Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Αποσπάσματα από βιβλίο (Ενίοτε οι Εφιάλτες)


Για όσο η πολιτική ζωή συνεχίζει να κινείται στο ΠΟΛΥ ΓΚΡΙΖΟ χρώμα που έχει πάρει τελευταία, θα συνεχίσω να προστατεύω τον εαυτό μου μιλώντας για άλλα πράγματα και περισσότερο για τα βιβλία μου. Έτσι κι αλλιώς το τέλος το ξέρουμε, το οσφριζόμαστε. Τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Αμερικάνων, των Ευρωπαίων (πλην του ανόητου και κοντόφθαλμου ναζί) και της Ελλάδας δεν επιτρέπουν έξοδο από το ευρώ, παρά την οικονομική λογική που λέει ότι σε όλους συμφέρει να φύγει η Ελλάδα από το σκληρό νόμισμα που την πνίγει και θα την πνίγει ες αεί και να αποκτήσει δική της πολιτική και νομισματική ανεξαρτησία. Που θα κάτσει η μπίλια; πόσες παραχωρήσεις και πόσα κέρδη; θα τα δούμε λίαν συντόμως. Στο μεταξύ ο Μιχελογιαννάκης παίζει τον γιατρό, η Κωνσταντοπούλου τη δικαστίνα, ο Φίλης τον πολιτικό και ο Σταύρος τον αφέντη τσουτσουλομύτη ενώ παραμονεύουν οι λιμοκοντόροι (Κυριάκος, Άδωνης) που μόνο προσωρινά έχουν σιωπήσει. Μάθαμε και ότι ένας μέτριος που την έφερε στον Σαμαρά τον Δεκέμβρη (γιατί δεν μπόρεσε να καταλάβει το τάιμιν) προσπαθεί τώρα να ρεφάρει κρυμένος ως τρόϊκα πίσω από τις "αντιρρήσεις" του ΔΝΤ. Ουστ Σόιμπλε! ούστ Τόμσεν! που θα έλεγε ο Κραουνάκης ... Γι αυτό προτιμώ να γράφω για βιβλία... 


Χτες έδωσα ένα κομμάτι από το “Τρεις γενιές ονείρων”. Θα δώσω σήμερα ένα ακόμη κομμάτι από το άλλο βιβλίο, το “Ενίοτε οι Εφιάλτες” και θα επαναλάβω την προσφορά των βιβλίων για τα οποία μπορείτε να παραγγείλετε με e-mail μέχρι τις 10 Ιουνίου. Επαναλαμβάνω είναι φωτοτυπίες σε μέγεθος Α4 (η συνηθισμένη σελίδα του φωτοτυπικού) και κοστίζουν μόνο 3 λεπτά η σελίδα επειδή κάνω μια μαζική εκτύπωση. Φυσικά το βιβλίο θα είναι δεμένο και θα έχει εξώφυλλο χαρτόνι ιλουστρασιόν (όπως τα βιβλία του βιβλιοπωλείου) αλλά σε μέγεθος Α4 κι αυτό. 

Τα βιβλία που θα φωτοτυπήσω και μπορείτε να παραγγείλετε είναι: 

1.- RGR Η Αργυρή Εποχή των Ανθρώπων σελίδες 394 (μεγέθους Α4), κόστος 12 ευρώ. 

2.- Ο Δον Χουάν Ηρακλείδης και η ελληνορωμαϊκή πολιτεία σελίδες 262 (μεγέθους Α4), κόστος 8 ευρώ. 

3.- Τρεις Γενιές Ονείρων, ένας σύντομος ελληνικός 20ος αιώνας, σελίδες 174 (μεγέθους Α4), κόστος 5 ευρώ. 

4.- Ενίοτε οι Εφιάλτες ... στην Ελλάδα της κρίσης, σελίδες 114 (μεγέθους Α4), κόστος 4 ευρώ. 

Για το βιβλίο “Ενίοτε οι εφιάλτες” είχα γράψει τις προάλλες τα εξής: 

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που η δράση του εκτυλίσσεται μέσα στο 2013, στα χρόνια της κρίσης. Πρόκειται για μια πολιτικο-οικονομική ίντριγκα. Πρωταγωνιστής είναι ένας πρώην πλούσιος που έχασε τα πάντα και τρέφεται στα συσσίτια της εκκλησίας. Δεν καταθλίβεται από την ανέχεια, απεναντίας βρίσκει έναν καινούριο τρόπο να ζει και να αισιοδοξεί. Το παρελθόν του τον εμπλέκει σε ιστορίες με εξοπλιστικά προγράμματα, ρώσικη μαφία και λίστες με ονόματα πολιτικών εμπλεκομένων σε σκάνδαλα. Οι αντιθέσεις του κόσμου των αστέγων και του κόσμου των πρωθυπουργών γραφείων καθώς και οι ερωτικές ιστορίες που αναδύονται από την δράση, είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία. Στο τέλος, μια δολοφονία για λόγους ερωτικής αντιζηλίας σπάει τα κελύφη, φανερώνει τα μεγάλα μυστικά και επέρχεται η κάθαρση. 

Το βιβλίο αποτελείται από 114 σελίδες μεγέθους Α4 (αν είχε το σχήμα ενός συνηθισμένου μυθιστορήματος θα είχε περίπου 200 σελίδες). Κόστος 3,5 ευρώ 

Παραθέτω το 4ο κεφάλαιο του βιβλίου. Έχει τίτλο “Φτωχές κηδείες, πλούσιες κηδείες” και είναι η πρώτη επαφή του πρωταγωνιστή Μάρκου με την πολιτική και οικονομική ίντριγκα που εκτυλίσσεται στον δημόσιο βίο και που σε λίγο θα τον παρασύρει κι αυτόν σε δράση.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: 
 ΦΤΩΧΕΣ ΚΗΔΕΙΕΣ, ΠΛΟΥΣΙΕΣ ΚΗΔΕΙΕΣ

