Έχετε σκεφτεί ποτέ από πού προέρχεται η πολύ συνηθισμένη ελληνική λέξη "μπορώ";
Το Μέγα Λεξικόν Δημητράκου που εκτιμώ ιδιαίτερα δεν αναφέρει καμιά ετυμολόγηση. Ούτε και το Χρηστικό Λεξικό που επίσης εκτιμώ. Λένε μόνο πως είναι λέξη μεσαιωνική. Ο Μπαμπινιώτης αναφέρει ετυμολόγηση από τα γίντις (δηλαδή τα Εβραιογερμανικά) και από τα ρωσικά (μπορς), εξηγήσεις που δεν με καλύπτουν.
Για να μην το κάνουμε μυστήριο, θα παραθέσω την ετυμολόγηση που βρήκα στο βιβλίο του Ανρί Τονέ, ενός Γάλλου ελληνιστή που διδάσκει ελληνικά στην Γαλλία.
Λέει λοιπόν -και μού φαίνεται εύλογο- ότι η αρχική λέξη που κατέληξε στο "μπορώ" ήταν το "ευπορώ" κι άρχισε να χρησιμοποιείται από την ρωμαϊκή εποχή με την έννοια "περνώ εύκολα", "έχω ευκολίες, δυνατότητες". Σε πάπυρο του 3ου αι.μ.Χ διαβάζουμε: "ίνα ευπορείς του γράφειν. Επίσης τον 6ο αι. έχουμε: "έβλεπέ τινα μη ευπορούντα σπείραι".
Για την μετατροπή του "ευπ- ή εφπ-" στο "εμπ-" ο Τονέ λέει πως είτε ήταν μόνο φωνητικό φαινόμενο ή ενδέχεται να είναι από επίδραση του ουσιαστικού "έμπορος". Εν πάση περιπτώσει επικράτησε το "ημπορώ" και όπως το "ηξεύρω" έγινε "ξεύρω" έτσι και το "ημπορώ" έγινε "μπορώ" σε μια συνηθισμένη μετατροπή των ελληνικών λέξεων στον χρόνο.
Αναφέρω την ιστορία της λέξης γιατί μού φάνηκε παράδοξο που την ετυμολογία μιας τόσο συνηθισμένης καθημερινής λέξης δεν την βρήκα σε τρία μεγάλα ελληνικά λεξικά και την βρήκα στο σύγγραμμα ενός Γάλλου ελληνιστή. Στην βικιπαίδεια υπάρχει αυτή η εκδοχή του Τονέ με πηγή τον Τριανταφυλλίδη.
Από όλα τα παραπάνω κι ο τίτλος: μπορούμε ελληνικά ή θέλουμε κι εκεί τον Γάλλο μας;