Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Ταξίδι ενός αιχμαλώτου. Κύπρος-Κωνσταντινούπολη Σεπτέμβριος του 1570


Χτες και προχτές δημοσίευσα δυο αποσπάσματα από το υπό διόρθωση ανέκδοτο βιβλίο μου “Δον Χουάν Ηρακλείδης” που είχα γράψει πριν 3-4 χρόνια και τώρα το σουλουπώνω.
[Διορθωμένο και σχεδόν έτοιμο το βιβλίο θα είναι σε λίγο καιρό.]

Τα δυο αποσπάσματα ήταν τμήματα του 8ου κεφαλαίου του βιβλίου αναφέρονταν στις 8 και 9 Σεπτεμβρίου (επετειακά χτες και προχτές ήταν 8 και 9 Σεπτεμβρίου και ασχολούνταν με την τελευταία μέρα της πολιορκίας (και την πτώση) της Λευκωσίας στους Οθωμανούς το 1570. Θα ολοκληρώσω σήμερα το 8ο κεφάλαιο με το τρίτο και τελευταίο απόσπασμα που έχει υπότιτλο “αιχμαλωσία”. Αναφέρεται στην αιχμαλωσία του ήρωα και την μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη για να πουληθεί στο σκλαβοπάζαρο ως λάφυρο του πολέμου.

Γενίτσαροι στη Λευκωσία

Όταν συνήλθα ήταν χαράματα κάποιας άγνωστης καινούριας μέρας. Το αχνό φέγγος της αυγής έμπαινε από έναν φεγγίτη κάπου ψηλά και μαρτυρούσε πως ξημέρωνε σιγά-σιγά. Ήμουν δεμένος και φυλακισμένος σε ένα κελί σκοτεινό στο υπόγειο κάποιας αποθήκης. Βρισκόμουν εκεί μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους που είχαν πιαστεί κι αυτοί γύρω από την Πύλη της Αμμοχώστου αλλά σε άλλα μέρη της λεηλατημένης Λευκωσίας. Τα δεσμά που μας έδεναν ήταν αλυσίδες που πίεζαν τους καρπούς και τα πόδια Δεν υπήρχε περίπτωση διαφυγής από αυτό το μπουντρούμι. Η μυρωδιά ήταν βαριά και σχεδόν ανυπόφορη. Την ένιωθα ακόμα κι εγώ που πρέπει να βρωμούσα και ο ίδιος. Διψούσα τρομερά. Συνειδητοποίησα ότι ζούσα και η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι αφού δεν είχα σκοτωθεί εγώ στην Πύλη που ανατινάχτηκε, θα ζούσαν κι οι δυο μου γυναίκες. Ο διπλανός μου, που με είδε να κουνιέμαι ύστερα από πολλή ώρα, μου έπιασε το πρόσωπο και το γύρισε προς το δικό του. Ήταν αγνώριστος από τους καπνούς και τα αίματα.