Οι θάνατοι των άστεγων ή άφραγκων και χρεοκοπημένων, ή εκείνων που είχαν υποχρεώσεις ασήκωτες και δυνατότητες μηδέν για την αντιμετώπισή τους, οι θάνατοι εκείνων που σύχναζαν σε μέρη σαν το προαύλιο του Αγίου Βερνάρδου ή των άλλων εκκλησιών και δημοτικών συσσιτίων, δεν ήταν νέα που εξέπλητταν κανέναν. Τους αντιμετώπιζαν όλοι μάλλον σαν την φυσιολογική κατάληξη μιας προδιαγεγραμμένης καθοδικής πορείας και αντί για τη συνηθισμένη ευχή, το γνωστό “ζωή σε ελλόγου μας”, ένα “ξεκουράστηκε!” ακουγόταν όλο και πιο συχνά καθώς ήταν πιο κοντινό στην πραγματικότητα που ζούσαν. Ποιος είχε όρεξη να μακροημερεύει “ελλόγου του” σε μια ζωή υπό αυτές τις συνθήκες; πιο πολύ την ξεκούραση επιθυμούσαν όλοι τους και την ευεργετική της επίδραση σημείωναν για όποιον απελευθερωνόταν από το βάρος να ζει μέσα στην ένδεια και την αφόρητη μοναξιά που την συνοδεύει.
Η κηδεία του Αγαθοκλή Καλαφάτη, αυτού του αγαθού γίγαντα που είχε καρδιά αδύνατη, πνευμόνια γεμάτα με νικοτίνη και αρτηρίες γεμάτες χοληστερόλη, δεν συγκέντρωσε παραπάνω από είκοσι ανθρώπους γύρω από την τελευταία του κατοικία, μια ορθογώνια τρύπα στο χώμα του νεκροταφείου, εκ των οποίων οι πέντε έξι ήταν συγγενείς και οι λοιποί σύντροφοί του. Η λέξη “σύντροφοι” εδώ ίσχυε με την κυριολεκτική της έννοια γιατί επρόκειτο για ανθρώπους που συν-τρέφονταν μαζί του στο συσσίτιο του Αγίου Βερνάρδου. Ο Αγαθοκλής ήταν άστεγος και με όλες αυτές τις αρρώστιες ήταν θαύμα που είχε φτάσει και στα πενήντα πέντε του. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να παίρνει πια τακτικά τα φάρμακά του εδώ και δυο χρόνια και η διατροφή του, εκτός από το λιτό φαγητό του συσσιτίου, ήταν σκουπίδια σουβλατζίδικων και φαστ φουντ όπου κατέφευγε για να χορτάσει την πείνα του. Το μεγάλο κι απαιτητικό σε τροφή σώμα του ήθελε περισσότερη τροφή από όση μπορούσε να εξασφαλίζει η άδεια τσέπη του και μόνη εναπομένουσα λύση ήταν κάποια πολύ φτηνά και πρόχειρα γεύματα που γι αυτόν ισοδυναμούσαν με δηλητήρια. Οι αρρώστιες του τρέφονταν και θέριευαν με τα ταγγισμένα λίπη και το αποτέλεσμά τους ήταν μια κάσα και ένας τάφος δύο επί ένα.
-Ξεκουράστηκε επί τέλους ο φίλος μας, είπε ο Δελιέσης όταν κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι της κηδείας να πιουν τον καφέ της παρηγοριάς
-Τι ωραίος άνθρωπος που ήτανε, έμοιαζε χαζούλης αλλά ήταν πολύ καλός! είπε η Χριστίνα δίνοντας την δική της οπτική
-Σύντροφοι, όλοι εκεί θα καταλήξουμε μια μέρα, στο χώμα, πέταξε θυμόσοφα και αρκετά βαριεστημένα ο Μάρκος
Βούτηξαν το παξιμαδάκι στον καφέ και ήπιαν λίγο κονιάκ που το μοίρασαν από ένα μπουκαλάκι Μεταξά που υπήρχε στο τραπέζι. Λιτή η κηδεία, λιγοστά και τα υπάρχοντα στα τραπέζια. Συνηθισμένοι να μην τρώνε πρωινό, έβλεπαν τα παξιμαδάκια σαν πλουσιοπάροχο γεύμα και τα τιμούσαν. Πήραν μάλιστα κι ένα καλαθάκι ακόμα από το διπλανό άδειο τραπέζι. Ευχήθηκαν υγεία στους ζωντανούς σηκώνοντας ελαφρά τα ποτηράκια. Ήπιαν το κονιάκ ρουφώντας, άλλος με όρεξη κι άλλος προσεκτικά για να μην κάνει θόρυβο, το ποτό και, μετά, συνέχισαν να πίνουν τον καφέ της παρηγοριάς.
-Ποιος πλήρωσε για την κηδεία; ρώτησε ο Λεωνίδας
-Αμάν ρε αδελφάκι μου! τον παρατήρησε ο Δελιέσης, ακόμα τον τραπεζίτη κουβαλάς μέσα σου! δεν θα απαλλαγείς ποτέ σου από αυτό το βάσανο;
-Από περιέργεια ρώτησα, άραγε πλήρωσαν οι συγγενείς του;
-Κάτι πληρώνουν οι συγγενείς, κάτι το κράτος, είπε ο Μάρκος, κάπως βγαίνει ο λογαριασμός
Στην παρέα του Μάρκου, της Χριστίνας και του Δελιέση, πλησίασε ο Θανάσης, ένας από τους εθελοντές που βοηθούσε κι αυτός, όπως η Κατερίνα, στη διανομή του συσσιτίου. Κάθισε στο τραπέζι τους.
-Λυπηρό που δεν θα ξαναδούμε τον κύριο Αγαθοκλή, είπε
-Ευτυχώς που δεν είχε παιδιά ή γονείς για να τους λείψει, αν και όπως και να το κάνουμε, κάθε οριστική απώλεια είναι αβάσταχτη, είπε η Χριστίνα στενοχωρημένη
-Η αλήθεια είναι ότι εμείς θα το συνηθίσουμε εύκολα, είπε ο Δελιέσης, κι όπως λέει η Χριστίνα, αυτοί που θα τον έκλαιγαν πιο πολύ, αυτοί που δεν θα μπορούσαν να το χωνέψουν, δεν υπάρχουν! κάτι συγγενείς του που έχουν έρθει εδώ είναι από το χωριό του
-Ξέρω τι συγγενείς είναι αυτοί, είπε ο Λεωνίδας, είχαν χρόνια να τον δουν και δεν είχαν σκοπό να τον συναντήσουν ποτέ τους, αλλά τώρα που πέθανε ήρθαν να ψάξουν στα κτηματολόγια μη τυχόν και άφησε τίποτα στα κρυφά ο μακαρίτης για να το κληρονομήσουν
Γρήγορα-γρήγορα η αίθουσα άδειαζε. Οι λίγοι που είχαν έρθει μέχρις εδώ για να συνοδέψουν τον Αγαθοκλή στην τελευταία του κατοικία αποχωρούσαν κι αυτοί χαιρετώντας τους συγγενείς.
-Φεύγουν όλοι και φεύγουν γρήγορα, είπε ο Δελιέσης
-Παιδιά, λέω να αφήσουμε τις πολλές κλάψες και να πιούμε ένα κονιάκ ακόμα, πρότεινε ο Μάρκος
-Εγώ δεν μπορώ, έχω ιατρείο σε λίγο, είπε ο Θανάσης
Ήταν γιατρός και εργαζόταν σε ένα ιατρικό κέντρο της περιοχής περιμένοντας τον διορισμό του στο ΕΣΥ. Πίστευε σε ένα κόσμο όπου το δημόσιο σύστημα υγείας θα στεκόταν στα πόδια του και οι άνθρωποι θα απολάμβαναν υπηρεσίες υγείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης με την φροντίδα της κοινωνίας. Ήταν, δηλαδή, ένας αθεράπευτα ρομαντικός νεαρός που ακόμα δεν είχε χάσει τις ελπίδες του και δεν είχε απογοητευτεί εντελώς.
Πέρασε από μπροστά τους ο Γιώργιζας. Το όνομά του ήταν Γιώργος Καμπίζας και ήταν κι αυτός τακτικός θαμώνας των συσσιτίων τον τελευταίο καιρό. Τον χαιρέτισαν με κάπως βαριά διάθεση κι εκείνος αντί να απαντήσει στο «πως τα πας;» με το συνηθισμένο «ας τα πούμε καλά να τα κάνει καλά ο Θεός» τους μίλησε με ένα ύφος απόγνωσης
-Παιδιά, τι να σας πω, είμαι ένα βήμα πριν τη ζητιανιά
Η οικογένειά του είχε τρία αγόρια και ένα κορίτσι και ζούσαν όλοι μαζί στο σπίτι των παππούδων. Ο Γιώργιζας εργαζόταν στη λαχαναγορά, όμως έχασε τη δουλειά του πριν δυο χρόνια μετά από ατύχημα. Ζούσανε τώρα με τα εκατό ευρώ που τους έδιναν κάθε μήνα από την εκκλησία, τρώγανε στα συσσίτια και έπαιρναν ρούχα από το Ίδρυμα Αστέγων.
-Κουράγιο Γιώργιζα, του είπε ο Λεωνίδας
-Δεν μπορούμε ρε Λεωνίδα να ζήσουμε χωρίς τη ΔΕΗ, το ένα μου παιδί είναι άτομο με ειδικές ανάγκες, καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; χωρίς ρεύμα δεν μπορούμε να εξυπηρετηθούμε
Ήταν μια κατάσταση γνωστή που επαναλαμβανόταν ίδια και απαράλλαχτη για πάρα πολύ κόσμο που συνεχώς αυξανόταν. Οι άνεργοι πλήθαιναν κάθε μέρα και πιο πολύ στην κοινωνία και όλες αυτές οι φιλανθρωπικές ή ανθρωπιστικές κινήσεις που επιχειρούσαν να σβήσουν την φωτιά σύντομα εξαντλούσαν τα όρια των δυνατοτήτων τους.
-Θα φύγω κι εγώ, είπε η Χριστίνα, πρέπει να δω τα παιδιά, τα έχω αφήσει πολλή ώρα
-Έλα να σε πάω μέχρι το σπίτι σου, εκεί κοντά πάω κι εγώ, της είπε ο Θανάσης
-Φεύγω κι εγώ, είπε ο Λεωνίδας, άντε, ζωή σε ελλόγου μας!
-Καλή ξεκούραση σε όλους μας! του ανταπάντησε ο Δελιέσης
-Καλά τα είπες, του είπε ο Μάρκος όταν έμειναν μόνοι τους, εννοώ μέσα στην εκκλησία… ωραία μίλησες!
Είχε εκφωνήσει έναν επικήδειο εμπνευσμένο. Θες γιατί ήταν φιλοσοφημένο άτομο, θες γιατί ένιωθε πολύ κοντά του τον Αγαθοκλή, ο Δελιέσης είχε βγάλει έναν λόγο που συγκίνησε όλους τους παρευρισκόμενους στην κηδεία. Ήταν τόσο καλός που θα άξιζε να τον ακούσουν πολλοί, όμως και οι λίγοι αυτοί που τον άκουσαν ένιωσαν, έστω και την τελευταία στιγμή, κάτι περισσότερο και πιο ανθρώπινο να τους συνδέει με τον νεκρό από μια γνωριμία ή από κάποια κοινά βιώματα μαζί του.
-Έβγαλα από μέσα μου αυτά που ένιωθα! είπε ο Δελιέσης
-Αυτό ήταν ολοφάνερο, το ωραίο όμως ήταν ότι κατάφερες να πεις και αυτά που νιώθαμε κι εμείς οι υπόλοιποι!
-Ήτανε άτυχος αλλά δεν είχε και από πού να πιαστεί
-Ξεκουράστηκε, ας μην τον κλαίμε, είπε ο Μάρκος
Ο Αγαθοκλής Καλαφάτης είχε μια κανονική δουλειά και μια κανονική οικογένεια μέχρι πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια. Κανείς δεν θα μπορούσε ούτε καν να υποψιαστεί την πορεία που θα είχαν, αυτός και οι δικοί του, μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν. Οι ατυχίες άρχισαν να τον χτυπούν η μία μετά την άλλη. Αρρώστησε και πέθανε η γυναίκα του και ένα χρόνο μετά έχασε και το μοναδικό τους παιδί, ένα παλικάρι είκοσι χρονών, που έσβησε κάτω από τις ρόδες ενός φορτηγού σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Έχασε τα λεφτά του στο χρηματιστήριο και την οικογένειά του στην τύχη και δεν ήταν καθόλου παράξενο που όχι μόνο η δουλειά του πήγε στράφι αλλά έμεινε και με χρέη που τον έκλεισαν για ένα διάστημα φυλακή. Στο διάστημα αυτό έχασε και την μάνα του που πήγε από τον καημό της ενώ πριν από πολλά χρόνια είχε φύγει από τη ζωή και ο πατέρας του. Όταν βγήκε έξω ο Αγαθοκλής διαπίστωσε ότι δεν είχε ούτε που να μείνει ούτε που να ακουμπήσει. Έζησε μόνο και μόνο γιατί δεν ήξερε να κάνει και τίποτε άλλο. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να μην τρελαθεί και κατέληξε να γίνει ένας γραφικός τύπος άστεγου και άφραγκου που τρεφόταν στα δημοτικά ή εκκλησιαστικά συσσίτια για πολλά χρόνια, ένας τρόφιμος του «δικτύου κοινωνικής προστασίας» πριν ακόμα από την κρίση που έστειλε κι άλλους πολλούς στην ίδια διαδρομή.
