Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

16 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 16η

Από σήμερα μπαίνουμε στο 5ο κεφάλαιο. Ο τίτλος του είναι "Στο Δήλος". 
Οι σταυροφόροι επιβάλουν την θέλησή τους στην Κωνσταντινούπολη με τον νέο αυτοκράτορα Αλέξιο Δ' που διαδέχεται τον Αλέξιο Γ' που το έσκασε.  
Στο Α' μέρος αυτού του κεφαλαίου που δημοσιεύουμε σήμερα περιγράφεται η περιπέτεια του Θεόδωρου Λάσκαρη που βρέθηκε φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόδωρος με την γυναίκα του Άννα-Αγγελίνα διέφυγαν στις απέναντι ακτές της Βιθυνίας όπου είχαν κτήματα και περιουσία. 
Στα επόμενα μέρη Β' και Γ' και Δ' ολοκληρώνεται το ταξίδι του "Δήλος" από την Πόλη στην Βιθυνία. Θα κρατήσει όλη αυτή την εβδομάδα με ένα μέρος αυτού του 5ου κεφαλαίου κάθε μέρα. Όλα αυτά συμβαίνουν το 1203 μ.Χ. Οι σταυροφόροι έχουν επιβάλει τον δικό τους αυτοκράτορα και μπαινοβγαίνουν στην Πόλη με όλη τους την άνεση.
************************************************

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο : ΣΤΟ “ΔΗΛΟΣ”
1203 μ.Χ.


Α’ Η ΦΥΓΗ


Την ημέρα της στέψης των συναυτοκρατόρων, Ισαάκιου Β’ και του γιου του Αλέξιου Δ’. η Πόλη γιόρταζε. Τα μέτρα ασφάλειας κι ελέγχου στην Βασιλεύουσα είχαν ατονήσει καθώς η φρουρά είχε μαζευτεί στην Αγία Σοφία. Η τελετή θα γινόταν εξ ολοκλήρου στο προαύλιο και στον κήπο της μεγάλης εκκλησίας. Ήταν Αύγουστος κι η ζέστη ήταν αποπνικτική στο εσωτερικό του ναού. Καθόλου δεν μειωνόταν η λαμπρότητα της τελετής που θα ήταν σύμφωνη με την μεγαλειώδη, πανάρχαια ρωμαϊκή εθιμοτυπία. Η αυτοκρατορική στέψη απαιτούσε την παρουσία όχι μόνο του Πατριάρχη αλλά και των αρχόντων και του στρατού. Ήταν οι ευγενείς, οι αξιωματικοί, οι συντεχνίες των δήμων κι όλοι οι τιτλούχοι.
Ο λαός δεν ήταν χαρούμενος με τον νέο αυτοκράτορα. Περιφρονούσαν τον Αλέξιο τον Γ’ που το είχε σκάσει αντί να υπερασπιστεί την Πόλη. Το είχε σκάσει σαν κλέφτης χωρίς να μετρήσει τις συνέπειες.. Όμως, δεν ήθελαν ούτε κι αυτόν τον Αλέξιο που είχε φέρει τους Φράγκους έξω από τα τείχη της Πόλης. Ήταν, όμως, τόσο αγανακτισμένοι με τον προηγούμενο, που κάποιες ελπίδες τούς γεννούσε η αλλαγή. Κάποιοι, μάλιστα, ένιωθαν ακόμα και ανακούφιση.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης, αριστοκράτης Ρωμαίος ήταν από ευγενική γενιά, γαμπρός του φυγάδα Αλέξιου Γ’. Ήταν φυλακισμένος και δέκα μέρες, από όταν ο Αλέξιος Δ’ μπήκε στην Πόλη. Ωστόσο, μέσα στη γενική χαλάρωση για την στέψη, κατάφερε να ξεφύγει από τους φύλακές του. Προσπάθησε να φύγει από την Πόλη. Μαζί του είχε την γυναίκα του, την Άννα Αγγελίνα, που ήταν κόρη του φυγάδα και πρώην αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’. Με άκρα μυστικότητα και με τη βοήθεια κάποιων πιστών του φίλων, ο Λάσκαρης έφτασε στο λιμάνι του Ιουλιανού. Είδε ότι φυλασσόταν πολύ καλά. Προχώρησε ως το γειτονικό λιμάνι του Κοντοσκάλιου και είδε ότι τα μέτρα εδώ ήταν πολύ υποτονικά. Προσπάθησε να χωθεί σε ένα πλοίο για να κρυφτεί, με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να φύγει από την Πόλη. Είχε μαζί του χρυσό, κοσμήματα κι αργυρά νομίσματα για να δώσει στον ιδιοκτήτη του πλοίου αν χρειαζόταν. Εκείνη τη στιγμή είδε μια εμπορική δικάταρτη σαχτούρα. Του φάνηκε πιο κατάλληλο κατάλυμα για να βγάλει τη βραδιά. Ίσως ο πλοιοκτήτης του να τον έβγαζε κι από την Πόλη. Χωρίς άλλη σκέψη ο Λάσκαρης και η γυναίκα του κρύφτηκαν κάτω από κάτι καραβόπανα και περίμεναν.
«Θα περάσουμε εδώ το βράδυ; Δεν είναι επικίνδυνα;» τον ρώτησε περίεργη κι ανήσυχη η Άννα Αγγελίνα.
«Δεν έχουμε που να πάμε Άννα» της είπε εκείνος. «Όλα τα γνωστά μέρη είναι επικίνδυνα. Θα αρχίσουν να με ψάχνουν μόλις αντιληφθούν ότι δεν βρίσκομαι στο κελί μου.»
«Και πότε υπολογίζεις να το διαπιστώσουν;»
«Το πρωί. Απ’ τα χαράματα θα το καταλάβουν.»
«Αν πηγαίναμε στο εξοχικό μας;»
«Το ξέρουν και θα πάνε αμέσως εκεί.»
«Στης μητέρας μου, Στους Καματηρούς; Ο Πατριάρχης; Μήπως να μας έκρυβε μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση;»
«Όχι, Άννα, δεν γίνεται. Μόνο να φύγουμε απ’ την Πόλη μπορούμε. Δεν είδες τι τομάρι είναι ο εξάδελφός σου ο Αλέξιος; Δεν λογαριάζει τους Ρωμαίους παρά μόνο σαν σκουπίδια! Παίζεται το κεφάλι μου όσο μένω εδώ. Θα βάλει να με ψάξουν κι όταν με βρει θα μου βγάλει τα μάτια!»
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήταν γενναίος και πολύ ικανός αξιωματικός. Στη μάχη με τους σταυροφόρους είχε διακριθεί κι είχε κρατήσει σταθερά και εύκολα τη θέση του. Τώρα, όμως, ήταν μόνος του απέναντι στην αυτοκρατορική φρουρά. Δεν είχε ελπίδες όσο βρισκόταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη. Έπρεπε να φύγει το ταχύτερο δυνατόν κι ήξερε που θα έπρεπε να πάει. Στην απέναντι ακτή της Προποντίδας, στη Νίκαια και στην Προύσα. Εκεί είχε δύναμη η οικογένειά του.
«Αν μείνεις εδώ ίσως να χρειαστείς όταν θα πέφτει ο Αλέξιος» του είπε εκείνη.
«Θα αργήσει να πέσει. Έχει μαζί του τους Φράγκους έχει και τον γερο-Δάνδολο. Δεν θα μπορέσουμε να αντέξουμε τόσο χρόνο κρυμμένοι.»
«Αγκάλιασέ με» του ζήτησε εκείνη. Κόλλησε πάνω του. «Πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω κυνηγημένη.»
Σκεπάστηκαν κάπως καλύτερα με το καραβόπανο.
«Κουράγιο καλή μου» της είπε αυτός. «Θα βρούμε το πρωί μια λύση, εντάξει;»
Για την Άννα Αγγελίνα ο Θεόδωρος ήταν ο δεύτερος σύζυγος. Όταν ήταν πολύ μικρή, την είχαν παντρέψει με τον σεβαστοκράτορα Ισαάκ Κομνηνό. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Αυτός όμως πέθανε νέος, πριν από επτά χρόνια, όταν έπεσε στα χέρια των εχθρών. Ήταν μια εξέγερση Βουλγάρων και Βλάχων που είχε πάει για να την καταστείλει και τον σκότωσαν. Είχε προλάβει να αποκτήσει μαζί του μια κόρη, την Θεοδώρα Αγγελίνα. Την είχαν παντρέψει εδώ και πέντε χρόνια με ένα Βούλγαρο Ηγεμόνα. Η ίδια θα έμενε χήρα ή θα την έστελναν νύφη σε κανένα βάρβαρο ηγεμόνα αν δεν ήταν ο Θεόδωρος. Της πρότεινε γάμο κι η Άννα το θεώρησε μεγάλη τύχη. Της είπαν, βέβαια, οι καλοθελητές ότι την ήθελε μόνο και μόνο για να γίνει γαμπρός του βασιλιά του Αλέξιου του Γ’. Δεν νοιάστηκε για τις διαδόσεις και πήρε τον ωραίο, δυνατό και γεμάτο προοπτικές νεαρό. Της άρεσε και, όπως είχε εύκολα αντιληφθεί, του άρεσε κι αυτή. Τώρα, η Άννα Αγγελίνα ήταν εικοσιεπτά χρονών κι ο Θεόδωρος ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός της.
Μετά την ξαφνική φυγή του αυτοκράτορα πατέρα της, εκείνη είχε μείνει σταθερά στο πλάι του άντρα της. Κόντεψε να σκοτώσει έναν από τους Βαράγγους που είχαν έρθει για να τον πάρουν. Όρμισε με κουζινομάχαιρο στον πρώτο που βρέθηκε μπροστά της και τον τραυμάτισε στο αυτί. Έπεσαν πάνω της τρεις Βαράγγοι και την ακινητοποίησαν. Ήταν έξαλλη που τον ταλαιπωρούσαν μόνο και μόνο γιατί ήταν δικός της άντρας, γαμπρός του φυγά Βασιλιά. Ο εξάδελφός της όμως Αλέξιος Δ’ ήξερε ότι έπρεπε να εξοντώσει τους συγγενείς και φίλους του θείου του. Ο Λάσκαρης δεν μπορούσε να τριγυρνάει ελεύθερος. Τον έπιασαν και τον έριξαν σε μια υγρή κι ανήλιαγη φυλακή. Θα τον εξόντωναν, βγάζοντάς του τα μάτια, αν δεν πλήρωνε εκείνη καλά κάποιους για να τον φυγαδεύσουν.
Σπίτι, βέβαια, δεν μπορούσαν να μείνουν και φρόντισαν να το σκάσουν από τη Βασιλεύουσα. Ο Θεόδωρο φόρεσε μια στολή χωρίς φανταχτερά διάσημα κι εκείνη φόρεσε κάτι που δεν έμοιαζε αρχοντικό. Πήραν χρήματα και κοσμήματα μαζί τους κι έφυγαν κρυφά με ένα άλογο προς τη νότια πλευρά της Πόλης. Εκεί τα λιμάνια ήταν ελεύθερα από τους Βενετούς. Έτσι έφτασαν στο Κοντοσκάλιο, έδεσαν το άλογο σε ένα στάβλο και κρύφτηκαν σε ένα πλοίο για να περάσουν τη νύχτα. Αν και κατακαλόκαιρο, η υγρασία τούς περόνιαζε. Κοιμήθηκαν και ξεκουράστηκαν κάπως. Ξαφνιάστηκαν όταν κάποιος τράβηξε το καραβόπανο το πρωί και τους αποκάλυψε. Κράδαινε ένα σπαθί απειλητικά προς το μέρος τους.
«Ποιοι είστε εσείς;» τους ρώτησε θυμωμένα.
«Κράτα μακριά το σπαθί σου» είπε χωρίς να φοβηθεί ο Λάσκαρης, αλλά, ένιωσε και τα κόκαλά του να πονούν.
«Μη κουνιέσαι» είπε ο άγνωστος. Έσπρωξε τη μύτη του σπαθιού πιο κοντά στον λαιμό του Θεόδωρου κι αγριοκοίταξε την γυναίκα. «Τι δουλειά έχετε οι δυο σας στο πλοίο μου;»

