Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

33 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 33η

Το Α' μέρος του 10ου κεφαλαίου σήμερα με τίτλο "ΑΡΧΗ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ".
Ο Νικηφόρος μεταφέρει την διακήρυξη σε τοπικούς άρχοντες στη Μικρασία, την Ελλάδα και την Σικελία. Συζητά γι αυτήν και για την κατάσταση της αυτοκρατορίας μετά την άλωση της Πόλης με τον Μιχαήλ Ακομινάτο.
***************************




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο : ΑΡΧΗ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

1205-1208 μ.Χ.


Α’   ΣΤΟ ΣΕΡΦΙΩΤΙΚΟ

Ήταν Ιούλιος του 1204 όταν ο Νικηφόρος έφτασε στον Πειραιά και πήρε τον δρόμο για την Αθήνα. Πέρασε πρώτα απ’ το “Σερφιώτικο” και μαύρισε η ψυχή του. Το σπίτι του ήταν μισογκρεμισμένο, με εμφανή ίχνη φωτιάς. Μια πυρκαγιά είχε κάψει τις οροφές και πολλούς βοηθητικούς χώρους. Τα αμπέλια είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός κι είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους υπήρχαν μόνο καμένα, μαυρισμένα και ξερά ξύλα μπηγμένα στο χώμα. Ούτε τα μισά απ’ τα δέντρα που είχε φυτέψει δεν είχαν διασωθεί από την φωτιά. Τα ίχνη της βίας που πέρασε από εδώ ήταν ολοφάνερα παντού όπου κι αν κοίταζες. Φράχτες είχαν ξεριζωθεί κι οι ξύλινες καλύβες είχαν γίνει στάχτη. Ακόμα και οι πέτρες και τα αλώνια είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα. 
Μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, ή μια μανία ανθρώπινη, εξίσου ανεξέλεγκτη, τα είχε ξεθεμελιώσει όλα. Όλο του σχεδόν το βιος είχε καταστραφεί. Τα ζώα που υπήρχαν στο αγρόκτημα όταν έφυγε από εδώ, δεν φαίνονταν πουθενά. Οι απώλειες, σε όλα τα επίπεδα, ήταν τεράστιες κι οι κόποι των τελευταίων δύο ετών σκληρής δουλειάς είχαν πάει χαμένοι. Του ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Πως είχε γίνει αυτό; Ποιος του είχε προκαλέσει, χωρίς λόγο κι αιτία, τέτοια καταστροφή; Ποιος του είχε διαλύσει το βιος σε τέτοιο βαθμό;
Από την στιγμή που πάτησε το πόδι του στη στεριά τον είχαν αμέσως ενημερώσει. Του μίλησαν για την επιδρομή του Λέοντα Σγουρού που είχε γίνει πριν τρεις μήνες περίπου. Του είπαν ότι είχε αποκρουστεί στα τείχη της Ακρόπολης από τον Ακομινάτο που εμψύχωσε τους Αθηναίους. Πρόβαλε ισχυρή αντίσταση και τον ανάγκασε να υποχωρήσει χωρίς να πάρει την Αθήνα. Ωστόσο ολόκληρη η περιοχή από την θάλασσα ως το κάστρο είχε ερημωθεί από τα στρατεύματά του. Η πόλη είχε αντέξει, αλλά, το λεκανοπέδιο είχε δεχτεί την εκδικητική μανία του στρατού του Λέοντα. Ξέσπασε εκεί γιατί δεν άντεξε την στρατιωτική του αποτυχία.
Ορισμένα μέρη, του είπαν, είχαν υποστεί το πιο μεγάλο βάρος αυτού του μένους. Η περιοχή έξω από τον Πειραιά, εκεί που ήταν το “Σερφιώτικο”, είχε χαλαστεί. Ρώτησε ανήσυχος αν η οικογένειά του ήταν καλά και τον καθησύχασαν. Τα ανθρώπινα θύματα απ’ την επιδρομή ήταν ελάχιστα και κανένα απ’ την οικογένειά του. Ανακουφίστηκε που δεν είχαν πάθει τίποτε η Αγνή κι η Μαριαθήνα. Με το που κατέβηκε στο λιμάνι και τα έμαθε όλα αυτά, έτρεξε αμέσως στο "Καρτέτι" για να δει τις ζημιές.
Βρήκε ένα ρημαδιό. Ευτυχώς οι εργαζόμενοι στο κτήμα είχαν γυρίσει κι επισκεύαζαν τους χώρους. Καλλιεργούσαν ό,τι μπορούσαν με αντάλλαγμα να πάρουν όποια παραγωγή θα έβγαζαν για λογαριασμό τους. Αυτό είχε γίνει με την σώφρονα καθοδήγηση κι ενθάρρυνση του πεθερού-του Δωρόθεου, όπως του είπαν οι ίδιοι. Η γυναίκα του κι η κόρη του έμεναν στο «Καρτέρι» που είχε υποστεί κι αυτό ζημιές αλλά σε μικρότερη έκταση. Ο Νικηφόρος αποδέχτηκε και επικύρωσε τη συμφωνία που είχε κάνει ο Δωρόθεος με τους εργάτες. Τους ζήτησε να δουλέψουν σκληρά κι υποσχέθηκε να δουλέψει κι ο ίδιος μαζί τους. Ύστερα έφυγε τρέχοντας για το “Καρτέρι”.
Η Αγνή ήταν σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης κι ήταν φανερό ότι η συμφορά την είχε επηρεάσει άσχημα. Με το που τον είδε ξέσπασε σε κλάματα. Έβγαλε από μέσα της όλη την απελπισία που έζησε, χωρίς την παρουσία του δίπλα της. Τον γέμισε τύψεις αλλά ο Νικηφόρος δεν είχε χρόνο για τέτοια. Έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια της ζωής του και να αρχίσει να την χτίζει σχεδόν από την αρχή.
Μίλησε με τον πεθερό του και είδε τις ζημιές που είχαν γίνει στο «Καρτέρι». Ήταν πολλές κι εδώ, αλλά, τουλάχιστον το μισό κτήμα είχε διασωθεί. Αυτό ήταν αρκετό για να μπορεί να γίνει κι εδώ ένα νέο ξεκίνημα. Το ίδιο κιόλας βράδυ έφαγαν όλοι μαζί στο μεγάλο τρίκλινο στο “Καρτέρι”. Εκεί ένιωσαν πάλι σαν οικογένεια και προσπάθησαν να αφήσουν πίσω τους το κακό. Τραγούδησαν κι είπαν ιστορίες. Όλα αυτά κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ.
«Έμαθα πως αντισταθήκατε γενναία στον Λέοντα Σγουρό» τους είπε. «Πείτε μου, τι έγινε;»
Του τα είπαν όλα. Ήταν σαν ένα παραμύθι που του το ξετύλιξαν μπροστά στα μάτια του ομαδικά. Μίλησαν όλοι και διηγήθηκαν τα συμβάντα. Μόνο η μικρή Μαριαθήνα δεν είπε τίποτε, αλλά, άκουγε με τα αυτιά τεντωμένα. Έτσι ο Νικηφόρος έμαθε όσα πέρασαν οι Αθηναίοι κι όσα τράβηξε η γενιά των Καρτεράνων. Αυτή ήταν πια κι η δική του οικογένεια.
Επιδρομέας ήταν ο νέος, φιλόδοξος και κληρονομικός άρχοντας του Ναυπλίου, από πάππου προς πάππο. Βλέποντας την αδυναμία της κεντρικής διοίκησης του ρωμαϊκού κράτους, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την συγκυρία. Το ίδιο εξάλλου έκαναν και πολλοί άλλοι. Θέλησε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη την έκταση του θέματος Ελλάδας και Πελοποννήσου. Πολιόρκησε το Άργος και την Κόρινθο που του παραδόθηκαν εύκολα, χωρίς μάχη, Ο μόνος που αντιστάθηκε ήταν ο Κορίνθιος μητροπολίτης. Ο Σγουρός τού έβγαλε τα μάτια και τον πέταξε κάτω από τα τείχη του Ακροκόρινθου. Άφησε το πτώμα του άταφο στα όρνια για να παραδειγματίσει και να φοβίσει όλους τους υπόλοιπους.
«Έτσι υπόταξε την Κόρινθο» είπε ο Δωρόθεος. «Ο δικός μας Μητροπολίτης, όμως, δεν τρόμαξε. Όταν ο Λέων Σγουρός έφτασε στον Πειραιά βρήκε τις πύλες της Αθήνας κλειστές. Οι Αθηναίοι αρματωμένοι τον περίμεναν.»
«Δεν ήταν εύκολο να αντισταθεί στο σιδηρόφρακτο στρατό η Αθήνα. Τα τείχη της είναι χαμηλά» είπε ο παππούς Λέων. «Ωστόσο κρατήσαμε τον εισβολέα μακριά.»
«Ώσπου έφτασε το νέο ότι η Βασιλεύουσα έπεσε» είπε η Αγνή. Τον κοίταξε με λατρεία. «Φοβήθηκα πολύ γιατί ήξερα ότι θα ήσουν κι εσύ εκεί.»
Παίρνοντας τη σκυτάλη του λόγου ο ένας απ’ τον άλλον, του είπαν τη συνέχεια της ιστορίας. Μετά την πτώση της Πόλης δεν υπήρχε λόγος αντίστασης. Δεν είχε πια νόημα η υπακοή σε κανένα αυτοκράτορα. Ούτε ήταν πλέον στασιαστής ο Σγουρός, ήταν ένας αυθύπαρκτος άρχοντας. Ζήτησε, μάλιστα, να τον ανακηρύξουν προστάτη της πόλης.
