Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Ταξίδι ενός αιχμαλώτου. Κύπρος-Κωνσταντινούπολη Σεπτέμβριος του 1570


Χτες και προχτές δημοσίευσα δυο αποσπάσματα από το υπό διόρθωση ανέκδοτο βιβλίο μου “Δον Χουάν Ηρακλείδης” που είχα γράψει πριν 3-4 χρόνια και τώρα το σουλουπώνω.
[Διορθωμένο και σχεδόν έτοιμο το βιβλίο θα είναι σε λίγο καιρό.]

Τα δυο αποσπάσματα ήταν τμήματα του 8ου κεφαλαίου του βιβλίου αναφέρονταν στις 8 και 9 Σεπτεμβρίου (επετειακά χτες και προχτές ήταν 8 και 9 Σεπτεμβρίου και ασχολούνταν με την τελευταία μέρα της πολιορκίας (και την πτώση) της Λευκωσίας στους Οθωμανούς το 1570. Θα ολοκληρώσω σήμερα το 8ο κεφάλαιο με το τρίτο και τελευταίο απόσπασμα που έχει υπότιτλο “αιχμαλωσία”. Αναφέρεται στην αιχμαλωσία του ήρωα και την μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη για να πουληθεί στο σκλαβοπάζαρο ως λάφυρο του πολέμου.

Γενίτσαροι στη Λευκωσία

Όταν συνήλθα ήταν χαράματα κάποιας άγνωστης καινούριας μέρας. Το αχνό φέγγος της αυγής έμπαινε από έναν φεγγίτη κάπου ψηλά και μαρτυρούσε πως ξημέρωνε σιγά-σιγά. Ήμουν δεμένος και φυλακισμένος σε ένα κελί σκοτεινό στο υπόγειο κάποιας αποθήκης. Βρισκόμουν εκεί μαζί με πολλούς άλλους αιχμαλώτους που είχαν πιαστεί κι αυτοί γύρω από την Πύλη της Αμμοχώστου αλλά σε άλλα μέρη της λεηλατημένης Λευκωσίας. Τα δεσμά που μας έδεναν ήταν αλυσίδες που πίεζαν τους καρπούς και τα πόδια Δεν υπήρχε περίπτωση διαφυγής από αυτό το μπουντρούμι. Η μυρωδιά ήταν βαριά και σχεδόν ανυπόφορη. Την ένιωθα ακόμα κι εγώ που πρέπει να βρωμούσα και ο ίδιος. Διψούσα τρομερά. Συνειδητοποίησα ότι ζούσα και η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι αφού δεν είχα σκοτωθεί εγώ στην Πύλη που ανατινάχτηκε, θα ζούσαν κι οι δυο μου γυναίκες. Ο διπλανός μου, που με είδε να κουνιέμαι ύστερα από πολλή ώρα, μου έπιασε το πρόσωπο και το γύρισε προς το δικό του. Ήταν αγνώριστος από τους καπνούς και τα αίματα.

-Ζεις τελικά λοχαγέ; μου είπε
Από εκεί κοντά ακούστηκε μια οικεία φωνή με την γνώριμη ιταλική προφορά.
-Σε έσωσε η στολή σου λοχαγέ, αποφασίσανε να σε κρατήσουνε και να σε πουλήσουνε για λύτρα
Ήτανε ο Άντζελο Καλέπιο, ο φρατέλο Δομινικανός μοναχός και συγγραφέας, γεμάτος καπνούς και λάσπες, μουτζουρωμένος σαν διάολος της κολάσεως.
