Ο Απρίλης έρχεται. Την Τετάρτη είναι Πρωταπριλιά..
Συνηθίζουν να λένε ψέμματα. Εγώ λέω να πούμε αλήθειες.
Αλήθειες μέσα από ποιήματα.
Ξεκινάω με (ποιον άλλον;) τον Τ.Σ.Έλιοτ
Έρημη Χώρα, κεφάλαιο Α' στίχοι 1 έως 18 (έτσι ξεκινάει το ποίημα)
Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ' την πεθαμένη γη τις πασχαλιές,σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ' απόξερους βολβούς.
Το καλοκαίρι μας ξάφνιασε καθώς ήρθε πάνω από τον Σταρνμπέργκερζε
Με μια μπόρα Σταματήσαμε στις κολώνες
και προχωρήσαμε στη λιακάδα, ως το Χοφγκάρτεν,
Κι ήπιαμε καφέ, και κουβεντιάσαμε καμιάν ώρα.
"Δεν είμαι διόλου Ρωσίδα, κατάγομαι από τη Λιθουανία, βέρα Γερμανίδα"
Και ήμασταν παιδιά, μέναμε στου αρχιδούκα,
Του ξαδέλφου μου, με πήρε με το έλκηθρο,
Και τρόμαξα. Και έλεγε, Μαρία,
Μαρία, κρατήσου δυνατά. και πήραμε την κατηφόρα.
Εκεί νιώθεις ελευθερία, στα βουνά.
Διαβάζω σχεδόν όλη νύχτα, και πηγαίνω το χειμώνα στο νότο.
[ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:Το Σταρνμπέργκερζε είναι λίμνη κοντά στο Μόναχο. Το Χοφγκάρτεν κήπος στο Μόναχο με εξοχικά κέντρα. Ο στίχος 12 με τα πλάγια, στο πρωτότυπο είναι στα Γερμανικά]
Συνεχίζω με Γ.Σεφέρη που μιλά στο ποίημα "ΆΝΟΙΞΗ Μ.Χ." για μια πανώρια κοπελιά που βγήκε την άνοιξη και "φόρεσε χρώματα ανοιχτά" (στίχος 2) και περπάτησε με "στήθος γυμνό ως τις φλέβες" (στίχος 8). Και συνεχίζει ο ποιητής πιο κάτω με τους στίχους 29-36 έτσι:
Και φύγαν σαν αγάλματα
κι αφήσαν πίσω τους σιγή
που δεν την έκοψε σπαθί
που δεν την πήρε καλπασμός
μήτε η φωνή των άγουρων.
Κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά
κι ήρθε η μεγάλη στέρηση
μαζί μ' αυτή την άνοιξη
Όμως του φεύγει η οπτασία, του χαμογελά και χάνεται. Κι αυτός που όπως λέει στους στίχους 50-55
Κι είδα το στήθος της γυμνό
τη μέση και το γόνατο
πως βγαίνει απ' την παιδωμή
να πάει στα επουράνια
ο μάρτυρας ανέγγιχτος
ανέγγιχτος και καθαρός.
μας βγάζει όλο το ανοιξιάτικο παράπονό του στο τέλος (στίχοι 63-65)
Έγινε λίμνη η μοναξιά
έγινε λίμνη η στέρηση
ανέγγιχτη κι αχάραχτη.
Τον Οδυσσέα Ελύτη δεν τον ξέρω παρά ελάχιστα, τον έχω διαβάσει αλλά δεν τον έχω ποτέ μελετήσει, δεν με υποχρέωσε ποτέ να τον ακολουθήσω. Ο Ελύτης για την άνοιξη έχει γράψει άπειρα (φυσικά) και δεν κάθομαι να τα παραθέσω όλα. Μόνο από ένα ποίημα του, την Ελεγεία του Γκρόνικεν (για τη Ρηνανία μιλάει), είναι ένα κομμάτι του που μου αρέσει και περιέχει μέσα και την άνοιξη (ως έαρ)
Το παραθέτω:
Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς
αστερισμούς συνθέτει
Νύχτα μέρα αργάζεται. και τι ντο φαιά, τι σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το
ευλαβούνται
Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης
Ομολογούνε ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό
που οι μάγοι διατείνονται
Αλλά ζωή δεύτερη ανερμάτιστη στον αιώνα
Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
και πως εκείνος την κοιτάζει! Πως ύστερα που επάλεψε να βγει
Μεσ' από τους ανθώνες ένας θάμνος μωβ τους αναρπάζει
λίγο ψηλότερα από το έδαφος
Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσαν οι θεοί
Το πιο γνωστό βέβαια ποίημα για την άνοιξη είναι το ομώνυμο του Διονύσιου Σολωμού. Θυμίζω ότι ο Σολωμός ήταν Ιταλός ποιητής (Πιέτρο Μεταστάτζιο έμαθα ότι λεγόταν, δεν το ήξερα) μέχρι που αποφάσισε να γίνει ο Δάντης της Ελλάδας. Μια Ελλάδα που είχε σοβαρό γλωσσικό πρόβλημα καθώς ο λαός μιλούσε τη δημοτική σε πολλές ανεπεξέργαστες διαλέκτους (φτωχές όλες σε λέξεις, δομές, διατυπώσεις κλπ.) και οι διανοούμενοι μάθαιναν την αρχαία αττική. Ο Κοραής προσπαθούσε να φτιάξει την καθαρεύουσα αλλά κι αυτή ήταν τεχνητή. Χρειαζόταν κάποιος να υψώσει την δημοτική γλώσσα σε ύψος αντάξιο των τεχνικών γλωσσών, να την κάνει εργαλείο έκφρασης και αυτός βρέθηκε γύρω στο 1821-22 μαζί με την επανάσταση. Ήταν ο μεγάλος Διονύσιος Σολωμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Σπυρίδων Τρικούπης τον παρότρυνε να γίνει ο "Δάντης της Ελλάδας" αυτός του είπε "μα ... δεν ξέρω ελληνικά" εννοώντας ότι δεν ήξερε Αρχαία Ελληνικά, τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν όλοι οι εγγράμματοι για να γράφουν. Ο Τρικούπης του είπε το αμίμητο: "Ξέρεις, ελληνικά είναι η γλώσσα που σου έμαθε η μάνα σου όταν σε βύζαινε". Βεβαίως ο άνθρωπος ήτανε και μεγάλο ταλέντο με αποτέλεσμα να φτιάξει αξεπέραστες δημιουργίες και να θεμελιώσει πραγματικά το δικαίωμα της δημοτικής να αποτελέσει την ζωντανή γλώσσα του ελληνικού λαού έστω και με καθυστέρηση εκατόν πενήντα χρόνων.
Πολλά είπα, ας αφήσουμε τον Διονύσιο Σολωμό να μιλήσει. Δεν θα παραθέσω το ποίημα με τον τίτλο "Ανοιξη" αλλά ένα κομμάτι από τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους" όπου μιλάει για την άνοιξη. Αν είναι δύσκολο οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι να δεχτούν τον θάνατο αυτό γίνεται ακόμα δυσκολότερο όταν γύρω έχει έρθει η άνοιξη. Μόνον έξι στίχους δίνω. Για Σολωμό, αρκετοί είναι.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
......................
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»
Βεβαίως ποιήματα για την άνοιξη έχουν γράψει ο Καρυωτάκης, η Πολυδούρη και άλλοι. Εγώ όμως δεν θα παραθέσω όλα αυτά. Σταματάω εδώ. Δεν θέλω να φτιάξω ανθολόγιο "Άνοιξη και Ποιητές".