«Οι περισσότεροι άρχοντες είπαν να τον δεχτούν σαν ηγέτη» συνέχισε ο Δωρόθεος. «Τότε ο Ακομινάτος κλείστηκε με τετρακόσιους ανθρώπους στην Ακρόπολη και δεν έλεγε να παραδοθεί. Ο Σγουρός μπήκε στην Αθήνα και την λεηλάτησε παίρνοντας ό,τι πολύτιμο μπορούσε να βρει. Στην Ακρόπολη δεν μπόρεσε να πατήσει. Έχανε στρατιώτες, δυνάμεις και χρόνο και έτσι τα παράτησε.»
«Έκαψε ό,τι βρήκε μπροστά του» είπε η Αγνώ «Έκαψε και τα δικά μας αγροκτήματα κι έφυγε για τη Θήβα.»
«Προηγουμένως όμως έστειλε στη Θήβα ανθρώπους που είχαν δει τις καταστροφές που είχε κάνει εδώ» είπε ο Λέων παππούς. «Το κόλπο του έπιασε και του παραδόθηκαν το ένα μετά το άλλο όλα τα κάστρα ως τη Λάρισα.»
«Εκεί βρίσκεται τώρα» είπε ο Δωρόθεος.
«Πληρώσαμε εμείς για να παραδειγματιστούν οι άλλοι» είπε η Αγνή.
«Δείξατε όμως ότι η Αθήνα ξέρει να πολεμάει για την ελευθερία της» είπε ο Νικηφόρος.
«Αυτό το χρωστάμε στον φίλο σου τον Μιχαήλ» είπε ο νεαρός Λέων.
«Πες μας όμως εσύ αγάπη μου, τι έγινε στη Πόλη; Πού πήγες μετά; Τι έκανες μέχρι να έρθεις ξανά στο σπίτι μας;» του ζήτησε η Αγνή.
«Ξεπούλησα το εμπόρευμά μας και βρέθηκα στην Πόλη. Ήμουν εκεί όταν την άλωσαν οι Φράγκοι κι οι Βενετοί. Ήμουν εκεί σε κάποιες ένδοξες στιγμές, αλλά, και σε κάποιες μαύρες. Ήμουν εκεί όταν ο ανόητος κλήρος κι ο λαός τούς ζήτησε να τον ελεηθούν» ξεκίνησε να λέει ο Νικηφόρος.
Τους είπε για την πολιορκία και την πτώση της Πόλης κι έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Ήταν έκπληκτοι από την αναξιότητα των Ρωμαίων να υπερασπιστούν την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου.
«Τι να σας λέω για τους λιπόψυχους βασιλιάδες και για την αγριότητα των εισβολέων» είπε. Ήταν εξουθενωμένος και μόνο που τα ξανασκεφτόταν. «Έπρεπε να βλέπατε αυτούς του “στρατιώτες του Χριστού” πώς έκαναν για ένα κοκαλάκι αγίου. Πώς σκότωναν για ένα χρυσό μανουάλι. Να βλέπατε πώς ο άνθρωπος γίνεται θηρίο.»
Αν κι είχε φύγει το βράδυ της εισβολής, είχε μάθει τα πάντα από τον Νικήτα κι όσους τα είχαν ζήσει. Οι σταυροφόροι μπήκαν στην κατακτημένη πόλη και την λεηλάτησαν ανηλεώς. Σκότωσαν άρχοντες κι ιερείς κι όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Βίαζαν τις γυναίκες και τα νεαρά κοριτσόπουλα, έκλεβαν κάθε αντικείμενο αξίας, και λεηλατούσαν τα πάντα. Σκοτώνονταν για τα χρυσάφια, τα μπακίρια και τα κόκαλα νεκρών ή για τα «δάκρυα» των αγίων. Τους είπε πώς γκρέμισαν τα μαρμάρινα αγάλματα και πώς έλιωσαν τους χάλκινους ανδριάντες. Για να πάρουν τον χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό διέλυαν υπέροχα συμπλέγματα αγαλμάτων. Γκρέμισαν τέμπλα κι ιερά. Ξέσκιζαν τις εικόνες για να πάρουν από μέσα τους πολύτιμα μέταλλα, πετράδια, χρυσά αναθέματα και καντήλια.
«Αυτοί ήταν οι προσκυνητές;» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Δωρόθεος. «Αυτοί θα ελευθέρωναν τους ιερούς τόπους από τους άπιστους; Χάλασαν την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου.»
Ο Νικηφόρος τους διηγήθηκε την συγκινητική στιγμή όταν οι γενναιόψυχοι Ρωμιοί μαζεύτηκαν στην Αγιασοφιά. Σε αντίθεση μ’ όσους είχαν ακολουθήσει τον Αλέξιο Μούρτζουφλο, αυτοί έμειναν. Ενθρόνισαν τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, με την εύνοια της τύχης, κι έκαναν συναυτοκράτορα τον αδελφό του. Τους είπε πώς ακυρώθηκε η τελευταία ισχυρή αντίσταση που ήταν να δοθεί. Τότε που καλόγεροι και ιερείς, μαζί με κάποιους άρχοντες και λαϊκούς, έκαναν την λιτανεία ζητώντας έλεος. Όταν παρέδωσαν την πόλη σε έναν έκπληκτο εχθρό που δεν ήξερε τι θα τού ξημέρωνε.
«Γιατί οι Φράγκοι κι οι Βενετοί βρισκόταν μέσα από τα τείχη, όμως, γύρω τους όλα καίγονταν από μεγάλη πυρκαγιά. Βρίσκονταν σε άγνωστα γι αυτούς μέρη κι ο ρωμαϊκός στρατός ήταν άθικτος. Μπορούσε να τους παγιδέψει. Θα τους τσάκιζε αν αποφάσιζε να αναμετρηθεί μαζί τους κι υπερασπιζόταν την Πόλη» είπε ο Νικηφόρος.
«Και το έβαλαν στα πόδια;»
«Ναι. Γιατί δεν ήξεραν για ποιον να πολεμήσουν και γιατί δεν είχαν σχεδόν τίποτα να κερδίσουν αν πολεμούσαν! Δεν ήταν βλέπεις ο λαός αρματωμένος με τα όπλα. Τον στρατό δεν τον αποτελούσαν όσοι είχαν συμφέρον να πολεμήσουν για να προστατέψουν περιουσίες και οικογένειες! Ήταν ξένοι και μισθοφόροι που πολεμούσαν για τα χρυσά και τα υπέρπυρα. Δεν υπήρχε λόγος να δώσουν τη ζωή τους για έναν ξένο σκοπό. Προτίμησαν, λοιπόν, την σιγουριά της ζωής παρά τον πόλεμο και την αβεβαιότητα του θανάτου.»
«Τι φοβερή ντροπή!» φώναξε ο Λέων. «Τι δειλία!»
«Κι εγώ το θεωρώ δειλία» είπε ο Νικηφόρος «αλλά, το καταλαβαίνω. Για να μην είσαι δειλός πρέπει νά ’χεις ένα σκοπό που να τον πιστεύεις. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν. Εξάλλου οι βασιλιάδες τους ήταν οι πρώτοι που το έσκαγαν!»
«Τι δειλοί!» είπε η Ευδοκία, η αδελφή της Αγνής.
«Εδώ, ο λαός της Αθήνας πολέμησε. Δεν ήταν σαν κι αυτούς τους κατάπτυστους της Βασιλεύουσας» είπε η Αγνή. «Αντισταθήκαμε κι ας υποστήκαμε καταστροφές.»
«Πως τα κατάφερε ο Μιχαήλ να πείσει τους Αθηναίους άρχοντες να πολεμήσουν;»
«Μας μάζεψε κάτω από την Ακρόπολη κι έβγαλε ένα λόγο συγκινητικό για τους προγόνους μας» είπε ο Δωρόθεος. «Μας έδειχνε τα αγάλματα, τον ναό, έλεγε πολλά …»
«Ναι, εντάξει» έκανε δύσπιστος ο Νικηφόρος, «αλλά τι άλλο είπε για να τους πείσει;»
«Ήρθε στα σημερινά» είπε ο Λέων ο γεροντότερος. «Είπε ότι αν υποταχτούμε θά'μαστε αποστάτες για τον αυτοκράτορα. Κάποτε θα μας τιμωρήσει για την αποστασία μας αυτή. Μας θύμισε ακόμα ότι η Κόρινθος και το Άργος που υποτάχτηκαν πλήρωσαν ακριβά με φόρους και δουλείες. Ο Λέων Σγουρός κατασκεύασε τον στόλο του παίρνοντας το βιος τους. Τους είπε ότι ήθελε, δήθεν, να τους προστατεύει από τους πειρατές αλλά αυτός έκανε εκστρατείες. Μίλησε στην ψυχή και στην τσέπη τους ταυτόχρονα.»
«Κάτι μου θυμίζει αυτός ο φόρος που τον εισπράττει ο δυνατός για προστασία» είπε σαρκαστικά ο Νικηφόρος. «Ίδια κοροϊδία με τον Δούκα του Αιγαίου.»
«Αυτά τους είπε ο Ακομινάτος. Έθιξε τον εγωισμό τους και το συμφέρον τους κι έτσι είπαν όλοι να αντισταθούν. Δεν προσκύνησαν» είπε ο Δωρόθεος.
«Βέβαια, όταν μάθαμε ότι η Κωνσταντινούπολη έπεσε, το επιχείρημα περί αποστασίας έπεσε. Ο Σγουρός κατάφερε να μπει στην Αθήνα» είπε ο γέρο-Λέων. «Ο Ακομινάτος, τότε, πήρε όσους έμεναν πιστοί κι οχυρώθηκε στο Κάστρο. Χτύπησε τον Σγουρό άγρια και τον απογοήτευσε εντελώς.»
«Πετύχατε μιαν ένδοξη νίκη» είπε ο Νικηφόρος.
