Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Απόσπασμα από το βιβλίο "Τρεις Γενιές Ονείρων"

 
Συνεχίζοντας την παρουσίαση των βιβλίων που σας πρότεινα, θα σας δώσω σήμερα ένα κομμάτι από το βιβλίο “Τρεις Γενιές Ονείρων – Ο ελληνικός 20ος αιώνας”. Παραλείπω τον “Δον Χουάν Ηρακλείδη” γιατί από το βιβλίο αυτό είχα δημοσιεύσει παλιότερα αρκετά κεφάλαια και μπορεί κανείς να τα βρει αν θελήσει στις παλιότερες αυτές αναρτήσεις στις διευθύνσεις ΕΔΩ και ΕΔΩ και ΕΔΩ.
Οι "Τρεις Γενιές Ονείρων" διαδραματίζονται από το 1922 ως το 1972 στην Ελλάδα και διάλεξα το 13ο κεφάλαιο (από τα 21 συνολικά) που εστιάζει στη δεκαετία του 1960, πριν το πραξικόπημα. Αποτελείται το κεφάλαιο από τέσσερα επεισόδια, τα δυο αφορούν την οικογένεια των Μπουραντάδων (σκληροί δεξιοί και στρατιωτικοί) και τα άλλα δύο τον Περικλή (που είναι κομμουνιστής) και τα δικά του αγαπημένα πρόσωπα.

ΙΓ’ Εθνικόφρονες και Μιάσματα

Ο Κλεόβουλος Μπουραντάς είχε περάσει πολλά. Από τον καιρό που είχε φτάσει στον Πειραιά από το Κρανίδι, ένιωθε σαν να είχε ζήσει πολλές ζωές μαζί. Είχε σκοτώσει και είχε γλιτώσει τον θάνατο και την καταδίκη παρά τρίχα. Είχε παντρευτεί δυο φορές και είχε καταφέρει να φάει δυο περιουσίες. Πολέμησε τον κομμουνισμό όπου τον βρήκε μπροστά του. Τον καταδίωξε μέσα από τις οργανώσεις της 4ης Αυγούστου του Μεταξά, μέσα από τα Τάγματα Ασφαλείας στην κατοχή και μέσα από τον εθνικό στρατό στον συμμοριτοπόλεμο. Και τελικά, τον κατατρόπωσε και τον νίκησε κυρίως στον τακτικό στρατό και στη Μακρόνησο.
Μακρόνησος σήμερα. Εδώ ήταν το κολαστήριο που ονομάστηκε "Παρθενών"
Εκεί στο μεγάλο εθνικό αναμορφωτήριο, τα βράδια στη γλαροφωλιά και κάθε μέρα στα βράχια έξω από το σύρμα, έβρισκε μιαν ανακούφιση στο μαρτύριό του, εκδικούμενος σκληρά τον γιο της άτιμης που του προκάλεσε την πιο μεγάλη ζημιά της ζωής του. Ο μόνος λόγος που δεν σκότωσε το νόθο παιδί της ήταν για να μην χάσει την ευκαιρία να τον βασανίζει κι άλλο. Κι όταν ακόμα του ξέφυγε και πίστεψε πως θα ζήσει ελεύθερος, και πάλι κατάφερε να τον χώσει μέσα καταδικάζοντάς τον σε είκοσι χρόνια φυλακή. Ένα πλαστό χαρτί ήταν αρκετό για να πετύχει την καταδίκη του. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Του είχε στερήσει και τη δυνατότητα να πάρει πίσω το πραγματικό του όνομα, το όνομα της τρελής που τον είχε ακρωτηριάσει. Του είχε κάνει πολλά, δεν ήταν όμως αρκετά. Αν δεν είχε αποδράσει στο παραπέτασμα, θα τον έβρισκε για να τον καθαρίσει οριστικά.
Ακούς εκεί να πηδάει και να γκαστρώνει την ίδια του την αδελφή! Αποκαλούσαν “κτήνος” τον ίδιο, αλλά πραγματικό κτήνος ήταν αυτή η σιγανοπαπαδιά ο Ασημάκης! Αλλά βέβαια, αφού ήταν γιος της τρελής και γιος του άλλου Ασημάκη, του πρώην “φίλου»”, τι να περίμενε κανείς; Μια παστρικιά της Σμύρνης κι ένας τουρκόσπορος της Λαζίας τι άλλο θα μπορούσαν να έχουν βγάλει έξω από έναν αιμομίκτη κομμουνιστή, ένα σίχαμα της κοινωνίας; Τον μισούσε με έναν τρόπο πολύ βαθύ και βίαιο. Είχε μεταφέρει σε αυτόν όλο του το μίσος για τη μάνα του, για την γυναίκα που τον είχε πληγώσει περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο στον κόσμο. Τον είχε καταστήσει ανάπηρο και δεν του είχε δώσει ούτε καν την ευκαιρία να την εκδικηθεί, κόβοντας μόνη της το νήμα της ζωής της. Το ήξερε πως είχε αυτοκτονικές τάσεις και ανησυχούσε μήπως δεν την προλάβαινε. Και, πραγματικά, πριν πάρει εξιτήριο από τα νοσοκομείο, όπου τον είχαν πάει για να περιποιηθούν τα τραύματά του, εκείνη είχε φύγει για τον άλλο κόσμο με ένα δηλητήριο που της είχε χαρίσει θάνατο ήρεμο και γλυκό.
