα, έσχιζε τις θάλασσες και τους αγέρες. Παρασυρόταν κι ο άνεμος κι έγερνε προς το μέρος της. Δεν υπήρχε πλάσμα του ζωντανού κόσμου, αθανάτου ή θνητού, που να μην θαύμαζε το κάλλος της Μέδουσας.

Η Μέδουσα ήταν τιτανίδα κι οι τιτάνες είχαν ηττηθεί. Με μια μάχη δέκα ενιαυτών -ημερών, ετών, αιώνων, χιλιετών- ο Δίας επέβαλε την τάξη των θεών στον κόσμο. Οι τιτάνες ρίχτηκαν στον Τάρταρο. Ο Φόρκυς κι η Κητώ το ίδιο όπως κι ο Υπερίων κι ο Ιαπετός κι οι άλλοι. Όσους τιτάνες υποτάχτηκαν, οι θεοί τους κράτησαν στον κόσμο των ζωντανών πλασμάτων. Ο Ήλιος έμεινε στην υπηρεσία τους να ζεσταίνει τον κόσμο. Κάθε μέρα έπαιρνε το άρμα του στην ανατολή και το παρέδιδε στη δύση. Η Ηώς έμεινε για να προαναγγέλλει τον Ήλιο. Η Σελήνη έμεινε για να απαλύνει την Νύχτα. Υπηρέτες όλοι της τάξης των Ολυμπίων. Οι νύμφες έμειναν κι αυτές για να υπηρετούν και να διασκεδάζουν τους θεούς. Η Μέδουσα δεν υποτάχτηκε.

Όποιοι αντιστάθηκαν μέχρι τέλους, πλήρωσαν γι αυτήν τους την ανυπακοή. Οι τιτάνες ρίχτηκαν κάτω από τη Γη σε ένα βάθος απύθμενο. Όσο απέχει ο Ουρανός από την Γη, άλλο τόσο προς τα κάτω απέχει η Γη από τον Τάρταρο. Εκεί κυριαρχεί το Έρεβος. Εκεί είναι και το πρωταρχικό Χάος που συνεχίζει να σκεπάζει τα πάντα γύρω από τον δικό μας κόσμο. Άλλοι τιτάνες αντιστάθηκαν, ο Άτλας, ο Προμηθέας, ο Τυφών και τιμωρήθηκαν. Ο Άτλας υποχρεώθηκε να βαστάει το στερέωμα του ουρανού. Στον Καύκασο αλυσοδέθηκε ο Προμηθέας κι ένας αητός τρώει το συκώτι του. Ο Τυφών θάφτηκε από το ηφαίστειο της Αίτνας. Όλη η τιτανική γενιά χαλάστηκε.

Εμείς, όσα από τα παιδιά των τιτάνων επιζήσαμε, είχαμε τύχη φριχτή. Το ένα μετά το άλλο, μας μεταμόρφωσαν σε τέρατα οι θεοί, άλλος από ζήλια κι άλλος για παιχνίδι. Κι ύστερα έστειλε ο Δίας ήρωες κι ημίθεους να μας σκοτώσουν ... εμάς, τα τέρατα! Με τους άθλους τους θα απάλλασσαν οι ήρωες κι οι ημίθεοι τους ανθρώπους από την παρουσία μας. Δεν χωρούσαμε στην νέα δικαιοσύνη και τάξη των Ολυμπίων. Ήμασταν οι φορείς της τιτανικής αλήθειας, η γυμνή δύναμη της φύσης, η ευθύτητα. Πρώτα μεταμορφωθήκαμε σε αποκρουστικά και τερατόμορφα πλάσματα κι ύστερα έπρεπε να εκλείψουμε.

Έτσι, λοιπόν, κυνηγήθηκε κι η Μέδουσα η προγιαγιά μου, που το αίμα της κυλά στις φλέβες μου. Την σκέφτομαι και ριγώ και ριγούν μαζί μου οι πλειάδες οι κόρες του Άτλαντα. Ζήλεψε την κύκνεια παρθένα Μέδουσα η Αθηνά. Ναι! Η υπέροχη κι επιβλητική, η αγαπημένη κόρη του Δία, ζήλεψε την τιτανίδα! Πως ήταν δυνατό η κόρη του ηττημένου να λάμπει πιο δυνατά από την κόρη του άρχοντα του κόσμου; Αυτό σκεφτόταν κι αυτό την κατέτρωγε. Την παγίδεψε. Την έσπρωξε με δόλο να επιτεθεί στον Όλυμπο. Μέσα στην άγρια αγανάκτησή της για τον χαμό των πλειάδων, χίμηξε η κυανομάτα κόρη του Φόρκυ ενάντια στον Όλυμπο. Η Αθηνά ήταν εκεί. Την περίμενε και με τη βοήθεια των κεραυνών του Δία την γκρέμισε. Την έσυρε ηττημένη έξω από τον κόσμο των θνητών και των αθανάτων ως την άκρη του Ωκεανού. Την μετέτρεψε σε τέρας, σε γοργόνα που το βλέμμα της πάγωνε τα πάντα. Κι έστειλε, ύστερα, ο Δίας έναν γιο του, τον Περσέα, να της πάρει το κεφάλι.

Πρόλαβε όμως η υπέροχη παρθένα, να κάνει δυο παιδιά με τον Ποσειδώνα. Από εκείνα τα παιδιά της κρατάω κι εγώ. Κανείς δεν μπόρεσε να αγγίξει την, αγνή σαν τον κύκνο, παρθένα Μέδουσα. Μόνο ο κυανοχαίτης Ποσειδών, γιος του Κρόνου κι αδελφός του Δία, κατέκτησε την παρθένα. Τα παιδιά της έμειναν μέσα της μέχρι που κόπηκε το κεφάλι της. Τότε πετάχτηκαν ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ. Ο ένας ήταν ένα υπέροχο άλογο που έζεψε ο Δίας. Ο άλλος ήταν η χρυσή βροχή κι είχε κόρη του την εξαίσια Έχιδνα. Ήταν κι αυτή εκπληκτική σαν τη γιαγιά της. Οι θεοί την μεταμόρφωσαν κι αυτήν, αργότερα, σε φίδι. Με την Έχιδνα πήγε ο τρομερός Τυφών όταν μέσα του ωρίμαζε η σκέψη να τα βάλει με τον Δία. Δεν είχε μεταμορφωθεί ακόμη σε φίδι η Έχιδνα, ήταν τότε μια πανέμορφη κόρη.

Ο Τυφών κι η Φαία είναι οι δικοί μου γονείς. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή του τρομερού τιτάνα εκτός από την Φαία. Όταν τον κοίταξε, τον μάγεψε. Κι αυτός ησύχασε και δεν έπληξε τον Κιθαιρώνα. Έμεινε μόνο να κοιτάει στα μάτια την τιτανίδα που στεκόταν μπροστά του άφοβη. Ήταν η μάνα μου που την είχε γεννήσει η Έχιδνα και πάλι χάρη στον Τυφώνα. Γι αυτό, πατέρας και παππούς μου είναι ο τρομερός Τυφών, αυτός που τρομοκράτησε τον Δία. Όταν ανέβηκε στον όρος των θεών με την φοβερή του ορμή, οι θεοί μεταμορφώθηκαν σε ζώα για να του κρυφτούν. Έφυγε κι ο Δίας τρομαγμένος από τον Όλυμπο όπως είχαν φύγει φοβισμένοι κι οι άλλοι θεοί. Τον νίκησε τον Δία ο Τυφών, αλλά δεν τον κατέβαλε.

Μόνο η θεά Αθηνά είχε την δύναμη να μείνει και να ταρακουνήσει τον πατέρα της, Του είπε να κάνει κουράγιο και να αντισταθεί. Έγινε τότε μια μεγάλη μάχη, σώμα με σώμα, κι ο Τυφών νίκησε τον Δία. Του έκοψε τους τένοντες και τον αχρήστεψε. Μπορούσε τώρα να ξαναφέρει τον Κρόνο στον θρόνο του. Ο νέος κόσμος είχε χάσει κι ο παλιός μπορούσε πια να επανέλθει. Με δόλο μονάχα και με τη βοήθεια του Ερμή και του Πάνα, μπόρεσε ο Δίας να ξαναβρεί του τένοντες του. Βρήκε και νέους κεραυνούς για να αντεπιτεθεί. Και τότε νίκησε τον Τυφώνα σε μια μεγάλη μάχη στο όρος Αίμος. Τον κυνήγησε ως την Σικελία όπου τον έθαψε ρίχνοντας στο κεφάλι του ένα ολόκληρο βουνό, την Αίτνα.

Αυτός ο τρομερός Τυφών, η πιο ισχυρή αμφισβήτηση του Δία, ξελόγιασε την σοφή κι όμορφη μάνα μου, την Φαία. Κόρη της όμορφης Έχιδνας, εγγονή της χρυσής βροχής, του Χρυσάορα, γεμάτη χάρες και καλοσύνη ήταν η Φαία. Δισέγγονη της μοναδικής εξαίσιας Μέδουσας, είχε την απίστευτη γοητεία της. Πολλοί την ήθελαν κι όλοι σχεδόν οι θεοί την πολιορκούσαν. Με δώρα ερχόταν ο Απόλλων, με υποσχέσεις ο Ερμής και με τα θαυμαστά του τεχνουργήματα ο Ήφαιστος. Ο ίδιος ο Δίας την περιτριγύριζε κι άλλαζε για χάρη της μορφές. Σαν παιδιά έπαιζαν οι θεοί και έτσι τους έβλεπε η Φαία που τους λυπόταν. Μέσα στην ωριμότητα και την σοφία της, η Φαία έβλεπε την αλήθεια και γι αυτό περιφρονούσε τους θεούς. Μάτια είχε μόνο για τον επαναστάτη Τυφώνα. Αυτός ήταν η καθαρή έκφραση της ζωντανής ζωής. Μαζί του έκανε τρία παιδιά, τον Ερύμανθο, τον Χαλκέα κι εμένα, τον Έξεχο.