«Είχαμε αρχηγό σπουδαίο, κι οι Αθηναίοι απέδειξαν ότι αξίζουν» είπε ο Δωρόθεος.
«Η Αθήνα δόξασε το όνομα των Ελλήνων στα παλιά χρόνια» είπε ο Νικηφόρος. «Έδειξε τώρα ότι οι Ρωμιοί Γραικοί είναι αντάξιοι των προγόνων τους!»
Θα ήθελε να τους πει για την αναγέννηση που ξεκινούσε, αλλά, δεσμευόταν από όρκους μυστικότητας. Στο δεσποτάτο του Λάσκαρη στη Βιθυνία, θα ανθούσε η αυτοκρατορία του ελληνισμού. Ήταν ακόμα στην Προύσα κι είχε το μάτι του στη Νίκαια. Μια μέρα ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης θα έπαιρνε τον θρόνο της Βασιλεύουσας. Θα τα έλεγε στον Μιχαήλ όταν θα τον έβρισκε την επόμενη μέρα. Θα ανέβαινε στον ναό της Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, στον ιερό βράχο.
«Μετά την πτώση της Πόλης τι έκανες;» τον ρώτησε η Αγνή. «Σε περίμενα πολύ νωρίτερα.»
«Πέρασα στην Βιθυνία κάποιες αρχοντικές οικογένειες Ρωμαίων, τον Λάσκαρη, τον Παλαιολόγο και άλλους. Βρήκα κι ένα μπάρκο για τη Σικελία κι ήρθα κατά ‘δω.»
«Ήρθε κι ο αδελφός του Μιχαήλ;» ρώτησε ο Δωρόθεος.
«Όχι από την αρχή. Έμεινε στην Πόλη. Διακινδύνευσε πολύ, τελικά όμως το έσκασε και έφτασε στην Προύσα. Όταν έφυγα ετοιμάζονταν όλοι να μεταβούν στη Νίκαια. Θέλουν να ξαναστήσουν εκεί, εξόριστη, την αυτοκρατορία.»
«Η κυρία Ευανθία τι έγινε;» ρώτησε η Θεοδώρα.
«Έμειναν κι αυτή κι η κόρη της κοντά στον Λάσκαρη. Τουλάχιστον έζησαν» είπε ο Νικηφόρος.
«Είμαι ευτυχισμένη που γύρισες» είπε τρυφερά η Αγνή στον Νικηφόρο μόλις έμειναν μόνοι τους. Ο Δωρόθεος τους είχε παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο “Καρτέρι”.
«Κι εγώ χαίρομαι που, παρ’ όλα όσα έγιναν, είσαι καλά κι εσύ κι η Μαριαθήνα. Κι όπως βλέπω είναι καλά κι αυτό που έρχεται» της είπε χαϊδεύοντας την φουσκωμένη κοιλιά της.
Την άλλη μέρα ο Νικηφόρος πήγε να βρει τον Μιχαήλ. Μόλις τον είδε συγκινήθηκε. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Γεώργιος Βαρδάνης ήταν κι αυτός πολύ χαρούμενος.
«Έμαθα τα δικά σας. Με εντυπωσιάσατε. Έχετε μεγάλη καρδιά» τους είπε ο Νικηφόρος.
«Η συμφορά χτύπησε την οικογένειά σου, αλλά, με λίγη υπομονή θα τα ξαναφτιάξετε όλα» του είπε ο Μιχαήλ. «Η άλλη συμφορά, όμως, η μεγαλύτερη, που χτύπησε τη Ρωμανία, αυτή φοβάμαι πως δεν έχει γιατρειά.»
Κάθισαν κι οι τρεις με την ησυχία τους στα προπύλαια. Κουβέντιασαν για όλα. Ο Νικηφόρος έμαθε λεπτομέρειες για τη μάχη που έδωσε η Αθήνα κόντρα στον άρχοντα του Ναυπλίου. Εκείνοι έμαθαν ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την πτώση και την καταστροφή της μεγαλύτερης πόλης του κόσμου. Η πιο πολυάνθρωπη και πιο πλούσια βασιλεύουσα προδόθηκε απ' τη δειλία των αυτοκρατόρων της. Τους είπε για τους γενναίους Ρωμαίους που προσπαθούν να σώσουν ό,τι απέμεινε απ’ την αυτοκρατορία. Τους είπε για την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου ως νέου αυτοκράτορα και για τον τρόπο που προδόθηκε η Πόλη. Τους είπε για τη διαφυγή του Νικήτα και για την πρόθεσή του να ονομάζει τους κατοίκους της Ρωμανίας “Γραικούς”. Τους είπε για τις κινήσεις στην Βιθυνία που προσβλέπουν σε μια νέα ελληνική αυτοκρατορία των Ρωμιών-Γραικών. Μίλησε για την προσπάθεια ώστε η αλλαγή να γίνει αποδεκτή στη συνείδηση λαού κι αρχόντων. Στην ουσία τους ενέταξε στην συνωμοσία της Νίκαιας.
«Θα σας διαβάσω μια διακήρυξη» τους είπε. «Την έχει συντάξει ο αδελφός σας ο Νικήτας και την υπογράφει ο νέος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Λάσκαρης.»
Τους διάβασε την διακήρυξη. Είχε την υπογραφή του μόνου νόμιμου αυτοκράτορα αυτή τη στιγμή. Αν δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί τον τίτλο του, ήταν γιατί δεν είχε τη δύναμη να τον επιβάλλει. Τους είπε ότι ο σπόρος που έσπειραν στέλνοντας τις περγαμηνές και τα βιβλία στον Λάσκαρη είχε καρπίσει. Το δέντρο μεγάλωνε μέρα με τη μέρα.
«Διάβασέ μας ξανά αυτό το σημείο» είπε ο Μιχαήλ και του έδειξε το απόσπασμα.
«Ο κίνδυνος της ολοκληρωτικής υποτέλειας σε Λατίνους, Σκύθες, Πέρσες είναι προ των πυλών. Η ρωμαϊκή ασπίδα φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων κι η ρωμαϊκή ειρήνη δεν υπάρχει πλέον.... Εγκαθιδρύουμε την Ελληνική Αυτοκρατορία στα ελληνόφωνα μέρη Μικρασίας και Ευρώπης. Δύο οι φωτοδότες φάροι: Η Κωνσταντινούπολη, η πιο λαμπρή πόλη του παρόντος κι η Αθήνα, η πιο ένδοξη πόλη του παρελθόντος... Θα ιδρυθούν Σχολές φιλοσοφικές και Πανεπιστήμια, Μουσεία και Ακαδημίες. Θα έχουν όλοι οι Έλληνες παιδεία και μόρφωση χριστιανική κι ελληνική. Στηριγμένοι σε άνωθεν και θύραθεν παιδεία, θα αναστηθούν όσα οι βάρβαροι κατέστρεψαν. Θα δημιουργηθεί ένας νέος ελληνισμός που θα λάμψει στον αιώνα.» διάβασε ο Νικηφόρος. Καθώς άκουγε τα αποσπάσματα, ο Ακομινάτος δάκρυσε.
«Δεν ξέρω αν αυτά θα γίνουν ποτέ» είπε. «Χαίρομαι, όμως, που έζησα να δω να τα συντάσσει ο σοφότατος αδελφός μου. Χαίρομαι επίσης που τα υπογράφει ένας νόμιμα χρισμένος Ρωμαίος αυτοκράτορας.»
«Ξέρουν κι αυτοί που τά'γραψαν ότι χρειάζεται χρόνος πολύς για να εφαρμοστούν» του είπε ο Νικηφόρος.
«Δεν προλαβαίνουμε στη δική μας ζωή» είπε ο Μιχαήλ. «Εκείνο που πέφτει σε εμάς είναι να σπείρουμε. Άλλων δουλειά θα είναι ο θερισμός.»
«Να έρθουμε όμως στο σήμερα» πρότεινε ο Βαρδάνης.
«Έχουν μοιράσει την αυτοκρατορία ανάμεσά τους. Η χερσόνησος ανατολικά από την Πίνδο πέφτει στους Φράγκους και δυτικά στους Βενετούς» είπε ο Νικηφόρος.
«Δηλαδή η Αθήνα πέφτει στο μερίδιο των Φράγκων» είπε σκεπτικός ο Βαρδάνης.
«Πρώτα θα πρέπει να καταλήξουν ποιος θα είναι ο νέος αυτοκράτορας. Μετά θα διαμοιράσουν τα φέουδα» εξήγησε ο Νικηφόρος. «Ύστερα θα έρθουν οι πρίγκιπες με χρυσόβουλα να μας κατακτήσουν εν ονόματι του Λατίνου αυτοκράτορα.»
«Μα οι Βενετοί δεν μπορούν να έχουν ενδοχώρα» είπε ο Βαρδάνης. «Μόνο για λιμάνια ενδιαφέρονται. Άρα, η Ήπειρος θα μείνει ελεύθερη, αν είναι έτσι τα πράγματα.»
«Πιθανώς!» είπε ο Μιχαήλ. «Κι η Τραπεζούντα που τους πέφτει κάπως μακριά, κι η Ρόδος, ίσως κι η Κρήτη. Εμείς, όμως, δεν θα γλιτώσουμε από τα νύχια τους. Προβλέπω πολύ σύντομα να έχουμε επισκέψεις!»
«Θα αντισταθούμε; Θα τους αντιμετωπίσουμε όπως τον Λέοντα;» ρώτησε ο Βαρδάνης.
«Εν ονόματι τίνος;» είπε ο Ακομινάτος. «Να κηρύξουμε την ανεξαρτησία μας είναι κάπως δύσκολο. Να συμμαχήσουμε με τον Σγουρό … ίσως είναι μια κάποια λύση.»
Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη τώρα που δεν υπήρχε πια η ρωμαϊκή ασπίδα.
«Ας περιμένουμε. Ο Σγουρός θα τους αντιμετωπίσει στη Λάρισα, εκεί βρίσκεται τώρα» είπε ο Βαρδάνης. «Αν τους κρατήσει μακριά μας, θα τον αντιμετωπίσουμε με άλλο πνεύμα. Αν όμως το βάλει κι αυτός στα πόδια …. τότε αλίμονό μας.»