Ο Δελιέσης με τον επικήδειο λόγο του είχε καταφέρει να δώσει όλο το περίγραμμα της ατυχίας του που συνδυάστηκε με το δυσμενές και απάνθρωπο περιβάλλον της εποχής μας. Είχε κανείς την αίσθηση, ακούγοντάς τον, ότι δεν ήταν καμιά μοίρα θεϊκή αλλά οι πράξεις των ανθρώπων αλλά και των ηγετών που αυτοί οι άνθρωποι διάλεγαν με κριτήρια σκοτεινά και μεροληπτικά που οδήγησαν τον Αγαθοκλή στο αδιέξοδο. Συνέδεε με ένα καμβά καλοκεντημένο τις ευθύνες των κυβερνήσεων για το χρηματιστήριο με τις ευθύνες τους για την χωρίς οράματα νεολαία. Μίλησε για το οικονομικό σύστημα που αντί για ανθρώπους βλέπει μόνο νούμερα και κωδικούς, για τη δικαιοσύνη που είναι τυφλή για τους μικρούς και ανοιχτομάτα για τους πλούσιους, για τις φυλακές, για την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας αλλά και για τις κοινωνικές πολιτικές που οδηγούσαν ανθρώπους στην εξαθλίωση με τρόπο που είναι αδύνατο να αποφύγεις. Αν δεν βρει τον έναν η καταστροφή θα πέσει στον διπλανό του, αυτό ήταν το νόημα των λόγων του Δελιέση που μιλούσε όχι μόνο από γνώση αλλά και από προσωπική εμπειρία.
-Μόνο για τις ευθύνες των συνανθρώπων του δεν είπες κουβέντα, τόσες φορές ζήτησε βοήθεια και δεν του έδωσαν και ούτε παρέα δεν τον έκαναν
-Δεν μπορώ να ζητάω τίποτα από τους ανθρώπους, απάντησε ο Δελιέσης, όλοι μας θύματα είμαστε, άλλος λίγο και άλλος πολύ, των ίδιων καταστάσεων, εκεί που φτύνεις τη μια μέρα, βρίσκεσαι την άλλη εσύ να σε φτύνουν, γι αυτό δεν κατηγορώ κανέναν
Τελείωσαν με τον καφέ κι ετοιμάστηκαν να φύγουν. Η τελετή της κηδείας είχε ολοκληρωθεί και ο Αγαθοκλής είχε περάσει στην άλλη διάσταση της ύπαρξης, στον θάνατο που άλλοι τον έβλεπαν σαν τέλος και άλλοι σαν αρχή.
-Που θα πάει αυτή η κατάσταση; αναρωτήθηκε ο Δελιέσης, αυτή η καταστροφή ξεπερνάει κάθε φαντασία, δεν είναι φυσιολογικό αυτό που συμβαίνει γύρω μας
-Είναι μια παγκόσμια κρίση, έτσι είναι οι κρίσεις
-Σε όλον τον κόσμο τα ίδια;
-Περίπου τα ίδια είναι παντού, ο καπιταλισμός τρέφεται από τις κρίσεις και από το 2008 ο κόσμος ολόκληρος ζει μια τέτοια κατάσταση, είναι σαν τον πόλεμο όπου καταστρέφεις τα πάντα για να μπορείς μετά να τα ξαναχτίσεις, στο μεταξύ όμως έχουν πεθάνει οι μισοί
-Εδώ στην Ελλάδα όμως είμαστε χειρότερα από αλλού
-Ναι, από την μια πέσαμε βλέπεις στα χέρια των Γερμανών, κι από την άλλη γίναμε πειραματόζωο για τις νέες πολιτικές, είμαστε σαν τη Χιροσίμα που έφαγε την ατομική βόμβα για να γονατίσει ολόκληρη η Ιαπωνία
-Και θέλεις να πεις ότι φάγαμε εμείς την ατομική βόμβα για να συνετιστούν και οι υπόλοιποι;
-Κάπως έτσι, βρεθήκαμε στο μάτι του κυκλώνα!
-Τις προάλλες ζητιάνεψα, είπε ο Δελιέσης σκεπτικός
-Το έμαθα, κυκλοφόρησε, δεν μου άρεσε που το άκουσα αλλά σε καταλαβαίνω, αύριο μπορεί να το κάνω κι εγώ, του είπε ο Μάρκος
-Κοίτα εκεί, γίνεται κι άλλη κηδεία αλλά, ενώ εδώ ο Αγαθοκλής είχε είκοσι άτομα και καφέ πικρό, εκεί έχουνε μεγαλεία! θα ήτανε πλούσιος ο τύπος που πέθανε, είπε ο Δελιέσης
Έδειξε λίγο πιο εκεί προς το πιο μεγάλο και πιο ακριβό καφενείο πολυτελείας του νεκροταφείου που ετοιμαζόταν να δεχτεί καινούριο κόσμο. Αυτοί που έρχονταν φορούσαν κοστούμια και τουαλέτες, όλα σε αποχρώσεις του μαύρου και του γκρι. Δίπλα στην κηδεία του άφραγκου Αγαθοκλή μια άλλη κηδεία γινόταν, κάποιου μέλους της άρχουσας τάξης με σπουδαίους και πλούσιους φίλους. Ο κόσμος αυτός, με τα όμορφα ρούχα και τα ακριβά κοσμήματα στα χέρια και στους λαιμούς, πλησίαζε στην πόρτα της εκκλησίας. Πρώτα θα γινόταν η νεκρώσιμη τελετή, μετά θα γινόταν η ταφή με τη συνοδεία του πλήθους μέχρι την τελευταία κατοικία του νεκρού και στην συνέχεια θα έρχονταν όλοι στο καφενείο πολυτελείας.
-Πάμε προς τα εκεί, πρότεινε ο Μάρκος, ας δούμε και τον άλλο τυχερό
-Μπα, δεν θέλω, είπε ο Δελιέσης, πήγαινε μόνος σου
Δεν ήθελε να πάει σε αυτή την κηδεία με τα κουρελόρουχα που φορούσε πάνω του. Δεν ήθελε να τον κοιτάζουν σαν παράξενο ζώο που μόλις είχε ξεφύγει από το κλουβί του.
-Εγώ όμως θα πάω, είπε ο Μάρκος, γουστάρω να δω περίεργες φάτσες και να πιω και ένα ακόμη καλύτερο καφέ, και μάλιστα τζάμπα, στη μνήμη του πλούσιου πεθαμένου!
-Πήγαινε, και πιες κι ένα κονιάκ στην υγεία των γυναικών που έλιωναν για τον τύπο που θα λιώσει τώρα στο χώμα!
-Θα πάω και θα πιω και στην υγειά τους! έτσι κι αλλιώς έχω όσο χρόνο θέλω στη διάθεσή μου και μπορώ να τον κάνω ό,τι μου γουστάρει, ακόμα και να σουλατσάρω στο νεκροταφείο! είπε ο Μάρκος απολαμβάνοντας την φράση που είχε εκστομίσει
-Αν θέλεις, μπορείς να κάτσεις εκεί στην άκρη, βλέπω και κάτι άλλους τύπους μόνους, του υπέδειξε ο Δελιέσης πριν φύγει, και μην ξεχνάς ότι στην κηδεία δεν πας για τον νεκρό αλλά για τους γνωστούς του, αυτούς να προσέχεις
-Εντάξει γέρο, θα τους προσέχω, μη σε νοιάζει, έκανε ο Μάρκος χαμογελώντας
Αφού έμεινε μόνος, προχώρησε αργά προς την εκκλησία. Φορούσε ρούχα σχετικά καλά και καθαρά και δεν θα φαινόταν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα ανάμεσα σε όλους τους καλοντυμένους. Ακόμα κι αν πρόσεχαν καλά το δικό του κοστούμι θα έβλεπαν ότι ήταν πολύ γνωστής φίρμας και μιας ποιότητας που σήμαινε ότι είχαν ξοδευτεί αρκετά χρήματα για να ραφτεί. Μπορούσε να περνιέται ακόμα για αστός με τα άφθονα και καλά ρούχα που είχε στις ντουλάπες του σπιτιού του. Και δεν φοβόταν καθόλου μη τυχόν και τον αναγνωρίσει κανείς. Ακόμα κι αν τύχαινε να βρίσκεται εκεί κάποιος πρώην γνωστός του, ακόμα κι αν έρχονταν φάτσα με φάτσα, δεν θα τον καταλάβαινε ποιος ήταν έτσι που είχε χαθεί από την πιάτσα τόσο καιρό. Περπάτησε λοιπόν και χώθηκε μέσα στην ομάδα των ανθρώπων που με αργό βήμα έμπαινε στην εκκλησία για την νεκρώσιμη τελετή.
Πήγε για πλάκα, κι αυτό ήταν κάτι που δεν θα το είχε διανοηθεί ποτέ του με τον προηγούμενο τρόπο ζωής του. Ούτε θα είχε, τότε, καιρό να σπαταλήσει για μια κηδεία και μάλιστα ενός αγνώστου. Τώρα όμως απολάμβανε αυτή την αίσθηση της σπατάλης του χρόνου. Όσο είχε φτωχύνει σε χρήμα η τσέπη του, τόσο είχε πλουτίσει σε ελεύθερο χρόνο η ζωή του. Πήγε για να δει τον κόσμο, να ακούσει τις ψαλμωδίες των παπάδων, να δει τους τεθλιμμένους συγγενείς, να δει χωρίς καθόλου να ζηλεύει τα χρυσά τους ρολόγια και κοσμήματα, τόσο μάταια αφού δεν τρώγονταν ούτε πίνονταν, και να πιει τζάμπα τον καφέ με τα κουλουράκια πολυτελείας στα τραπέζια των φίλων και συγγενών του νεκρού. Πήγε γιατί κανείς δεν θα τον έδιωχνε από μια κηδεία.
Η τελετή είχε αρχίσει και ο παπάς που την τελούσε θα πρέπει να ήταν κάποιος υψηλόσχημος μητροπολίτης γιατί φορούσε στολή μεγάλου βυζαντινού αυτοκράτορα και είχε συνοδεία του πέντε παπάδες ντυμένους στα αρχιερατικά τους άμφια και αρκετούς νέους ψαλτάδες με ωραίες φωνές. Η λειτουργία πήρε σε μάκρος καθώς όλοι αυτοί έψαλλαν πολλά τροπάρια και χωρία θέλοντας να τιμήσουν τους συγγενείς του νεκρού και, ίσως-ίσως, να είχαν την φιλοδοξία να εντυπωσιάσουν ακόμα και τον ίδιο τον αναχωρούντα που θα μπορούσε να μεσολαβήσει και για αυτούς για μια θέση στον παράδεισο. Ο Μάρκος αφέθηκε να απολαύσει τους ήχους που ήταν όχι μόνο αρμονικοί και σωστοί αλλά και ιδιαιτέρως αισθαντικοί. Η μελαγχολική του διάθεση ταίριαζε με τους πένθιμους ύμνους και ο πλάγιος βυζαντινός ήχος χτυπούσε κατ΄ ευθείαν στην ψυχή του. Παρατηρώντας τους ψαλτάδες είδε πόσο πολύ αφοσιωμένοι ήταν σε αυτό που έκαναν. Ήταν βέβαιος ότι ο αρχιερέας και οι ψαλτάδες διέπρατταν αμαρτία, σύμφωνα με τα χριστιανικά πιστεύω, καθώς, αντί να υμνούν τον Θεό, πρέπει μάλλον να θαύμαζαν κι οι ίδιοι την ομορφιά των ήχων που εξέπεμπαν, τόσο ωραία που ακουγόταν ο ύμνος τους.
Κοιτάζοντας τις φάτσες των παρευρισκομένων άρχισε να ψάχνει τριγύρω μήπως και διακρίνει γνωστούς. Δεν έψαχνε τόσο για τους συνηθισμένους συγγενείς όσο για ανθρώπους με τους οποίους, ενδεχομένως, είτε είχε γνωριστεί στο παρελθόν είτε τους είχε μάθει από τηλεοράσεις και εφημερίδες, είτε είχε αποκτήσει κάποτε προσωπική σχέση μαζί τους. Κυκλοφορούσαν αρκετά κυβερνητικά στελέχη εδώ γύρω και πολλοί μεγαλόσχημοι παράγοντες. Φυσικά κανείς από αυτούς δεν θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει, όχι μόνο γιατί τώρα είχε γένια ενώ στην προηγούμενη ζωή του ήταν πάντα ξυρισμένος αλλά και γιατί είχε αφήσει τα μαλλιά του πολύ μακριά και γιατί αυτά είχαν γκριζάρει πολύ τα τελευταία χρόνια που βρισκόταν σε κατάσταση ένδειας. Ήταν πολύ πιο αδύνατος από παλιά και ακόμα και οι κινήσεις του είχαν αλλάξει εντελώς. Αν στεκόταν μπροστά σε ένα παλιό γνώριμό του και του έλεγε “κοίταξε με, είμαι ο Μάρκος, με θυμάσαι;” ήταν βέβαιο ότι αυτός ο παλιός γνώριμος θα δυσκολευόταν πάρα πολύ να τον αναγνωρίσει.