Το πλήρωσε, όμως, η Φαία που ήταν τιτανίδα και που δεν θέλησε να υποταχτεί. Την μετέτρεψαν οι θεοί σε γουρούνα. Την άφησαν στον Κρομμυώνα, μια τοποθεσία ανάμεσα στα Μέγαρα και την Κόρινθο, στους πρόποδες των Γερανείων. Την έλεγαν “η Κρομμυωνία Ύς”. Είχε κι εκείνη την μοίρα των άλλων τιτανίδων που αμφισβήτησαν την νέα τάξη. Όπως η Μέδουσα που έχασε την ομορφιά της κι έγινε γοργόνα. Όπως η Ύδρα που έγινε τέρας με πολλά κεφάλια. Όπως η Έχιδνα που έγινε φίδι. Έτσι κι η Φαία, η μάνα μου, έζησε στον Κρομμυώνα σαν τέρας, ώσπου ο Θησέας, ένας ήρωας, την σκότωσε κι αυτήν. Εμείς, τα παιδιά της, τιτάνες ανυπότακτοι κι ευτυχισμένοι, γίναμε όλα κάπροι, ο Ερυμάνθιος, ο Χάλκινος κι ο Καλυδώνιος.

Έτσι γεννήθηκα. Μέσα μου είμαι τιτάνας και κουβαλάω πολλές κληρονομιές. Η υπέροχη Μέδουσα, το θαυμαστό πλάσμα, κι ο κυανοχαίτης Ποσειδών, είναι οι μακρινοί μου πρόγονοι. Η πανέμορφες παρθένες Έχιδνα και Φαία είναι γιαγιά μου η μια και μητέρα μου η άλλη. Ο Χρυσάωρ, προπάππος μου, ρέει σαν την χρυσή βροχή μέσα στις φλέβες μου. Πατέρας και παππούς μου είναι ο ασυγκράτητος Τυφών, ο πιο επικίνδυνος αμφισβητίας της εξουσίας του Δία. Υπέροχοι ανυπότακτοι τιτάνες οι θείοι μου, τα ξαδέλφια μου, ολόκληρη η γενιά μου. Ο Λέων της Νεμέας, ο Κέρβερος, η Λερναία Ύδρα. Αυτή είναι η καταγωγή μου και τέτοια είναι η τιτανική μου φύση. Είμαι κι εγώ ένα παιδί της Γης. Γεννήθηκα κι έζησα πλήρης στα βουνά, τους κάμπους, τις λίμνες και τους ποταμούς. Είμαι ο Έξεχος, ένα παιδί της ευτυχισμένης Αιτωλίας. Θα ζήλευε κι ο ίδιος ο Δίας ακόμη το ευγενικό αίμα που ρέει στις φλέβες μου.

Εδώ επάνω στις κορυφογραμμές, απέναντι από τις κόρες του Άτλαντα, τις πλειάδες, σκέφτομαι την μητέρα μου κι όσα μου έλεγε.

«Παιδί μου να προσέχεις. Όλα τα παιδιά μου πρέπει να προσέχετε. Οι θεοί παραμονεύουν και σας μισούν.»

«Εγώ τα πάω καλά με τους θεούς, μάνα» της έλεγα κι αυτή ήταν η αλήθεια. «Η Άρτεμη είναι φίλη μου. Κυνηγάμε μαζί στα δάση της. Η Αθηνά χαίρεται να μιλά μαζί μου. Η Αφροδίτη μου χαϊδεύει τα μαλλιά.»

«Κι ο Δίας;»

«Δεν έχω σχέση με τον ηγέτη των Ολυμπίων.»

«Αλίμονό σου όταν θα αποκτήσεις.»

«Δεν το σκοπεύω μάνα, μην ανησυχείς. Αυτός έχει πολλά να σκεφτεί, δεν θα ασχοληθεί με μένα.»

Έκανα παρέα με τις θεές. Ήμουν ένα νεαρό παλικάρι με όμορφη χαίτη και πύρινα μάτια. Το κορμί μου είχε ένα χρώμα χρυσαφί. Έτσι μου το έφτιαξε ο Ήλιος που περνούσε από κοντά μου για να με χαιρετίσει. Τα μαλλιά μου ήταν μακριά. Κυλούσαν στους ώμους μου σαν χρυσή βροχή, κληρονομιά που μου άφησε ο Χρυσάωρ. Θεές κι ημίθεες και θνητές, με ποθούσαν. Το πάθος, όμως, εγώ το κρατούσα για τις τιτανίδες. Όσο ταπεινές κι αν ήταν οι νύμφες μπροστά στις θεές, εγώ πάντοτε εκείνες προτιμούσα. Ξενυχτούσα μαζί τους στις πηγές και στα δάση. Έβρισκα τα πιο όμορφα και μυρωδάτα λουλούδια για να τα χαρίζω στις Δρυάδες του δάσους. Ανακάλυπτα τους πιο μελωδικούς ήχους της τσίχλας και του χελιδονιού και τους χάριζα στις νηρηίδες των λιμνών. Τα κροταλίσματα των γρύλλων ήταν τα πιο ακριβά μου δώρα στις κοπέλες που αγαπούσα.

«Γιε μου, να προσέχεις. Μόνο θεοί επιτρέπεται να έχουν τέτοια μανία για τις γυναίκες. Εκείνοι δεν έχουν τίποτε να κάνουν κι έτσι παίζουν και γελούν. Εσύ, όμως, είσαι μια δύναμη της φύσης. Αν παίρνεις την μπουκιά από το στόμα τους θα σε μισήσουν. Τι θα απογίνεις;»

«Γιατί οι θεοί κι όχι εγώ μάνα;»

«Το δικό τους γένος αγόρι μου είναι διαφορετικό από το δικό μας. Εμείς είμαστε η αλήθεια, εκείνοι είναι η χαρά. Ένας θεός δεν μπορεί παρά να είναι χαρούμενος, αλλιώς δεν έχει νόημα η ύπαρξή του. Μέσα στη χαρά του παίζει με όλα. Παίζει με τους ανθρώπους, κάνει πολέμους, μεταμορφώνεται, ερωτεύεται. Παίζει μαζί μας, χαίρεται να μας ταλαιπωρεί.»

«Κι ο έρωτας;»

«Είναι χαρά. Τους ανήκει.»

«Κι εμείς;»

«Εμείς είμαστε η αλήθεια. Τίποτε περιττό δεν κάνουμε και τίποτε δεν παραλείπουμε. Είμαστε παιδιά της Γης. Ο δικός μας έρωτας γεννά τα φαινόμενα. Τρεις χιλιάδες λίμνες κι άλλα τόσα ποτάμια έσπειραν οι τιτάνες. Τα δικά μας παιδιά είναι κομμάτια του σύμπαντος κόσμου. Τα νέφη, τα δέντρα, τα άλογα, οι κάμποι, αυτά όλα είμαστε εμείς. Μας λένε Νεφέλες, Κενταύρους, Λαπίθες, μας αναγνωρίζουν σαν παιδιά τιτάνων. Όπως κι αν μας βλέπουν, όμως είμαστε εμείς, η φύση αυτοπροσώπως.»

«Και τα παιδιά των θεών ... ποια είναι; τι κάνουν;»

«Τα παιδιά των θεών είναι τα εκτελεστικά όργανα των σκοπών του συμβουλίου των δώδεκα θεών στον Όλυμπο. Αυτοί τακτοποιούν την φύση. Την φτιάχνουν όπως τους βολεύει. Την μεταχειρίζονται για να χτίσουν τον δικό τους κόσμο.»

«Κι εγώ, τι κακό κάνω μάνα;»

«Κακό δεν κάνεις. Μόνο που σκορπάς το καλό με τρόπο άνισο. Αποφεύγεις τις θεές και προτιμάς τις νύμφες. Γιατί λες να σου κάνουν παρέα; Τι λες να θέλουν από σένα; Πως μπορείς να τις αγνοείς;»

«Με έχει ξετρελάνει μια νύμφη, κόρη του Εύηνου. Μέσα στα μάτια της καθρεφτίζονται όλα τα βότσαλα της όχθης. Μέσα στη φωνή της ακούω όλα τα παράπονα κι όλες τις χαρές των βατράχων.»

«Χτες σε είχε τρελάνει η κόρη της Τριχωνίδας ...»

«Τι να κάνω, μάνα;»

«Να το σκεφτείς αν θα υποταχτείς ... γιατί αλλιώς ...»

«Εσύ θα υποταχτείς Φαία;»

«Είμαι κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορώ να υποταχτώ.»

«Κι εγώ είμαι γιος σου, παιδί κι εγγονός του Τυφώνα, δεν μπορώ ούτε κι εγώ να υποταχτώ.»

«Αν δεν υποταχτείς, γιε μου ακριβέ, τουλάχιστον κοίτα να μην τους προκαλείς.»

«Το ίδιο είναι γλυκιά μου Φαία, το ίδιο!»

Δεν μου απάντησε σε αυτό η Φαία. Το ήξερε καλύτερα κι από εμένα. Στην τάξη του Δία και των Ολυμπίων η προσποίηση είναι το παν, η μεταμόρφωση, η παραλλαγή. Αλλάζουν το σχήμα των πραγμάτων, ζωντανών κι άβιων. Το κάνουν οι αθάνατοι για παιχνίδι κι ακολουθούν οι θνητοί από ανάγκη. Οι θεοί, με πρώτον τον Δία, γίνονται ταύροι, κύκνοι, σύννεφα. Προκειμένου να χαρούν και να διασκεδάσουν -το μόνο που ξέρουν να κάνουν καλά- ξεγελούν τους θνητούς. Προσποιούνται, μεταμορφώνονται και στήνουν παγίδες. Φτιάχνουν σχέδια πολέμων. Εκδικούνται τους θνητούς που δεν τους τιμούν και δεν τους θυμούνται. Θέλουν να μυρίζουν σφάγια των θυσιών, αποδείξεις ότι οι θνητοί τους σκέφτονται. Άλλοτε τιμωρούν και σκευωρούν, άλλοτε χαρίζουν δώρα κι άλλοτε τα παίρνουν πίσω. Κι οι θνητοί ακολουθούν στον ίδιο δρόμο. Προσποίηση και παραλλαγή.