-Φρα Άντζελο εσύ; έκανα έκπληκτος
Τον αναγνώρισα παρά τα χάλια του από την φωνή του κι ήμουν πολύ χαρούμενος που τον έβλεπα πάλι. Μέσα στα χάλια μας, κι αυτό ήταν κάτι …
-Τι έγινε το ημερολόγιό σου; ήταν το πρώτο που τον ρώτησα
-Το έχω πάνω μου, όχι ολόκληρο βέβαια …, ένα μέρος χάθηκε αλλά τα θυμάμαι όλα! τα έχω εδώ μέσα, είπε δείχνοντας το κεφάλι του
Μιλούσαμε σιγά γιατί η φωνή μας έτσι κι αλλιώς έβγαινε με δυσκολία.
-Έμαθες τι έγινε τελικά η πόλη; ρώτησα
-Η πόλη εάλω, είπε κάποιος από δίπλα, εσύ ακόμα δεν το πήρες χαμπάρι;
-Πήραν λάφυρα και σκλάβους, μου είπε ο διπλανός, οι υπόλοιποι πέθαναν!
-Ο ορθόδοξος καθεδρικός; ρώτησα
-Δεν ξέρω τι έγινε εκεί, μου είπε ο Καλέπιο, ίσως να τα κατάφερε ο μπερμπάντης ο Λογαράς να τις σώσει, ήταν όμορφη η γυναίκα σου οπότε μπορεί να την πήρανε για να την πουλήσουνε για σκλάβα
-Ξημερώνει Κυριακή; ρώτησα
Σκεφτόμουνα ότι Σάββατο πρωί είχε γίνει η έφοδος των Τούρκων και Σάββατο μεσημέρι είχα χτυπηθεί. Επομένως κοιμόμουνα περίπου δεκαοχτώ ώρες.
-Ξημερώνει Τρίτη, μου είπε ο διπλανός
Τινάχτηκα αιφνιδιασμένος και ένιωσα να πονάει ολόκληρο το κορμί μου.
-Τι λες; Δεν είναι δυνατόν, του είπα
-Κοιμάσαι τρεις μέρες τώρα, ήσουνα σε κώμα, μου είπε ο Καλέπιο
-Με γνωρίζεις; με ρώτησε αυτός που βρισκόταν δεμένος ανάμεσα σε μένα και τον Φρα-Άντζελο Καλέπιο
Τον κοίταξα γυρίζοντας με δυσκολία προσπαθώντας να καταλάβω τι κρυβόταν κάτω από το κατάμαυρο μπαρουτοκαπνισμένο πρόσωπο που είχε τα γένια του γεμάτα με αίματα και λάσπη. Ήταν εξ άλλου σκοτάδι ακόμα καθώς η αυγή είχε φέξει αλλά ο φεγγίτης ψηλά άφηνε μόνο λίγο φως να μπαίνει στο δωμάτιο όπου ήμασταν κλεισμένοι.
-Είμαι ο Γιώργης, ο Γιώργης ο Τσόμης, μου είπε
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τη φωνή του. Τον κοίταξα καλύτερα και τον αναγνώρισα. Θα ήθελα να τον αγκαλιάσω αλλά βέβαια δεν υπήρχε τέτοια πολυτέλεια.
-Γιώργη, τι έγινε; τον ρώτησα αμήχανος και σαν χαμένος
-Μας χαλάσανε Χάρμο, πήραν την πόλη δική τους κι εμάς μας πήραν σκλάβους, δυο μέρες αλωνίζουνε χωρίς καμιά συγκράτηση, κι ακόμη δεν τελείωσαν! αμέτρητοι σκοτώθηκαν κι εμείς είμαστε τυχεροί και που ζούμε ακόμα
Σκέφτηκα ότι αυτό ακριβώς μου είχε ζητήσει η Διονυσία. Να ζούσα κι ας πιανόμουνα αιχμάλωτος. Εκείνη όμως; Η Δηιάνειρα; Μακάρι να είχαν την ίδια τύχη με μένα. Οι Τούρκοι ήθελαν όμορφες σκλάβες και όμορφα παιδάκια γιατί τα πουλούσαν εύκολα. Θα πουλούσαν τις δυο αγάπες μου ακριβά γιατί ήταν όμορφες. Ακουγόταν τρελό αλλά ευχόμουν να είναι κάπου αλυσοδεμένες. Το άλλο ενδεχόμενο, να είχαν σκοτωθεί, δεν μπορούσα ούτε να το σκέφτομαι. Τρεις μέρες λεηλασίας δεν θα είχαν αφήσει βέβαια απείραχτο τον καθεδρικό. Το ενδεχόμενο του θανάτου δεν μπορούσα να το αντέξω. Το έσβηνα από το μυαλό μου που το προτιμούσα άδειο σαν άχυρο παρά γεμάτο με σκέψεις σαν αυτές. Με παρηγορούσε η σκέψη ότι θα ήταν κι οι δυο αλυσοδεμένες σαν εμένα, έτοιμες για το σκλαβοπάζαρο!