Κινιόταν, λοιπόν, άνετα ανάμεσά τους και αντάλλαξε μια δυο αόριστες κουβέντες με κάποιους από αυτούς, είτε για τον καιρό, είτε για τον εκλιπόντα, είτε για τις υπέροχες ψαλμωδίες και φρόντισε στη συνέχεια να πέσει πάνω τους και να τους χαιρετήσει και πάλι. Έτσι φαινόταν πως ήταν κι αυτός οικείος με το περιβάλλον και γνωστός κάποιων. Είχε δει πως ο τόπος ήταν γεμάτος με σεκιουριτάδες που έψαχναν να βρουν μοναχικούς ή παράταιρους για να εστιάσουν σε αυτούς την προσοχή τους. Με το κόλπο αυτό έδειχνε πως δεν ήταν ξένος αφού κάποιοι τον αναγνώριζαν και τον χαιρετούσαν και μπορούσε, έτσι, να αποφεύγει να γίνεται στόχος του προσωπικού ασφάλειας που ήταν αρκετά μεγάλο καθώς υπήρχαν πολλά πρόσωπα εκεί που είναι βέβαιο ότι θα τύγχαναν ειδικής προστασίας.
Ευτυχώς πρόλαβε σε ένα στεφάνι να δει πως ο νεκρός λεγόταν Στυλιανός Πάλης και έτσι όταν κάποιος τον ρώτησε αν γνώριζε καλά τον Στέλιο ήξερε να του απαντήσει πως “με τον κύριο Πάλη είχαμε μόνο κοινωνικές σχέσεις και δεν τον γνώριζα πολύ καλά, βέβαια, αλλά ήξερα πως ήταν θαυμάσιος άνθρωπος”, ο άλλος προσέθεσε “άνθρωπος με Άλφα κεφαλαίο” και ο Μάρκος πέρασε το τεστ. Μια κυρία τον ρώτησε αν θα αργούσαν να πάνε για καφέ και την καθησύχασε ότι αυτή η στιγμή όπου να ‘ναι ερχόταν. Ένα κοριτσάκι έριξε στα παπούτσια του κατά λάθος ένα τσαντάκι που κρατούσε, κι εκείνος του χάιδεψε το κεφάλι με ψυχραιμία και άνεση σαν να ήταν θείος του και χαμογέλασε στη μητέρα του που έτρεξε αμέσως να πιάσει την κόρη της από το χέρι και να ζητήσει από εκείνον βιαστικά “συγνώμη”.
Καθώς οι θρησκευτικές ψαλμωδίες γίνονταν όλο και πιο κατευναστικές και οδεύαμε προς το τελειωτικό αμήν, ο αρχιερέας, μάλλον Μητροπολίτης, διέκοψε την κατάνυξη και έβγαλε ένα λόγο για τον εκλιπόντα. Ο Μάρκος δεν άκουσε ούτε λέξη παρ’ όλο που ο ομιλητής είχε στόμφο και ύφος χιλίων καρδιναλίων, λες και μιλούσε από το Βατικανό. Ύστερα ένας γνωστός, μάλλον πολιτικός από τους μαϊντανούς της τηλεόρασης, άρχισε να πλέκει κι αυτός το εγκώμιο του Πάλη που είχε απέλθει και δεν ήταν πια παρά ένα κρύο πτώμα που αναζητούσε εναγωνίως τον τόπο της αποσύνθεσης. Οι συγγενείς σε όλη αυτή τη διάρκεια των λόγων, όπως και πιο πριν βεβαίως, κράτησαν την ψυχραιμία τους και δεν ξέσπασαν ούτε σε κλάματα ούτε σε μοιρολόγια αφήνοντας αυτή την συνήθεια για τις κατώτερες τάξεις. Με καρτερικότητα έκανε ο καθένας τις δικές του σκέψεις μέχρι να τελειώσει η μακρόσυρτη τελετή και να οδηγηθούν επιτέλους όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παρακολουθούντες, περίεργοι, παπάδες, υπάλληλοι του γραφείου τελετών και νεωκόροι, ακόμα και απρόσκλητοι σαν τον ίδιον, με ανακούφιση, στο “αμήν”.
Ύστερα προχώρησαν προς τον χώρο των οικογενειακών τάφων που βρισκόταν βεβαίως στην πτέρυγα των πλουσίων με τα ψηλά κυπαρίσσια, τους ωραίους δρόμους με χορτάρι, με τα αγάλματα και τις πολυτελείς μαρμάρινες τελευταίες κατοικίες των νεκρών. Όλα ήταν γεμάτα με μια γλυκιά θλίψη και ησυχία καθώς ο παπάς έψαλλε τον τελευταίο αποχαιρετισμό και κάποια κλάματα ακούστηκαν από τους πολύ κοντινούς του εκλιπόντος. Το χώμα σκέπασε την κάσα με το πολύ ακριβό ξύλο και η τελετή ολοκληρώθηκε.
Τώρα ο κόσμος κατευθυνόταν προς το καφενείο του νεκροταφείου για τον καφέ της παρηγοριάς. Ο Μάρκος πήγε κι αυτός προς τα εκεί, εξ άλλου βασικά για τον καφέ είχε έρθει. Παρατηρούσε τον κόσμο στον οποίο ανήκε κι αυτός μέχρι πριν από λίγο καιρό και από τον οποίο είχε αποκοπεί οριστικά, όπως φοβόταν και όπως ήλπιζε … Μα πως γινόταν να ελπίζει ταυτόχρονα και να φοβάται το ίδιο πράγμα; αναρωτήθηκε. «Ναι», απάντησε μέσα του, «γίνεται, αν πρόκειται για κάτι τόσο τρομακτικό όσο η προηγούμενη ζωή μου!» Βρήκε μια άδεια καρέκλα και κάθισε σε ένα τραπέζι περίπου στο κέντρο του μαγαζιού και πολύ κοντά στο σημείο όπου καθόταν η οικογένεια με τα μαύρα και γκρίζα επώνυμα ρούχα, κομψά φυσικά και ταιριαστά στο σώμα του καθενός, για να δεχτεί εκ νέου τα συλλυπητήρια όσων είχαν έρθει στο καφενείο. Από εκείνο το σημείο ο Μάρκος θα μπορούσε να βλέπει και τους τύπους που θα έρχονταν για να συλλυπηθούν τους συγγενείς του εκλιπόντος.
Εκεί που κάθισε μαζεύτηκαν αρκετοί γνωστοί στο πλατύ κοινό τύποι που ήταν όλοι σπουδαίοι και μεγαλοσχήμονες, είτε βουλευτές, είτε συνεργάτες τους είτε γενικώς κυβερνητικά στελέχη. Έτσι όπως καθόταν στην άκρη ενός ορθογώνιου τραπεζιού, κι έμενε σε μια σχετική απομόνωση από τον πολύ κόσμο, έδινε την εντύπωση ότι θα ήταν ο οδηγός κάποιου μεγαλοστελέχους με αποτέλεσμα κανείς να μην του δίνει ιδιαίτερη σημασία. Ο Μάρκος δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου για τις κουβέντες τους αν δεν του κινούσε την περιέργεια, αρχικά, ο τρόπος που μιλούσαν για την κυβέρνηση και για διάφορα στελέχη της και αν δεν άκουγε στη συνέχεια το όνομα «Ιγνατίου». Το όνομα κίνησε το ενδιαφέρον του και άρχισε να προσέχει καλύτερα τι έλεγαν. Ήθελε πρώτα από όλα να καταλάβει αν με το “Ιγνατίου” εννοούσαν την Μάρθα ή αν, απλά, μιλούσαν για κάποιον άλλον με το ίδιο επώνυμο.
Οι δυο πιο κοντινοί του, ο ένας περίπου δίπλα του κι ο άλλος λίγο λοξά απέναντί του, ήταν αξιωματούχοι της κυβέρνησης ή βουλευτές, ο ένας σοσιαλδημοκράτης κι ο άλλος νεοφιλελεύθερος όπως κατάλαβε στη συνέχεια από αυτά που έλεγαν. Το θέμα της συζήτησής τους ήταν η Προανακριτική Επιτροπή για τα Εξοπλιστικά και οι εντάσεις που είχαν δημιουργηθεί εκεί κυρίως μεταξύ του Προέδρου και των Εθνικιστών που –όπως κατάλαβε- ήταν το θέμα των ημερών. Δεν παρακολουθούσε ειδήσεις ούτε διάβαζε εφημερίδες με αποτέλεσμα να μην έχει ιδέα από την επικαιρότητα, τώρα όμως που άκουσε το όνομα αυτό πρόσεξε καλύτερα για να καταλάβει τι έλεγαν. Φυσικά, αυτοί που μιλούσαν δεν του έδιναν καμιά σημασία και γι αυτούς ήταν σαν να μην υπήρχε. Ο ένας τους ήταν καστανός και νεαρός με κόκκινο πρόσωπο και ο άλλος χοντρούλης, μεγάλος σε ηλικία και σχεδόν καραφλός.
-Με αυτήν την Μάρθα Ιγνατίου που ανακαλύψανε θα μας τρελάνουν, είπε ο ένας επιβεβαιώνοντας ότι μιλούσαν για την γνωστή του Μάρθα
-Με την Επιτροπή να συνεδριάζει, όλα μπορεί να γίνουν, μπορεί να την καλέσουν να καταθέσει κι αυτή
-Την Ιγνατίου; Ε, αυτό θα είναι από τα άγραφα!
-Έμαθες τι είπανε σήμερα το πρωί ο Σμαραγδής με τον Φάνη; ρώτησε εκείνος με με το κόκκινο πρόσωπο
-Έλα μωρέ τώρα, απάντησε ο χοντρούλης ηλικιωμένος, έχει καμιά σημασία τι λένε αυτοί … (χάθηκαν για τον Μάρκο μερικά λόγια) … σημασία έχει τι τους λέει ο … (δεν ακούστηκε καλά ένα όνομα) … έχει ισχύ νόμου γιατί του το έχουν πει οι Άλλοι … (χάθηκαν πάλι κάποιες κουβέντες) … ας μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας!
-Κι όμως, κάτι θα είπανε και πάνω σε αυτό, επέμεινε ο νεαρότερος
-Τι να είπανε αυτοί οι δυο, ρε Νικολάκη, είναι γνωστό ότι όποτε βρίσκονται μεταξύ τους μιλάνε για ό,τι άλλο θέλεις εκτός από τα σοβαρά προβλήματα! Το φιλοσοφήσανε “περί θεού και ανθρώπων” οι μεγάλοι αρχηγοί μας! τι να σου πω, κάνεις σαν να μη ξέρεις το επίπεδο της συζήτησης όταν μαζεύονται αυτοί οι δυο; Άδωνης Σμαραγδής και Φάνης Καρβέλης, οπερέτα πρώτης ποιότητας! δεν ξέρω αν ο Σαίξπηρ ή ο Ιονέσκο θα απέδιδαν καλύτερα τους διαλόγους τους! παιδική χαρά σου λέω, σκέτη … (ο Μάρκος έχασε τον χαρακτηρισμό) … τις κούκλες, είπε ο χοντρούλης με τα λίγα μαλλιά
-Σκέτοι σωκρατικοί διάλογοι γίνονται μεταξύ τους! είπε ο άλλος γελώντας
Του φάνηκαν και οι δυο γνωστοί. Μιλούσαν κοροϊδεύοντας τους αρχηγούς τους. Ο Μάρκος θυμήθηκε τον κοκκινοπρόσωπο που ήταν σοσιαλδημοκράτης. Επομένως ο άλλος θα πρέπει να είναι των νεοφιλελεύθερων, σκέφτηκε και επιβεβαιώθηκε από τις κουβέντες τους
-Αυτός ο δικός σου αδελφάκι μου είναι μεγάλος λαϊκιστής, είπε ο χοντρούλης και καράφλας που θα πρέπει να ήταν ο νεοφιλελεύθερος, όλο “όχι” λέει στην αρχή και όλο θέματα αρχών βάζει αλλά … στο τέλος συμφωνεί στα πάντα! Εμάς βέβαια μας βολεύει αυτό, απορώ όμως μαζί σας πως δεν τον έχετε κράξει στο κόμμα σας, εδώ τον έχουν κάνει νούμερο όλες οι εφημερίδες, ακόμα κι αυτές που σας στηρίζουν
-Ε, δεν υπάρχει και καμιά που να μας στηρίζει πια, είπε ο κοκκινοπρόσωπος
-Με τον Φάνη Καρβέλη για αρχηγό η αλήθεια είναι ότι δύσκολα θα συγκινήσετε τους καναλάρχες!
-Ενώ ο δικός σου που το παίζει και πρωθυπουργός είναι καλύτερος, ε; του είπε γελώντας ο “Νικολάκης” ο κοκκινοπρόσωπος που φαινόταν σοσιαλδημοκράτης από αυτά που έλεγε για τον Σμαραγδή
-Πάντως το θέμα τους δεν ήτανε οικονομικό, για την Εξεταστική μιλούσανε και για την τροπή … (ο Μάρκος εδώ έχασε δυο τρεις φράσεις γιατί κάποιος άλλος δίπλα του μίλησε πολύ δυνατά) …το μήνυμα Ιγνατίου βάζει μπουρλότο, θέλουνε να μη ληφθεί υπ’ όψη αλλά η αντιπολίτευση το έχει κάνει σημαία και φωνάζει για δήθεν συγκάλυψη και τέτοια, γίνεται χαμός!
-Έλα μωρέ, τους έχει τρομοκρατήσει μια Ιγνατίου! είπε ο άλλος