**********************************
αύριο η συνέχεια






Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΟ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΙΣ;

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο CNBC, η υπεύθυνη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) κ. Μαρία ντε Κέρκοβε, λέει (στις 8 Ιουνίου 2020) ότι η μετάδοση του κορωνοϊού από Ασυμπτωματικούς είναι σπάνια περίπτωση (very rare). 
Ξέρετε τι σημαίνει ότι ΣΠΑΝΙΩΣ μεταδίδεται από ασυμπτωματικούς η επιδημία; Ότι πρέπει να προστατεύεται κανείς μόνο από όσους έχουν συμπτώματα κι όχι γενικώς κι αδιακρίτως. 

Αυτό σημαίνει ότι αρκούσαν για τον ιό μέτρα όπως εκείνα της γρίπης και τίποτε άλλο. Αυτό σημαίνει ότι το λοκντάουν ήταν αχρείαστο και λάθος μεγάλο.

Οι συνέπειες ενός τέτοιου λάθους φοβερές. Και σε ατομικό και κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Βέβαια, η κυρία αυτή την μεθεπόμενη, έδωσε κάποιες διευκρινίσεις διορθώσεις που όμως δεν αναιρούν τα εξής συμπαράσματα:
  *  Ο ΠΟΥ δεν ήξερε, το έψαχνε, και τώρα βρήκε ότι σπανίως μεταδίδεται ο ιός από ασυμπτωματικούς.
  *  Μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε την επιδημία όπως τον Η1Ν1 πριν δέκα χρόνια κι όπως κάνουμε κάθε χρόνο με την γρίπη.

Δηλαδή τζιφος το λοκντάουν και «οι αγαπημένοι μας που για αυτούς εξασκούμε την ατομική ευθύνη» και λοιπά και λοιπά! Κι ό,τι πληρώσανε όσοι χάσανε τις δουλειές τους κι όσοι έμειναν χωρίς φράγκο στη τσέπη, ε, τι να κάνουμε, ένα μεγάλο συγνώμη, κι αυτό θα δούμε αν θα το ξεστομίσουν. Γιατί θέλει θάρρος να δεχτείς το λάθος.

Ο ΠΟΥ γενικώς είναι μία περίπτωση πολύ περίεργη. Έβαλε έναν πλανήτη σε καραντίνα σκορπώντας τον πανικό και τώρα λέει ότι ίσως (ακόμα στο ίσως είναι) και να μην χρειαζόταν. Ας περιμένουμε τις εξελίξεις. Κάποιοι λοιμοξιολόγοι (εξομολόγοι;), πάντως, θα βλέπουν ήδη εφιάλτες, αν όλα αυτά είναι αληθινά.

Διαβάστε το άρθρο μόνοι σας. https://www.cnbc.com/2020/06/08/asymptomatic-coronavirus-patients-arent-spreading-new-infections-who-says.html
Το γράφει το CNBC δεν είναι παραμάγαζο.
Αν δεν ξέρετε αγγλικά, το γκουγκλ έχει αυτόματη μετάφραση.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

15 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 15η

Μέσα στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη, με τους ανάξιους αυτοκράτορες να την διαφεντεύουν και τους σταυροφόρους "προσκυνητές" να την επιβουλεύονται, η Ζωή κι ο Νικηφόρος έχουν να διαχειριστούν τα προσωπικά τους. Τύψεις, ανεκπλήρωτοι πόθοι, αδιέξοδα τους βαραίνουν. Είναι το Ε' και τελευταίο μέρος του 4ου κεφαλαίου. 
*************************************************