***************************
Η συνέχεια αύριο Παρασκευή.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Το τείχος του αίσχους στο Καστράκι

Σημείωσε τις προάλλες ο ιστότοπος ΣΤΑΓΟΝΑ το κακό που πάει να γίνει με το τείχος που κτίζεται στο Καστράκι. Ό,τι χτίστηκε, κι ας είναι μπετά, πρέπει αμέσως να γκρεμιστεί, κι ό,τι δεν πρόλαβε να κτιστεί, πρέπει να μείνει ελεύθερο και να γλιτώσει από το αίσχος. Δεν ξέρω ακόμα αν το κακό είναι αναστρέψιμο ή όχι και θα δω τι μπορεί να γίνει. 
Αναρωτιέμαι αν η Αρχαιολογική Υπηρεσία γνωρίζει τι συμβαίνει εκεί. Παλιά, ζητούσε από τον δήμο (που δεν είχε τέτοια πρόθεση) να φτιάξει τοιχίο ανάλογο με το δικό της. Άλλαξε τώρα γνώμη ή βρίσκεται σε άγνοια;
   
Με την ευκαιρία, όμως, θα γράψω μερικά πράγματα για το Καστράκι, την Ηετιώνεια Πύλη, και μερικά ιστορικά στοιχεία για την Δραπετσώνα της αρχαιότητας.