Βλέπω τις πλειάδες που ακούν τις σκέψεις μου και το φως τους τρεμοσβήνει σαν να συμφωνούν. Βλέπω με το νου μου το χάλκινο γένος των ανθρώπων να υποφέρει και σκέφτομαι ότι το μέλλον τους επιφυλάσσει χειρότερα.

«Όταν τελειώσουν με εμάς οι ήρωες κι οι ημίθεοι» μου έλεγε η Φαία, «τότε θα έρθει η σιδηρά εποχή. Το σιδερένιο γένος των ανθρώπων θα υποφέρει πολλά. Τόσα που η γη δεν θα το αντέξει και θα το ξεφορτωθεί.»

«Δεν θα τους βοηθήσουν οι θεοί;» την ρωτούσα.

«Πρώτα θα έχουν εξοντωθεί οι ίδιοι. Θα σβήσουν από την μνήμη των ανθρώπων. Ο Όλυμπος κι οι κορυφογραμμές κι όλα τα βάθη θα καταληφθούν από το σιδερένιο γένος των ανθρώπων. Τότε θα εξαγριωθεί η Γη.»

Οι θνητοί δεν κάνουν ό,τι κάνουν για το κέφι τους, όπως οι θεοί. Από ανάγκη το κάνουν. Μεταμορφώνουν την φύση για να προφυλαχθούν, να φάνε, να ζήσουν. Καίνε το χώμα και βγάζουν τον χαλκό και το σίδερο. Μπολιάζουν τα φυτά για να πάρουν τα φρούτα και τους καρπούς. Τιθασεύουν τη θάλασσα με λιμάνια και πλοία. Οι κάμποι κι οι πλαγιές αλλάζουν σχήμα και χρώμα. Τα βουνά γεμίζουν αναβαθμίδες για να μην κυλάει το νερό και το χώμα. Καίνε δάση για να φτιάξουν λιβάδια, ξεριζώνουν δέντρα για να φυτέψουν στάρι και κριθάρι. Σκοτώνουν τα ζώα για να τα ψήσουν και να τα φάνε. Η Γη πονάει αλλά αυτοί δεν το νιώθουν. Δεν έχουν μάθει να ακούνε τη γη. Κάνουν μόνο αυτό που τους δίδαξαν οι θεοί. Όπως οι Ολύμπιοι ξεγελούν τους θνητούς με τις μεταμορφώσεις τους, έτσι κι οι θνητοί ξεγελούν τη φύση. Την γονιμοποιούν για το δικό τους καλό. Αυτή είναι η αέναη τάξη των Ολυμπίων. Όποιος την διακόπτει ή την διαταράσσει, τιμωρείται. Είτε θνητός, είτε θεός, είτε τιτάνας, πληρώνει. Κι η διαμαρτυρία της Γης γι αυτό το κακό, γεννά πότε τον Τυφώνα και πότε τους Γίγαντες. Η αγανάκτηση της μητέρας Γης λέγεται αμφισβήτηση της παγκόσμιας τάξης.

«Και μόνο που υπάρχουμε μάνα, προκαλούμε» της έλεγα.

«Γιατί το λες αυτό Έξεχε;»

«Από εσένα το άκουσα κι όταν το σκέφτηκα μου φάνηκε σωστό. Όσο υπάρχουμε εμείς, οι άνθρωποι θα έχουν τον πειρασμό να ακολουθούν τα ένστικτα κι όχι την λογική τους. Κι ό,τι χτίζουν τη μια μέρα οι αθάνατοι, θα το γκρεμίζουν οι θνητοί την άλλη.»

«Πότε έγινες σοφός γιε μου;»

«Ήμουν πριν γεννηθώ. Μέσα από σένα, σοφή Φαία!»

Δεν έκλαιγε τη μοίρα της η Φαία. Δεν κλαίμε γι αυτό οι τιτάνες. Υπομένουμε με καρτερία, αθάνατοι ή θνητοί, τον δικό μας Τάρταρο που θα μας βρει αναπόφευκτα. Ίσως κάποιοι από εμάς να ήταν ξέγνοιαστοι, ανίδεοι για το τι τους περιμένει. Εγώ δεν ήμουν. Η σοφή μητέρα μου δεν άφησε περιθώρια για πίστη σε λάθος πράγματα. Η κατάληξη του πατέρα μου, κάτω από την Αίτνα, δεν μου άφησε αμφιβολίες για το πως θα κατέληγαν όλα. Εγώ, ο Έξεχος δεν φοβόμουν τη μοίρα μου. Ζούσα την επίγεια ζωή μου και περίμενα πως θα ζούσα κάποτε κι εγώ τον δικό μου επίγειο Τάρταρο. Το βέβαιο ήταν πως δεν θα πρόδιδα την φύση μου. Χαιρόμουν τη ζωντανή ζωή απλόχερα. Ένιωθα τον έρωτα για τα πάντα γύρω μου να με λούζει καθημερινά με το πλούσιο φως του. Ήμουν απολύτως ευτυχής στην ευτυχισμένη Αιτωλία κι έκανα τα ζωντανά όντα δίπλα μου ευτυχισμένα κι αυτά. Κι ας έκαναν οι θεοί τελικά ό,τι ήθελαν, ας με μεταμόρφωσαν, ας με κυνηγούσαν. Το ήξερα πως κινδύνευα αλλά δεν με ένοιαζε αυτό. Με ένοιαζε μόνο να μην υποταχτώ. Όχι γιατί δεν ήξερα ποιο ήταν το “συμφέρον” μου αλλά γιατί δεν μπορούσα, από την φύση μου, να το κάνω.

Ακούω από κάτω στον κάμπο, δίπλα στην αγαπημένη μου Καλυδώνα, τους ήρωες να τραγουδούν. Λένε για την δόξα των θεών και για τα κατορθώματά τους. Ένας τέτοιος άθλος τους θα είμαι σε λίγο κι εγώ. Δεν τους φοβάμαι, τους λυπάμαι. Σκέφτομαι πάλι την σοφή Φαία.

«Ο Αχελώος μου χαμογελούσε χτες» της είχα πει μια μέρα.

«Γνωρίζω καλά τους ποταμίσιους θεούς» μου είπε. «Θα είναι γιατί λούστηκες στα νερά του.»

«Δεν ήταν για μένα, νομίζω. Λουζόταν εκεί μαζί μου κι η νύμφη Λευκή. Η ομορφιά της δεν μπορεί να συγκριθεί παρά μόνο με την ομορφιά των ηλιαχτίδων.»

«Όταν αφρίζει ο ποταμός, τότε η Λευκή εμφανίζεται και τρέχει πάνω στον αφρό τους» μου είπε η Φαία.

«Έτσι αφρισμένος ήταν. Κι ήταν όμορφη η νύμφη, μέσα στα αραχνοΰφαντα πέπλα της τυλιγμένη.»

«Πολλοί θα έσκασαν από τη ζήλια τους.»

«Ο Παν κι ο Σειληνός μας κοιτούσαν αλλά δεν ζήλευαν.»

«Και τι έκαναν αυτοί οι μουρντάρηδες;»

«Έπαιζαν τον αυλό και την σύριγγα για να χορεύει η Λευκή πάνω στο κορμί μου. Κι ο Αχελώος ήταν ευτυχισμένος. Κι ο ήλιος χαμογελούσε από ψηλά.»

«Κάποιοι κοιτούν αυτή την ευτυχία, γιε μου, και δεν την αντέχουν. Αυτούς φοβάμαι.»

Φοβόταν την ζήλια των κυρίαρχων Ολυμπίων η Φαία. Δεν είχε άδικο. Δεν άργησε να ξεσπάσει πάνω στα κεφάλια μας η εκδίκησή τους. Εκείνη έγινε ύς, δηλαδή γουρούνα, ενώ εγώ και τα αδέλφια μου γίναμε κάπροι. Έμεινε εκείνη στα Γεράνεια κι εγώ στα βουνά της Αιτωλίας, στην αγαπημένη μου Καλυδώνα.

Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Δίας έστειλε να μας σκοτώσουν. Το έκανε κιόλας με την σοφή Φαία, την Κρομμυωνία γουρούνα, όπως την είχε καταντήσει. Το έκανε με τα αδέλφια μου και με τα ξαδέλφια μου, τον Λέοντα της Νεμέας, την Λερναία Ύδρα, την Σφίγγα. Τώρα είχε έρθει επιτέλους κι η σειρά μου. Την δουλειά την είχαν αναλάβει τα καλόπαιδα που τα είχαν σπείρει οι θεοί. Ήταν οι Ήρωες κι οι Ημίθεοι. Οργανωτής του κυνηγιού εμού του ιδίου, του “τρομερού φονιά” Καλυδώνιου Κάπρου, θα ήταν ο Μελέαγρος!



Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Οι φυσικομαθηματικοί γεννιούνται και πεθαίνουν στις 14 Μαρτίου

Σήμερα 14 Μαρτίου 2018 πέθανε ο Στήβεν Χώκινγκ. Όλοι γνωρίζουν γι αυτόν. Ο μεγαλύτερος φυσικο-μαθηματικός της εποχής μας. Βρήκε καινούρια πράγματα (το λέμε: διατύπωσε θεωρίες) φαντάστηκε απίστευτες θεωρίες που τις απέδειξε (ή, ισοδύναμα, έκανε ανακαλύψεις) και εκλαΐκευσε την θεωρητική φυσική με τρόπο σχεδόν δημοσιογραφικό (δηλαδή δίδαξε τον κόσμο). Δεν έδωσε πολλά χρόνια ζωής στην ανθρωπότητα, γύρω στα χίλια είπε. Μετά τα έκανε εκατό. Και πολλά είπε, νομίζω.
Σαν σήμερα 14 Μαρτίου 1879 γεννήθηκε ο Αϊνστάϊν, ο μεγαλύτερος από τους φυσικομαθηματικούς του 20ου αιώνα. Διατύπωσε νέες θεωρίες, έκανε ανακαλύψεις (φαντάστηκε) και δίδαξε τον κόσμο κι αυτός όπως ο Χώκινγκ. Είτε έδινε είτε όχι χρόνια στην ανθρωπότητα, σίγουρα φρόντισε να λιγοστέψει επικίνδυνα και τα όσα πολλά ή λίγα είχε.
Στις 14 Μαρτίου 1883 πέθανε ο Καρλ Μαρξ. Κι αυτός διατύπωσε νέες θεωρίες, έκανε ανακαλύψεις (φαντάστηκε) και δίδαξε τον κόσμο. Τόσο καλός στη σκέψη που εύλογα θα τον έκανες φυσικομαθηματικό. Αθεράπευτα αισιόδοξος, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί το τέλος της ανθρωπότητας.
Η 14η Μαρτίου έχει οριστεί παγκοσμίως σαν η ημέρα του αριθμού π (το ελληνικό πί) που ισούται με το 3,14 περίπου γιατί μετά το ,14 ακολουθούν δισεκατομμύρια ψηφία ατελείωτα που κάνουν τον αριθμό αυτόν να λέγεται υπερβατικός. Το πι είναι ο λόγος του μήκους ενός κύκλου προς την διάμετρό του. Υπερβατικός αριθμός, όπως υπέρβαση της ανυπαρξίας είναι η γέννηση και της ζωής ο θάνατος.
Σήμερα λοιπόν που η μέρα είναι τόσο ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ είπα να την συνοδεύσω με κάποιες μαθηματικές αρμονίες, ήτοι μελωδίες.

Έτσι, λοιπόν: 
1.
Για την αθανασία που εξασφάλισαν και ο Χώκινγκ και ο Αϊνστάϊν και ο Μαρξ αλλά και το πί προτείνω το immortal του Rodrigo Leao
Το βρίσκει κανείς στο youtube στη διεύθυνση:
https://www.youtube.com/watch?v=c9OVvxLkYdk 
2. 

Σαν memorial με θρησκευτικό συναίσθημα (θλίψης και ελπίδας) λέω να ακούσουμε και το AVE MUNDI επίσης του Rodrigo Leao  
Θα το βρείτε στη διεύθυνση
https://www.youtube.com/watch?v=rOEpOKIjgwY
3.
Και για να μην φύγουμε σήμερα από τον υπέροχο Rodrigo Leao αφιερώνω στην 14η Μαρτίου το Carpe Diem, το "Άδραξε την μέρα" που είναι η πιο σωστή σκέψη σε μιαν επέτειο τέτοιων σημαντικών θανάτων ή γεννήσεων.
 Θα το βρείτε στη διεύθυνση:
 https://www.youtube.com/watch?v=jk6AAYnhXMg
4.
Κλείνω τον Rodrigo Leao με το αριστούργημα "Alma Mater" που πάει με όλα, θανάτους και γεννήσεις, ακόμα και με τις στιγμές της πιο μεγάλης ευτυχίας.

Θα το βρείτε στη διεύθυνση:
https://www.youtube.com/watch?v=FSJzvn6L7Rs

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Ένα νέο βιβλίο


Μόλις τελείωσα ένα βιβλίο για τις Αμαζόνες με τίτλο "Η αρχή και το τέλος του Ελεύθερου Λαού" ή (εναλλακτικά) "Η Εσχάτη Αμαζών". Μου αρέσει πολύ, Το ευχαριστήθηκα όσο το έγραφα κι ίσως το εκδώσω κάποια μέρα στο μέλλον. Τώρα όμως έχω ήδη ξεκινήσει να γράφω ένα άλλο βιβλίο που, προς το παρόν, με συναρπάζει. Αυτός είναι ο λόγος που θέλω να το μοιραστώ μαζί σας εδώ στο μπλογκ μου, παρά το γεγονός ότι αυτόν τον καιρό "τρέχει"η πώληση του βιβλίου "Η ΑΡΓΥΡΗ ΕΠΟΧΗ των ανθρώπων" που πρόσφατα εκδόθηκε κι έτυχε παρουσιάσεων.

Το νέο βιβλίο, από το οποίο έχω γράψει μόνο το Α' μέρος (περίπου 50 σελίδες μεγέθους Α5) έχει τίτλο (προς το παρόν) "Ο ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ και το κυνήγι του ΚΑΛΥΔΩΝΙΟΥ ΚΑΠΡΟΥ" και είναι ένα μυθιστόρημα της εποχής των θεών, των ηρώων και των τιτάνων. Σε αυτό το πρώτο μέρος έχω γράψει τρία κεφάλαια στα οποία διηγούνται την, μέχρι στιγμής, ιστορία τους τρία πρόσωπα, ο Καλυδώνιος Κάπρος, ο θεός Δίας και η Κρομμυωνία Ύς (η μητέρα του Καλυδώνιου Κάπρου). Και στα τρία κεφάλαια οι διηγήσεις είναι σε πρώτο πρόσωπο.
Επειδή ενθουσιάστηκα με το βιβλίο και το γράψιμό του, θα μοιραστώ μαζί σας ένα μέρος του. Φυσικά αυτό θα αλλάξει αργότερα, ίσως πολύ σύντομα. Ίσως αλλάξει θέση, ίσως μεταβληθεί το κείμενο, ίσως , ίσως, ίσως ... Όλα μπορούν να γίνουν. Προς το παρόν εδώ καταχωρώ ένα μέρος από όσα έχουν γραφτεί. Το μοράζομαι ως έχει γιατί μου αρέσει.
Παραθέτω λοιπόν ένα τμήμα από το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους. Τίτλος: "Μιλά ο Καλυδώνιος Κάπρος"

****************************************************** 
Γεννήθηκα σαν ένα καλλιτέχνημα της φύσης. Συνήθιζα να αισθάνομαι τη γλυκιά ζέστη του ήλιου και το τρυφερό άγγιγμα των ζωυφίων. Απολάμβανα τον θαυμασμό των λουλουδιών και γοητευόμουν από τη μουσική των νυμφών και των μουσών. Με τα ζωοφόρα μάτια μου ζωντάνευα τα όνειρα των βουνών και των βράχων. Το γιγάντιο σώμα μου έτρεχε στις ράχες και τα σύννεφα κι εξέπεμπε ομορφιά. Ήμουν συνηθισμένος να ζω και να χαίρομαι σαν θεός. Τώρα νιώθω άβολα κι ακατανόητα. Τίποτε πια δεν έχει νόημα.

Νιώθω βαριά την καινούρια σιδερένια φορεσιά μου και σκληρά τα ατσάλινα αγκάθια που φυτρώνουν στην πλάτη μου. Η ανάσα μου είναι δύσοσμη και καυτή. Καίει τα λουλούδια και τσουρουφλίζει τους βράχους και το χώμα. Με τις κινήσεις μου ρίχνω τα αιωνόβια δέντρα και τσαλαπατώ τα φυτά και τα μικρά ζώα. Όσο θέλω να μαζευτώ, τόσο απλώνομαι. Τα λουλούδια δεν γυρνούν πια προς το μέρος μου για να με αγγίξουν και να μου χαρίσουν το άρωμά τους. Μόλις τα πλησιάζω, λυγίζουν προς την άλλη μεριά. Με αποφεύγουν μην τα συνθλίψω. Οι σκνίπες που μου ψιθύριζαν τα μυστικά των δασών και των ποταμών δεν με επισκέπτονται πια. Ούτε τα πουλιά έρχονται. Όταν ακούν από μακριά το ποδοβολητό μου, εξαφανίζονται από τον δρόμο μου. Η αρχαία αιωνόβια σημύδα, η μόνη που αντέχει τις συγκρούσεις με το φοβερό μου σώμα, δείχνει δυσφορία. Άλλοτε με σκέπαζε με την σκιά της σαν μητέρα, τώρα σκληραίνει μόλις με αισθάνεται να την πλησιάζω. Κανείς δεν με θέλει πια, κι ακόμη χειρότερα, ούτε ο ίδιος θέλω τον εαυτό μου!

Δεν έχω πια την διαύγεια να καταλαβαίνω τον κόσμο σαν ένα αρμονικό σύνολο. Τώρα υπάρχει αταξία. Η τιτανική αλήθεια έχει διαρραγεί. Δεν κανονίζουν πια η μητέρα φύση κι η Γη την κίνηση των όντων. Η τάξη των Ολυμπίων, του Δία και των άλλων γιων του Κρόνου, έχει επιβληθεί. Είναι σκοτεινά. Οι καταχθόνιες δυνάμεις παραμορφώθηκαν. Δεν κυβερνά τον κόσμο η αλήθεια αλλά η πονηριά. Δεν φωτίζει τον κόσμο ένας χαρούμενος Ήλιος. Ο μέγας τιτάνας έχει γίνει σκλάβος των Ολυμπίων, ζωσμένος με το άρμα του φωτός. Δεν γεννά η Γη τους Γίγαντες, τους Τυφώνες, τον ίδιο τον Ουρανό. Δεν αναστενάζει ο Τάρταρος χύνοντας σαν την καυτή λάβα, τα δάκρυά του. Η Αίτνα σκεπάζει το σώμα του Τυφώνα κι ο Καύκασος φυλακίζει τον τιτάνα Προμηθέα. Δεν γεννούν θαύματα ο έναστρος ουρανός κι η χθόνια μητέρα αλλά οι θεοί και τα εργαστήριά τους. Γεννούν αντικείμενα χάλκινα και λίθινα τα εργαστήρια του Ηφαίστου και οι τεχνικές της Αθηνάς. Κι από δίπλα τα εργαστήρια των θνητών ανθρώπων. Πλάθουν τον πηλό και τραυματίζουν τη Γη με αξίνες κι αλέτρια. Καίνε τα δημητριακά σε φούρνους και τα ζώα σε θυσιαστήρια. Ρίχνουν τα δηλητηριασμένα βέλη από μακριά. Αποφεύγουν την μάχη σώμα με σώμα, την μόνη αξιοπρεπή μορφή πολέμου. Δεν κυβερνά η τιτανική αλήθεια αλλά η καπατσοσύνη.