-Ζεις τελικά λοχαγέ; μου είπε
Από εκεί κοντά ακούστηκε μια οικεία φωνή με την γνώριμη ιταλική προφορά.
-Σε έσωσε η στολή σου λοχαγέ, αποφασίσανε να σε κρατήσουνε και να σε πουλήσουνε για λύτρα
Ήτανε ο Άντζελο Καλέπιο, ο φρατέλο Δομινικανός μοναχός και συγγραφέας, γεμάτος καπνούς και λάσπες, μουτζουρωμένος σαν διάολος της κολάσεως.
-Φρα Άντζελο εσύ; έκανα έκπληκτος
Τον αναγνώρισα παρά τα χάλια του από την φωνή του κι ήμουν πολύ χαρούμενος που τον έβλεπα πάλι. Μέσα στα χάλια μας, κι αυτό ήταν κάτι …
-Τι έγινε το ημερολόγιό σου; ήταν το πρώτο που τον ρώτησα
-Το έχω πάνω μου, όχι ολόκληρο βέβαια …, ένα μέρος χάθηκε αλλά τα θυμάμαι όλα! τα έχω εδώ μέσα, είπε δείχνοντας το κεφάλι του
Μιλούσαμε σιγά γιατί η φωνή μας έτσι κι αλλιώς έβγαινε με δυσκολία.
-Έμαθες τι έγινε τελικά η πόλη; ρώτησα
-Η πόλη εάλω, είπε κάποιος από δίπλα, εσύ ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι;
-Πήραν λάφυρα και σκλάβους, μου είπε ο διπλανός, οι υπόλοιποι πέθαναν!
-Ο ορθόδοξος καθεδρικός; ρώτησα
-Δεν ξέρω τι έγινε εκεί, μου είπε ο Καλέπιο, ίσως να τα κατάφερε ο μπερμπάντης ο Λογαράς να τις σώσει, ήταν όμορφη η γυναίκα σου οπότε μπορεί να την πήρανε για να την πουλήσουνε για σκλάβα
-Ξημερώνει Κυριακή; ρώτησα
Σκεφτόμουνα ότι Σάββατο πρωί είχε γίνει η έφοδος των Τούρκων και Σάββατο μεσημέρι είχα χτυπηθεί. Επομένως κοιμόμουνα περίπου δεκαοχτώ ώρες.
-Ξημερώνει Τρίτη, μου είπε ο διπλανός
Τινάχτηκα αιφνιδιασμένος και ένιωσα να πονάει ολόκληρο το κορμί μου.
-Τι λες; Δεν είναι δυνατόν, του είπα
-Κοιμάσαι τρεις μέρες τώρα, ήσουνα σε κώμα, μου είπε ο Καλέπιο
-Με γνωρίζεις; με ρώτησε αυτός που βρισκόταν δεμένος ανάμεσα σε μένα και τον Φρα-Άντζελο Καλέπιο
Τον κοίταξα γυρίζοντας με δυσκολία προσπαθώντας να καταλάβω τι κρυβόταν κάτω από το κατάμαυρο μπαρουτοκαπνισμένο πρόσωπο που είχε τα γένια του γεμάτα με αίματα και λάσπη. Ήταν εξ άλλου σκοτάδι ακόμα καθώς η αυγή είχε φέξει αλλά ο φεγγίτης ψηλά άφηνε μόνο λίγο φως να μπαίνει στο δωμάτιο όπου ήμασταν κλεισμένοι.
-Είμαι ο Γιώργης, ο Γιώργης ο Τσόμης, μου είπε
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τη φωνή του. Τον κοίταξα καλύτερα και τον αναγνώρισα. Θα ήθελα να τον αγκαλιάσω αλλά βέβαια δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια.
-Γιώργη, τι έγινε; τον ρώτησα αμήχανος και σαν χαμένος
-Μας χαλάσανε Χάρμο, πήραν την πόλη δική τους κι εμάς μας πήραν σκλάβους, δυο μέρες αλωνίζουνε χωρίς καμιά συγκράτηση, κι ακόμη δεν τελείωσαν! αμέτρητοι σκοτώθηκαν κι εμείς είμαστε τυχεροί και που ζούμε ακόμα
Σκέφτηκα ότι αυτό ακριβώς μου είχε ζητήσει η Διονυσία. Να ζούσα κι ας πιανόμουνα αιχμάλωτος. Εκείνη όμως; Η Δηιάνειρα; Μακάρι να είχαν την ίδια τύχη με μένα. Οι Τούρκοι ήθελαν όμορφες σκλάβες και όμορφα παιδάκια γιατί τα πουλούσαν εύκολα. Θα πουλούσαν τις δυο αγάπες μου ακριβά γιατί ήταν όμορφες. Ακουγόταν τρελό αλλά ευχόμουν να είναι κάπου αλυσοδεμένες. Το άλλο ενδεχόμενο, να είχαν σκοτωθεί, δεν μπορούσα ούτε να το σκέφτομαι. Τρεις μέρες λεηλασίας δεν θα είχαν αφήσει βέβαια απείραχτο τον καθεδρικό. Το ενδεχόμενο του θανάτου δεν μπορούσα να το αντέξω. Το έσβηνα από το μυαλό μου που το προτιμούσα άδειο σαν άχυρο παρά γεμάτο με σκέψεις σαν αυτές. Με παρηγορούσε η σκέψη ότι θα ήταν κι οι δυο αλυσοδεμένες σαν εμένα, έτοιμες για το σκλαβοπάζαρο!
Εκείνη την ώρα έγινε μια φασαρία και άνοιξε η πόρτα. Μπήκαν μέσα κάτι γενίτσαροι και πήραν μερικούς από τους αιχμαλώτους. Ένας πήγε να αντισταθεί και του έκοψαν με μιας το κεφάλι. Το είδα να πέφτει από τους ώμους του καθώς το ακονισμένο χατζάρι του γενίτσαρου έκοψε τον λαιμό σαν να ήταν ένα καρβέλι ψωμί. Το νεκρό σώμα τραβήχτηκε έξω από κάποιους αιχμαλώτους που ήταν λυμένοι. Τους χρησιμοποιούσαν οι γενίτσαροι για μεταφορείς. Σύρθηκαν κι οι υπόλοιποι που υπάκουσαν τρομαγμένοι. Η πόρτα έκλεισε πάλι βαριά πίσω τους. Ήμασταν όλοι παγωμένοι. Γνωρίζαμε τι θα πει πόλεμος και τι θα πει ήττα, και ήμασταν προετοιμασμένοι γι αυτό. Ήττα σήμαινε είτε τον θάνατο είτε μια επίπονη περιπλάνηση για χρόνια σε σκλαβοπάζαρα. Η αβάσταχτη διαβίωση του σκλάβου σε βρωμερά βυρσοδεψία ή σε μύλους-κολαστήρια ή η ζωή του σιδηροδέσμιου κωπηλάτη σε γαλέρες ήταν δίκαιες πληρωμές με αντάλλαγμα τη ζωή του πολεμιστή που είχε βρεθεί στην πλευρά των χαμένων.
-Έχουν ανοίξει από τώρα κι όλας σκλαβοπάζαρο. Πουλάνε σκλάβους μεταξύ τους, όσοι έπιασαν πολλούς σε όσους έπιασαν λίγους. Τους ξεφορτώνονται γιατί δεν θα μπορούν να μας μεταφέρουν σε ένα καλό σκλαβοπάζαρο όλους μαζί, μας εξήγησε ο Γιώργης
-Και η τιμή τώρα είναι εξευτελιστική, συμπλήρωσε ένας άλλος πιο εκεί
-Μας αγοράζουν όσοι δεν κατάφεραν να μαζέψουν σκλάβους στην επιδρομή. Θα μας μεταπουλήσουν ακριβότερα όταν μας πάνε απέναντι, είπε ο Τσόμης
-Από την πρώτη μέρα που πατήσανε το πόδι τους στο νησί, και με τους πρώτους που πιάσανε, ανοίξανε σκλαβοπάζαρο στον Φοίνικα απέναντι από την Κερύνεια, τώρα εκεί κάνουνε χρυσές δουλειές, είπε μια γνωστή μου φωνή στο βάθος στα ιταλικά
-Ποιος είσαι εσύ που μίλησες; τον ρώτησα στα ιταλικά, γνώρισα τη φωνή σου αλλά το μυαλό μου δεν δουλεύει καλά για να σε θυμηθώ και με το όνομά σου….
-Είμαι ο Φραντσέσκο Κονταρίνι[i], είπε αυτός
-Φραντσέσκο, ζεις; χαίρομαι γι αυτό
Ο Κονταρίνι είχε διακριθεί πολύ στις μάχες φορώντας αντί για τα ιερατικά του ρούχα, στολή πολεμιστή. Έδινε κουράγιο σε όλους μας τις σαράντα έξι μέρες της πολιορκίας της πόλης μέχρι την άλωσή της. Ο ιερέας που είχε δώσει όλο του το είναι για την υπεράσπιση της Λευκωσίας ήταν ένας πολύ γενναίος άνδρας και χάρηκα που άκουσα τη φωνή του.
-Κι εγώ χαίρομαι που ζεις λοχαγέ, μου είπε κι αυτός, κι ας είμαστε σε αυτή την κατάσταση, αλυσοδεμένοι και δούλοι! Έχεις μάθει τίποτα για τη γυναίκα σου και την κόρη σου;
-Όχι, του είπα με αγωνία, ξέρεις εσύ κάτι;
-Λεηλάτησαν όλους τους ναούς, όχι μόνο τους δικούς μας, δεν σεβάστηκαν ούτε τους ορθόδοξους που έλεγαν ότι θα τους ξεχωρίσουν …
-Έμαθες τίποτα; τον ρώτησα πάλι
-Όχι, όχι, μου είπε
Δεν τον πίστεψα και ανησύχησα. Δεν σεβάστηκαν ούτε τον καθεδρικό των ορθοδόξων;
-Πες μου Φραντσέσκο, του είπα, πες μου τι γνωρίζεις, θέλω να ξέρω, τι έγινε η γυναίκα μου και το παιδί μου;
-Δεν ξέρω λοχαγέ, μου είπε, πώς να ξέρω τι έγινε σε ολόκληρη την πόλη, αυτοί οι αχρείοι τα γκρέμισαν όλα, έκαψαν, σκότωσαν πολλούς, πιάσανε χιλιάδες αιχμάλωτους, πώς να ξέρω τι γίνανε οι δικοί σου; έλα στα συγκαλά σου!
-Καλά, εντάξει, του είπα πιο ήρεμος
-Δυστυχισμένε, έκανε ο Φρα-Άντζελο από δίπλα, έχε πίστη στο Θεό!
-Πάψε φρατέλο, του είπα, άσε με στον πόνο μου
-Μα μόνο ο Θεός μπορεί να μας δώσει ελπίδα, λοχαγέ, αυτή την ελπίδα χρειάζεσαι μέσα σου κι εσύ!
-Δεν θέλω ελπίδα φρατέλο, την γυναίκα μου θέλω και την κόρη μου, φώναξα, το καταλαβαίνεις αυτό;
-Ηρέμησε λίγο, λοχαγέ, σκέψου πιο ψύχραιμα! Μην ανησυχείς, οι Τούρκοι όλες αυτές τις μέρες δεν κυνηγούσαν γυναικόπαιδα, εμάς ήθελαν να σφάξουν οι άτιμοι και δυστυχώς το κατάφεραν
Σταμάτησα να φωνάζω και έμεινα ασάλευτος βασανιζόμενος από τις σκέψεις μου. Στο μυαλό μου στριφογύριζε συνέχεια ο Ιάκωβος και η εικόνα της Χριστίνας που μου διηγείτο τις τελευταίες του στιγμές καθώς έβγαινε αγέρωχος από το φρούριο της Σουτσεάβας για να σκοτωθεί από τους Βογιάρους που τον πολιορκούσαν. Αμέσως μετά ερχόταν η εικόνα της Διονυσίας! Και μετά η Δηιάνειρα. Κι ύστερα πάλι ο Ιάκωβος. Και μετά η κηδεία του πατέρα μου στην Κερασούντα, κι ας μην ήξερα αν ζει ή όχι καθώς είχα πάνω από σαράντα χρόνια να ακούσω νέα του. Οι εικόνες των νεκρών στρατιωτών μας αλλά και των νεκρών εισβολέων έρχονταν ολοζώντανες μπροστά μου και τα μάτια των πεθαμένων με κοιτούσαν με εύλογη απορία. Μέσα στο μυαλό μου ξετυλιγόταν ένα ατελείωτο δράμα από εικόνες και φαντάσματα. Και στο τέλος του κάθε εφιάλτη σαν επίλογος εκείνου που περνούσε και πρόλογος εκείνου που ακολουθούσε, ερχόταν το πρόσωπο της Διονυσίας και το πρόσωπο της μικρής Δηιάνειρας που με καλούσαν παρακλητικά να τους προσφέρω τη βοήθειά μου.
Δεν μπόρεσα να μάθω την τύχη τους ούτε και όταν αναχωρήσαμε από την Λευκωσία για να πάμε πεζή μέχρι την Τεμόρφου[ii] όπου μας επιβίβασαν σε γαλέρες για να μας μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Ποιον θα ρωτούσα εξ άλλου έτσι αλυσοδεμένος και σκλάβος που ήμουν κι εγώ; Ο ώμος μου πονούσε και όλο μου το σώμα υπέφερε. Προχωρούσα για μέρες χωρίς να μιλάω, χωρίς να βλέπω και χωρίς να σκέφτομαι. Η διαδρομή Λευκωσία-Τεμόρφου ήταν ένα μαρτύριο από την πείνα, την δίψα και την κούραση, που με δυσκολία κατάφερα να το περάσω.
Δεν ήμουν ούτε νέος, ούτε δυνατός για να πουληθώ για σκλάβος. Ή θα με σκότωναν ή θα έβγαζαν ένα κέρδος από μένα ανταλλάσσοντάς με για λύτρα. Εκείνο που μετρούσε ήταν μια γρήγορη λογιστική οικονομική αποτίμηση κέρδους και ζημίας. Τόσα έτρωγα, τόσο στοίχιζε η μεταφορά μου, τόσα έσοδα θα έφερνα, συν αυτό πλην εκείνο κι έβγαινε το αποτέλεσμα. Αν ήταν θετικό σε κρατούσαν για το σκλαβοπάζαρο, αν ήταν αρνητικό σε πουλούσαν για πενταροδεκάρες ή σε σκότωναν επί τόπου. Η ζωή ποτέ δεν είχε μικρότερη τιμή από ό,τι αυτές τις μέρες.
Ο Καλέπιο είχε πει σε ένα γενίτσαρο, που φαινόταν να είναι ο ιδιοκτήτης μας ότι θα του έφερνα καλά λεφτά, κι έτσι σώθηκα. Φορούσα και τη στολή του λοχαγού που έδειχνε ότι ίσως ήμουν ευγενής, άρα κάποιοι θα ενδιαφέρονταν. Οι δουλέμποροι που μας είχαν στη διάθεσή τους θα ζητούσαν λύτρα από τον Βενετό πρεσβευτή. Αν κάποιος ενδιαφερόταν για μένα θα έβγαζαν ένα καλό ποσό για το τομάρι μου. Ο Καλέπιο τους διαβεβαίωσε ότι θα είχαν σίγουρο κέρδος κι έτσι δεν με πείραξαν άλλο. Βέβαια, μέσα στη γαλέρα που μας μετέφερε, η ταλαιπωρία συνεχίστηκε. Παρά το τραύμα μου στον ώμο δεν γλίτωσα ούτε από την κωπηλασία στη διαδρομή του πλοίου από Τεμόρφου μέχρι την Κωνσταντινούπολη ούτε από τα σιδερένια δεσμά μου. Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, με εξάντλησαν.
Στο ταξίδι πέθαναν αρκετοί από αρρώστιες ή πληγές που κακοφόρμιζαν. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια για κανέναν από τους αιχμαλώτους να γλιτώσει την ταλαιπωρία. Τράβηξα το κουπί και έμαθα τι σημαίνει να είσαι κωπηλάτης σε γαλέρα. Βρώμα και δυσωδία, πόνος σε ολόκληρο το σώμα, πλήρης εξάντληση και επιβίωση στα όρια της αντοχής του ανθρώπου. Κανείς δεν είχε όρεξη για συζητήσεις. Όλο το ταξίδι πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια ανακουφιστική βουβαμάρα. Κωπηλατούσα μονότονα, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι τίποτα αφού όλες οι σκέψεις με πλήγωναν, χωρίς όμως να το καταφέρνω πάντα. Πότε με εφιάλτες και πότε με σκέψεις λογικές το μυαλό μου εξακολουθούσε να με παιδεύει. Άλλοτε ξεφεύγοντας από την θλιβερή πραγματικότητα που ζούσα και άλλοτε βυθιζόμενος βαθιά μέσα σε αυτήν, αντιμετώπισα με ζωώδη κι ενστικτώδη τρόπο την τραγική μου μοίρα.
Είχα συμβάλει μαζί με όλη την Αδελφότητα σε μια επική προσπάθεια να βοηθηθεί η Βενετία για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Αυτή η συμμετοχή είχε καταγραφεί στα κατάστιχα των δόγηδων. Η απώλειά μου ή η αιχμαλωσία μου είχαν κι αυτές περάσει, ή θα περνούσαν σύντομα, στα απολογιστικά τους βιβλία. Τώρα θα μπορούσαμε πια να αξιώσουμε από τους Βενετούς ισότιμη μεταχείριση στην εξέγερσή μας, όταν θα γινόταν και αν θα στεφόταν από επιτυχία. Η θυσία τόσων ανδρών και οι κίνδυνοι που είχαμε περάσει, θα μετρούσαν σοβαρά υπέρ της υπόθεσής μας στο ζύγι μιας ενδεχόμενης μελλοντικής διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο πριν από όλα αυτά έπρεπε να πάρει τη σκυτάλη ο Πάπας για να φτιάξει το αντιτουρκικό στρατόπεδο. Η αντίσταση της Λευκωσίας είχε σώσει, τουλάχιστον προς το παρόν, την Αμμόχωστο. Η Κύπρος δεν είχε πέσει με μια αστραπιαία κίνηση στα χέρια του Οθωμανού. Μαζί με την πίεση που είχε δεχτεί ο Ισπανός βασιλιάς στα παράλιά του και στο νότιο τμήμα της χώρας του από τους Μορίκος το σκηνικό που ζητούσαμε είχε στηθεί. Ο χριστιανικός συνασπισμός είχε έρθει ένα βήμα πιο κοντά.
Οι απώλειες βέβαια γι αυτή την προσπάθεια ήταν μεγάλες, και φοβόμουνα μήπως περιείχαν ένα δικό μου προσωπικό δράμα. Για μένα αποδεχόμουνα ευχαρίστως τον θάνατο ο οποίος εξ άλλου ποτέ δεν με φόβιζε. Για τους δικούς μου ανθρώπους όμως τον έτρεμα. Είχα γεμίσει ενοχές και είχα μισοτρελαθεί που είχα αφήσει μόνο του τον Ιάκωβο στη Σουτσεάβα, όταν επαναστάτησαν οι Βογιάροι και τον σκότωσαν. Αν το κακό συνέβαινε τώρα στις δυο αγαπημένες μου υπάρξεις ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Ήμουν ο φταίχτης που τις παρέσυρε άδικα μαζί του στο σφαγείο της Λευκωσίας; Δεν άντεχα ούτε να το σκέφτομαι αυτό. Ήλπιζα ότι θα ήταν τώρα κι αυτές αλυσοδεμένες και ότι θα οδηγούνταν σε κάποιο σκλαβοπάζαρο όπου θα μπορούσα να τις ξαναβρώ. Ήταν πολύ πιθανό να είχε συμβεί αυτό. Θα έπρεπε να έχει συμβεί αυτό γιατί ήταν το μόνο που άντεχα να σκέφτομαι!
Τεμόρφου, Φοίνικας στην απέναντι από την Κύπρο ακτή, Ρόδος, Κάλυμνος, Πάτμος, Ικαρία, Χίος, Μυτιλήνη, Μπεχράμ, Τσανάκκαλε, Καλλίπολη, Μαρμαράς, Πάνορμος, Κωνσταντινούπολη. Μια διαδρομή που ισοδυναμούσε με δέκα γολγοθάδες για τον καθένα μας μέσα στα αμπάρια της δουλεμπορικής γαλέρας που μας πήγαινε και την πηγαίναμε. Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι δεν άντεξε το ταξίδι και πέθανε. Παρέδωσε πρώτα τα ημερολόγιά του, όπου ήταν γραμμένο το χρονικό των παθών μας, στους ανθρώπους γύρω του και μετά παρέδωσε και το πνεύμα του στον Θεό. Οι Τούρκοι έκαναν μια μικρή λειτουργία για την διάβαση του καθολικού επισκόπου από τον επίγειο κόσμο στον ουράνιο και, καθώς έριχναν το πτώμα του στη θάλασσα, εμείς οι σκλάβοι από τα αμπάρια τραγουδήσαμε όλοι μαζί ένα ρέκβιεμ για αποχαιρετισμό. Κι άλλοι πολλοί δεν άντεξαν και έφυγαν για την αιώνια ζωή στην οποία πίστευαν όσο ζούσαν, αφήνοντας εμάς τους επιζήσαντες σκλάβους να κωπηλατούμε και να ελπίζουμε. Η θάλασσα έγινε η τελευταία τους κατοικία. Τα ψάρια του πελάγους θα έτρωγαν το πτώμα τους αντί για τα σκουλήκια. Υπήρχε άραγε καμιά άλλη διαφορά; Μέσα στην απελπισία μας, λίγο μας ένοιαζε που λιγοστεύαμε καθώς πλησιάζαμε στον προορισμό μας. Οι πιο πολλοί, όμως, καταφέραμε να φτάσουμε στο τέλος του ταξιδιού.
Ο Φρα Άντζελο Καλέπιο, με το σημειωματάριό του στον κόρφο, ο Γιώργης Τσόμης αλλά και ο Γιώργος Σωζόμενος έφτασαν μαζί μου και μαζί με ένα σωρό άλλους αιχμαλώτους σκλάβους ως το τέρμα. Ξεθεωμένοι αντικρίσαμε από το μοναδικό φιλιστρίνι του αμπαριού μας την παντοτινή και πολύχρυση Κωνσταντινούπολη, την βασιλεύουσα πόλη των Χριστιανών Ρωμαίων, κάποτε, και των Μουσουλμάνων Οθωμανών, τώρα. Για μας βέβαια δεν ήταν η πιο λαμπρή πόλη του κόσμου αλλά ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου!