Ε’  Η ΖΩΗ

Ανησυχούσαν όλοι, ανησυχούσε κι ο Νικηφόρος αλλά τα λόγια του Ρομπέρ και του Φιλίπ τον τρόμαξαν. Οι Φράγκοι ανυπομονούσαν να μπουν και παρακαλούσαν να βγει ψεύτης ο Αλέξιος Δ’. Προτιμούσαν να μην τους δώσει τα συμφωνημένα, αφού, σαν κατακτητές θα έβγαζαν πολύ περισσότερα. Κι αυτό δεν ίσχυε μόνο για τους στρατιώτες αλλά και για τους ηγεμόνες. Αν κέρδιζαν με πόλεμο, θα μοίραζαν φέουδα και τίτλους σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Δόξα, τιμές και κέρδη αμύθητα. Με τα τείχη να έχουν γκρεμιστεί αυτοθέλητα και μια μαριονέτα στον θρόνο, γιατί να σκέφτονταν αλλιώς;
Ο Νικήτας ήταν ανήσυχος, αλλά, κι απογοητευμένος. Ο Νικηφόρος του πρότεινε να τον μεταφέρει κάπου αλλού αλλά εκείνος το αρνήθηκε. Είπε πως θα καθόταν εδώ ακόμα κι αν το τέλος ερχόταν αναπόφευκτο. Για τη Ζωή και την Ευανθία, όμως, αυτή η κατάσταση δεν εγκυμονούσε τίποτα καλό. Έμεναν στο αρχοντικό του Χωνιάτη, αλλά, αυτό δεν θα κρατούσε επ’ άπειρο. Κάτι έπρεπε να γίνει και το συζήτησαν με την πρώτη ευκαιρία. Ήταν μια από τις λίγες ευκαιρίες που είχαν, ο Νικηφόρος κι η Ζωή, να περάσουν λίγο χρόνο μαζί.
«Νικηφόρε, τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε σε μια στιγμή εκείνη.
«Θα φύγω. Η Πόλη είναι πια πολύ επικίνδυνο μέρος για όλους. Ειδικά για τους ξένους που δεν γνωρίζουν συνήθειες και κατατόπια, ακόμα περισσότερο.»
«Επομένως είναι επικίνδυνη και για μας» του είπε.
«Δεν σκόπευα να σας παρατήσω στο έλεος του Θεού. Όταν φύγω θα έρθετε μαζί μου. Ίσως να μείνετε μαζί μου στην Αθήνα, στο καινούριο μου αγρόκτημα.»
«Δεν ξέρω» του είπε θλιμμένη.
«Δεν θα σας αφήσω μόνες. Έχω αναλάβει απέναντί σας μια υποχρέωση» είπε ο Νικηφόρος. «Δεν θα σας παρατήσω εδώ, θα γυρίσουμε όλοι μαζί στην Αθήνα.»
«Είσαι βέβαιος πως θα ήθελες να μείνουμε κάτω από την ίδια στέγη;»
Το βλέμμα της τον συντάραξε. Όλον αυτό τον καιρό το ένιωθε πως τύλιγε τη ζωή του γύρω της. Ό,τι κι αν έκανε το σκεφτόταν σε σχέση με αυτήν, πώς θα της το έλεγε, τί θα του έλεγε εκείνη … τέτοια. Κι όποτε την έβλεπε δεν μπορούσε να στρέψει τα μάτια του αλλού. Είχε γίνει απαραίτητο κομμάτι της ζωής του. Έγραφε που και που γράμματα στην Αγνή αλλά δεν την σκεφτόταν. Ήταν παράξενο που ένας έρωτας σαν τον δικό του είχε τόσο εύκολα τεθεί στο περιθώριο. Αν η Αγνή ήταν στ’ αλήθεια η γυναίκα της ζωής του, τότε θα φερόταν αλλιώτικα. Θεωρούσε τον εαυτό του πάντα πιο σταθερό και, κυρίως, πιο έντιμο από όσο διαπίστωνε τώρα ότι ήταν.
«Δεν ξέρω» της είπε εμφανώς αμήχανος. «Πρέπει κάπως να ζήσετε ασφαλείς οι δυο σας.»
«Ας μην μιλάμε άλλο γι αυτό τώρα» του πρότεινε.
«Θα φύγουμε πάντως για Αθήνα, εντάξει;» τη ρώτησε.
«Εντάξει» του είπε. «Εδώ η κατάσταση είναι τραγική.»
Δεν μίλησαν για λίγο και βυθίστηκαν ο καθένας στις σκέψεις του. Η Ζωή ένιωθε πως, στη δύσκολη θέση που είχε βρεθεί με τη μάνα της, μόνη της ελπίδα ήταν ο Νικηφόρος. Δεν ήταν, όμως, γι αυτή την εξάρτηση που είχε συναισθήματα γι αυτόν. Τον είχε συμπαθήσει από την αρχή, κι είχε εκτιμήσει τον χαρακτήρα, το μυαλό και την ακατάβλητη θέλησή του. Τον σκεφτόταν όλη τη μέρα και, στο τέλος, τον είχε ερωτευτεί. Δεν είχε πάει ποτέ της με άντρα ούτε είχε χτυπήσει η καρδιά της για άλλον. Παγιδεύτηκε εύκολα από το συναίσθημά της. Όμως εκείνος ήταν παντρεμένος κι ο κρυφός έρωτάς της γινόταν βασανιστικός κι εντελώς αδιέξοδος. Όπως εύκολα διάβαζε την δική του ψυχή, ήξερε πως την είχε ερωτευτεί κι αυτός. Ήξερε πως αυτήν σκεφτόταν και ποθούσε και πως γι αυτήν υπέφερε. Έπρεπε να μιλήσουν γι αυτό που συνέβαινε ανάμεσά τους, να το αποδεχτούν και να το αντιμετωπίσουν.
«Δεν σου άρεσε η Πόλη, ε;» τον ρώτησε κάποια στιγμή.
«Παλιά μου άρεσε πολύ, τώρα όμως με φοβίζει. Είναι σαν να άνοιξε ένας οχετός και μυρίζει άσχημα. Πες μου, όμως, γιατί φύγατε από την Αθήνα;» την ρώτησε.
«Ο πατέρας μου φοβόταν ότι θα τον σκότωναν.»
Του είπε την ιστορία. Ο πατέρας της είχε δανειστεί από τοκογλύφους. Προσπάθησε να βρει τρόπο να ρυθμίσει τα χρέη του για να ξοφλήσει, ήταν όμως άτυχος. Ναύλωσε ένα πλοίο που βυθίστηκε από την κακοκαιρία κι έπρεπε να πληρώσει επί πλέον για το εμπόρευμα που χάθηκε. Έμεινε εκτεθειμένος και καταχρεωμένος. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι αυτή η συμφορά ήταν ένα καλοστημένο παιχνίδι κάποιων απατεώνων εις βάρος του. Ήρθε στην Κωνσταντινούπολη για να βρει το δίκιο του. Ήθελε να ζητήσει ακρόαση για να δει, προσωπικά, τον Μεγάλο Δούκα των Αθηνών. Πίστευε ότι το πλοίο που δήθεν βούλιαξε βρισκόταν εδώ στον Κεράτιο κόλπο παροπλισμένο. Θα έδειχνε την απάτη και θα έπαιρνε πίσω ό,τι είχε απομείνει από το πλοίο του. Όμως, ο τραγικός και ξαφνικός θάνατός του στο “Δήλος” έδωσε ένα τέλος σε όλα αυτά.
«Ώστε, λοιπόν, είχε μπλέξει άσχημα ο άνθρωπος! ε;» είπε ο Νικηφόρος
«Τώρα θα ξέρουν ότι δεν μπορούν να ζητήσουν από εμένα και τη μάνα μου την αποζημίωση» είπε η Ζωή. «Φοβάμαι μη μας σκοτώσουν για εκδίκηση. Ακόμα χειρότερα, φοβάμαι μην μας πουλήσουν για σκλάβες.»
«Στην Αθήνα θα είμαι εγώ, θα είναι και ο Ακομινάτος. Θα βρείτε μια προστασία.»
«Δυστυχώς δεν μπορεί κανείς να μας προστατέψει! Αν θελήσουν να μας πάρουν σκλάβες για να βγάλουν ένα μέρος από τα χρέη, θα το κάνουν αιφνιδιαστικά. Κανείς δεν μπορεί να τους εμποδίσει» είπε απογοητευμένη η Ζωή.
«Είναι σκληρός ο κόσμος για δυο γυναίκες μόνες.»
«Το ξέρω, και ... φοβάμαι» του είπε.
«Θα ήθελα να είμαι δίπλα σου για πάντα, Ζωή. Να σε βοηθούσα σε κάθε δυσκολία, αλλά...»
«Ξέρω» τον έκοψε. «Δεν θέλω να σου γίνομαι βάρος.»
«Ζωή, δεν μου γίνεσαι βάρος. Εγώ…» ψέλλισε εκείνος.
Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν σαν να διάβαζε στο βάθος του μυαλού του.
«Ας μην λέμε ψέματα εμείς οι δυο μεταξύ μας, εντάξει;» του είπε.
«Τι θέλεις να πεις; Γιατί εγώ … ξέρεις …» προσπάθησε πάλι να της πει, αλλά, κάτι τον εμπόδιζε.
Η Ζωή του χάιδεψε, έστω και για μια μόνο στιγμή, τα μαλλιά. Η κίνησή της αυτή ξεπερνούσε κάθε παραδεκτό όριο ελευθεριάζουσας συμπεριφοράς. Όχι μόνο ήταν γυναίκα, αλλά, ήταν και μικρότερή του σε ηλικία. Του μίλησε με απαλή φωνή που εισχωρούσε κατ’ ευθείαν στην καρδιά του.
«Αν δεν ήσουν παντρεμένος, είμαι βέβαιη πως εμείς θα ζούσαμε μαζί!» του είπε.
Την κοίταζε και αφηνόταν στα λόγια της. Του άρεσε να την ακούει να ομολογεί πως την είχε συγκινήσει. Εκείνη, πάντως, τον είχε σχεδόν απόλυτα κατακτήσει.
«Σε είδα, Νικηφόρε. Σ’ έχω εκτιμήσει όσο κανέναν άλλον στη ζωή μου, εκτός ίσως από τον πατέρα μου. Μ’ αρέσεις! Θα μπορούσαμε να είμαστε μαζί, όμως, τώρα δεν μπορεί να γίνει τίποτα! Λυπάμαι. Δεν θα παρασυρθώ μαζί σου όσο κι αν θα το ήθελα. Κατάλαβες;»
Τον είχε αφήσει άναυδο. Δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Ο λαιμός της, λείος και καθαρός τον τραβούσε σαν μαγνήτης. Το στήθος της καθώς ανάσαινε βαριά ήταν μπροστά του ένα πηγάδι στο οποίο θα ήθελε να πέσει και να πνιγεί. Τα χείλη της τον ζάλιζαν. Ήταν ένα κορίτσι που τον είχε μαγέψει και τον είχε κατακτήσει απόλυτα σε σώμα και ψυχή με τη γοητεία της. Αν κάποτε κοιμόταν μαζί της δεν θα μπορούσε να ξυπνήσει σε ένα κόσμο χωρίς αυτήν, σκεφτόταν.