***************

Ηετιώνεια Πύλη Ο χώρος στο Καστράκι είναι ο πιο μεγάλος επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος του Πειραιά και βρίσκεται στο σημείο όπου η Δραπετσώνα βρέχεται από τα νερά του λιμένα του Κανθάρου, του κεντρικού λιμανιού της Αρχαίας Αθήνας και του κεντρικού λιμανιού της σύγχρονης Ελλάδας.

Χάρτης του Πειραιά του 18ου αι. πριν από την επανάσταση του '21.
Η Πειραϊκή χερσόνησος καταγράφεται ως ΜΟΥΝΥΧΙΑ, δεξιά της υπάρχει το ΦΑΛΗΡΟΝ και αριστερά της η ΤΡΑΠΕΖΩΝΑ-ΗΕΤΙΩΝΕΙΑ. Εκτός από το Κονώνειο τείχος της Ηετιώνειας Πύλης φαίνονται και μακρά τείχη (WALL)
 
Το τείχος φτιάχτηκε από τον Θεμιστοκλή που, πρώτος, οχύρωσε τον Πειραιά και το τείχος επισκευάστηκε από τον Κόνωνα μετά την μερική καταστροφή του από τους Σπαρτιάτες το 404 πΧ. . Η καταστροφή αυτή των τειχών είχε στόχο να μείνει η Αθήνα ανοχύρωτη και να μην μπορέσει να πολεμήσει ξανά εναντίον της Σπάρτης. Ήταν η τιμωρία που επεβλήθη στους ηττημένους όταν οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Αθηναίους  με το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου κι έβαλαν τους Τριάκοντα Τυράννους να διοικούν την πόλη.
Ο Κόνων ξανάφτιαξε πολύ σύντομα το τείχος και το επεξέτεινε μάλιστα κάνοντάς το ακόμη πιο ισχυρό.
Στο Καστράκι διακρίνει κανείς (με τη βοήθεια των αρχαιολόγων βέβαια) τα Θεμιστόκλεια τείχη, τα Κονώνεια καθώς και τις ύστερες κατασκευές των Ρωμαίων που είναι κυκλικές και όχι ορθογώνιες όπως ήταν των Ελλήνων. Για την ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου πολλά οφείλουμε στον κ. Σταϊχάουερ, έφορο του αρχαιολογικού μουσείου Πειραιά.  
Δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο και σε επέκτασή του, βρίσκεται ο χώρος των 14 στρεμμάτων που αρχικά ανήκε στον ΟΛΠ και που το 1994 δόθηκε στον Δήμο Δραπετσώνας. Ωστόσο ο ΟΛΠ είχε προλάβει ήδη από το 1989-90 να σκάψει τον χώρο αυτό βγάζοντας τεράστιες ποσότητες χώματος και αρχαιολογικού υλικού και ισοπεδώνοντας ουσιαστικά το αρχαίο Αφροδίσιο, έναν ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη ξακουστό σε ολόκληρη την αρχαιότητα.
Οι δύο πύργοι της Ηετιώνειας Πύλης που έχουν αναστυλωθεί

Για πολλά χρόνια ο χώρος αυτός έμεινε ένα οικόπεδο αδειανό, καθώς ο Δήμος έμπλεξε με τους εργολάβους που κατά καιρού ανέλαβαν να αναπλάσουν την περιοχή φτιάχνοντας εκεί χώρους αναψυχής, ένα αναψυκτήριο και ένα θεατράκι. Ο χώρος αυτός πρέπει τάχιστα να φτιαχτεί, σε συνεργασία με την αρχαιολογική υπηρεσία και να αποδοθεί στους κατοίκους και στους διερχόμενους από το λιμάνι επισκέπτες. Με κάποιο τρόπο πρέπει να γίνεται εκεί η υπόμνηση της ύπαρξης του αρχαίου Αφροδίσιου καθώς επίσης να εξασφαλίζεται και η ανετότερη επισκεψιμότητα του ήδη υπάρχοντος αρχαιολογικού χώρου της Ηετιώνειας Πύλης.

Οχύρωση από Θεμιστοκλή και Κόνωνα

Η Ηετιώνεια Πύλη δεν ήταν μια απλή λιμενική οχύρωση που εξυπηρετούσε τον έλεγχο της εισόδου και εξόδου των πλοίων από τον λιμένα του Κανθάρου, το κεντρικό Πειραϊκό λιμάνι δηλαδή. Ήταν, κατά βάση, ένα φρούριο το οποίο είχε σαν σκοπό την προστασία του Πειραιά από την από ξηράς προσπέλαση. Αυτός που θα επιτίθετο στον Πειραιά, δεν ήταν ανάγκη να μπει στο κεντρικό λιμάνι για να κάνει τη ζημιά, μπορούσε να ελλιμενιστεί στον λιμένα των Φωρών (το σημερινό λιμανάκι Δραπετσώνας, στα Βοτσαλάκια) και από εκεί να εισχωρήσει στον Πειραιά δια ξηράς. Την φρούρηση αυτής της διαδρομής είχε αναλάβει ολόκληρη αυτή η οχύρωση.
Οι πύργοι περιβάλλονται από οχύρωση και μεγάλη τάφρο

Έτσι έπαιζε και τον ρόλο της κύριας εισόδου προς τον Πειραιά για όσους έρχονταν από βορρά και δύση, δηλαδή για το σύνολο σχεδόν των συναλλασσομένων με την πόλη της Αθήνας και το μεγάλο της λιμάνι που είχε και τους κύριους αποθηκευτικούς χώρους.
 Όταν ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να οχυρώσουν τον Πειραιά, έπρεπε να βρει λύση και στην περίπτωση της από ξηράς επίθεσης και έτσι ξεκίνησε η οχύρωση της Ηετιώνειας Πύλης (γύρω στο 482 πΧ) που συνεχίστηκε επί Κίμωνα και Περικλή.
 Μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Σπαρτιάτες που κατέλαβαν την Αθήνα (401 πΧ) γκρέμισαν τα τείχη και άφησαν εκ νέου ανοχύρωτο τον Πειραιά.
Οι Αθηναίοι με τον Θρασύβουλο εκδίωξαν τους 40 τυράννους που είχαν τοποθετήσει σαν άρχοντες της πόλης οι Σπαρτιάτες και ανακτώντας τις δυνάμεις τους, (έστω και όχι εντελώς) ανοικοδόμησαν και πάλι τα τείχη. Αυτός που οχύρωσε και πάλι την Αθήνα και έκτισε ξανά την Ηετιώνεια Πύλη ήταν ο Κόνων. Η ανάλυση των στοιχείων του αρχαιολογικού χώρου δείχνει τις επεμβάσεις που έγινα κατά εποχή και μπορεί κανείς να διακρίνει τις οχυρώσεις του Φρουρίου στην πρώτη του εποχή (επί Περικλή) και στην δεύτερη (επί Κόνωνος)

Το σημερινό Καστράκι

Το Κάστρο της Ηετιώνειας, γνωστό σε όλο τον 20ο αιώνα σαν «Καστράκι» ήταν ένα σημαντικό κομμάτι από την όλη Θεμιστόκλεια Οχύρωση του Πειραιά και τα ερείπιά του ήταν φανερά και προσβάσιμα μέχρι τουλάχιστον τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν οι βομβαρδισμοί του Πειραιά κατέστρεψαν το μνημείο και καθώς η περιοχή μπαζώθηκε, εξαφάνισαν το μεγαλύτερο μέρος του.