[i] Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι ήταν ένας Λατίνος ιερέας, επίσκοπος Πάφου αλλά πολεμιστής της Λευκωσίας, που ήταν μια από τις ηρωικές μορφές στην πολιορκία της Λευκωσίας. Πέθανε κατά την εισβολή των Τούρκων ή μετά την την αιχμαλωσία και κατά την μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια /κ.α)
[ii]  Τεμόρφου λεγόταν επί φραγκοκρατίας η Μόρφου

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1570 έπεσε η Λευκωσία στους Οθωμανούς (απόσπασμα βιβλίου -συνέχεια)


Τρεις φίλοι απάντησαν θετικά στη χτεσινή μου ανάρτηση ζητώντας το βιβλίο ή την συνέχεια της ιστορίας. Τρεις στους τριακόσιους παραλήπτες της ανάρτησης δεν είναι πολλοί, δεν είναι όμως και λίγοι. Σίγουρα εκφράζουν μια επιθυμία περισσοτέρων. Γι αυτό και θα αναρτήσω σήμερα τη συνέχεια της ιστορίας, στην ουσία αυτά που συνέβησαν στις 9 Σεπτεμβρίου στη Λευκωσία του 1570, σαν σήμερα, γιατί σήμερα έχουμε 9 Σεπτεμβρίου. Η διαφορά είναι ότι τώρα έχουμε Τρίτη ενώ εκείνη η 9η Σεπτέμβρη ήταν Σάββατο. Ήταν η μέρα που έπεσε η Λευκωσία. Ο ήρωάς μου μάχεται στις επάλξεις και ζει τα γεγονότα προσωπικά.
Είμαστε λοιπόν στο 8ο κεφάλαιο του βιβλίου μου “Δον Χουάν Ηρακλείδης” που βρίσκεται στις διορθώσεις. Και το δεύτερο απόσπασμα από αυτό το κεφάλαιο που αποτελεί τη συνέχεια της χτεσινής αφήγησης είναι:

σκίτσο του 16ου αι.

Ο θανάσιμος κίνδυνος παραμόνευε έξω από τα τείχη και απειλούσε να μας αφανίσει. Φοβόμουν για τη Διονυσία και τη Δηιάνειρα. Ακόμα κι αν χανόμουν εγώ, ήξερα πως οι δυο τους θα είχαν την προστασία των φίλων κι αδελφών μου. Θα τους έλειπα αλλά θα τα κατάφερναν να ζήσουν χωρίς εμένα. Δεν ίσχυε όμως το αντίστροφο. Αν χάνονταν εκείνες, εγώ δεν ήξερα ούτε αν θα τα κατάφερνα, ούτε και αν ήθελα να τα καταφέρω. Μια απελπισία με έπιασε με αυτές τις σκέψεις.

-Μη στεναχωριέσαι φίλε μου, με παρηγόρησε μια φωνή, και να ελπίζεις

Ήταν ο Φρα-Άντζελο Καλέπιο[i], ο Ιταλός Δομινικανός μοναχός με τον οποίο είχα γίνει φίλος. Γνώριζε προσωπικά τον Φραγκίσκο, πριν γίνει καρδινάλιος, κι οι συζητήσεις μας θεολογικές ή φιλοσοφικές ή ακόμα και ιστορικές είχαν πολύ ενδιαφέρον.

-Πως θα μπορούσα να είμαι χαρούμενος Άντζελο; του είπα

-Δεν είπα να είσαι χαρούμενος, μόνο να ελπίζεις, αυτό είπα, μου ψιθύρισε

Δεν μου ζητούσε και πολλά, έτσι κι αλλιώς ελπίδες είχαμε σχεδόν όλοι, έστω και λίγες.

-Εσύ σε τι ελπίζεις Φρα-Άντζελο; τον ρώτησα

-Στο Θεό … στον Πάπα … και στη Βενετία …, μου απάντησε

Στην Πύλη είχαν χαμηλώσει οι φωτιές και σε λίγο, όσοι δεν είχαμε σκοπιά, θα πέφταμε για ύπνο. Κάθισα σε μια γωνιά κοντά στον Φρα Άντζελο. Ήταν κληρικός της καθολικής εκκλησίας αλλά περισσότερο ήταν ένας διανοούμενος. Κρατούσε μανιωδώς σημειώσεις για τα πάντα και θα έλεγε κανείς ότι αν ήταν να διαλέξει ανάμεσα στη ζωή του ή στις σημειώσεις του θα διάλεγε εκείνες. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Θεός κι η Βενετία μας είχαν εγκαταλείψει στη μοίρα μας.

-Φρατέλο, τι έγραψες για τη σημερινή μέρα; τον ρώτησα

-Την άφησα κενή. Έγραψα μόνο ότι αύριο δίνουμε τη μητέρα όλων των μαχών εδώ στη Λευκωσία, και ... η αλήθεια είναι ότι φοβάμαι

-Δεν έχεις άδικο, του είπα, κι εγώ φοβάμαι

-Ώστε φοβάσαι κι εσύ, λοιπόν, ε; έκανε έκπληκτος καθώς εξωτερικά κατάφερνα πάντα να δείχνω ψύχραιμος και ανέκφραστος

-Όχι τόσο για τον εαυτό μου, του είπα, όσο για τη Διονυσία και τη μικρή

-Δεν είναι στον καθεδρικό ναό; μην ανησυχείς, εκεί δεν έχουν φόβο, με καθησύχασε

-Κάπως με καθησυχάζει ότι τις έχει υπό την προστασία του ο Λογαράς, είπα

-Αυτό το φιλότουρκο σκυλί; έκανε ο Καλέπιο

-Δεν τον συμπαθείς καθόλου, ε;

-Μα είναι από τους ορθόδοξους κληρικούς που κρατάνε όπλα κάτω από τα ράσα τους!

-Όλοι κρατάμε τώρα όπλα, του είπα

-Ναι … τα κρατάμε όμως για τους Τούρκους, αυτά τα σκυλιά είναι έτοιμα να ρίξουν και σε χριστιανούς, ειδικά εμάς, τους Λατίνους, μας έχουν βάλει στο μάτι!

-Δεν είναι έτσι ο Λογαράς, είναι πατριώτης, του είπα

-Ποιανής πατρίδας όμως; αναρωτήθηκε ο Καλέπιο, μήπως της πατρίδας του της Τουρκίας; πάντως της Βενετίας δεν είναι

-Ίσως είναι της Γραικίας, του είπα εγώ

-Γραικία δεν υπάρχει λοχαγέ!