«Ξέρεις πώς λέγονται όλα αυτά που μου λες, Ζωή;»
«Αγάπη λέγονται.»
«Δν τολμούσα να το εκστομίσω, αλλά...»
«Αλλά, το εκστόμισα εγώ» του είπε η Ζώη.
Είχε μείνει άφωνος. Δεν άντεχε την τόση ένταση.
«Νιώθεις κι εσύ πως με αγαπάς;» τον ρώτησε τρυφερά.
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Δεν μπορούσε να βγάλει λέξη μπροστά στον σίφουνα που τον παράσερνε. Δεν ήθελε να γίνεται έρμαιο του πόθου του, ήθελε να συγκρατεί τις ορμές του, εδώ όμως δεν γινόταν. Κανείς έλεγχος δεν χωρούσε και κανείς φραγμός δεν υπήρχε να τον σταματήσει. Αισθανόταν πολύ κοντά στο να της ορμίσει σαν βάρβαρος, σαν χυδαίος και μεθυσμένος στρατιώτης.
«Νομίζω πως σε αγαπάω πολύ!» της ψιθύρισε.
«Και η Αγνή;»
«Νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένος μαζί της μέχρι που σε συνάντησα. Τότε κατάλαβα τι θα πει αληθινός έρωτας!»
«Σε καταλαβαίνω, γλυκέ μου» του είπε. «Να ξέρεις ότι το ίδιο νιώθω κι εγώ για σένα! Όμως μέχρι εδώ. Έχεις γυναίκα και σε λίγο θα έχεις και παιδί. Θα είμαστε για πάντα φίλοι, τίποτε περισσότερο από αυτό!»
«Ξέρεις …» πήγε να της πει.
Του έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της. Η απαλή της κίνηση τον αποστόμωσε. Τα δάχτυλα άγγιξαν και το σαγόνι του και ύστερα τραβήχτηκαν απαλά.
«Για πάντα φίλοι!» του τόνισε κοιτώντας τον ίσια στα μάτια. «Σύμφωνοι;»
«Κι εσύ, πώς μπορείς να είσαι τόσο ψύχραιμη;»
«Σου είπα πως το ίδιο νιώθω κι εγώ» του απάντησε. «Όμως κάποιος πρέπει να τα πει αυτά και για τους δυο μας, κι ανέλαβα εγώ αυτή τη δουλειά.»
Για ένα διάστημα επικράτησε σιωπή. Σκέφτονταν τις εξομολογήσεις που μόλις είχαν κάνει ο ένας στον άλλον. Η ζωή τους θα ήταν, από εδώ και πέρα, λειψή. Αυτή τη στιγμή, όμως, ήταν πλήρης. Την έκανε πλήρη η ομολογία ενός απαγορευμένου έρωτα. Δεν ήθελαν να αποχωριστούν το έντονο συναίσθημα που τους τύλιγε, το προορισμένο, σύντομα, να χαθεί. Δεν θα είχε διάρκεια αυτή η αγάπη. Ήταν όμως κι η θέση τους άνιση. Δεν είχαν τον ίδιο Γολγοθά μπροστά τους. Ο Νικηφόρος είχε φτιάξει μια ζωή που τον δέσμευε και περίμενε την επιστροφή του. Η Ζωή, αντίθετα, είχε μπροστά της ένα τεράστιο κενό, ένα άγνωστο μέλλον με πολλά ερωτηματικά.
«Θα ήθελα να ξανάρχιζαν όλα από την αρχή» της είπε.
«Νά ‘ξερες πόσο θα το ήθελα κι εγώ.»
Τα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από πάνω της. Έβλεπε τις άκρες των μαλλιών της, ήθελε να τις αγγίξει, αλλά, δεν κουνήθηκε καν. Έβλεπε το άνοιγμα του στήθους της. Ήθελε να χωθεί εκεί και να μην ξαναβγεί ποτέ, αλλά, γύρισε τα μάτια του αλλού. Την ποθούσε τρελά κι ονειρευόταν τη στιγμή που θα την κατακτούσε. Θα έδινε τα πάντα αν, έστω και για μια μοναδική στιγμή, αυτό το σώμα σπαρταρούσε στα χέρια του. Αν τα χείλη της ξεδιψούσαν τα δικά του. Ονειρευόταν! Μόνο να ονειρευτεί του επιτρεπόταν!
Αν αυτό που κάνω δεν είναι αμαρτία, τότε τι είναι η αμαρτία; σκέφτηκε. Ποια απιστία ήταν άραγε πιο ουσιαστική; Να κάνεις έρωτα σαν ζώο, αχόρταγο για σάρκα, ή να λιώνεις από τον πόθο σαν το κερί; Να ιδρώνεις σε ένα δώμα ταβερνείου όπως ο Ρομπέρ ή να δίνεις την ψυχή σου σε μιαν άλλη από την γυναίκα σου; Ο Φράγκος χρησιμοποιούσε τι; γυναίκες στο κρεβάτι για να ικανοποιήσει τα πάθη του και να επιδείξει τον ανδρισμό του. Αυτό ήταν πιο αμαρτωλό ή μήπως η υποκρισία να αποστρέφεις τα μάτια, αλλά, να διακατέχεσαι από τον πόθο; Δεν άγγιζε τη Ζωή, αλλά, ρουφούσε την μορφή της και την παρουσία της μέχρι το τελευταίο του μόριο.
«Ξέρεις …» πήγε να της πει.
«Πες μου το μόνο ξανά» του είπε ψιθυριστά με φωνή μελωδική. «Μ’ αγαπάς;»
«Σε αγαπάω πολύ!» της είπε εκείνος.
«Ήταν αληθινά όλα αυτά που λες πως ένιωσες; Θα με σκέφτεσαι όπου κι αν είσαι;»
«Ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Ό,τι κι αν συμβεί από εδώ και πέρα, εσύ θα είσαι η μοναδική μου αγάπη» της υποσχέθηκε.
Η Ζωή έκανε να φύγει αλλά εκείνος την έπιασε και την γύρισε προς το μέρος του.
«Εσύ, Ζωή, τι θα μου υποσχεθείς;»
Είδε το δάκρυ της και της το σκούπισε με το δάχτυλό του. Δεν είχε τρόπο να το κάνει να σταματήσει, μόνο κουβέντες παρηγοριάς μπορούσε να πει κι αυτό ήταν αβάσταχτο.
«Δεν χρειάζεται να σου υποσχεθώ τίποτε, δυστυχώς!» του είπε εκείνη κι αυτή ήταν η τελευταία της λέξη.
«Όμως …» έκανε να της πει. «Θα μπορούσαμε …»
«Τίποτε δεν θα μπορούσαμε, τίποτε» είπε σαν επίλογο.
Ένα ακόμη δάκρυ κύλησε στα όμορφα μεγάλα μαύρα μάτια της. Τον κοίταξε, μια τελευταία φορά, με απογοήτευση κι απελπισία. Τον άφησε κι έφυγε. Αν κάτι έμεινε από όλα αυτά που είχαν πει, ήταν πιο πολύ η φευγαλέα εικόνα μιας ερωτικής εξομολόγησης. Ούτε και γι αυτήν δεν ήταν σίγουρος αν είχε πραγματικά γίνει και τί σήμαινε για τους δυο τους. Γιατί να μην την είχε γνωρίσει λίγους μόνο μήνες πιο πριν; Γιατί να έχει δεσμευτεί με την Αγνή; Κι η δύσμοιρη εκείνη, τι έφταιγε που τον έχανε πριν καλά-καλά τον κερδίσει. Δεμένη με το παιδί του που κουβαλούσε στα σπλάχνα της;
Τα ερωτήματα ήταν λογικά, όμως το μυαλό του ήταν στη Ζωή. Το μόνο πράγμα που υπήρχε τώρα στον κόσμο ήταν η φωνή της που τον ρωτούσε «μ’ αγαπάς;». Ακόμα ένα πράγμα θυμόταν. Πάνω στην κίνησή της, καθώς γύριζε να φύγει, άραγε το είδε ή μήπως το φαντάστηκε; Ένα δάκρυ είχε γυαλίσει στην άκρη των ματιών της. Όπως το δάκρυ που κυλούσε τώρα στην άκρη των δικών του ματιών. Για έναν έρωτα ανεκπλήρωτο, που προοριζόταν να πεθάνει πριν ακόμα γεννηθεί.
Η Πόλη και μαζί της η χιλιετής ρωμαϊκή χριστιανική αυτοκρατορία, ζούσε απίστευτες στιγμές. Ήταν μια κατάσταση αλλοφροσύνης, προδοσίας και αδιεξόδων. Σαν την Πόλη ένιωθε κι ο Νικηφόρος. Όπως ο ένας Άγγελος πρόδιδε τον άλλον, έτσι κι αυτός είχε προδώσει τη μια του αγάπη για έναν καινούργιο έρωτα. Όπως οι Φράγκοι απειλούσαν να σκλαβώσουν τους Ρωμιούς, έτσι κι οι δανειστές του Ζήσιμου απειλούσαν τη Ζωή. Όπως ο ρωμαϊκός κόσμος κατέρρεε, έτσι κατέρρεε κι ο δικός του εσωτερικός κόσμος. Όπως το αδιέξοδο της Πόλης βάθαινε, έτσι εντεινόταν και το δικό του ψυχικό αδιέξοδο. Άκουγε στο βάθος τα τύμπανα που χτυπούσαν για τον ερχομό και τη στέψη του νέου αυτοκράτορα. Χαρές και λύπες μαζί. Έτσι ένιωθε κι αυτός τις φλέβες του να χτυπούν για την νέα αυτοκρατόρισσα της δικής του καρδιάς.
«Τώρα είναι σωστό αυτό; Να συγκρίνω τον εαυτό μου με την Βασιλεύουσα και να ταυτίζω τα πάθη μου με τα δικά της; σκέφτηκε. Για μια ακόμη φορά σχηματίστηκε η εικόνα της Αγνής να κρατά στην αγκαλιά της το καινούριο τους βλαστάρι. Σιγά-σιγά η εικόνα αυτή ξεθώριασε, ώσπου έσβησε. Την θέση της πήρε η μορφή της Ζωής, να τον κοιτά κατάματα και να διαβάζει τη σκέψη και την ψυχή του. Την αγαπούσε και την ποθούσε, όμως, το είχε πάρει απόφαση ότι θα έμενε μακριά της. Θα τιμούσε το στεφάνι του μένοντας στην αγάπη της Αγνής. Ένιωθε κι αυτός σκυφτός όπως η Βασιλεύουσα. Κι εκείνη είχε αποδεχτεί πια την ήττα και την προδοσία. Παραμερίζοντας την ρωμιοσύνη και την περηφάνια της, ετοιμαζόταν να δοξάσει τον καινούριο αυτοκράτορα. Γκρέμισε μέρος των τειχών της για να δείξει την παράδοσή της στους προσκυνητές στρατιώτες του Χριστού. Ταυτόχρονα, τύλιγε όλο και πιο σφιχτά στο λαιμό της την θηλιά των Φράγκων.