Πάνω από το φέρετρό της, ενώ οι άλλοι γείτονες και φίλοι την θρηνούσαν, εκείνος ορκιζόταν να την εκδικηθεί έστω και μετά θάνατον. Θα το έκανε στο πρόσωπο του μούλικου που εκείνη είχε φέρει στη ζωή και το οποίο είχε κρύψει καλά ώστε να μη το βρει. Ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε αγαπήσει και από την οποία είχε δεχτεί την πιο μεγάλη πίκρα, την πιο μεγάλη ταπείνωση και την πιο μεγάλη μαχαιριά της ζωής του. Θα έψαχνε ώσπου να ανακαλύψει τον γιο της και θα του έκανε τον βίο αβίωτο πριν τον σφαγιάσει. Θα ήταν ο αποδέκτης της εκδίκησής του. Οι πανάρχαιοι νόμοι της βεντέτας συνηγορούσαν σε αυτή τη μεταφορά μίσους.
Όταν η αναφορά για το αίτημα της Φωτεινής Κόντογλου έπεσε στα χέρια του, με το όνομα του Ασημάκη Λογαρίδη γραμμένο εκεί μέσα φαρδιά-πλατιά, ο Κλεόβουλος μακάρισε τον εαυτό του κι ευχαρίστησε τον Θεό. Πάντοτε παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει στην τρομερή εκδίκησή του και να που επιτέλους είχε εισακουστεί. Ο γιος της Κατερίνας Ευγενίδη, που λεγόταν πλέον Περικλής Κόντογλου, βρισκόταν στις στρατιωτικές φυλακές στη Μακρόνησο. Την άλλη κι όλας μέρα ζήτησε μετάθεση στη Μακρόνησο κι έβαλε όλους τους γνωστούς του για να τα καταφέρει. Εκεί θα ήταν ο ιδανικός τόπος για να βασανίσει τον γιο της σκύλας που τον είχε σακατέψει.
Τον ταπείνωσε, τον εξευτέλισε, τον ταλαιπώρησε, τον σακάτεψε, τον οδήγησε σχεδόν στην αυτοκτονία, κι όμως ο μούλος δεν λύγισε και δεν υπέγραψε. Έμεινε πιστός στο κόμμα προς μεγάλη χαρά του Χλέμπουρα γιατί, έτσι, το δικαίωμά του να τον βασανίζει έπαιρνε παράταση. Και δεν περιορίστηκε μόνο στα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Όταν διαπίστωσε ότι ο μούλος με τη βοήθεια της δήθεν αδελφής του Φωτεινής προσπαθούσε να γίνει “Ασημάκης Λογαρίδης”, φρόντισε να πάνε οι προσπάθειές του στον βρόντο. Χρειάστηκε να πλημμυρίσει το ληξιαρχείο του Πειραιά για να κλέψει τον σχετικό φάκελό του. Χρειάστηκε να βάλει όλα τα μέσα ώστε να χάσει ο Περικλής την αναγνωριστική δίκη. Χρειάστηκε να τον καταγγείλει και για ανυπότακτο ώστε να τον ξαναχώσει στη φυλακή. Όλα όσα χρειάζονταν για να του κάνει τη ζωή μαρτύριο τα έκανε. Του στέρησε την Φωτεινή, του στέρησε την κόρη του και τον έστειλε φυγά στο παραπέτασμα. Κάποτε θα τον σκότωνε σαν σκύλο. Ίσως τότε να ένιωθε επιτέλους την λύτρωση για ό,τι είχε υποστεί από την μοναδική γυναίκα που αυτός είχε αγαπήσει και που τον είχε προδώσει όσο κανείς, την μάνα του!