Σε αυτό το βρόμικο σύμπαν των Ολυμπίων, ούτε κι εγώ μπορώ πια να ζω. Η τάξη αυτού του κόσμου δεν με χωρά. Το ίδιο το σώμα μου δεν με χωρά, μού είναι ξένο. Δεν μπορώ να σκεφτώ, να ονειρευτώ, να μυρίσω, να ακούσω, να νιώσω. Κάτι σφίγγει σαν μέγγενη και μου κατατρώει το μυαλό. Η απέραντη καλοσύνη μου γίνεται σιγά-σιγά χολή και μίσος. Η απέραντη γνώση μου για τον αέρα, τη θάλασσα, τη φωτιά ή την ζωή, γίνεται παντελής άγνοια. Η απέραντη δύναμή μου γίνεται τέλεια αδυναμία. Φυσώ και ξεφυσώ καθώς με έχουν κυκλώσει. Θέλουν να με πιάσουν, να με πονέσουν, να με τυφλώσουν, να με σκοτώσουν. Μαζεύτηκαν στην ευτυχισμένη Αιτωλία, και με κυνηγούν. Ήρωες κι ημίθεοι! Τους έχουν εξαπολύσει οι Ολύμπιοι θεοί με σκοπό να εξαφανίσουν τα παιδιά των τιτάνων. Δεν είναι αυτοί, όμως, το θέμα μου. Το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο Κρονίδης, γιατί ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, βρίσκεται πίσω τους.

Είναι καιρός τώρα που με παρενοχλούν. Πενήντα ήρωες, θνητοί κι ημίθεοι, τρωτοί κι άτρωτοι, ήρθαν στην αγαπημένη μου Καλυδώνα. Εδώ είναι ο τόπος μου, το στολίδι της ανέμελης κι αληθινής Αιτωλίας. Τους έφερε ο Μελέαγρος. Και ποιος δεν είναι εδώ ... όλοι σχεδόν οι Αργοναύτες κι οι μαθητές του κένταυρου Χείρωνα. Ο Θησέας, ο Ιάσων, ο Ασκληπιός, οι Διόσκουροι, ο Ίδας, ο Λυγκέας κι ένα σωρό άλλοι ξακουστοί. Ήρθαν για να με κυνηγήσουν. Με λένε Καλυδώνιο Κάπρο. Έτσι έλεγαν Ερυμάνθιο Κάπρο τον αδελφό μου Ερύμανθο και Χάλκινο Κάπρο τον άλλον αδελφό μου, τον Χαλκέα. Τους εξόντωσαν! Πως μπόρεσαν να πλήξουν τα παιδιά της όμορφης μητέρας μου, της Φαίας; Πως εξόντωσε ο Θησέας την Φαία μεταμορφωμένη σε γουρούνα; Τώρα ήρθαν εδώ στην Καλυδώνα για μένα ... δυσκολεύονται όμως.

Με ενοχλούν. Μου στέλνουν βέλη, δηλητηριασμένα και μη. Μου πετούν δόρατα και πέτρες. Δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτε. Δεν ξέρω κι εγώ τι να κάνω με αυτούς. Κάνω να φύγω αλλά δεν φεύγω. Στρίβω το σώμα κι ορμάω πάνω τους. Είναι η τιτανική μου φύση που δεν μου επιτρέπει να υποχωρήσω. Δεν φεύγει η αλήθεια μπροστά στο ψέμα, δεν υποχωρεί η πηγαία φύση μπροστά στο κατασκεύασμα. Τους κυνηγώ, αλλά, δεν θέλω να τους σκοτώσω. Σκοτώνονται μόνοι τους. Η Έριδα μπαίνει ανάμεσά τους και κάνει εκείνη όλη τη δουλειά. Όχι, εγώ δεν τους σκοτώνω αλλά ούτε και υποχωρώ. Μουγκρίζω με την απαίσια κραυγή που μου χάρισαν οι Ολύμπιοι. Πετώ φλόγες από το στόμα και τα μάτια μου.

«Έϊ, Ασκληπιέ» του λέω. «Γιε της τιτανίδας Κορωνίδας κι εγγονέ του τιτάνα Φλεγύα, πως με κυνηγάς;»

Με βλέπει ο μικρός στο σώμα θεός που είναι και τιτάνας και τον έστειλαν κι αυτόν να με σκοτώσει. Στέκεται. Δεν πετά το βέλος ούτε το δόρυ του.

«Δεν γεννήθηκα για να σκοτώνω. Είμαι για να θεραπεύω τους πληγωμένους, να ζωντανεύω τους νεκρούς» λέει ο μικρός θεός και τιτάνας. «Έχω την φλόγα του Φλεγύα στις φλέβες μου και το φως του Απόλλωνα σε όλο μου το σώμα. Είμαι δύναμη της ζωής. Κι όμως, εγώ σκότωσα τον Χάλκινο Κάπρο στις πλαγιές του Πηλίου και θα σκοτώσω κι εσένα.»

«Εμπρός, λοιπόν, σκότωσέ με» του λέω. «Έχεις το δόρυ με την τρομερή ακτίνα του ήλιου μέσα του. Αν με πετύχεις στο μάτι, με τύφλωσες. Αν με πετύχεις στο σβέρκο, με έκαψες. Πέτα το λοιπόν μικρέ θεραπευτή. Εξολόθρευσε εσύ τον Έξεχο, τον γιο της Φαίας, που οι θεοί ονόμασαν Κάπρο.»

Ο Ασκληπιός διστάζει. Με χαιρετά με σεβασμό κι αλλάζει πορεία. Φεύγει. Άλλος θα με σκοτώσει, όχι ο θεραπευτής θεός, ο γιος του Απόλλωνα. Κουνάω το κεφάλι μου, το κάποτε υπέροχο και πανέμορφο αλλά τώρα πια γουρουνίσιο. Σπάζω τα δέντρα γύρω μου. Δεν το θέλω μα το προστάζει η φύση μου. Τα δέντρα εκτοξεύονται κατά του Ασκληπιού. Σκύβει και τα αποφεύγει. Δεν τον τραυμάτισα. Επιταχύνει το φευγιό του, που δεν είναι άτακτη υποχώρηση αλλά ευγενική παραχώρηση, κι εγώ σταματώ εδώ. Δεν πετώ άλλα δέντρα ούτε βράχους. Ας φύγει ο Ασκληπιός, ο φονιάς του αδελφού μου. Σκότωσε τον Χάλκινο Κάπρο, στα όρη του Πηλίου. Για εκείνο τον φόνο τον είπαν ήρωα κι έτσι δεν του ήταν τώρα αναγκαίο να σκοτώσει κι εμένα.

Έρχεται ο Άδμητος, ο βασιλιάς των Φερών. Δεν έχει το ακόντιο του Ασκληπιού, ούτε την δύναμη του Δία. Δεν μπορεί να με βλάψει. Μου πετά το δόρυ, ρίχνει τα βέλη του. Είναι γενναίος, δεν φοβάται. Με την καυτή ανάσα μου καίω τα δέντρα γύρω του. Φλέγονται όλα κι ο Άδμητος είναι στο μέσον του πύρινου κύκλου. Αφήνει το δόρυ. Πιάνει χώμα από κάτω και το ρίχνει στις φλόγες. Δεν σταματάει την φωτιά αλλά ανοίγει έναν διάδρομο και βγαίνει από τον κλοιό. Το δόρυ του έρχεται πάνω μου,χτυπά στην πλάτη μου και εξοστρακίζεται. Το πατάω με την γουρουνίσια οπλή μου -μα, πως έγινε έτσι το όμορφο πόδι μου!- και το σπάω. Του πετάω τα κομμάτια. Τον τραυματίζω και πέφτει. Κάνω να περάσω από πάνω του, να τον λιώσω. Μια φωνή μου φωνάζει.

«Όχι τον πεσμένο αντίπαλο. Ό,τι κι αν βλέπουν οι άλλοι, μέσα σου είσαι ένας τιτάνας!» Είναι ο προγονός μου, ο λαμπρός Χρυσάωρ, που μου μιλά. «Είσαι ακόμα τιτάνας!» μου λέει.

Σταματάω. Βλέπω τον Άδμητο να σηκώνεται. Γυρνάω να φύγω. Ένα ακόμα βέλος με χτυπάει χωρίς να με ενοχλήσει. Είναι γενναίος ο Άδμητος. Δεν φοβάται καθόλου τον θάνατο. «Ας ζήσει ο Άδμητος» λέω κι απομακρύνομαι.

Ο όγκος που κουβαλάω πάνω μου είναι σαν λόφος, ένα μικρό βουνό. Πάντα ήμουν γιγάντιος αλλά οι αναλογίες μου ήταν τέλειες κι η ομορφιά μου παροιμιώδης. Τώρα το πρόσωπό μου είναι σιδερένιο και χάλκινο, με φολίδες σαν τα λέπια του ψαριού. Το σώμα μου είναι κι αυτό σιδερένιο. Είναι ένας σωρός από πλάκες σαν μικρές ασπίδες, η μία πάνω στην άλλη. Ανάμεσά τους το δέρμα μου σαν χοντρή αλυσίδα. Είμαι άτρωτος αλλά και τρομακτικός. Τα γουρουνίσια ρουθούνια μου βγάζουν φλόγες και το φριχτό μου στόμα ανασαίνει καυτά. Τα χέρια μου και τα πόδια μου είναι σαν χάλκινες στήλες. Είμαι τετράποδο πια και πίσω μου σέρνεται στο χώμα μια φιδίσια ουρά, απομεινάρι της γιαγιάς μου οφιοπαρθένας Έχιδνας.