===

Επ ευκαιρία της ΑΟΖ μερικές σκέψεις

Με την ευκαιρία της υπογραφής συμφωνίας Ιταλίας-Ελλάδας για την ΑΟΖ να πούμε κάποια πράγματα.
Κατ αρχάς μια εκτίμηση: Πρόκειται για ένα θετικό βήμα στην γεωπολιτική σκακιέρα, ίσως το μόνο υπέρ της χώρας μας από τον καιρό της συμφωνίας των Πρεσπών. Ως θετική την εκτίμησε κι η αντιπολίτευση. Ο Νίκος Κοτζιάς επεσήμανε κάποια προβλήματα σχετικά με τα διαπόντια νησιά που μπορεί να μας βλάψουν στο Καστελόριζο. Δεν αμφιβάλλω ότι έχει δίκιο, αλλά δεν αμφιβάλω κι ότι η συμφωνία υπεγράφη γιατί προτάχθηκε το μείζον.

Φυσικά για όσους επιδιώκουν το απόλυτο, η συμφωνία αυτή είναι μειοδοτική όπως ήταν κι η συμφωνία των Πρεσπών (όχι σε μέγεθος, σε ποιότητα). Όμως αυτό είναι το αέναο παιχνίδι του "όλα ή τίποτα" σε σχέση με το "win-win game". 

Γιατί λέμε πως ήταν μείζον το θέμα της υπογραφής; Γιατί η Ελλάδα είχε ανάγκη να εμφανιστεί στη διεθνή κοινότητα σαν κράτος κανονικό, που μπορεί να συμβιώνει με τους γείτονές του χωρίς φασαρίες και γκρίνιες. Να φτιάξει κι ένα προηγούμενο για μελλοντικές περιπτώσεις. Να πει και κάποιος άλλος πρακτικά, ότι τα νησιά έχουν οικονομική ζώνη, έστω και με περιορισμούς. Να πείσει ότι είναι μια χώρα που μπορεί να συμβιβάζεται παίρνοντας κάτι και δίνοντας σε αντάλλαγμα κάτι άλλο. Ως τώρα δεν φαινόταν να έχουμε μια τέτοια καλή φήμη. Μόνο η Τουρκία μπορεί να μας ξεπερνά στον τομέα αυτό.
Πέρα από όσα νομίζουμε εμείς για εμάς, στη διεθνή πολιτική σκηνή δεν έχουμε καλή φήμη σαν χώρα. Δεν είμαστε χειρότεροι από την Τουρκία, βέβαια, αλλά, δεν είμαστε και τα καλύτερα παιδιά. 
  • Μόνοι εμείς σε όλο τον κόσμο έχουμε άλλον εναέριο κι άλλον θαλάσσιο χώρο. Ο εναέριος είναι δέκα κι ο θαλάσσιος είναι έξι. Ποιος άλλος έχει κάτι τέτοιο; Κανείς! μα, κανείς!
  • Μόνοι εμείς στον κόσμο φέρναμε ως πρόσφατα αντίρρηση στο όνομα ενός άλλου κράτους. Ποιος άλλος είχε τέτοιες αξιώσεις στον κόσμο; Κανείς!
Ακόμα και στο θέμα της ΑΟΖ, ως τώρα, φτιάχναμε χάρτες και την καθορίζουμε έτσι που αφήναμε στην Τουρκία (που έχει την μεγαλύτερη μακράν ενδοχώρα) κάτι αστεία κομμάτια για αποκλειστική της εκμετάλλευση. Οι Τούρκοι ένιωθαν (και είναι) σαν κορόιδα. Μια τέτοια κατάσταση για να την υποστηρίξεις θέλεις ισχύ. Την έχουμε; Οι Τούρκοι πάντως την έχουν. Ο στρατός τους είναι οχταπλάσιος του δικού μας, ο εξοπλισμός τους καλύτερος και είναι ετοιμοπόλεμοι αφού ήδη έχουν μέτωπα στη Συρία, στη Λιβύη και ένα εσωτερικό στο Κουρδιστάν. Δεν ξέρω τι θα γίνει αν πολεμήσουμε, μπορεί και να χάσουν, όμως έχουν δικαιολογημένα την αίσθηση (ή ψευδαίσθηση) ότι θα νικήσουν. Κι αυτό τους σπρώχνει να διεκδικούν το, κατά την γνώμη τους, "δίκιο τους".

Στη διεθνή σκηνή μας ξέρουν σαν τα σκυλιά που γαβγίζουν αλλά δεν δαγκώνουν, σαν τα καλά παιδιά που στο τέλος συμμορφώνονται. Υποχωρούμε στη βία του γείτονα με κάθε ευκαιρία.

* Κρατάμε ακόμα μυστικό τον φάκελο της Κύπρου, στέλνοντας έμμεσα ένα μήνυμα ότι κάτι φοβόμαστε πως θα αποκαλυφθεί, άρα πως είμαστε ένοχοι για κάτι.
* Ζητάμε περίπου συγνώμη για τα Ίμια, στέλνοντας το μήνυμα πως ο, τι έγινε, έγινε. Λέμε σε όλους, «κοιτάξτε, εμείς... εντάξει, είμαστε καλά παιδιά».
* Φωνάζουμε κάποτε για το Χόρα, απειλούμε με το Σισμίκ, αλλά δεν επιμένουμε και τόσο πολύ ώστε να γίνουμε κουραστικοί. Όταν πλησιάζουν την Κρήτη ή την Ρόδο στέλνουμε τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας.
* Χωρίς δεύτερη κουβέντα θάβουμε τους S-300 όταν μας απειλούν με θερμό επεισόδιο. Στέλνουμε το μήνυμα ότι όταν κάνουμε μαγκιές το κάνουμε για εσωτερικούς λόγους και δεν διαταράζουμε εμείς τις ισορροπίες για "σαχλαμάρες", όπως κάτι πύραυλοι.
* Λέμε πως είναι δέκα μίλια ο εναέριος χώρος μας, αλλά όταν αυτός παραβιάζεται, εμείς απλά αναχαιτίζουμε. Στέλνουμε το μήνυμα ότι ναι μεν λέμε δέκα τα μίλια αλλά δεν είμαστε και φανατικοί σε αυτό.

Γενικά είμαστε λίγο "ταραξίες" ή απείθαρχοι της διεθνούς νομιμότητας, αλλά, είμαστε και καλά παιδιά και λογικευόμαστε αμέσως μόλις μας τραβήξουν το αυτί.

Με τέτοια φήμη σαν χώρα, πάλι καλά που κάνουμε πού και πού και καμία σωστή ενέργεια. Σαν εκείνη στις Πρέσπες ή σαν αυτή τώρα με την ΑΟΖ.

Και βέβαια, φτάσαμε εδώ αφού πρώτα μας στρίμωξε η Τουρκία για τα καλά με το σύμφωνο που έφτιαξε με την Λιβύη. Προκειμένου να έχουμε έστω μια συμφωνία για  ΑΟΖ, δεχτήκαμε όλα όσα ήθελε η Ιταλία κι όλα όσα υπερήφανα αρνιόμασταν απο το 1977. Υπό άλλες συνθήκες, θα  ξανασυζητούσαμεμε με την Ιταλία σε σαράντα χρόνια. Η κάθε κυβέρνηση θα φοβόταν να κάνει την παραμικρή υποχώρηση και θα άφηνε τον συμβιβασμό στην επόμενη. Τώρα, δώσαμε την παρθενία μας κι ο γάμος ετελέσθη. Θετικό το κρίνω γιατί εκείνο που μετρά είναι το μείζον.

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

14 "ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ κι η ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ" συνέχεια 14η

Δυο αυτοκράτορες σήμερα για το Γ' και το Δ' μέρος του 4ου κεφαλαίου.
Είμαστε στο 1203 μΧ. Οι σταυροφόροι έχουν φτάσει έξω από τα τείχη της Πόλης. Ο Αλέξιος Γ', ανάξιος αυτοκράτορας το σκάει σαν κλέφτης κι ο Αλέξιος Δ', άλλος ανάξιος, έρχεται σαν κλέφτης. Η Πόλη ρίχνει μόνη της τα τείχη της και παύει να είναι πια απόρθητη. Η τύχη των Ρωμιών στα χέρια ανάξιων διαδόχων της δυναστείας των Αγγέλων.
************************


Γ’:   Ο ΑΛΕΞΙΟΣ Γ’