Εκείνη την ώρα έγινε μια φασαρία και άνοιξε η πόρτα. Μπήκαν μέσα κάτι γενίτσαροι και πήραν μερικούς από τους αιχμαλώτους. Ένας πήγε να αντισταθεί και του έκοψαν με μιας το κεφάλι. Το είδα να πέφτει από τους ώμους του καθώς το ακονισμένο χατζάρι του γενίτσαρου έκοψε τον λαιμό σαν να ήταν ένα καρβέλι ψωμί. Το νεκρό σώμα τραβήχτηκε έξω από κάποιους αιχμαλώτους που ήταν λυμένοι. Τους χρησιμοποιούσαν οι γενίτσαροι για μεταφορείς. Σύρθηκαν κι οι υπόλοιποι που υπάκουσαν τρομαγμένοι. Η πόρτα έκλεισε πάλι βαριά πίσω τους. Ήμασταν όλοι παγωμένοι. Γνωρίζαμε τι θα πει πόλεμος και τι θα πει ήττα, και ήμασταν προετοιμασμένοι γι αυτό. Ήττα σήμαινε είτε τον θάνατο είτε μια επίπονη περιπλάνηση για χρόνια σε σκλαβοπάζαρα. Η αβάσταχτη διαβίωση του σκλάβου σε βρωμερά βυρσοδεψία ή σε μύλους-κολαστήρια ή η ζωή του σιδηροδέσμιου κωπηλάτη σε γαλέρες ήταν δίκαιες πληρωμές με αντάλλαγμα τη ζωή του πολεμιστή που είχε βρεθεί στην πλευρά των χαμένων.
-Έχουν ανοίξει από τώρα κι όλας σκλαβοπάζαρο. Πουλάνε σκλάβους μεταξύ τους, όσοι έπιασαν πολλούς σε όσους έπιασαν λίγους. Τους ξεφορτώνονται γιατί δεν θα μπορούν να μας μεταφέρουν σε ένα καλό σκλαβοπάζαρο όλους μαζί, μας εξήγησε ο Γιώργης
-Και η τιμή τώρα είναι εξευτελιστική, συμπλήρωσε ένας άλλος πιο εκεί
-Μας αγοράζουν όσοι δεν κατάφεραν να μαζέψουν σκλάβους στην επιδρομή. Θα μας μεταπουλήσουν ακριβότερα όταν μας πάνε απέναντι, είπε ο Τσόμης
-Από την πρώτη μέρα που πατήσανε το πόδι τους στο νησί, και με τους πρώτους που πιάσανε, ανοίξανε σκλαβοπάζαρο στον Φοίνικα απέναντι από την Κερύνεια, τώρα εκεί κάνουνε χρυσές δουλειές, είπε μια γνωστή μου φωνή στο βάθος στα ιταλικά
-Ποιος είσαι εσύ που μίλησες; τον ρώτησα στα ιταλικά, γνώρισα τη φωνή σου αλλά το μυαλό μου δεν δουλεύει καλά για να σε θυμηθώ και με το όνομά σου….