Οι κινήσεις μου διαλύουν ό,τι βρίσκεται γύρω μου. Όπου κι αν καθίσω, κάτι σπάει ή υποφέρει κάτω μου. Όταν στέκομαι σε ένα βράχο να ξυστώ, σπίθες φωτιάς βγαίνουν από το σίδερο που τρίβεται στην πέτρα. Ένας απαίσιος ήχος συνοδεύει τις κινήσεις μου αντί για τον γλυκό ήχο από τα τραγούδια των Νηριήδων. Από όπου κι αν περνώ τα δέντρα κόβονται, οι βράχοι πέφτουν, τα φυτά τσαλαπατιούνται. Όταν σκύβω να πιω νερό, τα ποτάμια εξαερώνονται κι οι πηγές δηλητηριάζονται. Φεύγουν οι Νύμφες, βουβαίνονται οι Δρυάδες, κρύβονται οι Νηρηίδες, γυρίζουν από την άλλη κι οι Μούσες. Ακόμη κι οι ήρωες το βάζουν στα πόδια. Τρέχω ξοπίσω τους, λαχανιάζω. «Μα τι κάνω;» σκέφτομαι. Δεν το θέλω ούτε αυτό που κάνω, ούτε τίποτε άλλο.

Θέλω να ξαναγίνω ο τιτάνας που ήμουν. Να φωνάζω την τιτανική αλήθεια, να πηδάω πάνω από τα βουνά, να τρέχω στα δάση σαν αγέρας. Θέλω να τρέξω μαζί με τις νύμφες, να κυνηγώ τις κενταυρίνες με τις ολόχρυσες χαίτες. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν μπορεί να γίνει. Στον κόσμο των Ολυμπίων δεν είμαι παρά ένα τέρας, το λάθος που πρέπει να διορθωθεί. Μια σκνίπα κάθεται στη μουσούδα μου την σιδερένια, που είναι κοφτερή σαν μαχαίρι. Την κοιτάζω. «Ποιος είναι εγώ που τρέμω από ταραχή; Γιατί όλα να καταστρέφονται στο πέρασμά μου κι οι ήρωες να το βάζουν στα πόδια;» την ρωτώ. Κι η σκνίπα με κοιτάζει ίσια μέσα στα κόκκινα φλογισμένα μου μάτια και μου απαντάει: «Είσαι ο Καλυδώνιος Κάπρος».

Δεν ξέρω πόσες μέρες, πόσα χρόνια, πόσοι αιώνες έχουν περάσει, κι εγώ, ακόμα τριγυρνώ στα βουνά. Παλιές κι αθάνατες πιτυές έχουν γεράσει κι η φύση αναγεννήθηκε ένα σωρό φορές. Εγώ είμαι πάντοτε εδώ, όλα να τα βλέπω κι όλα να τα ξεπερνώ. Η Φαία, η μάνα μου, δεν υπάρχει, ο Ερύμανθος κι ο Χάλκινος, τα αδέλφια μου, δεν υπάρχουν. Η προγιαγιά μου, η Μέδουσα, δεν υπάρχει, η Χίμαιρα νικήθηκε και δεν υπάρχει, ο Λέων, έγινε ρούχο του Ηρακλή. Πέθανε ο αθάνατος Χείρων, αρνούμενος την αθανασία, πέθαναν κι η Ύδρα κι ο πανόπτης Άργος. Έμεινα για πολλά χρόνια μόνος με το βαρύ σιδερένιο κορμί μου και την φωτιά που καίει μέσα μου. Όμως, ήρθε επιτέλους η σειρά μου. Έστειλε ο Κρονίδης να πάρουν και την δική μου τη ζωή στον κόσμο των νεκρών.

Με ανακουφίζει αυτή η σκέψη. Δεν είμαι αθάνατος, ούτε εξ ολοκλήρου άτρωτος. Η γενιά μου είναι τιτανική αλλά μπορεί να πεθάνει. Ο Ασκληπιός κι ο Ηρακλής το έδειξαν σκοτώνοντας τα δυο μου αδέλφια. Έτσι, και την δική μου θνητή ζωή θα την πάρει ένας ήρωας. Ακόμα δεν ξέρω ποιος. Θα το αισθανθώ, όμως, όταν η ώρα εκείνη πλησιάσει. Μου έκαναν την μεγάλη τιμή οι Ολύμπιοι κι έστειλαν πενήντα ήρωες για να με κυνηγήσουν. Αν η δύναμη του κυνηγού, δίνει αξία στο θύμα του, τότε πρέπει να είμαι πολύ σπουδαίος ακόμα. Κανείς μόνος του δεν θα μπορούσε ούτε καν να με αγγίξει.

«Έλα λοιπόν, τέρας της Καλυδώνας. Έλα να δεις αυτόν που σκότωσε την μάνα σου» ακούω μια φωνή. Είναι του Θησέα που με προκαλεί.

«Φύγε Θησέα» μουγκρίζω. Ξέρω πως με ακούει.

«Δεν ήταν μάνα κανενός αυτό που σκότωσα, ήταν ένα τέρας. Μια τεράστια γουρούνα ήταν στον Κρομμυώνα, εκεί που ξεφορτώνουν τα κρεμμύδια οι Μεγαρείς. Εκεί είχε φτιάξει τη φωλιά της αυτή που σε γέννησε με το σπέρμα του παππού της, του Τυφώνα. Ήταν καταστροφή η παρουσία της για τους λαούς των Μεγάρων και της Κορίνθου. Αλλά και τους Αθηναίους και τους Τροιζηνίους κι όποιον διαβάτη ήθελε να περάσει από εκεί απειλούσε η Φαία. Γέννημα φριχτό των δυνάμεων της αταξίας και του σκότους.»

«Δεν γνώρισες Θησέα την όμορφη Φαία, την πιο γλυκιά και σοφή τιτανίδα» του απαντώ. «Μην μιλάς, λοιπόν, για ό,τι δεν έχεις γνωρίσει. Των θεών είσαι δημιούργημα, όχι της γης γέννημα, όπως εγώ.»

«Την είδα σου λέω» μου απαντά θυμωμένος ο Θησέας. Είναι ήρωας, πως αμφισβητώ τον λόγο του; Ένας ήρωας, όπως αυτός, δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ψέμα ή να καυχηθεί.

«Αυτό που είδες εσύ, γιε του Αιγέα ή του ίδιου του Δία, δεν ήταν η μητέρα μου η Φαία. Την είδες μεταμορφωμένη πια από την Ήρα και τον σύζυγό της. Την ήθελε ο νεφεληγερέτης κι αυτήν αλλά ποτέ δεν την απέκτησε. Η Φαία προτιμούσε για συντρόφους της τιτάνες κι όχι τους θεούς.»

«Απέρριπτε θεούς, αλλά, έγινε συντρόφισσα του Άδη.»

«Θα γίνεις κι εσύ, ανόητε, πιστός σύντροφος του Άδη αν δεν πάψεις να με προκαλείς» του λέω. Φυσάω μια φλόγα που τον τσουρουφλίζει. Κουνάω τα πλευρά μου και την φιδίσια ουρά μου και προκαλώ ένα μικρό σεισμό. Με πονούν αυτές οι κινήσεις και σιχαίνομαι τον απαίσιο θόρυβο που κάνουν τα σιδερικά στο κορμί μου. Το κάνω, όμως, για να τον τρομάξω. Θέλω να του κλείσω, επιτέλους, αυτό το στόμα που λέει τόσα ψέματα για την σοφή Φαία. Να φοβηθεί ο ήρωας και να νιώσει τι θα πει δύναμη της αλήθειας, δύναμη της γης.

«Κάνε πίσω τέρας. Ένα γουρούνι είσαι κι εσύ, απομεινάρι μιας παλιάς ηττημένης τάξης. Τα σίδερα που κουβαλάς στο σώμα σου δεν θα σε σώσουν, το ρόπαλό μου θα τα διαλύσει» μου λέει με καυχησιές και παινέματα για τον εαυτό του. «Ένας κάπρος είσαι κι όταν λείψεις δεν θα σε κλάψει κανείς»

Λέει πως δεν θα με κλάψει κανείς γιατί έχουν εξοντώσει οι σταλμένοι από τον Κρονίδη Δία τους συγγενείς μου. Δεν ξέρει πως ακόμα και τώρα έχω φίλους τα σκαθάρια και τα μικρά φίδια του δάσους. Όλα τα πλάσματα της γης είναι συγγενείς μου. Αυτά τα μικρά, μπαίνουν ανάμεσα στις φολίδες μου και κρύβονται στα σιδερένια στρώματα της πανοπλίας μου. Μαζί ταξιδεύουμε και μαζί βλέπουμε τον Ήλιο και την Σελήνη. Αυτά τα μικρά χθόνια ζώα μπορούν να αγνοούν τις εντολές του Δία που με θέλει μόνο. Έχω, λοιπόν, κάποιους για να με κλάψουν.

«Αν θέλεις μάχη, θα την έχεις» του λέω.

Πετάω πάνω του έναν βράχο. Τον αποκρούει σωστά με την ασπίδα. Με το κεφάλι κάτω σπρώχνω μια τεράστια φτελιά να πέσει πάνω του. Κάνει στο πλάι και την αποφεύγει. Με την ουρά μου κάνω να τον χτυπήσω. Σκύβει και το αποφεύγει κι αυτό. Το ρόπαλό του με χτυπάει, αλλά, δεν μου κάνει ούτε μια γρατζουνιά. Με χτυπά με το σπαθί που είχε φυλάξει ο πατέρας του. Είναι το σύμβολο της καταγωγής του. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Απορώ πως άντεξε το σπαθί και δεν έσπασε. Χιμώ πάνω του με ορμή. Αν τον πάρω κάτω από τα πόδια μου θα τον κάνω κομματάκια.

«Φυλάξου» προλαβαίνω μόνο να του πω.

Με ένα επιδέξιο πήδημα αποφεύγει το ποδοπάτημα. Δυο αιωνόβια πεύκα, που βρίσκονται πίσω του, ισοπεδώνονται στο πέρασμά μου. Τον έχω νικήσει, όμως, δεν θα τον σκοτώσω.

«Ένιωσες, γιε του Αιγέα, ποιος είναι ο Έξεχος;» του λέω.

«Δεν είσαι ο Έξεχος» μου λέει εκείνος φωνάζοντας για να τον ακούσω. «Είσαι μόνο ο Καλυδώνιος Κάπρος.»