Καθώς την ξανάφερνε στο νου του άφριζε και πάλι από το κακό του. “Α, όλα κι όλα”, σκέφτηκε, “όσα έκανα στο μούλικο ήταν λίγα”. Ήταν μια μέτρια ανταμοιβή για τον πόνο που είχε υποστεί. Κάποια στιγμή θα έβρισκε την ευκαιρία να ολοκληρώσει την τιμωρία σκοτώνοντάς τον σαν σκυλί.
.............................................
Ο Περικλής έζησε σαν πολιτικός πρόσφυγας στο Βρότσλαφ για δεκατρία και πλέον χρόνια. Δεν κατάφερε να νιώσει ποτέ οργανικό μέρος αυτού του τόπου. Πάντοτε είχε την επιστροφή καρφωμένη στο νου του. Αγωνιούσε να μάθει τι είχαν γίνει η Φωτεινή και η Δώρα. Πριν το σκάσει από την Ελλάδα είχε μάθει για τον γάμο της με τον Παπαδόπουλο και τον είχε εγκρίνει σαν την μόνη δυνατή λύση. Δεν είχε όμως άλλα νέα τους. Έγραφε γράμματα αλλά από το ταχυδρομείο επιστρέφονταν όλα με την ένδειξη “άγνωστος παραλήπτης”. Προσπάθησε να μάθει κάτι παραπάνω με τη βοήθεια ανθρώπων του κόμματος αλλά, όσο κι αν το έψαξε, δεν βρήκε άκρη. Πληροφορήθηκε από το προξενείο τον θάνατο της μητέρας του Δώρας Κόντογλου το 1958. Δεν υπήρχε περίπτωση να του επιτρέψουν από την Ελλάδα να παραστεί στην κηδεία της καθώς η έφεσή του δεν ειχε ακόμα εκδικαστεί. Δεν μπόρεσε, έτσι, να αποχαιρετήσει στο τελευταίο της ταξίδι την γυναίκα που τον είχε μεγαλώσει και τον είχε αναστήσει.
Σκυφτή η ζωή των πολιτικων προσφύγων
Εδώ ο Ζαχαριάδης στην Τασκένδη
Ήθελε απεγνωσμένα να δει την Φωτεινή έστω και σαν γυναίκα άλλου. Την αγαπούσε τόσο βαθιά που θα κατέπνιγε την ζήλια του και θα ευχαριστούσε την τύχη του αν την έβλεπε ευτυχισμένη, έστω κι αν δεν ήταν εκίνος που θα της χάριζε την ευτυχία. Βασανιζόταν στη σκέψη της. Την ποθούσε τρελά και ήξερε ότι την είχε χάσει οριστικά. Και το παιδί; Η Γαβριέλα -αντί για Κατερίνα- θα ήταν ήδη έξι ετών, αυτός όμως δεν μπορούσε να την δει. Να προλάβω να γυρίσω πριν πεθάνει ο Χλέμπουρας, σκεφτόταν. Ήθελε να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια, όχι να του φύγει με έναν απλό θάνατο όπως όλων των ανθρώπων. Απογοητεύτηκε από την τρομερή μοναξιά που ένιωθε. Οι άλλοι πολιτικοί πρόσφυγες προσπαθούσαν να κτίσουν την καινούρια τους ζωή εκεί που είχαν βρεθεί, αυτός όμως δεν σκεφτόταν παρά την Ελλάδα. Προσπαθούσε να επιστρέψει έστω και με πλαστά στοιχεία. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο κάτι τέτοιο μέσα στην κορύφωση του ψυχρού πολέμου.
Η σκληρή στάση του ελληνικού κράτους άρχισε να μαλακώνει το '63 με την Ένωση Κέντρου στην κυβέρνηση. Το '64 η Κοινότητα των Ελλήνων του Βρότσλαφ τον ειδοποίησε ότι μπορούσε πλέον να κάνει αίτηση για να επιστρέψει και ότι δεν εκκρεμούσε εις βάρος του καταδίκη ή δίωξη. Θα ήταν στην Ελλάδα ένας “ελεύθερος” πολίτης! Υπό επιτήρηση, βέβαια, αλλά ελεύθερος. Η αίτησή του πέρασε από σαράντα κύματα. Χρειάστηκαν σχεδόν δυο χρόνια ώσπου να εγκριθεί το αίτημα και να πάρει την βίζα και το εισιτήριο της επιστροφής. Μόλις που θα προλάβαινε τα Χριστούγεννα του '66. Η Ελλάδα βρισκόταν σε αναβρασμό. Γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Με τρένο διέσχισε τις ενδιάμεσες χώρες του ανατολικού μπλοκ. Διέσχισε την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την Γιουγκοσλαβία και μπήκε στην Ελλάδα από το τελωνείο των Ευζώνων. Του ήρθε να φιλήσει το χώμα της πατρίδας του μόλις πέρασε τα σύνορα. Το συναίσθημα αυτό πίστευε πως του ήταν εντελώς ξένο μέχρι που, αυθόρμητα, τον διαπέρασε ένα ρίγος συγκίνησης.