Ο Μάρκος ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του, κοίταξε αδιάφορα αλλού, αλλά τέντωσε το αυτί του να πιάσει όσο περισσότερα μπορούσε από τον διάλογο που γινόταν ανάμεσα στους δυο εκπροσώπους του λαού που μιλούσαν προσεκτικά όχι, όμως, τόσο όμως ώστε να μην τους ακούει εκείνος. Το όνομα της Ιγνατίου, που επανερχόταν στην κουβέντα, τον έκανε να μην παρατήσει την ακρόαση των διαλόγων τους.
-Πάντως, θα μπούμε σε μπελάδες, παραδεχόταν ο κοκκινοπρόσωπος
-Αδελφέ, αυτό το η-μέϊλ απειλεί να τινάξει ολόκληρη την Επιτροπή στον αέρα, είπε ο χοντρούλης ηλικιωμένος, ξέρεις πόσο επικίνδυνες και λεπτές είναι οι ισορροπίες εκεί μέσα … θα γίνει της τρελής τώρα!
-Αυτή την επιτροπή την έχει τινάξει ήδη στον αέρα ο Βλαχογιώργος, τα κάνει κάθε μέρα θάλασσα, δεν είχατε … (χάθηκαν τα τελευταία του λόγια)
-Τι να σου κάνει αδελφέ, έχει τρελαθεί κι αυτός, οι εθνικιστές θέλουνε να τον χτυπήσουνε για να γίνει επεισόδιο και να δείξουνε ότι είναι ενάντια στο σύστημα, έχει … (χάθηκαν κάποιες κουβέντες) … κι εσείς μας παραδώσατε ένα δοχείο με σκατά, του έλεγε ο άλλος
-Μπλέκει με την Ιγνατίου η υπόθεση, μπλέκει πολύ!
-Άλλη καριόλα κι αυτή! τώρα βρήκε να κάνει παιχνιδάκια το τσόλι!
-Ε, δεν τη λες και “τσόλι”, τουλάχιστον είναι ωραία γκόμενα
Μεσολάβησαν κάποιες φράσεις που χάθηκαν εντελώς για τον Μάρκο. Γύριζαν γύρω από τα ονόματα του Άδωνη Σμαραγδή, της Μάρθας Ιγνατίου του Φάνη Καρβέλη και του Βλαχογιώργου αλλά ο Μάρκος δεν άκουγε καλά. Πρόσεχαν κι αυτοί να μιλούν κάπως πιο σιγά τώρα που ανέφεραν αυτά τα ονόματα, αλλά, επειδή είχε φασαρία μέσα στην αίθουσα, αναγκάζονταν να υψώνουν κάπως την φωνή για να ακούγονται μεταξύ τους, οπότε επωφελείτο κι εκείνος και ξανάπιανε σύνδεση. Τώρα είχαν ξεφύγει από το θέμα που τους απασχολούσε πιο πριν κι έλεγαν κάτι για μια γραμματέα που προφανώς ο νεοφιλελεύθερος την έκανε κέφι αλλά ήταν δύσκολο να την καταφέρει και ο κοκκινοπρόσωπος σοσιαλδημοκράτης του έκανε πλάκα.
-Αυτή η Λίτσα πάντως θα σε ξεκάνει, όποτε σε βλέπω στην κοινοβουλευτική όλο ερωτήσεις της κάνεις αδελφάκι μου
-Μπα, έρχεσαι κι εσύ στη δική μας την κοινοβουλευτική; Μήπως να το βλέπατε κάπως πιο ανοιχτόκαρδα και να προσχωρούσατε όλοι σε μας, αφού έτσι κι αλλιώς μας κάνετε που μας κάνετε πλάτες…
-Δεν θα είναι κάθε μέρα τ’ αϊ Γιαννιού, σας ήρθαν βολικά και κυβερνάτε, να δούμε στις επόμενες εκλογές τι θα πάρετε, και εν πάσει περιπτώσει το θέμα μας είναι η Λίτσα
-Το θέμα μας είναι η Ιγνατίου, θύμισε ο νεοφιλελεύθερος
-Ιγνατίου και κουραφέξαλα, δεν θα υπήρχε κανένα θέμα αν η κυβέρνηση και ειδικά ο πρωθυπουργός-σας είχε κάνει όλα αυτά που ξέρουμε πως έπρεπε να κάνει … αλλά, εντάξει το γνωρίζουμε, ο Σμαραγδής είναι παιδική χαρά, το παιδί είναι εκτός τόπου και χρόνου, έπρεπε να έχουμε κάποιον άλλον για να … (χάθηκαν κάποιες κουβέντες) … αλλιώς θα γίνουν άσχημα τα πράγματα, είπε ο κοκκινοπρόσωπος Σοσιαλδημοκράτης
-Η υπόθεση ξεπερνάει και τον Σμαραγδή και όλο το πολιτικό σύστημα, είπε ο νεοφιλελεύθερος, τα έχουν πάρει όλοι, ρε συ, το μισό κοινοβούλιο είναι χωμένο μέσα στην … (χάνονται κάποιες λέξεις) … τα κορόιδα της ιστορίας
Ο Μάρκος τους άκουγε να μιλούν για τις κυβερνητικές υποθέσεις και απολάμβανε το διάλογο. Παραδόξως, απολάμβανε να τους ακούει να μιλούν έτσι για την Μάρθα. Παραδέχονταν ότι ήταν όμορφη αλλά την θεωρούσαν διαβολική καθώς κόντευε να τους στείλει στον άλλο κόσμο με την παρέμβασή της. Δεν ήξερε ο Μάρκος τι ακριβώς είχε γίνει, άκουγε όμως και αντιλαμβανόταν ότι εκείνη, με κάποιον τρόπο, είχε ανακατέψει για τα καλά τα δυο κυβερνητικά κόμματα και είχε αναγκάσει τον κοκκινοπρόσωπο και τον χοντρό να την βρίζουν και να προσπαθούν να ξορκίσουν το φάντασμά της που τους δημιουργούσε προβλήματα. Σίγουρα τους είχε κάνει άνω-κάτω!
Την είχε γνωρίσει και μάλιστα πολύ καλά και η ανάμνησή του από αυτή τη στενή γνωριμία τους ήταν γλυκιά και έντονη. Κάποια εποχή, μάλιστα, θα μπορούσε μεταξύ τους να είχε συμβεί κάτι ερωτικό καθώς ένα αδιόρατο φλερτ είχε ξεκινήσει από την πλευρά του κι εκείνη είχε ανταποκριθεί. Ωστόσο τελικά αυτό το κάτι δεν είχε μετουσιωθεί σε έρωτα ή έστω απλή σχέση. Θες η γυναίκα του, που στεκόταν πάντα ένα συναισθηματικό ανάχωμα σε οποιοδήποτε πιθανό σκίρτημά του, θες οι δικές της αναστολές, πάντως δεν είχε γίνει κάτι παραπάνω από ένα πολύ εγκάρδιο και αμοιβαίο πλησίασμα. Τουλάχιστον εκείνος δεν είχε ξεπεράσει ποτέ τα όρια της ευπρέπειας απέναντί της κι εκείνη είχε κρατηθεί αξιοπρεπής.
Ξέφυγε από την αναπόληση και άρχισε πάλι να κρυφακούει τον διάλογό τους όταν αυτοί οι δυο ξαναγύρισαν στο θέμα της Ιγνατίου. Ετοιμάζονταν να φύγουν αλλά φαινόταν ότι ήταν ένα θέμα που τους έκαιγε γιατί όλο και επανέρχονταν έστω κι αν ξανάλεγαν τα ίδια και τα ίδια.
-Τελικά αυτή η νεκραναστημένη, η Ιγνατίου ξαναζωντάνεψε και πάει να θάψει εμάς! είπε σαν κατακλείδα ο σοσιαλδημοκράτης
-Δεν ξέρουμε αν ζει αλλά ξέρουμε ότι ακόμα γράφει γράμματα, ή, έστω, τα γράφει κάποιος άλλος στο όνομά της
-Πάντως δεν είναι παιχνίδι, αυτό θα μας μπλέξει όλους για τα καλά!
-Από ό,τι φαίνεται η καριόλα έγινε ζόμπι κι έρχεται από τον τάφο της για να μας πάρει όλους μαζί της! λες να παίζει το παιχνίδι της Αριστερής Συμμαχίας; ή μήπως των εθνικιστών;
Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του σαν να έλεγε “ο κόσμος έχει χαλάσει”. Δεν είπαν πολλά περισσότερα. Σηκώθηκαν από το τραπέζι για να πάνε να χαιρετίσουν την οικογένεια και να φύγουν. Καθώς σηκώνονταν κι έπαιρναν τα σακάκια τους ο κοκκινοπρόσωπος σοσιαλδημοκράτης έριξε μια πιο προσεκτική ματιά στον Μάρκο που παρίστανε τον αδιάφορο. Δεν διέκρινε τίποτε το περίεργο και γυρίζοντας προς τον φίλο του νεοφιλελεύθερο του πέταξε μια τελευταία κουβέντα
-Λένε πως αυτή η λίστα ξεπερνάει και την άλλη της Ζήμενς!
-Εγώ πάντως δεν είμαι μέσα για να φοβάμαι
-Είσαι όμως σε άλλες, σιγά που δεν θα σε έχει φακελωμένο ο Άδωνης!
-Όσο φακελωμένους σας έχει και σας ο δικός σας, άλλο τόσο μας έχει κι εμάς ο δικός μας, απάντησε εκνευρισμένος ο άλλος
-Μωρέ αυτοί έχουνε καταγράψει και το πως κατουράμε, τέλος πάντων όμως, δεν είναι ώρα να τσακωνόμαστε μεταξύ μας, το πρόβλημα είναι να βρεθεί αυτή η ανακατώστρα και να της πετάξει κάποιος τα μάτια έξω για να μάθει τι πα’ να πει βερίκοκο!
-Αν υπάρχει βέβαια, γιατί πολλοί πιστεύουν ότι το ζόμπι το εμφανίζουν κάποιοι της Συμμαχίας για να μας κάνουν κουλουβάχατα!
-Παίζει κι αυτό, δεν λέω
Καθώς περνούσαν μπροστά από τον Μάρκο συνέχισαν τα πειράγματα
-Είναι πάντως ωραία γκόμενα, είπε ο χοντρός και καράφλας νεοφιλελεύθερος
-Εσύ να κοιτάς τη Λίτσα γερομπισμπίκη! τον πείραξε ο κοκκινοτρίχης
-Την πηδούσε άραγε ο Κωνσταντίνου;
-Δεν νομίζω ότι του έκατσε, λένε πως ήτανε πολύ ψηλομύτα η τύπισσα
Σιγά μη καθότανε στον γλοιώδη” σκέφτηκε ο Μάρκος. Το σχόλιο που άκουσε τον έκανε να έχει όλη την καλή διάθεση να τους στείλει και τους δυο στο διάολο αλλά κρατήθηκε. Δεν παρέλειψε, όμως, να σκεφτεί ότι όλοι οι άντρες γίνονταν πολύ εύκολα γουρούνια όταν ήταν μόνοι τους και μιλούσαν για γυναίκες. Του είχε τύχει να κάνει κι εκείνος τέτοια σχόλια και αυτό τον συγκράτησε από το να τους βρίσει. “Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο …” είπε από μέσα του και σηκώθηκε να φύγει κι αυτός.
Στο μεταξύ και οι δυο βουλευτές είχαν σταματήσει τα σχόλια καθώς πλησίασαν και άλλοι κοντά τους και άλλαξαν θέμα. Κάποιος τους έκανε νόημα να προσπεράσουν τη σειρά που σχηματιζόταν καθώς είχαν –υποτίθεται- σοβαρή δουλειά στη Βουλή κι έπρεπε να φύγουν για το καθήκον τους. Ο Μάρκος κάθισε λίγο όρθιος μη ξέροντας αν θα έπρεπε ή όχι να χαιρετίσει τους συγγενείς, το βρήκε όμως πολύ υποκριτικό και έτσι έφυγε χωρίς να πει τα γνωστά “ζωή σε σας”!
Η συζήτηση που είχε ακούσει εκτός από διαφωτιστική μιας διαφθοράς που του ήταν γνώριμη, του προξενούσε παράλληλα και ναυτία. Θα έβγαζε ευχαρίστως τα άντερά του αν αυτά είχαν κάτι περισσότερο από τα παξιμαδάκια της κηδείας του φτωχού. Εδώ, παρά τον καλό καφέ, είχε μόνο κάτι κουλουράκια στο μέσον του τραπεζιού που κανείς δεν τα άγγιξε μια και όλοι τους ήταν ακατάδεχτοι και δεν τα γεύτηκε ούτε κι αυτός μια και προτίμησε να ακούει τη συζήτηση παρά να τα φάει. Τώρα που το σκεφτόταν, παραδεχόταν το λάθος του. Έπρεπε χωρίς κανένα δισταγμό να φάει μερικά και να βάλει και μερικά ακόμη στην τσέπη του για αργότερα.
Το μόνο καλό από όλη αυτή την συμμετοχή του στην πλούσια κηδεία, εκτός από κάποιες σκέψεις που του προκάλεσε και μια ήπια απελευθερωτική θλίψη που του χάρισε την ώρα των καλλίφωνων και πολύ βυζαντινοπρεπών ψαλμωδών, ήταν που είχε ακούσει να μιλούν για την Μάρθα. Την περιέλουσαν, βέβαια, με διάφορα κοσμητικά επίθετα γιατί τους είχε κάνει κάτι που το είχαν για πολύ σοβαρό κίνδυνο και τους έκαιγε. Και μόνο γι αυτό το νέο, όμως, άξιζε τον κόπο που πήγε στην κηδεία του Στυλιανού Πάλη. Αυτός ξεκουράστηκε, όλοι οι άλλοι όμως μου φάνηκαν πολύ κουρασμένοι!” σκέφτηκε ο Μάρκος και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του καθώς ήταν προχωρημένο απόγευμα και σε λίγο θα άρχιζε να σκοτεινιάζει.
**********