Την περίοδο 1997-2001 σε δύο φάσεις (μία φάση το 1997-98 και μία δεύτερη φάση το 2000-2001) έγιναν εργασίες αποκάλυψης και αποκατάστασης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου υπό την επίβλεψη του εφόρου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας Πειραιά κ. Σταϊχάουερ, από την αρχαιολόγο κ. Αγγ. Πούλιου, την αρχιτέκτονα κ. Φ. Καρασσάβα και ειδικευμένο συνεργείο του κ. Ζ. Κουσνέρεφ, με βοήθεια και χορηγών όπως ο κ. Ι, Πολυχρονόπουλος αλλά και ο ΟΛΠ που χρηματοδότησαν γενναία την ανάδειξη του χώρου.

ΠΩΣ Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΕΙΣΟΔΟ ΤΗΣ ΗΕΤΙΩΝΕΙΑΣ-ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 πΧ) οι Αθηναίοι κατέκτησαν περιφανείς νίκες, υπέστησαν όμως και κάποιες συμφορές, η μεγαλύτερη των οποίων ήταν η Σικελική Εκστρατεία. Ήταν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο του Αλκιβιάδη, τον οποίο όμως οι εχθροί του κατάφεραν να καταδικάσουν για βεβήλωση των «Ερμών Κεφαλών» και έτσι του στέρησαν την αρχηγία του στόλου. Η εκστρατεία, χωρίς πλέον τον Αλκιβιάδη οδήγησε τον αθηναϊκό στόλο και στρατό σε μια τέλεια καταστροφή.
Την εξουσία τότε πήραν στην Αθήνα οι ολιγαρχικοί με πραξικόπημα στο οποίο όμως αντέδρασε ο εναπομείνας στόλος που βρισκόταν στη Σάμο. Αρχηγός του στόλου έγινε ο Αλκιβιάδης, καθώς τον αποδέχτηκαν με τιμές οι Αθηναίοι που αποτελούσαν τον στόλο και του ζήτησαν να αποκαταστήσει τη δημοκρατία στην Αθήνα.


Η Τάφρος της Ηετιώνειας Πύλης
Ο Αλκιβιάδης πραγματικά άρχισε τις ετοιμασίες για να εκστρατεύσει στην Αθήνα για να επαναφέρει στην εξουσία τους δημοκρατικούς. Οι ολιγαρχικοί ανησυχούντες αποφάσισαν να οχυρώσουν την Ηετιώνεια, την σημερινή Δραπετσώνα ενισχύοντας τα τείχη της Ηετιώνειας Πύλης. Περιγράφει τα γεγονότα ο Θουκυδίδης ως εξής: (ΘΟΥΚ. Θ 89-90 σε μετάφραση Α.Βλάχου))

«είχαν αρχίσει να κτίζουν ένα οχυρό στην τοποθεσία που ονομάζεται Ηετιώνεια. Βλέποντας ότι οι πρέσβεις τους είχαν γυρίσει από τη Σάμο και ότι, όχι μόνον ο λαός αλλά και πολλοί δικοί τους, που ως τότε τους ήταν πιστοί, μεταστρέφονταν, ανέπτυξαν μεγάλη δραστηριότητα…..
Η Ηετιώνεια είναι χερσόνησος του Πειραιά κοντά στην είσοδό του. Την οχύρωναν κατά τέτοιο τρόπο  ώστε μαζί με το τείχος που υπήρχε προς τη στεριά να μπορεί ολιγάριθμη φρουρά να ελέγχει την είσοδο….»

Η Δραπετσώνα λοιπόν ήταν η χερσόνησος κοντά στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά που φιλοξενούσε την Ηετιώνεια Πύλη και η ίδια ονομαζόταν Ηετιώνεια. Αποτελούσε τμήμα του Δήμου των Πειραιωτών  και η τοποθεσία της μαζί με τα οχυρά της την είχαν επιβάλει σαν σημαντικό τμήμα της οχύρωσης του Πειραιά και της προστασίας της Αθήνας ολόκληρης από εισβολείς που θα απειλούσαν την πόλη από θαλάσσης και θα αποβιβάζονταν στη στεριά. Και η πρώτη αναφορά της σε ιστορικό κείμενο είναι ακριβώς η παραπάνω αναφορά του μεγάλου ιστορικού, του Θουκυδίδη.

32 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 32η

Δ' μέρος με τίτλο «Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ». Εδώ τελειώνει το 9ο κεφάλαιο που είχε τίτλο "ΒΙΘΥΝΙΑ".
Οι Λασκαραίοι επιβάλουν την κυριαρχία τους στη Βιθυνία μαζεύοντας δυνάμεις από τους εξόριστους Ρωμιούς της Πόλης. Νέο όραμα η δημιουργία ισχυρού κράτους και η ανακατάληψη της βασιλεύουσας.
Παράλληλα, η συνωμοσία για τον νέο ελληνισμό συνεχίζεται. Η διακήρυξη πρέπει να φτάσει στους κατάλληλος ανθρώπους, κυρίως τους μικρούς άρχοντες των αυτόνομων περιοχών που είναι πλέον ανεξάρτητες από τον αυτοκράτορα αλλά τις επιβουλεύονται οι Φράγκοι.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο Νικηφόρος φεύγει από την Βιθυνία κουβαλώντας μαζί του περγαμηνές με την διακήρυξη του νέου ελληνισμού και λάβαρα.
Τα εμβλήματα της Ρωμαϊκής (βυζαντινής) Αυτοκρατορίας δεν περιελάμβαναν ποτέ ως τώρα τον Δικέφαλο Αετό. Αυτός αποτελεί το νέο σύμβολο για την αναγέννηση της Ρωμανίας από την τέφρα της. 
*******************************



Δ’ Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ


 «Θα μας παρουσιάσετε Ευσεβεστάτη, τώρα, το έμβλημα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας;» προέτρεψε ο Κωνσταντίνος την Άννα Αγγελίνα.
«Το ζωγραφίσαμε μαζί με την Ζωή και το κέντησαν οι γυναίκες της συνοδείας μου» είπε εκείνη. Άπλωσε μπροστά τους ένα λάβαρο. «Όλα έγιναν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο.»
Ήταν ένα σκούρο, πορφυρό, τετράγωνο βελούδο, κάτι σαν μια μεγάλη σημαία, δυο μέτρα επί δύο. Στο εσωτερικό του ήταν κεντημένος με κίτρινη κλωστή ένας χρυσός δικέφαλος αετός. Τα κεφάλια του κοίταζαν το ένα αριστερά και το άλλο δεξιά. Είχαν πάνω τους ένα Ε το δεξί κι ένα Α το αριστερό. Στα δυο του πόδια ο αετός κρατούσε στο αριστερό του ένα Κάππα και στο δεξί ένα Άλφα. Η σημαία ήταν το λάβαρο που είχε δώσει ο Καματηρός στον Κωνσταντίνο στην αυτοκρατορική του στέψη. Ο Πατριάρχης, τότε, του είχε πει για τον Ιερέα Ιωάννη, του οποίου γινόταν, μαζί με τον Καϊχοσρόη, διάδοχος.
«Το Ε πάνω από το ένα κεφάλι είναι η δύση και σημαίνει Ευρώπη. Το Α στο άλλα κεφάλι, στην ανατολή, σημαίνει την Ασία. Στο ένα πόδι το Α είναι η Αθήνα και στο άλλο το Κ είναι η Κωνσταντινούπολη» είπε η Άννα Αγγελίνα.
Συνέχισε τις εξηγήσεις ο Χωνιάτης.
«Ο δικέφαλος αετός είναι επιλογή του Μεγαλειότατου» είπε ο Νικήτας. «Είναι πανάρχαιο σύμβολο των Ετεοκρητών πρωτοελλήνων και του Χετταϊκού πολιτισμού της Μικρασίας. Τον τοποθετήσαμε στο λάβαρο για να δείξουμε ότι ερχόμαστε από ένα μακρινό παρελθόν. Είναι, όμως, και παλιό εβραϊκό σύμβολο. Αν μας πουν εθνικούς ειδωλολάτρες, θα θυμίσουμε την βιβλική προέλευσή του. Λάβαρο του νέου ελληνισμού θα είναι ο χρυσοπόρφυρος δικέφαλος αετός.»
«Με ένα πανάρχαιο σύμβολο οδεύουμε για ένα μακρινό μέλλον!» είπε ο Κωνσταντίνος.
«Το χρησιμοποίησε κι ο Ισαάκιος Κομνηνός για λίγο» είπε ο Νικήτας. «Γι αυτόν ήταν απλά ένα διακοσμητικό σύμβολο. Εμείς το διαλέξαμε για να το συνδέσουμε με τον νέο ελληνικό χαρακτήρα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.»
«Ο μονοκέφαλος αετός ήταν το σύμβολο της Ρώμης» είπε ο Καλλίμαχος.
«Ναι, κι εγκαταλείφθηκε» είπε ο Κωνσταντίνος. «Μόνο ο αυτοκράτορας Ιουλιανός τον επανέφερε, αλλά, οι διάδοχοί του τον κατάργησαν και πάλι.»
«Ο δικέφαλος ήταν σύμβολο και στην αρχαία εποχή, ίσως του Διός» είπε ο Νικήτας.
«Μέχρι να φύγω, θα έχετε φτιάξει μερικά ακόμη τέτοια λάβαρα για να πάρω μαζί μου;» ρώτησε ο Νικηφόρος.
«Κάθε φορά που θα πηγαίνεις για μια μύηση Νικηφόρε, θα δίνεις ένα τέτοιο λάβαρο. Θα πηγαίνει στα χέρια ανθρώπων με τους οποίους θα μιλάς για να τους εντάξεις στο σχέδιό μας. Το ίδιο θα κάνουν κι οι άλλοι απεσταλμένοι που θα φύγουν, όπως εσύ, με την ίδια αποστολή. Όλοι θα έχετε μια περγαμηνή με την διακήρυξή μας» του είπε η Άννα Αγγελίνα.
«Ο Μιχαήλ θα χαρεί πολύ όταν πάρει στα χέρια του μια τέτοια περγαμηνή και ένα τέτοιο λάβαρο» είπε ο Νικηφόρος.
«Να πεις στον αγαπητό μου αδελφό ότι, κατά δήλωσή μου, από εδώ και πέρα, θα είμαι Έλληνας και Ρωμιός. Δεν θα διστάζω να το λέω και να το γράφω. Θα το δει στο “χρονικό” που γράφω!» είπε ο Νικήτας Χωνιάτης.
«Νομίζω πως αρκετά ήταν αυτά που είπαμε ως τώρα» είπε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης.
Κάπου εκεί τελείωσε η σύσκεψη. Ήταν ένα ξεκίνημα της συνωμοσίας για τον νέο ελληνισμό. Όταν οι Λασκαραίοι θα έπαιρναν τη Νίκαια -σύντομα όπως έδειχναν τα πράγματα- θα οργανώνονταν καλύτερα. Προς το παρόν είχε ενημερωθεί ο Νικηφόρος που θα έφευγε σε λίγες μέρες. Καθώς έβγαιναν όλοι από το τρίκλινο, ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τον Νικηφόρο να μείνει τελευταίος για να μιλήσουν.
«Θα φύγω κι εγώ μαζί σου Νικηφόρε» του είπε. «Θα με αφήσεις στην Ραιδεστό από όπου θα πάρω τον δρόμο για την Αδριανούπολη.»
«Δεν θα είναι επικίνδυνα εκεί αυτόν τον καιρό;»
«Δεν θα πάω επίσημα, ούτε θα έχω στρατό μαζί μου. Ίσως να έχω μονάχα τον Διογένη που θα μείνει στον γυρισμό στην Κωνσταντινούπολη.»
«Όπως θέλετε Μεγαλειότατε» του είπε ο Νικηφόρος, «Εμείς θα σας υποδεχτούμε με μεγάλη μας ευχαρίστηση.»
«Θέλω να δω τον Πατριάρχη Καματηρό. Βρίσκεται στην Αδριανούπολη και με περιμένει. Ξέρω πως έχει κάτι σημαντικό να μου πει, με είχε προειδοποιήσει το βράδυ της στέψης. Δεν πρέπει βέβαια να γνωρίζει κανείς ποιος είμαι, γι αυτό αύριο θα είμαι μεταμφιεσμένος. Μην παραξενευτείς που θα με δεις ως πραγματευτή. Ανάλογα ντυμένος σαν βοηθός μου θα είναι κι ο Διογένης.»
«Μπορώ να σας δώσω και έγγραφα που να δείχνουν ότι εμπορεύεστε με τους Βενετούς. Η Αδριανούπολη έπεσε στο δικό τους μερίδιο. Αν τους βρείτε μπροστά σας μπορεί να σας φανούν χρήσιμα.»
«Την πόλη την έχουν, τώρα, οι Βούλγαροι του Ιωάννη. Αυτά αλλάζουν όμως εύκολα. Μπορεί να την πάρουν, όμως, πάλι οι Βενετοί, γι αυτό, ετοίμασέ μου ένα έγγραφο αποδεκτό από αυτούς. Θα έχω κι ένα ακόμη από τον αδελφό μου για τους Βούλγαρους. Κανείς δεν ξέρει ποιο από τα δυο θα χρειαστώ» είπε ο Λάσκαρης.
«Σύμφωνοι Μεγαλειότατε. Θα το ετοιμάσω και θα σας περιμένουμε στο πλοίο.»
Ο Νικηφόρος αποχαιρέτησε με λύπη του και την Ζωή. Έμοιαζε να είναι ένας οριστικός αποχαιρετισμός. Μέσα τους κι οι δύο πίστευαν, ή –μάλλον- είχαν την κρυφή ελπίδα, ότι θα τα κατάφερναν να ξανασυναντηθούν.
«Ζωή, φεύγω αύριο» της είπε ο Νικηφόρος μόλις έμειναν για λίγο μόνοι. «Θα πρέπει να μείνω δυο μέρες στην Απάμεια για να επιβλέψω τη φόρτωση.»
Με το χέρι της του έκλεισε απαλά το στόμα.
«Το ξέρω Νικηφόρε. Το έχω συνειδητοποιήσει πως θα φύγεις και το περιμένω.»
«Δεν ξέρω τι με περιμένει εκεί που θα πάω. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτε. Δεν είναι και για σένα σωστό να σε γεμίσω υποσχέσεις που δεν ξέρω αν και πότε θα εκπληρώσω» της είπε.
«Κι ούτε θέλω να μου υποσχεθείς τίποτε» τον διέκοψε. «Να μην ανησυχείς για μένα. Όλο αυτό που θα οργανώνουμε στη Νίκαια, μόλις πάμε, θα με απασχολήσει αρκετά. Δεν θα χρειαστεί μοναστήρι για να αντέξω τον χωρισμό μας.»
«Χαίρομαι που σ' ακούω να το λες αυτό.»
«Κάτι ακόμα. Έμαθα πως θα πάρεις στο πλοίο μαζί σου και τον Κωνσταντίνο μαζί σου, είναι αλήθεια;»
«Ναι. Μου είπε ότι πρέπει να πάει στην Αδριανούπολη, τον ζήτησε ο Καματηρός.»
«Για να πηγαίνει στον Πατριάρχη κάτι σημαντικό θα τρέχει. Ίσως να είναι κάτι καλό για την υπόθεσή μας» είπε η Ζωή. «Να τον προσέχεις αυτόν τον Λάσκαρη, είναι πολύτιμος για όλους μας!»
Ο Νικηφόρος την κοίταξε με απορία.
«Εσύ, Ζωή, έχεις καμιά ιδέα, υποψιάζεσαι τι θα κάνει εκεί που πάει;» την ρώτησε.
«Έχω την εντύπωση ότι θα ζητήσει από τον Καματηρό να ορκίσει τον αδελφό του αυτοκράτορα. Ως τώρα ο Θεόδωρος είναι μόνο συναυτοκράτωρ. Θέλει να γίνει η στέψη με όλο το τυπικό της ορκωμοσίας εδώ στη Νίκαια.»
«Αποχωρίζεται δηλαδή οριστικά ο ίδιος τον τίτλο του αυτοκράτορα, ε;»
«Έτσι που τον είδα» είπε η Ζωή, «νομίζω πως δεν θα του λείψει καθόλου.»
«Έχεις δίκιο» της είπε κι εκείνος. «Δεν νομίζω ότι τον νοιάζει ο τίτλος! Αυτός είναι παθιασμένος με την υπόθεση του νέου ελληνισμού και μόνο! Είναι παράξενος άνθρωπος, αψηφά εύκολα τίτλους και τιμές.»»
«Έτσι πιστεύω κι εγώ» συμφώνησε η Ζωή.
Ο Νικηφόρος την αποχαιρέτισε, συγκινημένος και με ακαθόριστα συναισθήματα γύρω από το «μέλλον» τους. Έφυγε και πήρε μαζί του τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, ντυμένο έμπορο, και τον Διογένη Ιάσωνα, ντυμένο βοηθό του. Τους πέρασε στην απέναντι πλευρά της Προποντίδας, στη Ραιδεστό. Από εκεί, με άλογα, θα πήγαιναν στην Αδριανούπολη. Εκεί ο Πατριάρχης Καματηρός θα μυούσε τον Κωνσταντίνο στο κυνήγι του Θεϊκού Βασιλείου. Το διαφέντευε ο Ιερέας Ιωάννης, ο οποίος περίμενε τον διάδοχό του για να του το παραδώσει.
Ο Καματηρός είχε τοποθετήσει τον Κωνσταντίνο στη θέση του νεκρού πλέον Αλέξιου Δ’. Τον Αλέξιο Ε’ Μούρτζουφλο δεν είχε προλάβει καν να τον μυήσει. Ο φυγάς ο Αλέξιος Γ’ δεν ενστερνιζόταν την ιδέα της αναζήτησης του Ιερέα Ιωάννη. Έτσι, έμενε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ο μόνος χριστιανός βασιλιάς της Ρώμης στο κυνήγι του θεϊκού βασιλείου. Αυτός κι ο Ιαθατίνης Καϊχοσρόης θα κυνηγούσαν το τρόπαιο του Ερμή του Τρισμέγιστου. Ήταν οι δυο εναπομείναντες “εκλεκτοί του θεού”. Ο Πατριάρχης δεν είχε καμιά αντίρρηση να στεφθεί ο Θεόδωρος Λάσκαρης στη Νίκαια αυτοκράτορας. Έδωσε την γραπτή του συγκατάθεση. Αρνήθηκε, όμως, να ταξιδέψει από την Αδριανούπολη στη Νίκαια καθώς είχε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Λίγο καιρό μετά την αποδοχή του Θεόδωρου Λάσκαρη από τους Προυσιανούς, τον δέχτηκαν κι οι Νικαιώτες. Δεν ήταν ακόμη αυτοκράτωρ γι αυτούς, ήταν όμως Δεσπότης. Ήταν ο ηγέτης της πόλης κι ο προστάτης τους από τους Τουρκομάνους και τους Λατίνους. Αυτό ήταν, όμως, όλο κι όλο που χρειαζόταν προς το παρόν ο Θεόδωρος. Η οικογένεια των Λασκαραίων κι οι φυγάδες άρχοντες Ρωμαίοι μετακόμισαν σε αρχοντικά σπίτια της Νίκαιας. Μαζί μ' αυτούς εγκαταστάθηκαν στη νέα πρωτεύουσα κι η Ζωή με τη μάνα της.
Η Νίκαια ήταν πια η νέα προσωρινή βασιλεύουσα της Ρωμανίας. Στριμωγμένη ανάμεσα σε δυο επικράτειες, εκείνη των Λατίνων κι εκείνη των Μουσουλμάνων. Σφήνα μεταξύ δυο ρωμαϊκών αυτοκρατοριών, λατινικής και μουσουλμανικής, η νέα γινόταν εκ των πραγμάτων ελληνική. Μόνον έτσι μπορούσε να επιβιώσει. Ανάμεσα στην Πόλη των Φράγκων και στο Ικόνιο των Σελτζούκων, η Νίκαια ήταν των Ελλήνων Ρωμιών. Σε μια στενή λωρίδα γης, είχαν χωρέσει τρεις αυτοκρατορίες, όλες ρωμαϊκές. Έπιαναν τον χώρο από τη δυτική Μικρασία ως την Θράκη κι από τον Έβρο μέχρι τα Δωδεκάνησα. Ήταν πιστές σε τρία διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα, τον καθολικισμό, το Ισλάμ και την ορθοδοξία. Και παρ’ όλο που ήταν μικρές και πολύ στριμωγμένες η μία δίπλα στην άλλη, είχαν μεγάλες φιλοδοξίες. Κι οι τρεις πίστευαν πως είχαν για προορισμό τους να κυβερνήσουν κάποτε τον κόσμο ολόκληρο. Ήταν το ρωμαϊκό όραμα της οικουμενικότητας.
Το “Δήλος” έκανε μια στάση στη Ραιδεστό. Άφησε εκεί τον «έμπορο» Λάσκαρη με τον Διογένη. Είχε φύγει μέσα Μαΐου από την Προποντίδα και ταξίδευε στο Αιγαίο περιτρέχοντας τα παράλια της Μικρασίας. Σταμάτησε στη Σμύρνη. Ο Νικηφόρος έδωσε μια περγαμηνή κι ένα λάβαρο στα χέρια του άρχοντα Μαγκαφά. Στη Σικελία έδωσε κώδικες σε κάποιους άρχοντες που γνώριζαν τον Λάσκαρη. Ενθουσιάστηκαν με την κίνηση που είχε ξεκινήσει στη Βιθυνία. Με την επιστροφή του από Σικελία, ο Νικηφόρος ήθελε να βρει στο Ναύπλιο τον άρχοντα Λέοντα Σγουρό. Δεν τα κατάφερε. Όπως του είπαν, ο Σγουρός είχε φύγει για μια εκστρατεία στον βορά. Το “Δήλος” έφτασε επιτέλους στον Πειραιά. Είχε μαζί του τις περγαμηνές και τα λάβαρα του Ακομινάτου και του Βαρδάνη. Φυσικά, κράτησε ο Νικηφόρος ένα και για τον εαυτό του.
Για να κάνει όλες αυτές τις διαδρομές, έπλεε για δυο περίπου μήνες. Φόρτωνε, ξεφόρτωνε εμπορεύματα και πάλευε με τα κύματα, τις θάλασσες και τους ανέμους. Στον νου του είχε συνεχώς αγωνία γι αυτά που είχε αφήσει πίσω του στη Βιθυνία. Σκεφτόταν κι εκείνα που τον περίμεναν στην Αθήνα. Σ’ αυτούς τους ταραγμένους καιρούς δεν υπήρχε σιγουριά για κανέναν και για τίποτε. Ο Νικηφόρος πάλευε στις θάλασσες έχοντας στο μυαλό και στην καρδιά του πολλά. Είχε αγάπες να σκέφτεται κι υποχρεώσεις να τον τραβάνε απ’ το μανίκι.

*******************************
Η συνέχεια αύριο Πέμπτη