-Είμαι ο Φραντσέσκο Κονταρίνι[i], είπε αυτός
-Φραντσέσκο, ζεις; χαίρομαι γι αυτό
Ο Κονταρίνι είχε διακριθεί πολύ στις μάχες φορώντας αντί για τα ιερατικά του ρούχα, στολή πολεμιστή. Έδινε κουράγιο σε όλους μας τις σαράντα έξι μέρες της πολιορκίας της πόλης μέχρι την άλωσή της. Ο ιερέας που είχε δώσει όλο του το είναι για την υπεράσπιση της Λευκωσίας ήταν ένας πολύ γενναίος άνδρας και χάρηκα που άκουσα τη φωνή του.
-Κι εγώ χαίρομαι που ζεις λοχαγέ, μου είπε κι αυτός, κι ας είμαστε σε αυτή την κατάσταση, αλυσοδεμένοι και δούλοι! Έχεις μάθει τίποτα για τη γυναίκα σου και την κόρη σου;
-Όχι, του είπα με αγωνία, ξέρεις εσύ κάτι;
-Λεηλάτησαν όλους τους ναούς, όχι μόνο τους δικούς μας, δεν σεβάστηκαν ούτε τους ορθόδοξους που έλεγαν ότι θα τους ξεχωρίσουν …
-Έμαθες τίποτα; τον ρώτησα πάλι
-Όχι, όχι, μου είπε
Δεν τον πίστεψα και ανησύχησα. Δεν σεβάστηκαν ούτε τον καθεδρικό των ορθοδόξων;
-Πες μου Φραντσέσκο, του είπα, πες μου τι γνωρίζεις, θέλω να ξέρω, τι έγινε η γυναίκα μου και το παιδί μου;
-Δεν ξέρω λοχαγέ, μου είπε, πώς να ξέρω τι έγινε σε ολόκληρη την πόλη, αυτοί οι αχρείοι τα γκρέμισαν όλα, έκαψαν, σκότωσαν πολλούς, πιάσανε χιλιάδες αιχμάλωτους, πώς να ξέρω τι γίνανε οι δικοί σου; έλα στα συγκαλά σου!
-Καλά, εντάξει, του είπα πιο ήρεμος
-Δυστυχισμένε, έκανε ο Φρα-Άντζελο από δίπλα, έχε πίστη στο Θεό!
-Πάψε φρατέλο, του είπα, άσε με στον πόνο μου
-Μα μόνο ο Θεός μπορεί να μας δώσει ελπίδα, λοχαγέ, αυτή την ελπίδα χρειάζεσαι μέσα σου κι εσύ!
-Δεν θέλω ελπίδα φρατέλο, την γυναίκα μου θέλω και την κόρη μου, φώναξα, το καταλαβαίνεις αυτό;
-Ηρέμησε λίγο, λοχαγέ, σκέψου πιο ψύχραιμα! Μην ανησυχείς, οι Τούρκοι όλες αυτές τις μέρες δεν κυνηγούσαν γυναικόπαιδα, εμάς ήθελαν να σφάξουν οι άτιμοι και δυστυχώς το κατάφεραν
Σταμάτησα να φωνάζω και έμεινα ασάλευτος βασανιζόμενος από τις σκέψεις μου. Στο μυαλό μου στριφογύριζε συνέχεια ο Ιάκωβος και η εικόνα της Χριστίνας που μου διηγείτο τις τελευταίες του στιγμές καθώς έβγαινε αγέρωχος από το φρούριο της Σουτσεάβας για να σκοτωθεί από τους Βογιάρους που τον πολιορκούσαν. Αμέσως μετά ερχόταν η εικόνα της Διονυσίας! Και μετά η Δηιάνειρα. Κι ύστερα πάλι ο Ιάκωβος. Και μετά η κηδεία του πατέρα μου στην Κερασούντα, κι ας μην ήξερα αν ζει ή όχι καθώς είχα πάνω από σαράντα χρόνια να ακούσω νέα του. Οι εικόνες των νεκρών στρατιωτών μας αλλά και των νεκρών εισβολέων έρχονταν ολοζώντανες μπροστά μου και τα μάτια των πεθαμένων με κοιτούσαν με εύλογη απορία. Μέσα στο μυαλό μου ξετυλιγόταν ένα ατελείωτο δράμα από εικόνες και φαντάσματα. Και στο τέλος του κάθε εφιάλτη σαν επίλογος εκείνου που περνούσε και πρόλογος εκείνου που ακολουθούσε, ερχόταν το πρόσωπο της Διονυσίας και το πρόσωπο της μικρής Δηιάνειρας που με καλούσαν παρακλητικά να τους προσφέρω τη βοήθειά μου.