-Υπάρχει στις καρδιές μας αδελφέ! κι ύστερα … που ξέρεις, μπορεί να υπάρξει κι αυτή σαν κράτος σύντομα, του είπα αινιγματικά

-Θα μας επιτεθούν αύριο, ε; είπε ανήσυχος χωρίς να απαντήσει στον υπαινιγμό

-Ναι, … κι αν δεν το κάνουν αύριο, θα επιτεθούν την Κυριακή. Ήρθαν ενισχύσεις από τον Πιαλή και τον Αλή πασά και είναι τώρα πανέτοιμοι

-Τι λες; θα τους αποκρούσουμε;

-Θα το παλέψουμε! του είπα, κι αν είμαστε τυχεροί… και ….γενναίοι, και είμαστε και λίγο …έξυπνοι… τότε ίσως!

-Αν βοηθήσει ο Κύριος, είπε ο πιστός καθολικός

-Ποιον πιστεύεις ότι θα βοηθήσει περισσότερο ο Θεός, εμάς ή εκείνους;

-Τι δουλειά έχει ο Θεός να βοηθήσει τους άπιστους;

-Τον ίδιο θεό έχουμε με τους Μουσουλμάνους, μην το ξεχνάς, του είπα

Με κοιτούσε σκεπτικός χωρίς να με αποπαίρνει

-Ο Αλλάχ των Οθωμανών, συνέχισα εγώ, δεν είναι ο ίδιος με τον Θεό που έδωσε τις δέκα εντολές στον Αβραάμ; ξεχνάς ότι κι ο Μωάμεθ προφήτης του ίδιου θεού είναι;

-Τι θες να πεις; μου είπε κάπως απότομα ο Φρα-Άντζελο

-Είναι λίγο μπερδεμένο, ποιόν από τους δυο θα βοηθήσει ο Θεός! Γι αυτό σε ρώτησα φρατέλο, ποιους θα προστατέψει περισσότερο; αυτούς ή εμάς;

-Όπως το θέτεις … η αλήθεια είναι ότι … στον ίδιο Θεό πιστεύουμε όλοι …

Αμέσως όμως, σαν να ξύπνησε, αποτάσσοντας μετά βδελυγμίας την αμαρτία της παραδοχής, τα αρνήθηκε όλα.

-Γι αυτό είστε αιρετικοί και άπιστοι εσείς οι Ορθόδοξοι, μου είπε, στο τέλος πιστεύετε ότι έχετε την ίδια θρησκεία και τον ίδιο θεό με τον μουσουλμάνο και γίνεστε ένα μαζί του, κυκλοφορείτε με τα όπλα κάτω από τη μασχάλη για να σφάξετε εμάς και να τα βρείτε με τον Οθωμανό

-Φοβάσαι από μένα φρατέλο; τον ρώτησα περιπαιχτικά

-Όχι βέβαια φίλε μου, είπε ο Φρα-Άντζελο χτυπώντας μου τον ώμο, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ και αναγνωρίζω ότι οι Γραικοί εδώ, παρ’ όλο που έχουν υποφέρει πολύ από τους Βενετούς ωστόσο, πολεμούν σκληρά! μερικοί πολεμάνε σαν λιοντάρια … όμως κάποιοι φανατικοί συμπαθούν πιο πολύ τον Οθωμανό από τον Λατίνο

-Ο Γραικοί είναι αδέλφια με τους Ιταλούς, του είπα, ο πολιτισμός μας ήταν κοινός από τα αρχαία χρόνια, εξ άλλου κι εμείς Ρωμιοί είμαστε, δηλαδή Ρωμαίοι

-Μακάρι να σκέφτονταν έτσι όλοι οι Γραικοί, μου είπε, γιατί πολλούς από εσάς τους αιρετικούς, τους έχει φοβηθεί το μάτι μου

Ο μακρινός θόρυβος από τα τύμπανα των Τούρκων που ακουγόταν μέσα στη νύχτα δεν σε άφηνε να ξεχαστείς ούτε για μια στιγμή. Μου θύμιζαν τη Μάλτα κι ανατρίχιαζα.

-Ανησυχώ λοχαγέ, οι φωνές τους ακούγονται όλο πιο πολύ και είναι ενθουσιώδεις

-Σκέφτονται τα λάφυρα που θα κερδίσουν αν μας κάμψουν αύριο

-Θα έπρεπε να γίνει μια προσπάθεια συνθηκολόγησης με όρους, είπε

-Μας έδινε ο Λαλά Μουσταφά όρους πριν από δέκα μέρες, τι κάναμε;

-Μα, ήταν πραγματικοί όροι ή ήταν πρωτοβουλία κάποιων γενίτσαρων;

-Δεν είναι άτακτος στρατός απέναντί μας φρατέλο, σου θυμίζω ότι οι όροι μας δόθηκαν την ημέρα της ανακωχής και εμείς απαντήσαμε με ένα περήφανο όχι, κι ας μην ξέρουμε ούτε ποιος αποφάσισε αυτό το «όχι», ούτε ποιος έδωσε την απάντηση ούτε και το γιατί, όμως τώρα είναι μάλλον αργά πια!

-Ποτέ δεν είναι αργά για να αποφευχθεί ένας πόλεμος και μια καταστροφή

-Δεν έχουμε ηγεσία φρατέλο! του φώναξα, δεν το έχεις καταλάβει ακόμα;

-Το έχουμε καταλάβει όλοι, είπε στεναχωρημένος. Δυστυχώς μείναμε με αυτόν τον άχρηστο και επικίνδυνο τύπο, κι ο Θεός να μας φυλάξει!

Μεσολάβησε μια σιωπή. Ήμασταν νηστικοί βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι και γεμάτοι με οργή για όλους και για όλα. Ο Άντζελο διέκοψε τη σιωπή.

-Το ξέρεις ότι ο Ντάντολο έφυγε απ’ την Πύλη της Αμμοχώστου; μου είπε

-Και που πήγε; ρώτησα έκπληκτος

-Πήγε στο παλάτι για να φτιάξει επιστολή προς τον Λαλά Μουσταφά. Θα του ζητήσει όρους για να του παραδώσει την Λευκωσία ειρηνικά

-Δεν είναι λίγο αργά πια; δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε αυτό τώρα, πρέπει να τους αποκρούσουμε και μετά … βλέπουμε για επιστολές…

-Το κατάλαβε έστω και αργά πως η Λευκωσία πρέπει να παραδοθεί, είπε ο Άντζελο

-Μακάρι να μην είναι πολύ αργά, ευχήθηκα εγώ

-Πηγαίνω να ξαπλώσω λίγο, μου είπε, αύριο θα έχουμε πολλή δουλειά, και … πρέπει να έχουμε δυνάμεις, καληνύχτα Γραικέ, κοίταξε όμως να κοιμηθείς κι εσύ

-Καληνύχτα φρατέλο, του είπα, εγώ θα μείνω για λίγο ακόμα εδώ

Η νύχτα αυτή του Σεπτέμβρη ήταν γλυκιά. Ήταν όμορφη μέρα για να γεννηθεί κανείς αλλά εξ ίσου όμορφη και για να πεθάνει, όμορφη για πρώτη μέρα του ανθρώπου, όμορφη και για τελευταία. Πολλοί θα άφηναν αύριο τον μάταιο τούτο κόσμο, Έτρεμα με τη σκέψη και μόνο πως θα μπορούσαν να είναι οι δυο αγαπημένες μου. Ο θάνατος του Ιάκωβου μου είχε προκαλέσει προβλήματα ψυχικής ισορροπίας, πως θα μπορούσα τώρα να αντέξω την απώλεια είτε της γυναίκας που αποτελούσε τον κόσμο μου και το παρόν μου εδώ και χρόνια είτε της μικρούλας Δηιάνειρας που αποτελούσε το μέλλον και την χαρά μου; Δεν θα άντεχα να ζω ούτε για μια στιγμή χωρίς αυτές τις δυο. Δεν ένιωθα καλά με αυτές τις σκέψεις. Αισθάνθηκα πάλι ανυπόφορα. Αναζήτησα λίγο κρασί για να αλλάξω σκέψεις και διάθεση. Χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα πάνω στο χώμα με το χέρι μου για μαξιλάρι.

Τα όνειρά μου ήταν μια εναλλαγή από παράδεισους και εφιάλτες. Με κεντρικούς ήρωες τη μικρή μου κόρη, την αγαπημένη μου γυναίκα, τον φίλο μου Ιάκωβο, τους ξεχασμένους μου γονείς αλλά και τον χοντρό Σπαχή στην Κερασούντα, έζησα μέσα σε αυτά τα σύντομα όνειρα τα πάντα. Με είδα στην ελεύθερη πια Ελλάδα να βρίσκομαι μαζί με τον φίλο μου Ιάκωβο Ηρακλείδη Βασιλικό πάνω στην Ακρόπολη του Περικλή, ύστερα είδα την κηδεία των γονιών μου και ξαφνικά πετάχτηκα πάνω τρέμοντας από την αγωνία μου καθώς η μικρή μου Δηιάνειρα έπεφτε από τα τείχη της Κερασούντας. Ξανακοιμήθηκα και είδα την Διονυσία κι εμένα να παντρεύουμε την όμορφη κόρη μας σε μια καταπράσινη βουνοπλαγιά της Πίνδου κι ύστερα είδα τη Διονυσία να βογκάει βαριά πληγωμένη στους βομβαρδισμούς της Μάλτας και να αιμορραγεί στην αγκαλιά μου και μετά είδα τον … Δον Κάρλος τρελό και αλαφιασμένο να με συντροφεύει σε περιπάτους μακρινούς, πέρα από τη Μεσόγειο, τις μάχες και τους σκοτωμούς, μέχρι που μια θηλιά στο λαιμό μας κρέμαγε αυτόν και άφηνε εμένα κατάπληκτο να ξυπνάω τρομαγμένος και ιδρωμένος.

Κι όταν κουρασμένος και αποκαμωμένος βυθίστηκα για λίγο σε έναν καινούριο ύπνο, σκοτεινό, βαθύ και δίχως όνειρα πια, τότε ακούστηκε ένας τρομερός βρυχηθμός από χιλιάδες όπλα και εκατοντάδες κανόνια που εκπυρσοκρότησαν μονομιάς. Η νύχτα έγινε μέρα και ξεκίνησε η μεγάλη επίθεση των Τούρκων. Αν και ξημέρωνε νωρίς τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, η επίθεση άρχισε όταν ακόμα το σκοτάδι μας τύλιγε και πολύ πριν φέξει η αυγή. Με το φοβερό βουητό πεταχτήκαμε όρθιοι, αρπάξαμε τα όπλα και τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε στις πολεμίστρες.

Για δυο -τουλάχιστον- ώρες τα κανόνια τους μας χτυπούσαν προσπαθώντας να μας κάνουν κόσκινο. Κάθε μπομπάρδα που περνούσε ψηλά και κατευθυνόταν προς τον καθεδρικό ναό του Πέτρου και του Παύλου με έκανε να τρέμω. Εκεί βρίσκονταν η Διονυσία κι η Δηιάνειρα και αν μια τέτοια μπομπάρδα χτυπούσε τον ναό κανείς δεν ξέρει ποιες θα ήταν οι συνέπειες. Τα αυτιά μας βούιζαν, άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους από τη μια στιγμή στην άλλη, οι απώλειες πλήθαιναν, η νύχτα είχε γίνει μέρα και τα κανόνια συνέχιζαν να χτυπούν.