Όχι στον εθνικισμό, όχι σε τέτοιες συγκινήσεις” είπε από μέσα του αλλά δεν άλλαξε το συναίσθημα της ευφορίας που είχε νιώσει.
Εφημερίδες του Δεκεμβρίου του 1966
Ο καιρός ήταν μαλακός. Είχε φύγει από τον κρύο ευρωπαϊκό χειμώνα με ένα μέτρο χιόνι παντού και είχε φτάσει στο σχετικά ήπιο μεσογειακό κλίμα του Αιγαίου. Ο απέναντί του διάβαζε την εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ”. Κρυφοκοίταξε για να δει τις ειδήσεις. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου είχε μόλις παραιτηθεί και μια νέα κυβέρνηση του Βασιλιά ετοιμαζόταν. Η Ελλάδα πήγαινε σε εκλογές. Η απόφαση για τους δολοφόνους του Λαμπράκη θα έβγαινε σύντομα. Διψούσε για την πατρίδα κι ας ήταν λάφυρο των ταγματασφαλιτών και των δωσίλογων. Τα χωριά γεμάτα φτωχομαχαλάδες και λάσπη τον προσγείωναν απότομα στην σκληρή πραγματικότητα. Στο ανατολικό μπλοκ έκαναν σοβαρή προσπάθεια να αναπτύξουν την βιομηχανία τους και να προχωρήσουν μπροστά. Όσο κι αν τα καθεστώτα ήταν αυταρχικά, όσο κι αν δεν έδιναν δεκάρα για την δημοκρατία και τα δικαιώματα του πολίτη, ο Περικλής τα έβρισκε να είναι πολύ πιο μπροστά. Εδώ το κεφάλαιο και οι καπιταλιστές δεν άφηναν τον λαό να ανασάνει. Εδώ είχαν τσακίσει τους μισούς Έλληνες, τους πιο γενναίους, δίκαιους και ανιδιοτελείς. Μπορεί να υπήρχαν και σάπιοι ή και καθάρματα ακόμα στην Αριστερά, η συντριπτική πλειοψηφία όμως πάλευε για ένα καλύτερο μέλλον. Είχαν αντέξει τα βασανιστήρια για να υπερασπιστούν έναν ευγενικό σκοπό. Στα σοσιαλιστικά καθεστώτα, σκεφτόταν ο Περικλής, παρά την καταχνιά, υπήρχε περισσότερο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Όλοι είχαν δουλειά, κατοικία, δάσκαλο και γιατρό και όλα αυτά προσφέρονταν από το κράτος δωρεάν.
Μισούσε τους πλούσιους ο Περικλής. Έφτιαχναν τον κόσμο άδικο για να περνούν αυτοί μέσα στη χλιδή κι ας πεινούσαν οι λαοί. Μα πιο πολύ από τους αστούς και από τους πλούσιους, ο Περικλής αισθανόταν μεγαλύτερη οργή και μίσος για τα όργανά τους, για τα λούμπεν στοιχεία που αναλάμβαναν να παίζουν τον ρόλο του χωροφύλακα των αφεντικών και να συντηρούν την αδικία. Δεν θα μπορούσε ποτέ του να ξεχάσει τον νέο Παρθενώνα που είχε ζήσει στη Μακρόνησο.
Παρ' όλα αυτά αφηνόταν να τον ενθουσιάζει ένας άδολος πατριωτισμός. Του άρεσαν όλα όσα είχαν σχέση με την πατρίδα του. Ο γλυκός καιρός, τα υπέροχα τοπία, τα χωριά, τα καμπαναριά και τα κοπάδια. Τον είχε κατακλύσει η νοσταλγία του δικού του τόπου. Με τις φαντασιώσεις που είχε καλλιεργήσει μέσα του όλα αυτά τα χρόνια, άρχισε να βλέπει την “πατρίδα” σαν ένα τόπο ελευθερίας, σαν μια γη της επαγγελίας. Σύντομα όμως του κόπηκε και πάλι η φόρα. Έζησε τον αυταρχισμό του ελληνικού κράτους μόλις έφτασε στην Αθήνα. Απ' την αστυνομία τον ενημέρωσαν ότι θα έπρεπε να δίνει τακτική αναφορά για το που έμενε και να δίνει επίσης το παρόν στο τμήμα κάθε δεκαπέντε μέρες. Έστω κι έτσι όμως, ήταν ξανά ένας Έλληνας πολίτης και δεν ήταν στη φυλακή ή στην εξορία, πράγμα τόσο σπάνιο γι αυτόν τα τελευταία είκοσι χρόνια! Είχε φτάσει πια στην ηλικία των σαράντα κι έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια της ζωής του από την αρχή.