Οι μέρες αυτές που έμειναν στο αρχοντικό του Χωνιάτη ήταν γεμάτες ένταση. Οι σταυροφόροι πίεζαν τον αυτοκράτορα να παραιτηθεί υπέρ του ανιψιού του. Εκείνος είχε στυλώσει τα πόδια και δεν υποχωρούσε. Στην κόντρα του με τους Λατίνους θα είχε τον λαό μαζί του και αν αμυνόταν θα εξαντλούσε τους πολιορκητές. Το πρόβλημα βέβαια ήταν ότι δεν είχε ναυτικές δυνάμεις με αποτέλεσμα να είναι αποκλεισμένος στα τείχη. Δεν περίμενε ενισχύσεις από πουθενά, σε άντρες ή πολεμοφόδια ή τρόφιμα. Βέβαια, η Κωνσταντινούπολη είχε στις αποθήκες της τροφές κι εφόδια για να αντέξει σε μια μακρόχρονη πολιορκία. Τα νότια λιμάνια της ήταν ελεύθερα, όμως η πίεση εντεινόταν και δεν ήξερε για πόσο καιρό θα τον ανεχόταν ο λαός. Πιο πολύ από τους έξω φοβόταν τους μέσα. Αν ξεσπούσε επανάσταση, τότε θα έχανε όχι μόνο τους τίτλους και την περιουσία του αλλά και την ίδια τη ζωή του.
Ο Νικηφόρος βρέθηκε πολύ κοντά στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’. Ο Νικήτας τον εφοδίασε με ένα έγγραφο που τον όριζε σαν “βοηθό χρονογράφο”. Με αυτό, ο Νικηφόρος ήταν πλέον έμπιστος της Αυλής. Ο Χωνιάτης έδωσε προσωπικές εγγυήσεις κι ο Νικηφόρος μπορούσε να βρίσκεται στα τείχη όταν γίνονταν μάχες. Μπορούσε να μιλά με αξιωματούχους του κράτους και στρατιώτες. Μπορούσε ακόμα να παραβρίσκεται κοντά στον αυτοκράτορα και τη συνοδεία του όταν εκείνος κινείτο δημόσια. Ήταν ο γραφέας που κρατούσε σημειώσεις για λογαριασμό του Αρχιχρονογράφου Νικήτα Χωνιάτη. Μάζευε πληροφορίες για γράφει το χρονικό του. Έτσι, ήταν μάρτυρας της μεγάλης επίθεσης που εξαπέλυσαν οι σταυροφόροι στις 17 Ιουλίου του 2003. Επί έντεκα μέρες η πόλη βρισκόταν υπό πολιορκία αλλά οι εχθροπραξίες είχαν βαλτώσει.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στο βόρειο μέρος του τείχους, στη Βλαχέρνα τα χαράματα. Εκεί την Πόλη υπερασπίζονταν Βαράγγοι, ξανθοί γίγαντες από την Αγγλία, τη Σκανδιναβία και τη Ρωσία. Είχαν βαριά όπλα κι ήταν ατρόμητοι στις μάχες. Μαζί τους βέβαια υπήρχαν και Ρωμιοί στρατιώτες και τοξότες. Οι Φράγκοι έπεσαν με πολλή ορμή και στην αρχή προχώρησαν κι είχαν επιτυχίες. Αυτές τους έδωσαν πρόσθετο θάρρος, αλλά, μετά σταμάτησαν καθώς συνάντησαν την επιτυχημένη άμυνα των Βαράγγων. Όχι μόνο αναχαιτίστηκαν αλλά οι αμυνόμενοι αντεπιτέθηκαν. Οι Φράγκοι αιφνιδιάστηκαν από την σφοδρή αντεπίθεση κι υποχώρησαν
Πιο ανατολικά, στο Πετρίον, που ήταν στον Κεράτιο Κόλπο, συγκεντρώθηκαν οι Βενετοί. Επιχείρησαν να μπουν μέσα σηκώνοντας μεγάλες σκάλες και πετώντας τα σχοινιά τους στις πολεμίστρες. Η άμυνα στο σημείο αυτό δεν ήταν πολύ δυνατή κι οι Βενετοί κατάφεραν να περάσουν το πρώτο τείχος. Για λίγο μπήκαν μέσα στην πόλη αλλά οι αμυνόμενοι τους σταμάτησαν κι άρχισαν να τους καταδιώκουν. Παγιδεύτηκαν, φοβήθηκαν ότι θα εξολοθρευτούν και, για να γλιτώσουν, άναψαν φωτιά. Η φωτιά εξελίχτηκε σε μια μεγάλη πυρκαγιά καθώς ο αέρας την άπλωσε και στις κατοικίες. Καίγονταν σπίτια και πολεμίστρες και αποθήκες και δέντρα. Οι καπνοί σκέπασαν το δυτικό μέρος της πόλης κι έκρυψαν τον ήλιο. Η μεγάλη πυρκαγιά που σάρωνε τα πάντα προκάλεσε πανικό μέσα στην Βασιλεύουσα. Οι Βενετοί κατάφεραν να κρατήσουν εικοσιπέντε πύργους πάνω στο τείχος. Τα τείχη όμως ήταν διπλά κι η φωτιά πολύ δυνατή κι απλωνόταν όχι μόνο στην πόλη αλλά και προς τους Ενετούς. Πλησίαζε πια μεσημέρι και η μάχη στο Πετρίον είχε βαλτώσει. Οι Βενετοί δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν άλλο ή να ανοίξουν κάποια πύλη.
Ο Νικηφόρος κατέγραψε τα πάντα στο μυαλό του, πήρε και πληροφορίες από στρατιώτες που βρίσκονταν στα τείχη. Είχε πληροφορίες κι από τους Βαράγγους κι έτσι έγραψε ένα σημείωμα γεμάτο πόλεμο κι αίμα. Ο Νικήτας ενθουσιάστηκε και του είπε να ξαναπάει στην πρώτη γραμμή. Του έδωσε και μια άδεια να μπορέσει να σταθεί δίπλα στον Βασιλιά.
«Ο Αλέξιος θα βγει να τους αντιμετωπίσει ο ίδιος, αυτό έμαθα» είπε ο Χωνιάτης.
«Και θα να σταθώ δίπλα του;» απόρησε ο Νικηφόρος.
«Θα είναι σαν να στέκομαι εγώ εκεί, θέλει να γράψω τον θρίαμβό του!»
«Κι αν χάσει; Πώς ξέρει ότι θα νικήσει;»
«Αν πίστευε ότι μπορεί και να χάσει δεν θα έβγαινε» είπε ο Χωνιάτης. «Αυτός ο Βασιλιάς είναι πολύ δειλός για να αντέξει μια ήττα. Είναι σίγουρος ότι θα νικήσει!»
Το θέαμα του αυτοκρατορικού στρατού που βγήκε έξω από την Κωνσταντινούπολη ήταν εντυπωσιακό. Πέρασε από την Πύλη των Βλαχερνών με τρόπο επιβλητικό. Πέρασαν για να ευλογηθούν από τον Ναό του Πέτρου και του Μάρκου και από την Θεοτόκο. Υπήρχαν οι βόρειοι Δανοί, Άγγλοι και Ρώσοι, οι Βαλκάνιοι Κουμάνοι, Βλάχοι, Σέρβοι, Βούλγαροι κι οι Ρωμιοί. Ακόμα και Τούρκοι και Σαρακηνοί ήταν εκεί. Συγκροτούσαν όλοι αυτοί ένα πολύ ισχυρό μισθοφορικό στρατό. Παρέλασαν προς την Πύλη της Βλαχέρνας για να εξολοθρεύσουν το σώμα των σταυροφόρων που απειλούσε την Πόλη. Ήταν ένας μεγάλος σε πλήθος στρατός, μεγαλύτερος από εκείνον πολιορκητών και δεν είχε τίποτε να φοβηθεί. Ιππείς, τοξότες, καταφρακτάριοι και πεζικάριοι κινούνταν με πλήρη έλεγχο και τάξη. Έκθαμβος έμεινε ο Νικηφόρος από την δύναμη του ρωμαϊκού στρατού, που δεν την φανταζόταν τόσο μεγάλη. Κρατούσε σημειώσεις κι ήταν πολύ κοντά στον βασιλιά. Ο Αλέξιος Γ’ είχε τον βοηθό του Χωνιάτη δίπλα του για να δει την δύναμη και να καταγράψει τον θρίαμβό του.
Το απόγευμα οι δύο στρατοί βρίσκονταν παραταγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, Μια σπίθα, ένα σύνθημα αρκούσε για να ανάψει η φωτιά. Η αναλογία των στρατευμάτων ήταν τρία προς ένα, έξι Ρωμαίοι για έναν Φράγκο κι έναν Βενετό. Κι όμως, ο Αλέξιος Γ’, ντυμένος με την αστραφτερή στολή, δίσταζε να δώσει το σύνθημα της επίθεσης. Φορούσε τον πορφυρό αυτοκρατορικό χιτώνα και τα κόκκινα σανδάλια, τα γεμάτα με πολύτιμους λίθους και χρυσάφι, Φορούσε τα διάσημα μεγάλων αυτοκρατόρων, αλλά, δεν φερόταν ανάλογα.
Οι αρχηγοί του στρατού αδημονούσαν. Ήταν ο Βρανάς, ο Κοντοστέφανος, ο Παλαιολόγος, οι αδελφοί Λάσκαρη, ο Θαλασσινός, ο Μαυροδούκας, ο Πετραλείφας. Όλοι περίμεναν τον αυτοκράτορα να δώσει την εντολή για να αρχίσει η μάχη. Η μέρα κρατούσε πολύ αυτό τον καιρό αλλά και πάλι η έναρξη της μάχης δεν μπορούσε να αργήσει. Πριν το βράδυ όλα θα είχαν ξεκαθαρίσει. Ένας από τους δυο αντιπάλους θα ήταν νικητής στον πιο ένδοξο και ιστορικό θρόνο της οικουμένης. Ο Νικηφόρος παρατηρούσε τον βασιλιά. Έμπαινε κι έβγαινε σε μια πρόχειρη σκηνή που του είχαν στήσει σαν στρατηγείο για να βλέπει την εξέλιξη της μάχης. Από εκεί θα κατέστρωνε τα σχέδια. Ήταν πολύ σκεπτικός και προβληματισμένος. Δυο τρεις φορές καβάλησε το ντυμένο με χρυσά στολίδια και χαλινάρια άλογό του. Έβαλε την χρυσή περικεφαλαία του και τα διάσημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του ιδρυτή της Βασιλεύουσας. Ετοιμάστηκε να δώσει το σύνθημα.
Προς μεγάλη έκπληξη του Νικηφόρου, το σύνθημα δεν δόθηκε ποτέ. Ο Αλέξιος Γ’, βασιλιάς της Ρωμανίας, δίστασε κι έκανε πίσω. Όταν ο ήλιος χαμήλωσε στον ορίζοντα έγινε φανερό ότι δεν μπορούσε να ξεκινήσει η μάχη και να δοθεί στο σκοτάδι. Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε επί τέλους το σύνθημα, μόνο, που δεν ήταν για επίθεση, αλλά, για υποχώρηση. Ανακουφισμένοι οι ηγέτες των προσκυνητών σταυροφόρων δέχτηκαν έκπληκτοι το θείο δώρο. Τον άφησαν να φύγει με τάξη και πειθαρχία όπως είχε έρθει και είχε σταθεί απέναντί τους. Τον άφησαν να ξανακλειστεί στα τείχη της πόλης. Είπαν μεταξύ τους ότι δεν έπρεπε να τον αφήσουν να ξαναβγεί. Στο ανοιχτό πεδίο μάχης, ο πολύ μεγαλύτερος στρατός του θα είχε το πλεονέκτημα. Δεν χρειάστηκε όμως να πάρουν μέτρα. Ο Αλέξιος Αλέξιος Δ', εκείνο το βράδυ είχε άλλα πράγματα να κάνει.