Δεν μπόρεσα να μάθω την τύχη τους ούτε και όταν αναχωρήσαμε από την Λευκωσία για να πάμε πεζή μέχρι την Τεμόρφου[ii] όπου μας επιβίβασαν σε γαλέρες για να μας μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη. Ποιον θα ρωτούσα εξ άλλου έτσι αλυσοδεμένος και σκλάβος που ήμουν κι εγώ; Ο ώμος μου πονούσε και όλο μου το σώμα υπέφερε. Προχωρούσα για μέρες χωρίς να μιλάω, χωρίς να βλέπω και χωρίς να σκέφτομαι. Η διαδρομή Λευκωσία-Τεμόρφου ήταν ένα μαρτύριο από την πείνα, την δίψα και την κούραση, που με δυσκολία κατάφερα να το περάσω.
Δεν ήμουν ούτε νέος, ούτε δυνατός για να πουληθώ για σκλάβος. Ή θα με σκότωναν ή θα έβγαζαν ένα κέρδος από μένα ανταλλάσσοντάς με για λύτρα. Εκείνο που μετρούσε ήταν μια γρήγορη λογιστική οικονομική αποτίμηση κέρδους και ζημίας. Τόσα έτρωγα, τόσο στοίχιζε η μεταφορά μου, τόσα έσοδα θα έφερνα, συν αυτό πλην εκείνο κι έβγαινε το αποτέλεσμα. Αν ήταν θετικό σε κρατούσαν για το σκλαβοπάζαρο, αν ήταν αρνητικό σε πουλούσαν για πενταροδεκάρες ή σε σκότωναν επί τόπου. Η ζωή ποτέ δεν είχε μικρότερη τιμή από ό,τι αυτές τις μέρες.
Ο Καλέπιο είχε πει σε ένα γενίτσαρο, που φαινόταν να είναι ο ιδιοκτήτης μας ότι θα του έφερνα καλά λεφτά, κι έτσι σώθηκα. Φορούσα και τη στολή του λοχαγού που έδειχνε ότι ίσως ήμουν ευγενής, άρα κάποιοι θα ενδιαφέρονταν. Οι δουλέμποροι που μας είχαν στη διάθεσή τους θα ζητούσαν λύτρα από τον Βενετό πρεσβευτή. Αν κάποιος ενδιαφερόταν για μένα θα έβγαζαν ένα καλό ποσό για το τομάρι μου. Ο Καλέπιο τους διαβεβαίωσε ότι θα είχαν σίγουρο κέρδος κι έτσι δεν με πείραξαν άλλο. Βέβαια, μέσα στη γαλέρα που μας μετέφερε, η ταλαιπωρία συνεχίστηκε. Παρά το τραύμα μου στον ώμο δεν γλίτωσα ούτε από την κωπηλασία στη διαδρομή του πλοίου από Τεμόρφου μέχρι την Κωνσταντινούπολη ούτε από τα σιδερένια δεσμά μου. Όλα αυτά, όπως ήταν φυσικό, με εξάντλησαν.