Η μάχη εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό ήταν σκληρή. Ήταν η πιο σκληρή επίθεση από όλες τις προηγούμενες δεκατέσσερις επιθέσεις που είχαμε αποκρούσει. Τα στίφη των επιτιθεμένων έρχονταν καταπάνω μας και όσους κι αν ρίχναμε πίσω κάποιοι άλλοι έπαιρναν τη θέση τους και προχωρούσαν φτάνοντας όλο και πιο κοντά μας. Όλοι οι προμαχώνες δέχονταν ταυτόχρονα επίθεση και σε όλες τις Πύλες γινόταν μακελειό. Σκαρφάλωναν στα τείχη με σκάλες και προσπαθούσαν να μπουν στην πόλη πρώτοι για να στήσουν τη σημαία τους και να κερδίσουν τη δόξα, τις τιμές και το χρήμα που τους είχαν υποσχεθεί. Αυτοί οι πρωτοπόροι γενίτσαροι, αντί της επίγειας ευτυχίας, συνήθως, κέρδιζαν μια θέση μόνο στον παράδεισο καθώς, εμείς που πολεμούσαμε για τις ζωές μας και την ελευθερία μας, τους στέλναμε πολύ ευχαρίστως εκεί.

Στους τέσσερις προμαχώνες γινόταν το μεγάλο πανηγύρι. Οι επιθέσεις κατά κύματα ήταν συνεχείς και απίστευτα σφοδρές και οι αμυνόμενοι πάλευαν μέχρις εσχάτων. Στον προμαχώνα του Κωστάντζου την ανελέητη επίθεση των Τούρκων καθοδηγούσε ο Μουζαφέρ πασάς που ήταν γνωστός για την επιμονή του αλλά και τις στρατιωτικές του γνώσεις. Ο Καραμάν πασάς χτυπούσε το πιο αδύνατο σημείο μας στο Ποδοκάταρο και είχε ρίξει πολλές δυνάμεις για να μπει από εκεί στην πόλη, ενώ στους προμαχώνες του Ντάβιλα και της Τρίπολης ο Μουσταφά πασά και ο ναύαρχος Αλή πασά καθοδηγούσαν τις επιθέσεις των γενιτσάρων. Αντέχαμε παντού και αυτό ήταν το νέο που μου έφερε ο Καλέπιο όταν τον έστειλα να κάνει ένα γύρο στην πόλη για να δει τι γινότανε και να με πληροφορήσει. Έπρεπε να γνωρίζουμε που έπασχε σε κάθε στιγμή η άμυνά μας για να μετακινούμε εκεί κάποιες ενισχύσεις. Ήταν δουλειά του Ντάντολο αυτή αλλά κανείς δεν τον εμπιστευόταν πως θα την έκανε. Ευτυχώς που ο Ευγένιος Συγκλητικός έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αναπληρώνει. Καθισμένος με την πλάτη σε μια πολεμίστρα ξεκουράστηκα για ένα λεπτό ακούγοντας την αναφορά του Άντζελο. Το μυαλό μου βρισκόταν, βέβαια, αλλού.

-Τι γίνεται στον ορθόδοξο καθεδρικό;

-Ο Πέτρος κι ο Παύλος κάνουν καλά τη δουλειά τους, μου είπε, μην ανησυχείς

-Αν κρατήσουμε σήμερα, θα σωθούμε, του είπα

Ήταν δύσκολο να πολεμάς και να σκέφτεσαι τους δικούς σου και μετάνιωνα που τις είχα μαζί μου εδώ στη Λευκωσία. Ευτυχώς στον καθεδρικό δεν υπήρχαν απώλειες και καταστροφές. Τουλάχιστον, αυτή η πληροφορία με ανακούφιζε κάπως. Θα έπρεπε να τις είχα διώξει από την Κύπρο ήδη από την άνοιξη, όταν οι κινήσεις των Τούρκων είχαν γίνει πια φανερές. Είχα μετανιώσει πικρά που δεν το έκανα έγκαιρα. Θα ένιωθα πολύ καλύτερα και θα μπορούσα να πολεμάω με το μυαλό συγκεντρωμένο. Δεν φανταζόμουν ότι θα έρχονταν οι εισβολείς πριν τον Αύγουστο όμως αυτοί αποβιβάστηκαν τις πρώτες μέρες του Ιουλίου. Εξ άλλου περίμενα ότι η επίθεσή τους στο νησί θα ξεκινούσε από την Αμμόχωστο ή έστω την Κερύνεια κι όχι από τη Λευκωσία. Όλοι το ίδιο νομίζαμε και θεωρούσαμε ότι είχαμε καιρό μέχρι να δούμε Τούρκο έξω από την πόλη. Πίστευα ότι είχα καιρό και ότι θα έβρισκα την ευκαιρία να τις απομακρύνω από την Κύπρο, όμως έπεσα έξω. Βρεθήκαμε μπλοκαρισμένοι στη Λευκωσία ξαφνικά και απρόσμενα. Ένιωθα πως μια παγίδα είχε κλείσει γύρω μας και μας είχε μαγκώσει στο εσωτερικό της. Είχα τύψεις και αισθανόμουνα άσχημα γιατί δεν είχα κάνει τη σωστή πρόβλεψη και τις είχα εκθέσει σε τέτοιο κίνδυνο.

-Ο Ντάντολο βρέθηκε; ρώτησα τον Καλέπιο

-Άλλοι λένε πως γυρνάει στην πόλη και άλλοι λένε πως έχει κλειστεί στο παλάτι

Ξαναγύρισα στις πολεμίστρες και ενθάρρυνα τους στρατιώτες. Τους φώναζα ότι όλοι οι προμαχώνες βαστούν καλά και οι Τούρκοι έχουν βαριές απώλειες. Δεν έλεγα ψέματα αλλά έλεγα τη μισή αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς δεν άκουγαν τίποτα μέσα στον χαμό που γινόταν από τα βουητά και τους κανονιοβολισμούς αλλά και τα δικά μας αρκεβούζια. Έβλεπαν μόνο τις χειρονομίες μου που τους έδειχναν ότι βαστάμε ακόμα και ότι έπρεπε να κρατήσουν κι εκείνοι τις θέσεις τους. Ό,τι κι αν τους έλεγα εκείνοι το ίδιο θα έκαναν. Όλες αυτές τις μέρες ενεργούσαμε όλοι μηχανικά και επαναλαμβάναμε τα ίδια και τα ίδια. Μόνο όταν ο Τούρκος θα ερχόταν καταπάνω μας με το σπαθί στο χέρι θα άλλαζε κάτι. Και μόνο αν σαλπίζαμε παύση του πυρός και παράδοση θα χαμηλώναμε το σπαθί ή το όπλο. Σε αυτό το τελευταίο εξ άλλου ελπίζαμε όλοι. Ουσιαστική βοήθεια από την Βενετία δεν πιστεύαμε ότι θα ερχόταν και κανείς δεν περίμενε πως θα μπορούσαμε να κρατήσουμε τους Τούρκους έξω από τα τείχη μέχρι που να έρθει ο χειμώνας για να χαλαρώσει η πολιορκία.

Αντέξαμε σε αυτό το μακελειό των μανιασμένων επιθέσεων σχεδόν μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα οι Τούρκοι κυρίευσαν τους προμαχώνες μας και πίεσαν πολύ τους πολεμιστές που βρίσκονταν στα τείχη. Άλλοι λέγανε πως οι Τούρκοι πήραν πρώτο τον προμαχώνα του Ποδοκατάρου άλλοι λέγανε του Κωστάντζου, εκείνο όμως που είχε σημασία ήταν ότι μόλις οι προμαχώνες έπεσαν η άμυνα έγινε πλέον ανέφικτη. Η πίεση από τους επιτιθέμενους ήταν πολύ ισχυρή και συνεχής. Οι απώλειές μας αυξάνονταν χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σε κάποιο σημείο οι Τούρκοι πέρασαν τα τείχη και όρμησαν να ανοίξουν τις Πύλες. Υπερασπιστήκαμε το έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή μη υπολογίζοντας τις ζωές ή την ακεραιότητά μας. Δεν σκεφτόμασταν τίποτε άλλο έξω από την εξόντωση του εχθρού και την υπεράσπιση των θέσεών μας και της πόλης. Ήμασταν αγρίμια σε παροξυσμό όπως γίνεται ο άνθρωπος στον πόλεμο όταν δεν μετράει γι αυτόν τίποτε άλλο παρά μόνο ο χαλασμός του αντιπάλου. Ήμασταν όλοι ήρωες, όμως υπεράνθρωποι δεν ήμασταν, ούτε θεοί!

Εκατοντάδες ηρωικές ιστορίες γράφτηκαν στην Λευκωσία εκείνη τη μέρα κι ελάχιστες μόνο από αυτές αποθανατίστηκαν από αυτόπτες μάρτυρες που γλίτωσαν τη σφαγή. Μαχητές ρίχτηκαν με αυτοθυσία στον εχθρό υπερασπίζοντας τον διπλανό τους, στήθη αντικατέστησαν τα γκρεμισμένα τείχη, αίμα ανταλλάχτηκε με αίμα. Όλες οι μεγάλες και μικρές πράξεις όμως βουτήχτηκαν στη λήθη, θάφτηκαν κάτω από τα πτώματα των υπερασπιστών της πόλης κι από τα τρόπαια των νικητών που στήθηκαν παντού. Η συντριπτική υπεροχή των Τούρκων τους έδωσε τη νίκη. Οι γραμμές μας έσπασαν κι οι εισβολείς πήραν την πόλη. Επτά με οκτώ ώρες κράτησε αυτή η μάχη.

Χάθηκαν σχεδόν όλοι οι ευγενείς και ιππότες Έλληνες και Βενετοί με το σπαθί στο χέρι. Χάθηκαν χιλιάδες πολεμιστές καθώς οι επιτιθέμενοι εξόντωναν στο διάβα τους ο,τιδήποτε ζωντανό. Οι μεγάλες απώλειες που είχαν κι αυτοί τους είχαν αποκτηνώσει. Ο πανικός έστελνε άλλους έξω από τα τείχη να επιχειρούν απελπισμένη έξοδο, άλλους να ρίχνονται με αυτοθυσία πάνω στον εχθρό και άλλους να τρέχουν αλαφιασμένοι να κρυφτούν ή να σώσουν δικούς τους. Ήταν κινήσεις χωρίς νόημα αλλά αναπόφευκτες μέσα στον χαμό που επικρατούσε. Κι εγώ, σκεφτόμουν συνέχεια πώς να τα καταφέρω να πάω στον καθεδρικό. Είχα μία και μόνο επιθυμία πλέον καρφωμένη στο μυαλό και στην καρδιά μου, να δω, να αγκαλιάσω την Διονυσία και τη Δηιάνειρα, ακόμα κι αν αυτή θα ήταν η τελευταία πράξη της ζωής μου.