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Απόσπασμα από το βιβλίο "Τρεις Γενιές Ονείρων"

 
Συνεχίζοντας την παρουσίαση των βιβλίων που σας πρότεινα, θα σας δώσω σήμερα ένα κομμάτι από το βιβλίο “Τρεις Γενιές Ονείρων – Ο ελληνικός 20ος αιώνας”. Παραλείπω τον “Δον Χουάν Ηρακλείδη” γιατί από το βιβλίο αυτό είχα δημοσιεύσει παλιότερα αρκετά κεφάλαια και μπορεί κανείς να τα βρει αν θελήσει στις παλιότερες αυτές αναρτήσεις στις διευθύνσεις ΕΔΩ και ΕΔΩ και ΕΔΩ.
Οι "Τρεις Γενιές Ονείρων" διαδραματίζονται από το 1922 ως το 1972 στην Ελλάδα και διάλεξα το 13ο κεφάλαιο (από τα 21 συνολικά) που εστιάζει στη δεκαετία του 1960, πριν το πραξικόπημα. Αποτελείται το κεφάλαιο από τέσσερα επεισόδια, τα δυο αφορούν την οικογένεια των Μπουραντάδων (σκληροί δεξιοί και στρατιωτικοί) και τα άλλα δύο τον Περικλή (που είναι κομμουνιστής) και τα δικά του αγαπημένα πρόσωπα.