Δ’:    Ο ΑΛΕΞΙΟΣ Δ’

«Μου λες αλήθεια;» απόρησε ο Νικήτας, είναι απίστευτο αυτό που μου λες!
«Είναι έτσι ακριβώς όπως σας τα λέω, κυρ Νικήτα.»
«Ο αυτοκράτορας παράτησε την Πόλη, τον λαό και τα απαραβίαστα τείχη κι έφυγε κρυφά σαν κλέφτης; Μετά από τέτοια επίδειξη δύναμης; Τι φοβήθηκε; Είναι δυνατόν να έχει συμβεί αυτό που μου λες;»
«Το είδα με τα μάτια μου. Αν δεν το έβλεπα δεν θα το πίστευα!»
Ο Χωνιάτης δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ένας βασιλιάς το έβαζε στα πόδια. Όλα τα περίμενε από τον Αλέξιο τον γιο του Ισαάκιου εκτός από αυτό.
«Έφυγε από την θάλασσα. Λένε πως πηγαίνει στην Αδριανούπολη και πως έχει σκοπό να ξαναφτιάξει στρατό και να επιστρέψει.»
«Ψέματα! Αυτός τρέχει τώρα να βρει που να κρυφτεί» είπε ο Νικήτας. «Όμως τι έγινε με την οικογένειά του, με το στέμμα του; Τα άφησε όλα πίσω;»
«Πέρασε πρώτα από το θησαυροφυλάκιο. Σήκωσε ό,τι χρυσαφικό και πολύτιμους λίθους μπορούσε να κουβαλήσει κι έφυγε. Όσο δεν δούλεψε για την άμυνα της πόλης, δούλεψε για να μαζέψει τον χρυσό! Πήρε μαζί του το στέμμα, τη ράβδο, το ξίφος και τα διάσημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έφυγε σαν τον κλέφτη από την πίσω πόρτα πριν να τον καταλάβει η αυτοκρατόρισσα η Ευφροσύνη!»
«Η αυτοκρατόρισσα είναι γυναίκα που το λέει η ψυχή της. Τον περιφρονούσε και τον έβριζε που ήταν δειλός. Αν τον έπαιρνε χαμπάρι θα προτιμούσε να τον σκοτώσει παρά να τον αφήσει να το σκάσει!» είπε ο Νικήτας.
«Μα τι φοβήθηκε;» απόρησε ο Νικηφόρος. «Έχει πολύ περισσότερο στρατό και τείχη άπαρτα. Αν φοβόταν ας έμενε μέσα απ’ τα τείχη. Κανείς δεν μπορεί να τα εκπορθήσει.»
«Ίσως φοβήθηκε καμιά προδοσία» είπε ο Νικήτας. «Όσο το σκέφτομαι όμως, νομίζω πως πιο πολύ φοβήθηκε τις ζημιές απ’ την πυρκαγιά. Όλοι οι άστεγοι θα κάνανε κόμμα εναντίον του και θα άρχιζε μια εξέγερση. Αυτήν δεν θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει.»
«Τώρα; Τι θα γίνει τώρα;» αναρωτήθηκε ο Νικηφόρος.
«Τώρα θα ανοίξουν οι Πύλες και να τις διαβεί ανιψιός του, μεγάλος θριαμβευτής. Θα πάει να πάρει τον πατέρα του από τις φυλακές και θα στεφθούν συναυτοκράτορες και οι δυο, Αλέξιος Δ’ και Ισάακιος Β’, οι εκλεκτοί των Λατίνων στην υπηρεσία του Πάπα.»
«Θα λάβουν μέρος στην σταυροφορία κι αυτοί;»
«Δεν πιστεύω» είπε ο Νικήτας. «Τους ξέρω καλά όλους αυτούς που διψούν για εξουσία. Υπόσχονται τα πάντα μέχρι να την αποκτήσουν, αλλά, μετά τα ξεχνούν όλα.»
«Μα έχει δώσει υποσχέσεις. Πώς θα τις αναιρέσει;»
«Θα προσπαθήσει να τους κρατήσει έξω από την Πόλη. Θα τους διώξει όσο πιο γρήγορα μπορεί προς τα Ιεροσόλυμα. Γνωρίζει πως όσο θα τους έχει έξω από τα τείχη θα είναι ένας βασιλιάς υπό προθεσμία και κηδεμονία. Θα του ζητάνε όλο και περισσότερα μέχρι που δεν θα έχει πια τι να τους δώσει. Τότε θα μπουν στην Πόλη μόνοι τους. Δυστυχώς αυτή θα είναι η εξέλιξη από εδώ και πέρα αφού ο δειλός Αλέξιος παράτησε την Πόλη και το έσκασε.»
«Νομίζω πως έχετε δίκιο, κυρ Νικήτα.»
«Το κακό με τον άμυαλο νεαρό και τον πατέρα του είναι ότι δεν θα κρατήσουν τους Λατίνους έξω από τα τείχη. Βλέπεις, αυτοί τώρα δεν είναι εχθροί, αλλά, σύμμαχοι και προστάτες. Θα τους ανοίξουν λοιπόν τις Πύλες και θα τους βάλουν μέσα στο παλάτι. Οι σταυροφόροι θα είναι από εδώ και πέρα οι στενοί τους συνεταίροι τους στην εξουσία! Αλλοίμονο μας! Δυστυχώς, προβλέπω να έρχονται μέρες κατάμαυρες για τη Βασιλεύουσα, βλέπω μόνο καταστροφές!»
«Εσείς κυρ-Νικήτα, θα αντιμετωπίσετε προβλήματα προσωπικά με τον καινούριο αυτοκράτορα; Θα θελήσει να σας εκδικηθεί;»
«Δεν νομίζω ότι έχω φόβο εγώ» είπε. «Εμένα, απλά, θα με πάψει από Λογοθέτη. Κάποιοι άρχοντες που πρόδωσαν τον πατέρα του, όμως, θα περάσουν άσχημα με την νέα κατάσταση. Θα θελήσει να τους εκδικηθεί.»
«Έρχονται, λοιπόν, πολύ δύσκολες μέρες, ε;»
Ο Χωνιάτης είχε δίκιο, έγιναν όπως τα είχε προβλέψει. Ο Αλέξιος Δ’ μπήκε στην Κωνσταντινούπολη θριαμβευτικά από τα τείχη του Γαλατά στις 18 Ιουλίου. Δυο εβδομάδες μετά, ανακηρύχτηκε συναυτοκράτορας με τον τυφλό πατέρα του Ισαάκιο. Πρώτη δουλειά του ανιψιού ήταν να κυνηγήσει φίλους και συγγενείς του σφετεριστή θείου του και να τους φυλακίσει. Άλλους τους τύφλωσε, άλλους τους μαστίγωσε κι άλλους τους έκλεισε σε υγρά κελιά. Σίγουρα, πάντως, φρόντισε επιμελώς να εξαφανίσει κάθε αντίθετη φωνή. Φυλάκισε τους αδελφούς Κωνσταντίνο και Θεόδωρο Λάσκαρη κι άλλους ευγενείς. Ήταν παράξενο το ότι άφησε ελεύθερο τον, φιλοξενούμενο φίλο των Λασκαραίων, Γιγιαθαντίν Καϊχοσρόη. Σαν προστατευόμενος του φυγάδα Αλέξιου Γ’ θα έπρεπε να έχει φυλακιστεί από τους πρώτους. Κανείς όμως δεν ήξερε τους ισχυρούς δεσμούς που έδεναν τον νέο βασιλιά Αλέξιο Δ’ με τον Καϊχοσρόη. Κανείς δεν γνώριζε ότι ήταν οι εκλεκτοί για τη διαδοχή του Ιερέα Ιωάννη και της Ερμητικής Συνωμοσίας.
Ο Αλέξιος Δ’ ετοίμασε αμέσως ένα μεικτό στράτευμα, από Ρωμαίους και Φράγκους. Ήθελε να κυνηγήσει τον θείο του που κατέφυγε στην Αδριανούπολη. Ειχε όμως κι έναν ακόμη λόγο γι αυτή την εκστρατεία. Ο νεαρός ένιωθε την ανάγκη να τον δεχτούν κάποιες πόλεις σαν αυτοκράτορα. Ήθελε να τού αποδώσουν τιμές για να αισθανθεί πως, επάξια, βρισκόταν στον θρόνο του. Είχε ανάγκη να επιβεβαιώσει την δύναμή του και να δείξει πως μπορούσε να ελέγχει το κράτος του. Μόνο έτσι θα μπορούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τις απίστευτες απαιτήσεις που είχαν οι προσκυνητές. Αυτός κι ο πατέρας του ήταν καταχρεωμένοι.