..............................................
Ο Αποστόλης δεν γνώριζε τις δραστηριότητες του πατέρα του στη Μακρόνησο. Ούτε έμαθε ποτέ τι ήταν αυτός ο τόπος του μαρτυρίου. Ήξερε μόνο για ένα στρατόπεδο όπου περιορίζονταν οι δηλωμένοι αριστεροί που πήγαιναν φαντάροι κατά τη διάρκεια του συμμοριτοπόλεμου συν κάποιοι εξόριστοι ποινικοί. Κι όταν άκουγε ότι εκεί ήταν ο νέος Παρθενώνας της Ελλάδας, το πίστευε. Η Όλγα ήξερε και καταλάβαινε πολύ περισσότερα γι αυτά τα στρατόπεδα αλλά δεν του μιλούσε.
Ο Αποστόλης και η Χέλγκα-Όλγα, ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στην Αθήνα και έγιναν αξιοπρεπή μέλη της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Το φιλογερμανικό τους παρελθόν ξεχάστηκε καθώς τάχτηκαν με το μέρος του ελεύθερου κόσμου που βρέθηκε πολύ σύντομα απέναντι στο σοβιετικό μπλοκ. Ο ψυχρός πόλεμος που ακολούθησε τον θερμό παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ένα περιβάλλον πολύ ευνοϊκό για την ομαλή ένταξή τους στην μετεμφυλιακή ελληνική πραγματικότητα. Σύντομα ανήλθαν κοινωνικά και απέκτησαν οικονομική άνεση.
Έκαναν το πρώτο τους παιδί το 1948 και το ονόμασαν Κλεόβουλο για χάρη του παππού του. Ο Αποστόλης ακολούθησε στρατιωτική καριέρα. Η Χέλγκα-Όλγα προτίμησε, παρά τις σπουδές της, να παραμείνει νοικοκυρά. Γέννησε και μεγάλωσε δυο ακόμα παιδιά, την Ιωάννα και τον Εμμανουήλ. Ο νεαρός Κλεόβουλος, λες και ήθελε να αντιγράψει τα βήματα του πατέρα του, βρέθηκε κι αυτός στα δεκατέσσερά του χρόνια στη Γερμανία. Ήταν το 1962, όταν η Όλγα πρότεινε να τον στείλουν στο Μόναχο για σπουδές. Εκεί θα σπούδαζε σε κάποια καλή σχολή και θα αποκτούσε γνώσεις και πτυχία που θα άξιζαν πιο πολύ από τα ελληνικά. Ο Αποστόλης συμφώνησε και τον έστειλαν στη Ματίλντε Γκρότεμπρουκ, της αδελφή της Χέλγκα. Ολόκληρη η οικογένεια είχε φύγει από την Σιλεσία που παραχωρήθηκε στην Πολωνία. Έμειναν για λίγο στο Βερολίνο αλλά σύντομα βρέθηκαν στο Μόναχο όπου υπήρχαν κι άλλοι συγγενείς πρόθυμοι να τους βοηθήσουν να εγκατασταθούν. Της είπαν ότι ο γιος της ήταν ευπρόσδεκτος στην οικογένεια κι έτσι ο νεαρός Κλεόβουλος -Κλεμπ για τους Γερμανούς- το καλοκαίρι του 1962 ταξίδεψε προς τον βορά. Του έκανε πολύ καλή εντύπωση η Γερμανία. Έφυγε από μια φτωχή ανοργάνωτη χώρα για ένα κράτος που προόδευε συνεχώς.
Ήταν ένα πολύ όμορφο παλικάρι με καφετιά σγουρά μαλλιά και γαλανά μάτια. Είχε καθαρό πρόσωπο με μια χλωμάδα που προσέδιδε μια εγγενή μελαγχολία στο ύφος του. Οι Γκρότεμπρουκ τον υποδέχτηκαν με χαρά και εγκαρδιότητα.
-Τι κάνει η αγαπημένη μου αδελφή; τον ρώτησε η Ματίλντε
Κάρτα εποχής από το Μόναχο
-Είναι τόσο καλός ο καιρός στην Αθήνα όσο λένε; ρώτησε η γιαγιά Ανγκέλα, η μητέρα της Χέλγκα
-Θυμούνται στην Αθήνα τους Βαυαρούς που τόσο πολύ σας βοήθησαν να στήσετε το καινούριο κράτος σας; ρώτησε ο παππούς του Βόλφγκανγκ, ο πατέρας της Χέλγκα
-Πως είναι ο πατέρας σου; ρώτησε μια θεία του που τον θυμόταν καλά από το Μπρεσλάου
Ο Αποστόλης απαντούσε σε όλα με μεγάλη προθυμία.