Ένιωθα σουβλιές σε όλο μου το σώμα και ιδιαίτερα στον ώμο που είχα χτυπηθεί. Το κεφάλι μου πονούσε τρομερά αλλά κρατούσα, έστω και δύσκολα, τις αισθήσεις μου. Δεν εγκατέλειψα τη θέση μου μέχρι που η άμυνα έσπασε και η μάχη στην Πύλη που υπεράσπιζα κατάντησε μάταιη. Μέσα στον πανικό βρήκα δρόμο ανάμεσα σε πτώματα, σπίτια που έπαιρναν φωτιά, δικούς και εχθρούς που χτυπούσαν δεξιά κι αριστερά αλαφιασμένοι και απομακρύνθηκα κάπως. Κοίταξα πίσω μου, εκεί όπου αγωνιζόμουν από την αυγή μέχρι που ο ήλιος είχε σταθεί ψηλά στον ουρανό δείχνοντας μεσημέρι. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να πάω στον ναό των Πέτρου και Παύλου. Η Λευκωσία μπορεί να είχε πέσει στο μεγαλύτερο μέρος της, εμείς όμως στην Πύλη της Αμμοχώστου κρατούσαμε κι είχαμε μείνει ως τώρα ζωντανοί. Άκουσα μιαν έκρηξη και ένα φοβερό πάταγο. Η Πύλη χτυπήθηκε ξανά και σχεδόν διέλυσε. Οι Τούρκοι έπεφταν τώρα σαν στίφη για να εξολοθρεύσουν το δικό μου στράτευμα.

Δίστασα για μια στιγμή ανάμεσα στις δυο κατευθύνσεις, να συνεχίσω ή να γυρίσω πίσω. Σαν από φονικό ένστικτο αποφάσισα να επιστρέψω. Η Πύλη είχε πέσει, οι εισβολείς εφορμούσαν και η ανάγκη για άμυνα μέχρις εσχάτων ήταν επιτακτική. Οι μάχες δίνονταν πια σώμα με σώμα έστω κι αν τα πυροβόλα όπλα συνέχιζαν να κτυπούν και τα κανόνια δεν είχαν σταματήσει να ρίχνουν. Θα πήγαινα αργότερα στη Διονυσία. Τώρα προείχε η οργάνωση της υποχώρησης. Να φύγουμε από το σφαγείο με όσο λιγότερους νεκρούς γινόταν. Γύρισα για να βοηθήσω, όμως δεν μπόρεσα να κάνω και πολλά. Προτού προλάβω να σκοτώσω ή να σκοτωθώ, μια οβίδα με πολλή μπαρούτι έσκασε εκεί κοντά και διέλυσε οχυρώσεις και σκαλωσιές και τα κανόνια που είχαμε στήσει. Γλίτωσα από τα θραύσματα της οβίδας αλλά ένα μεγάλο καδρόνι έπεσε πάνω μου και με εξουδετέρωσε. Δεν με σκότωσε αλλά με έριξε κάτω αναίσθητο και με έθεσε εκτός μάχης. Λίγα δευτερόλεπτα μόνο μπόρεσα να δω τι γινόταν προτού χάσω τις αισθήσεις μου. Πάνω μου και γύρω μου έπεφταν κι άλλοι πολλοί. Μερικοί σκοτωμένοι, γεμάτοι αίματα, μερικοί πληγωμένοι ή αναίσθητοι. Και σαν να έφευγε από μέσα μου η ζωή, χάθηκε ολόκληρος ο κόσμος από τα μάτια μου που έκλεισαν λες και είχαν πια σιχαθεί και δεν ήθελαν να βλέπουν άλλο τη συμφορά…

Εκεί σταμάτησε για μένα η μάχη, εκεί γαλήνεψε το τοπίο και βυθίστηκα σε ένα κώμα που προφύλαξε τα μάτια και τα αυτιά μου από όσα είχαν να δουν και να ακούσουν από όταν ξεκίνησε μέχρι που τελείωσε το μακελειό της εισβολής και της δήωσης της πόλης που μετατράπηκε σε ένα απέραντο νεκροταφείο.




[i] Ο Φρα-Άντζελο Καλέπιο υπήρξε ο ιστορικός που κατέγραψε την πολιορκία της Λευκωσίας καθώς την έζησε και ο ίδιος. Συνελήφθη αιχμάλωτος όταν μπήκαν οι Τούρκοι και εξαγοράστηκε αργότερα. Στο δικό του χρονικό στηρίζεται και μια άλλη πηγή για τα γεγονότα της πολιορκίας, ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

8 Σεπτεμβρίου 1570, η Λευκωσία πνέει τα λοίσθια (απόσπασμα από ένα βιβλίο)

Η Λευκωσία και η περιτείχισή της το 1570 σε χέδιο του Τζιάκομο Φράνκο

Σήμερα 8 Σεπτέμβρη. Διορθώνω αυτές τις μέρες ένα βιβλίο που είχα γράψει πριν 3-4 χρόνια (διαδραματίζεται τον 16ο αι.) και το κεφάλαιο που έπιασα χτες ξεκινάει έτσι: “Παρασκευή, 8 Σεπτέμβρη του 1570”. Η δράση είναι στην Λευκωσία που την κατέχουν οι Βενετοί αλλά την πολιορκούν εδώ και δυο μήνες οι Οθωμανοί. Στην ουσία είναι η παραμονή της πτώσης της πόλης. Ο ήρωας (Χάρμος) μέσα από τα μάτια του οποίου βλέπουμε τα γεγονότα είναι εκ των υπερασπιστών της πόλης και σκέφτεται για αυτά που ζει. Μια και η μέρα συμπίπτει με τη σημερινή, είπα να δημοσιεύσω ένα απόσπασμα.

Είναι ένα τμήμα του 8ου κεφαλαίου του βιβλίου ("Δον Χουάν Ηρακλείδης" ο τίτλος του). Αφορά στην 8η Σεπτεμβρίου του 1570, δηλαδή 456 χρόνια πριν από σήμερα. Όποιος το βρίσκει ενδιαφέρον μπορεί να διαβάσει το απόσπασμα που ακολουθεί.


Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου του 1570. Η κατάσταση στη Λευκωσία ήταν απελπιστική. Η ευκαιρία να παραδώσουμε αναίμακτα μια πόλη που δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε ελεύθερη χάθηκε. Πριν μια εβδομάδα, είχε συμφωνηθεί ανάμεσα σε πολιορκητές και αμυνόμενους να υπάρξει μια μέρα ανακωχής και εκείνη τη μέρα είχαν έρθει στα τείχη απεσταλμένοι του πασά ζητώντας μας να παραδοθούμε. Ήταν κοινό μυστικό ότι δεν είχαμε πια δυνάμεις. Δεν είχαμε πυρομαχικά, δεν είχαμε εφόδια, δεν είχαμε ελπίδες για ενισχύσεις, δεν είχαμε τίποτα. Αν παραδίναμε την πόλη, θα γλιτώναμε τις σφαγές και την ολοκληρωτική καταστροφή της Λευκωσίας και όλων όσοι βρισκόμασταν εκεί μέσα. Από τα τείχη οι Τούρκοι πήραν την απάντηση ότι ήμασταν όλοι αποφασισμένοι να πεθάνουμε με τα άρματα στα χέρια.

Αγέρωχη απάντηση γενναίων μαχητών. Είχε δοθεί αυθόρμητα από τις πολεμίστρες όπου η μάχη διεξαγόταν σώμα με σώμα για μήνες. Ποιος όμως έπρεπε να είχε σκεφτεί πριν δοθεί αυτή η απάντηση; Κανείς φυσικά! Γιατί δεν υπήρχε διοίκηση στη Λευκωσία εδώ και καιρό τώρα, από την αρχή σχεδόν της πολιορκίας. Ο τοποτηρητής Ντάντολο ήταν ένας άθλιος διοικητής που έκανε οικονομίες στα πυρομαχικά, δεν υπολόγιζε ζωές και υπολήψεις, δεν άκουγε τη γνώμη κανενός και, φυσικά, δεν γνώριζε ούτε πώς να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του, ούτε πώς να αντισταθεί ούτε πώς να παραδοθεί. Δεν είχε ιδέα ούτε πώς να νικήσει ούτε και πώς να χάσει! Οι συνεχείς και απελπισμένες εκκλήσεις στη Βενετία να στείλει έναν άξιο Προβλεπτή για την υπεράσπιση της πόλης είχαν πέσει στο κενό.

Μετά από δυο μήνες πολιορκίας όλα είχαν ισοπεδωθεί και οι νεκροί σάπιζαν άταφοι στους δρόμους. Είχαμε εξαθλιωθεί χωρίς φαγητό, νερό και πυρομαχικά. Ο Μουσταφά Πασάς εκείνη την ημέρα δέχτηκε αξιόλογες ενισχύσεις από τον Πιαλή πασά, τον Τούρκο ναύαρχο, κι από τον Αλή Πασά, τον ναύαρχο της δεύτερης μοίρας του στόλου, κι ετοίμαζε ήρεμος και σίγουρος την αυριανή επίθεσή του. Θα ήταν η δέκατη πέμπτη στη σειρά εξόρμησή του εναντίον των τειχών της Λευκωσίας και –φοβόμασταν- ότι θα ήταν και η τελευταία. Ο Μουσταφά είχε υποσχεθεί ότι ο πρώτος από τους γενίτσαρους που θα ανέβαινε στο κάστρο θα γινόταν Σαντζάκμπεης και οι άλλοι, από τον δεύτερο μέχρι τον πέμπτο, θα έπαιρναν αξιώματα.

Αναρωτιόμουν πως θα εξελισσόταν αυτή η Σαββατιάτικη επίθεση. Αν την αποκρούαμε θα είχαμε ελπίδες να μας προτείνει και πάλι έντιμη παράδοση ο Μουσταφά. Αυτό σήμαινε πολιορκία. Τα έδινες όλα χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να καταβάλεις τον αντίπαλο. Είτε τον έδιωχνες, αν ήσουν ο αμυνόμενος, είτε τον κατακτούσες αν ήσουν ο επιτιθέμενος. Όταν όμως η πολιορκία γινόταν σφαγείο, τότε ο συσχετισμός δύναμης μετρούσε. Κανείς δεν ήταν ανεξάντλητος. Κανείς ηγεμόνας δεν θα στεφάνωνε στρατηγό που για να του δώσει τη νίκη θα μάτωνε σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Έτσι ερχόταν η στιγμή της διαπραγμάτευσης. Η παράδοση γινόταν πολιτισμένα, οι όροι της τηρούντο και η μάχη έληγε έναν καθαρό νικητή και έναν ηττημένο. Ο Ντάντολο όμως δεν τα γνώριζε αυτά και ούτε προλάβαινε να τα μάθει. Συνέχιζε τον αγώνα απλά και μόνο γιατί δεν ήξερε πώς να τον τελειώσει. Αν αποκρούαμε, όμως, αυτή την επίθεση, ίσως να του επέβαλαν να διαπραγματευτεί.