ΙΓ’ Εθνικόφρονες και Μιάσματα

Ο Κλεόβουλος Μπουραντάς είχε περάσει πολλά. Από τον καιρό που είχε φτάσει στον Πειραιά από το Κρανίδι, ένιωθε σαν να είχε ζήσει πολλές ζωές μαζί. Είχε σκοτώσει και είχε γλιτώσει τον θάνατο και την καταδίκη παρά τρίχα. Είχε παντρευτεί δυο φορές και είχε καταφέρει να φάει δυο περιουσίες. Πολέμησε τον κομμουνισμό όπου τον βρήκε μπροστά του. Τον καταδίωξε μέσα από τις οργανώσεις της 4ης Αυγούστου του Μεταξά, μέσα από τα Τάγματα Ασφαλείας στην κατοχή και μέσα από τον εθνικό στρατό στον συμμοριτοπόλεμο. Και τελικά, τον κατατρόπωσε και τον νίκησε κυρίως στον τακτικό στρατό και στη Μακρόνησο.
Μακρόνησος σήμερα. Εδώ ήταν το κολαστήριο που ονομάστηκε "Παρθενών"
Εκεί στο μεγάλο εθνικό αναμορφωτήριο, τα βράδια στη γλαροφωλιά και κάθε μέρα στα βράχια έξω από το σύρμα, έβρισκε μιαν ανακούφιση στο μαρτύριό του, εκδικούμενος σκληρά τον γιο της άτιμης που του προκάλεσε την πιο μεγάλη ζημιά της ζωής του. Ο μόνος λόγος που δεν σκότωσε το νόθο παιδί της ήταν για να μην χάσει την ευκαιρία να τον βασανίζει κι άλλο. Κι όταν ακόμα του ξέφυγε και πίστεψε πως θα ζήσει ελεύθερος, και πάλι κατάφερε να τον χώσει μέσα καταδικάζοντάς τον σε είκοσι χρόνια φυλακή. Ένα πλαστό χαρτί ήταν αρκετό για να πετύχει την καταδίκη του. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Του είχε στερήσει και τη δυνατότητα να πάρει πίσω το πραγματικό του όνομα, το όνομα της τρελής που τον είχε ακρωτηριάσει. Του είχε κάνει πολλά, δεν ήταν όμως αρκετά. Αν δεν είχε αποδράσει στο παραπέτασμα, θα τον έβρισκε για να τον καθαρίσει οριστικά.
Ακούς εκεί να πηδάει και να γκαστρώνει την ίδια του την αδελφή! Αποκαλούσαν “κτήνος” τον ίδιο, αλλά πραγματικό κτήνος ήταν αυτή η σιγανοπαπαδιά ο Ασημάκης! Αλλά βέβαια, αφού ήταν γιος της τρελής και γιος του άλλου Ασημάκη, του πρώην “φίλου»”, τι να περίμενε κανείς; Μια παστρικιά της Σμύρνης κι ένας τουρκόσπορος της Λαζίας τι άλλο θα μπορούσαν να έχουν βγάλει έξω από έναν αιμομίκτη κομμουνιστή, ένα σίχαμα της κοινωνίας; Τον μισούσε με έναν τρόπο πολύ βαθύ και βίαιο. Είχε μεταφέρει σε αυτόν όλο του το μίσος για τη μάνα του, για την γυναίκα που τον είχε πληγώσει περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο στον κόσμο. Τον είχε καταστήσει ανάπηρο και δεν του είχε δώσει ούτε καν την ευκαιρία να την εκδικηθεί, κόβοντας μόνη της το νήμα της ζωής της. Το ήξερε πως είχε αυτοκτονικές τάσεις και ανησυχούσε μήπως δεν την προλάβαινε. Και, πραγματικά, πριν πάρει εξιτήριο από τα νοσοκομείο, όπου τον είχαν πάει για να περιποιηθούν τα τραύματά του, εκείνη είχε φύγει για τον άλλο κόσμο με ένα δηλητήριο που της είχε χαρίσει θάνατο ήρεμο και γλυκό.
Πάνω από το φέρετρό της, ενώ οι άλλοι γείτονες και φίλοι την θρηνούσαν, εκείνος ορκιζόταν να την εκδικηθεί έστω και μετά θάνατον. Θα το έκανε στο πρόσωπο του μούλικου που εκείνη είχε φέρει στη ζωή και το οποίο είχε κρύψει καλά ώστε να μη το βρει. Ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει και από την οποία είχε δεχτεί την πιο μεγάλη πίκρα, την πιο μεγάλη ταπείνωση και την πιο μεγάλη μαχαιριά της ζωής του. Θα έψαχνε ώσπου να ανακαλύψει τον γιο της και θα του έκανε τον βίο αβίωτο πριν τον σφαγιάσει. Θα ήταν ο αποδέκτης της εκδίκησής του. Οι πανάρχαιοι νόμοι της βεντέτας συνηγορούσαν σε αυτή τη μεταφορά μίσους.
Όταν η αναφορά για το αίτημα της Φωτεινής Κόντογλου έπεσε στα χέρια του, με το όνομα του Ασημάκη Λογαρίδη γραμμένο εκεί μέσα φαρδιά-πλατιά, ο Κλεόβουλος μακάρισε τον εαυτό του κι ευχαρίστησε τον Θεό. Πάντοτε παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει στην τρομερή εκδίκησή του και να που επιτέλους είχε εισακουστεί. Ο γιος της Κατερίνας Ευγενίδη, που λεγόταν πλέον Περικλής Κόντογλου, βρισκόταν στις στρατιωτικές φυλακές στη Μακρόνησο. Την άλλη κι όλας μέρα ζήτησε μετάθεση στη Μακρόνησο κι έβαλε όλους τους γνωστούς του για να τα καταφέρει. Εκεί θα ήταν ο ιδανικός τόπος για να βασανίσει τον γιο της σκύλας που τον είχε σακατέψει.
Τον ταπείνωσε, τον εξευτέλισε, τον ταλαιπώρησε, τον σακάτεψε, τον οδήγησε σχεδόν στην αυτοκτονία, κι όμως ο μούλος δεν λύγισε και δεν υπέγραψε. Έμεινε πιστός στο κόμμα προς μεγάλη χαρά του Χλέμπουρα γιατί, έτσι, το δικαίωμά του να τον βασανίζει έπαιρνε παράταση. Και δεν περιορίστηκε μόνο στα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Όταν διαπίστωσε ότι ο μούλος με τη βοήθεια της δήθεν αδελφής του Φωτεινής προσπαθούσε να γίνει “Ασημάκης Λογαρίδης”, φρόντισε να πάνε οι προσπάθειές του στον βρόντο. Χρειάστηκε να πλημμυρίσει το ληξιαρχείο του Πειραιά για να κλέψει τον σχετικό φάκελό του. Χρειάστηκε να βάλει όλα τα μέσα ώστε να χάσει ο Περικλής την αναγνωριστική δίκη. Χρειάστηκε να τον καταγγείλει και για ανυπότακτο ώστε να τον ξαναχώσει στη φυλακή. Όλα όσα χρειάζονταν για να του κάνει τη ζωή μαρτύριο τα έκανε. Του στέρησε την Φωτεινή, του στέρησε την κόρη του και τον έστειλε φυγά στο παραπέτασμα. Κάποτε θα τον σκότωνε σαν σκύλο. Ίσως τότε να ένιωθε επιτέλους την λύτρωση για ό,τι είχε υποστεί από την μοναδική γυναίκα που αυτός είχε αγαπήσει και που τον είχε προδώσει όσο κανείς, την μάνα του!
Καθώς την ξανάφερνε στο νου του άφριζε και πάλι από το κακό του. “Α, όλα κι όλα”, σκέφτηκε, “όσα έκανα στο μούλικο ήταν λίγα”. Ήταν μια μέτρια ανταμοιβή για τον πόνο που είχε υποστεί. Κάποια στιγμή θα έβρισκε την ευκαιρία να ολοκληρώσει την τιμωρία σκοτώνοντάς τον σαν σκυλί.
.............................................
Ο Περικλής έζησε σαν πολιτικός πρόσφυγας στο Βρότσλαφ για δεκατρία και πλέον χρόνια. Δεν κατάφερε να νιώσει ποτέ οργανικό μέρος αυτού του τόπου. Πάντοτε είχε την επιστροφή καρφωμένη στο νου του. Αγωνιούσε να μάθει τι είχαν γίνει η Φωτεινή και η Δώρα. Πριν το σκάσει από την Ελλάδα είχε μάθει για τον γάμο της με τον Παπαδόπουλο και τον είχε εγκρίνει σαν την μόνη δυνατή λύση. Δεν είχε όμως άλλα νέα τους. Έγραφε γράμματα αλλά από το ταχυδρομείο επιστρέφονταν όλα με την ένδειξη “άγνωστος παραλήπτης”. Προσπάθησε να μάθει κάτι παραπάνω με τη βοήθεια ανθρώπων του κόμματος αλλά, όσο κι αν το έψαξε, δεν βρήκε άκρη. Πληροφορήθηκε από το προξενείο τον θάνατο της μητέρας του Δώρας Κόντογλου το 1958. Δεν υπήρχε περίπτωση να του επιτρέψουν από την Ελλάδα να παραστεί στην κηδεία της καθώς η έφεσή του δεν ειχε ακόμα εκδικαστεί. Δεν μπόρεσε, έτσι, να αποχαιρετήσει στο τελευταίο της ταξίδι την γυναίκα που τον είχε μεγαλώσει και τον είχε αναστήσει.
Σκυφτή η ζωή των πολιτικων προσφύγων
Εδώ ο Ζαχαριάδης στην Τασκένδη
Ήθελε απεγνωσμένα να δει την Φωτεινή έστω και σαν γυναίκα άλλου. Την αγαπούσε τόσο βαθιά που θα κατέπνιγε την ζήλια του και θα ευχαριστούσε την τύχη του αν την έβλεπε ευτυχισμένη, έστω κι αν δεν ήταν εκίνος που θα της χάριζε την ευτυχία. Βασανιζόταν στη σκέψη της. Την ποθούσε τρελά και ήξερε ότι την είχε χάσει οριστικά. Και το παιδί; Η Γαβριέλα -αντί για Κατερίνα- θα ήταν ήδη έξι ετών, αυτός όμως δεν μπορούσε να την δει. Να προλάβω να γυρίσω πριν πεθάνει ο Χλέμπουρας, σκεφτόταν. Ήθελε να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια, όχι να του φύγει με έναν απλό θάνατο όπως όλων των ανθρώπων. Απογοητεύτηκε από την τρομερή μοναξιά που ένιωθε. Οι άλλοι πολιτικοί πρόσφυγες προσπαθούσαν να κτίσουν την καινούρια τους ζωή εκεί που είχαν βρεθεί, αυτός όμως δεν σκεφτόταν παρά την Ελλάδα. Προσπαθούσε να επιστρέψει έστω και με πλαστά στοιχεία. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο μέσα στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου.
Η σκληρή στάση του ελληνικού κράτους άρχισε να μαλακώνει το '63 με την Ένωση Κέντρου στην κυβέρνηση. Το '64 η Κοινότητα των Ελλήνων του Βρότσλαφ τον ειδοποίησε ότι μπορούσε πλέον να κάνει αίτηση για να επιστρέψει και ότι δεν εκκρεμούσε εις βάρος του καταδίκη ή δίωξη. Θα ήταν στην Ελλάδα ένας “ελεύθερος” πολίτης! Υπό επιτήρηση, βέβαια, αλλά ελεύθερος. Η αίτησή του πέρασε από σαράντα κύματα. Χρειάστηκαν σχεδόν δυο χρόνια ώσπου να εγκριθεί το αίτημα και να πάρει την βίζα και το εισιτήριο της επιστροφής. Μόλις που θα προλάβαινε τα Χριστούγεννα του '66. Η Ελλάδα βρισκόταν σε αναβρασμό. Γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Με τρένο διέσχισε τις ενδιάμεσες χώρες του ανατολικού μπλοκ. Διέσχισε την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την Γιουγκοσλαβία και μπήκε στην Ελλάδα από το τελωνείο των Ευζώνων. Του ήρθε να φιλήσει το χώμα της πατρίδας του μόλις πέρασε τα σύνορα. Το συναίσθημα αυτό πίστευε πως του ήταν εντελώς ξένο μέχρι που, αυθόρμητα, τον διαπέρασε ένα ρίγος συγκίνησης.
Όχι στον εθνικισμό, όχι σε τέτοιες συγκινήσεις” είπε από μέσα του αλλά δεν άλλαξε το συναίσθημα της ευφορίας που είχε νιώσει.
Εφημερίδες του Δεκεμβρίου του 1966
Ο καιρός ήταν μαλακός. Είχε φύγει από τον κρύο ευρωπαϊκό χειμώνα με ένα μέτρο χιόνι παντού και είχε φτάσει στο σχετικά ήπιο μεσογειακό κλίμα του Αιγαίου. Ο απέναντί του διάβαζε την εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”. Κρυφοκοίταξε για να δει τις ειδήσεις. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου είχε μόλις παραιτηθεί και μια νέα κυβέρνηση του Βασιλιά ετοιμαζόταν. Η Ελλάδα πήγαινε σε εκλογές. Η απόφαση για τους δολοφόνους του Λαμπράκη θα έβγαινε σύντομα. Διψούσε για την πατρίδα κι ας ήταν λάφυρο των ταγματασφαλιτών και των δωσίλογων. Τα χωριά γεμάτα φτωχομαχαλάδες και λάσπη τον προσγείωναν απότομα στην σκληρή πραγματικότητα. Στο ανατολικό μπλοκ έκαναν σοβαρή προσπάθεια να αναπτύξουν την βιομηχανία τους και να προχωρήσουν μπροστά. Όσο κι αν τα καθεστώτα ήταν αυταρχικά, όσο κι αν δεν έδιναν δεκάρα για την δημοκρατία και τα δικαιώματα του πολίτη, ο Περικλής τα έβρισκε να είναι πολύ πιο μπροστά. Εδώ το κεφάλαιο και οι καπιταλιστές δεν άφηναν τον λαό να ανασάνει. Εδώ είχαν τσακίσει τους μισούς Έλληνες, τους πιο γενναίους, δίκαιους και ανιδιοτελείς. Μπορεί να υπήρχαν και σάπιοι ή και καθάρματα ακόμα στην Αριστερά, η συντριπτική πλειοψηφία όμως πάλευε για ένα καλύτερο μέλλον. Είχαν αντέξει τα βασανιστήρια για να υπερασπιστούν έναν ευγενικό σκοπό. Στα σοσιαλιστικά καθεστώτα, σκεφτόταν ο Περικλής, παρά την καταχνιά, υπήρχε περισσότερο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Όλοι είχαν δουλειά, κατοικία, δάσκαλο και γιατρό και όλα αυτά προσφέρονταν από το κράτος δωρεάν.
Μισούσε τους πλούσιους ο Περικλής. Έφτιαχναν τον κόσμο άδικο για να περνούν αυτοί μέσα στη χλιδή κι ας πεινούσαν οι λαοί. Μα πιο πολύ από τους αστούς και από τους πλούσιους, ο Περικλής αισθανόταν μεγαλύτερη οργή και μίσος για τα όργανά τους, για τα λούμπεν στοιχεία που αναλάμβαναν να παίζουν τον ρόλο του χωροφύλακα των αφεντικών και να συντηρούν την αδικία. Δεν θα μπορούσε ποτέ του να ξεχάσει τον νέο Παρθενώνα που είχε ζήσει στη Μακρόνησο.
Παρ' όλα αυτά αφηνόταν να τον ενθουσιάζει ένας άδολος πατριωτισμός. Του άρεσαν όλα όσα είχαν σχέση με την πατρίδα του. Ο γλυκός καιρός, τα υπέροχα τοπία, τα χωριά, τα καμπαναριά και τα κοπάδια. Τον είχε κατακλύσει η νοσταλγία του δικού του τόπου. Με τις φαντασιώσεις που είχε καλλιεργήσει μέσα του όλα αυτά τα χρόνια, άρχισε να βλέπει την “πατρίδα” σαν ένα τόπο ελευθερίας, σαν μια γη της επαγγελίας. Σύντομα όμως του κόπηκε και πάλι η φόρα. Έζησε τον αυταρχισμό του ελληνικού κράτους μόλις έφτασε στην Αθήνα. Απ' την αστυνομία τον ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να δίνει τακτική αναφορά για το που έμενε και να δίνει επίσης το παρόν στο τμήμα κάθε δεκαπέντε μέρες. Έστω κι έτσι όμως, ήταν ξανά ένας Έλληνας πολίτης και δεν ήταν στη φυλακή ή στην εξορία, πράγμα τόσο σπάνιο γι αυτόν τα τελευταία είκοσι χρόνια! Είχε φτάσει πια στην ηλικία των σαράντα κι έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια της ζωής του από την αρχή.
..............................................