-Γνωρίζω τη γλώσσα αλλά όχι τόσο καλά, φοβάμαι πως θα τα βρω δύσκολα, είπε
-Αγόρι μου, θα σε βοηθήσουμε εμείς, τον διαβεβαίωσαν όλοι
-Θα ενταχθείς στην βαυαρική κοινωνία εύκολα, του υποσχέθηκε η θεία του Ματίλντε
Ο νεαρός έμοιαζε πολύ με τους Γκρότεμπρουκ αν και είχε χρώματα πιο μεσογειακά. Εντάχθηκε στο εκπαιδευτικό σύστημα και την κοινωνία της Βαυαρίας και σε μερικά χρόνια κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι δεν ήταν Γερμανός. Ο Κλεμπ δεν αισθάνθηκε μόνος καθώς και η Χέλγκα επισκέφτηκε πολλές φορές την Βαυαρία για να δει τους δικούς της και τον γιο της ενώ και ο Αποστόλης βρήκε την ευκαιρία να κάνει κάποια τέτοια ταξίδια για να τον δει. Οι Μπουραντάδες ήταν στρατιωτική οικογένεια αφού ο παππούς Κλεόβουλος κι ο Αποστόλης είχαν ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα. Έτσι δεν άργησε να γίνει η σχετική πρόταση και στον νεαρό Κλεμπ. Ήταν το '66, στα δεκαοχτώ του χρόνια. Τον έβαλε κάτω ο πατέρας του και του μίλησε.
-Αγόρι μου, θέλω να με προσέξεις καλά, θα σου μιλήσω πολύ σοβαρά,
-Τι είναι αυτό το τόσο σοβαρό που απαιτεί και μυστικότητα, πατέρα;
-Μου έκαναν μια πρόταση ... για σένα ... σου προτείνουν μια καλή καριέρα
-Περί τίνος πρόκειται πατέρα;
-Οι Αμερικάνοι ... ξέρεις πόσο βαθιά χωμένοι σε όλα είναι οι Αμερικάνοι
-Ε, και, σε τι με αφορά εμένα τι κάνουν οι Αμερικάνοι;
-Σε θέλουν για τις πιο σπουδαίες υπηρεσίες τους, την CIA και την DIA
-Από που κι ως που μια τέτοια πρόταση για μένα, πατέρα;
-Είμαστε στρατιωτικοί, εθνικόφρονες, ταγμένοι με τον ελεύθερο κόσμο, κι εσύ ξέρεις πολύ καλά και τους Γερμανούς και τους Έλληνες. Πιστεύουν ότι θα τους είσαι χρήσιμος
-Και οι σπουδές μου τι θα γίνουν; μόλις τελείωσα το δοκιμαστικό έτος στο Πανεπιστήμιο, θέλω άλλα τρία τουλάχιστον χρόνια για να τελειώσω εδώ στο Μόναχο, θέλω να κάνω και μεταπτυχιακό ... τι θα γίνουν όλα αυτά;
-Δεν θα τα παρατήσεις. Θα σπουδάσεις κανονικά και παράλληλα θα εκπαιδευτείς στις δικές τους ακαδημίες, πιο πολλά θα μάθεις έτσι
-Αν κατάλαβα καλά, θα με θέλουν για κατάσκοπο κι όχι για επιστήμονα, έτσι δεν είναι;
-Έτσι ... αλλά θέλουν να είσαι μέσα στο φοιτητικό κίνημα, να σπουδάζεις παράλληλα με ό,τι κάνεις γι αυτούς ... αν το αποφασίσεις θα στα πουν οι ίδιοι καλύτερα
-Δεν ξέρω, με αιφνιδιάζεις ... δεν μπορώ να σου απαντήσω, είπε ο Κλεμπ
-Με την ησυχία σου παιδί μου, έχουμε καιρό, του είπε ο Αποστόλης
Όλη η οικογένεια είχε ανοίξει δουλειές με τον πατριωτισμό και την εθνικοφροσύνη. Ο νεαρός Κλεμπ ερχόταν, ο ηλικιωμένος Κλεόβουλος έφευγε και ο Αποστόλης μεσουρανούσε.
.......................................................
