Ξεφύλλιζα
το νέο μου βιβλίο «Η δική μας Πόλη, Α'
μέρος: Δραπετσώνα», που θα παρουσιαστεί
την άλλη Τετάρτη. Αύριο θα στείλω σε
όλους πρόσκληση. Σήμερα αποσπώ από το
βιβλίο ένα μέρος, αυτό που αναφέρεται
στην «Μάχη της παράγκας». Η μάχη αυτή
δόθηκε πριν από 58 ακριβώς χρόνια, στις
14 Νοέμβρη του 1960. Ήταν μια μάχη των αόπλων
Δραπετσωνιτών απέναντι στις δυνάμεις
καταστολής που τότε ήταν φόβος και
τρόμος του κοσμάκη. Αυτή η μάχη στάθηκε
η έμπνευση και η αφορμή για να γραφτεί
το τραγούδι «Μ' αίμα χτισμένο» των Μίκη
Θεοδωράκη και Τάσου Λειβαδίτη. Ας
διαβάσουμε από το βιβλίο τα γεγονότα.
Η
ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΚΑΣ
Με
την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, συμφωνήθηκε
και ανταλλαγή περιουσιών. Έτσι οι
πρόσφυγες
δικαιούντο
την ανταλλάξιμη περιουσία των Μουσουλμάνων
που εγκατέλειψαν τα νέα ελληνικά εδάφη.
Με αυτή την ανταλλάξιμη περιουσία έπρεπε
να γίνει η αποκατάσταση των αστών
προσφύγων. Τα σχέδια όμως που ετοίμαζαν
οι κυβερνήσεις τη δεκαετία του '50 δεν
άρεσαν στους πρόσφυγες της Δραπετσώνας
που διεκδικούσαν την ΑΥΤΟΣΤΕΓΑΣΗ
έναντι
της οργανωμένης δόμησης με πολυκατοικίες
που
προέβλεπαν τα σχέδια της τότε κυβέρνησης
Κωνσταντίνου Καραμανλή (το 1960). Οι
Δραπετσωνίτες έμεναν σε παράγκες και
σε παραπήγματα χτισμένα με πρόχειρο
τρόπο και με ευτελή υλικά, ωστόσο ενώθηκαν
για να υπερασπίσουν τον τρόπο ζωής τους,
την ψυχή τους και τον πολιτισμό τους,
όποιος κι αν ήταν αυτός.
Διωγμένοι
αρχικά από την γη των προγόνων τους,
καταδιωκόμενοι τώρα και στη γη που τους
δέχτηκε σαν παράταιρα τέκνα της, στέγασαν
μέσα στην παράγκα μαζί με τις οικογένειές
τους και απίστευτες ποσότητες Αξιοπρέπειας
και προπαντός Αλληλεγγύης. Όταν οι
μπουλντόζες της κυβέρνησης ήρθαν μαζί
με την αστυνομία για να επιβάλουν τα
νέα σχέδια, αυτοί τα αρνήθηκαν. Στον
ισοπεδωτικό (όπως τον εξέλαβαν)
εκσυγχρονισμό, πρόταξαν τα στήθη τους
για να εμποδίσουν την ανατροπή της
ταυτότητάς τους. Ήθελαν να είναι ο
καθένας κύριος του εαυτού του, γείτονας
αυτών με τους οποίους έζησε και επιβίωσε,
μέλος της κοινωνίας αλληλεγγύης που
είχε χτίσει. Δεν ήθελαν να πέσουν για
μια ακόμη φορά στα χέρια ενός κράτους
που τους είχε κακομεταχειριστεί, τους
είχε θυματοποιήσει, τους είχε ξεχάσει
για τέσσερις δεκαετίες και τώρα εκδήλωνε
ένα ενδιαφέρον που δεν μπορούσε παρά
να είναι ύποπτο και ανεπιθύμητο.
14
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1960
Έδωσαν
τη μάχη της παράγκας. Ήταν η 14η Νοεμβρίου
του 1960. Η Αστυνομία επιτέθηκε και οι
κάτοικοι απάντησαν. Οι γυναίκες έδωσαν
την πιο σκληρή μάχη και πολλές από αυτές
τραυματίστηκαν. Ευτυχώς δεν είχαμε
νεκρούς, είχαμε όμως μια σκληρή σύγκρουση,
εντελώς απρόσμενη για ένα
καθεστώς
αυταρχικό που είχε επιβληθεί με την
απροκάλυπτη βία μετά τον εμφύλιο και
που για πρώτη φορά αμφισβητούνταν τόσο
έντονα από μια ολόκληρη πόλη.
Οι Δραπετσωνίτες συγκρούστηκαν με την αστυνομία και μπήκαν μπροστά στις μπουλντόζες Κάθε πέτρα που έπεφτε από τους κατεδαφιστές, την ξανάχτιζαν όλοι μαζί. Ήταν μια πρωτόγνωρη για τα τότε δεδομένα αντίδραση που αναδείκνυε όχι μόνο το αγωνιστικό φρόνημα αυτού του φτωχού λαού αλλά και την αλληλεγγύη που έδενε όλον αυτόν τον πληθυσμό. Ήταν ένα δέσιμο και μεταξύ τους αλλά και με τη “γη” τους. Ήταν ένα τεράστιο “όχι” που δεν είχαν μπορέσει να πουν στην μικρασιατική καταστροφή που τους ξερίζωσε από τις πατρίδες τους και ένα ακόμη πιο τεράστιο “όχι” σε ένα κράτος που τους είχε νικήσει στον εμφύλιο και στη συνέχεια τους εκδικείτο καθημερινά βυθίζοντάς τους στην υποβάθμιση των όρων της ζωής τους. Ήταν ένα δυνατό και συναισθηματικό “όχι” που ακούστηκε δυνατά σε όλη την Ελλάδα κι έβαλε τη Δραπετσώνα στο προσκήνιο σαν έναν από τους τόπους μαρτυρίου του λαού μας.
Τη στιγμή αυτή κατέγραψαν ο Τάσος Λειβαδίτης με ένα ποίημά του γραμμένο τις μέρες που δινόταν αυτή η μάχη της παράγκας και ο Μίκης Θεοδωράκης που το μελοποίησε. Οι δυο τους έφτιαξαν έναν ύμνο της Δραπετσώνας και της φτωχολογιάς.
Μ’
αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το
`δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά
και
γλυκιά απαντοχή
Αχ,
το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ’
το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Κι όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί