Το Α' μέρος του 10ου κεφαλαίου σήμερα με τίτλο "ΑΡΧΗ ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ".
Ο Νικηφόρος μεταφέρει την διακήρυξη σε τοπικούς άρχοντες στη Μικρασία, την Ελλάδα και την Σικελία. Συζητά γι αυτήν και για την κατάσταση της αυτοκρατορίας μετά την άλωση της Πόλης με τον Μιχαήλ Ακομινάτο.
***************************
1205-1208
μ.Χ.
Α’ ΣΤΟ ΣΕΡΦΙΩΤΙΚΟ
Ήταν
Ιούλιος του 1204 όταν ο Νικηφόρος έφτασε
στον Πειραιά και πήρε τον δρόμο για την
Αθήνα. Πέρασε πρώτα απ’ το “Σερφιώτικο”
και μαύρισε η ψυχή του. Το σπίτι του ήταν
μισογκρεμισμένο, με εμφανή ίχνη
φωτιάς. Μια πυρκαγιά είχε κάψει τις
οροφές και πολλούς βοηθητικούς χώρους.
Τα αμπέλια είχαν γίνει παρανάλωμα
του πυρός κι είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση
τους υπήρχαν μόνο καμένα, μαυρισμένα
και ξερά ξύλα μπηγμένα στο χώμα. Ούτε
τα μισά απ’ τα δέντρα που είχε φυτέψει
δεν είχαν διασωθεί από την φωτιά. Τα
ίχνη της βίας που πέρασε από εδώ ήταν
ολοφάνερα παντού όπου κι αν κοίταζες.
Φράχτες είχαν ξεριζωθεί κι οι ξύλινες
καλύβες είχαν γίνει στάχτη. Ακόμα και
οι πέτρες και τα αλώνια είχαν πληγεί
ανεπανόρθωτα.
Μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, ή μια μανία ανθρώπινη, εξίσου ανεξέλεγκτη, τα είχε ξεθεμελιώσει όλα. Όλο του σχεδόν το βιος είχε καταστραφεί. Τα ζώα που υπήρχαν στο αγρόκτημα όταν έφυγε από εδώ, δεν φαίνονταν πουθενά. Οι απώλειες, σε όλα τα επίπεδα, ήταν τεράστιες κι οι κόποι των τελευταίων δύο ετών σκληρής δουλειάς είχαν πάει χαμένοι. Του ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Πως είχε γίνει αυτό; Ποιος του είχε προκαλέσει, χωρίς λόγο κι αιτία, τέτοια καταστροφή; Ποιος του είχε διαλύσει το βιος σε τέτοιο βαθμό;
Μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, ή μια μανία ανθρώπινη, εξίσου ανεξέλεγκτη, τα είχε ξεθεμελιώσει όλα. Όλο του σχεδόν το βιος είχε καταστραφεί. Τα ζώα που υπήρχαν στο αγρόκτημα όταν έφυγε από εδώ, δεν φαίνονταν πουθενά. Οι απώλειες, σε όλα τα επίπεδα, ήταν τεράστιες κι οι κόποι των τελευταίων δύο ετών σκληρής δουλειάς είχαν πάει χαμένοι. Του ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Πως είχε γίνει αυτό; Ποιος του είχε προκαλέσει, χωρίς λόγο κι αιτία, τέτοια καταστροφή; Ποιος του είχε διαλύσει το βιος σε τέτοιο βαθμό;
Από
την στιγμή που πάτησε το πόδι του στη
στεριά τον είχαν αμέσως ενημερώσει.
Του μίλησαν για την επιδρομή του Λέοντα
Σγουρού που είχε γίνει πριν τρεις μήνες
περίπου. Του είπαν ότι είχε αποκρουστεί
στα τείχη της Ακρόπολης από τον Ακομινάτο
που εμψύχωσε τους Αθηναίους. Πρόβαλε
ισχυρή αντίσταση και τον ανάγκασε να
υποχωρήσει χωρίς να πάρει την Αθήνα.
Ωστόσο ολόκληρη η περιοχή από την θάλασσα
ως το κάστρο είχε ερημωθεί από τα
στρατεύματά του. Η πόλη είχε αντέξει,
αλλά, το λεκανοπέδιο είχε δεχτεί την
εκδικητική μανία του στρατού του Λέοντα.
Ξέσπασε εκεί γιατί δεν άντεξε την
στρατιωτική του αποτυχία.
Ορισμένα
μέρη, του είπαν, είχαν υποστεί το πιο μεγάλο βάρος αυτού
του μένους. Η περιοχή έξω από τον Πειραιά,
εκεί που ήταν το “Σερφιώτικο”, είχε
χαλαστεί. Ρώτησε ανήσυχος αν η οικογένειά
του ήταν καλά και τον καθησύχασαν. Τα
ανθρώπινα θύματα απ’ την επιδρομή ήταν
ελάχιστα και κανένα απ’ την οικογένειά
του. Ανακουφίστηκε που δεν είχαν πάθει
τίποτε η Αγνή κι η Μαριαθήνα. Με το που κατέβηκε στο λιμάνι και τα έμαθε όλα αυτά, έτρεξε αμέσως στο "Καρτέτι" για να δει τις ζημιές.
Βρήκε
ένα ρημαδιό. Ευτυχώς οι εργαζόμενοι στο
κτήμα είχαν γυρίσει κι επισκεύαζαν τους
χώρους. Καλλιεργούσαν ό,τι μπορούσαν
με αντάλλαγμα να πάρουν όποια παραγωγή
θα έβγαζαν για λογαριασμό τους. Αυτό
είχε γίνει με την σώφρονα καθοδήγηση
κι ενθάρρυνση του πεθερού-του Δωρόθεου,
όπως του είπαν οι ίδιοι. Η γυναίκα του
κι η κόρη του έμεναν στο «Καρτέρι» που
είχε υποστεί κι αυτό ζημιές αλλά σε
μικρότερη έκταση. Ο Νικηφόρος αποδέχτηκε
και επικύρωσε τη συμφωνία που είχε κάνει
ο Δωρόθεος με τους εργάτες. Τους ζήτησε
να δουλέψουν σκληρά κι υποσχέθηκε να
δουλέψει κι ο ίδιος μαζί τους. Ύστερα
έφυγε τρέχοντας για το “Καρτέρι”.
Η
Αγνή ήταν σε κατάσταση προχωρημένης
εγκυμοσύνης κι ήταν φανερό ότι η συμφορά
την είχε επηρεάσει άσχημα. Με το που τον
είδε ξέσπασε σε κλάματα. Έβγαλε από μέσα
της όλη την απελπισία που έζησε, χωρίς
την παρουσία του δίπλα της. Τον γέμισε τύψεις
αλλά ο Νικηφόρος δεν είχε χρόνο για τέτοια. Έπρεπε να μαζέψει τα κομμάτια
της ζωής του και να αρχίσει να την χτίζει σχεδόν
από την αρχή.
Μίλησε
με τον πεθερό του και είδε τις ζημιές
που είχαν γίνει στο «Καρτέρι». Ήταν
πολλές κι εδώ, αλλά, τουλάχιστον το μισό
κτήμα είχε διασωθεί. Αυτό ήταν αρκετό
για να μπορεί να γίνει κι εδώ ένα νέο ξεκίνημα.
Το ίδιο κιόλας βράδυ έφαγαν όλοι μαζί
στο μεγάλο τρίκλινο στο “Καρτέρι”. Εκεί ένιωσαν πάλι σαν οικογένεια και προσπάθησαν να αφήσουν πίσω τους το κακό. Τραγούδησαν κι είπαν ιστορίες. Όλα αυτά κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ.
«Έμαθα
πως αντισταθήκατε γενναία στον Λέοντα
Σγουρό»
τους είπε.
«Πείτε μου, τι έγινε;»
Του
τα είπαν όλα. Ήταν σαν ένα παραμύθι που
του το ξετύλιξαν μπροστά στα μάτια του
ομαδικά. Μίλησαν όλοι και διηγήθηκαν
τα συμβάντα. Μόνο η μικρή Μαριαθήνα δεν
είπε τίποτε, αλλά, άκουγε με τα αυτιά
τεντωμένα. Έτσι ο Νικηφόρος έμαθε όσα
πέρασαν οι Αθηναίοι κι όσα τράβηξε η
γενιά των Καρτεράνων. Αυτή ήταν πια κι
η δική του οικογένεια.
Επιδρομέας ήταν ο νέος, φιλόδοξος
και κληρονομικός άρχοντας του Ναυπλίου, από
πάππου προς πάππο. Βλέποντας την αδυναμία
της κεντρικής διοίκησης του ρωμαϊκού
κράτους, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί
την συγκυρία. Το ίδιο εξάλλου έκαναν
και πολλοί άλλοι. Θέλησε να επεκτείνει
την κυριαρχία του σε όλη την έκταση του
θέματος Ελλάδας και Πελοποννήσου.
Πολιόρκησε το Άργος και την Κόρινθο που
του παραδόθηκαν εύκολα, χωρίς μάχη, Ο
μόνος που αντιστάθηκε ήταν ο Κορίνθιος
μητροπολίτης. Ο Σγουρός τού έβγαλε τα
μάτια και τον πέταξε κάτω από τα τείχη
του Ακροκόρινθου. Άφησε το πτώμα του
άταφο στα όρνια για να παραδειγματίσει
και να φοβίσει όλους τους υπόλοιπους.
«Έτσι
υπόταξε την Κόρινθο»
είπε ο Δωρόθεος. «Ο
δικός μας Μητροπολίτης, όμως, δεν τρόμαξε.
Όταν ο Λέων Σγουρός έφτασε στον Πειραιά
βρήκε τις πύλες της Αθήνας κλειστές. Οι
Αθηναίοι αρματωμένοι τον περίμεναν.»
«Δεν
ήταν εύκολο να αντισταθεί στο σιδηρόφρακτο
στρατό η Αθήνα. Τα τείχη της είναι χαμηλά»
είπε ο παππούς Λέων. «Ωστόσο
κρατήσαμε τον εισβολέα μακριά.»
«Ώσπου
έφτασε το νέο ότι η Βασιλεύουσα έπεσε»
είπε η Αγνή. Τον κοίταξε με λατρεία.
«Φοβήθηκα
πολύ γιατί ήξερα ότι θα ήσουν κι εσύ
εκεί.»
Παίρνοντας
τη σκυτάλη του λόγου ο ένας απ’ τον
άλλον, του είπαν τη συνέχεια της ιστορίας.
Μετά την πτώση της Πόλης δεν υπήρχε
λόγος αντίστασης. Δεν είχε πια νόημα η
υπακοή σε κανένα αυτοκράτορα. Ούτε ήταν
πλέον στασιαστής ο Σγουρός, ήταν ένας αυθύπαρκτος
άρχοντας. Ζήτησε, μάλιστα, να τον
ανακηρύξουν προστάτη της πόλης.
«Οι
περισσότεροι άρχοντες είπαν να τον
δεχτούν σαν ηγέτη» συνέχισε
ο Δωρόθεος. «Τότε
ο Ακομινάτος κλείστηκε με τετρακόσιους
ανθρώπους στην Ακρόπολη και δεν έλεγε
να παραδοθεί. Ο Σγουρός μπήκε στην Αθήνα
και την λεηλάτησε παίρνοντας ό,τι
πολύτιμο μπορούσε να βρει. Στην Ακρόπολη
δεν μπόρεσε να πατήσει. Έχανε στρατιώτες,
δυνάμεις και χρόνο και έτσι τα παράτησε.»
«Έκαψε
ό,τι βρήκε μπροστά του»
είπε η Αγνώ «Έκαψε
και τα δικά μας αγροκτήματα κι έφυγε
για τη Θήβα.»
«Προηγουμένως
όμως έστειλε στη Θήβα ανθρώπους που
είχαν δει τις καταστροφές που είχε κάνει
εδώ»
είπε ο Λέων παππούς. «Το
κόλπο του έπιασε και του παραδόθηκαν
το ένα μετά το άλλο όλα τα κάστρα ως τη
Λάρισα.»
«Εκεί
βρίσκεται τώρα»
είπε ο Δωρόθεος.
«Πληρώσαμε
εμείς για να παραδειγματιστούν οι άλλοι»
είπε η Αγνή.
«Δείξατε
όμως ότι η Αθήνα ξέρει να πολεμάει για
την ελευθερία της»
είπε ο Νικηφόρος.
«Αυτό
το χρωστάμε στον φίλο σου τον Μιχαήλ»
είπε
ο νεαρός Λέων.
«Πες
μας όμως εσύ αγάπη μου, τι έγινε στη
Πόλη; Πού πήγες μετά; Τι έκανες μέχρι να
έρθεις ξανά στο σπίτι μας;»
του ζήτησε η Αγνή.
«Ξεπούλησα
το εμπόρευμά μας και βρέθηκα στην Πόλη. Ήμουν εκεί όταν την
άλωσαν οι Φράγκοι κι οι Βενετοί. Ήμουν εκεί σε κάποιες ένδοξες στιγμές, αλλά, και σε κάποιες μαύρες. Ήμουν εκεί όταν ο ανόητος κλήρος κι ο λαός τούς ζήτησε να τον ελεηθούν»
ξεκίνησε να λέει ο Νικηφόρος.
Τους
είπε για την πολιορκία και την πτώση
της Πόλης κι έμειναν όλοι με το στόμα
ανοιχτό. Ήταν έκπληκτοι από την αναξιότητα
των Ρωμαίων να υπερασπιστούν την πιο
λαμπρή πόλη του κόσμου.
«Τι
να σας λέω για τους λιπόψυχους βασιλιάδες και για την αγριότητα των εισβολέων»
είπε. Ήταν εξουθενωμένος και μόνο που
τα ξανασκεφτόταν. «Έπρεπε
να βλέπατε αυτούς του “στρατιώτες του
Χριστού” πώς έκαναν για ένα κοκαλάκι
αγίου. Πώς σκότωναν για ένα χρυσό μανουάλι. Να βλέπατε πώς ο άνθρωπος γίνεται θηρίο.»
Αν
κι είχε φύγει το βράδυ της εισβολής,
είχε μάθει τα πάντα από τον Νικήτα κι
όσους τα είχαν ζήσει. Οι σταυροφόροι
μπήκαν στην κατακτημένη πόλη και την
λεηλάτησαν ανηλεώς. Σκότωσαν άρχοντες
κι ιερείς κι όποιον έβρισκαν μπροστά
τους. Βίαζαν τις γυναίκες και τα νεαρά
κοριτσόπουλα, έκλεβαν κάθε αντικείμενο
αξίας, και λεηλατούσαν τα πάντα.
Σκοτώνονταν για τα χρυσάφια, τα μπακίρια
και τα κόκαλα νεκρών ή για τα «δάκρυα»
των αγίων. Τους είπε πώς γκρέμισαν τα
μαρμάρινα αγάλματα και πώς έλιωσαν τους
χάλκινους ανδριάντες. Για να πάρουν τον
χρυσό, τον άργυρο και τον χαλκό διέλυαν
υπέροχα συμπλέγματα αγαλμάτων. Γκρέμισαν
τέμπλα κι ιερά. Ξέσκιζαν τις εικόνες για να πάρουν από μέσα τους πολύτιμα μέταλλα, πετράδια,
χρυσά αναθέματα και καντήλια.
«Αυτοί
ήταν οι προσκυνητές;»
αναρωτήθηκε φωναχτά ο Δωρόθεος. «Αυτοί
θα ελευθέρωναν τους ιερούς τόπους από
τους άπιστους; Χάλασαν την πιο λαμπρή
πόλη του κόσμου.»
Ο
Νικηφόρος τους διηγήθηκε την συγκινητική
στιγμή όταν οι γενναιόψυχοι Ρωμιοί
μαζεύτηκαν στην Αγιασοφιά. Σε αντίθεση
μ’ όσους είχαν ακολουθήσει τον Αλέξιο
Μούρτζουφλο, αυτοί έμειναν. Ενθρόνισαν
τον Κωνσταντίνο Λάσκαρη, με την εύνοια
της τύχης, κι έκαναν συναυτοκράτορα τον
αδελφό του. Τους είπε πώς ακυρώθηκε η
τελευταία ισχυρή αντίσταση που ήταν να δοθεί. Τότε που καλόγεροι
και ιερείς, μαζί με κάποιους άρχοντες και
λαϊκούς, έκαναν την λιτανεία ζητώντας έλεος.
Όταν παρέδωσαν την πόλη σε έναν έκπληκτο εχθρό που δεν
ήξερε τι θα τού ξημέρωνε.
«Γιατί
οι Φράγκοι κι οι Βενετοί βρισκόταν μέσα
από τα τείχη, όμως, γύρω τους όλα καίγονταν
από μεγάλη πυρκαγιά. Βρίσκονταν σε
άγνωστα γι αυτούς μέρη κι ο ρωμαϊκός
στρατός ήταν άθικτος. Μπορούσε να τους
παγιδέψει. Θα τους τσάκιζε αν αποφάσιζε
να αναμετρηθεί μαζί τους κι υπερασπιζόταν
την Πόλη»
είπε ο Νικηφόρος.
«Και
το έβαλαν στα πόδια;»
«Ναι.
Γιατί δεν ήξεραν για ποιον να πολεμήσουν
και γιατί δεν είχαν σχεδόν τίποτα να
κερδίσουν αν πολεμούσαν! Δεν ήταν βλέπεις
ο λαός αρματωμένος με τα όπλα. Τον στρατό
δεν τον αποτελούσαν όσοι είχαν συμφέρον
να πολεμήσουν για να προστατέψουν
περιουσίες και οικογένειες! Ήταν ξένοι
και μισθοφόροι που πολεμούσαν για τα
χρυσά και τα υπέρπυρα. Δεν υπήρχε λόγος να δώσουν τη ζωή τους για έναν ξένο σκοπό. Προτίμησαν, λοιπόν, την σιγουριά της ζωής παρά τον πόλεμο και την αβεβαιότητα του θανάτου.»
«Τι
φοβερή ντροπή!» φώναξε
ο Λέων.
«Τι δειλία!»
«Κι
εγώ το θεωρώ δειλία»
είπε ο Νικηφόρος «αλλά,
το καταλαβαίνω. Για να μην είσαι δειλός
πρέπει νά ’χεις ένα σκοπό που να τον
πιστεύεις. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν.
Εξάλλου οι βασιλιάδες τους ήταν οι
πρώτοι που το έσκαγαν!»
«Τι
δειλοί!»
είπε η Ευδοκία, η αδελφή της Αγνής.
«Εδώ,
ο λαός της Αθήνας πολέμησε. Δεν ήταν σαν
κι αυτούς τους κατάπτυστους της
Βασιλεύουσας»
είπε η Αγνή. «Αντισταθήκαμε
κι ας υποστήκαμε καταστροφές.»
«Πως
τα κατάφερε ο Μιχαήλ να πείσει τους
Αθηναίους άρχοντες να πολεμήσουν;»
«Μας
μάζεψε κάτω από την Ακρόπολη κι έβγαλε
ένα λόγο συγκινητικό για τους προγόνους
μας»
είπε ο Δωρόθεος. «Μας
έδειχνε τα αγάλματα, τον ναό, έλεγε πολλά
…»
«Ναι,
εντάξει» έκανε
δύσπιστος ο Νικηφόρος, «αλλά
τι άλλο είπε για να τους πείσει;»
«Ήρθε
στα σημερινά»
είπε ο Λέων ο γεροντότερος.
«Είπε ότι αν υποταχτούμε θά'μαστε αποστάτες για τον αυτοκράτορα.
Κάποτε θα μας τιμωρήσει για την αποστασία
μας αυτή. Μας θύμισε ακόμα ότι η Κόρινθος
και το Άργος που υποτάχτηκαν πλήρωσαν ακριβά με φόρους και δουλείες. Ο
Λέων Σγουρός κατασκεύασε τον στόλο
του παίρνοντας το βιος τους. Τους είπε ότι
ήθελε, δήθεν, να τους προστατεύει από
τους πειρατές αλλά αυτός έκανε εκστρατείες.
Μίλησε στην ψυχή και στην τσέπη τους
ταυτόχρονα.»
«Κάτι
μου θυμίζει αυτός ο φόρος που τον εισπράττει ο δυνατός για προστασία»
είπε σαρκαστικά ο Νικηφόρος.
«Ίδια κοροϊδία με τον Δούκα του Αιγαίου.»
«Αυτά
τους είπε ο Ακομινάτος. Έθιξε τον εγωισμό
τους και το συμφέρον τους κι έτσι είπαν
όλοι να αντισταθούν. Δεν προσκύνησαν»
είπε ο Δωρόθεος.
«Βέβαια,
όταν μάθαμε ότι η Κωνσταντινούπολη
έπεσε, το επιχείρημα περί αποστασίας
έπεσε. Ο Σγουρός κατάφερε να μπει στην
Αθήνα»
είπε ο γέρο-Λέων. «Ο
Ακομινάτος, τότε, πήρε όσους έμεναν πιστοί
κι οχυρώθηκε στο Κάστρο. Χτύπησε τον
Σγουρό άγρια και τον απογοήτευσε
εντελώς.»
«Πετύχατε
μιαν ένδοξη νίκη»
είπε ο Νικηφόρος.
«Είχαμε
αρχηγό σπουδαίο, κι οι Αθηναίοι απέδειξαν
ότι αξίζουν»
είπε ο Δωρόθεος.
«Η
Αθήνα δόξασε το όνομα των Ελλήνων στα
παλιά χρόνια»
είπε ο Νικηφόρος. «Έδειξε
τώρα ότι οι Ρωμιοί Γραικοί είναι αντάξιοι
των προγόνων τους!»
Θα
ήθελε να τους πει για την αναγέννηση που ξεκινούσε, αλλά,
δεσμευόταν από όρκους μυστικότητας.
Στο δεσποτάτο του Λάσκαρη στη Βιθυνία, θα ανθούσε η
αυτοκρατορία του ελληνισμού. Ήταν ακόμα
στην Προύσα κι είχε το μάτι του στη
Νίκαια. Μια μέρα ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης
θα έπαιρνε τον θρόνο της Βασιλεύουσας. Θα τα έλεγε
στον Μιχαήλ όταν θα τον έβρισκε την
επόμενη μέρα. Θα ανέβαινε στον ναό της
Παναγιάς της Αθηνιώτισσας, στον ιερό
βράχο.
«Μετά
την πτώση της Πόλης τι έκανες;» τον
ρώτησε η Αγνή. «Σε
περίμενα πολύ νωρίτερα.»
«Πέρασα
στην Βιθυνία κάποιες αρχοντικές
οικογένειες Ρωμαίων, τον Λάσκαρη, τον
Παλαιολόγο και άλλους. Βρήκα κι ένα
μπάρκο για τη Σικελία κι ήρθα κατά ‘δω.»
«Ήρθε
κι ο αδελφός του Μιχαήλ;»
ρώτησε ο Δωρόθεος.
«Όχι
από την αρχή. Έμεινε στην Πόλη. Διακινδύνευσε
πολύ, τελικά όμως το έσκασε και έφτασε
στην Προύσα. Όταν έφυγα ετοιμάζονταν
όλοι να μεταβούν στη Νίκαια. Θέλουν να
ξαναστήσουν εκεί, εξόριστη, την
αυτοκρατορία.»
«Η
κυρία Ευανθία τι έγινε;»
ρώτησε η Θεοδώρα.
«Έμειναν
κι αυτή κι η κόρη της κοντά στον Λάσκαρη.
Τουλάχιστον έζησαν»
είπε ο Νικηφόρος.
«Είμαι
ευτυχισμένη που γύρισες» είπε τρυφερά
η Αγνή στον Νικηφόρο μόλις έμειναν μόνοι
τους. Ο Δωρόθεος τους είχε παραχωρήσει
ένα δωμάτιο στο “Καρτέρι”.
«Κι
εγώ χαίρομαι που, παρ’ όλα όσα έγιναν,
είσαι καλά κι εσύ κι η Μαριαθήνα. Κι όπως
βλέπω είναι καλά κι αυτό που έρχεται»
της είπε χαϊδεύοντας την φουσκωμένη
κοιλιά της.
Την
άλλη μέρα ο Νικηφόρος πήγε να βρει τον
Μιχαήλ. Μόλις τον είδε συγκινήθηκε. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο
Γεώργιος Βαρδάνης ήταν κι αυτός πολύ
χαρούμενος.
«Έμαθα
τα δικά σας. Με εντυπωσιάσατε. Έχετε
μεγάλη καρδιά»
τους είπε ο Νικηφόρος.
«Η
συμφορά χτύπησε την οικογένειά σου,
αλλά, με λίγη υπομονή θα τα ξαναφτιάξετε
όλα»
του είπε ο Μιχαήλ. «Η
άλλη συμφορά, όμως, η μεγαλύτερη, που
χτύπησε τη Ρωμανία, αυτή φοβάμαι πως
δεν έχει γιατρειά.»
Κάθισαν
κι οι τρεις με την ησυχία τους στα
προπύλαια. Κουβέντιασαν για όλα. Ο
Νικηφόρος έμαθε λεπτομέρειες για τη
μάχη που έδωσε η Αθήνα κόντρα στον
άρχοντα του Ναυπλίου. Εκείνοι έμαθαν
ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για την
πτώση και την καταστροφή της μεγαλύτερης
πόλης του κόσμου. Η πιο πολυάνθρωπη και
πιο πλούσια βασιλεύουσα προδόθηκε απ'
τη δειλία των αυτοκρατόρων της. Τους
είπε για τους γενναίους Ρωμαίους που προσπαθούν να σώσουν ό,τι απέμεινε
απ’ την αυτοκρατορία. Τους είπε για την
ανακήρυξη του Κωνσταντίνου ως νέου
αυτοκράτορα και για τον τρόπο που
προδόθηκε η Πόλη. Τους είπε για τη
διαφυγή του Νικήτα και για την πρόθεσή
του να ονομάζει τους κατοίκους της
Ρωμανίας “Γραικούς”. Τους είπε για
τις κινήσεις στην Βιθυνία που προσβλέπουν
σε μια νέα ελληνική αυτοκρατορία των
Ρωμιών-Γραικών. Μίλησε για την προσπάθεια
ώστε η αλλαγή να γίνει αποδεκτή
στη συνείδηση λαού κι αρχόντων.
Στην ουσία τους ενέταξε στην συνωμοσία
της Νίκαιας.
«Θα
σας διαβάσω μια διακήρυξη»
τους είπε. «Την
έχει συντάξει ο αδελφός σας ο Νικήτας
και την υπογράφει ο νέος αυτοκράτωρ
Κωνσταντίνος Λάσκαρης.»
Τους
διάβασε την διακήρυξη. Είχε την υπογραφή
του μόνου νόμιμου αυτοκράτορα αυτή τη
στιγμή. Αν δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί
τον τίτλο του, ήταν γιατί δεν είχε τη
δύναμη να τον επιβάλλει. Τους είπε ότι
ο σπόρος που έσπειραν στέλνοντας τις περγαμηνές και τα βιβλία
στον Λάσκαρη είχε καρπίσει. Το δέντρο
μεγάλωνε μέρα με τη μέρα.
«Διάβασέ
μας ξανά αυτό το σημείο» είπε ο Μιχαήλ
και του έδειξε το απόσπασμα.
«Ο
κίνδυνος της ολοκληρωτικής υποτέλειας σε Λατίνους,
Σκύθες, Πέρσες είναι προ των πυλών.
Η ρωμαϊκή ασπίδα φάνηκε κατώτερη των
περιστάσεων κι η ρωμαϊκή ειρήνη δεν
υπάρχει πλέον.... Εγκαθιδρύουμε την
Ελληνική Αυτοκρατορία στα ελληνόφωνα
μέρη Μικρασίας και Ευρώπης. Δύο οι
φωτοδότες φάροι: Η Κωνσταντινούπολη, η
πιο λαμπρή πόλη του παρόντος κι η Αθήνα,
η πιο ένδοξη πόλη του παρελθόντος...
Θα ιδρυθούν Σχολές φιλοσοφικές
και Πανεπιστήμια, Μουσεία και Ακαδημίες.
Θα έχουν όλοι οι Έλληνες παιδεία και
μόρφωση χριστιανική κι ελληνική. Στηριγμένοι σε άνωθεν και
θύραθεν παιδεία, θα αναστηθούν όσα οι
βάρβαροι κατέστρεψαν. Θα δημιουργηθεί
ένας νέος ελληνισμός που θα λάμψει στον
αιώνα.»
διάβασε ο Νικηφόρος. Καθώς άκουγε τα αποσπάσματα, ο
Ακομινάτος δάκρυσε.
«Δεν
ξέρω αν αυτά θα γίνουν ποτέ»
είπε. «Χαίρομαι,
όμως, που έζησα να δω να τα συντάσσει ο
σοφότατος αδελφός μου. Χαίρομαι επίσης που τα υπογράφει
ένας νόμιμα χρισμένος Ρωμαίος αυτοκράτορας.»
«Ξέρουν
κι αυτοί που τά'γραψαν ότι χρειάζεται
χρόνος πολύς για να εφαρμοστούν»
του είπε ο Νικηφόρος.
«Δεν
προλαβαίνουμε στη δική μας ζωή»
είπε ο Μιχαήλ. «Εκείνο
που πέφτει σε εμάς είναι να σπείρουμε.
Άλλων δουλειά θα είναι ο θερισμός.»
«Να
έρθουμε όμως στο σήμερα»
πρότεινε ο Βαρδάνης.
«Έχουν
μοιράσει την αυτοκρατορία ανάμεσά τους.
Η χερσόνησος ανατολικά από την Πίνδο
πέφτει στους Φράγκους και δυτικά στους
Βενετούς»
είπε ο Νικηφόρος.
«Δηλαδή
η Αθήνα πέφτει στο μερίδιο των Φράγκων»
είπε σκεπτικός ο Βαρδάνης.
«Πρώτα
θα πρέπει να καταλήξουν ποιος θα είναι ο νέος αυτοκράτορας.
Μετά θα διαμοιράσουν τα φέουδα»
εξήγησε ο Νικηφόρος. «Ύστερα
θα έρθουν οι πρίγκιπες με χρυσόβουλα
να μας κατακτήσουν εν ονόματι του Λατίνου
αυτοκράτορα.»
«Μα
οι Βενετοί δεν μπορούν να έχουν ενδοχώρα»
είπε ο Βαρδάνης.
«Μόνο για λιμάνια ενδιαφέρονται. Άρα,
η Ήπειρος θα μείνει ελεύθερη, αν είναι
έτσι τα πράγματα.»
«Πιθανώς!»
είπε ο Μιχαήλ. «Κι
η Τραπεζούντα που τους πέφτει κάπως
μακριά, κι η Ρόδος, ίσως κι η Κρήτη. Εμείς,
όμως, δεν θα γλιτώσουμε από τα νύχια
τους. Προβλέπω πολύ σύντομα να έχουμε
επισκέψεις!»
«Θα
αντισταθούμε; Θα τους αντιμετωπίσουμε
όπως τον Λέοντα;»
ρώτησε ο Βαρδάνης.
«Εν
ονόματι τίνος;»
είπε ο Ακομινάτος. «Να
κηρύξουμε την ανεξαρτησία μας είναι
κάπως δύσκολο. Να συμμαχήσουμε με τον
Σγουρό … ίσως είναι μια κάποια λύση.»
Η
κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη τώρα που
δεν υπήρχε πια η ρωμαϊκή ασπίδα.
«Ας
περιμένουμε. Ο Σγουρός θα τους αντιμετωπίσει
στη Λάρισα, εκεί βρίσκεται τώρα» είπε
ο Βαρδάνης.
«Αν τους κρατήσει μακριά
μας, θα τον αντιμετωπίσουμε με άλλο
πνεύμα. Αν όμως το βάλει κι αυτός στα
πόδια …. τότε αλίμονό μας.»
***************************
Η συνέχεια αύριο Παρασκευή.