Συνεχίζω τον δρόμο μου για τις κορυφογραμμές. Εκεί τα άλογα κι οι κένταυροι δεν φτάνουν. Εκεί κλαίω κάθε βράδυ. Στέκομαι μόνος, κάτω από τις Πλειάδες, τις κόρες του Άτλαντα, που κλαίνε μαζί μου. Κάποτε εγώ τις είχα αγαπήσει πολύ κι είχα αγαπηθεί από αυτές. Τώρα θρηνούμε μαζί τον χαμένο κόσμο μας, την δική μας αληθινή ζωή.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018

ΜΥΘΟΙ γύρω από την ελληνική γλώσσα

Ο Νίκος Σαραντάκος δεν είναι Μπαμπινιώτης (ευτυχώς) αλλά είναι μεταφραστής (... Πολυτεχνείο έχει τελειώσει ο άνθρωπος ...) κι ασχολείται με την ελληνική γλώσσα συστηματικά. Έχει ιστολόγιο (με τίτλο "Οι Λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία") και γράφει καθημερινά πολλά κι ενδιαφέροντα άρθρα για την ελληνική γλώσσα. Από μια δημόσια συζήτηση που είχε πρόσφατα παίρνω και δημοσιεύω ένα μέρος από την εισήγησή του. Το κείμενο έχει ενδιαφέρον αν και μακροσκελές (πρόκειται για λόγο μιάμισης ώρας) και δεν το αφήνω με σύνδεσμο αλλά δημοσιεύω μόνο λίγα κομμάτια για να είναι σχετικά ευκολοδιάβαστο.
Όποιος το διαβάσει ολόκληρο θα βρει αρκετά στοιχεία ενδιαφέροντα σ' αυτό.

Ξεκινά ο Σαραντάκος ως εξής:
 
Μύθοι και γλωσσικοί μύθοι, υπήρχαν πάντα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι παλαιότεροι γλωσσικοί μύθοι είναι αυτοί τους οποίους διέδιδαν στις αρχές του 20ού αιώνα οι οπαδοί της καθαρεύουσας, ότι τάχα οι δημοτικιστές, οι μαλλιαροί όπως τους έλεγαν, αποκαλούσαν «Κώτσο Παλιοκουβέντα» τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και Κεχριμπάρα  την Ηλέκτρα. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα ψευδών διαδόσεων, που βέβαια τότε διαδίδονταν από εφημερίδες και από στόμα σε στόμα, και που ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης το χαρακτήρισε «γλωσσική μυθολογία».
Το θέμα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, έστω και μόνο ιστορικό. Λέω «μόνο ιστορικό» επειδή και το γλωσσικό ζήτημα δεν μας απασχολεί πια με αυτό τον τρόπο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα έχει το θλιβερό προνόμιο να έχει θρηνήσει νεκρούς ύστερα από διαδηλώσεις που είχαν αφορμή μια γλωσσικήν αντιδικία, εννοώ τα Ευαγγελικά του 1901 και τα Ορεστειακά του 1903.

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΤΣΙΜΠΟΥΣΙ

Για να θυμίσω τους όρους, Ευαγγελικά είναι οι ταραχές που ξέσπασαν με αφορμή τη δημοσίευση της μετάφρασης του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Αλέξανδρο Πάλλη στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ Ορεστειακά οι αντίστοιχες ταραχές όταν ανέβηκε η Ορέστεια του Αισχύλου σε μετάφραση. Τα Ευαγγελικά έθεταν και το πιο σύνθετο πρόβλημα, εφόσον άγγιζαν όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τη θρησκεία.
Όταν λοιπόν το 1901 άρχισε να δημοσιεύεται στην Ακρόπολι του πρωτοπόρου Βλάση Γαβριηλίδη η μετάφραση του Κατά Ματθαίον ευαγγελίου, προκλήθηκε σάλος, όχι μόνο επειδή ο Πάλλης χρησιμοποιούσε ανόθευτη, ψυχαρική δημοτική -«μαλλιαρή» με την ορολογία της εποχής- αλλά και διότι οι άλλες εφημερίδες δεν έχασαν την ευκαιρία να χτυπήσουν την ανταγωνίστριά τους κι έτσι εξαπέλυσαν συντονισμένη εκστρατεία εναντίον του «ατοπήματος».
Για μια ελάχιστη γεύση, ιδού μεταφρασμένο το «Πάτερ ημών» από το 6ο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον: Πατέρα μας εσύ μέσ’ στα ουράνια, άγιο ας είναι τ’ όνομά σου, ας έρθει η βασιλεία σου, ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό έτσι και στη γη· το ψωμί μας όσο μας πέφτει δώσε μας σήμερα, και χάρισέ μας τα χρέη μας όπως κι εμείς χαρίσαμε σ’ όσους μας χρωστούν και μη μας βάλεις σε πειρασμό, μόνε γλύτωσέ μας από τον Κακό.
Από τα Ευαγγελικά, ακριβώς, ξεπήδησε ο μύθος που θα μας απασχολήσει σήμερα, ότι τάχα ο Πάλλης στη μετάφρασή του χρησιμοποιούσε όχι απλώς λέξεις της δημοτικής αλλά χυδαίες και μάγκικες λέξεις και φράσεις για να αποδώσει το κείμενο των Ευαγγελίων.
Έτσι, κατηγορήθηκε η μετάφραση του Πάλλη ότι:
  • τον «Μυστικό δείπνο» τον έχει αποδώσει «κρυφό τσιμπούσι»
  • το «τας κεφαλάς ημών τω Κυρίω κλίνωμεν» το έχει πει «κάτω τις κούτρες σας»
  • το «μνήσθητί μου, κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» το έχει κάνει «θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα»
και άλλα πολλά. Τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια.
Από τα τρία παραδείγματα που παρέθεσα, το πιο διασκεδαστικό ασφαλώς είναι το τρίτο  («θυμήσου με αφέντη όταν έρθεις στα πράματα»), ίσως όμως επειδή είναι τόσο εξωφρενικό δεν έγινε τόσο πολύ πιστευτό, ενώ το «κρυφό τσιμπούσι», με το να μην είναι κραυγαλέο, αναπαράχθηκε πολύ περισσότερο και, όπως θα δούμε, εξακολουθεί και στις μέρες μας να θεωρείται από κάποιους πραγματικό γεγονός και όχι μύθος.
Ότι το «κρυφό τσιμπούσι» είναι μύθος, ότι δεν έγραψε ο Πάλλης στη μετάφρασή του τέτοιο πράγμα, αποδεικνύεται πολύ εύκολα και χωρίς να φυλλομετρήσουμε τη μετάφραση του Πάλλη (που πάντως υπάρχει στο Διαδίκτυο, στον ιστότοπο του Gutenberg Project, αν θέλετε να χαρείτε την ποιητική και ρωμαλέα δημοτική της)  .
Πουθενά στο κείμενο της μετάφρασης του Πάλλη δεν υπάρχει η επίμαχη φράση, και δεν θα μπορούσε να υπάρχει, διότι απλούστατα στα τέσσερα ευαγγέλια (που μετέφρασε ο Πάλλης) αλλά και σε ολόκληρη την Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει πουθενά η φράση «Μυστικός δείπνος»! Και βέβαια, αν δεν υπάρχει το πρωτότυπο δεν μπορεί να υπάρχει και η κατακριτέα μετάφραση!
Κι όμως, αυτό το ψέμα έριξε γερές ρίζες. Το επανέλαβε, ας πούμε, ο Γεώργιος Σουρής, τέσσερα χρόνια μετά, όταν, χολωμένος από μια αρνητική κριτική που του είχε κάνει ο Ψυχάρης, επιτέθηκε εφ’ όλης της ύλης στους «μαλλιαρούς»:
Σου ’πα: τους ρυθμούς παράτα των πεζών των αναπαίστων
και τον Μυστικό τον Δείπνο Μυστικό Τσιμπούσι πες τον
(Ρωμηός τ. 877, 29.1.1905)
Ο Σουρής χρησιμοποιεί την παραλλαγή «μυστικό τσιμπούσι» (αντί για «κρυφό» που ήταν το πιο συνηθισμένο) για να πετύχει το μέτρο.
Αλλά και το 1911, όταν συζητιόταν στη Βουλή η νομοθετική κατοχύρωση της καθαρεύουσας, ο ανώτερος εκπαιδευτικός Θ. Μιχαλόπουλος τόνισε ότι ο λαός εξεγέρθηκε με τη μετάφραση που αναφέρει ότι τη Μεγάλη Πέμπτη ο Χριστός έκανε «κρυφό τσιμπούσι». Και το 1915, ο πολύς Μιστριώτης άστραφτε και βροντούσε επειδή δήθεν «ευρέθησαν άνθρωποι εκ των σπλάγχνων του ελληνικού λαού απειλούντες την ενότητα της φυλής ημών διά του εκχυδαϊσμού της γλώσσης και γελοιοποιήσεως των θεοδιδάκτων λόγων του Ευαγγελίου οίτινες είχον το θράσος να μεταβάλωσι και τον μυστικόν δείπνον εις κρυφό τσιμπούσι!!!!»
Κι έτσι αναπτύχθηκε ως τα 1925 περίπου αυτή η γλωσσική μυθολογία, δηλαδή η συκοφαντική-χλευαστική επινόηση λέξεων και φράσεων που δήθεν έπλασαν οι δημοτικιστές για να αποδώσουν λέξεις ή φράσεις του Ευαγγελίου (ή αρχαίες, ή της καθαρεύουσας). Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Κώτσος ο Παλιοκουβέντας και η Κεχριμπάρα που αναφέραμε παραπάνω, ή η αποκατινή τεντώστρα ή κατωτεντώστρα, όπως υποτίθεται ότι απέδιδαν οι δημοτικιστές την υποτείνουσα (υπό = κάτω, τείνουσα = τεντώστρα). Υπάρχει άλλωστε και διατύπωση ολόκληρου του Πυθαγορείου θεωρήματος στα δήθεν μαλλιαρά:
Καθενού ορθάγκωνου τριάγκωνου το τεσσαράγκωνο της αποκατινής τεντώστρας είναι όσο και τα τεσσαράγκωνα των δυο αλλονών παϊδιών του. Παΐδια, οι πλευρές, διότι τάχα ο δημοτικιστής δεν μπορεί να χρησιμοποιεί λόγιες λέξεις. Ότι πρόκειται για συκοφαντία, φαίνεται και από το γεγονός πως ο Ελισαίος Γιανίδης, κορυφαίος «μαλλιαρός» αλλά και μαθηματικός, έγραψε περί γεωμετρίας και χρησιμοποίησε, φυσικά, τον όρο «υποτείνουσα». Στο ίδιο πνεύμα, το τηλεγράφημα υποτίθεται πως ειπώθηκε «γοργοχάμπερο» και το χρηματοκιβώτιο «πρασινοκούτι».
Σήμερα γελάμε με το κρυφό τσιμπούσι και το ορθάγκωνο τριάγκωνο, και πράγματι έχουν γλωσσικό ενδιαφέρον ή έστω γούστο, αλλά να μην ξεχνάμε ότι πριν από 100 περίπου χρόνια κάποιοι έχαναν τη δουλειά τους με βάση αυτούς τους μύθους. Που άλλωστε έχουν ριζώσει γερά, διότι και ο ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Ράλλης, που επί υπουργίας του, μην το ξεχνάμε, θεσπίστηκε το 1976 η ιστορική γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση που αναγνώρισε τη δημοτική, βιογραφώντας τον Γ. Θεοτόκη (στο βιβλίο του Γεώργιος Θεοτόκης. Ο πολιτικός του μέτρου) αναπαράγει επίσης το ψέμα για το Κρυφό Τσιμπούσι -αναφέρει σε υποσημείωση «Ο μυστικός δείπνος έχει γίνει «κρυφό τσιμπούσι» στη μετάφραση του Πάλλη».
Και πρωθυπουργοί ακόμα δεν έχουν ανοσία στους μύθους!