Στο ταξίδι πέθαναν αρκετοί από αρρώστιες ή πληγές που κακοφόρμιζαν. Δεν υπήρχε η πολυτέλεια για κανέναν από τους αιχμαλώτους να γλιτώσει την ταλαιπωρία. Τράβηξα το κουπί και έμαθα τι σημαίνει να είσαι κωπηλάτης σε γαλέρα. Βρώμα και δυσωδία, πόνος σε ολόκληρο το σώμα, πλήρης εξάντληση και επιβίωση στα όρια της αντοχής του ανθρώπου. Κανείς δεν είχε όρεξη για συζητήσεις. Όλο το ταξίδι πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια ανακουφιστική βουβαμάρα. Κωπηλατούσα μονότονα, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι τίποτα αφού όλες οι σκέψεις με πλήγωναν, χωρίς όμως να το καταφέρνω πάντα. Πότε με εφιάλτες και πότε με σκέψεις λογικές το μυαλό μου εξακολουθούσε να με παιδεύει. Άλλοτε ξεφεύγοντας από την θλιβερή πραγματικότητα που ζούσα και άλλοτε βυθιζόμενος βαθιά μέσα σε αυτήν, αντιμετώπισα με ζωώδη κι ενστικτώδη τρόπο την τραγική μου μοίρα.
Είχα συμβάλει μαζί με όλη την Αδελφότητα σε μια επική προσπάθεια να βοηθηθεί η Βενετία για να αντιμετωπίσει τους Τούρκους. Αυτή η συμμετοχή είχε καταγραφεί στα κατάστιχα των δόγηδων. Η απώλειά μου ή η αιχμαλωσία μου είχαν κι αυτές περάσει, ή θα περνούσαν σύντομα, στα απολογιστικά τους βιβλία. Τώρα θα μπορούσαμε πια να αξιώσουμε από τους Βενετούς ισότιμη μεταχείριση στην εξέγερσή μας, όταν θα γινόταν και αν θα στεφόταν από επιτυχία. Η θυσία τόσων ανδρών και οι κίνδυνοι που είχαμε περάσει, θα μετρούσαν σοβαρά υπέρ της υπόθεσής μας στο ζύγι μιας ενδεχόμενης μελλοντικής διαπραγμάτευσης.
Ωστόσο πριν από όλα αυτά έπρεπε να πάρει τη σκυτάλη ο Πάπας για να φτιάξει το αντιτουρκικό στρατόπεδο. Η αντίσταση της Λευκωσίας είχε σώσει, τουλάχιστον προς το παρόν, την Αμμόχωστο. Η Κύπρος δεν είχε πέσει με μια αστραπιαία κίνηση στα χέρια του Οθωμανού. Μαζί με την πίεση που είχε δεχτεί ο Ισπανός βασιλιάς στα παράλιά του και στο νότιο τμήμα της χώρας του από τους Μορίκος το σκηνικό που ζητούσαμε είχε στηθεί. Ο χριστιανικός συνασπισμός είχε έρθει ένα βήμα πιο κοντά.
Οι απώλειες βέβαια γι αυτή την προσπάθεια ήταν μεγάλες, και φοβόμουνα μήπως περιείχαν ένα δικό μου προσωπικό δράμα. Για μένα αποδεχόμουνα ευχαρίστως τον θάνατο ο οποίος εξ άλλου ποτέ δεν με φόβιζε. Για τους δικούς μου ανθρώπους όμως τον έτρεμα. Είχα γεμίσει ενοχές και είχα μισοτρελαθεί που είχα αφήσει μόνο του τον Ιάκωβο στη Σουτσεάβα, όταν επαναστάτησαν οι Βογιάροι και τον σκότωσαν. Αν το κακό συνέβαινε τώρα στις δυο αγαπημένες μου υπάρξεις ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Ήμουν ο φταίχτης που τις παρέσυρε άδικα μαζί του στο σφαγείο της Λευκωσίας; Δεν άντεχα ούτε να το σκέφτομαι αυτό. Ήλπιζα ότι θα ήταν τώρα κι αυτές αλυσοδεμένες και ότι θα οδηγούνταν σε κάποιο σκλαβοπάζαρο όπου θα μπορούσα να τις ξαναβρώ. Ήταν πολύ πιθανό να είχε συμβεί αυτό. Θα έπρεπε να έχει συμβεί αυτό γιατί ήταν το μόνο που άντεχα να σκέφτομαι!