Ο Αποστόλης δεν γνώριζε τις δραστηριότητες του πατέρα του στη Μακρόνησο. Ούτε έμαθε ποτέ τι ήταν αυτός ο τόπος του μαρτυρίου. Ήξερε μόνο για ένα στρατόπεδο όπου περιορίζονταν οι δηλωμένοι αριστεροί που πήγαιναν φαντάροι κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου συν κάποιοι εξόριστοι ποινικοί. Κι όταν άκουγε ότι εκεί ήταν ο νέος Παρθενώνας της Ελλάδας, το πίστευε. Η Όλγα ήξερε και καταλάβαινε πολύ περισσότερα γι αυτά τα στρατόπεδα αλλά δεν του μιλούσε.
Ο Αποστόλης και η Χέλγκα-Όλγα, ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στην Αθήνα και έγιναν αξιοπρεπή μέλη της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Το φιλογερμανικό τους παρελθόν ξεχάστηκε καθώς τάχτηκαν με το μέρος του ελεύθερου κόσμου που βρέθηκε πολύ σύντομα απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ. Ο ψυχρός πόλεμος που ακολούθησε τον θερμό παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ένα περιβάλλον πολύ ευνοϊκό για την ομαλή ένταξή τους στην μετεμφυλιακή ελληνική πραγματικότητα. Σύντομα ανήλθαν κοινωνικά και απέκτησαν οικονομική άνεση.
Έκαναν το πρώτο τους παιδί το 1948 και το ονόμασαν Κλεόβουλο για χάρη του παππού του. Ο Αποστόλης ακολούθησε στρατιωτική καριέρα. Η Χέλγκα-Όλγα προτίμησε, παρά τις σπουδές της, να παραμείνει νοικοκυρά. Γέννησε και μεγάλωσε δυο ακόμα παιδιά, την Ιωάννα και τον Εμμανουήλ. Ο νεαρός Κλεόβουλος, λες και ήθελε να αντιγράψει τα βήματα του πατέρα του, βρέθηκε κι αυτός στα δεκατέσσερά του χρόνια στη Γερμανία. Ήταν το 1962, όταν η Όλγα πρότεινε να τον στείλουν στο Μόναχο για σπουδές. Εκεί θα σπούδαζε σε κάποια καλή σχολή και θα αποκτούσε γνώσεις και πτυχία που θα άξιζαν πιο πολύ από τα ελληνικά. Ο Αποστόλης συμφώνησε και τον έστειλαν στη Ματίλντε Γκρότεμπρουκ, της αδελφή της Χέλγκα. Ολόκληρη η οικογένεια είχε φύγει από την Σιλεσία που παραχωρήθηκε στην Πολωνία. Έμειναν για λίγο στο Βερολίνο αλλά σύντομα βρέθηκαν στο Μόναχο όπου υπήρχαν κι άλλοι συγγενείς πρόθυμοι να τους βοηθήσουν να εγκατασταθούν. Της είπαν ότι ο γιος της ήταν ευπρόσδεκτος στην οικογένεια κι έτσι ο νεαρός Κλεόβουλος -Κλεμπ για τους Γερμανούς- το καλοκαίρι του 1962 ταξίδεψε προς τον βορά. Του έκανε πολύ καλή εντύπωση η Γερμανία. Έφυγε από μια φτωχή ανοργάνωτη χώρα για ένα κράτος που προόδευε συνεχώς.
Ήταν ένα πολύ όμορφο παλικάρι με καφετιά σγουρά μαλλιά και γαλανά μάτια. Είχε καθαρό πρόσωπο με μια χλωμάδα που προσέδιδε μια εγγενή μελαγχολία στο ύφος του. Οι Γκρότεμπρουκ τον υποδέχτηκαν με χαρά και εγκαρδιότητα.
-Τι κάνει η αγαπημένη μου αδελφή; τον ρώτησε η Ματίλντε
Κάρτα εποχής από το Μόναχο
-Είναι τόσο καλός ο καιρός στην Αθήνα όσο λένε; ρώτησε η γιαγιά Ανγκέλα, η μητέρα της Χέλγκα
-Θυμούνται στην Αθήνα τους Βαυαρούς που τόσο πολύ σας βοήθησαν να στήσετε το καινούριο κράτος σας; ρώτησε ο παππούς του Βόλφγκανγκ, ο πατέρας της Χέλγκα
-Πως είναι ο πατέρας σου; ρώτησε μια θεία του που τον θυμόταν καλά από το Μπρεσλάου
Ο Αποστόλης απαντούσε σε όλα με μεγάλη προθυμία.
-Γνωρίζω τη γλώσσα αλλά όχι τόσο καλά, φοβάμαι πως θα τα βρω δύσκολα, είπε
-Αγόρι μου, θα σε βοηθήσουμε εμείς, τον διαβεβαίωσαν όλοι
-Θα ενταχθείς στην βαυαρική κοινωνία εύκολα, του υποσχέθηκε η θεία του Ματίλντε
Ο νεαρός έμοιαζε πολύ με τους Γκρότεμπρουκ αν και είχε χρώματα πιο μεσογειακά. Εντάχθηκε στο εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινωνία της Βαυαρίας και σε μερικά χρόνια κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι δεν ήταν Γερμανός. Ο Κλεμπ δεν αισθάνθηκε μόνος καθώς και η Χέλγκα επισκέφτηκε πολλές φορές την Βαυαρία για να δει τους δικούς της και τον γιο της ενώ και ο Αποστόλης βρήκε την ευκαιρία να κάνει κάποια τέτοια ταξίδια για να τον δει. Οι Μπουραντάδες ήταν στρατιωτική οικογένεια αφού ο παππούς Κλεόβουλος κι ο Αποστόλης είχαν ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Έτσι δεν άργησε να γίνει η σχετική πρόταση και στον νεαρό Κλεμπ. Ήταν το '66, στα δεκαοχτώ του χρόνια. Τον έβαλε κάτω ο πατέρας του και του μίλησε.
-Αγόρι μου, θέλω να με προσέξεις καλά, θα σου μιλήσω πολύ σοβαρά,
-Τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που απαιτεί και μυστικότητα, πατέρα;
-Μου έκαναν μια πρόταση ... για σένα ... σου προτείνουν μια καλή καριέρα
-Περί τίνος πρόκειται πατέρα;
-Οι Αμερικάνοι ... ξέρεις πόσο βαθιά χωμένοι σε όλα είναι οι Αμερικάνοι
-Ε, και, σε τι με αφορά εμένα τι κάνουν οι Αμερικάνοι;
-Σε θέλουν για τις πιο σπουδαίες υπηρεσίες τους, την CIA και την DIA
-Από που κι ως που μια τέτοια πρόταση για μένα, πατέρα;
-Είμαστε στρατιωτικοί, εθνικόφρονες, ταγμένοι με τον ελεύθερο κόσμο, κι εσύ ξέρεις πολύ καλά και τους Γερμανούς και τους Έλληνες. Πιστεύουν ότι θα τους είσαι χρήσιμος
-Και οι σπουδές μου τι θα γίνουν; μόλις τελείωσα το δοκιμαστικό έτος στο Πανεπιστήμιο, θέλω άλλα τρία τουλάχιστον χρόνια για να τελειώσω εδώ στο Μόναχο, θέλω να κάνω και μεταπτυχιακό ... τι θα γίνουν όλα αυτά;
-Δεν θα τα παρατήσεις. Θα σπουδάσεις κανονικά και παράλληλα θα εκπαιδευτείς στις δικές τους ακαδημίες, πιο πολλά θα μάθεις έτσι
-Αν κατάλαβα καλά, θα με θέλουν για κατάσκοπο κι όχι για επιστήμονα, έτσι δεν είναι;
-Έτσι ... αλλά θέλουν να είσαι μέσα στο φοιτητικό κίνημα, να σπουδάζεις παράλληλα με ό,τι κάνεις γι αυτούς ... αν το αποφασίσεις θα στα πουν οι ίδιοι καλύτερα
-Δεν ξέρω, με αιφνιδιάζεις ... δεν μπορώ να σου απαντήσω, είπε ο Κλεμπ
-Με την ησυχία σου παιδί μου, έχουμε καιρό, του είπε ο Αποστόλης
Όλη η οικογένεια είχε ανοίξει δουλειές με τον πατριωτισμό και την εθνικοφροσύνη. Ο νεαρός Κλεμπ ερχόταν, ο ηλικιωμένος Κλεόβουλος έφευγε και ο Αποστόλης μεσουρανούσε.
.......................................................
Όταν η Φωτεινή συνάντησε τον Περικλή κοντά στα Χριστούγεννα του '66, είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την πρώτη του σύλληψη που κατέληξε στην Μακρόνησο και δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία του καταδίκη. Όταν φυλακίστηκε το '51 τον κράτησαν σε φυλακές του Πειραιά αλλά παρ' όλο που ήταν κοντά του δεν είχε αντέξει να πάει μέχρι εκεί για να τον δει. Ένιωθε ένοχη που είχε παντρευτεί τον Κυριάκο αν κι ήξερε ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ακόμη ήξερε ότι είχε και την δική του έγκριση για ό,τι έγινε. Ύστερα από έξι μήνες τον επισκέφτηκε. Έκλαψαν και οι δυο πίσω από τα κάγκελα και μόλις που μπόρεσαν να ακουμπήσουν ο ένας τα δάχτυλα του άλλου. Τον είδε μερικές φορές ακόμα. Με δυσκολία κατάφερε μια φορά να του δείξει την κόρη τους. Δεν ήταν σωστό να φέρνουν παιδιά στις φυλακές αλλά εδώ ήταν ο θείος του παιδιού κι έγινε μια παραχώρηση.
Ύστερα ο Περικλής το είχε σκάσει και είχαν χαθεί τα ίχνη του. Τα δεκατρία χρόνια που είχε να τον δει ήταν μια στιγμή μόνο που πέρασε και πάει, έτσι της φάνηκαν. Καθώς τον πλησίαζε άρχισε να νιώθει μιαν έντονη συγκίνηση που της ήταν αδύνατο να την κρύψει. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί ούτε να μείνει ψύχραιμη. Έτρεμε ολόκληρη από την ανυπομονησία και τον πόθο να τον αγκαλιάσει και να κλάψει στον ώμο του.
Είχαν πάει οικογενειακώς στον σταθμό Λαρίσης να τον υποδεχτούν. Ο άντρας της και η κόρη της είχαν κάτσει λίγο πιο εκεί όταν εκείνη τον είδε από μακριά και τον αναγνώρισε.
-Νομίζω πως τον είδα, πάω να τον φέρω, τους είχε πει και κινήθηκε προς το μέρος του
Έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά του. Ξέσπασε σε ένα κλάμα με λυγμούς που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ήταν ίδιος. Λίγο μεγαλύτερος, με γκρίζα γένια και κάπως ατημέλητα μαλλιά, αλλά ο ίδιος Περικλής που γνώριζε και είχε αγαπήσει βαθιά, είτε σαν αδελφό είτε σαν αγαπημένο. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Μπορούσε πια να αφήνει τα συναισθήματά της να την κατακλύζουν χωρίς παρεξήγηση μια και κανείς δεν γνώριζε πως ήταν ο έρωτάς της κι όλοι πίστευαν πως επρόκειτο για τον αγαπημένο της αδελφό που είχε περάσει για πολλά χρόνια ταλαιπωρίες, φυλακίσεις κι εξορίες.
-Ω, Θεέ μου, γύρισες, γύρισες, έλεγε μέσα από τα αναφιλητά της
-Φωτεινούλα, πόσο χαίρομαι που σας βρίσκω καλά
-Αγάπη μου, αγάπη μου, του ψιθύρισε, δεν πέρασε μια μέρα που να μην σε σκεφτώ
-Κι εγώ γλυκιά μου, κι εγώ, της είπε τρυφερά
-Πως ήταν το ταξίδι;
-Ατελείωτο, κάθε στιγμή ήταν ένας χρόνος!
-Πόσο μου έλειψες, πόσο σε πεθύμησα!
Τον κοίταζε στα μάτια και στο πρόσωπο να βρει διαφορές. Έβλεπε ουλές από τα χτυπήματα, έβλεπε τα σημάδια του χρόνου, έβλεπε και μια θλίψη που ερχόταν από πολύ βαθιά μέσα του. Όλα αυτά, όμως, ήταν μικρές, ελάχιστες διαφορές μπροστά στην φοβερή ομοιότητα με τον Περικλή που εκείνη γνώριζε και είχε στο μυαλό και στην καρδιά της. Ο διαχρονικός Περικλής, μωρό, παιδί, έφηβος, άντρας, αδελφός και εραστής, ο άνθρωπός της, στεκόταν εδώ μπροστά της αναλλοίωτος από τον χρόνο και τα χτυπήματα, τέλειος σαν πλατωνική ιδέα.
-Δεν άλλαξες, του είπε
-Κι εσύ, είσαι ίδια ... πολύ όμορφη ... όπως πάντα, της είπε γελαστός
-Συνέβησαν τόσα πολλά όμως ...
-Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να είμαι εδώ για την μητέρα, το έμαθα πολύ αργότερα
-Πέθανε με τον καημό σου
-Την καημένη την Μαμά, πόσο μου λείπει, της είπε και την τράβηξε πιο σφιχτά κοντά του
Έκανε να την φιλήσει. Ήθελε να πάρει το φιλί που του έλειπε χρόνια τώρα. Εκείνη τραβήχτηκε απότομα. Την είχε τρομάξει η κίνησή του. Κοίταξε αμήχανα προς το μέρος που καθόταν ο Κυριάκος. Δεν είχε δει τίποτα, δεν είχε γίνει τίποτα, αλλά ... λίγο έλειψε ... Ο Περικλής κάτι κατάλαβε.
-Μόνη σου ήρθες;
Του έδειξε έναν άντρα με κουστούμι και καπέλο και ένα κορίτσι με ένα κόκκινο παλτό και με τα μαλλιά αλογοουρά που κάθονταν σε ένα πάγκο του σταθμού λίγο πιο εκεί.
-Είναι ο Κυριάκος ... ο άντρας μου, κι αυτή είναι η Κατερίνα μας ... η Γαβριέλα
-Πάμε να τους χαιρετήσω
Ο Κυριάκος ήταν τυπικός χωρίς να γίνεται ξινός. Δεν του άρεσε που ο κουνιάδος του ήταν δηλωμένος κομμουνιστής αλλά αυτό το ήξερε από την πρώτη στιγμή και το είχε αποδεχτεί. Η Γαβριέλα, δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι, έδειχνε χαρούμενη που γνώριζε τον θείο της από κοντά. Ήταν ο μόνος της συγγενής από την πλευρά της μάνας της μετά τον θάνατο της γιαγιάς Δώρας. Είχε μάθει ότι ήταν πολιτικός κρατούμενος και ότι βρισκόταν για πολλά χρόνια στο “παραπέτασμα”. Ήταν μικρή για να ξέρει από πολιτική αλλά είχε ακούσει ιστορίες για τον πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Μια θολή ανάμνηση είχε από τις φυλακές όπου τον είχε επισκεφτεί με την μάνα της όταν ήταν μωρό ακόμη. Της φαινόταν σαν μπαρουτοκαπνισμένος στρατηγός που γύριζε από τον πόλεμο ηττημένος. Ίσως και να μην έπεφτε και πολύ έξω.
Ο Περικλής δεν δέχτηκε να τον φιλοξενήσουν. Έμεινε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας και συνδέθηκε αμέσως με ανθρώπους του κόμματος σύμφωνα με τις υποδείξεις που είχε από την Πολωνία. Πέρασε όμως τις γιορτές με την μόνη οικογένεια που είχε, με την Φωτεινή, την Γαβριέλα, τον Κυριάκο και την κυρά Μάρω, την μητέρα του. Ήταν γιορτές όπου ζήλεψε την ευτυχία των ανθρώπων που παίρνουν τη ζωή ως έχει χωρίς να θέλουν πάση θυσία να την αλλάξουν με όποιο προσωπικό κόστος. Πολλές φορές είχε θελήσει να ήταν κι αυτός ένας απλός άνθρωπος που θα τον παρέσερνε η εποχή και ο κόσμος. Να μην ήταν ούτε κομμουνιστής ούτε αστός, ούτε επαναστάτης ούτε ξεπουλημένος, ούτε ήρωας ούτε δειλός, να μην έπρεπε να είναι τίποτε από όλα αυτά. Ούτε που θυμόταν πότε είχε κάνει τη μια ή την άλλη επιλογή. Ούτε θυμόταν πότε είχε αποφασίσει να γίνει επαναστάτης. Θυμόταν όμως πολύ καλά πότε είχε γίνει θύμα και, ακόμα καλύτερα, θυμόταν πως είχε αποφασίσει να γίνει εκδικητής. Σχεδόν γυάλισε το μάτι του στη σκέψη της εκδίκησης.
===

Θυμίζω ότι το βιβλίο περιλαμβάνει 174 σελίδες μεγέθους Α4 (το παραπάνω κείμενο που παρέθεσα, το 13ο κεφάλαιο, καταλαμβάνει 6 σελίδες μεγέθους Α4). Με 0,03 εκτυπωτικά (δηλαδή στην ειδική τιμή των 3 λεπτών ανά σελίδα που έχω πετύχει) κοστίζει περίπου 5 ευρώ.
Υπενθυμίζω ότι θα δέχομαι παραγγελίες γι αυτό ή για τα άλλα βιβλία μέχρι 10 Ιουνίου που θα δώσω την εντολή εκτύπωσης. Όποιος θέλει μου παραγγέλνει με e-mail.