ΓΙΑ ΜΙΑ ΨΗΦΟ

Ένας άλλος παλαιός γλωσσικός μύθος, που οι περισσότεροι θα τον μάθαμε στο σχολειο, και που σίγουρα ακούγεται από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, είναι ότι, τάχα, για μία μόνο ψήφο, η ελληνική γλώσσα έχασε την ευκαιρία να αναδειχτεί σε επίσημη γλώσσα των νεοσύστατων Ηνωμένων Πολιτειών, λίγα χρόνια μετά το 1776 που κέρδισαν την ανεξαρτησία τους. Βλέπετε, καθώς τα αγγλικά θύμιζαν την αποικιοκρατία, κάποιοι πρότειναν (λέει ο μύθος) να επιλεγούν τα ελληνικά σαν επίσημη γλώσσα του κράτους, αφού τα ελληνικά ήταν η γλώσσα που γέννησε τη δημοκρατία. Η ψηφοφορία έγινε και για μία μόνο ψήφο τα ελληνικά ηττήθηκαν και προκρίθηκαν τα αγγλικά, λέει ο μύθος, κι έτσι χάσαμε την ευκαιρία να έχουμε τη γλώσσα μας κοσμοκράτειρα κι εμείς να τρώμε με χρυσά κουτάλια σαν προνομιακοί της εκπρόσωποι (αυτό δεν το λέει ο μύθος αλλά το σκέφτονται ίσως μερικοί).
Φυσικά, η αλήθεια είναι ότι καμιά τέτοια ψηφοφορία δεν έχει γίνει· ούτε για τα ελληνικά, ούτε για καμιά άλλη γλώσσα. Τα πρακτικά και τα άλλα επίσημα κείμενα του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών υπάρχουν στη διάθεση του καθενός και καμιά ψηφοφορία δεν καταγράφεται για την ανάδειξη επίσημης γλώσσας. Στην πραγματικότητα, πουθενά στο Σύνταγμα των ΗΠΑ ή σε άλλο θεσμικό ή νομοθετικό κείμενο της χώρας δεν υπάρχει ορισμός επίσημης γλώσσας. Τα αγγλικά είναι η εκ των πραγμάτων επίσημη γλώσσα, αλλά δεν έχουν θεσμική κατοχύρωση. Βέβαια, στις μέρες μας όντως υπάρχουν προτάσεις να κατοχυρωθούν θεσμικά τα αγγλικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, σαν ανάχωμα στη δημογραφική άνοδο των ισπανόφωνων.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο μύθος αυτός, δηλαδή ότι τα ελληνικά έχασαν για μία ψήφο την ευκαιρία να αναδειχτούν σε επίσημη γλώσσα των νεαρών ΗΠΑ, κυκλοφορεί και σε άλλες παραλλαγές, όπου στη θέση της ηττημένης για μία ψήφο γλώσσας είναι τα εβραϊκά (που δήθεν είχαν επιλεγεί ως γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης), τα γαλλικά (ως γλώσσα του ορθού λόγου), τα πολωνικά ή τα γερμανικά, που είναι και η πιο συχνή παραλλαγή.
Στην τελευταία περίπτωση, βρίσκουμε τον κόκκο αλήθειας που υπάρχει στον πυρήνα των περισσότερων μύθων. Στις νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, υπήρχαν πολλοί πολίτες γερμανικής καταγωγής που δεν ήξεραν αγγλικά ή ήξεραν ελάχιστα. Έτσι, τον Μάρτιο του 1794 μια ομάδα Γερμανών που ζούσαν στην πολιτεία Βιρτζίνια υπέβαλε στο Κογκρέσο αναφορά, ζητώντας να μεταφράζονται οι ομοσπονδιακοί νόμοι στα γερμανικά. Η πρόταση αυτή συζητήθηκε στο Κογκρέσο στις 13 Ιανουαρίου 1795· όχι να γίνουν τα γερμανικά επίσημη γλώσσα, αλλά να μεταφράζεται στα γερμανικά το κείμενο των ομοσπονδιακών νόμων για τους πολίτες που δεν καταλάβαιναν αγγλικά. Μια επιτροπή του Σώματος πρότεινε να κυκλοφορεί μια γερμανική μετάφραση των νόμων σε μικρότερο αριθμό αντιτύπων· η σύσταση αυτή της επιτροπής δεν συγκέντρωσε πλειοψηφία. Σε διαδικαστική πρόταση των υποστηρικτών της μετάφρασης, που ζητούσαν να μη λάβει απόφαση αμέσως το Σώμα, η ψηφοφορία έδωσε το αποτέλεσμα 42 κατά και 41 υπέρ (να η περίφημη διαφορά της μίας ψήφου!). Μάλιστα, ο πρόεδρος του Σώματος, ο Φρέντερικ Μούλενμπεργκ, που είχε γεννηθεί στη Γερμανία αλλά ήταν οπαδός της αφομοίωσης και της αγγλικής γλώσσας, αρνήθηκε να την ψηφίσει (όμως ήταν συνηθισμένο να μην ψηφίζει ο Πρόεδρος του Σώματος).
Έτσι γεννήθηκε ο μύθος ότι τα γερμανικά έχασαν για μία ψήφο την ευκαιρία να γίνουν επίσημη γλώσσα και ότι την καθοριστική αρνητική ψήφο την έριξε ο (Γερμανός) Φ. Μούλενμπεργκ.
Για να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας, ο μύθος της μίας ψήφου έχει πια ξεθωριάσει. Ούτως ή άλλως, ακόμα και στην εντελώς υποθετική περίπτωση που μια πλειοψηφία αιθεροβαμόνων φιλελλήνων στο Κογκρέσο ψήφιζε να γίνουν τα ελληνικά επίσημη γλώσσα, θα ήταν εντελώς αδύνατο να επικρατήσει κάτι τέτοιο στην πράξη αφού τα ελληνικά ήταν πέρα για πέρα άγνωστα σε όλους τους Αμερικανούς πολίτες (την εποχή εκείνη οι Έλληνες μετανάστες ήταν ελάχιστοι).
Σε μια αντισημιτική παραλλαγή του μύθου, που οφείλεται στον Κώστα Πλεύρη, την καθοριστική μία ψήφο την έριξε ένας «αμερικανοεβραίος μισέλλην», ο «Δανιήλ Γουέμπστερ», ο οποίος είναι ιστορικό πρόσωπο· βέβαια ήταν οκτώ ή δώδεκα ετών όταν έγινε η επίμαχη ψηφοφορία και… δεν ήταν εβραίος!
Παρ’ όλο όμως που ο μύθος αυτός έχει περιπέσει σε ανυποληψία, κατάφερε να πείσει ακόμα και έναν επιφανή ιστορικό. Στο γνωστό βιβλίο «Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, 1770-2000» του Ρίτσαρντ Κλογκ (στο πρωτότυπο: Richard Clogg, A concise history of Greece), διαβάζουμε, στην πρώτη-πρώτη σελίδα: «Ο σεβασμός που είχε εξασφαλίσει η γλώσσα και ο πολιτισμός του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε όλη την Ευρώπη (αλλά και στις τότε νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα αρχαία ελληνικά παραλίγο να υιοθετηθούν ως επίσημη γλώσσα)». Το επίμαχο απόσπασμα στο πρωτότυπο: «(and, indeed, in the infant United States where ancient Greek was almost adopted as the official language)». Όταν το είδα, έγραψα στον κ. Κλογκ, και του παρέθεσα τα σχετικά στοιχεία, και με χαρά μου έμαθα πρόσφατα ότι στην 3η έκδοση του βιβλίου που κυκλοφόρησε στα αγγλικά πριν από 2-3 χρόνια, το επίμαχο σημείο έχει αντικατασταθεί από το ότι some of the founding fathers were nurtured on the classics.
Αναφέρθηκα τόσο αναλυτικά σε αυτό τον παλαιό μύθο για να δείξω κάτι άλλο, ότι η ανασκευή ενός μύθου είναι πολύ πιο χρονοβόρα από την κατασκευή του, ή, όπως λέει η κρητική παροιμία που μ’ αρέσει να επαναλαμβάνω, «έριξε ο κουζουλός μια πέτρα στο πηγάδι και σαράντα γνωστικοί δεν μπορούν να τηνε βγάλουν».