Τεμόρφου, Φοίνικας στην απέναντι από την Κύπρο ακτή, Ρόδος, Κάλυμνος, Πάτμος, Ικαρία, Χίος, Μυτιλήνη, Μπεχράμ, Τσανάκκαλε, Καλλίπολη, Μαρμαράς, Πάνορμος, Κωνσταντινούπολη. Μια διαδρομή που ισοδυναμούσε με δέκα γολγοθάδες για τον καθένα μας μέσα στα αμπάρια της δουλεμπορικής γαλέρας που μας πήγαινε και την πηγαίναμε. Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι δεν άντεξε το ταξίδι και πέθανε. Παρέδωσε πρώτα τα ημερολόγιά του, όπου ήταν γραμμένο το χρονικό των παθών μας, στους ανθρώπους γύρω του και μετά παρέδωσε και το πνεύμα του στον Θεό. Οι Τούρκοι έκαναν μια μικρή λειτουργία για την διάβαση του καθολικού επισκόπου από τον επίγειο κόσμο στον ουράνιο και, καθώς έριχναν το πτώμα του στη θάλασσα, εμείς οι σκλάβοι από τα αμπάρια τραγουδήσαμε όλοι μαζί ένα ρέκβιεμ για αποχαιρετισμό. Κι άλλοι πολλοί δεν άντεξαν και έφυγαν για την αιώνια ζωή στην οποία πίστευαν όσο ζούσαν, αφήνοντας εμάς τους επιζήσαντες σκλάβους να κωπηλατούμε και να ελπίζουμε. Η θάλασσα έγινε η τελευταία τους κατοικία. Τα ψάρια του πελάγους θα έτρωγαν το πτώμα τους αντί για τα σκουλήκια. Υπήρχε άραγε καμιά άλλη διαφορά; Μέσα στην απελπισία μας, λίγο μας ένοιαζε που λιγοστεύαμε καθώς πλησιάζαμε στον προορισμό μας. Οι πιο πολλοί, όμως, καταφέραμε να φτάσουμε στο τέλος του ταξιδιού.
Ο Φρα Άντζελο Καλέπιο, με το σημειωματάριό του στον κόρφο, ο Γιώργης Τσόμης αλλά και ο Γιώργος Σωζόμενος έφτασαν μαζί μου και μαζί με ένα σωρό άλλους αιχμαλώτους σκλάβους ως το τέρμα. Ξεθεωμένοι αντικρίσαμε από το μοναδικό φιλιστρίνι του αμπαριού μας την παντοτινή και πολύχρυση Κωνσταντινούπολη, την βασιλεύουσα πόλη των Χριστιανών Ρωμαίων, κάποτε, και των Μουσουλμάνων Οθωμανών, τώρα. Για μας βέβαια δεν ήταν η πιο λαμπρή πόλη του κόσμου αλλά ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου!


[i] Ο Φραντσέσκο Κονταρίνι ήταν ένας Λατίνος ιερέας, επίσκοπος Πάφου αλλά πολεμιστής της Λευκωσίας, που ήταν μια από τις ηρωικές μορφές στην πολιορκία της Λευκωσίας. Πέθανε κατά την εισβολή των Τούρκων ή μετά την την αιχμαλωσία και κατά την μεταφορά του στην Κωνσταντινούπολη (ΠΗΓΗ: Βικιπέδια /κ.α)
[ii]  Τεμόρφου λεγόταν επί φραγκοκρατίας η Μόρφου