Δεν σκεφτόμουν άλλο τίποτα παρά την Διονυσία και την μικρή κόρη μου. Αν ήθελα κάπου να σταματούσε αυτή η αδιέξοδη για μας πολιορκία ήταν γιατί ανησυχούσα πολύ για αυτές τις δυο. Η οχτάχρονη Δηιάνειρα, αυτό το πλασματάκι, είχε δικαίωμα να ζήσει τη ζωή του, καλή ή κακή, όπως κι αν της τα έφερνε η τύχη. Δεν μπορεί να ήταν γραφτό να αφήσει την τελευταία της πνοή σε αυτό εδώ το σφαγείο, σε αυτόν εδώ τον τόπο που παρέμενε ακόμα ξένος για μας. Δεν είχε εκείνη καμιά σχέση ούτε με την απόβαση των Τούρκων ούτε με τις σκοπιμότητες της Αδελφότητας που βοηθούσε τους Βενετούς για να τους δημιουργήσει μελλοντικές υποχρεώσεις.

Ο Σελίμ διέταξε την απόβαση στην Κύπρο με το πρόσχημα που είχε προβλέψει ο Ροντρίγκες. Οι πειρατικές επιθέσεις στα ανοιχτά της Κύπρου σε μουσουλμάνους προσκυνητές επέβαλαν δήθεν στον Σουλτάνο να ζητήσει από τη Βενετία να αποχωρήσει ειρηνικά από το νησί και να του το παραδώσει. Η Βενετία αρνήθηκε και οι Τούρκοι κουβάλησαν τον στρατό τους. Μάζεψαν πεζούς και ιππείς από την Καραμανία και την Ανατολία κι ήρθαν εδώ με τριακόσιες γαλέρες, εξήντα γαλεότες και διακόσιες χιλιάδες πολεμιστές του Αλλάχ.

Τα προβλήματα με την άμυνα της Λευκωσίας τα διαπίστωσα κι εγώ με την πρώτη ματιά, αλλά τα είχαν επισημάνει άλλοι πολύ πιο πριν από μένα και είχαν ζητήσει να διορθωθούν. Ο πληθυσμός ήταν λίγο πάνω από πενήντα χιλιάδες κόσμος, μάχιμοι όμως ήταν δώδεκα χιλιάδες το πολύ. Η άμυνα της πόλης, έτσι όπως ήταν τα κάστρα και οι πύλες της, χρειαζόταν τουλάχιστον είκοσι χιλιάδες στρατιώτες. Ο Ντάντολο, αφού κατέστρεψε πολλά κτίσματα, ανατίναξε παλάτια και γκρέμισε γοτθικούς ναούς των Λουζινιάν[i], έφτιαξε μια πολυγωνική κατασκευή με τείχη γύρω από την πόλη που θα μπορούσε να αντέξει σε μια πολιορκία διαρκείας. Οι αποθήκες είχαν προμήθειες και υλικά αγαθά για να αντέξει η πόλη δυο χρόνια και με μια καλή διαχείριση θα άντεχε ακόμη περισσότερο. Χρειαζόταν όμως πάνω απ’ όλα σωστή διοίκηση και εμπνευσμένο αρχηγό. Αντί γι αυτό το νησί διέθετε έναν μέτριο και ανίκανο ηγέτη που κάθε μέρα αποδεικνυόταν όλο και πιο καταστροφικός. Ήταν απίστευτο πως συμφωνούσαν όλοι, μεγάλοι και μικροί, ευγενείς και απλός λαός, Ιταλοί και Έλληνες, ότι ο Ντάντολο ήταν η κατάρα του θεού, ο πλέον ακατάλληλος ηγέτης σε μια μάχη ζωής και θανάτου. Η Βενετία δεν είχε στείλει έναν σωστό Προβλεπτή στην Κύπρο κι ο Ντάντολο οδηγούσε την πόλη στην καταστροφή. Ήταν βλάξ και εμπόδιζε αντί να στηρίζει τις προσπάθειες των Κυπρίων και των Ιταλών αξιωματικών.

Δεν τους παρεμπόδισε στην απόβαση με αποτέλεσμα να φτάσουν ανενόχλητοι οι Τούρκοι μέχρι την Λευκωσία και να αποκόψουν τις επικοινωνίες της. Ο Ντάντολο έφερε το ιππικό μέσα στην πόλη και απαγόρεψε εξ ολοκλήρου την παρενόχληση της προέλασης των επιτιθέμενων. Ήθελε το ιππικό μέσα στη Λευκωσία γιατί πίστευε ότι θα περικυκλώσει τους Τούρκους με τις δυνάμεις που υπήρχαν σκορπισμένες στα γύρω βουνά. Το λάθος να πιστεύει ότι θα περικύκλωνε διακόσιες χιλιάδες Τούρκους με δυο χιλιάδες πολεμιστές ήταν αντάξιο της φήμης του. Δεν ελευθέρωσε ούτε έδωσε καν μιαν υπόσχεση μελλοντικής ελευθερίας στους Ρωμιούς δουλοπάροικους και τους άφησε να ευνοούν τους Οθωμανούς που τους υποσχέθηκαν ελευθερία. Οι Βενετοί τον πίεζαν να δώσει την υπόσχεση, ο Ντάντολο όμως είχε άλλη γνώμη. Ήταν εκπληκτικό το πόσο αντίθετα με την λογική ενεργούσε. Αν οι Τούρκοι είχαν βάλει έναν προβοκάτορα στη θέση του τοποτηρητή, δεν θα τα κατάφερνε τόσο καλά όσο ο Βενετός ευγενής που επιβεβαίωνε ότι η βλακεία είναι ανίκητη! Η Γαληνοτάτη, αναγνωρίζοντας την αδυναμία του, είχε ορίσει νέο Τοποτηρητή για να αναλάβει την διοίκηση, αυτός όμως δεν τα κατάφερε ποτέ να φτάσει στην Κύπρο.

Ήταν τραγικό να είσαι Έλληνας εκείνο το Φθινόπωρο στην Κύπρο. Από την μια οι μουσουλμάνοι διψασμένοι για ελληνικό και ενετικό αίμα κι από την άλλη οι Βενετοί που τους είχαν συμπεριφερθεί σαν ζώα αλλά ήταν χριστιανοί. Οι Ρωμιοί ήταν οι πρώτοι που σφάζονταν. Οι πρώτοι είκοσι χιλιάδες στρατιώτες που αποβιβάστηκαν στην Πάφο ήταν, βασικά, Ρωμιοί της Καραμανίας επιστρατευμένοι από τον Σουλτάνο και αυτοί που τους παρενόχλησαν, παρακούοντας τον Ντάντολο, ήταν Ρωμιοί στη δούλεψη των Βενετών. Έλληνες κωπηλατούσαν σαν σκλάβοι στις τουρκικές γαλέρες και Έλληνες ήταν οι δούλοι που έχτιζαν τα βομβαρδισμένα τείχη των Βενετών και γέμιζαν με άμμο τις τάφρους. Ιερείς ορθόδοξοι σκορπίζονταν στα χωριά για να πείσουν τους χωρικούς να υποταχτούν εθελοντικά στον Οθωμανό για να απαλλαγούν από τον Ενετό δυνάστη και Έλληνες κήρυκες είχαν σταλεί από τους Βενετούς να σκορπίσουν τον θάνατο σε χωριά που αλλαξοπιστούσαν, για να αποτρέψουν προσχωρήσεις στους Οθωμανούς. Έλληνες άμαχοι ή επιστρατευμένοι χάνονταν σε έναν πόλεμο ξένων δυναστών τους.

-Το κλίμα είναι πολύ στραβό, μου είχε πει η Διονυσία, οι Βενετοί φεύγουν το βράδυ από τις πολεμίστρες. Αφήνουν εκεί μόνο Έλληνες που δύσκολα συγκρατιούνται να μη φύγουν κι αυτοί. Αυτό το λες σοβαρή άμυνα μιας πολιορκημένης πόλης;

-Μήπως είναι απλές γκρίνιες γλυκιά μου; της έλεγα προσπαθώντας κάπως να την καθησυχάσω

-Οι πλούσιοι τα βράδια πάνε σπίτια τους κι αφήνουν τους φτωχούς στα τείχη! κανείς δεν αντιδρά σε αυτό το χάλι! πως θα γίνουν οι υπερασπιστές της πόλης ένα σώμα και μια ψυχή; απορώ που ακόμη αντέχουμε! φώναζε η Διονυσία

-Αφού τον ξέρεις τον Ντάντολο, τα επικροτεί όλα αυτά γιατί είναι ηλίθιος!

-Δεν υπάρχει κανείς να πει στους Βενετούς ότι πρέπει επειγόντως να τον αλλάξουν; ρωτούσε απελπισμένη, είδα τον Πιζάνι να του ρίχνεται, να τον αμφισβητεί ανοιχτά λέγοντάς τον ανίκανο, δεν τον αντέχουν ούτε οι Βενετοί κι αυτός όπου κι αν πάει έχει μαζί του τουλάχιστον ένα σωματοφύλακα

Ο φοβερός Ντάντολο για λόγους οικονομίας απαγόρευσε να πυροβολούν οι αμυνόμενοι τους λαγουμιτζήδες των Τούρκων που χάλαγαν τα ορύγματα, κάλυπταν τις τάφρους ή έφτιαχναν πύργους για να εξουδετερώσουν τους προμαχώνες μας. Η απαγόρευση ίσχυε αν οι εχθροί ήταν λίγοι και επιτρεπόταν να πυροβολούνται μόνο αν ήταν από δέκα και πάνω. Όταν έβγαλε αυτή τη διαταγή, και ο πιο δύσπιστος κατάλαβε ότι μας διοικούσε ένας ανόητος κι επικίνδυνος άνθρωπος. Οι περισσότεροι ικανοί αξιωματικοί είχαν πάει στην Αμμόχωστο γιατί ο Ντάντολο πίστευε ότι εκεί θα επιτεθούν πρώτα οι Τούρκοι και τώρα είχαν αποκλειστεί εκεί και δεν μπορούσαν να έρθουν πια στη Λευκωσία. Αρχές Σεπτέμβρη, όλα είχαν κριθεί κι όμως δεν υπήρχε κανείς να αναλάβει την ευθύνη μιας διαπραγμάτευσης. Κόντευε να κηρυχτεί επανάσταση καθώς ο λαός πεινούσε και τα νοσοκομεία είχαν γεμίσει με πληγωμένους αλλά το στάρι και το αλεύρι φυλαγόταν για να παραδοθεί στο τέλος στους εισβολείς. Δεν υπήρχαν πια ούτε ξύλα για να ανάψει κανείς φωτιά για να ψήσει φαγητό ή ψωμί.