Όταν η Φωτεινή συνάντησε τον Περικλή κοντά στα Χριστούγεννα του '66, είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την πρώτη του σύλληψη που κατέληξε στην Μακρόνησο και δεκαπέντε χρόνια από την τελευταία του καταδίκη. Όταν φυλακίστηκε το '51 τον κράτησαν σε φυλακές του Πειραιά αλλά παρ' όλο που ήταν κοντά του δεν είχε αντέξει να πάει μέχρι εκεί για να τον δει. Ένιωθε ένοχη που είχε παντρευτεί τον Κυριάκο αν κι ήξερε ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ακόμη ήξερε ότι είχε και την δική του έγκριση για ό,τι έγινε. Ύστερα από έξι μήνες τον επισκέφτηκε. Έκλαψαν και οι δυο πίσω από τα κάγκελα και μόλις που μπόρεσαν να ακουμπήσουν ο ένας τα δάχτυλα του άλλου. Τον είδε μερικές φορές ακόμα. Με δυσκολία κατάφερε μια φορά να του δείξει την κόρη τους. Δεν ήταν σωστό να φέρνουν παιδιά στις φυλακές αλλά εδώ ήταν ο θείος του παιδιού κι έγινε μια παραχώρηση.
Ύστερα ο Περικλής το είχε σκάσει και είχαν χαθεί τα ίχνη του. Τα δεκατρία χρόνια που είχε να τον δει ήταν μια στιγμή μόνο που πέρασε και πάει, έτσι της φάνηκαν. Καθώς τον πλησίαζε άρχισε να νιώθει μιαν έντονη συγκίνηση που της ήταν αδύνατο να την κρύψει. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί ούτε να μείνει ψύχραιμη. Έτρεμε ολόκληρη από την ανυπομονησία και τον πόθο να τον αγκαλιάσει και να κλάψει στον ώμο του.
Είχαν πάει οικογενειακώς στον σταθμό Λαρίσης να τον υποδεχτούν. Ο άντρας της και η κόρη της είχαν κάτσει λίγο πιο εκεί όταν εκείνη τον είδε από μακριά και τον αναγνώρισε.
-Νομίζω πως τον είδα, πάω να τον φέρω, τους είχε πει και κινήθηκε προς το μέρος του
Έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά του. Ξέσπασε σε ένα κλάμα με λυγμούς που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ήταν ίδιος. Λίγο μεγαλύτερος, με γκρίζα γένια και κάπως ατημέλητα μαλλιά, αλλά ο ίδιος Περικλής που γνώριζε και είχε αγαπήσει βαθιά, είτε σαν αδελφό είτε σαν αγαπημένο. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Μπορούσε πια να αφήνει τα συναισθήματά της να την κατακλύζουν χωρίς παρεξήγηση μια και κανείς δεν γνώριζε πως ήταν ο έρωτάς της κι όλοι πίστευαν πως επρόκειτο για τον αγαπημένο της αδελφό που είχε περάσει για πολλά χρόνια ταλαιπωρίες, φυλακίσεις κι εξορίες.
-Ω, Θεέ μου, γύρισες, γύρισες, έλεγε μέσα από τα αναφιλητά της
-Φωτεινούλα, πόσο χαίρομαι που σας βρίσκω καλά
-Αγάπη μου, αγάπη μου, του ψιθύρισε, δεν πέρασε μια μέρα που να μην σε σκεφτώ
-Κι εγώ γλυκιά μου, κι εγώ, της είπε τρυφερά
-Πως ήταν το ταξίδι;
-Ατελείωτο, κάθε στιγμή ήταν ένας χρόνος!
-Πόσο μου έλειψες, πόσο σε πεθύμησα!
Τον κοίταζε στα μάτια και στο πρόσωπο να βρει διαφορές. Έβλεπε ουλές από τα χτυπήματα, έβλεπε τα σημάδια του χρόνου, έβλεπε και μια θλίψη που ερχόταν από πολύ βαθιά μέσα του. Όλα αυτά, όμως, ήταν μικρές, ελάχιστες διαφορές μπροστά στην φοβερή ομοιότητα με τον Περικλή που εκείνη γνώριζε και είχε στο μυαλό και στην καρδιά της. Ο διαχρονικός Περικλής, μωρό, παιδί, έφηβος, άντρας, αδελφός και εραστής, ο άνθρωπός της, στεκόταν εδώ μπροστά της αναλλοίωτος από τον χρόνο και τα χτυπήματα, τέλειος σαν πλατωνική ιδέα.
-Δεν άλλαξες, του είπε
-Κι εσύ, είσαι ίδια ... πολύ όμορφη ... όπως πάντα, της είπε γελαστός
-Συνέβησαν τόσα πολλά όμως ...
-Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να είμαι εδώ για την μητέρα, το έμαθα πολύ αργότερα
-Πέθανε με τον καημό σου
-Την καημένη την Μαμά, πόσο μου λείπει, της είπε και την τράβηξε πιο σφιχτά κοντά του
Έκανε να την φιλήσει. Ήθελε να πάρει το φιλί που του έλειπε χρόνια τώρα. Εκείνη τραβήχτηκε απότομα. Την είχε τρομάξει η κίνησή του. Κοίταξε αμήχανα προς το μέρος που καθόταν ο Κυριάκος. Δεν είχε δει τίποτα, δεν είχε γίνει τίποτα, αλλά ... λίγο έλειψε ... Ο Περικλής κάτι κατάλαβε.
-Μόνη σου ήρθες;
Του έδειξε έναν άντρα με κουστούμι και καπέλο και ένα κορίτσι με ένα κόκκινο παλτό και με τα μαλλιά αλογοουρά που κάθονταν σε ένα πάγκο του σταθμού λίγο πιο εκεί.
-Είναι ο Κυριάκος ... ο άντρας μου, κι αυτή είναι η Κατερίνα μας ... η Γαβριέλα
-Πάμε να τους χαιρετήσω
Ο Κυριάκος ήταν τυπικός χωρίς να γίνεται ξινός. Δεν του άρεσε που ο κουνιάδος του ήταν δηλωμένος κομμουνιστής αλλά αυτό το ήξερε από την πρώτη στιγμή και το είχε αποδεχτεί. Η Γαβριέλα, δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι, έδειχνε χαρούμενη που γνώριζε τον θείο της από κοντά. Ήταν ο μόνος της συγγενής από την πλευρά της μάνας της μετά τον θάνατο της γιαγιάς Δώρας. Είχε μάθει ότι ήταν πολιτικός κρατούμενος και ότι βρισκόταν για πολλά χρόνια στο “παραπέτασμα”. Ήταν μικρή για να ξέρει από πολιτική αλλά είχε ακούσει ιστορίες για τον πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Μια θολή ανάμνηση είχε από τις φυλακές όπου τον είχε επισκεφτεί με την μάνα της όταν ήταν μωρό ακόμη. Της φαινόταν σαν μπαρουτοκαπνισμένος στρατηγός που γύριζε από τον πόλεμο ηττημένος. Ίσως και να μην έπεφτε και πολύ έξω.
Ο Περικλής δεν δέχτηκε να τον φιλοξενήσουν. Έμεινε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας και συνδέθηκε αμέσως με ανθρώπους του κόμματος σύμφωνα με τις υποδείξεις που είχε από την Πολωνία. Πέρασε όμως τις γιορτές με την μόνη οικογένεια που είχε, με την Φωτεινή, την Γαβριέλα, τον Κυριάκο και την κυρά Μάρω, την μητέρα του. Ήταν γιορτές όπου ζήλεψε την ευτυχία των ανθρώπων που παίρνουν τη ζωή ως έχει χωρίς να θέλουν πάση θυσία να την αλλάξουν με όποιο προσωπικό κόστος. Πολλές φορές είχε θελήσει να ήταν κι αυτός ένας απλός άνθρωπος που θα τον παρέσερνε η εποχή και ο κόσμος. Να μην ήταν ούτε κομμουνιστής ούτε αστός, ούτε επαναστάτης ούτε ξεπουλημένος, ούτε ήρωας ούτε δειλός, να μην έπρεπε να είναι τίποτε από όλα αυτά. Ούτε που θυμόταν πότε είχε κάνει τη μια ή την άλλη επιλογή. Ούτε θυμόταν πότε είχε αποφασίσει να γίνει επαναστάτης. Θυμόταν όμως πολύ καλά πότε είχε γίνει θύμα και, ακόμα καλύτερα, θυμόταν πως είχε αποφασίσει να γίνει εκδικητής. Σχεδόν γυάλισε το μάτι του στη σκέψη της εκδίκησης.
===

Θυμίζω ότι το βιβλίο περιλαμβάνει 174 σελίδες μεγέθους Α4 (το παραπάνω κείμενο που παρέθεσα, το 13ο κεφάλαιο, καταλαμβάνει 6 σελίδες μεγέθους Α4). Με 0,03 εκτυπωτικά (δηλαδή στην ειδική τιμή των 3 λεπτών ανά σελίδα που έχω πετύχει) κοστίζει περίπου 5 ευρώ.
Υπενθυμίζω ότι θα δέχομαι παραγγελίες γι αυτό ή για τα άλλα βιβλία μέχρι 10 Ιουνίου που θα δώσω την εντολή εκτύπωσης. Όποιος θέλει μου παραγγέλνει με e-mail.