Τις πρώτες εκείνες μέρες ανησύχησε κι ο Νικήτας. Σαν λογοθέτης και σύμβουλος του έκπτωτου Αλέξιου μπορούσε να υποστεί κι αυτός κάποιες συνέπειες. Τελικά, όπως εξάλλου το είχε προβλέψει, ο νέος αυτοκράτορας δεν τον πείραξε. Έχασε τα αξιώματά του αλλά δεν φυλακίστηκε, δεν τιμωρήθηκε. Μαζί του γλίτωσε από τυχόν περιπέτειες και ο Νικηφόρος. Δεν είπε σε κανέναν ότι βρισκόταν δίπλα στον έκπτωτο Αλέξιο Γ’ την τελευταία μέρα της βασιλείας του. Η Ευανθία και η Ζωή τα χρειάστηκαν κι αυτές με όλη την αναστάτωση και τις μάχες. Ο Ζήσιμος έμεινε χωρίς μνημόσυνο στον τάφο του στα εννιάμερα της κηδείας του. Το μνημόσυνο του έγινε σε ένα εκκλησάκι στη γειτονιά του Χωνιάτη.
Ο Νικηφόρος πηγαινοερχόταν στο σπίτι του Νικήτα κι έκανε συζητήσεις με διάφορους αξιωματούχους. Μιλούσε πότε με γραφιάδες, πότε με στρατιωτικούς και πότε με ιερείς για τα γεγονότα. Οι Λατίνοι ήθελαν να τηρήσει ο νέος Βασιλιάς τις υποσχέσεις του. Του ζητούσαν να περάσει η αυτοκρατορία στη σωστή πίστη των Καθολικών. Έπρεπε να μαζευτούν φόροι από όλη την επικράτεια για να πληρωθούν τα χρέη στους αρχηγούς και τους «προσκυνητές». Όλοι αυτοί που είχαν έρθει μέχρι εδώ θαμπωμένοι από τα λάφυρα που θα κατακτούσαν, τα έβλεπαν τώρα μπροστά τους. Έμπαιναν κι έβγαιναν στην Πόλη άνετα κι ελεύθερα. Έβλεπαν τα κειμήλια, τα πετράδια και τα χρυσάφια κι ανυπομονούσαν για τη στιγμή που θα γίνονταν δικά τους. Κατ’ απαίτησή τους ο Αλέξιος γκρέμισε ένα μέρος του τείχους. Ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, η πόλη όμως έπαψε πια να είναι απόρθητη. Οι Σταυροφόροι του επέβαλαν το δίκιο τους. Η Βασιλεύουσα θα ήταν πια εντελώς απροστάτευτη σε περίπτωση που ο αυτοκράτορας αποφάσιζε να τους ξεγελάσει. Ήταν απόλυτα εξευτελιστικό να του φέρονται έτσι μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ο λαός όλα αυτά δεν τα έβλεπε με καλό μάτι αλλά δεν μπορούσε και να αντιδράσει.
«Αυτός έχει κατεβάσει τα βρακιά» έλεγαν.
«Καλύτερος ήταν ο Αλέξιος Δ'.»
«Άτιμος προδότης ήταν. Μόνο τον εαυτό του κοίταξε.»
«Το έσκασε αντί να τους διώξει. Καλός κι αυτός!»
Ο Νικηφόρος συνάντησε και τα αδέλφια ντ’ Επινάκ που θέλησαν να πιουν μαζί του ένα κρασί. Θα τον ευχαριστούσαν όχι μόνο για τη Ζάρα αλλά και για τη συμπεριφορά του στην επιδημία στο “Δήλος”. Δεν ήταν παράξενο που οι ντ’ Εποινάκ ένιωθαν σαν στο σπίτι τους. Οι Λατίνοι μπαινοέβγαιναν στην Κωνσταντινούπολη σαν “σύμμαχοι” όποτε και όπως ήθελαν. Πολλές φορές έρχονταν σε διαπληκτισμούς και διαμάχες με τους ντόπιους. Ο Ρομπέρ κι ο Φιλίπ βέβαια δεν είχαν έρθει για φασαρίες κι ο Νικηφόρος τους δέχτηκε ευχάριστα. Πήγε μαζί τους σε ένα καπηλειό για να πιουν, να διασκεδάσουν και να μάθει μερικά πράγματα από πρώτο χέρι. Παρήγγειλαν πιοτό και φαγητό και μίλησαν για όλα. Ο Νικηφόρος είδε ολοκάθαρα τη βουλιμία τους για τα πλούτη της Βασιλεύουσας.
«Δεν έχω δει άλλη πόλη τόσο μεγάλη και τόσο όμορφη. Πλούσια, γεμάτη με χρυσό και ασήμι» είπε ο Ρομπέρ.
«Κι είναι γεμάτη με κειμήλια παντού» παρατήρησε ο Φιλίπ. «Το ξέρεις πως με ένα μικρό κοκαλάκι Αγίου μπορεί να πλουτίσει ένα χωριό στη Γαλλία; Στήνει ένα προσκύνημα κι ένα πανηγύρι και ρέει το χρήμα ελεύθερα!»
«Εδώ, κοκαλάκια αγίων αλλά κι ολόκληρα σώματα και κάρες τα βρίσκεις παντού. Είναι γεμάτες οι εκκλησίες, ακόμα και τα νεκροταφεία!» συμφώνησε ο Ρομπέρ
«Υπάρχει παντού πολύ χρυσάφι και ασήμι. Κι είναι όλο εκτεθειμένο σε δημόσια μέρη» συνέχισε ο Φιλίπ.
Ήταν εντυπωσιασμένοι από τα πλούτη γύρω τους.
«Μια εκκλησία, η Αγιασοφιά, έχει τις κολώνες της όλες καλυμμένες με χρυσάφι» είπε ο Ρομπέρ με θαυμασμό. «Το φαντάζεσαι; Οι κολώνες είναι γεμάτες με χρυσό!»
«Ελπίζω να μην χρειαστεί, φίλοι μου, να πάρετε με το ζόρι αυτά που σας χρωστάνε. Ελπίζω να βρει, τελικά, τρόπο να σας ξεπληρώσει ο Αλέξιος» είπε ο Νικηφόρος.
«Πάντως στο στρατόπεδο όλοι ελπίζουν κι εύχονται να μην τα καταφέρει!»
«Ξέρω ότι είστε πολεμοχαρείς εσείς οι Φράγκοι. Γιατί όμως να προτιμήστε τον πόλεμο και τον κίνδυνο αντί για την ειρηνική διευθέτηση;» ρώτησε εύλογα ο Νικηφόρος.
«Γιατί αν ο αυτοκράτοράς σας ξεπληρώσει τα χρέη του θα κερδίσουν οι Βενετοί κι οι αρχηγοί της σταυροφορίας. Εμείς οι απλοί προσκυνητές θα μείνουμε με την όρεξη! Ενώ αλλιώς, αν η Πόλη κατακτηθεί, θα έχουμε τρεις μέρες να αρπάξουμε ό,τι προλάβουμε» είπε ο Ρομπέρ.
«Θα μπορείς κι εσύ, Νικηφόρε, να πάρεις ό,τι θέλεις. Είσαι μέλος της σταυροφορίας κι εσύ» του θύμισε ο Φιλίπ.
«Ελπίζω να μην χρειαστεί πολιορκία και κατάληψη» είπε ο Νικηφόρος. «Είδα τι έγινε στη Ζάρα και τρόμαξε η ψυχή μου. Εξ άλλου, έχω φίλους μου εδώ, έχω και την κυρία Ευανθία με την κόρη της. Ανησυχώ για την τύχη τους.»
«Όποτε μιλάς, φίλε μου, για την “κόρη της Ευανθίας κοκκινίζεις» παρατήρησε ο Φιλίπ. «Σε είδαμε πώς την κοιτούσες και στο πλοίο. Λιώνεις γι αυτήν.»
«Έλα τώρα Φιλίπ ντ’ Επινάκ, τι είναι αυτά που λες; Αν κοκκίνισα θα φταίει το κρασί. Είμαι παντρεμένος.»
«Κι εγώ παντρεμένος είμαι» είπε ο Φιλίπ. «Χτες ήμουν στον Παράδεισο με μια Βουλγάρα που χορεύει στην ταβέρνα απέναντι από την Χρυσή Πύλη.»
«Κι εγώ πέρασα το ίδιο με μια Βλάχα, πιο ξανθιά κι από τις δικές μας τις Φράγκες» είπε ο Ρομπέρ. «Πού είναι το κακό, φίλε μου Γραικέ, να σε χτυπήσει κι εσένα ο έρωτας μιας θεάς μαυρομάλλας; Η Βουργουνδία είναι μακριά, αλλά, κι η Αθήνα είναι επίσης πολύ μακριά.»
«Ελάτε τώρα. Σας είπα. Είμαι παντρεμένος κι αγαπώ τη γυναίκα μου!»
********************************************************
Η συνέχεια αύριο