Βρισκόμουν εδώ επικεφαλής μιας ομάδας τριακοσίων Ελλήνων από το Σαλέντο. Ήμουν ένας από τους αρχηγούς της φρουράς της Πύλης της Αμμοχώστου. Αρκετοί στρατιώτες από την δική μας Πύλη είχαν από χτες μετακινηθεί στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου όπου θα δινόταν η μεγάλη αυριανή μάχη και θα κρινόταν η τύχη μας. Απέναντι από αυτόν τον προμαχώνα οι Οθωμανοί είχαν τοποθετήσει το στράτευμα της Ρούμελης και της Καραμανίας με επικεφαλής τον Καραμάν Πασά. Ήταν σχεδόν όλοι τους Ρωμιοί, είτε χριστιανοί που ακολουθούσαν τον Πασά είτε γενίτσαροι. Θα πολεμούσαν και εδώ Έλληνες εναντίον Ελλήνων, οι υπερασπιστές της Λευκωσίας μαζί με κάποιους Ιταλούς για τη δόξα της Βενετίας και απέναντί τους οι άλλοι Έλληνες και Μικρασιάτες μαζί με κάποιους Τούρκους για τη δόξα των Οθωμανών. Ο προμαχώνας αυτός είχε καταντήσει πια σχεδόν επίπεδος από τους ατελείωτους κανονιοβολισμούς. Αν αντέχαμε εδώ, θα καταφέρναμε να κρατήσουμε την πόλη ελεύθερη.

Εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής ήταν ένα πολύ θλιβερό απόγευμα. Έφυγα για λίγο από την Πύλη για να δω τις γυναίκες μου. Τις βρήκα στον ελληνικό καθεδρικό ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου όπου είχαν καταφύγει από τις αρχές Σεπτέμβρη από τότε, δηλαδή, που είχαν σκουρύνει τα πράγματα. Τις είχε πάρει εκεί ο επίσκοπος που είχε γίνει οικογενειακός μας φίλος στον ένα περίπου χρόνο που κατοικούσαμε στην Λευκωσία. Η Διονυσία ανησυχούσε πολύ και φοβόταν για την Δηιάνειρα. Δεν μπορούσαμε κάνουμε τίποτε άλλο παρά να ανταλλάξουμε και πάλι φιλιά και χάδια μεταξύ μας, να σφιχταγκαλιαστούμε και να ευχηθούμε να αντέξουμε για μιαν ακόμη μέρα. Αν φτάναμε στην Κυριακή, ο Ντάντολο θα μιλούσε με τον Λαλά Μουσταφά για τους όρους της παράδοσης ή δεν θα ζούσε πια. Ήδη κάποιοι πατρίκιοι τον αναζητούσαν για να τον σκοτώσουν ή να τον εξαναγκάσουν τον σε παραίτηση, αλλά εκείνος κρυβόταν.

-Αύριο είναι η κρίσιμη μέρα, είπα στη Διονυσία

-Είσαι πολύ κουρασμένος και χτυπημένος … να προσέχεις, μου είπε

-Θέλω να μείνετε μέσα στον καθεδρικό ναό, εκεί θα είστε ασφαλείς από τα κανόνια

-Εδώ ο Λογαράς[ii] έχει επιβάλει μια τάξη, αλλά αν μπουν οι Τούρκοι
-Μπαμπά, θέλω να μείνεις μαζί μας, μου ζήτησε η μικρή Δηιάνειρα

-Δεν γίνεται αυτό μωρό μου, της είπε η μητέρα της

-Λυπάμαι γλυκό μου, πρέπει να πολεμήσω και αύριο, της είπα

-Πότε θα τελειώσει ο πόλεμος; με ρώτησε πολύ σοβαρά η μικρή κορούλα μου

-Ελπίζω πως αύριο θα είναι η τελευταία μέρα μωρό μου, της απάντησα

-Ελπίζεις γλυκέ μου ή φοβάσαι πως θα είναι η τελευταία; με ρώτησε με μια πίκρα στη φωνή της η Διονυσία

-Όπως το είπες, και ελπίζω αλλά και φοβάμαι. Αν αντέξουμε αύριο ο Λαλά Μουσταφάς θα αρχίσει να φοβάται τις απώλειες, αν όμως δεν αντέξουμε αυτό θα είναι το τέλος!

-Ό,τι κι αν γίνει, είπε δακρυσμένη η Διονυσία, θέλω να ξέρεις πως δεν μετανιώνω για ό,τι κάναμε … ακόμα κι αν αυτό είναι το τέλος

-Θα τα καταφέρουμε, μην ανησυχείς, της είπα δείχνοντας αποφασισμένος, θα έρθω αύριο να σας δω, ό,τι κι αν γίνει

Με αγκάλιασε και βάλαμε ανάμεσά μας την Δηιάνειρα. Την κρατήσαμε και οι δυο σφιχτά χαϊδεύοντάς την καθώς το μικρό δάκρυζε κι αυτό.

-Αν οι Τούρκοι μπουν, να μείνετε μέσα στον ναό κοντά στον αρχιεπίσκοπο. Δεν θα τα βάλουν με την ορθόδοξη εκκλησία κι ο Λογαράς, που μισούσε πάντα τους Λατίνους, θα βρει ένα τρόπο να συνεννοηθεί με τους Τούρκους. Το πολύ-πολύ να σας πιάσουν αιχμάλωτες και να σας πουλήσουν. Θα είναι σκληρό αλλά όχι το τέλος! Ό,τι κι αν γίνει να με περιμένετε, θα έρθω να σας βρω, είπα

-Πάψε, μου είπε η Διονυσία, δεν θα χρειαστεί

-Το ελπίζω γλυκιά μου, και θα παλέψω γι αυτό, αλλά ποτέ κανείς δεν ξέρει, γι αυτό σου λέω, αν χρειαστεί άσ’ τους να σας αιχμαλωτίσουν, γλιτώστε όμως τη ζωή σας! Μου το υπόσχεσαι αυτό;

-Ναι, όσο περνάει από το χέρι μου αυτό θα κάνω… και … εσύ όμως ... θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα ζήσεις ό,τι κι αν συμβεί, ας σε πιάσουν αιχμάλωτο καλύτερα, θα σε βρούμε οπωσδήποτε όπου κι αν σε πάνε, έχουμε τόσους φίλους, θα σε ελευθερώσουν, αρκεί να ζεις! μου το υπόσχεσαι;

-Ναι γλυκιά μου, στο υπόσχομαι, της είπα

-Ας μην πούμε τίποτε άλλο μου ζήτησε

-Τίποτα, συμφώνησα, μείνετε μόνο λίγο κοντά μου…

Μείναμε εκεί για λίγη ώρα ακόμη καθώς έπρεπε να γυρίσω στο πόστο μου. Δεν είπαμε τίποτε άλλο για την αυριανή μέρα. Θυμηθήκαμε τις μέρες της ευτυχίας στα βουνά της Ηπείρου κι όλες τις στιγμές που περάσαμε, τον ξαφνικό γάμο μας, τη θεόσταλτη γέννηση της Δηιάνειρας, την αγωνία της Μάλτας, τη Μαδρίτη, τον Δον Χουάν και την Ιζαμπέλα, τη Ρώμη, τη Βενετία, όλα όσα ζήσαμε μαζί αυτά τα οχτώ χρόνια.

-Ας ζήσουμε όλοι ακόμα μια μέρα! ευχηθήκαμε αγκαλιασμένοι και οι τρεις

-Θα σε περιμένω αύριο μπαμπά, μου είπε η Δηιάνειρα

-Στο υπόσχομαι ότι θα έρθω να σε δω μωρό μου, της είπα κι εγώ

Γύρισα στην Πύλη της Αμμοχώστου. Θα δίναμε εκεί την δική μας μάχη αύριο αλλά ο νους μας θα ήταν στον προμαχώνα του Ποδοκατάρου. Και οι άλλοι προμαχώνες είχαν προβλήματα μετά από τις τόσες μέρες συνεχών κανονιοβολισμών αλλά και στου Κωστάντζου και στου Δαβίλα και στου Κόμη της Τρίπολης η άμυνα μπορούσε να είναι επιτυχής. Απέναντι από τους προμαχώνες μας οι πασάδες είχαν προετοιμάσει τους γενίτσαρους για τα μεγάλα κέρδη που θα είχαν αν κυρίευαν την πόλη χωρίς πολλές απώλειες. Αυτοί που θα χάνονταν θα είχαν θέση στον παράδεισο μια και ο πόλεμος ήταν ιερός. Όλοι οι πόλεμοι των Οθωμανών ήταν Ιεροί, για λάφυρα και δούλους όπως και αυτός εδώ τώρα στην Κύπρο.

Οι Βενετοί έχασαν πολύ χρόνο μέχρι να πεισθούν ότι η Κύπρος θα δεχόταν εισβολή και καθυστέρησαν να προετοιμαστούν. Μια φωτιά στον ναύσταθμο της Βενετίας έφερε πρόσθετη καθυστέρηση. Η κατάσταση ήταν τραγική μέσα στο κάστρο της Λευκωσίας. Δεν ελπίζαμε πια ούτε σε ενισχύσεις αφού οι συνεννοήσεις για μια ιερή συμμαχία που θα μας έσωνε αργούσαν. Παρά τις προσπάθειες του Πάπα δεν βρισκόταν τρόπος να συμφωνήσουν υπό τους όρους της Ρώμης οι Ισπανοί με τους Βενετούς. Οι Ισπανοί δεν χώνευαν τους Βενετούς και αυτό δεν άλλαζε εύκολα. Έτσι η Κύπρος δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια πριν να περάσει ο χειμώνας. Η Βενετία βρισκόταν δυο χιλιάδες μίλια μακριά και η Τουρκία μόλις διακόσια. Το νησί θα έπρεπε να αντέξει από μόνο του σε μια πολιορκία για ένα ή δύο χρόνια πριν να δεχτεί βοήθεια. Όμως η Λευκωσία του Ντάντολο δεν έδειχνε να έχει τόση αντοχή.





[i] Η Κύπρος ήταν σταυροφορικό βασίλειο από το 1191 που την κατέκτησε ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος και την παρέδωσε στον Γκύ ντε Λουζινιάν ως το 1489 που η Βενετία κληρονόμησε το νησί από την τελευταία βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο το 1489. (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια / e-istoria.com /κ.α.)
[ii] Ο αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος Λογαράς έδωσε ένα σπουδαίο αγώνα στην πολιορκία και πέθανε μαχόμενος την ημέρα της κατάληψης της πόλης (ΠΗΓΕΣ: Site www.parathyro.com)